http://users.thess.sch.gr/veccio/

"Ηθική και πολιτική διαχείριση της καθημερινότητας"

τραγούδια-παραμύθια -στιχουργήματα-ποιήματα
-ιστορίες-λαϊκά συναξάρια-ανέκδοτα

στην Ανατολική Λέσβο
η μουσική προφορική εκδοχή

Γυμνάσια και Λύκεια Παμφίλων και Μανταμάδου, Ν.Λέσβου

Σχολική Περίοδος 1996-1997

44α. Mαρία, Λουκία, και Ελένη Διμπαμπή

Ζίνα Αφαλωνιάτη: Mιστεγνά 1997

 

Kάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό

Μια φορά, ζούσε ένας άνθρωπος σε κάποια πόλη, πολύ πλούσιος αλλά και πολύ φιλόπτωχος. Μια μέρα εκεί που καθότανε στο καφενείο και διάβαζε την εφημερίδα του, τον πλησίασε κάποιος, δήθεν πτωχός και του λέγει: « K ύριε μου σας παρακαλώ δώστε μου ένα τάλιρο για να πάρω ψωμί, να ταϊσω την οικογένεια μου». Ο πλούσιος αντί για ένα τάλιρο του έδωσε δύο. Παίρνοντας όμως τα λεπτά απ' το χέρι του πλούσιου έκανε ένα μορφασμό ο πτωχός, που δεν διέφυγε τον πλούσιο, και υποπτεύθη κάτι. Τον παρακολούθησε με το βλέμμα του αντίς να πάγει στο φούρνο, πήγε σε μια υπόγεια ταβέρνα - κατόπιν ο πλούσιος- και λέγει στον κάπελα: «Βάλε κάπελα να πιούμε στην υγειά του κορόιδου που μου έδωσε τα λεφτά» Εκεί τον περίμενε η παρέα του. Τ' άκουσε λοιπόν ο πλούσιος. Έφυγε από ‘κεί χωρίς να μιλήσει, πήγε στο σπίτι του στεναχωρεμένος, τον είδε η γυναίκα του στεναχωρεμένο, «Τι έχεις άντρα μου και είσαι στεναχωρεμένος;» «Αυτό κι αυτό μου συνέβη, γυναίκα, δεν ξέρουμε που δίνουμε, ποιος έχει ανάγκη να τον δώσουμε βοήθεια και ποιος δεν έχει » Τέλος πάντων, εκεί που καθότανε πάλι, πήγε ένα γεροντάκι κακότυχο ελεεινό και τον λέγει: «Κύριε μου, δώς μου ένα δεκάρικο σε παρακαλώ, έχω το παιδί μου άρρωστο, πρέπει να το πάρω φάρμακα, αν δεν του πάρω αυτά τα φάρμακα μπορεί να πεθάνει». Φύγε από μπροστά μου, λέγει ο πλούσιος. Απατεώνες! Λέγει ο πλούσιος. Έτσι απατάτε τον κόσμο και δεν ξέρομε που να δώσουμε και που να μη δώσουμε.

Δεν τον έδωσε τον γέροντα. Έφυγε λοιπόν λυπημένο το γεροντάκι, και έμεινε ο πλούσιος που δεν ήξερε αν είχε ανάγκη αυτός ο γέρος. Μετά δυο μέρες συνάντησε στο δρόμο του μια κηδεία, και βλέπει το γεροντάκι να είναι στο φέρετρο του γιου του από πάνω και να κλαίγει σπαρακτικά. Τότε πήγε στη γυναίκα του και λέγει : «Γυναίκα δε ξέρουμε που δίνουμε και που δε δίνουμε. Δίνουμε σε αυτούς που δεν έχουν ανάγκη και δεν δίνουμε σ' αυτούς που έχουν την ανάγκη. Λοιπόν τι πρέπει να κάνω;» Τότε τον είπε η γυναίκα του «Κάνε άντρα μου το καλό και ρίξ' το στο γιαλό»

Λέγοντας αυτά η γυναίκα του σκέφτηκε αυτός και απεφάσισε: Πήγε στην πρωτεύουσα πήγε σ' ένα φούρνο, ζήτηξε να τον κάνουν πολλά παξιμάδια, έκανε 40 κιβώτια ανεξείδωτα να μη μπαίν(ει) μέσα το νερό, τα πήγε στο φούρνο, διέταξε τα γέμισαν παξιμάδια, και στο κάθε κιβώτιο, στο μέσον, έβαζε ένα δοχείο με νερό. Και κλούσε τα κιβώτια. Ναύλωσε ένα καϊκι, μπήκε εκείνος μέσα, βγήκε βαθειά στο πέλαγος, και πετούσε τα κιβώτια. Όταν τελείωσαν τα κιβώτια πήγε στο σπίτι του και είπε: «Γυναίκα, έκανα το καλό και το έριξα στο γιαλό» χωρίς να ξέρ' κανείς τι έκανε αυτός, κανένας άλλος δεν πήρε είδηση. Είχε δε ένα παιδί, ένα και μονάκριβο παιδί, το οποίο σπούδαζε στο Παρίσι. Και αυτές τις μέρες γράφει στους γονείς του ότι «τελείωσα έρχομαι με το τάδε πλοίο, θα ρθούμε την τάδε μέρα» διότι τότε αργούσαν τα πλοία να κινηθούν. Έπειτα από μέρες πολλές που περίμεναν με τόση χαρά το γιό τους, έρχεται μιαν είδηση, ότι ναυάγησε το πλοίο και χάθηκαν δέκα παιδιά που ήταν παρέα με το γιό τους, και περίμενε να τους κάνουν το τραπέζι κι' ύστερα να φύγουν στα μέρη τους, ήταν από διάφορα μέρη. Τέλος πάντων, χάθηκε το παιδί τους, σήμερα-αύριο πέρασαν ένας δυο τρείς μήνες, ούτε είδηση ούτε τίποτα, τους πήραν πια για πνιγμένους .Έπειτα από έξι μήνες έξαφνα ειδοποιεί ο γιός τους ότι ήρθαμε στη πρωτεύουσα πατέρα, και ερχόμαστε στο σπίτι, και να ετοιμάσεις ένα τραπέζι για τους φίλους μου για να το γλεντήσουμε. Όπου αυτό και έγινε. Ετοίμασε στο σπίτ' ένα τραπέζι ωραίο, με τα δέκα παιδιά πήγε ο γιός τους, καθήσαν να τρών'. Τότε λέγει ο πατέρας: Για πές μου παιδί μου, πως ήταν αυτό, που ήσαστε έξι μήνες και δεν ήρθατε από τότε. «Αχ πατέρα μου και να ‘ξερες» είπε το παιδί. « Έξι μήνες περάσαμε σ' ένα ξερόνησο που δεν υπήρχε ούτε φαϊ ούτε νερό, ούτε άνθρωπος περνούσε, ούτε καράβι ούτε τίποτα. Ε και πως ζούσατε; λέει ο πατέρας, πώς ζούσατε;. Ζήσαμε πατέρα με το θέλημα του Θεού. Κάπου από τη θάλασσα μας ήρθε το μάννα του ουρανού. Τι πράμα σας ήρθε; Εκεί που απελπιστήκαμε και καθόμασταν στη θάλασσα και βλέπαμε μήπως περάσει κανένα καράβι, δεν είχαμε να φάμε, φάγαμε ότι είχε η βάρκα μας, βλέπουμε κατά την παραλία ένα κιβώτιο, κατόπιν άλλο, κατόπιν άλλο, ανοίγουμε με χαρά, τι έχει το κιβώτιο αυτό μέσα , και βλέπουμε να έχει παξιμάδια και στο μέσον ένα δοχείο με νερό, μάλιστα έχουμε μαζί μας ένα δοχείο για ενθύμιο, κατόπιν άλλο κιβώτιο, άλλο, άλλο, και έτσι μαζευτήκαν σαράντα κιβώτια. Και ζήσαμε μέχρι τώρα τελευταία, και το τελευταίο κιβώτιο όταν έμεινε, λέγαμε ‘τώρα πως θα ζήσουμε;'

Είδαμε ένα καράβι από μακριά να περνά, κάναμε σινιάλο, τέλος πάντων μας πήραν είδηση, και ήρθαν και μας πήραν είδηση και ήρθαν και μας πήραν, μάλιστα ένα κιβώτιο το αφήσαμε άνοιχτο εκεί. Και έτσι γλυτώσαμε και ήρθαμε. Όταν το άκουσε ο πλούσιος έκανε το σταυρό του και λέει ‘Δόξα σοι κύριε, Δόξα να ‘χει ο Θεός. Που είναι παιδί μου το δοχείο αυτό που πήρατε ένα δοχείο; Βγάζειν απά στο τραπέζ' το δοχείο που είχε το νερό μέσα, και τότε γνώρσε ο πατέρας ότι τα κιβώτια αυτά, ήταν αυτά που έριξε στη θάλασσα. Λέει, Δόξα να ‘ χει παιδί μου ο Θεός, αυτά τα κιβώτια τα έριξα εγώ διότι μου συνέβησαν αυτά και αυτά, και απεφάσισα να κάνω το καλό και να το ρίξω στο γιαλό. Να λοιπόν αυτό το καλό που γλύτωσε το γιό μου και δέκα παιδιά μαζί. Δοξάζω το Θεό και από σήμερα και στο εξής όποιος με γυρεύει θα δίνω και θα κάνω το καλό και θα το ρίχνω στο γιαλό, και ίσως φαίνεται κάποτε.

 

Αρχείο Ήχου
πρός αρχική σελίδα

http://users.thess.sch.gr/veccio/