ΙΣΤΟΡΙΑ Στ΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ: Μια ετεροχρονισμένη κριτική με φόντο τους θεσμούς

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2007: Οι νέες -κατά ΥπΕΠΘ- κλίσεις ανώμαλων ουσιαστικών

ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ, ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

2 Αυγούστου 2007: Ανακοινώνεται από την Υπουργό Ε.Π.Θ. η ολοκλήρωση «εκτεταμένων αλλαγών και βελτιώσεων» στο επίμαχο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Ας δούμε τα μηνύματα που εκπέμπει η κυβέρνηση με τις επιλογές της στο εθνικής προτεραιότητας θέμα της Παιδείας, και με αφορμή αυτά, ας εξετάσουμε το ζήτημα επί της ουσίας.

Η συνέντευξη γίνεται με βαρυσήμαντο πολιτικό χαρακτήρα από την ίδια την Υπουργό, μετά από συνεργασία με τον Πρωθυπουργό, κάτι που αντιφάσκει με την διαρκώς επαναλαμβανόμενη θέση της ότι πρόκειται για θέμα αμιγώς επιστημονικό. Η ίδια βέβαια παραδέχεται ότι τον τελικό λόγο έχει το ΥπΕΠΘ, επιβεβαιώνοντας έτσι το αυτονόητο: ότι τα πάντα κρίνονται και αποφασίζονται σε πολιτικό επίπεδο. Η πρωτογενής ευθύνη της κυβέρνησης βρίσκεται στο ότι, ενώ έμμεσα παραδέχεται σημαντικότατα προβλήματα επιστημονικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα του βιβλίου [που ενδεχομένως αντιβαίνουν με διατάξεις του Συντάγματος], προτιμά να τηρήσει ισορροπίες πολιτικής σκοπιμότητας, κρυπτόμενη πίσω από το πάγιο επιχείρημα μιας κακώς εννοούμενης «επιστημονικής αρμοδιότητας» που δυστυχώς, δεν φαίνεται να αποτελεί μόνον πρόσχημα. Θα πρέπει να αναγνωριστεί στην Υπουργό η συνέπεια της στάσης της. Πίσω από κάποια λόγια που σήμερα στη συνέντευξη αναγκάστηκε να πει, διακρίνεται η σταθερή της θέση για μια Παιδεία προσανατολισμένη στην επαγγελματική κατάρτιση, μια Παιδεία στην οποία η «ηθική» διάσταση είναι περιττή, ή (έστω) καταναλώνει πολύτιμο χρόνο. Ισχύουν επίσης η κυβερνητική «νηφαλιότητα» και η «ψυχραιμία» στην αντιμετώπιση του θέματος που δημιούργησε το βιβλίο, οι οποίες όμως θεωρούνται προαιρετικά προσόντα των πολιτικών[1]. Ας δούμε κατ' αρχήν ένα κεντρικό σημείο της συνέντευξης που φανερώνει πολιτική [αν όχι κομματική] σκοπιμότητα στο συνολικό χειρισμό της «διόρθωσης» του βιβλίου.

Η «ΑΠΟΣΥΡΣΗ»

Πώς να ερμηνεύσει κάποιος την αναφορά ότι το διορθωμένο βιβλίο θα κριθεί από την εκπαιδευτική κοινότητα και ενδεχόμενη συνέχιση των αντιδράσεων θα οδηγήσει ουσιαστικά στην απόσυρσή του; Κάτι τέτοιο απέκλειε κατηγορηματικά η Υπουργός λίγους μήνες πριν, ενώ σήμερα, παίζοντας με τις λέξεις, μας πληροφορεί ότι «ενδεχόμενη νέα ανάθεση» δεν αποτελεί απόσυρση. Στην ίδια συνέντευξη, η Υπουργός χαρακτήρισε ως «απόσυρση» του προηγούμενου βιβλίου τη διαδικασία ανάθεσης του 2003.

Πώς εξηγείται να προβλέπει η πολιτική ηγεσία αυτή την ασφαλιστική δικλίδα ενός νέου βιβλίου σε σχέση με το διορθωμένο, όταν 5 μήνες πριν δεν ήθελε ούτε να ακούσει κάτι αντίστοιχο για το παλιό, που σήμερα συμφωνεί ότι είναι (τουλάχιστον) ανεπαρκές; Πώς εξηγείται το γεγονός, το ίδιο Π.Ι. που ενέκρινε το 2003 το βιβλίο, να εγκρίνει σήμερα μια δραστική διόρθωσή του και αύριο μια πιθανή απόσυρσή του;[2] Πόσο ανεκτή μπορεί να γίνεται από το ΥπΕΠΘ η «αβλεψία» στην κυκλοφορία ενός βιβλίου Ιστορίας του οποίου σήμερα διορθώνονται δεκάδες σημεία, ένα από τα οποία έχει τη βαρύτητα της αποσιώπησης μιας εθνοκάθαρσης και της αναγωγής μιας φάσης της σε «συνωστισμένη αναχώρηση»; Συμβαδίζει η  ανεκτικότητα που δείχνει η πολιτική ηγεσία μέσω του Π.Ι. στη συγγραφική ομάδα με την πολλάκις διακηρυχθείσα αρχή από τον Πρωθυπουργό «Παιδεία: θέμα εθνικής προτεραιότητας»;

ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟ «ΑΡΘΡΟ 16»;

Και όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς καμιά αναφορά στο άρθρο 16 - παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο δεν προβλέπει επιστημονική κρίση για την «ηθική αγωγή, την εθνική και θρησκευτική συνείδηση» ως σκοπό της Παιδείας, αλλά επιτάσσει μια απλή, πολιτική κατεύθυνση. Η επιταγή αυτή είναι τόσο γενική, μα τόσο ξεκάθαρα κατανοητή, που μπορεί να κριθεί σε επίπεδο ατομικής πολιτικής συγκρότησης, ώστε να μην είμαστε σήμερα αναγκασμένοι να επιχειρηματολογούμε για τα αυτονόητα. Αν βέβαια η παράγραφος 2 του άρθρου 16 αναθεωρηθεί προς την κατεύθυνση που τόσο εύγλωττα πρότεινε τον Ιανουάριο ένας τουλάχιστον βουλευτής της συμπολίτευσης, τότε η παρούσα ανάλυση ατονεί. Μέχρι τότε όμως, θα συνεχίσει να αποτελεί υποχρέωση των πολιτών -κατά μείζονα λόγο των πολιτικών- η τήρηση της διάταξης. Η αποσιώπηση της αντισυνταγματικής πορείας στην οποία κατευθύνει την Παιδεία το συγκεκριμένο βιβλίο και η αναγωγή του προβλήματος αποκλειστικά σε «ζήτημα επιστημονικό», εκτός των άλλων, επαναπροσδιορίζει τους επιστήμονες ως απολίτικα και αποϊδεολογικοποιημένα όντα: η θλιβερότερη δυνατή εκδοχή συμπερασμάτων που μπορεί να εξάγει κάποιος μελετώντας τη Γαλλική Επανάσταση.

Τι Πολιτεία είναι αυτή, όπου σοβαρά «ιστορικά ατοπήματα, λάθη, κενά και αβλεψίες» στην Παιδεία της αποτελούν απλώς επιστημονικό ζήτημα, και μόνο στο επίπεδο παραδοχής του από τους επιστήμονες; Είναι προφανές ότι οι αλλαγές και το βάθος τους υπήρξαν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και συγγραφέων. Πάντως, η συγγραφική ομάδα δημόσια διαφωνεί σήμερα με τις υπουργικές ανακοινώσεις περί «ιστορικών ατοπημάτων», θέτοντας νέο πρόβλημα στην αξιοπιστία των υπουργικών δηλώσεων που φιλοδοξούν να κλείσουν το πολιτικό θέμα. Από τη συνέντευξη της Υπουργού είναι επίσης προφανές ότι, κατά την κυβέρνηση, η ανάγκη αυτών των αλλαγών δεν σηματοδοτεί δείγματα επιστημονικής και παιδαγωγικής ανεπάρκειας της συγγραφικής ομάδας («εμένα ως Υπουργό Παιδείας με ενδιαφέρει να αποτυπώνεται η ιστορική πραγματικότητα χωρίς λάθη και αστοχίες»). Δυστυχώς, οι δύο επιστήμονες που σήμερα δημοσίως εμφανίστηκαν για να στηρίξουν την κυβέρνηση, αποκάλυψαν με τις δηλώσεις τους μια επιστήμη αλαζονική και ελαστική ως προς τις Συνταγματικές επιταγές, (αλαζονεία ανάλογη με αυτήν της επικεφαλής των συγγραφέων). Ο ένας μάλιστα και προ καιρού απέδειξε ότι απέχει από το πρότυπο του ήπιου και νηφάλιου, που επικαλείται ως νέο επιστημονικό ήθος η συγγραφική ομάδα και στηρίζει η κυβέρνηση. «Η κυβέρνηση λειτουργεί θεσμικά και με τους νόμους» δήλωσε η Υπουργός. Να συμπεράνουμε λοιπόν ότι για την κυβέρνηση το Σύνταγμα είναι θεσμός ελάσσονος σημασίας σε σχέση με τη νομικώς προβλεπόμενη διαδικασία αναθεώρησης ενός σχολικού βιβλίου;

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ, Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Για την τεκμηρίωση της αντισυνταγματικότητας της λεγόμενης «α΄ έκδοσης» του βιβλίου σαφώς χρειάζεται μια εκτεταμένη κριτική μελέτη. Όμως από τη σκοπιά του μη ειδικού επιστήμονα, που κατανοεί την συνταγματική επιταγή και ακούει τις κυβερνητικές θέσεις, κάποιος μπορεί, μεταξύ άλλων, να παρατηρήσει:

1.      Απουσιάζει από το βιβλίο η αναφορά στην ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, της Δημοκρατίας των Επτανήσων, με εγγυήτριες δυνάμεις τη Ρωσία και την Τουρκία (1800-1807).

2.      Τι επιδιώκεται να κατανοήσει ένας μαθητής από το κεφάλαιο με τίτλο «Οι εμφύλιες συγκρούσεις»; Το κύριο κείμενο είναι γενικό και παραπλανητικό. Χωρίς γεγονότα και ονόματα, χωρίς επαρκή εξήγηση και σύνδεση με τις προεπαναστατικές κοινωνικές συνθήκες, κάτω από τη δικαιολογία της σύντομης διαπραγμάτευσης και του κατευνασμού των παθών, το κείμενο ισομοιράζει τις ευθύνες μεταξύ των ομάδων και ισοπεδώνει τα πρόσωπα κάθε μιας. Η σύγκρουση Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών - Πελοποννήσιων προκρίτων δεν χωρούσε ως τίτλος, ενώ η αναφορά στους Φαναριώτες συσκοτίζει αντί να διαφωτίζει. Η σελίδα της μαθητείας, ολοκληρώνει την πλάνη με έμμεση αναφορά, μόνο στο 1821 και με μία φωτογραφία, που αφήνει ερωτηματικά, τόσο για τη μοναδικότητά της, όσο και για το κεφάλαιο στο οποίο παρατίθεται. Προφανώς τα γεγονότα του 1822-25 θεωρήθηκαν ήσσονος σημασίας, όπως και μια φράση για τις νίκες των Κιουταχή-Ιμπραήμ το 1825. Συμπεράσματα που προκύπτουν: Ο Δ. Υψηλάντης δεν αφίχθη στην Ελλάδα ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας που οργάνωσε την Επανάσταση, όλες οι εμφύλιες συγκρούσεις του αγώνα διεξήχθησαν στα Βέρβαινα (βλ. και σελ.55-56 στο βιβλίο του δασκάλου). Επί πλέον, το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται μακριά από τη χρονική αλληλουχία των επαναστατικών γεγονότων, αξιολογούμενο θεματικά ως μη αναγκαίο για σύνδεση με τα υπόλοιπα γεγονότα. [Η αντίφαση με τον «αλυτρωτισμό» (βλ. πιο κάτω) βγάζει μάτια]. Κάτω από αυτή την παρουσίαση, ο Δ. Σολωμός λαμβάνει νέα διάσταση: αυτήν του υπερβολικού σχολαστικάντζα που ασχολείται με πταίσματα.

3.      Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη η άποψη ότι η συγκίνηση που επικρατεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μετά την πτώση του Μεσολογγίου οδηγεί τις τότε μεγάλες δυνάμεις να μεσολαβήσουν το 1827 υπέρ του ελληνικού αγώνα; Οι ίδιες δυνάμεις εμφανίζονται αργότερα (ίσως στο πιο αντιεπιστημονικό κεφάλαιο του βιβλίου) να ορίζονται ως δια μαγείας «εγγυήτριες δυνάμεις». Η απόφαση επιβολής βασιλέα φαίνεται να παίρνεται το 1832. Αναφέρεται ότι «ο ηγεμόνας του κράτους είναι ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί». Ο μαθητής εμπεδώνει ότι τα Συντάγματα παραχωρούνται από ξένους, οι οποίοι μερικές φορές δυσαρεστούν τον πολιτικό κόσμο των χωρών, όταν δεν τα δίνουν. Δεν υπάρχει αναφορά στο πώς προέκυψαν και εφαρμόστηκαν ως το 1832 τα Συντάγματα Επιδαύρου, Άστρους και Τροιζήνας, ενώ γίνεται πρωθύστερη, ακατανόητη αναφορά στο 1843. Ο μαθητής κατανοεί ότι οι «διπλωματικές προσπάθειες» για εδαφικά ζητήματα γίνονται από εξωγήινους και ότι η Ελλάδα ως κράτος το 1832 είχε «εδαφικές διεκδικήσεις».

4.      Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ένα κράτος εξαρτά πλήρως την πολιτική του από άλλα κράτη επανέρχεται ως μυστήριο και στην ανακεφαλαίωση, στο οποίο αφήνεται και μια σκιά επεκτατικής αντίληψης των Ελλήνων.

5.      Η σχέση των μεγάλων δυνάμεων με την εκλογή, τη διακυβέρνηση και την άσκηση αντιπολίτευσης στον Καποδίστρια είναι ανύπαρκτη στο βιβλίο του μαθητή. Στο βιβλίο του δασκάλου ο Καποδίστριας τοποθετείται στο επίπεδο του εκλεκτού των Μεγάλων Δυνάμεων από το πρίσμα των Ελλήνων (σελ. 60). Οι συνθήκες επιλογής του Καποδίστρια και το ευρωπαϊκό πολιτικό του προφίλ απουσιάζουν. Τέλος, η δυνατότητα διακυβέρνησης του Καποδίστρια σύμφωνα με το Σύνταγμα της Τροιζήνας συνοψίζεται στη φράση: «συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του για να δρα αποτελεσματικά, όπως πιστεύει».

6.      Η μορφή του πολιτεύματος (απόλυτη μοναρχία) χρεώνεται στον Όθωνα. Το «Σύνταγμα» επανεμφανίζεται να δίνει αυτόματα λύσεις. Η συστηματικά εμφανιζόμενη, αόριστη έκφραση «πιο δημοκρατικό» που συνεχώς αναφέρεται από το 1822, αφ ενός αφήνει ανεξήγητη τη σχέση τύπου-ουσίας, αφ' ετέρου οι Έλληνες ασχολίαστα εμφανίζονται να κατακτούν τη δημοκρατία έναν αιώνα μετά την επανάσταση (1909). Μέσα από το αποστειρωμένο κείμενο του βιβλίου, οι Έλληνες εμφανίζονται τελικά να επιζητούν ελευθερία περισσότερο στο ελληνικό κράτος απ' ότι στην «Οθωμανική κυριαρχία» (βλ. και σελ. 36-ανακεφαλαίωση, όπου αφού πρώτα γίνει λόγος για τα προνόμια και τα δικαιώματα των Ελλήνων στο Οθωμανικό κράτος, στη συνέχεια αναφέρονται δύο λόγοι για τους οποίους οι ελληνικοί πληθυσμοί «προσπαθούν να εξεγερθούν και να ελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό».

7.      Ο διψασμένος για εδάφη (σε σχέση με το Βασιλιά Γεώργιο) Βενιζέλος εμφανίζεται ηγέτης μιας χώρας που «όλως περιέργως» κερδίζει εδάφη σε σχέση με αυτές που χάνουν τον πόλεμο. Στη συνέχεια ο μαθητής συναντά την προαιρετική συμμετοχή στις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις ενός ηγέτη κράτους που ενεπλάκη σε πόλεμο.

8.      Δεν αναφέρεται η συμβολή των Ελλήνων στην έκβαση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

9.      Η πτώση της χούντας το 1974 εμφανίζεται ασύνδετη με το Κυπριακό πραξικόπημα.

10. Το Κυπριακό πρόβλημα αφήνεται να εννοηθεί -με τη μέγιστη δυνατή ασάφεια- ως διμερές πρόβλημα Ελλάδος-Τουρκίας.

11. Η καταιγιστική αναφορά του όρου «αλυτρωτισμός» για την Ελλάδα του 19ου αιώνα αποτελεί –εκτός των άλλων- ένα πρώτης τάξεως αντεπιχείρημα για τη σημερινή ελληνική εξωτερική πολιτική προς το κράτος των Σκοπίων.

12. Αντί μιας αράδας που να εξηγεί την αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, παρουσιάζεται αυτή η ερώτηση.

Οι συγγραφείς απαντούν στα περί συνωστισμού με το επιχείρημα ότι και από ελληνικής πλευράς υπήρχαν στρατηγικά λάθη και πολεμικά εγκλήματα στη Μικρασιατική εκστρατεία (ίσως έτσι να δικαιολογούν και την «φωτιά που εκδηλώνεται σε μεγάλο μέρος της πόλης», σελ. 92-93 στο βιβλίο του δασκάλου). Εδώ θα πρέπει κάποιος να αναρωτηθεί αν ο ιστορικός έχει αρμοδιότητα ή νομιμοποιείται να συμψηφίζει ευθύνες, αποσιωπώντας και τα οργανωμένα εθνικά εγκλήματα. Αλλά και αν ακόμα είχε τέτοιο δικαίωμα, πώς μπορεί να εξηγήσει την αποσιώπηση των δικών μας εθνικών ευθυνών και ιδιαίτερα αυτών που διαμόρφωσαν και συντήρησαν το πρώτο ελληνικό κράτος, δημιούργησαν την μικρασιατική καταστροφή και το κυπριακό πρόβλημα; Μήπως ο ιστορικός αυτός έχει ως εξήγηση -των κακώς εννοούμενων συμψηφισμών- τη διάκριση της ιστορίας από την πολιτισμική ταυτότητα; (ο ίδιος το αρνείται, αποτιμώντας μάλιστα τη Συνταγματική πρόβλεψη ως παράπλευρη ωφέλεια). [Τα ερωτήματα αυτά απευθύνονται προς την κυβέρνηση και όχι προς τους συγγραφείς, καθώς η πολιτική τους απάντηση είναι αυτή που κυρίως μας αφορά].

Και αν ακόμα δεν υπήρχε κανένα παιδαγωγικό, επιστημονικό ή ηθικό πρόβλημα, η κυβέρνηση θα έπρεπε διακριτικά (μια που δεν μπόρεσε έγκαιρα), να απομακρύνει το βιβλίο ως πλήρως συγκρουόμενο με πάγιες θέσεις της εξωτερικής πολιτικής για Κύπρο, Τουρκία, FYROM (εκτός κι αν αυτές έχουν αλλάξει, μια ερώτηση στο αρμόδιο Υπουργείο θα ήταν χρήσιμη). Οι συγγραφείς πάντως ισχυρίζονται ότι εξωτερική και εσωτερική πολιτική μπορούν να μάχονται η μια την άλλη.

Η ΚΑΣΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ, Η ΜΥΓΑ ΣΤΟ ΣΠΑΘΙ & ΤΟ ΡΑΣΟ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ

Κυβέρνηση και συγγραφείς ισχυρίζονται ότι μόνον οι επιστήμονες (δηλ. οι ιστορικοί) έχουν το δικαίωμα διόρθωσης. Ορθόν, μα αυτονόητο. Φανερώνει κάτι άλλο εκτός από ανησυχία, η συνεχής επίκληση αυτής της θέσης;

Κυβέρνηση και συγγραφείς κατηγορούν κύκλους ότι θέλουν να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Εννοούν προφανώς ότι αποτελεί άθλο στην Ελλάδα η εφαρμογή των νόμων, έναν άθλο που μόνο αυτή η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει.

Επαναλαμβάνουν ότι ο καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του. Αυτό κι αν είναι αυτονόητο. Δεν κάνουν τον κόπο όμως να απαντήσουν γιατί απαιτήθηκε η πολιτική πίεση του καθενός, που προσβεβλημένος από «συνωστισμούς» και «διχοτομήσεις» διαισθανόταν αυτό που κατεγράφη με συντριπτική πλειοψηφία στην κοινή γνώμη: κάτι δεν πάει καθόλου καλά με αυτή την Ιστορία. Μέσα από τις αποσπασματικές και επιλεκτικές δημοσιογραφικές αναφορές για τα προβλήματα του βιβλίου η κοινή γνώμη κινητοποίησε την κυβέρνηση που έτρεξε να κρυφτεί πίσω από την επιστήμη. Οι επιστήμονες με τη σειρά τους κρυμμένοι πίσω από παιδικές ή ελληνοπρεπείς δικαιολογίες του τύπου (η προηγούμενη Ιστορία ήταν καλή;) συνέχισαν να ανεμίζουν τη σημαία της αποκλειστικής αρμοδιότητας, αδυνατώντας να συσχετίσουν το «λάθος» του «συνωστισμού» με τη γενική τάση της αποστείρωσης της Ιστορίας και της αναγκαστικής απομάκρυνσής της από την ηθική παιδεία.[3] Πρόκειται για επιστήμονες των πολλών διδακτορικών (συγγραφείς, κριτές του βιβλίου και υποστηρικτές), οι οποίοι αν και κατέχουν θέσεις σχολικών σύμβουλων ή πανεπιστημιακές έδρες, μάλλον ξεχνούν ότι «το ράσο δεν κάνει τον παπά». Δηλώνοντας «επιστήμονες» απορρίπτουν την υποταγή σε οιονδήποτε άτομο ή φορέα (καλώς), ξεκαθαρίζουν ότι η ελληνική Ιστορία σήμερα δεν μπορεί να γράφεται, ούτε από την Εκκλησία, ούτε από τους απογόνους του Μέτερνιχ, ούτε από τους Εθνικιστές (καλώς και αυτό) και χαρακτηρίζουν όσους διατυπώνουν διαφορετικές γνώμες ως πατριδοκάπηλους ή αντιειρηνιστές (κακώς).

Η άποψη ότι «η ιστορία δεν θα πρέπει να υπηρετεί την εθνική παιδεία», είναι γενική και μπορεί να λάβει πολλές αποχρώσεις. Το επικίνδυνο σημείο παραμένει ο στόχος του υποχρεωτικού κατακερματισμού της προσωπικότητας του πολίτη. Οι επιστήμονες που έγραψαν ή υπερασπίστηκαν το βιβλίο εμφανίζονται λάτρεις ενός αποϊδεολογικοποιημένου επιστήμονα (ιδανικής γι αυτούς μορφής), αλάθητου ηγέτη της κοινωνίας. Κατ' αυτούς η ένταξη της ratio σε πλαίσια ηθικά είναι δείγμα πολιτισμικής κατωτερότητας. Θριαμβολογώντας για μια ορθολογικού τύπου αποκάλυψη, π.χ. ότι η έναρξη της μεγάλης επανάστασης έγινε στις 22 και όχι στις «25 Μαρτίου», καταφρονούν τους υποστηρικτές της «σκευωρίας» για να δείξουν την ανωτερότητα της καθαρής τους επιστήμης. Η ιστορία είναι όντως επιστήμη ως προς τη μεθοδολογία και κάθε συνειδητή διαστρέβλωσή της αποτελεί επιστημονικό και ηθικό ατόπημα. Ταυτόχρονα όμως απευθύνεται σε ανθρώπους ζώντες βάσει αρχών, γραπτών και άγραφων. Η ζητούμενη αντικειμενικότητα δεν έγκειται μόνο στα γεγονότα, αλλά και στις προθέσεις και στις συνθήκες που τα εξηγούν. «Αντικειμενική» ιστορία καθολικώς αποδεκτή δεν υπάρχει, επειδή είναι αδύνατον να υπάρξει. Η ιστορία υπάρχει μέσα από τα υποκείμενα (Θεόφιλος Βέικος, β. δασκάλου σελ. 7). Είναι ενδιαφέρον όμως να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς προωθούν την αντίθετη άποψη: παραθέτουν μια ομοβροντία επιστημονικών αναλύσεων (Chevallard, Burston, Hirst, Bruner, Bloom, Coltham, Fines, Booth, Donalson) για τη διδακτική της Ιστορίας, η αποδοχή των οποίων καταλήγει σε ένα και μόνο συμπέρασμα: το σημερινό Σύνταγμα της Ελλάδος είναι ως προς τους σκοπούς της Παιδείας  «πεπαλαιωμένο» (β. δ. σελ. 10-12).

Ο σεβασμός των νέων πολιτισμικών μειονοτήτων του σημερινού ελληνικού κράτους αποτελεί τη δικαιολογία όσων επιθυμούν να απορρίψουν από την Ιστορία την ηθική στόχευση. Οι επιστήμονες περί ων ο λόγος, ενώ επικρίνουν τον ολοκληρωτισμό, όχι μόνον περιορίζουν δια της παρούσης τη συλλογική μνήμη, αλλά κατευθύνουν και την ατομική θεώρηση των έμφυτων ανθρώπινων αξιών μέσα από αυστηρά ατομικές διαδικασίες (..κατάθεση στεφάνων κατά μόνας;). Οποιοσδήποτε συμβιβασμός με τέτοιες απόψεις δεν αποτελεί απλώς συρρίκνωση του συλλογικού υποκειμένου, αλλά και του ατομικού στα όρια του κοινωνικού ασπόνδυλου. Η συρρίκνωση της εθνικής ταυτότητας δεν διευρύνει αυτόματα την υπερεθνική, καθώς η πρώτη αποτελεί προϋπόθεση και δεν αποκλείει τη δεύτερη. Και οι δύο έχουν κοινά συστατικά στοιχεία τα οποία μέσα από αυτή τη διαπραγμάτευση καταδιώκονται. Δύο παραδείγματα από το βιβλίο: Α) οι δύο εικονιζόμενες κεντρικές μορφές του Αγώνα έχουν θετική, αρνητική, μικτή συμβολή; Με βάση ποια στοιχεία θα συζητήσουν οι μαθητές τη συμβολή τους στην Επανάσταση; Β) Όταν στόχος της Ιστορίας (και) στο διάστημα 1944-49 είναι «να λειτουργήσει εισαγωγικά στα ιστορικά θέματα που έχουν διχαστική δυναμική, δίνοντας μια εικόνα που δεν είναι πολωτική» (β.δ. σελ. 13), τότε ο μεν ιστορικός-άνθρωπος λέει το αυτονόητο, ο δε ιστορικός-επιστήμων ομολογεί τη συνειδητή εγκατάλειψη της επιστήμης του, χάριν του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το αποτέλεσμα είναι να μετράει το παιδί των 12 ετών τον αριθμό των ελληνικών κυβερνήσεων και να εξηγεί έναν εμφύλιο πόλεμο με βάση την ετυμολογία.

Όσο για την λεγόμενη «απομάκρυνση από την παπαγαλία και την προσχώρηση στο κριτικό πνεύμα» το αποτέλεσμα είναι ευνόητο: το πρώτο θεωρητικά επιδιώκεται με τις αναφορές στις πηγές, αλλά ελλείψει του δεύτερου -που ασφυκτιά μέσα στην τάση αποεθνοποίησης του κυρίως κειμένου και την ιδεολογική επιλεκτικότητα των πηγών- ξαναγυρίζουμε αναγκαστικά πίσω (ή μάλλον, πιο πίσω).

Από το γλωσσάριο της σελίδας 74 πληροφορούμαστε κι εμείς μαζί με τους μαθητές ότι «εθνικοί ανταγωνισμοί σημειώνονται όταν δυο έθνη διεκδικούν τα ίδια πράγματα». Οι επιστήμονες αυτοί πιστεύουν στην ανωτερότητα όποιου υπερβαίνει την εθνική διάσταση. Δικαιολογούνται ότι πολεμούν τον εθνικισμό, ενώ κατ' ουσίαν αντιμάχονται και τον εθνισμό -περιορισμός του έθνους λόγω περιορισμού του ήθους- (Ήθος - έθος – έθνος). Αυτό που φαίνεται να μην έχουν συνειδητοποιήσει, είναι πως ό,τι κάνουν αποτελεί επίσης ιδεολογία. Το τραγικό, επιστημονικό αστείο αυτής της Ιστορίας είναι ότι, ενώ υποστηρίζει με πάθος το στόχο της διαμόρφωσης υπερεθνικής συνείδησης, αδιαφορεί πλήρως για τα αίτια της αδυναμίας συγκρότησης εθνικού ελληνικού κράτους υπό ελληνική διοίκηση. Η ανυπαρξία απόλυτα κοινής εθνικής ταυτότητας-συνείδησης θα παραμείνει αναιτιολόγητη, όπως και οι μουσουλμάνοι ρωμιοί, οι καθολικοί ρωμιοί, οι χριστιανοί αρβανίτες, οι μουσουλμάνοι αρβανίτες, ο πελοποννησιακός τοπικισμός και γενικότερα ο πολιτισμικός κατακερματισμός, η διοικητική πολυχρωμία και το βίωμα της οθωμανικής προσωποκεντρικής διοίκησης. Ο στόχος της αποϊδεολογικοποίησης της Ιστορίας αποβάλλει τη διαπραγμάτευση ακόμα και των εκκλησιαστικών ζητημάτων, όπως το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ Ν' ΑΓΑΠΙΟΜΑΣΤΕ

Η κυβέρνηση με τους χειρισμούς της φάνηκε ανήμπορη να υπερασπιστεί και το θετικό (μεθοδολογικό) σημείο του νέου βιβλίου, την άμεση παραπομπή στις πηγές. Δυστυχώς, η μοναδική δικαιολογία, η αντίσταση στην καπηλεία του εθνικού ή/και του θρησκευτικού αισθήματος που αναμφίβολα γίνεται από ορισμένες πλευρές, κλητεύεται από την κυβέρνηση για να δικαιολογήσει την ανυπαρξία ηθικής στόχευσης στην Παιδεία. Υπάρχει άλλη βαθύτερη γενεσιουργός αιτία των αλυσιδωτών προβλημάτων που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία από την αναξιοκρατία, στην οποία είναι διαποτισμένη διαστρωματικά και όχι κομματικά; Επιβεβαίωση αποτελούν και οι κομματικές αντιδράσεις: το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ενώ συμφωνεί πλήρως με την κυβέρνηση, λόγω του εξαρτημένου ανακλαστικού της αντιπαράθεσης, επικρίνει με αοριστολογίες, ονομάζοντας τις συνέπειες του παλιού βιβλίου «ζητήματα». Πρόκειται για την παράταξη που στηρίζει τις επιλογές του παρελθόντος (με το σημερινό της Πρόεδρο ως Υπουργό Εξωτερικών): την ανάθεση συγγραφής του βιβλίου και την ψήφιση του Ν.2929/2001. Πρόκειται για την παράταξη που μένει σταθερή στην ίδια κεντρική άποψη (π.χ. «ρεαλισμός» του σχεδίου Αναν) και δεν εκμεταλλεύεται τη συγκυρία, όπως έκανε στο παρελθόν ο σημερινός Πρωθυπουργός (θέμα ταυτοτήτων). Πάντως τα δύο κόμματα ταυτίζονται στην επικίνδυνη και νεφελωδώς διατυπωμένη άποψη της κομματικής αναρμοδιότητας. Το Κ.Κ.Ε., το μόνο κόμμα που είχε διατυπώσει μια ιδεολογική κριτική, εκφράζει τη στερεότυπη, περιχαρακωμένη του θέση. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., κρύβοντας προσωρινά τον υπερθεματισμό του για τις κυβερνητικές κινήσεις αρκέστηκε σε μια παρατήρηση που βρίσκεται στο κλίμα άμβλυνσης μεν, διατήρησης δε της προσωπικής κριτικής του κ. Αλαβάνου στον Πρωθυπουργό. Η Δ.Ο.Ε. ως σήμερα δεν έκανε καμιά επίσημη ανακοίνωση (ο πρόεδρός της περιορίστηκε σε ένα ανούσιο σχόλιο, αποφεύγοντας να πάρει θέση). Η Ο.Λ.Μ.Ε. σιώπησε. Κανένα κόμμα (ούτε εξωκοινοβουλευτικό) δεν θυμήθηκε το περιλάλητο και υπερφθαρμένο από την πρόσφατη (κατά)χρηση άρθρο 16. Η «παράλειψη» της αναφοράς στο άρθρο 16-παρ.2 του Συντάγματος επιβεβαιώνει την πολιτική υποκρισία και από την πλευρά της αριστεράς, η οποία το αναφέρει μόνον στην θέση της περί κρατικών πανεπιστημίων, με ρομφαία την άστοχη επίκληση «δημόσια και δωρεάν παιδεία».

Η κυβέρνηση επικαλούμενη σήμερα το Π.Ι. και την Ακαδημία Αθηνών ως πανάκεια, στρουθοκαμηλίζει επί της ουσίας, προσπαθώντας απλώς να εμφανιστεί διαφοροποιημένη από τη μείζονα αντιπολίτευση ώστε να κατευνάσει την κοινή γνώμη. Οποία θλίψη! Δεν θα έπρεπε ο κ. Καραμανλής -ο οποίος δήλωνε προ των εκλογών του 2004 ότι μελετά ιδιαίτερα την Ιστορία- να την προστατέψει από τη σημερινή της χρησιμοποίηση στα γραφεία των κυρίων Σταύρου και Ζαγορίτη; Ο Πρωθυπουργός κατ' επανάληψη έχει δηλώσει ότι σέβεται τους θεσμούς. Πέρα από την πληροφορία που παίρνουμε από αυτή τη δήλωση για την ελληνική ιστορική συνήθεια της καταπάτησης των θεσμών, μήπως θα έπρεπε να δούμε και μια υλοποίηση της πρωθυπουργικής δήλωσης στο χώρο της Παιδείας;

ΥπΕΠΘ: ΜΕ ΚΑΘΕ ΒΙΒΛΙΟ -ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ- ΔΩΡΟ

Το να θεωρείται πάντως η Διδώ Σωτηρίου ένδειξη θάρρους της κυβέρνησης, αντίδοτο ή συμπλήρωμα στη Μαρία Ρεπούση, μόνον ζημία μπορεί να προσφέρει (και) στην κυβέρνηση. Η απόφαση διανομής του βιβλίου ανήκει αποκλειστικά στο ΥπΕΠΘ και ουδόλως στο Π.Ι. ή στη συγγραφική ομάδα. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς γιατί έπρεπε να υπάρξουν «πολλές αιτιάσεις για τη δραματική περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής», ώστε ν' αποφασίσει το ΥπΕΠΘ να προσφέρει «περαιτέρω γνώση»; Και τι σημαίνει η διατύπωση «υπήρξαν πολλές αιτιάσεις»; Δικαιολογημένες, αδικαιολόγητες; Και φυσικό φαινόμενο να ήταν οι αιτιάσεις, θα κρινόντουσαν. Προς τι ο φόβος μιας ξεκάθαρης διατύπωσης; Ένας υψηλού επιπέδου επιστήμονας αναλαμβάνει ευχαρίστως τις ευθύνες για τα λάθη του. Επίσης, η Ελλάδα απέχει παρασάγγας από τον κίνδυνο εγχώριων Ταλιμπάν (και στο βαθμό που κάποιοι τείνουν προς τα εκεί, μάλλον διευκολύνονται από τη συνεχή, δημόσια επίκληση της κυβερνητικής πυγμής).

Αν όντως το βιβλίο διορθώθηκε, ποιοι είναι οι λόγοι της πρόσθετης παροχής; η συμβατότητα με το Ν.2929/2001; το αντιστάθμισμα για τη διάσωση του τύπου και της ουσίας του βιβλίου; ο πολιτικός συμβολισμός; (η σχέση της Διδούς Σωτηρίου με την αριστερά). Εδώ καταρρέει οριστικά η κυβερνητική εμμονή στο ότι η επιστήμη προηγείται ή είναι ξένη με την πολιτική στον τομέα της Παιδείας. Καταντά μάλιστα μια -κατά τα άλλα- εξαίρετη πράξη, ένα ατυχές κακό προηγούμενο. Το μήνυμα που τελικά επικρατεί, είναι πως το χάπι της μη ανθρωπιστικής επιστήμης χρυσώνεται με ένα ιστορικό μυθιστόρημα.[4] Κατά την κυβέρνηση, η ηθική διάπλαση δεν έχει θέση στην χρηστικού προσανατολισμού Παιδεία, μα βλέποντας πόσο πολύ την θέλουν αρκετοί, αποφασίζει να την προσφέρει εφήμερα και σε ειδικό, ένθετο σκεύασμα, μέχρι νεωτέρας. (Δοσολογία δεν αναφέρθηκε).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Ο σκοπός της διδασκαλίας της ιστορίας επαναπροσδιορίζεται μακράν της διάπλασης ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών με συνείδηση εθνική και θρησκευτική. Το «Ε» στον τίτλο του ΥπΕΠΘ τείνει να μετατραπεί από «Εθνικής» σε κακής εκδοχής «Επιστημονικής». Η επί μέρους εκπαιδευτική στόχευση της ανάπτυξης κριτικού πνεύματος, με την οποίαν ουδείς μπορεί να διαφωνήσει, δεν επιτυγχάνεται μέσα από ένα τέτοιο βιβλίο. Οι όποιες επιλειάνσεις γίνονται σήμερα, δύσκολα θα αποτελέσουν ουσιαστικές αλλαγές, κάτι που μαρτυρείται και από τα λεγόμενα της συγγραφικής ομάδας. Η «β΄έκδοση» γίνεται από την κυβερνητική ανάγκη τήρησης κομματικών ισορροπιών και όχι από πολιτική-ιδεολογική πεποίθηση ή συνταγματική επιταγή. Οι συνταγματικές επιταγές άλλωστε, ολοένα και περισσότερο ατονούν στις μέρες μας.

Απ' όσο γνωρίζουμε, μια πρόωρη διάλυση της Βουλής γίνεται βάσει του άρθρου 41 του Συντάγματος. Υποκριτική εφαρμογή του ζήσαμε και στο παρελθόν. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως, με αφορμή το διαρκές (και θεσμικώς προσβλητικό) αιτούμενο των εκλογών από την αντιπολίτευση («όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο»), ζούμε και την πρωθυπουργική συναίνεση στην εμπέδωση ενός ελαστικώς ερμηνευόμενου άρθρου 41 παρ. 2. Όλοι εμφανίζονται να συμφωνούν ότι «αποκλειστικός αρμόδιος για το πότε θα γίνουν οι εκλογές είναι ο Πρωθυπουργός». Υπό την έννοια αυτή, και με διαρκή προγνωστικά, όλοι «προβλέπουν» ότι σε πρωθυπουργικώς προσδιορισμένη στιγμή θα εμφανιστεί το «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» που αναφέρει το άρθρο 41 παρ.2. Ως συνέπεια, οι πολίτες ασκούνται στην εμπέδωση μιας νέας «αρμοδιότητας» που δηλώνει θεσμική υπέρβαση.

Ο θεσμός του Συντάγματος επίμονα αναφέρεται στο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού και μάλιστα με μια διαρκή διαδικασία εξελικτικότητας, σύμφωνα με την οποία, σήμερα, δύο αιώνες από την αφετηρία, θα πρέπει να ζούμε σε υπερχείλιση δημοκρατίας. Εύλογο ερώτημα: πώς βλέπουν άραγε οι -υπέρμαχοι του Συνταγματικού θεσμού- συγγραφείς αυτής της Ιστορίας την τήρηση του σημερινού μας Συντάγματος; Όσο για την κυβέρνηση, αν τη ρωτούσαμε, ίσως να μας μιλούσε και πάλι για κάποια sedes materiae.

 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες δημοσιογραφικές πηγές, το ΥπΕΠΘ απεδέχθη τελικώς την επιστημονικώς προταθείσα νέα κλίση ορισμένων ουσιαστικών, που κατατάσσονται πλέον στα ανώμαλα:

Η διχοτόμηση

ΤΗΣ διαίρεσης

  ΤΟ Ινστιτούτο

ΤΟΥ Υπουργείου

ΤΟ ζήτημα

ΤΟΥ προβλήματος

  Η Επιστήμη

ΤΗΣ Πολιτικής

Ο συνωστισμός

ΤΗΣ βίαιης εκκένωσης

  Η Μαρία

ΤΗΣ Διδούς

Η απομάκρυνση στρατευμάτων

ΤΗΣ ένδοξης απόκρουσης

  ΤΟ Σύνταγμα

ΤΗΣ Δημοσκοπήσεως

8 Αυγούστου 2007

Στέργιος Ζυγούρας

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Στ΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ: σελ. 1-23  24-53  54-73  74-93  94-113  114-138  όλο το βιβλίο (21 ΜΒ)

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ (2 ΜΒ)   ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: σελ. 1-19  20-38  39-56  όλο (5 ΜΒ)

Τα αρχεία βίντεο αυτής της σελίδας είναι κωδικοποιημένα σε μορφή DivX

Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ (;) ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΥΤΗΣ

Η κυβερνητική εμμονή στην επίκληση της «επιστήμης», τα προεκλογικά μισόλογα και η δημοσιογραφική ανεπάρκεια (30/8/2007)

Η κυβερνητική ομοβροντία απόσυρσης του βιβλίου λίγες μέρες πριν τις εκλογές (9-11/9/2007)

Τελικά, με την απόφαση «απόσυρσης» που ανακοίνωσε ο υπουργός κ. Στυλιανίδης:

1.        Δόθηκε επιστημονική λύση στο θέμα του βιβλίου ή πολιτική;

2.        Πώς εξηγείται: το Π.Ι. που είχε εγκρίνει το αρχικό βιβλίο να «απορρίπτει» το «διορθωμένο»;

3.        Φταίει αποκλειστικά η κ. Γιαννάκου για το συνολικό χειρισμό και ιδιαίτερα για το διάστημα Αυγούστου-Σεπτεμβρίου; Αν ναι, προς τι τα κροκοδείλια δάκρυα του κόμματος (30-9-07) που προσπαθεί να θεμελιώσει κοινωνική «ανάγκη» αλλαγής του εκλογικού νόμου πάνω (και) στη μη εκλογή της πρώην Υπουργού;

        

 

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

..λειτούργησα όπως πρέπει να λειτουργεί ένας υπουργός ευρωπαϊκής χώρας.. (26-10-2007)

..η Συνθήκη της Λωζάνης.., ..η ψυχραιμία της ΕΤ1.., ..ο φρονηματισμός.., ..η ευκολία με την εκδοχή των καθεστώτων.. (27-10-2007)

..και δεν είμαστε στην εποχή του Χιτλερισμού για να καίμε και να αποσύρουμε βιβλία… (16-11-2007)

..ζήτησα την τελική αξιολόγηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, η οποία ήταν αρνητική… (2-12-2007)

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2007 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΒΙΝΤΕΟ

 

 

 

Συναφή θέματα: «Μεσαίωνας» vs «Βυζάντιο» - Οι χρόνοι έναρξης και λήξης θα τηρηθούν!

Κεντρική Θεματική Σελίδα

 



[1] Ένας Υπουργός που αποκαλεί το δρόμο της σοβαρότητας και του σεβασμού των θεσμών «δύσκολο», που θεωρεί επίτευγμα τις μη «σπασμωδικές» κινήσεις,

που διαρκώς δηλώνει ότι «δεν εκβιάζεται, δεν λειτουργεί υπό πίεση, δεν αποκλίνει από τη νομοθεσία», που «υπακούει στις αρχές της παιδαγωγικής και της επιστήμης»,

προφανώς -στην καλύτερη περίπτωση- θέτει τον πολιτικό πήχη της παιδείας πολύ χαμηλά, συμβιβάζοντας επί της ουσίας την αγαθή πρόθεση με την κομματική σκοπιμότητα

του παρακμιακού πολιτικού μας συστήματος.

 

[2] Τραγική ομοιότητα: η σημερινή σχέση ευθύνης του Π.Ι. και του ΥπΕΠΘ με τη χθεσινή της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας. Αφού με

λογικοφανή επιχειρήματα μειώσουν οι αρμόδιοι στο ελάχιστο την ευθύνη, παίζουν μετά το γνωστό με τις ρακέτες παιχνίδι. Θεατές βέβαια, αυτοί που δεν είναι άμοιροι ευθυνών.

 

[3] «Ήθος» στην ομηρική εποχή σήμαινε «τόπος». Η σχέση εξάρτησης του ανθρώπινου χαρακτήρα από τον τόπο διαμονής είναι υπεύθυνη για τη μετεξέλιξη της έννοιας «ήθος»

από «τόπο» σε «τρόπο».

 

[4] Ίσως να ενυπάρχει στην κίνηση αυτή και μια διάθεση διαφοροποίησης από εμπλοκές του παρελθόντος.