44.β
Mαρία, Λουκία, και Ελένη Διμπαμπή
Ζίνα Αφαλωνιάτη: Mιστεγνά 1997
Η Υπομονή βασίλεψε
(το χούι)
Μια φορά ήνταν ένας νέος 18 χρονώ, όπου αγάπησε μια κοπέλα, παντρεύτηκε μικρός-μικρός, έκανε το γάμο την πήρε. Όταν κατέβηκε σε δυο-τρεις μέρες κι αντάμωσε τους φίλους του, άρχισαν να τον πειράζουν και να τον λένε : Άντε βρε πήγες και παντρεύτηκες πρίν μάθεις τον κόσμο. Το είπε ο ένας, το είπε ο άλλος, τον λέγαν οι γονείς του. Αυτός λοιπόν λέει: Ώστε υπάρχει κόσμος που δεν τον εγνώρισα εγώ. Είχαν περάσει δυο μήνες παντρειά, τότε πια τον επηρέασαν τόσο πολύ, που σκέφτηκε να φύγει να πάει να μάθ' τον κόσμο. Αφήνει λοιπόν την γυναίκα του, χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να πει φεύγω, δεν ξέρω πότε θα γυρίσω πήρε λεφτά μαζί τ' όσα είχε κι όσα δεν είχε, έφυγε πήγε στο Παρίσι, γύρσι κράτη, γύρσι πόλεις, γύρσι εδώ, γύρσι εκεί, σπούδασε εδώ, σπούδασε εκεί, τα έμαθε πια όλα. Αλλά περάσαν δεκαπέντε χρόνια Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια όταν τα έμαθε πια όλα και νόμζε ότι ήταν τέλειος, τότε θυμήθηκε ότι είχε γυναίκα, να γυρίσει πίσω να πάει στη γυναίκα του. Τέλος πάντων γύρσι τσέντλεμαν αυτός, περιποιημένος, ντυμένος αναλόγως μ' ένα βαλιτσάκι στο χέρι, βγήκε απ' το καράβι στην πρωτεύουσα έπρεπε να πάει στο χωριό που ήνταν , από κάποιο χωριό. Τέλος πάντων μέχρι ένα μέρος, πήγε με τα άλογα, τότε δεν είχε αυτοκίνητα ούτε τίποτ' άλλο μέσον για να πάει. Πήγε μ' ένα άλογο λοιπόν, μέχρι ένα μέρος, μ' έναν αγωγιάτη βέβαια, από ‘κει έπρεπε να πάει στο χωριό του με τα πόδια, είχαν μονοπάτια δεν είχε δρόμους. Κατέβηκε απ' το άλογο, πλήρωσε τον άνθρωπο, και πήρε το μονοπάτι για να πάει στο χωριό τ', μια -δυο ώρες ,τρεις, θα περπατούσε για να πάει. Με το βαλιτσάκ' στο χέρ'. Εκεί λοιπόν που περπατούσε μέσα σ' ένα δάσος στν' ερημιά ακούει να παίζ' μια φλογέρα.(Τα τυπών(ει)ς κι σύ τώρα τούτα;) Τέτοιο πράγμα είχε ν' ακούσει δεκαπέντε χρόνια. Ά! Θα πάγω κοντά, θα πάγω κοντά. α! και α! και α! και α! Τέλος πλησίασε κοντά βλέπει ένα γέρο τσέλιγκα να κάθεται σ' ένα βράχο απάνω και να παίζει τη φλογέρα του. Τον πλησίασε λοιπόν: Γειά σου γέρο τσέλιγκα! Καλώς το παλληκάρι, λέγει ο γέρο τσέλιγκας. Τι γυρεύεις παιδί μου σ' αυτή την ερημιά; Εσύ ‘σαι αναλόγως, τσέντλεμαν, λεπτός, αναλόγως που φαίνεσαι, τι γυρεύεις εδώ σ' αυτή την ερημιά; Τότε λέει λοιπόν στο γέρο τσέλιγκα: Εγώ λείπω δεκαπέντε χρόνια απ' το χωριό μου. Πήγα σπούδασα, έμαθα, αυτό, δεν μπορεί πια κανείς να βγεί κοντά μου, δεν μπορεί να συναγωνιστεί πια κανείς, διότι είμαι τέλειος, τα έμαθα πια όλα, δεν έμεινε τίποτα να μη μάθω. Και τώρα γυρίζω στο χωριό μου. Τότε τον λέγει ο γέρο τσέλιγκας: Λές ότι τα έμαθες όλα; Λέει: Βέβαια, πήγα σε σχολές, πήγα εδώ, πήγα εκεί, έμαθα πολλά, ξέρω ‘ γω πολλά και διάφορα. Τότε του λέγει ο γέρο τσέλιγκας: Δε μου λες παιδί μου, έμαθες το χούι; Λέει, ούτε ξέρω τι θα πει χούι ούτε άκουσα αυτή τη λέξη πουθενά. Τι θα πει χούι; Όταν δεν έμαθες αυτό, δεν έμαθες τίποτα. Όλα σν άκρια θα πάν αυτά που έμαθες. Λέει και που πρέπει να πάω να το μάθω αυτό το χούι, να με λέν ότι κάτι δεν έμαθα; Αυτό μπορώ να στο μάθω και ‘γω, λέει ο γέρο τσέλιγκας. Έ και πόσο διάστημα χρειάζεται για να το μάθω κι αυτό που με λές; Λέει, τουλάχιστον τρία χρόνια. Α! μα γέρο τσέλιγκα ,λέει, έκανα δεκαπέντε, να κάνω και τρία εδώ για ένα χούι που με λες, που δεν ξέρω τι είναι, και θέλω πια να πάγω σντ' γυναίκα μου.Άμα θέλεις, παιδί μου. Λέει, φύγε, αλλά θα με θυμηθείς. Α! μα δεν κάθομαι γερο –τσέλιγκα για τρία χρόνια, λέει, φεύγω. Άμα πήγε ένα διάστημα αυτός περπάτ(η)σε κάπου, λέει: Τι έκανα τώρα έμαθα τόσα και τόσα, κι ένας γέρος τσέλιγκας να με πει ότι δεν είμαι τέλειος. Δεν το θέτω κάτω, θα γυρίσω πίσω. Γυρίζει πίσω πηγαίνει στον τσέλιγκα, λέει απεφάσισα να μείνω γέρο τσέλιγκα, έστω και τρία χρόνια. Για να με πούν ότι δεν ξέρω το χούι πρέπει να καθήσω. Τέλος πάντων κάθ'σε κοντά όταν νύχτωσε του λέγει ο γέρο τσέλιγκας, πήγαν στη στάνη, τον λέγει ο γέρο τσέλιγκας: Βγάλε τα ρούχα που φορείς και φόρεσε αυτά που θα σου δώσω. Βγάλε τα παπούτσια που φορείς, τα καπέλα, όλα , και βάλε αυτά που σε δίνω εγώ. Το έκανε αυτό τον άκουσε τον γέρο τσέλιγκα. Ξημερώνει η μέρα, λέει: θα πάμε να αρμέξουμε. Τον παίρν(ει), πηγαίνεν αρμέγεν, θα βγάλουμε τα πρόβατα απ' το μαντρί, θα κάνουμε θα δείξουμε, ξέρω ‘γω εξοχικές δουλειές και διάφορα, χωρίς αυτός να παραπονεθεί, περίμενε να τον κάνει το μάθημα, το χούι. Εκείνος το μάθημα το έκανε, αυτό ήταν το μάθημα. Τέλος πάντων σιγά –σιγά, σιγά –σιγά, πέρασαν τα τρία χρόνια, χωρίς να παραπονεθεί αυτός, να πει ότι: Γέρο τσέλιγκα, πότε θα με μάθεις το χούι; Ότι ήρθαν τα τρία χρόνια πια και τέλειωσε, τελειώσαν τα τρία χρόνια, τότε λέει: Έ γέρο τσέλιγκα, τα τρία χρόνια πέρασαν, λοιπόν πρέπει να φύγω. Έμαθα το χούι; Λέει, το έμαθες και πολύ καλά. Και πιο είναι το χούι αυτό δεν μ' είπες καμιά μέρα κανε' μάθημα τέτοιο. Λέει, το χούι ήταν παιδί μου η υπομονή που έκανες τόσα χρόνια, και περίμενες, είχες υπομονή και περίμενες. Λοιπόν τώρα θα φύγ'ς θα πας στο χωριό σου κι απ' όσα έμαθες αυτό θα σε χρειαστεί. Είναι η υπομονή που έκανες. Άχ λέει γέρο τσέλιγκα και μ' είχες τρία χρόνια για ένα λόγο μόνε. Έ ίσως σε χρειαστεί λέει όταν πας. Πήρε το βαλιτσάκι τ' αυτός τον δίν' όμως ο γέρος ένα πουγκί χρυσά νομίσματα. Λέει για τον κόπο σου που δούλεψες τόσα χρόνια. Τα πήρε αυτός έφυγε, πήγε νύχτα στο χωριό του. Άμα πήγε νύχτα, θυμόνταν βέβαια το σπίτι του, πήγε στο σπίτι του, την ώρα που πήγε να χτυπήσ' την πόρτα, ακούει μέσα χαρές, γέλια η γυναίκα τ', χαριεντίσματα , πράματα. Τι έχει μέσα, με ποιόν είναι η γυναίκα μ'; Βάζει το μάτι τ' σντ κλειδαρότρυπα, στο χώλ απάνω κάθονταν η γυναίκα τ', στο μέσον ένα τραπέζ' και αντίκρυ στη γυναίκα του, ένα αγόρι, δεκαοχτώ χρονώ –είκοσ', κι αυτό πια μιλούσαν και γελούσαν και δε ξέρω τι. Λέει, ερωμένο έχει η γυναίκα μου. Βγάζ' το περίστροφο τ' να σκοτώσ' τη γυναίκα να σκοτώσ' και το παλληκάρ' που ήταν εκεί. Όταν έβαλε την κάνη μέσα στη τρύπα να ρίξ', λέει: Καλά εγώ τρία χρόνια έμαθα υπομονή, δε μπορώ τν υπομονή να ντ κάνω μέχρι αύριο να μάθω τι γίνεται; Μονάχος του πάλι το σκέφτηκε. Φεύγει από κεί πηγαίνει σε μια γειτόνισσα, χτυπά την πόρτα,'καλησπέρα σας, καλησπέρα, ανοίγει η γειτόνισσα, βλέπει ένα κύριο που να τον γνωρίσ' ύστερα από τόσα χρόνια. Έ λέει σας παρακαλώ κυρία, πρό δεκαπέντε χρόνια είχα ‘δώ έναν φίλο και έτυχε να παντρεύεται και ήμουν στο γάμο του. Τώρα είμαι περαστικός από ‘δω και θυμήθηκα τον φίλο μου αυτόν, και πέρασα να τον δώ, αλλά το σπίτι του λέει δε ξέρω που είναι. Έ πως ονομάζεται ο φίλος, πώς ονομάζεται; Ονομάζεται να πούμε, τάδε, Ευάγγελος Ξέρω Γώ; Ο φίλος σου αυτός λέει, τότε που παντρεύτηκε έφυγε και άφησε τη γυναίκα του, και ζει λέει η καϋμένη μόνη της, τίμια, ωραία γυναίκα, αλλά ζεί λέει με το παιδί της. Έχει λέει και παιδί; Λέει πως δεν έχει. Έγκυος ήταν τον καιρό που έφυγε ο άντρας της. Και την άφησε έγκυο και έκανε ένα παιδί, κα το σπούδασε και το μεγάλωσε, και για αυτό το παιδί λέει μέχρι τώρα εργάστηκε πολύ για να αναδείξ' το παιδί της. Λέει ώστε έχει ο φίλος μου παιδί τώρα; Λέει παιδί έχει. Λοιπόν λέει κυρία μου εγώ είμαι ο φίλος αυτός, αυτός που άφησε τη γυναίκα του. Ώστε η γυναίκα μου ζεί με το παιδί της; Λέει, ναι. Λέει, γω μόλις πήγα τώρα ‘ κει είδα απ' την κλειδαρότρυπα, το παιδί με τη γυναίκα μ' νόμισα ότι είχ' ερωμένο. Ώστε γιός μου είναι; Τι θα έκανα να σκότωνα το γιό μου και το παιδί. Να λοιπόν του γέροντα τσέλιγκα ο λόγος που με ωφέλησε σ' αυτό το πράγμα, και έτσι δε σκότωσα το παιδί μου και τη γυναίκα μου. Και πηγαίνει με ντ' γυναίκα αυτή μαζί, ντ γειτόνισσα, κι αγκαλιάζει το παιδί, αγκαλιάζει και ντ' γυναίκα τ' και λέει αυτό κι' αυτό. Όσα έμαθα γυναίκα δεν με ωφελήσαν όσο με ωφέλησε του γέρο τσέλιγκα η ορμήνεια. |