ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΡΣΙΝΗΣ 

 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1954

Από τα τρίσβαθα της γης κρύο νερό αναβρύζεις

χρόνους πολλούς, καιρούς πολλούς, ποτίζεις και δακρύζεις.

 

Ήρθαν κοπέλες λυγερές κι' εσκύψανε μπροστά σου

και τα μαλλιά τους βρέξανε στα κρυσταλλόνερά σου

 

κι' απλώσανε τα χέργια τους τα κρινοδαχτυλάτα

κι' εδρόσισαν τα χείλη τους τα κόκκινα τ' αφράτα.

 

Δίπλα σου κάθισε ο ζευγάς ανάσα για να πάρει,

έσκυψε κι' είπιε ο κυνηγός από το κουτσουνάρι.

 

Ο γέρος σου' δωκεν ευκές, σπολλατισμούς ο ξένος

και ο ξενύχτης γλεντιστής κι' ο νιός ο ερωτευμένος.

 

Διαβάτης, ρούφηξα κι' εγώ νερό απ' το νερό σου

κι' εξέχασα τον τόπο μου, κι' εγίνηκα δικός σου.

 

Νίκος Θεοδ. Γαρεφαλάκης

ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΡΣΙΝΗΣ (ΠΟΥ ΣΤΕΡΕΨΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ)

ΓΕΝΑΡΗΣ 1992

Μίλησε βρύση να μου πεις που πήγε το νερό σου

κι έχω δυο χρόνους να το δω να στραφταλίζει ομπρός σου;

 

Ποια μοίρα ποια νεράϊδα ποια Λάμια το' χει πάρει

και μπλιό νερό δε συρματεί στο πετροκουτσουνάρι;

 

Σε ποιο εγκρεμό γκρεμίζεται ποια σου το πήραν ργυάκια

ποιος ποταμός ποια λαγκαδιά ποια ριζιμιά χαράκια;

 

Τίνος ανέμου φύσημα, ποιανής βροχής τρομάρα

δύναμη τίνος κεραυνού, ποιανού σεισμού κατάρα;

 

Ποιος τό' πηρε να τονε βρώ να τονε μαχαιρώσω

να παρ' οπίσω το νερό να σου το ξαναδώσω...

 

Το καρτερούνε οι δεσπολιές, τα μήλα, τα λεμόνια,

τα μανταρίνια, οι ρογδιές, τα κίτρα τα κυδώνια.

 

Το καρτερεί κι' ο κοτσυφός, η πέρδικα, ο κοπρίτης

η Πούλεια κι' ο Αυγερινός και ο Αποσπερίτης.

 

Κι' εγώ, διαβαίνω ταχυνές, νυχτιές και μεσημέργια

και ανημένω για να βγει να πιω στα δυο μου χέργια.

 

Έρχομαι και ξανάρχομαι καθίζω στο μπεντένι

κι' όλο ξανοίγω για να δω νερό να ξαναβγαίνει.

 

Να δω στο κουτσουνάρι σου τον ήλιο να γυαλίζει

να δω μυαρά να πίνουνε, λαΐνι να γεμίζει.

 

Να ξαναδώ τον κυνηγό να πιεί να σπολλατίσει

να ξαναδώ τη Δεσποινιά να ρθει για να γεμίσει.

Νίκος Θεοδ. Γαρεφαλάκης

ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΡΣΙΝΗΣ

ΜΑΗΣ 1994

Κελάηδισμα πουλιού' κουσα και κοτσυφού κανάκι

κι' είπα: Λες να' ναι το νερό και καλαηδεί στ΄αυλάκι;

 

Ενέδιασα κι' εξάνοιξα κι' είδα στο κουτσουνάρι

να τρέχει μπόλικο νερό κρυγιό σαν πρώτα πάλι.

 

Εθίσανε οι δεσπολιές εθίσαν τα ζουμπούλια

εχάρη ο Αυγερινός κι' εγέλασεν η Πούλεια.

 

Ήφταξε πάλι η Δεσποινιά με το σταμνί στον ώμο

κι' ο κουρασμένος κυνηγός από αλάργο δρόμο.

 

¨Ησκυψα κι' ήπια δυο ρουφιές στσι φούχτες τω χεργιώ μου

μα εξύπνησα και το' χασα βρύση μου τ' όνειρό μου.

Νίκος Θεοδ. Γαρεφαλάκης

Αρχική σελίδα...