ΠΕΤΡΟΣ Ι. ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Υπάρχει ελληνική μουσική;

……

Και πρώτον ας εξηγηθώμεν επί της σημασίας των όρων μας. Τι εννοεί ο πολύς κόσμος με τον όρον «Ελληνική Μουσική;» Τι εξ άλλου σημαίνει η ιδία φράσις εις τον "Έλληνα μουσουργόν τον κατέχοντα την σύγχρονον επιστήμην της μουσικής συνθέσεως; Ιδού δύο αντιλήψεις επί του ιδίου σημείου, αντιλήψεις που συγκρούονται δυστυχώς οικτρά. Το τι εννοεί ο πολύς κόσμος και δη η Ελληνική κοινωνία με «Ελληνικήν μουσικήν» καθορίζεται ευχερώς με εν βλέμμα εις την σχετικήν στήλην οιουδήποτε Αθηναϊκού ή άλλου φύλλου. Από την υπεκφυγομουσικοκαλλιτεχνικήν αοριστολογίαν των φύλλων αυτών, εν προκύπτει σαφές: ότι Ελληνική μουσική είναι αυτή αύτη η δημώδης μουσική, το Ελληνικόν «φολκλόρ» δηλαδή. Αλλ' εκεί σταματά η αντίληψις των πλείστων, και ο "Έλλην μουσουργός ο ανελθών εις το σύγχρονον Ευρωπαϊκόν επίπεδον, βλέπει μετ' απελπισίας μεταξύ της συνειδήσεως που αντιπροσωπεύει και του μεταξύ της κοινής συνειδήσεως έργου που δημιουργεί, χάσμα αιώνων! Πώς θα κατορθωθή ή σχετική απαραίτητος ισοπέδωσις, άνευ τής οποίας ο Έλλην καλλιτέχνης και το Έλληνικόν κοινόν θα μένουν αείποτε ξένοι; Σύντομα, χωρίς τεχνικάς λεπτομερείας, θα εκθέσω εις την στήλην αυτήν, που τιμιτικώς μου παραχωρείται, πώς είναι δυνατόν να συμπληρωθή το χάσμα, το οποίον χωρίζει ημάς τους καλλιτέχνας από την εθνικήν συνείδησιν που μοιραίως θα ζωγραφήσωμεν εις την τέχνην μας. Θα πάρωμεν παραδείγματα από δύο άλλα έθνη, τα οποία αισίως έλυσαν παρόμοια προβλήματα, και χάρις εις αυτήν την λύσιν αντιπροσωπεύουν εν Ευρώπη δύο ζωτικωτάτας μουσικάς σχολάς, την Ρωσσικήν και την Ισπανικήν. Η νεωτέρα Γαλλική σχολή θα μας είναι επίσης πολύ χρήσιμος, ένεκα επιτυχών πειραμάτων της προς αναγέννησιν των κλασικών παραδόσεων της συνθέσεως. Εξ άλλου, η τελεία σχεδόν αποτυχία των Νορβηγών και δη και αυτού του Έδουαρδ Γρίεγ προς  δημιουργίαν Νορβηγικής μουσικής, θα μας διδάξη ποιας επιδράσεις και οποίας μεθόδους πρέπει ν’ αποφύγωμεν, ίνα μη συντριβώμεν υπό τα κολοσσιαία βάρη αυτών. Ιδού λοιπόν άφθονα προηγούμενα. Δεν έχομεν παρά να αρυσθώμεν τας μεθόδους των εις γενικάς γραμμάς και τροποποιούντες αυτάς συμφώνως με τας ιδιαιτέρας πολιτικάς και κοινωνικάς συνθήκας υφ’ ας διαβιοί ο Ελληνισμός, να προβώμεν ευθαρσώς εις την κατάθεσιν του θεμελίου λίθου. Είμεθα βέβαιοι ότι μια Ελληνική Μουσική Σχολή θα γεννηθή, θα ανδρωθή και θα καταλάβη την πρέπουσαν θέσιν μεταξύ των άλλων εθνικών σχολών.

… Ας σημειώσωμεν τας μουσικάς αυτάς τάσεις. Πρώτη έρχεται η Βυζαντινή μουσική με τας προμεσαιωνικάς της μεθόδους και τους ανεκτιμήτους της θησαυρούς. Εκ παραλλήλου με αυτήν, η δημώδης μουσι­κή με τα μελωδικά της χρώματα που διαφέρουν αναλόγως της γεωγραφικής της προελεύσεως, αναμένει εναγωνίως τον φιλόστοργον καλλιτέχνην ο οποίος θα της δώση αρχιτεκτονικήν ανάπτυξιν, θα της χαρίση οργανικήν ύπαρξιν, θα της εμφυσήση ζωήν πλήρη σφρίγους, και ρυθμικήν μορφήν που να αντανακλά τας σφριγηλάς εντάσεις του Ελληνικού αισθήματος. Τρίτη έρχεται η ξένη μουσική εισαγωγή, Ιταλική, Γερμανική, Γαλλική και άλλα μουσικαί μιγνυόμεναι κατά τύχην εις τας τάξεις των Ωδείων, τα σαλόνια, τας συναυλίας, και όπου εκτελείται κάποια μουσική. Εκτός της σοβαράς ξένης μουσικής, της οποίας η επίδρασις η βλαβερά δεν βαίνει πέραν της αποστειρώσεως της Ελληνικής φαντασίας, πλημμυρεί την ακοήν του Ελληνικού κοινού. Το οικτρότερον είδος προστύχου μουσικής, καντσονέτες και οπερέτες, του απαισιωτέρου ηχητικού γούστου, διαφθείρουν τας μουσικάς διαθέσεις του κοινού και καθιστούν δυσχερεστέραν την καλλιτεχνικήν του εκπαίδευσιν. Και τετάρτη έρχεται η αξιέπαινος προσπάθεια του κ. Καλομοίρη και άλλων μουσουργών του ύφους του, εάν υπάρχουν εν Ελλάδι, να αντιδράσουν εις την εξευτέλισιν αυτήν δια της δημιουργίας αληθούς Ελληνικής μουσικής βασιζομένης επί της νεωτέρας επιστήμης της μουσουργίας. Τέσσαρες, τουλάχιστον, εξ ολοκλήρου αντίθετοι μουσικοί κόσμοι κινούμενοι εις τον σχετικώς μικρόν ορίζοντα των Αθηνών και σύρων έκαστος εξ αυτών όπισθέν του μιμητάς τυφλούς, οπαδούς φανατικούς, αμειλίκτους εχθρούς, και ακαθέκτους αντιζήλους. Ιδού το μουσικόν έδαφος επί του οποίου καλούμεθα ημείς οι νέοι μουσουργοί να επεξεργασθώμεν τον εθνικόν μας μουσικόν πλούτον. Μεγάλα τα εμπόδια, ως βλέπετε, αλλ’ ευρύ και το μέλλον. Θα το ίδωμεν εις τα προσεχή άρθρα.

 

Ολίγα περί Βυζαντινής μουσικής

……

Προ οιασδήποτε άλλης σκέψεως αποκρούω πάση δυνάμει την γνώμην ότι η Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, υπέργηρως πλέον και μεσαιωνική, πρέπει να έκλειψη, παραχωρούσα την θέσιν της εις νεωτέραν μουσικήν. Εις πολλούς θα φανή ίσως περίεργον το ότι συζητείται τοιαύτη τις πιθανότης. Όσον αδύνατος και αν μου φαίνεται η απεκρίζωσις της εκκλησιαστικής μας μουσικής, εν τούτοις θα έχει συζητηθή το ζήτημα δια να ρηγνύη κραυγήν οδύνης ο διάσημος καθηγητής του Ωδείου Παρισίων, Μπουγκονέ-Δυκουδρουά, ο συγγράψας μελέτας περί της ελληνικής εκκλησιαστικής και δημώδους μουσικής. Ο φίλος αυτός της μουσικής μας εκθειάζει πλείστας των Βυζαντινών μονωδιών ανακαλύπτων εις τινάς εξ αυτών μεγαλείον όμοιον προς το οποίον ουδέν έχει να επιδείξη η Γρηγοριανή μονωδία.

……

Η εξυγίανσις της μουσικής μας πρέπει να αρχίση με αυτήν την μονωδίαν. Πρέπει αύτη να ψάλλεται ακριβώς, ευκρινώς και χωρίς να πνίγεται, μέσα εις θάμνους στολισμάτων. Πρέπει προ πάντων να εξαλείψωμεν το άχρηστον και ακανθώδες πρόσκομμα των τετάρτων του τόνου, κατά τοσούτον μάλλον καθόσον αντιπροσωπεύουν εν τη Βυζαντινή μουσική ασιατικήν επίδρασιν. Και αν ακόμη κατήγοντο εκ των χροών της αρχαίας ελληνικής μουσικής, ως τινες διισχυρίζονται, το τι εφρόνουν οι αρχαίοι και δη ο Πλάτων εν τη Πολιτεία του, περί διαστημάτων μικρότερων του ημιτονίου, αρκεί να μας πείση περί της αχρηστίας του τετάρτου του τόνου. Εξ άλλου αι δημώδεις μας μελωδίαι αγνοούν το προσθαφαιρούμενον αυτό τεταρτοτόνιον. Τέλος, όπερ πρακτικώς το σπουδαιότερον, η μεγάλη πλειονοψηφία του λαού και των πεπειραμένων μάλιστα μουσικών, ουδόλως ή δυσκόλως διακρίνει την χροιάν αυτήν. Η μονωδία απαλλάσσεται ούτω κατά μέγα μέρος, από την χαώδη σύγχυσιν η οποία την κατακλύζει, και καθιστά δυνατήν είτε την εναρμόνισιν, είτε των πολυφωνικών αντιστικτικών ανάπτυξιν.

Παρίσι

Από το περιοδικό «Μουσικολογία» Τεύχος 7-8, 1989

 

Προηγούμενη σελίδα