όπου
πουθού
Ψαροταβέρνα μου κρεββατοκάμαρα
σουπιές με μπέικο τυροκαλάμαρα
« Αχ βρέ κουτό » τα λόγια στο ζεϊμπέκικο
πολιτισμὸς ιμιτασιόν καί τζάκι ψεύτικο
Θεσσαλονίκη μου πια δε σ’ αναγνωρίζω
είσαι των φράγκων η πρωτεύουσαπου βρίζω
Να συσσωρεύονται οι άνθρωποι της πλήξης
σε πανηγύρια μ’ ημερομηνία λήξης
μαζί γεράσαμε τα χρόνια χάσαμε
της ομορφιάς της νιότης και της ρήξης
Θεσσαλονίκη μου πια δε σ' αναγνωρίζω
είσαι των φράγκων η πρωτεύουσαπου βρίζω
Μετο βαπόρι αυτό που μ’ έφερε πριν χρόνια
θα φύγω για να βρω τα πρώτα χελιδόνια.
Θα φύγω στο νησί και μείνε εσύ εκεί
να μοιραστείς το μέλλον με τα ψώνια
Αδελφοί…
Ούτια, λύρες, κανονάκια, πλημμυρίζουν τα σιντιά
κοκακόλες και σφηνάκια και
ξενέρωτα παιδιά
Απ’ τ’ αλώνια,
στα σαλόνια του Λαμπράκη κολλητοί
το Γρηγόρη δε θυμούνται, μούγγα και αποστροφή
Προσευχές και ταξιμάκια παίζουν τώρα στα μπαράκια
μα το φίδι μεγαλώνει κι όλο πιο κοντά ζυγώνει
Αν τα μάρμαρα της Πόλης χώραγαν σ’ ένα σιντί
πονηρέ παραδοσώστη θα ‘χες τώρα βολευτεί
Έχει ο κόσμος άδειες θέσεις
και χωρίς δημόσιες σχέσεις
η καρδιά σου σα ραγίσει
καλοκαίρι θα μυρίσει...
« του νέκταρ είμαι πότης »
Σίγουρα
θα ᾿μουν
ποιητής
στην Αρχαιότης
την αμβροσία να ᾿τρωγα
του νέκταρ θα
᾿μουν πότης.
Πίπανδρο,
θα με φώναζαν
και
ποιητή Φανφάρα,
με κάθε τόσο να πετώ
μια φρέσκια σαχλαμάρα!
Κρίμα,
δεν είμαι ποιητής- είμαι
πανάκι,
- σ᾿ ένα ταξείδι αναψυχής
με πλοίο άγονης γραμμής-
σε
καραβάκι
σ' ένα σκαρί που σου ᾿λαχε
στὸν
κλήδωνα βραδάκι:
- Ένα καράβι έρχεται με τ’ άσπρο το πανάκι
Από καρσί γνωρίζεσαι πως
είσαι ... φυντανάκι -
Τι κι αν δεν είμαι ποιητής,
στην Αρχαιότης;
Την αμβροσία την τιμώ
του νέκταρ είμαι πότης!