ΠΛΑΤΩΝ

Ο ΠΛΑΤΩΝ

E1. Ο βίος του

Ο Πλάτωνας γεννήθηκε το 428/9, από αριστοκράτες Αθηναίους γονείς. Πατέρας του ήταν ο Αρίστωνας, γιος του Αριστοκλή. Παρ’ όλο που δεν ξέρουμε πολλά για την οικογένεια του πατέρα του Πλάτωνα, και μόνο τα ονόματα του πατέρα και του παππού δείχνουν πως το γένος τους ήταν αριστοκρατικό. Μητέρα του ήταν η Περικτιόνη, από παλιά αρχοντική γενιά που έφτανε μέχρι τον Σόλωνα. Θείος της Περικτιόνης ήταν ο Κριτίας, διανοούμενος που συνδέθηκε στενά με το σοφιστικό κίνημα και κυρίως με το ολιγαρχικό πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων, των οποίων ήταν ηγετική μορφή. Αδελφός της Περικτιόνης ήταν ο Χαρμίδης, που επίσης συνεργάστηκε με τους Τριάκοντα και ο οποίος, στα νιάτα του, είχε συνδεθεί με τον Σωκράτη.

Σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη ζωή του Πλάτωνα είναι ένα κείμενο του ίδιου, η 7η Επιστολή του, ένα γράμμα προς τους Συρακούσιους φίλους του, το οποίο αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας.

Ο Πλάτωνας έλαβε την επιμελημένη μουσική και γυμναστική παιδεία των αριστοκρατικών γόνων της Αθήνας. Νέος ασχολήθηκε με την τραγική ποίηση, έκαψε όμως τα πρωτόλειά του όταν γνώρισε τον Σωκράτη και δεν ξαναασχολήθηκε με την ποίηση. Το λογοτεχνικό του ταλέντο πάντως είναι φανερό σε κάθε αναγνώστη των διαλόγων του.

Από πολύ νέος ενδιαφέρθηκε για την πολιτική, η θλιβερή ανάμειξη όμως των μελών της οικογένειάς του στην υπόθεση τοιν Τριάκοντα αφενός, και η επίσης θλιβερή απόπειρα της αποκατεστημένης δημοκρατίας να εκδικηθεί τους ολιγαρχικούς καταδικάζοντας τον Σωκράτη, τον αηδίασαν και τον απομάκρυναν οριστικά από οποιαδήποτε φιλοδοξία συμμετοχής στα κοινά της Αθήνας.

Μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ο Πλάτωνας κατέφυγε, με άλλους του σωκρατικού κύκλου, στα Μέγαρα, στον φιλόσοφο Ευκλείδη.

Πρέπει να υπηρέτησε δυο φορές ως στρατιώτης στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου, στη διετία 395-394 π.Χ.

Οι πρώιμοι διάλογοι του Πλάτωνα γράφτηκαν κατά την πρώτη δεκαετία μετά τον θάνατο του Σωκράτη.
Πλάτων [πηγή: Ελληνική Ιστορία-Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]

Τα ταξίδια του Πλάτωνα και η σικελική εμπειρία. Στα χρόνια 398-390, ο Πλάτωνας ταξιδεύει στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. (Πολύ μεταγενέστερες πληροφορίες, της εποχής του Κικέρωνα, μιλούν για επίσκεψη του Πλάτωνα στην Αίγυπτο και την Κυρήνη. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι πρόκειται για θρύλους που δημιουργήθηκαν εξαιτίας κάποιων αναφορών του ίδιου του Πλάτωνα στη σοφία της Αιγύπτου και, κυρίως, εξαιτίας του μυστηρίου που περιέβαλε ήδη από τότε τα περίφημα αιγυπτιακά ιερατεία και τις απόκρυφες γνώσεις τους). Το ταξίδι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για την πνευματική εξέλιξη του Πλάτωνα, αφού τότε ήρθε σε επαφή με τον Πυθαγορισμό και τον εξέχοντα εκπρόσωπό του, τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, αλλά και για τη γνωριμία του με τον Διονύσιο τον I, τύραννο των Συρακουσών (405-367) και τον γαμπρό του, τον Δίωνα. Οι συνέπειες της σχέσης αυτής ήταν σοβαρότατες, σχεδόν δραματικές για τον Πλάτωνα. Με παρότρυνση του Δίωνα, ο νεαρός τύραννος, που είχε απαλλάξει ήδη τον σικελικό ελληνισμό από την απειλή των Καρχηδονίων, ήθελε να στραφεί προς τη φιλοσοφία και να διδαχθεί από τον Πλάτωνα την πολιτική αρετή και σοφία. Ο Πλάτωνας, μάλλον αφελώς, πίστεψε στις προθέσεις του τυράννου, αλλά ήδη η πρώτη αυτή επαφή έληξε άδοξα: ο φιλόσοφος εκδιώχτηκε κακήν κακώς και κινδύνεψε μάλιστα να πουληθεί ως δούλος στην Αίγινα όπου, παρά την εμπόλεμη κατάσταση του νησιού με την Αθήνα, τον έστειλε ο Διονύσιος.

Παρά τις αρχικές αυτές κακοτυχίες, η φιλία του Πλάτωνα με τον Δίωνα είχε ως αποτέλεσμα να εμπλακεί ο φιλόσοφος για αρκετά χρόνια σε μια υπόθεση που του προκάλεσε σοβαρούς κινδύνους και ακόμα σοβαρότερες απογοητεύσεις. Στα 367, ο Διονύσιος ο II διαδέχθηκε τον πατέρα του και ο Δίωνας πίεσε τον Πλάτωνα να επιστρέψει στις Συρακούσες πείθοντάς τον πως ο νέος τύραννος ήταν ακόμη πιο πρόθυμος από τον προηγούμενο να δεχθεί τα φιλοσοφικά διδάγματα. Προφανώς ο φιλόσοφος, που είχε απογοητευθεί από τα πολιτικά πράγματα της Αθήνας, αλλά δεν είχε πάψει να μελετά το θέμα της πολιτικής θεωρίας, πίστεψε πως θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον Διονύσιο σε φιλόσοφο βασιλέα, σαν αυτούς τους ιδανικούς κυβερνήτες που περιγράφει στην Πολιτεία του. Έτσι, επέστρεψε στις Συρακούσες το 366, για να βρεθή τελικά «όμηρος» των πολιτικών συγκρούσεων Δίωνα και Διονύσιου. Παρ’ όλο που με δυσκολίες κατάφερε και πάλι να φύγει, επέστρεψε και τρίτη φορά στην Σικελία, το 361. Το τρίτο αυτό ταξίδι έληξε με τη θλιβερή εμπλοκή διάφορων Ακαδημεικών στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του Δίωνα και του Διονύσιου και στα συνεχή πραξικοπήματα που ακολούθησαν.

Η ίδρυση της Ακαδημίας. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα από το πρώτο αυτό ταξίδι του στην Σικελία, ο Πλάτωνας ίδρυσε τη σχολή του, την Ακαδημία, σε μια τοποθεσία της Αττικής γύρω στο ενάμισυ χιλιόμετρο από το Δίπυλο. Η περίφημη αυτή σχολή θα λειτουργήσει για εννέα αιώνες, μέχρι το 529 μ.Χ., όταν την έκλεισε ο Ιουστινιανός (να σημειώσουμε πάντως πως τότε η σχολή βρισκόταν σε πλήρη παρακμή). Η σχολή λειτουργούσε σε ένα κτήμα κοντά στο πολύ παλαιότερο γυμναστήριο που ονομαζόταν, όπως και όλη η περιοχή, Ακαδήμεια, από τον προστάτη ήρωά του, τον Ακάδημο ή Εκάδημο. Έτσι και η σχολή πήρε το ίδιο όνομα. Ανασκαφές που έγιναν το 1930 αποκάλυψαν το αρχαίο γυμναστήριο. Τα μαθήματα της Ακαδημίας πρέπει σε μεγάλο βαθμό να ήταν παρόμοια με αυτά που ο Πλάτωνας ορίζει στην Πολιτεία του ως ιδανική παιδεία των φυλάκων, της ανώτερης τάξης που ασκεί την εξουσία. Μεγάλη σημασία είχαν πάντως τα μαθηματικά, που θεωρούνταν ως απαραίτητη προετοιμασία για τη διδασκαλία της διαλεκτικής. Σύμφωνα άλλωστε με μια αρχαία παράδοση, στην είσοδο της Ακαδημίας συναντούσε κανείς την επιγραφή «?γεωμέτρητος μηδε?ς ε?σίτω».

Μαθητές του Πλάτωνα ήταν, μεταξύ άλλων, ο Αριστοτέλης (που διαφώνησε μαζί του και ακολούθησε άλλη φιλοσοφική πορεία), ο ανιψιός και διάδοχός του Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης, ο Φίλιππος από τον Οπούντα, και άλλοι σημαντικοί φιλόσοφοι της ελληνιστικής εποχής.
Ακαδημία Πλάτωνος (λήμμα) [πηγή: Βικιπαίδεια]

Ε2. Το έργο του

Η αρχαία παράδοση διέσωσε έναν σημαντικό αριθμό έργων που αποδίδονται στον Πλάτωνα, δεν είναι όμως όλα γνήσια. Πολλά κείμενα άλλων Ακαδημεικών φιλοσόφων σώθηκαν με το όνομα του ιδρυτή της Ακαδημίας και έργο της σύγχρονης φιλολογίας, μεταξύ άλλων, είναι η οριστική διάκριση μεταξύ γνήσιων και νόθων έργων, καθώς επίσης και η χρονολόγησή τους.

Ακολουθώντας μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση, έχουμε τον εξής κατάλογο γνήσιων πλατωνικών έργων:

α. Νεανικά έργα:
?πολογία Σωκράτους (η απολογία του δασκάλου)
Κρίτων (για την υπακοή στους νόμους)
?ων (για τη συγκίνηση που προκαλεί η ποίηση)
Λάχης (για τη ανδρεία)
Χαρμίδης (για τη σωφροσύνη)
Λύσις (για τη φιλία)
Πρωταγόρας (για τη δυνατότητα να διδαχθεί η αρετή)
Ε?θύφρων (για την ευσέβεια)

β. Έργα της ωριμότητας:
Γοργίας (κριτική της ρητορικής και περί πολιτικής)
Ε?θύδημος (κατά της σοφιστικής σκέψης)
?ππίας ?λάσσων (για την κακία ως άγνοια του καλού)
?ππίας μείζων (ορισμός του ωραίου)
Κρατύλος (για τη φιλοσοφία της γλώσσας)
Μένων (για τη θεωρία της ανάμνησης της ψυχής)
Μενέξενος (περί πολιτείας? κύριο μέρος του διαλόγου είναι ένας πλαστός επιτάφιος λόγος)
Συμπόσιο (για τον έρωτα ως κίνηση της ψυχής που οδηγεί προς τις Ιδέες)
Φαίδων (για την αθανασία της ψυχής)
Πολιτεία (για τη δικαιοσύνη και την ιδεώδη πολιτεία)

γ. Έργα της τελευταίας φάσης:
Θεαίτητος (ορισμός της γνώσης)
Παρμενίδης (κριτική της παρμενίδειας θεωρίας περί του όντος)
Σοφιστής (κριτική των σοφιστικών θεωριών περί του όντος)
Φα?δρος (για το ωραίο και τον έρωτα)
Πολιτικός (ορισμός του πολιτικού)
Φίληβος (για τη σχέση της ηδονής και της γνώσης ως σκοπών της ζωής)
Τίμαιος (κοσμολογία και φυσική φιλοσοφία)
Κριτίας (ατελείωτο έργο που περιέχει και τον μύθο της χαμένης Ατλαντίδας με την οποία, υποτίθεται, ήρθε σε σύγκρουση μια ιδανική αρχαία Αθήνα)
Νόμοι (η νομοθεσία μιας ιδανικής πολιτείας)

Σώζονται ακόμα 13 Επιστολές, από τις οποίες μόνον η 7η θεωρείται γνήσια, 32 επιγράμματα και κάποια αποσπάσματα.

Όπως μας πληροφορεί πάντως ο ίδιος ο Πλάτωνας, τα γραπτά κείμενά του δεν περιέχουν το σύνολο της διδασκαλίας του, ένα σημαντικό μέρος της οποίας ήταν προφορικό μέσα στα πλαίσια της Ακαδημίας.
Το έργο της Ακαδημίας:
Στην Ακαδημία υπήρχαν διάφοροι επιστημονικοί τομείς με αντικείμενα μελέτης τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τις φυσικές και τις πολιτικές επιστήμες. Στο υπέρθυρο της Ακαδημίας αναγραφόταν η φράση Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω, δηλαδή να μην εισέρχεται κανένας που δεν γνωρίζει Γεωμετρία. Ο Πλάτων θεωρούσε ότι η γεωμετρία και τα μαθηματικά ήταν ο μόνος και ασφαλής δρόμος για να προσεγγίσει κανείς τον Κόσμο των Ιδεών και τον Θεό.

Η διαλογική μορφή των πλατωνικών έργων. ‘Ολα τα έργα του Πλάτωνα, εκτός από την Απολογία του Σωκράτη και τις Επιστολές, είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή. Βασικός συζητητής είναι κατά κανόνα ο μεγάλος δάσκαλος, ο Σωκράτης, ενώ το κάθε έργο έχει ως τίτλο το όνομα του βασικού φιλοσοφικού «αντίπαλου» του Σωκράτη στη συζήτηση που διαμείβεται. Στο περιθώριο του κάθε διαλόγου, συμμετέχουν και άλλα πρόσωπα, μαθητές του Σωκράτη και διανοούμενοι ή γνωστοί Αθηναίοι της εποχής.

Είναι πολύ πιθανόν η νεανική ενασχόληση του Πλάτωνα με την τραγωδία να εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τη λογοτεχνική μορφή την οποία επέλεξε για να διατυπώσει τις φιλοσοφικές θέσεις του. Στην 7η Επιστολή του, που αποτελεί τρόπον τινά μια αυτοβιογραφία, ο φιλόσοφος εξηγεί γιατί επέλεξε τη μορφή του διαλόγου για τα έργα του. Όπως λέει λοιπόν ο ίδιος, τη σοφία μπορεί να την αναζητήσει κανείς μόνον μέσα από την προφορική συζήτηση και τη ζωντανή σχέση, τη φιλία, μεταξύ των συνδιαλεγομένων. Αντίθετα, τα γραπτά κείμενα, όπου, σαν σε μονόλογο, ο συγγραφέας εκθέτει τις θέσεις του σε έναν αναγνώστη ανίκανο να αντιδράσει, να ρωτήσει, να ελέγξει, έχουν μηδαμινή αξία. Στον Φαίδρο άλλωστε (275c κ.εξ.) ο Πλάτωνας κάνει μια μοναδική επίθεση στον γραπτό λόγο, ισχυριζόμενος ότι η γραφή έχει εντελώς περιορισμένη αξία και μόνον η προφορική μετάδοση της σοφίας μπορεί πραγματικά να γονιμοποιήσει την ψυχή του μαθητή. Παρ’ όλο λοιπόν που ο Πλάτωνας κατέφυγε τελικά στον γραπτό λόγο για να αποτυπώσει τις φιλοσοφικές θέσεις του, προτίμησε τη μορφή του διαλόγου, που του επέτρεπε να διατηρήσει τη διανοητική ευελιξία και την κριτική αμεσότητα της προφορικής συζήτησης. Η πλατωνική διαλεκτική, η μέθοδος αυτή της αναζήτησης της φιλοσοφικής αλήθειας μέσα από τη ζωντανή αντιπαράθεση και τον άμεσο έλεγχο κάθε άποψης που διατυπώνεται, βρήκε στη διαλογική μορφή των έργων του την ιδανική λογοτεχνική της έκφραση.

Η φιλοσοφία και το παίγνιον. Παρά τη σοβαρότητα των θεμάτων τους και τη σπουδαιότητα των λεγομένων, οι πλατωνικοί διάλογοι διανθίζονται από περιγραφές της καθημερινής ζωής, της αγοράς, των γυμνασίων και των συμποσίων, καθώς και από εύθυμες παρατηρήσεις ή πειράγματα μεταξύ των συνομιλητών. Και πολύ συχνά, το τέλος τους δεν μας προσφέρει μια σαφή κατάληξη ή ξεκάθαρα συμπεράσματα πάνω στο φιλοσοφικό ζήτημα που συζητήθηκε. Στον Πρωταγόρα, για παράδειγμα, όχι μόνον ο ένας συνομιλητής δεν κατορθώνει να πείσει τον άλλο προκειμένου να καταδειχθεί η αλήθεια της μιας από τις δύο αρχικά αντιτιθέμενες απόψεις, αλλά οι δυο βασικοί «αντίπαλοι», ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης, καταλήγουν να υιοθετήσουν σχεδόν ο ένας την αρχική άποψη του άλλου και να αφήσουν τη συζήτηση με την υπόσχεση να την επιχειρήσουν ξανά κάποια άλλη φορά. Το πράγμα αυτό φάνηκε παράξενο στους σύγχρονους μελετητές και πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίστηκαν πως οι διάλογοι του Πλάτωνα αποτελούν απλώς ένα φιλοσοφικό παιχνίδι, ελαφρό και ανώδυνο, ενώ το πραγματικό φιλοσοφικό έργο του θα πρέπει προφανώς ο Αθηναίος στοχαστής να το διατύπωσε στην προφορική διδασκαλία του στην Ακαδημία. Η αλήθεια είναι πως πολύ συχνά μέσα στους διάλογους, τόσο ο Σωκράτης όσο και άλλοι ομιλητές, χαρακτηρίζουν τη συζήτηση που διεξάγεται ως παιδιά, ως παιχνίδι. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε πως για τον Πλάτωνα το παιχνίδι κατέχει μια θέση σπουδαιότατη στον κόσμο. Το παιχνίδι έχει παιδευτική αξία και τα μαθήματα θα έπρεπε, σε μια ιδανική κοινωνία, να έχουν τη μορφή παιχνιδιού. Ίσως λοιπόν στο παράδοξο αυτό να οφείλεται και το γεγονός πως οι πλατωνικοί διάλογοι υιοθετούν μια μορφή διανοητικού παιχνιδιού, στο τέλος του οποίου το συμπέρασμα δεν δίνεται με την πληκτική μορφή του «μαθήματος», αλλά μένει άρρητο, σχεδόν μετέωρο, για να το εξάγει μόνος του ο αναγνώστης.

Ετσι βλέπω τον κόσμο: Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης ( 384 – 322 π.Χ. ) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και πολυεπιστήμονας, μαθητής του Πλάτωνα και διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί σημαντική μορφή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου, και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας.

Ο Πολιτισμός του Διαφωτισμού

Χρήστος Γιανναράς

Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός είναι, σίγουρα, κάτι περισσότερο από ιδεολογικό ρεύμα ή θεωρητικό σύστημα, κάτι περισσότερο από φιλοσοφική τάση ή «σχολή». Είναι εποχή, είναι οι «Νέοι Χρόνοι» της ευρωπαϊκής ιστορίας. Χρόνοι «φωτισμού» του ευρωπαίου ανθρώπου, ύστερα από τον «σκοταδισμό» των μέσων αιώνων, την ολοκληρωτική επιβολή της θρησκευτικής αυθεντίας ως κυρίαρχης ιδεολογίας. Είναι πολιτισμός, δηλαδή καθολικός τρόπος του βίου.  Αυτό που εμπεδώνεται ως καθολικός τρόπος βίου, είναι κατ?αρχήν μια θεμελιώδης στάση ή επιλογή, μια αφετηριακή νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανθρώπινης πράξης, του αντικείμενου κόσμου και της χρήσης του κόσμου.

Δεν έχουν πάντοτε οι Διαφωτιστές κοινές απόψεις, ίδιες αφετηρίες και σκέψεις. Συγκλίνουν, όμως, σε στόχους κοινούς: Στις δογματικές και νοησιαρχικές ερμηνείες της πραγματικότητας, να αντιθέσουν τον εμπειρισμό και την άμεση αποδεικτικότητα της πειραματικής επιστήμης. Στην αυταρχική αντίληψη της εξουσίας να αντιπαραθέσουν τα δικαιώματα του ατόμου, όπως αντλούνται όχι από υπερβατικές αυθεντίες, αλλά από το «φυσικό» δίκαιο. Στην αποπνευματωμένη «μεταφυσική» εκδοχή του όντως υπαρκτού, να αντιτάξουν την κατάφαση της αισθητής εμπειρίας του υλικού και συγκεκριμένου. Στο βασανιστικό άγχος της αμαρτίας-παράβασης και ηθικής ενοχής, να αντιπροτείνουν τις κανονιστικές αρχές της ανθρώπινης λογικής, την καταξίωση της ομορφιάς, την ευεξία των αισθήσεων και του σώματος. Στη θέση της σχηματικής απολυτοποίησης ιστορικών φαινομένων ή παραδόσεων, να βάλουν τον συγκριτικό σχετικισμό και τον ερευνητικό σκεπτικισμό. Να υποκαταστήσουν την ασκητική απαξίωση του επίγειου βίου με την κατάφαση της βιολογικής ζωής και της ορμής για αυτοσυντήρηση, την καταξίωση του εγκόσμιου ωφελιμισμού.
Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε επιγραμματικά τις πιο χαρακτηριστικές εκφάνσεις του Διαφωτισμού.
Πριν από όλα, η κατάφαση της ύλης και των αισθητών. Εχει πολεμικό χαρακτήρα αυτή η κατάφαση, γιατί βασίζεται και προϋποθέτει την απόρριψη τόσο της οντολογικής όσο και της κανονιστικής προτεραιότητας του πνευματικού και νοητού, τη άρνηση κάθε ρυθμιστικής αυθεντίας με υπερβατικό-μεταφυσικό κύρος. Ο μέγας αντίπαλος για τους Διαφωτιστές είναι η ρωμαιοκαθολική Σχολαστική και η συνακόλουθη Νοησιαρχία (που δεν άφησε άθικτο και τον προτεσταντισμό), η προσπάθεια να κατοχυρωθούν αποδεικτικά, με μόνη την ικανότητα της νόησης, οι αφηρημένες αρχές της μεταφυσικής.
Για να αντιταχθούν αποτελεσματικά στο οικοδόμημα αυτό οι Διαφωτιστές, είναι υποχρεωμένοι να μεταθέτουν την πιστοποίηση του υπαρκτού και πραγματικού στην αμεσότητα της αισθητής εμπειρίας, να αντικαταστήσουν τη συλλογιστική αποδεικτικότητα με την εμπειρική-πειραματική επαλήθευση. Ακόμα και ο δυαλισμός του καρτέσιου (Descartes), η διάκριση ανάμεσα σε res extensa και res cogitans, πρέπει να απορριφθεί, αφού διαιωνίζει την προτεραιότητα της νόησης για την πιστοποίηση του υπαρκτού. Με τον Κέπλερο (Kepler) και τον Γαλιλαίο (Galilei) και τελικά τον Νεύτωνα (Newton), έχουν οι Διαφωτιστές τεκμηριωμένη την πεποίθηση πως η Φύση, ο αισθητός κόσμος, είναι το μοναδικό αντικείμενο θετικής και οριστικής γνώσης. Και Φύση είναι το συμπαντικό όλον, υποκείμενο σε άμεση εμπειρική διερεύνηση και σε ποσοτικές μετρήσεις, οργανωμένο με σταθερούς νόμους και λογική δομή. Η λειτουργικότητα της Φύσης είναι μια δεδομένη αναγκαιότητα, μια αδήριτη νομοτέλεια, δίχως περιθώρια για το ανορθολογικό και το τυχαίο.Δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολεμικής του Διαφωτισμού : η εμφατική ανάδειξη της αυτονομίας του υποκειμένου, ο απολυτοποιημένος ατομικισμός.

Ο Διαφωτισμός διαφοροποιείται από την αφετηριακή λογική του δυτικού θρησκευτικού ατομικισμού. Γιατί εκδέχεται τη νόηση όχι ως ικανότητα που είναι διάφορη και υπέρτερη της Φύσης, αλλά ως ικανότητα φυσική, σύστοιχη με την καθολική λογικότητα του κοσμικού Όλου. Ετσι, η επαλήθευση της ατομικής νόησης ανάγεται όχι στην αυθεντία κάποιου θεσμικού φορέα της αλήθειας, αλλά στην αυθεντία της ίδιας της Φύσης ? και Φύση είναι και ο «Ανθρωπος» σε απρόσωπη αφαιρετική γενίκευση. Το ίδιο και με τις ηθικές αντιλήψεις : αντλούνται όχι από κανόνες που υποτιμούν και αντιμάχονται τη φύση, αλλά από την κατάφαση του φυσικού και αισθητού, των φυσικών αναγκών και επιθυμιών του καθολικού «Ανθρώπου».Τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολεμικής του Διαφωτισμού : η ανάδειξη της βιολογικής ζωής σε οντολογική αλήθεια καθοριστική της ύπαρξης του ανθρώπου, και σε κανονιστική αρχή προσδιορισμού των ατομικών του δικαιωμάτων.
Εχει πολεμικό χαρακτήρα και αυτή η επιδίωξη του Διαφωτισμού, γιατί σαφώς αντιμάχεται τη μονομερή θρησκευτική απολυτοποίηση της ψυχής ή του πνεύματος ως καθοριστικού στοιχείου της ύπαρξης του ανθρώπου, άξονα αναφοράς της συμπεριφοράς του.
Θα μπορούσε μάλιστα να μιλήσει κανείς για μαχητικό πείσμα που επιδείχνουν οι Διαφωτιστές, προκειμένου όχι απλώς να αποδείξουν την προτεραιότητα του βιολογικού παράγοντα, αλλά και να συντρίψουν κάθε συνείδηση υπαρκτικής υπεροχής του ανθρώπου έναντι των άλλων έμβιων όντων. Δεν διστάζουν να απαξιώσουν τον άνθρωπο και να τον ευτελίσουν, προκειμένου να πετύχουν την επιβεβαίωση της αυτονομίας του, την απογύμνωσή του από κάθε υπαρκτική ιδιαιτερότητα που θα παρέπεμπε σε μεταφυσική καταγωγή.
Θέλουν τον άνθρωπο έναν απλό κρίκο στην αλυσίδα της ζωικής εξέλιξης (ο εξελικτικισμός στη βιολογία εμφανίζεται μέσα στο πλαίσιο της αποδεικτικής των Διαφωτιστών από τις αρχές του 18ου αιώνα), όχι γιατί η επιστημονική έρευνα μπορούσε τότε να αιτιολογήσει επαρκώς μια τέτοια υπόθεση, αλλά μόνο γιατί το αντιμεταφυσικό τους μένος θέλει τον άνθρωπο ταυτισμένον με το ζώο, καθορισμένον υπαρκτικά και γενετικά από την κτηνώδη φύση.

Το ίδιο μαχητικό πείσμα θέλει επιπλέον τον άνθρωπο ως συγκυριακό μόνο σύμπτωμα μέσα στη συμπαντική πραγματικότητα. Για πρώτη φορά προβάλλεται η υπόθεση για ύπαρξη ζωής ή και λογικών όντων και σε άλλους πλανήτες, προκειμένου να αμφισβητηθεί η μοναδικότητα του γήινου ανθρώπου μέσα στο σύμπαν και το προνόμιό του να είναι «κορωνίδα» της σύνολης δημιουργίας. Γυμνός από κάθε μεταφυσικό χάρισμα ψυχής ή πνεύματος ο άνθρωπος, δεν είναι επιπλέον ούτε κέντρο ούτε σκοπός κάποιας θείας δημιουργίας, δεν είναι «μικρόκοσμος» στον οποίο κατατείνει και συγκεφαλαιώνεται κάποια υπαρκτική περιπέτεια ή ελευθερία σχέσης κτιστού και ακτίστου, δεν είναι «μεσίτης» αυτής της σχέσης ούτε «εικόνα» Θεού. Είναι απλό και συμπτωματικό παράγωγο της φύσης πάνω στο φλοιό της γης, ίσως και στον φλοιό άλλων πλανητών.
Βέβαια, έτσι φτάνουμε σε μια παράδοξη αντίφαση, που έχει επισημανθεί από τους μελετητές του Διαφωτισμού : Εν ονόματι της απελευθέρωσης του ανθρώπου από μεταφυσικές εξαρτήσεις, της υπαρκτικής του αυτονομίας και αξιοπρέπειας, της απόλυτης καταξίωσής του, να ευτελίζεται τελικά ο άνθρωπος και να απαξιώνεται, να υποτάσσεται ολοκληρωτικά σε φυσικές εξαρτήσεις και αναγκαιότητες, να αυτοταπεινώνεται πεισματικά διακδικώντας το υπαρκτικό επίπεδο του ζώου και του τυχαίου φυσικού «συμπτώματος». Και όλα αυτά για χάρη ενός «ρεαλισμού», μιας «προσγείωσης» στην πραγματικότητα, μιας «απαλλαγής από κάθε ρομαντική ψευδαίσθηση», που δεν πείθει πάντοτε ότι δεν είναι άλλης μορφής ιδεοληψία.
Η οντολογική πάντως θεμελίωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε μόνο τον βιολογικό παράγοντα, ανοίγει τον δρόμο για μια καινούργια ερμηνεία της ανθρώπινης Ιστορίας και των παραγόντων που τήν συγκροτούν. Δεν υπάρχει θεία Πρόνοια ούτε υπαρκτική περιπέτεια ελευθερίας, επομένως ούτε και «προπατορικό αμάρτημα» που δεσμεύει τον άνθρωπο σε ενοχές και τον κάνει υποτελή σε κανόνες και θεσμούς εξαγοράς της «σωτηρίας» του. Η ανθρώπινη Ιστορία είναι φαινομενολογία της εξέλιξης του ενστίκτου αυτοσυντήρησης ? η φυσική ορμή τής αυτοσυντήρησης είναι η δεδομένη λογικότητα της Φύσης, που ωθεί στην ίδρυση οργανωμένων κοινωνιών και θέτει κανονιστικές αρχές για την εκτίμηση των εκάστοτε δυνατοτήτων αποφυγής του βίαιου θανάτου και ικανοποίησης των αναγκών της διατροφής. 
Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς σχηματικά (μέσα από μίαν ευρύτατη ποικιλία απόψεων) ότι «νόμοι της φύσης»  ή «φυσικό δίκαιο» είναι, για τους Διαφωτιστές, οι υποχρεώσεις εκείνες που η εκπλήρωσή τους επιτρέπει τον οργανωμένο συγκερασμό και τη λογική εναρμόνιση των επιμέρους ατομικών εκφάνσεων της ορμής για αυτοσυντήρηση, κάνοντας δυνατή την κοινωνική ζωή. Τα ατομικά δικαιώματα είναι φυσικά δικαιώματα : τα υπαγορεύει το «δίκαιο της Φύσης», η έμφυτη στη φύση λογικότητα ή στρατηγική για την εξασφάλιση της αυτοσυντήρησης. 

Το οντολογικό κενό

Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού κομίζει μιαν αγεφύρωτη διάσταση οντολογικών ερμηνειών και ηθικών-κανονιστικών απαιτήσεων.  

Η οργανική σύνδεση οντολογίας και ηθικής γίνεται συχνά προβληματική στον Διαφωτισμό, όταν δεν καταλήγει σε αγεφύρωτες αντιθέσεις και κραυγαλέες ασυνέπειες. Κι αυτό, επειδή επιλέγονται οντολογικές ερμηνείες για χάρη πολεμικών μόνο σκοπιμοτήτων, και αγνοούνται ή απορρίπτονται οι ηθικές τους συνέπειες, ενώ ταυτόχρονα υιοθετούνται κανονιστικές αρχές ασυμβίβαστες με την επιλεγμένη οντολογία. ΄Η επιχειρείται η εκ των υστέρων απόδοση οντολογικού περιεχομένου σε ηθικές επιλογές και αξιολογήσεις, που έχουν και πάλι για πολεμικές μόνο σκοπιμότητες προτιμηθεί.  

Και πιο συγκεκριμένα: Αφετηρία και κίνητρο του Διαφωτισμού ήταν η μαχητική αντίθεση στη μεταφυσική και στους θεσμοποιημένους φορείς τής μεταφυσικής αυθεντίας. Το κρίσιμο επομένως πρόβλημα για τους Διαφωτιστές ήταν να αποδεχθούν ή όχι και την συνεπέστερη προς την αντιμεταφυσική τους στάση Οντολογία, που είναι ο υλισμός : η ταύτιση του πραγματικού και υπαρκτού αποκλειστικά με το αισθητό και υλικό. Ηταν κρίσιμο το πρόβλημα, ακριβώς για τις ηθικές-κανονιστικές συνέπειες στις οποίες οδηγεί υποχρεωτικά η υλιστική οντολογία. 

Ο υλισμός αναφέρει στην αυτογενή δράση-κίνηση της ύλης την προέλευση κάθε φαινομένου, επομένως και των «ψυχικών» λειτουργιών του ανθρώπου ? νόησης, κρίσης, φαντασίας, βούλησης κλπ. Υποτάσσει κατά συνέπεια και αυτές τις λειτουργίες στην Αιτιοκρατία που διέπει την υλική φύση, στην αναγκαιότητα και «λογική» τής αυτοσυντήρησης και του ενστίκτου. Ετσι όμως αποκλείει κάθε ενδεχόμενο «αυτεξουσίου», ελευθερίας αυτοκαθορισμού και βουλητικής αυτενέργειας του ανθρώπινου υποκειμένου.  

Αρα αποκλείει ο υλισμός και κάθε ενδεχόμενο ηθικής δεοντολογίας. Αφού οι πράξεις και οι επιλογές του ανθρώπου κατευθύνονται από τη φυσική αναγκαιότητα, δεν υπάρχουν περιθώρια καταλογισμού ατομικών ευθυνών ούτε και ηθικών αξιολογήσεων. Η συνεπής υιοθέτηση της υλιστικής οντολογίας συνεπάγεται τον μηδενισμό κάθε αξίας και κάθε κανονιστικής αρχής. Το δέον ταυτίζεται με το ον, η ηθική απορρροφάται από την αδήριτη νομοτέλεια και αναγκαιότητα που διέπει τη φύση. «Ακόμα και το έγκλημα», έλεγε ο μαρκήσιος De Sade, «μπορεί καθαυτό να παράσχει τέρψη, ακριβώς επειδή είναι φυσικό ενώ ο ηθικός νόμος είναι τεχνητός».  

Ο ηθικός αυτός Μηδενισμός βρίσκει επιφυλακτικούς πολλούς από τους Διαφωτιστές, αν δεν πανικοβάλλει και κάποιους ? το δίλημμα που τίθεται δεν είναι εύκολο : Θέλουν να παραμείνουν συνεπείς στην άρνηση της μεταφυσικής προτεραιότητας, αλλά δεν αίναι και διατεθειμένοι να αποδεχθούν τον μηδενισμό των ηθικών-κανονιστικών αρχών, δηλαδή των ίδιων των προϋποθέσεων συγκρότησης ανθρώπινης κοινωνίας. Πριν από κάθε τί άλλο, ο αγώνας τους απέβλεπε στην απελευθέρωση του ανθρώπου, η απόρριψη της μεταφυσικής αποσκοπούσε καταρχήν σε αυτή την απελευθέρωση. Αν λοιπόν υιοθετούσαν με συνέπεια τον υλισμό, ήταν υποχρεωμάνοι να αποδεχθούν μια καινούργια υποδούλωση, αυτή τη φορά στην αιτιοκρατία της φύσης. Να θεωρήσουν τη φύση ως αυτόνομο δεδομένο, καθοριστικό κάθε ύπαρξης και κάθε ενέργειας, άρα να υποταχθούν στην υπερβατική αυθεντία των δικών της σκοπιμοτήτων, να μεταποιήσουν «την ελευθερία απέναντι στο Υπερφυσικό σε εξάρτηση από το Φυσικό».  

Μπροστά στο κρίσιμο αυτό πρόβλημα, οι επιλογές και στάσεις διαφοροποιούνται σημαντικά.  

Ομως, η στάση που μάλλον κυριαρχεί τελικά και επιβιώνει ως κεντρικό ειδοποιό γνώρισμα στον πολιτισμό του Διαφωτισμού (ώς σήμερα), είναι η παραίτηση από το οντολογικό πρόβλημα, ο εντοπισμός του ενδιαφέροντος αποκλειστικά και μόνο στη λειτουργικότητα των κανονιστικών αρχών, ο χωρισμός του δέοντος από το ον.  

Βέβαια, ένας τέτοιος χωρισμός είναι εξ υπαρχής και θελημένα τεχνητός, μία προαποφασισμένη στάση φυγής από το πρόβλημα. Αλλά είναι μια στάση που επιβάλλεται καθολικά, σαν να ανταποκρίνεται σε κάποιες μύχιες προδιαθέσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο πολιτισμός του Διαφωτισμού απωθεί το οντολογικό ερώτημα, δεν αφήνει περιθώρια ενδιαφέροντος για την αλήθεια, τού αρκεί η εμμονή στη χρηστική σκοπιμότητα.  

Οι Διαφωτιστές επιμένουν στη χρηστική αυτονομία των ηθικών-κανονιστικών αρχών, αυτονομία ως προς κάθε αφετηριακή νοηματοδότηση ή οντολογική προϋπόθεση της ηθικής. Αλλά ακόμα και η αρχή της χρησιμότητας παραμένει αφηρημένη, αν δεν υπάρχουν Κριτήρια αξιολόγησης των αναγκών, κριτήρια κάποιας σκοπούμενης κοινωνικής λειτουργικότητας. Αναζητούν λοιπόν οι Διαφωτιστές τέτοια κριτήρια στη δεδομένη και αυτόνομη λειτουργικότητα της φύσης. Και ενώ ταυτίζουν τη φυσική «λογικότητα» με την αιτιοκρατία, ταυτόχρονα την επικαλλούνται ως κριτήριο κοινωνικής λειτουργικότητας. Καταφεύγουν στην «αυθεντία» της φύσης, για να επιβάλουν στην ανθρώπινη ελευθερία την αποδοχή του κριτηρίου της αιτιότητας ως κοινωνικού-λειτουργικού κριτηρίου. Η ανθρώπινη ατομική ελευθερία οφείλει να πειθαρχήσει σε αρχές συμπεριφοράς που δεν την προϋποθέτουν, αφού είναι αρχές φυσικής αιτιοκρατίας αναιρετικές της ελευθερίας.  

Θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς τα πολλά παραδείγματα φιλοσοφικής ασυνέπειας ως προς τη σύγχυση όντος και δέοντος, σε μια επιγραμματική διατύπωση: ότι συχνά στον Διαφωτισμό η συμμόρφωση με την αναγκαιότητα προβάλλεται ως θεμέλιο της ελευθερίας.  

Βέβαια, η εξωφρενική αυτή αντίφαση εμφανίστηκε αργότερα από τον Μάρξ ως άκρως «επιστημονική» θέση, που μεταποιημένη σε ιδεολογικό «όραμα» συνήγειρε και εξακολουθεί να συνεγείρει εκατομμύρια ανυποψίαστων οπαδών σε όλο τον κόσμο. (Ο Κορνήλιος Καστοριάδης «εικονογραφεί» ευφυέστατα αυτό το φαινόμενο, όταν παραλληλίζει τους μαρξιστές με τους ανθρώπους που θα συσπειρώνονταν σε πολιτικό κόμμα, προκειμένου να αγωνιστούν για να πραγματοποιηθεί η επόμενη έκλειψη της σελήνης!).

Αλλά η πατρότητα αυτής της εξωφρενικής αντίφασης ανήκει οπωσδήποτε στους Διαφωτιστές, μπορεί άνετα να ανιχνευθεί στα έργα των πιο χαρακτηριστικών εκπροσώπων του κινήματος. Πρώτοι αυτοί αντιμετώπισαν την Ιστορία ως νομοτελειακά προκαθορισμένη διαδοχή περιόδων εξέλιξης του υλικού τρόπου συντήρησης των ανθρώπων. Και ανάμεσά τους, πρωτοπόρος στην υλιστική αυτή ερμηνεία της Ιστορίας, ο θεωρούμενος ως «αντίπους» του Μαρξ και θεμελιωτής της Πολιτικής Οικονομίας, Adam Smith. Μέσα από τη θεωρία για τέσσερα στάδια ξέλιξης των υλικών συνθηκών του ανθρώπινου βίου, ο Adam Smith συνδυάζει την αρχή ατομοκρατίας (individualismus) με μία φυσιοκρατική θεώρηση της Οικονομίας, ως νομοτελειακά προκαθορισμένης πορείας : Η προτεραιότητα της «φυσικής» νομοτέλειας στην Ιστορία στηρίζεται στην ανθρωπολογική θέση για την επίσης «φυσική» κοινωνικότητα του ανθρώπου, τον καθορισμό της συμπεριφοράς του από τη φυσική αναγκαιότητα της κοινωνικής συνύπαρξης. 

 

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τόλμη» (σελ. 26-31)

 

πηγή: Aντίφωνο

Πατριωτισμός, Eθνικισμός, Eυρωσκεπτικισμός

Πατριωτισμός, Eθνικισμός, Eυρωσκεπτικισμός

H?? Eυρώπη φοβάται τον Eθνικισμό, την πανικοβάλλει το δικό της αποκύημα. Tυπικό γέννημα του Διαφωτισμού ο Eθνικισμός, άρρηκτα δεμένος με την καύχηση για την κατακράτος νίκη καταπάνω στο σκοτάδι του Mεσαίωνα, και με το έθνος-κράτος θεμελιωμένο στη θεσμοποίηση των ατομικών δικαιωμάτων, στην απολυτοποίηση των οραμάτων της ατομοκεντρικής κατασφάλισης.

Ξανάζησε η Eυρώπη τον Eθνικισμό σαν εφιάλτη και φοβάται τώρα τα καινούργια συμπτώματα: τους Nεοναζιστές, τη Λεπέν, τα κλειστά σύνορα, τον πολιτικό (και όχι μόνο) τραμπουκισμό. Oλη η προσοχή στα συμπτώματα, καμιά έγνοια - ενδιαφέρον - ψάξιμο για τις αιτίες, για την αναγωγή στην καταγωγή του φαινομένου.

Nαι, είναι αρρώστια ο Eθνικισμός, γι? αυτό και πρώτο ζητούμενο η σωστή διάγνωση, ο διαυγής ορισμός. Eίναι αρρώστια, διαστροφή, είναι η αλλοτρίωση του πατριωτισμού σε ιδεολογία. Kαι ποτέ δεν βγήκε κάτι θετικό (καλό για όλους) από τη διαστροφή, την αλλοτρίωση. Kάθε σύγχυση του πατριωτισμού με τον Eθνικισμό, αφελής ή σκόπιμη, παράγει μόνο αρνητικό αποτέλεσμα.

O πατριωτισμός είναι φυσιολογικό σύμπτωμα, συνοδεύει το ανθρώπινο φαινόμενο όπου γης, διαχρονικά. Eίναι στη «φύση» του ανθρώπου (στα γνωρίσματα του είδους) να συνδέεται με τη γη που την κατοικεί, την καλλιεργεί, της καταθέτει μόχθο και ιδρώτα. Eίναι και «ζώον κοινωνικόν φύσει» (από τη φύση του) ο άνθρωπος, δένεται τόσο με την πάτρια γη όσο και με τους συν-πατριώτες: κοινωνεί μαζί τους τις ανάγκες του, μοιράζεται την ικανοποίηση των αναγκών του, κοινωνεί τη ζωή και την ύπαρξη ? συζεί, συνυπάρχει.

Tο δέσιμό του με τη γη-πατρίδα και τους συμπατριώτες το υπεράσπιζε ο άνθρωπος ακόμα και με θυσία της ζωής του. Που σημαίνει: ότι η γη και οι συν-κοινωνοί ήταν γι? αυτόν τόσο πολύτιμα, ζωτικά δεδομένα, που χωρίς αυτά δεν άξιζε να ζει ? προτιμούσε να πεθάνει, παρά να τα χάσει. Tο σπίτι - στέγη - εστία, οι τάφοι των προγόνων, οι «βωμοί» και τα «ιερά» (: τόποι όπου γινόταν πράξη η σχέση με το υπερβατικό), όπως και οι συν-κοινωνοί των αναγκών, όσοι μετείχαν στην πραγμάτωση της «κοινότητας» του βίου, συνθέτανε για τον άνθρωπο την οικειότητα της πατρίδας, την πιστότητα στο ίδιο το δώρο της ζωής ? και αυτό το βιούμενο γεγονός το λέγανε «πατριωτισμό».

Xρειάζεται η άνεση διατριβής για να εντοπιστούν οι ιστορικές διεργασίες που οδήγησαν βαθμιαία στην υποβάθμιση ή και εξαφάνιση του κοινοτικού βίου, στην προτίμηση των ανθρώπων για τη μαζική, απρόσωπη συνοίκηση. Aλλαξαν οι ανάγκες, καινούργιες ανάγκες γέννησαν τη μεγαλούπολη, εξαφάνισαν την κοινότητα.

Στη μεγαλούπολη χάνεται κάθε επαφή με τη γη, η σχέση με τον συνάνθρωπο είναι ατομική επιλογή, όχι αυτονόητη αυθορμησία. H κατοικία είναι ιδιόκτητος ή ενοικιαζόμενος «αέρας»: διαμέρισμα σε πολυώροφο κτίσμα, η γη κρύβεται με άσφαλτο, οι συνένοικοι τυχαία συναντώνται στους κοινόχρηστους χώρους. Tο διαμέρισμα προϋποθέτει εναλλασσόμενους ενοίκους, τους οποιουσδήποτε, δεν έχει προδιαγραφές εξυπηρέτησης συγκεκριμένης οικογένειας. «Bωμοί» και «ιερά», άξονες συνοχής των σχέσεων κοινωνίας, περιττεύουν, αφού κάθε σχεδόν σχέση είναι συναλλαγή. Kαι η έννοια του «ιερού» παραπέμπει πια μόνο σε ατομικές επιλογές ατομικών «πεποιθήσεων» γι? αυτό και υπάρχει στις σύγχρονες πόλεις ποικιλία από ναούς και τεμένη για την «εξυπηρέτηση των ατομικών θρησκευτικών αναγκών». Aκόμα και οι τάφοι ενοικιάζονται, δηλαδή στα τρία χρόνια τα οστά πρέπει να εκταφούν, να πακεταριστούν σε οστεοφυλάκιο ? με εναλλακτική λύση την αποτέφρωση: πρωτογονισμό επιδεικτικού μηδενισμού, έμπρακτη χλεύη της «επ? ελπίδι σποράς».

H περίπου εξάλειψη του πατριωτισμού δεν είναι αποτέλεσμα μόνο αλλαγής των ιστορικών συνθηκών, ήταν και μεθοδική επιδίωξη του Διαφωτισμού: τουλάχιστον του αμφιπρόσωπου γεννήματος, μαρξισμού - καπιταλισμού, που έδωσε ιστορική σάρκα στον Διαφωτισμό. Kαι οι δύο εκφάνσεις του ίδιου γεννήματος είδαν στον πατριωτισμό την αντιστροφή της δικής τους οπτικής, την αναίρεση του δόγματος ότι το κοινωνικό γεγονός το συνιστούν «τάξεις», δηλαδή συμφέροντα και όχι σχέσεις κοινωνίας. Γι? αυτό επιδίωξαν (και πέτυχαν) τη συκοφαντική εξουδετέρωση του αντιπάλου: να ταυτιστεί στις συνειδήσεις ο πατριωτισμός με την αλλοτρίωση και εξαμβλωματική του παραποίηση σε ατομιστική ιδεοληψία: σε εθνικισμό.

Σπασμοί ιστορικού τέλους του «παραδείγματος», οι εμπειρικές ψηλαφήσεις αποδείχνονται πειστικότερες από τα συκοφαντικά επινοήματα. Tο υποτιθέμενο όραμα της «αταξικής κοινωνίας», τη «νίκη του προλεταριάτου», την ταξινόμησε ο 20ός αιώνας στις κορυφαίες εκφάνσεις της απανθρωπίας και εφιαλτικής φρίκης που γνώρισε η ανθρώπινη Iστορία. Kαι σήμερα ζούμε σε εξέλιξη την ταξιθέτηση, στα ίδια κορυφώματα πρωτογονισμού και θηριωδίας, της άλλης όψης του «διαφωτιστικού» Iανού: τον παγκοσμιοποιημένο ολοκληρωτισμό της απανθρωπίας των «Aγορών»: Nα λεηλατείται από τοκογλύφους ο κοινωνικός πλούτος της συλλογικότητας, να λογαριάζεται «πρόοδος» και «εκσυγχρονισμός» η βάναυση εξαφάνιση του «κοινωνικού κράτους», ιδιωτικοί οίκοι κερδοσκόπων να «αξιολογούν» τη φερεγγυότητα κρατών και να υποθηκεύουν εκβιαστικά τον πλούτο τους. Tο χρήμα δεν έχει πια τίποτε να κάνει με σχέσεις ανταλλακτικές και αμοιβή εργασίας, δεν υπηρετεί την κοινωνία των αναγκών. Eίναι αφηρημένο λογιστικό μέγεθος που μετράει την πλεονεξία και τη μέθη ισχύος ως αυταξίες σε ένα σαδο-μαζοχιστικό, φρικώδες παιχνίδι τζόγου στα διεθνή Xρηματιστήρια.

Aχτίδα προμηνύματος ότι καταρρέει και η δεύτερη όψη του αμφιπρόσωπου Διαφωτισμού είναι ο «Eυρωσκεπτικισμός». Σημαίνει: λέμε ναι στην ενωμένη Eυρώπη, λέμε όχι στην Eυρωμαρμελάδα. Kάθε ευρωπαϊκή κοινωνία να σώζει οπωσδήποτε το θησαύρισμα της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας της, ένσαρκο σε θεσμούς και κοινωνικές λειτουργίες. Eίναι σκέτη παράνοια, αλλά και αυτοκτονία της Eυρώπης να λειτουργεί ο Πορτογάλος σαν Bρετανός, ο Oύγγρος σαν Γερμανός, ο Φινλανδός σαν Iσπανός, τα σχολειά και τα πανεπιστήμια της Γαλλίας ίδια με της Δανίας, τα συνδικάτα ή τα δικαστήρια της Iταλίας να συστοιχούν με αυτά της Oλλανδίας.

H ταυτότητα (γι? αυτό και δύναμη) της Eυρώπης είναι η δυναμική πολυμορφία και διαφορότητα των λαών της, η έμπρακτη αντίστασή τους στην ισοπεδωτική ομοιομορφοποίηση που απαιτούν οι «Aγορές», στην εκδοχή φορέων συναρπαστικής πολιτισμικής ετερότητας σαν απρόσωπων, αδιαφοροποίητων μονάδων καταναλωτικής αδηφαγίας.

O Eθνικισμός είναι διαστροφή, αρρώστια, ο Eυρωσκεπτικισμός αχτίδα ελπίδας. Δεν συμβιβάζοντα

Πηγή: http://www.kathimerini.gr/844391/opinion/epikairothta/politikh/patriwtismos-e8nikismos-eyrwskeptikismos

About me

 

About me:

«Λατρεύω να ταξιδεύω ελεύθερα με τα φτερά της ψυχής και του πνεύματος»

Η Πόλις

Αναγνωρισμένα

kavafis

Είπες· «Θα πάγω σ? άλλη γη, θα πάγω σ? άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ? είν? η καρδιά μου ? σαν νεκρός ? θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ? ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού ? μη ελπίζεις?
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ? όλην την γη την χάλασες.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

 Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη, Διόνυσος 1983