Γεώργιος Σεφέρης
Αφήγηση
Γεώργιος Σεφέρης
Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
Κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
Σαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
Στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα
Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
Ατέλειωτα χαρτιά, παιδιά που μεγαλώνουν
Γυναίκες που γερνούνε δύσκολα [γυναίκες που γερνούνε δύσκολα]
Κι αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες,
Σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
Και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών (x2)
[Πηγαίνει μέσα στους δρόμους, ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία]
Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
Για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
Για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
Που δε μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς (x2)
Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
Εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
Πρόσωπα ανυπόφορα (x2) [πρόσωπα ανυπόφορα] απ' τη στοργή
Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος (x2)
Μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
Σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ' το τρένο
Ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε (x2)
Σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
Και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
Που να μην το συνηθίσατε [που να μην το συνηθίσατε]
Προσκυνώ
Λίγο ακόμα
Γεώργιος Σεφέρης
Λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο ακόμα θα ιδούμε,
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν.
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
Λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο ακόμα θα ιδούμε,
τα μάρμαρα να λάμπουν,
να λάμπουν στον ήλιο,
τη θάλασσα να κυματίζει.
Λίγο ακόμα να σηκωθούμε.
Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα.
Λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο ακόμα θα ιδούμε,
τα μάρμαρα να λάμπουν,
να λάμπουν στον ήλιο,
τη θάλασσα να κυματίζει.
Λίγο ακόμα να σηκωθούμε.
Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα.
Λίγο ακόμα να σηκωθούμε.
Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα.
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι
Γεώργιος Σεφέρης
- Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι . . . -
γκρινιάζει κάποιος φωνογράφος·
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος. -
- Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι . . . -
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια ;
Αγάπη, που ’ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια στα μετόχια. -
Α ! να ’ταν η ζωή μας ίσια
πως θα την παίρναμε κατόπι,
μ' αλλιώς η μοίρα το ‘βουλήθει
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.
Τάχα παρηγοριά θα βρούμε ;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα,
κάτι θα βρούμε ζήτα, ζήτα . . .
- Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι . . . -
Βλέπω τα κόκκινα της νύχια
μπρος στη φωτιά πως θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα
Στο περιγιάλι το κρυφό
Γεώργιος Σεφέρης
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο τη ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της.
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή
τι πόνους και τι πάθος.
Πήραμε τι ζωή μας· λάθος
κι αλλάξαμε ζωή.