Ο Ματίας Γκρύνεβαλντ (γερμανικά: Matthias Grünewald, περ. 1475 - 31 Αυγούστου 1528) ήταν Γερμανός ζωγράφος της Αναγέννησης, θρησκευτικών κυρίως θεμάτων, που αγνόησε τον κλασικισμό της εποχής του, ώστε να προεκτείνει στο 16ο αιώνα το εκφραστικό και έντονο ύφος της τέχνης της Κεντρικής Ευρώπης κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.


Το πραγματικό του όνομα ήταν Matthias Gothardt ή Neithardt ή Nithardt, ωστόσο έμεινε στην ιστορία γνωστός ως Grünewald κατόπιν σφάλματος του ιστορικού του 17ου αιώνα, Γιόακιμ φον Σάντραρτ (Academia Artis Pictoriae, 1683). Το όνομά του εμφανίζεται στα αρχεία της πόλης Ζέλιγκενστατ (γερμ. Seligenstadt), κοντά στο Βίρτσμπουργκ, από το 1501 έως το 1525. Στις αρχές του 16ου αιώνα έγινε ο επίσημος ζωγράφος της αυλής πρώτα του Ούριελ βαν Γέμινγκεν (Uriel van Gemmingen) και κατόπιν του Άλμπρεχτ του Βραδεμβούργου, κατά σειρά αρχιεπισκόπων του Μάιντς. Επιπλέον, φαίνεται πως παρείχε συμβουλές σε ζητήματα αρχιτεκτονικής και μηχανικής στην επισκοπή. Στην Χάλλε, υπήρξε υπεύθυνος για τα δημοτικά δίκτυα ύδρευσης πριν το θάνατό του εκεί το 1528. Μαζί με δύο άλλους καλλιτέχνες της Βορειοευρωπαϊκής Αναγέννησης, τον Λουκά Κράναχ τον πρεσβύτερο (1472-1553) και τον Άλμπρεχτ Ντύρερ (1471-1528) τιμάται ως οιονεί άγιος από τη Λουθηρανική Εκκλησία στις 6 Απριλίου.

Έργα ζωγραφικής

«Ο Εμπαιγμός του Χριστού» (Alte Pinakothek, Μόναχο), 1503.Καθώς τα περισσότερα έργα του Γκρύνεβαλντ έχουν χαθεί, ενώ το μονόγραμμα του καλλιτέχνη υπάρχει ως υπογραφή σε τρία μόλις από τα σωζόμενα, η σύνταξη ενός χρονολογίου είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η φήμη που απολαμβάνει στις μέρες μας βασίζεται σε ένα εξαιρετικό έργο θρησκευτικής τέχνης, το «Ρετάμπλ του Άιζενχαϊμ», που διατηρείται ακέραιο έως σήμερα και βρίσκεται στο Musée d'Unterlinden του Κολμάρ. Υπάρχουν, επίσης, αρκετά μικρότερα έργα, τμήματα από άλλες άγιες τράπεζες και περίπου 40 σχέδια. Παρόλο που διασώζονται τόσο λίγα από τα έργα του και παρά το γεγονός ότι μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα τα περισσότερα, όπως και το Ρετάμπλ, αποδίδονταν λανθασμένα στον Ντύρερ, αναδύεται ως ένας από τους πιο αξιοσημείωτους καλλιτέχνες της εποχής του, ίσως και όλων των εποχών.


Το μικρό σε μέγεθος έργο «Ο Εμπαιγμός του Χριστού» (1503, Alte Pinakothek, Μόναχο), είναι κατά πάσα πιθανότητα το παλαιότερο σωζόμενο έργο του, ωστόσο διαθέτει πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μετέπειτα έργο του. Το θρησκευτικό δράμα εκτυλίσσεται μπροστά σε σκοτεινό φόντο και οι μορφές είναι ιδιαίτερα εκφραστικές τονίζοντας το βασανιστήριο στη σκηνή. Η χρήση του χρώματος είναι ιδιαίτερα ατομικιστική, και υποδηλώνει έναν καλλιτέχνη του οποίου η φροντίδα για τον αντίκτυπο της ζωγραφικής επιτρέπει στο πινέλο να σχεδιάζει και να περιγράφει, υποκαθιστώντας τη λεπτομερή προετοιμασία.

Ρετάμπλ του Ίζενχαϊμ (1512-16) Το έργο αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη παραγγελία που ανέλαβε ο καλλιτέχνης στην καριέρα του. Δημιουργήθηκε για την Αγία Τράπεζα της Μονής του Αγίου Αντωνίου στο Ίζενχαϊμ της Αλσατίας (σήμερα, διαμελισμένο για λόγους έκθεσης, βρίσκεται στο Musée d'Unterlinden, στο Κολμάρ της Αλσατίας). Ο Γκρύνεβαλντ εργάστηκε κατόπιν εντολής του Γκουίντο Γκουέρσι, επικεφαλής του τάγματος, του οποίου το οικόσημο εμφανίζεται και στο έργο. Η εργασία του καλλιτέχνη επρόκειτο να μεγαλώσει ένα παλαιότερο ξύλινο ρετάμπλ του 1505 που απεικόνιζε τους Αγίους Αντώνιο, Αυγουστίνο και Ιερώνυμο από τον Νικολά του Αγκενό (Nikolas von Haguenau) από το Αγκενό. Η τελική μορφή του έργου είναι πολύπτυχο σε τρία τμήματα. Διαθέτοντας τρία ζευγάρια κλείστρων, δύο κινητά και ένα σταθερό, μπορούσε να ανοίγει και να κλείνει ώστε να παρουσιάζει διαφορετικές ομάδες θρησκευτικών εικόνων για τις καθημερινές ημέρες, την Κυριακή και τις Γιορτές. Η συνολική του επιφάνεια καλύπτει 2,65 μέτρα σε ύψος και περισσότερα από 5 σε πλάτος.


Το πρώτο τμήμα δείχνει τη Σταύρωση, έχοντας παραπλεύρως σταθερές της μορφές του Αγίου Αντωνίου και του Αγίου Σεβαστιανού, με έναν Επιτάφιο Θρήνο στην πρεντέλλα από κάτω. Στη σκηνή της Σταύρωσης κυριαρχεί ο Χριστός, με το σώμα του εμφανώς βασανισμένο από τον πόνο και με τη σάρκα του ξεσκισμένη και πρασινωπή. Η μορφή του είναι μεγαλύτερη από εκείνους που θρηνούν, εκπληρώνοντας την προφητεία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στα δεξιά όπου αναγράφεται: «Θα μεγαλώσει ενώ εγώ θα συρρικνώνομαι». Το σκούρο σκηνικό καθιστά τις μορφές σχεδόν ανάγλυφες και βαθαίνει το συναίσθημα της σκηνής. Πεντιμέντι, δηλαδή διορθώσεις στις πινελιές, που αποκαλύφθηκαν με τη χρήση ακτίνων X, αποκαλύπτουν το πώς ο καλλιτέχνης τόνιζε την εκφραστικότητα ενώ εργαζόταν: τα δάχτυλα της Μαγδαληνής επιμηκύνθηκαν, ενώ η Παρθένος αρχικά στεκόταν με όρθιο το σώμα.