ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

   

φιλολογικά

   

διάλειμμα

   

ταυτότητα

   

επικοινωνία

   

σύνδεσμοι

   

stava

 

Βασίλης Συμεωνίδης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

           

 

[...] Εκτός από τα μαρξιστικά πήραν τα άπαντα Πλάτωνα και Αριστοτέλη που είχαν την ατυχία να έχουν εκδοθεί από τον Ζαχαρόπουλο. Το όνομά του δε ξέρω γιατί τους θύμιζε τον Ζαχαριάδη. Τα κατάσχεσαν με τη δικαιολογία πως είναι τα άπαντα του Ζαχαριάδη. Τους διευκρίνισα με λεπτότητα πως νομίζω πως κάνουν λάθος και ο Σπανός μου είπε «αλλού αυτά».

Τελικά όμως αυτό σα να τους δημιούργησε μια αμφιβολία για το τι πρέπει να παίρνουν. Ο Σπανός έδωσε τότε τη γενική οδηγία πως ότι χοντρό βιβλίο υπάρχει να το παίρνουνε. είναι κομουνιστικό. Έτσι δε γλίτωσε και ένας οδηγός μαγειρικής που ήτανε ντυμένος με χοντρό χαρτί. Ο τηλεφωνικός κατάλογος τη γλίτωσε.[…] (σελ. 11)

 

Άκουσε παιδί μου, η Ασφάλεια δε βυζαίνει το δάχτυλο της. Δε σε πιάσαμε αμέσως για να δεις την καλοσύνη μας. Το τι έχεις κάνει από την ημέρα της Επαναστάσεως είναι γνωστό στας αρχάς. Δεν έχεις κάνει και λίγα πράγματα. Τα ξέρουμε όλα. Λοιπόν σαν καλό παιδί πες τα. Άντε θα περάσεις καλά. Σκέψου ένα πράγμα μόνο. Η Ασφάλεια για τους κακούς είναι Νταχάου και για τους ειλικρινείς Παράδεισος. Πρόσεξε δεν εξετάζουμε την ενοχή σου που είναι αποδεδειγμένη αλλά την ειλικρίνεια σου που θα καθορίσει την δική μας συμπεριφορά.[…] (σελ. 14)

 

- Άκουσε παιδί μου, υπάρχουνε δυο τύποι ανακρίσεως, ο πολιτισμένος και ο επιστημονικός.

- Ποιος είναι ο πολιτισμένος;

- Αυτός που κάνουμε τώρα.

- Και ο επιστημονικός;

- Αυτός που θα ακολουθήσει. (σελ. 19)

 

-         Δώσε Φιστίκι Κώστα.

-         Ξύλο, σίδερο;

-         Ξύλο και βλέπουμε.

-         Μάλιστα γιατρέ.

Μου φάνηκε πως άκουσα μια περίεργη διάλεκτο αφρικανικής φυλής. Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε τα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.

Η φάλαγγα είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που επενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ ένα σκληρό γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατο να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια τα διαστήματα ανάμεσα στο χτύπημα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Την λεπτομέρεια αυτή την ξέρουν και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουνε να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.

Άρχιζα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή. Φώναξα τ’ όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα ‘ταν δε θα ‘ταν δέκα χτυπήματα. Δεν τόλμησα να κάνω καμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε. Φώναζα. Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη κείνη η αηδία κυλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δε μπορώ πια ν’ αναπνεύσω.[…] (σελ. 24)

 

[...]Ξημέρωσε. Πρώτη αίσθηση του χώρου. Δυνατός ήλιος. Εγώ πεσμένος στο πάτωμα. Κάποιος μού ‘τριβε το κεφάλι σε κάτι λάσπες. Ξερατά. Μου έκρυβε το κεφάλι πάνω στους εμετούς. Με συμβούλευε: «Φάε γουρούνι, φάε, γκρου γκρου γκρου.» Είχα κάνει εμετό. Ποιος ξέρει πότε. Πόση ώρα με χτυπάγανε. Πρέπει να υπολογίσω. Υπολογίζω. Τρεις ώρες, μόνο. Τι απέραντος χρόνος μπορεί να ‘ναι τρεις ώρες.[…] (σελ 26)

 

[...]Το κελί δεκαεφτά ήτανε το κελί που ο προηγούμενος κρατούμενος έμενε αυστηρά. Αυτό σήμαινε πως όλες οι ανάγκες του γινόντουσαν μέσα. Άπειρα σκουπίδια. Βρόμα πάνω από έντονη. Μόλις κλείδωσε την πόρτα και έμεινα μόνος, ένοιωσα σιγουριά. Το αίσθημα του ποντικού που για να γλιτώσει τη γάτα μπαίνει στη φάκα. Τέλειωσα. (σελ 28)

 

[...]Ακούγεται ένα «σκασμός». Θόρυβος μπάρας που άνοιγε. Το κελί πρέπει να’ ταν το διπλανό μου ή το πιο κάτω. Ο φρουρός βλαστημάει και λέει στο γέρο: «γιατί τραγούδαγες ρε, για να βρω το μπελά μου, ε;» Ακούγεται να πέφτει ξύλο. Ο γέρος παρακάλαγε  «ακούστε, κύριε φύλακα, να σας εξηγήσω, κύριε φύλακα, μη βαράτε κύριε φύλακα, είμαι 68 χρονών, είμαι ευυπόληπτος οικογενειάρχης, μόνο για δήλωση μ’ έχουν εδώ.» Το ξύλο έπεφτε κανονικά. Απόλυτη ησυχία. Μόνο τα χτυπήματα και ο γέρος που έκλαιγε.[…] (σελ 29)

  

[…] Αλλού ήτανε χαραγμένο πολύ βαθιά μια συμβουλή “τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ” Πιο κάτω πρόσεξα μερικές γραμμές χαραγμένες στον τοίχο. Προφανώς μέρες στην απομόνωση. Μέτρησα 58 γραμμές, άλλος είχε 32 και ένας άλλος 30.[…] (σελ 30)

 

[…] Σηκώνει τα χέρια του και τα κατεβάζει με φόρα στα μάτια, πιέζει τους βολβούς προς τα κάτω, δεν πονάω αλλά υπάρχει απόλυτο σκοτάδι. Οι βολβοί προχωράνε προς τα κάτω.

Σχεδόν είναι σίγουρο πως είναι κόλπο. Σκέφτομαι πως δεν είναι δυνατό να αφήνουν τέτοιες ιατροδικαστικές αποδείξεις βασανιστηρίων, θυμάμαι πως στο κρανίο υπάρχει μια μεγάλη κοιλότητα που έχει μέσα τους βολβούς. […] (σελ. 51)

 

[…] Το ρεύμα διέρχεται τον ανθρώπινο οργανισμό σε συνεχή κύματα. Νομίζεις πως τα κόκαλά σου, η σάρκα σου, τα νεύρα σου είναι λαστιχένια και κυματίζουν όπως ένα χαλί που το τινάζεις από το μπαλκόνι. Το στόμα σου, η γλώσσα σου, γίνεται σα χαλκός και είναι λιγάκι αλμυρό, το στομάχι σου, τα άντερά σου και τα γεννητικά όργανα γίνονται μια ενότητα συμπαγής, σιδερένια που σε τσιμπάει σα να’ χει καρφίτσες. Με άλλα λόγια είναι μια ανάποδη φάλαγγα. Αυτό γίνεται πότε από το ένα αυτί και πότε από το άλλο. Κάθε τόσο ο ένας κοίταζε την καρδιά. Νομίζω πως, άμα δούνε πως η καρδιά είναι γερή, δυναμώνουν την ένταση. Η διαφορά με τη φάλαγγα είναι πως εκεί, όσο περνάει η ώρα αρχίζεις να νιώθεις πως κάποτε θα τελειώσει, θα λιποθυμήσεις. Εδώ όσο περισσότερες εκκενώσεις δέχεσαι, τόσο αυξάνει η ζωτικότητά σου και γίνεται πιο αφόρητο. Τα μάτια σου τρέχουνε, η μύτη σου τρέχει και τα νιώθεις μολυβένια. Το στόμα σου γεμίζει σάλια. Πετάγεσαι πολύ δυνατά. Κάθε φορά ακούς τα λουριά να τρίζουν. Μόλις σταμάτησαν χάθηκα.[…] (σελ. 60)

 

Περικλής Κοροβέσης, ανθρωποφύλακες, Κάλβος 1983

  

           

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 05 Φεβρουαρίου 2012.