βγαίνω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
βγαίνω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
βγαίνω (αόριστος - οριστική - β΄ πληθ.)
βγαίνω (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
βγαίνω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
βγαίνω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
βγαίνω (παρακείμενος - οριστική - α΄ εν.)
μπαίνω (αόριστος - οριστική - β΄ εν.)
μπαίνω (αόριστος - οριστική - β΄ πληθ.)
μπαίνω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
μπαίνω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
μπαίνω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
μπαίνω (παρακείμενος - οριστική - α΄ πληθ.)
ανεβαίνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
ανεβαίνω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
ανεβαίνω (αόριστος - υποτακτική - α΄ πληθ.)
ανεβαίνω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
κατεβαίνω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
κατεβαίνω (αόριστος - οριστική - β΄ πληθ.)
κατεβαίνω (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
κατεβαίνω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
βρίσκω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
βρίσκω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
βρίσκω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
βρίσκω (αόριστος - οριστική - β΄ πληθ.)
βρίσκω (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
βρίσκω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
βρίσκω (αόριστος - προστακτική - β΄ εν.)
βρίσκω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
βλέπω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
βλέπω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
βλέπω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
βλέπω (αόριστος - οριστική - β΄ πληθ.)
βλέπω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
βλέπω (αόριστος - προστακτική - β΄ εν.)
βλέπω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
βλέπω (παρακείμενος - οριστική - α΄ εν.)
λέω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
λέω (αόριστος - οριστική - β΄ πληθ.)
λέω (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
λέω (αόριστος - υποτακτική - α΄ πληθ.)
λέω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
λέω (παρακείμενος - οριστική - α΄ πληθ.)
πίνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
πίνω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
πίνω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
πίνω (αόριστος - οριστική - β΄ πληθ.)
πίνω (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
πίνω (αόριστος - υποτακτική - γ΄ εν.)
πίνω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
πίνω (αόριστος - προστακτική - β΄ εν.)
πίνω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
πίνω (παρακείμενος - οριστική - α΄ εν.)
παίρνω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
παίρνω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
παίρνω (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
παίρνω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
παίρνω (αόριστος - προστακτική - β΄ εν.)
παίρνω (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
τρώω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
τρώω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
τρώω (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
τρώω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
τρώω (παρακείμενος - οριστική - α΄ πληθ.)
πηγαίνω (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
πηγαίνω (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
πηγαίνω (αόριστος - υποτακτική - γ΄ εν.)
πηγαίνω (αόριστος - υποτακτική - β΄ πληθ.)
πηγαίνω (παρακείμενος - οριστική - α΄ εν.)
έρχομαι (αόριστος - οριστική - γ΄ εν.)
έρχομαι (αόριστος - οριστική - α΄ πληθ.)
έρχομαι (αόριστος - οριστική - γ΄ πληθ.)
έρχομαι (αόριστος - προστακτική - β΄ εν.)
έρχομαι (αόριστος - προστακτική - β΄ πληθ.)
έρχομαι (παρακείμενος - οριστική - γ΄ πληθ.)
γέρνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
δέρνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
δίνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
κάθομαι (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
μένω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
πλένω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
σέρνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
σπέρνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
στέλνω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)
φεύγω (αόριστος - οριστική - α΄ εν.)