Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

Αγάπη

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Κι ήμουν στο σκοτάδι

κι ήμουν το σκοτάδι

και με είδε μια αχτίδα

 

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της

κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι

Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης

πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη

 

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι

δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος

κι ελύγισα σαν από τρυφερότη

εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος


 

Άνοιξη

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία

Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της

στου βάλτου το θολό νερό και η θύμηση της νιότης

σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία

 

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα

όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα

Το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σα βάσανο προς τ' άστρα

σηκώνει τη μαυρίλα του, διψώντας τον αέρα

 

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας

οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους

Οι δυο πλατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τους

τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας


 

Βράδυ

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι

μια ιαχή μακρυσμένη

Τ' αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη

ψιθυρίζει και μένει

 

Τ' ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα

η αδειανή κάμαρά μου

Ένα τρένο που θα 'ρχεται από μια άγνωστη χώρα

τα χαμένα όνειρά μου

 

Οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει

ολοένα στην πόλη

Στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη

στη ζωή μου τώρα όλη


 

Για τη ζωή σου μου 'λεγες

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Για τη ζωή σου μου 'λεγες

για το χαμό της νιότης

για την αγάπη μας που κλαίει

τον ίδιο θάνατό της

 

Κι ενώ μια υγρή στα μάτια σου

περνούσε αναλαμπή

ήλιος φαιδρός απ' τ' ανοιχτό

παράθυρο είχε μπει

 

Για τη ζωή σου μου 'λεγες

για το χαμό της νιότης

για την αγάπη μας που κλαίει

τον ίδιο θάνατό της


 

Δεν αγαπάς

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι λες

και αν φούσκωσαν τα στήθη και αν δακρύζεις

που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα.

Δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

 

Ξάφνου θα ιδείς, δυο μάτια γαλανά

που όσος καιρός τα χάιδεψες μια νύχτα

και δεν ακούς εντός σου να σαλεύει

μια συμφορά, παλιά και να ξυπνάς.

 

Θα στήσουνε μακάβριο χορό

οι θύμησες στα περασμένα γύρω

και θα ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε

και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

 

Τα μάτια που κρεμούν ήλιοι χλωμοί,

το φως, το χιόνι της καρδιάς και λιώνει,

οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,

οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί.


 

Δημόσιοι υπάλληλοι

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν

σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία

Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η πολιτεία

κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν

 

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν

αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία

Συν τη παρούση αλληλογραφία

έχομεν την τιμήν, διαβεβαιώνουν

 

Και μοναχά η τιμή τους απομένει

όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους

το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι

 

Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους

σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους

σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι


 

Δρόμος

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Τώρα μακραίνουμε

πύργοι, παλάτια

Κλαίνε μου οι θύμησες

κλαίνε τα μάτια

 

Τώρα θανάσιμη

νύχτα με ζώνει

Μέσα μου ογκώνονται

οι άφραστοι πόνοι

 

Μ' είδαν προσπέρασαν

όσοι αγαπάω

Μόνος απόμεινα

κι έρημος πάω

 

Πόσο τ' ανέβασμα

του άχαρου δρόμου

Στρέφω κοιτάζοντας

προς τ' όνειρό μου

 

Μόλις και φαίνονται

οι άσπρες εικόνες

Τ' άνθη χαμόγελα

μες στους χειμώνες

 

Μ' είδαν προσπέρασαν

όσοι αγαπάω

Μόνος απόμεινα

κι έρημος πάω

 

Αεροσαλεύουνε

κρίνοι και χέρια

Ήλιοι τα πρόσωπα

μάτια τ' αστέρια

 

Είναι και ανάμεσα

σ' όλα η αγάπη

Στο πρωτοφίλημα

κόρη που εντράπη

 

Κι όλο μακραίνουνε

πύργοι, παλάτια

Κλαίνε μου οι θύμησες

κλαίνε τα μάτια


 

Η νύχτα μας εχώρισεν

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Η νύχτα μας εχώρισεν

από όσους αγαπάμε

Πριν μας χωρίσει η ξενιτιά

να 'ναι όλοι εκεί στο μόλο

 

Σφύρα, καράβι αργήσαμε

κι αν φτάσουμε όπου πάμε

Στάσου λίγο, μα ύστερα

σφύρα να φεύγουμε όλο


 

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου

κι αν έχασα για πάντα τη χαρά

κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου

πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

 

Κι αν έχει, πριν ανοίξει το λουλούδι

στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί

Το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι

κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

 

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου

βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ

Καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου

σα βλέπω το μεγάλο ουρανό

 

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη

και υγραίνοντας την άμμο το πρωί

μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι

Μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή


 

Μόνο

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Αχ, όλα έπρεπε να ’ρθούνε καθώς ήρθαν!

Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν

Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια

να φύγουνε, να σβήσουν

 

Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια

για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι

Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι

ν’ αφήσω κάποιο δείλι

 

Αχ, όλα έπρεπε να ’ρθούνε καθώς ήρθαν!

Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν

Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια

να φύγουνε, να σβήσουν

 

Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα

δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ’ναι

να παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σα μάτια

και σα να μου γελάνε


 

Μπαλλάντα στους άδοξους πολίτες των αιώνων

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι

σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί

μαραίνονται οι Βερλέν τους απομένει

πλούτος η ρίμα πλούσια κι αργυρή

Οι Ουγκό με τιμωρίες την τρομερή

των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε

Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή

μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

 

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι

και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί

η αθανασία τους είναι χαρισμένη

Κανένας όμως δεν ανιστορεί

Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ

τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή

μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

 

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει

κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί

στην τραγικήν απάτη τους δομένοι

πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί

παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή

Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε

νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή

μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

 

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:

Ποιος άδοξος ποιητής θέλω να πούνε

την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή

μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι


 

Μπρούτζινος γύφτος

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Μπρούτζινος γύφτος, τράλαλα

τρελά πηδάει κει πέρα

χαρούμενος που εδούλευε

τον μπρούτζον όλη μέρα

 

Και που 'χει τη γυναίκα του

χτήμα του και βασίλειο

Μπρούτζινος γύφτος, τραλαλά

δίνει κλωτσιά στον ήλιο


 

Νύχτα

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι

σκυμμένο προς τα δάκρυά του

 

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες

την νύχτα την αστρόφεγγη

που θα 'πρεπε η αγάπη να την έπινε

και παίζουν οι λατέρνες


 

Όλα τα πράγματά μου

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως

να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς

Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος

και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς

 

Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα

ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό

Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα

κι έμεινε το παράθυρο κλειστό

 

Όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται

μιαν ώρα που περάσαμε μαζί

Σ' εκείνη τα βιβλία μου λησμονιούνται

Σ' εκείνη το ρολόι ακόμα ζει

 

Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα

ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό

Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα

κι έμεινε το παράθυρο κλειστό

 

Δεν ξέρω δω ποιος είναι τώρα ο τόπος

δεν ξέρω ποιος χαράζει τους σταυρούς

κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως

να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς

 

Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δε μπαίνει

Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί

στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει

αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί


 

Παιδικό

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Τώρα η βραδιά γλυκιά που φτάνει

θα μου γλυκάνει και την καρδιά

Τ' αστέρια εκεί θα δω, θα νιώσω

οι άνθρωποι πόσο είναι κακοί

 

Κλαίοντας θα πω, άστρα μου, αστράκια

τ' άλλα παιδάκια θα τ' αγαπώ

Ας με χτυπούν πάντα κι ακόμα

Θα 'μαι το χώμα που το πατούν

 

Άστρα, καθώς άστρα και κρίνο

έτσι θα γίνω τώρα καλός


 

Πάρε τα δώρα

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να 'ρθεις

Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου

Στον κήπο μου αρρώστησεν ο Μάρτης

κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου

 

Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα

Όλα θε να σ' αρέσουν, έχω κόψει

το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα

την αυστηρή μου βλέποντας την όψη

 

Πάρε απαλά τον οίκτο σου να φτάσεις

και πάρε του καημού σου τη γαλήνη

Στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις

το βραδινό μου δέος για ν' απαλύνει


 

Σα δέσμη από τριαντάφυλλα

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

είδα το βράδυ αυτό

Κάποια χρυσή, λεπτότατη

στους δρόμους ευωδιά

Και στην καρδιά

αιφνίδια καλοσύνη

Στα χέρια το παλτό

στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη

Ηλεκτρισμένη από φιλήματα

θα 'λεγες την ατμόσφαιρα

Η σκέψις, τα ποιήματα

βάρος περιττό

 

Έχω κάτι σπασμένα φτερά

Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε

το καλοκαίρι αυτό

Για ποιαν ανέλπιστη χαρά

για ποιες αγάπες

για ποιο ταξίδι ονειρευτό


 

Σε παλαιό συμφοιτητή

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε

Τελειώσεν η ζωή μου της Αθήνας

που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε

και με την πίκρα κάποτε της πείνας

 

Δε θα ‘ρθω πια στον τόπο που πατρίδα μου

τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης

παρά, περαστικός με την ελπίδα μου

με τ’ όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης

 

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου

και θα μου πουν δεν ξέρουνε τι εγίνης

Μ’ άλλον μαζί θα δω την Αφροδίτη σου

κι άλλοι το σπίτι θα ‘χουν της Ειρήνης

 

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο

που επίναμε για να ξαναζητήσω

Θα λείπεις, το κρασί τους θα ‘ναι αλλιώτικο

όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω

 

Θ’ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας

στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα

Τριγύρω θα ‘ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας

και θα ‘ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα


 

Τα γράμματά σου

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Τα γράμματά σου τα' χω, αγάπη πρώτη

σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου

Τα γράμματά σου πνέουνέ σου τη νιότη

κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου

 

Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε

μες τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια

Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε

παιχνίδισμα τη ζήλια και την κάκια

 

Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει

του καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα

Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει

η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα

 

Τα γράμματά σου πάνε, αγάπη μόνη

βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου

Τα γράμματά σου τάφοι, δεν τελειώνει

απάνω τους η λέξη του θανάτου


 

Τι νέοι που φτάσαμε εδώ

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ

στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου

δώθε απ' το όνειρο και κείθε από τη γη

Όταν απομακρύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος

ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή

 

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο

τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός

Νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο

υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός

 

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα

μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή

Μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα

του ήλιου και οι αύρες πνέουνε

 

Κι είμαστε νέοι, πολύ νέοι και μας άφησε εδώ μια νύχτα

σ' ένα βράχο, το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά

χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε τι να 'χω

που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά


 

Υποθήκαι

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς

μπορούνε με χίλιους τρόπους

Ρίξε τ' όπλο και σωριάσου πρηνής

όταν ακούσεις ανθρώπους

 

Όταν ακούσεις ποδοβολητά

λύκων, ο Θεός μαζί σου

Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά

και κράτησε την πνοή σου

 

Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό

στον πλατύ κόσμο μια θέση

Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό

του δίνουν όψη να αρέσει

 

Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν

με τη πειθώ, με το ψέμα

όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν

τη σάρκα σου και το αίμα

 

Όταν έχεις μια παιδική καρδιά

και δεν έχεις ένα φίλο

Πήγαινε, βάλε βέρα στα κλαδιά

στην μπουτονιέρα σου φύλλο

 

Άσε τα γύναια και το μαστροπό

λαό σου, Ρώμε Φιλύρα

Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό

κράτησε σκήπτρο και λύρα


 

Χαμόγελο

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε

ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει

ίσως γιατί οι συφορές έρχονται

 

Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι

απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει

Δεν βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη

στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι

 

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη

κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει

στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει

το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη

 

Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες

και κρύβονται στα μάτια της. Τη βρέχει

μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες

 

Που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια

και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει

καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια

 

 

Δικαίωση

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

 

 

 Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρύσω.

Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-- πρώτη φορά -- σε τέσσερων τον ώμο.

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.