Βιτσέτζος Κορνάρος
Ερωτόκριτος (Αποχαιρετισμός)
Βιτσέτζος Κορνάρος
Τ’ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα
ο κύρης σου μ’ εξόρισε στην ξενιτιά, στη στράτα.
Τέσσερις μέρες μοναχά μου ‘δωκε να λιμαίνω,
ύστερα να ξενιτευτώ, πολύ μακριά να π’γαίνω.
Και πως θα σ’ αποχωριστώ και πως θα σου μακρύνω
και πως θα ζήσω δίχως σου η το χωρισμόν εκείνο.
Κατέχω το κι ο κύρης σου γρήγορα σε παντρεύει,
ρηγόπουλο, αφεντόπουλο σαν είσαι ‘συ γυρεύει.
Και δε μπορείς ν’ αντισταθείς σα θέλουν οι γονιοί σου
κινούντηνε τη γνώμη σου κι αλλάξει η όρεξή σου.
Μια χάρη αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Όταν θα αρραβωνιαστείς να βαριαναστενάξεις
κι όταν σα νύφη στολιστείς σαν παντρεμένη αλλάξεις.
Μα να δακρυώσεις και να πεις : Ρωτόκριτε καημένε
‘τά σου ‘τασσα ελησμόνησα, τα ‘θελες πια δε μένε.
Και κάθε μήνα μια φρά μέσα στην κάμαρά σου
λόγιασε ‘τά παθα για σε να με πονεί η καρδιά σου.
Και πιάσε και τη ζωγραφιά που ‘ναι στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια που ‘λεγα όπου πολύ σ’ αρέσαν.
Ε, διάβασέ τα απόρρητα κι αναθυμούν κι εμένα
ως μ’ εξορίσανε για σε πολύ μακριά εις τα ξένα.
Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως Δε σ’ είδα ποτέ μου
ένα κεράκι αυτούμενον εκράτουν κ έσβησέ μου.
Ας τάξω πως επιάστηκα σε μιας γυναίκας τρίχα,
έσπασ’ η τρίχα κι έχασα εις τον κόσμο ό,τι κι αν είχα.
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και ‘πε πως δε με γνώρισες κι ούτε κι εγώ πως σ’ είδα.