Ένοχη σιωπούσα κοινωνία
Μη νομίζετε πως έγινε και κάτι με την αποκάλυψη του «Ε», την
περασμένη Πέμπτη, ότι λυκειάρχης οδήγησε τους μαθητές του για την κοπή της
βασιλόπιτας σε καφετέρια, δηλαδή καφενείο με τα
παλιά πρότυπα, έταξε ως δώρο στον ή στην τυχερή διήμερη κοπάνα αχρέωτη και
χρέωσε τη σχολική επιτροπή με τα έξοδα, που δεν έχει σημασία το ύψος τους.
Γιατί οι περισσότεροι σήκωσαν αδιάφορα τους ώμους, λέγοντας: «Γίνονται και
χειρότερα». Χειρότερα δηλαδή από την «παιδαγωγική μέθοδο», που αναγορεύει το
σχολείο σε φυλακή και σου δίνει την ευκαιρία να αποδράσεις, έστω προσωρινά,
απ’ αυτό. Που σου χορηγεί άδεια απουσίας, που σου μαθαίνει ότι η μαθητική
περίοδος της ζωής σου είναι αναγκαίο επώδυνο κακό, που απλώς είσαι
υποχρεωμένος να το περάσεις.
Καμμιά επίσημη αντίδραση δεν υπήρξε, κανείς
παράγοντας δε ζύγισε και δε μέτρησε την ενέργεια αυτή, κανείς δεν ανέκραξε
«ως εδώ και μη παρέκει», κανένα τμήμα της κοινωνίας
δεν εξεγέρθηκε.
Αντίθετα, θα έλεγα ότι κάποιοι δυσαρεστήθηκαν κιόλας, γιατί «διασύρεται το Πλωμάρι και η εκπαίδευσή του». Γιατί η κρατούσα άποψη
είναι πως δεν χρειάζεται να βγάζουμε τα άπλυτά μας στη φόρα. Πως καλό είναι
να τα κρύβουμε, να μην τα κοινολογούμε. Και βεβαίως να μην τα θεραπεύουμε.
Ζούμε σε μια κοινωνία σιωπούσα, μια κοινωνία άνευρη, άβουλη, φοβική, που όλα
κοιτάει να τα περάσει στα μουλωχτά. Το νερό κάτω από το άχυρο. Να μην
κινείται τίποτα και ως εκ τούτου να μην διορθώνεται τίποτα. Και κυρίως οι τα
φαύλα πράττοντες να μην υφίστανται κανένα κακό.
Είδατε άλλωστε και την αμήχανη, και σχεδόν υποτονθορίζουσα
θέση του προϊσταμένου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λέσβου, κ. Φραγκόπουλου. Σύμφωνα με την οποία αυτά γίνονται και «σε
άλλες διοικητικές υπηρεσίες». Λες και το σχολείο είναι δημόσιο ταμείο ή
τράπεζα, όπου η, καλώς νοούμενη, συναλλαγή είναι το κύριο αντικείμενό τους.
Πόσο δηλαδή χρειάζεται να αντιληφθούμε, και να αντιληφθεί ο αρμόδιος
προϊστάμενος, ότι το σχολείο είναι φυτώριο ψυχών, χαρακτήρων και ανθρώπων
τελικά; Τι ακριβώς απαιτείται για να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σχολείο από
οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία; Θα μου πείτε, μα το ίδιο το κράτος κρατά
χαμηλά την εκπαίδευση και τους λειτουργούς της, χωρίς να τους δίνει καμμιά ιδιαίτερη σημασία και αξία. Σωστό. Αλλά η κοινωνία
τελικά ταυτίζεται με τις επιλογές των καρεκλοκένταυρων;
Δεν αντιδρά; Δεν έχει την δική της άποψη; Ε όχι. Η σημερινή κοινωνία μας
απλώς επαναλαμβάνει αυτό που έλεγε η γιαγιά μου, κι όλες οι γιαγιάδες του
κόσμου φαντάζομαι. «Όταν κάθεσαι καλά, κανείς δεν σε πειράζει.» Αυτή η
αντίληψη διακατέχει τους πάντες. Μια κοινωνία που δεν μιλά για να μην
ενοχλεί, που σιωπά για να βολεύεται, που δεν παίρνει θέση, για να μπορεί να
λέει σ’ όλα «ναι». Μια νεκρή κοινωνία εν ολίγοις.
Γι’ αυτό ακριβώς, ως κράτος, ως Πολιτεία και ως έθνος, βιώνουμε την βορβορώδη
κατάσταση στην οποία πλέουμε χρόνια, επειδή κανείς μας δεν θέλει ν’ ακούσει
και να πει την αλήθεια.
Πριν μερικές μέρες, πέθανε μόνος κι αβοήθητος στο Πλωμάρι
ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Που ξεκίνησε πλούσιος για να καταλήξει
θεόφτωχος. Κάποτε κομματικός παράγων, που κυριολεκτικά σκορπούσε το χρήμα,
αλλά και τον φόβο, μικροχαφιές της Αστυνομίας (έχω
προσωπική άποψη), φίλος και ομοτράπεζος δικαστών και εισαγγελέων, όπως ο
ίδιος τόνιζε και πολλοί βεβαίωναν. Προσωπικά απέρριπτα μετά βδελυγμίας την
άποψη αυτή, αδυνατώντας να φαντασθώ ότι δικαστές
μπορεί να είχαν τόσο χαμηλού επιπέδου συναναστροφές. Οπότε έφθασε μια
επιστολή. Απευθυνόμενη σε γνωστή πλωμαρίτικη
ποτοποιία, με εσώκλειστη ειδική εντολή «Διά την εφημερίδα Πλωμαρίου
Λέσβου».
Γραμμένη σε επιστολόχαρτο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και φάκελο πληρωμένο
με ταχυδρομικό τέλος, που μάλλον σημαίνει ότι ο επιστολογράφος εξακολουθεί να
σιτίζεται δημόσιο χρήμα, υπογράφεται από τον «Δημ.
Γ. Καλουτά, δρα Νομικής, δικηγόρο, τ. δικαστή»
Μυτιλήνης, που έχει προστεθεί χειρόγραφα, αποτελεί ένα επιθανάτιο παραλήρημα
για τον «άκακο, ταλαιπωρημένο, αγωνιστή», που
καταλήγει στην βεβαιότητα ότι «ο Μεγάλος Κριτής θα τον εντάξει ασφαλώς στην χορείαν των κατεχόντων τον κότινον της επίγειας δοκιμασίας, ταλαιπωρίας, κούρασης
κ.λπ.».
Δεν γνωρίζω τις συνθήκες υπό τις οποίες έφυγε από το δικαστικό σώμα ο
ευαίσθητος επιστολογράφος, αλλά είτε ως δικηγόρος, είτε ως πολίτης θα
φοβόμουνα να κριθώ από αυτόν. Και δεν είναι ο μόνος, δυστυχώς, για τον οποίον
ή ένοχη σιωπούσα κοινωνία δεν μιλά, για να μην έχει μπλεξίματα. Γιατί αυτός
είναι ο κανόνας της συμπεριφοράς της.
Μαυραγάνης Ξενοφών
18/02/2010
Πηγή: ΕΜΠΡΟΣnet
|