Το πρόβλημα της ύπαρξης τόσων πολλών κενών σε καθηγητές πληροφορικής, στην αρχή της χρονιάς στα Δωδεκάνησα, έφερε στο προσκήνιο ένα δεύτερο εξ ίσου σοβαρό θέμα: Τι θα γινόταν με τα νησιά (Πάτμος, Λειψοί, Τήλος) όπου δεν υπήρχε εκπαιδευτικός να διδάξει το πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα;

Η ιδέα να χρησιμοποιήσουμε το περιβάλλον της τηλεδιάσκεψης του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου για τη διδασκαλία του μαθήματος, ήρθε μέσα στην ανάγκη να δώσουμε μια κάποια λύση σε ένα πρόβλημα, που μπορεί να μην μας είχαν αναθέσει να λύσουμε, αλλά που ξέραμε πως μπορούσαμε κάτι να κάνουμε προσωρινά, μέχρι να δοθεί μια οριστική λύση. Κι επιτέλους, ας έπαιζαν μια φορά τα εργαλεία αυτά, όχι το ρόλο ενός περιβάλλοντος προς διερεύνηση, αλλά έναν χρηστικό ρόλο για να καλύψουν πραγματικές ανάγκες, για να λύσουν ένα πραγματικό πρόβλημα.

Ο αρχικός ενθουσιασμός, επειδή θα εφαρμόζαμε μια καινοτόμα πρακτική, που θα είχε και κάποιο άμεσο πρακτικό όφελος, δεν κράτησε πολύ. Από τους αποδέκτες της ιδέας υπήρξε και η άποψη ότι ένας τέτοιος χειρισμός θα λειτουργούσε ως μια μόνιμη λύση για το υπουργείο, το οποίο αξιοποιώντας την κατάσταση δεν θα έστελνε τελικά εκπαιδευτικούς. Η στάση μας ήταν κατηγορηματική: η λύση προτάθηκε ως προσωρινή, μέχρι να γίνουν οι απαραίτητοι διορισμοί, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις φωνές που απαιτούσαν άμεσους και επαρκείς διορισμούς.

Άλλο εμπόδιο, αναχαιτιστικό του ενθουσιασμού, ήταν η έλλειψη υποδομής στα σχολεία. Δεν υπήρχαν κάμερες, δεν υπήρχαν ακουστικά και μικρόφωνα, δεν ήταν εγκατεστημένο το απαραίτητο λογισμικό, δεν υπήρχαν και οι λογαριασμοί για τη χρήση του μέσω του ΠΣΔ. Σοβαρός υποστηρικτής στην όλη προσπάθεια υπήρξε το ΚεΠληΝεΤ, με την ευθύνη του οποίου έγιναν οι εγκαταστάσεις, οι λογαριασμοί, παραγγέλθηκαν και αγοράστηκαν από τα σχολεία τα απαραίτητα και έγιναν οι αρχικές δοκιμές πρώτα ανάμεσα σε μας, σε 2 και σε 3 σημεία, κι αμέσως μετά ανάμεσα στα σχολεία και εμάς, στο εργαστήριο του 1ου Λυκείου Ρόδου, που φιλοξένησε το στήσιμο της όλης προσπάθειας. Επιπλέον, συνάδελφοι διαφόρων ειδικοτήτων από τα μακρινά σχολεία, που δεν τους γνωρίζαμε και δεν μας γνώριζαν, αφιέρωσαν χρόνο και κόπο για να υλοποιήσουν τις οδηγίες μας για τις εγκαταστάσεις και για την εκπαίδευση των μαθητών, όπου χρειάστηκε.

Στην πορεία τα 3 σχολεία έγιναν 1. Στο πρώτο βρέθηκε ένας εκπαιδευτικός από διπλανό σχολείο που συμπλήρωσε ωράριο κάνοντας το πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα και στο άλλο η κακοκαιρία για 2 περίπου εβδομάδες έβγαλε εκτός λειτουργίας το τηλεφωνικό δίκτυο και εκ των πραγμάτων και το δίκτυο του σχολείου.

Η τηλεδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε τελικά μόνο με το σχολείο της Τήλου με τον ένα και μοναδικό μαθητή της Γ τεχνολογικής, που διδάχθηκε από μένα μέσω της τηλεδιάσκεψης το 1ο κεφάλαιο και τα εισαγωγικά του 2ου. Το σχολείο αναπροσάρμοσε το πρόγραμμα του ώστε να μπορούμε να κάνουμε περισσότερες από 2 ώρες την εβδομάδα, ώστε να καλύψουμε την καθυστέρηση. Πραγματοποιήθηκαν 6 μαθήματα, διάρκειας από 60 μέχρι 90 λεπτά.

Η εμπειρία ήταν μοναδική, για μένα τουλάχιστον, και όχι μόνο επειδή μετά από 2 χρόνια εκτός σχολικών τάξεων ξαναμπήκα έστω και με αυτόν τον τρόπο στο διδακτικό παιχνίδι.

Η φάση της προσαρμογής στην αποδοτική χρήση του μικροφώνου και της κάμερας, οι συνεχιζόμενες τεχνικές δυσκολίες από πτώσεις τάσης στην Τήλο, οι αρχικές δυσκολίες του μαθητή να χειριστεί το νέο μέσον, καθυστέρησαν τη γνωριμία μας ή μάλλον την «πέρασαν» πρώτα από τη φάση της από κοινού αναγνώρισης του νέου περιβάλλοντος. Ανεξάρτητα από τη δική μου εμπειρία, η ανάγκη να διαμεσολαβήσουν δυο άνθρωποι την επικοινωνία τους μέσα από κάμερες, οθόνες, καλώδια κλπ και μάλιστα με τρόπο που να επιτύχουν και στόχους σε ένα επίπεδο πέρα από το προφανές της αρχικής επαφής, δηλ το μαθησιακό, μας προκάλεσε στην αρχή ένα μικρό άγχος.

Πολύ γρήγορα διαμορφώθηκαν κάποιοι βασικοί κανόνες, για την ακρίβεια επιβλήθηκαν από τα ίδια τα όρια του μέσου, πχ δεν ήταν δυνατό να μιλάμε ταυτόχρονα, κι ήταν επίσης πολύ βαρετό να μιλάει κάποιος συνεχώς, μιας που το σώμα ήταν καθηλωμένο και καμιά κίνηση δεν εμπλούτιζε τη συνεχή ομιλία. Ο διάλογος λοιπόν ήταν ένα αναγκαστικό πεδίο δράσης και εκ των πραγμάτων είχε ερωτήματα, παύσεις για σκέψεις και ιδέες, επαναλήψεις, χιούμορ, «διαλείμματα» για πιο προσωπικά θέματα που απασχολούσαν το μαθητή και μπορούσαν να βοηθήσουν το σχεδιασμό του μαθήματος με συγκεκριμένα, ενδιαφέροντα για τον ίδιον, παραδείγματα.

Χρησιμοποιήθηκε επίσης ηλεκτρονικός ασπροπίνακας, δυνατότητα του λογισμικού, όπου σχεδιάσαμε με το μαθητή διαγράμματα, εξηγήσαμε με γραφικό τρόπο κάποια θέματα (δόμηση προβλήματος, κατηγοριοποίηση προβλημάτων κλπ) και λύσαμε ασκήσεις. Είχαμε επίσης μαζί μας τετράδιο όπως και το σχολικό βιβλίο, όχι σε ηλεκτρονική μορφή, είπαμε να έχουμε και κάτι από τα συμβατικά μέσα. Δουλειά για το σπίτι δόθηκε τις μισές περίπου φορές. Ο μαθητής «έγραψε» και ένα τεστ, με το τέλος του 1ου κεφαλαίου, που περιείχε και ερωτήσεις κρίσης και εκεί χρειάστηκε μια ιδιαίτερη διαδικασία συζήτησης των απαντήσεων, που βεβαίως αποκλίνει τυπικά από τις διαδικασίες ενός τεστ, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Ούτως ή άλλως ο μαθητής, ανεξάρτητα από το αν έγραφε τεστ ή όχι,  ήταν σε μια διαρκή επιτήρηση: μόνος, εκτεθειμένος απέναντι στην κάμερα, σε διαρκή θέαση, χωρίς την πολυτέλεια μιας σύντομης αποκοπής από τα δρώμενα, σαν αυτήν που έχει ο κάθε μαθητής σε μια συμβατική τάξη.

Παρόλ? αυτά, νομίζω ?και με βάση δικές του δηλώσεις- ότι ο μαθητής πέρασε καλά. Μαζί με αυτόν και μια σειρά από άλλους μαθητές αλλά και καθηγητές «πέρασαν» από την κάμερα, κάποιοι μαθητές μάλιστα κάθησαν δίπλα του, μπήκαν στο πλάνο και συμμετείχαν και στο μάθημα, αφού το περιεχόμενο (περί προβλημάτων) το επέτρεπε.

Στο πλαίσιο του μαθήματος και παρόλο που η έλλειψη της συμπαρουσίας δάσκαλου και μαθητή, αφαιρούσε εκ των πραγμάτων ένα σημαντικό κομμάτι από τα μηνύματα που θα μπορούσαν να διακινηθούν στην τάξη, υπήρξαν κατά τη γνώμη μου και συναισθηματικές και κοινωνικές ανταλλαγές, όχι βέβαια στο βαθμό που θα γινόταν αυτό σε μια συνηθισμένη τάξη. «Προλάβαμε» όμως να οικοδομήσουμε κάποιους δεσμούς, να μιλήσουμε και για άλλα πράγματα, για τον τρόπο που ένας 18χρονος ζει και διασκεδάζει σ? ένα μικρό νησί, για τον τρόπο που σκέφτεται. Η διαφορά με μια συνηθισμένη τάξη είναι πως στην ηλεκτρονική τάξη μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνίας γίνεται εμπρόθετα, ελεγχόμενα, κυρίως φανερά και ταυτόχρονα με λιγότερα «συνοδευτικά μέσα» από αυτά που αποσαφηνίζουν την επικοινωνία, όπως τα κάθε είδους μη λεκτικά μηνύματα (κινήσεις, βλέμματα, προσανατολισμοί, χρονισμοί κλπ).

Και τελικά τι έμεινε? Έμεινε η δική μας χαρά ότι μετά από τόσα εμπόδια η τηλεδιάσκεψη έγινε και εν μέρει έπαιξε το ρόλο της, έμεινε η δήλωση του μαθητή ότι αισθάνεται πως ο καθηγητής δε λείπει, έμειναν οι διάλογοι, το τεστ και οι όποιες γνώσεις περί προβλημάτων, έμεινε η ανιδιοτελής συνεισφορά των συναδέλφων εκεί, έμεινε η  επαφή με το μαθητή,  το αίσθημα ότι το σχολείο μπορεί και να νοιάζεται, έμεινε τελικά κι η εμπειρία, όπως καταγράφτηκε σ? αυτό το κείμενο και κυρίως όπως δυναμικά μπορεί να μετασχηματιστεί σε νέες δράσεις.

Μετά έγιναν οι διορισμοί, κι ο νέος συνάδελφος, σε πραγματικό χρόνο και χώρο, αντιμέτωπος με τα προβλήματα,  συνεχίζει?..

Κάντε ένα σχόλιο

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να αφήσετε σχόλιο. Σύνδεση »

Blog created by Maria Samiou