Kένεθ Κλάρκ
|
||
Ο Κένεθ Κλαρκ ήταν Βρετανός συγγραφέας, διευθυντής μουσείου και ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς τέχνης της γενιάς του, καθώς τα βιβλία του είχαν απήχηση σε ένα ευρύ κοινό. Γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου 1903 στο Λονδίνο και πέθανε στις 21 Μαΐου 1983 στο Κεντ. Η οικογένεια του είχε εργοστάσιου με νήματα στο Λονδίνο. Ο ίδιος σπούδασε στην Οξφόρδη ιστορία της τέχνης. Το 1927 παντρεύτηκε μια συμφοιτήτριά του στην Οξφόρδη και έκαναν τρία παιδιά.
Κάτω από την προστασία του κριτικού τέχνης με την μεγαλύτερη επιρροή εκείνης της εποχής Μπέρναρντ Μπερένσον (Bernard Berenson), ο Κλαρκ έγινε γρήγορα ο πιο σεβαστός αισθητικός στους κύκλους της Βρετανικής τέχνης. Μετά από μια περίοδο που εργαζόταν ως επιμελητής καλών τεχνών στο μουσείο Ασμόλειαν (Ashmolean) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το 1933 σε ηλικία μόλις 30 ετών έγινε το νεότερο άτομο που έγινε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Τον επόμενο χρόνο έγινε υπεύθυνος της βασιλικής συλλογής έργων τέχνης, μια θέση που κράτησε μέχρι το 1945. Ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, επέβλεψε την επιτυχημένη απομάκρυνση και αποθήκευση των συλλογών της κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και συνέχισε το πρόγραμμα συναυλιών και παραστάσεων. Ο Κλαρκ δεν ήταν θερμός υποστηρικτής της μοντέρνας τέχνης, θαύμαζε όμως ορισμένους καλλιτέχνες. Από το 1946 ο Κλαρκ άφησε αρκετές ασχολίες του για να ασχοληθεί με το γράψιμο. Ήταν ιδρυτικό μέλος και επίσης υπηρέτησε ως πρόεδρος στο Βρετανικό Συμβούλιο Τεχνών από το 1955 ως το 1960. Ήταν Πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης από το 1967 μέχρι το 1978 και ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Βρετανικού Μουσείου.
Το 1969, κατάφερε να γίνει δημοφιλής σε διεθνές επίπεδο ως ο συγγραφέας, παραγωγός και παρουσιαστής της τηλεοπτικής σειράς του BBC, Πολιτισμός, με θέμα την ιστορία του Δυτικού πολιτισμού ειδομένη μέσα από την τέχνη, που αποτέλεσε μια πρωτοπόρο τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ συνδυάζοντας ένα πολύ προσωπικό στυλ αφήγησης από έναν εξέχοντα ειδικό με πλούσια παρουσίαση και επιτόπου λήψεις.
Η γυναίκα του, Τζέιν πέθανε το 1976 και εκείνος ξαναπαντρεύτηκε την επόμενη χρονιά μια πλούσια Αμερικάνα κληρονόμο. Οι δύο γιοί του ακολούθησαν το μονοπάτι του πατέρα τους, καθώς ασχολήθηκαν με τη συγγραφή και την τέχνη.
Τα πιο γνωστά του βιβλία είναι Πιέρο ντέλλα Φρανσέσκα (1951), Το τοπίο στην Τέχνη (1949), Λεονάρντο ντα Βίντσι (1939), Το Γυμνό, μια μελέτη της ιδανικής φόρμας (1953), Ο Ρέμπραντ και η Ιταλική Αναγέννηση (1966).