Οι βασικότεροι τύποι των διαγνωστικών τεστ κορωνοϊού είναι η μοριακή μέθοδος ανάλυσης (realtimeRT-PCR) για ανίχνευση του RNA του ιού, η ταχεία ανίχνευση του αντιγόνου του ιού με τη μέθοδο ανοσοχρωματογραφίας και τα διάφορα τεστ ανίχνευσης των αντισωμάτων έναντι του ιού με ανοσοαναλύσεις (χημειοφωταύγεια ή ELISA).

Κάθε τύπος τεστ παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, γι’ αυτό και η χρήση τους κρίνεται ανάλογα με το σκοπό διενέργειας του ελέγχου, την περίσταση, ακόμη και με βάση τα διαθέσιμα μέσα.

1. Μοριακή μέθοδος ανάλυσης PCR

Στηρίζεται στην ανίχνευση ιικών σωματιδίων σε κλινικά δείγματα αναπνευστικού (ρινοφαρυγγική ή στοματοφαρυγγική λήψη επιχρίσματος βλεννογόνου), με ειδικότητα και ευαισθησία μεθόδου που προσεγγίζουν το 100%.

Η πλήρης ονομασία της μεθόδου είναι αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης σε πραγματικό χρόνο με χρήση αντίστροφης μεταγραφάσης (realtime RT-PCR). Η δοκιμασία πραγματοποιείται με ταυτόχρονη ανίχνευση τουλάχιστον δύο (2) εκ των γονιδίων Orf1ab (RdRP), Ε και Ν του ιού SARSCoV-2 (COVID-19), που προτείνονται από τους διεθνείς οργανισμούς για αυξημένη ειδικότητα της αντίδρασης.

Τα αποτελέσματα της εξέτασης είναι διαθέσιμα συνήθως μετά από ένα 24ωρο, ενώ υπάρχει και ταχεία παραλλαγή της μοριακής αυτής μεθόδου εξέτασης με τα αποτελέσματα να είναι διαθέσιμα σε λίγες ώρες.

  • Πότε συνίσταται; Η μέθοδος αυτή αποτελεί το GoldStandard  για τη διάγνωση ενός κρούσματος της λοίμωξης, δηλαδή τη βασική εξέταση αναφοράς με την οποία επιβεβαιώνεται ότι ο ιός πράγματι υπάρχει στο σώμα. Συνιστάται για όλους, όταν πρέπει να τεκμηριωθεί η ενεργή νόσος, ανεξάρτητα από το αν είναι συμπτωματική ή όχι. Το αρνητικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει τον ελεύθερο νόσου ή σηματοδοτεί την ίαση σε αυτόν που νόσησε.

2. Η μέθοδος ανίχνευσης των αντισωμάτων κατά του ιού

Ο οργανισμός αναπτύσσει τρία είδη αντισωμάτων κατά του ιού, τα IgA, IgM και IgG.

Η εξέταση διενεργείται μετά από αιμοληψία στον ορό του ασθενούς, αλλά διατίθενται και πιο πρακτικά, γρήγορα τεστ, που πραγματοποιούνται με σταγόνα αίματος, με μικρότερη ευαισθησίαή αλλιώς μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων στα αρχικά στάδια της λοίμωξης.

Τα αντισώματα IgG αποτελούν την προσαρμοσμένη και εξαιρετικής εξειδίκευσης προς τον ιό αντίδραση του ανοσοποιητικού. Είναι πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη μακροχρόνιας ανοσίας και ανοσολογικής μνήμης. Τα αντισώματα IgMπαράγονται από το ανοσοποιητικό αρκετά γρήγορα και παρέχουν την άμυνα πρώτης γραμμής. Τα αντισώματα IgA έναντι του SARSCoV-2, δείχνουν μια πολύ πρόσφατη λοίμωξη από τον ιό.

  • Πότε συνίσταται; Η μέθοδος με τεστ αντισωμάτων συνιστάται μόνο για επιδημιολογικές μελέτες (prevalencestudies) και όχι για την πρωτογενή διάγνωση της λοίμωξης, καθώς και ως συμπληρωματικός έλεγχος σε ασθενείς που έχουν νοσήσει και έχουν ήδη αρνητικοποιήσει την Μοριακή εξέταση (PCR). Σε ορισμένες περιπτώσεις η ανίχνευση των αντισωμάτων μπορεί να βοηθήσει να αναδειχτούν οι ασθενείς που έχουν ασθενήσει χωρίς συμπτώματα. Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθεί ένας ασφαλέστερος περίγυρος για ανθρώπους που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες ή για να δημιουργηθεί ή να ελεγχθεί ένα επιδημιολογικό φράγμα, με σκοπό την αποτροπή της μετάδοσης.

3. Η ανίχνευση του αντιγόνου

Η ανίχνευση του αντιγόνου του ιού δεν είναι προς το παρόν διαθέσιμη σε μεγάλη κλίμακα. Παρουσιάζει όμως σοβαρά πλεονεκτήματα σε σχέση με το τεστ αντισωμάτων, καθότι ανιχνεύει πολύ συγκεκριμένα αντιγόνα του ιού και είναι δυνατό να παραχθεί σε μορφή γρήγορων τεστ, χρήσιμων για την ανίχνευση του ιού σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού.

  • Πότε συνίσταται; Συνιστάται σε μεγάλες επιδημιολογικές έρευνες, σε εξωτερικές έρευνες πεδίου, onspot, δηλαδή σε σημεία ελέγχου Δημοσίου ενδιαφέροντος, καθώς και σε όλες τις περιπτώσεις όπου είναι αναγκαία η άμεση διάγνωση, όπως σε επιχειρησιακές ομάδες ή σε αεροδρόμια και ταξιδιωτικές δραστηριότητες. Λόγω των ειδικών προϋποθέσεων εκτέλεσής της, η εξέταση δεν συνιστάται ακόμη για διάγνωση κατόπιν ατομικής πρωτοβουλίας από το ευρύ κοινό.

4. Η μέθοδος “pooling”

Η μέθοδος “pooling”, που σημαίνει την ταυτόχρονη ανίχνευση του ιού από πέντε τουλάχιστον δείγματα μαζί, μετά από ανάμιξή τους, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τους σκοπούς της επιδημιολογικής έρευνας. Όταν ένα τέτοιο δείγμα είναι θετικό, ακολουθεί δεύτερη ανάλυση των δειγμάτων σε ατομικό επίπεδο για τη διάκριση των πασχόντων. Το κύριο μειονέκτημά της είναι ότι μία διαδικασία pooling που περιλαμβάνει δείγματα με χαμηλό ιικό φορτίο οδηγεί συχνότερα σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. 

  • Πότε συνίσταται; Το προαναφερθέν είναι και ο λόγος για τον οποίο, παρότι αναπτύχθηκε ως μια μέθοδος που επιτρέπει μεγάλη εξοικονόμηση στον αριθμό των τεστ όταν υπάρχει έλλειψη, αλλά και ως μέθοδος σαφώς οικονομικότερη από τις μοναδιαίες μεθόδους, συνιστάται μόνο για επιδημιολογικές έρευνες.

 

COVID-19: Μέθοδοι διάγνωσης και είδη εμβολίων για την πρόληψη της νόσησης