Γιάννης Σκαρίμπας
Ουλαλούμ
Γιάννης Σκαρίμπας
Ήταν σα να σε πρόσμενα, κυρά, απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα
κι έλεγα θα ‘ρθει απόψε απ’ τα νερά κι από τα δάσα.
Κι έλεγα θα ‘ρθει απόψε απ’ τα νερά κι από τα δάσα.
Θα ‘ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή, αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει φώτα και βροχή το νιο φεγγάρι.
Και θα μυρίζει φώτα και βροχή το νιο φεγγάρι.
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ, στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα
και να, μαζί σου κιόλα αρχινώ χρυσή κουβέντα.
Και να, μαζί σου κιόλα αρχινώ χρυσή κουβέντα.
Πως να, θα μείνει ο κόσμος με το ‘Μπα’ που μ’ έλεγε τρελόν πως εί - χες γίνει,
καπνός και ‘Tάχας’ σύγνεφα θαμπά προς τη Σελήνη.
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ, κίνησα να σε βρω στο δρόμο, ωιμένα,
μα εσκούνταφτες όπου εσκούνταφτα χρυσή κι εσύ κοντά μου.
Μα εσκούνταφτες όπου εσκούνταφτα χρυσή κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ μ’ αγάπησες κυρά που άκουα διπλά τα βήματά μου.
Πάταγα ‘γω στραβός μες στα νερά κι εσύ κοντά μου.
Πάταγα ‘γω στραβός μες στα νερά κι εσύ κοντά μου.
Σπασμένο καράβι
Γιάννης Σκαρίμπας
Σπασμένο καράβι, νάμαι πέρα βαθιά
- έτσι να ‘μαι -
με δίχως κατάρτια, με δίχως πανιά
να κοιμάμαι.
Να ‘ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω.
Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
- έτσι να ‘ναι -
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε ...
Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές
- δίχως χάρη -
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι.
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
- έτσι να ‘μαι -
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό
να κοιμάμαι