πρός lexolagnil

 

Άλλο λέω

Τριβελίζοντας τις λέξεις
αδύνατον να ξεδιαλέξεις
αν είν' έτσι από ουσούλι
ή από πτώση αν γίναν δούλοι…

Να και τ’ αποτυπώματα
νεκρά αποφόρια κογχυλιών
περνούν από εξετάσεις
-πόσα από δαύτα χάλασα-
σε υπονόμων θάλασσα

Του έξυπνου ‘εγώ’
το παραφουσκωμένο τίποτα
απλώνεται στη μουχλιασμένη
του ‘εμείς’ την άσημη σημαία…
στην άκρη αδιάβαστων χειλιών
στη σαλιωμένη τσίχλα
αλαφιασμένων σχολικών
ντελάλησες σειρήνες διαλαλούν
να επενδύσουν στο κενό
κενά να μελετήσουν
πασχίζοντας για τα καλά
μ’ εθνογαλύφικους ρυθμούς
να την εξευτελίσουν…

Κι εσύ στη μπάντα κάθεσαι
κλαρίνο στοιχημένο
της τσέπης παίζεις τον καχεκτικό σκοπό
και θλιβερά μονολογείς
«Βαράτε με κι ας κλαίω»…

Μην απορείς που εκστατικός
θωρώ την πασαρέλα
σύρε να δεις αν έρχομαι
και άμα φύγω έλα
με ξινισμένη τη φωνή
να ξαναπείς τ’ αγαπημένο σου
το «Άλλο λέω»…

 

 

ΛΟΧΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Αστράφτει πάλι ο Λοχίας
πρός δόξαν της Yπηρεσίας
Στην αδειανή του κουστουμιά
χωμένος
σαν μεταφράζει τα χαρτιά
χεσμένος

Ποιά εταιρεία άραγες θε να τον αγοράσει;
Ποιός χορηγός καναπεδάκια θα κεράσει;

Από ψηλά προσμένοντας
φιλάδελφο το νόημα του μέλλοντος να λάμψει
-σαν περιστέρι κουρδιστό που λέει πως θα πετάξει-
της σχόλης μάννα εξ ουρανού για να φανεί
μετρά τα χρόνια για τη σύνταξη
και λέει: -Υπομονή …

 

 

 

ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Πέντε μέρες στο Μπουτάν
όλα πληρωμένα
-χορτάτα ναναι τα γατιά
και τα σκυλιά δεμένα-

...

Άστους, μονάχοι
να παραπατάν’
σαν σ’ εκβιάζουν
να δεχθείς καρτερικά …
…ή τάν ή στο Μπουτάν

 

 

 

Μούτσοι αιώνιοι

Ζηλεύω το γατί του λιμανιού
δέκα βαρέλια με παστά
μπορεί και τα τουμπάρει
σαν γρατζουνά επίμονα
του Άρχοντα τ’ αυτί
στη ξωτική γαλέρα του
για βάρδο να το πάρει…

…είναι η στιγμή που στα τεζιάκια τ’ ουρανού αρχίζουνε, πλαγίως, οι ευωχίες.
Μούτσοι αιώνιοι, την μπουκαπόρτα ανοίγουνε για μια προαγωγή,
κι όλα τα παζαρεύουνε, σε μια στιγμή -πάνω στη φούρια τους- να γίνουν καπετάνιοι.
Αφηνιασμένοι αγγέλοι, εξοδούχοι, πειρατικά φορώντας χαϊμαλιά,
στολή παραλλαγής με ξένα λούσα, παράφορες αρχίζουν ψαλμωδίες,
κι ας βλοσυρά καραδοκούν, μιλιά δίχως να βγάζουν, οι ραβδούχοι.
Σφίγγουν το ούζο τους… κι όλοι μαζί κρυφογελούν,
γερμένοι ‘πα στην κουπαστή, τους γλάρους αποδιώχνοντας,
βουτούν μες τη σαρδέλα…

-Για μια βραδιά μαζί μου, τραγουδούν

-Γατί μαζί μου, έλα …

 

 

 

Ο Συγχωρεμένος

Φοβάμαι το Συγχωρεμένο
τα ίχνη του με κάνανε και πάλι να ενδώσω
του Παραδείσου μου την πόρτα, την εκλεκτική
με τρόπο - ma non troppo- να κλειδώσω
Ανεπιθύμητη, βαρειά, σκληρόπετση φιγούρα
τα γλυκερά λιμάνια της ραστώνης μου αναδεύει
και μου ‘ρχεται φυλετική, πανάρχαια,
δυσανεξία ιερή, σ’ ανήκεστη φαγούρα

Κι είν’ το δοχείο της νυκτός
ωϊμέ καπαρωμένο
πώς να δεχτώ τα επιπλέοντα
-ώ κόπρος συμπεριφοράς-
ακράτειας μνημεία ζοφερά
ενός αχρείου λέοντα
στο κοσμικό μου μετερίζι;

Απ’ την παράγκα την προσφυγική
-μάρκα του βάλτου, μ’ έκαψες-
τ’ ακάλεστα σαν να μαζέψω προσπαθώ
σ’ ένα φτηνό κινέζικο κουτάκι για τα ούρα
μια θάλασσα μικρή … μας μαγαρίζει

Τα ρέστα δε ζητάω μα επιμένει
το χαλαρό μου μπάνιο να ενοχλεί
τα αιρετικά σημεία του κορμιού να πασπατεύει
κει που δεν πιάνει το σαπούνι τού μελιού
κι απάνω στο παπάριασμα
μ’ έν’ άγαρμπο σφουγγάρι ξεθυμαίνει
πανάθεμα τα λόγια που λαξεύονται
στην πλώρη απάνω του Κακού
την τρισκαταραμένη…

 

 

 

 

ΛΟΓΟΠΑΙΓΝΙΟΝ*
(etude-μέλος αρχαίον)

Ώ ψυχή φύ
τασιροποιώ
ξένη μαλακή
είθε η ζωή
έδει γά βοιά…

*ΑΒΓΔΕ (-)ΖΗΘΙ ΚΛΜΝΞ ΟΠΡΣΤ ΥΦΧΨΩ

 

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

 

-Έ ψίτ, παιδί,
κάνε στην άκρη
παίζω τη λύρα μου λοξά
σαν πολεμώ από ένστικτο
με λιγοστά εφόδια, απαλλοτριωμένα
τοξάρι από τη λαϊκή και δάκρυα κλεμμένα

Τις αποστάσεις κράτησε
απ’ των λυγμών την πλάνη
-Δε σ’ ακουμπώ, στ’ ορκίζομαι
-Είναι, μου λες, πλεκτάνη

 

 

 

Ανωτέρα Βία

Μη βιάζεσαι
του βίου σου το βιός
με βία περισσή
-πώς λέμε αλλιώς τον τσαμπουκά-
μ’ ένα γινάτι ζόρικο
να θες να τ’ αποκτήσεις

Παίξε με το τοξάρι σου
αβίαστα
της βιόλας τον ασίκικο λυγμό
-βιολέτες μύρισε-
κι ως ώρας θα φανεί
τ’ αλαφιασμένο θήραμα
που τόσο λαχταράς
στην τεντωμένη σου χορδή
σαν μαγεμένο
να τρυγήσεις

 

 

πρός lexolagnil