http://users.thess.sch.gr/veccio/

"Ηθική και πολιτική διαχείριση της καθημερινότητας"

τραγούδια-παραμύθια -στιχουργήματα-ποιήματα
-ιστορίες-λαϊκά συναξάρια-ανέκδοτα

στην Ανατολική Λέσβο
η μουσική προφορική εκδοχή

Γυμνάσια και Λύκεια Παμφίλων και Μανταμάδου, Ν.Λέσβου

Σχολική Περίοδος 1996-1997

15. Ζίνα Αφαλωνιάτη Γ1 Γυμνασίου Παμφίλων 1997

Ιωάννα Δεληγιάννη 72, Μιστεγνά

 

Oι 40 Δράκοι

 

Μια φορά, ήταν δυο αδέρφια, ο ένας πλούσιος και ο άλλος φτωχός.Του φτωχού η γυναίκα πήγαινε κάθε πρωί παραδουλεύτρα στου πλούσιου το σπίτι, όπου έπλενε και ζύμωνε. Όταν τέλειωνε το ζύμωμα έφευγε με άπλυτα τα χέρια, πήγαινε στο σπίτι και τα ξέβγαζε μέσα σε μια κούπα με νερό και γινόταν χυλός τον οποίο τον τάιζε στα παιδιά της. Τα παιδιά του φτωχού ήταν παχουλά και ροδοκόκκινα. Μια μέρα ο πλούσιος πήγε στου φτωχού το σπίτι για επίσκεψη και είδε τα παιδιά που ήταν παχουλά και ροδοκόκκινα και ρωτάει τη νύφη του: “ T ι τα ταϊζεις τα παιδιά και είναι τόσο παχουλά και ροδοκόκκινα;» Και ‘κείνη του απαντάει: «Δεν έχω να τα ταϊσω καλά φαγητά αλλά όταν έρχομαι σπίτι σου και ζυμώνω φεύγω με άπλυτα χέρια και έρχομαι εδώ και φτιάχνω χυλό και δίνω στα παιδιά μου».Την άλλη μέρα όταν πήγε στο σπίτι του πλούσιου, της απαγόρεψε να φύγει με άπλυτα χέρια και όταν γύρισε δεν είχε φαϊ να δώσει στα παιδιά της και λέει του άντρα της: «Άντρα μου τα παιδιά δεν έχουν να φάνε». Και κείνος της απαντάει: «Φέρε μου ένα τσουβάλι να βγώ στο δάσος μήπως βρώ τίποτα». Δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε, ώσπου έφτασε σ' ένα βουνό απ' όπου από πολύ μακριά μέσα σε μια σπηλιά έβγαιναν άντρες οι οποίοι ήταν οι 40 Δράκοι. Τους μέτρησε και ήταν 40. Όταν τους μέτρησε και έβλεπε ότι έφευγαν μέσα στα βουνά, από περιέργεια κατέβηκε από το δέντρο απ' όπου είχε ανέβει, μπήκε στη σπηλιά και είδε ότι υπήρχαν 40 δωμάτια. Τις άνοιγε και έβλεπε κρεμασμένα κρέατα στα τσιγκέλια. Όταν είδε τα κρέατα και πήγε να ανοίξει άλλη πόρτα και βλέπει ότι το δωμάτιο ήταν γεμάτο φλουριά. Πήρε το τσουβάλι το γέμισε, το πήρε στον ώμο του και έφυγε για το σπίτι του. Όταν πήγε λέει στη γυναίκα του: «Γυναίκα είμαστε πλούσιοι, βρήκα την τύχη μου». Όταν τα είδε η γυναίκα του τα έχασε και άρχισαν να λένε τι θα κάνουν τα χρήματα. Χτίσανε ένα σπίτι το οποίο ήταν καλύτερο από του αδερφού του, όπου ζούσαν πιο πλούσια κι απ' αυτόν. Η γυναίκα του δεν ξαναπήγε να δουλέψει στου πλούσιου το σπίτι και ο αδερφός του τον επισκέφθηκε και τον ρωτάει: «Πώς από φτωχός έγινες πλούσιος;» Και εκείνος του απαντάει: «Μια μέρα απελπισμένος, πήγα στο βουνό και από μακριά είδα να βγαίνουν από μια σπηλιά 40 παλληκάρια. Ανέβηκα πάνω σ' ένα δέντρο για να μη με δούνε και τους μέτρησα έναν-έναν. Και ήταν 40. Άμα απομακρύνθηκαν μπήκα στη σπηλιά και έψαχνα. Άνοιξα τυχαία μια κάμαρα και ήταν γεμάτη φλουριά.Πήρα το τσουβάλι που είχα το γέμισα και ήρθα». Ο αδερφός του, του λέει: «Θα με δείξεις το δρόμο να πάω και ‘γώ;».Ναι του λέει γιατί όχι; Πήγανε λοιπόν στο δάσος είδανε τη σπηλιά και του είπε να τους μετρήσεις και εάν δεν είναι 40να μη μπεις μέσα. Αυτός έκανε λάθος αντί για 40 είπε 39. Εν τω μεταξύ οι δράκοι το αντιλήφθηκαν ότι έλειπαν φλουριά και έμεινε κάποιος να φυλάει. Μόλις μπήκε ο πλούσιος, ο δράκος τον άρπαξε, τον έσφαξε και τον κρέμασε στο τσιγκέλι. Περιμένανε οι συγγενείς του να γυρίσει αλλά εκείνος ούτε που εμφανίστηκε. Πηγαίνει η γυναίκα του στο σπίτι της νύφης και άρχισαν να ανησυχούν. Ο αδερφός λέει θα πάω να τον βρώ. Πηγαίνει το πρωί ανοίγει τις κάμαρες και βλέπει τον αδερφό του κομματιασμένο, τον παίρνει, τον βάζει στο τσουβάλι και φεύγει. Όταν τον πήγε σπίτι όλοι άρχισαν να κλαίνε. Ξαφνικά λέει ο αδερφός του ότι θα πάμε σ' ένα ράφτη να τον ράψει για να τον θάψουμε. Οι Δράκοι όταν γύρισαν είδαν τα αίματα και τα ακολούθησαν ώσπου βγήκαν στο σπίτι του. Ο ένας Δράκος είχε μια τρύπα στο παπούτσι του και ρωτούσε αν έχει κανέναν παπουτσή. Πηγαίνει στον παπουτσή να του ράψει τα παπούτσια του και τον ρωτάει μπορείς; Φυσικά του λέει : X τές έραψα έναν πεθαμένο. Μετά τον ρωτάει αν έχει κανένα μαραγκό. Πηγαίνει στο μαραγκό και του λέει: «Θέλω 40 μπαούλα» Οι δράκοι ρωτήσανε τον φτωχό αν μπορούν να τα τοποθετήσουν στο σπίτι του. Και ‘κείνος τους απάντησε θετικά. Τα παιδιά του όταν παίζανε ακούσανε φωνές και ο φτωχός τα κατάλαβε. Το βράδυ παίρνει ένα φορτηγό, βάζει μέσα τα μπαούλα τα ‘ ριξε στη θάλασσα και τους έπνιξε. Και ζήσαν αυτοί καλά και ‘ μεις καλύτερα.

Αρχείο Ήχου
πρός αρχική σελίδα
a

http://users.thess.sch.gr/veccio/