“τις αγοράζειν/αγορεύειν βούλεται;”
Με τα φτερά του Έρωτα
καταμεσί στην Αγορά
“τις αγοράζειν βούλεται”
-πολίτες άλλοτε-
πελάτες τώρα
συναντώ
ήσυχα να ψωνίζονται
-ψωνίζοντας ακόμα πιό πολλά-
και πριν καλά να το σκεφτώ
τα μέσα έξω μου αναποδογυρίζονται
Κακιώνω μονομιάς
και στρίβοντας
αποχωρώ σιωπηλός
τη μαύρη νοσταλγία μου
ανταμώνω...
...σπαράζοντας κρυφά
προσωπικά παραδρομώ
σοκάκια αμέτρητα γυρνώ
μέσα στη μούγγα με λυγμούς
ματώνω...
Σαν πώς πολιτικά,
μονάχος να χριστώ
σε πόλη δίχως Πόλη
Ρωτώ μαζί τους, ψάχνοντας
σπρώχνω μακριά το βλέμμα
κι απορώ
“Μα που 'ναι όλοι;”
Το βάρος μου τ’ ασήκωτο,
βαρύ μουρμουρητό…
κόβω τη λάσπη στα ζερβά
-ζυγίζοντας τα λάθη μου
τα πάθη που μοιράζει η εποχή
-
βουτώ στο γκιόλι…
….κι αριστερά,
στο μέρος της καρδιάς,
μια ουτοπία ανάστατη
αρχίζει και με πιάνει
θαρρείς η νιότη
-απ’ το ψυγείο γνέφοντας-
με δόλωμα μπαγιάτικο τυρί
-ψάχνοντας πάλι απ’ την αρχή
πώς και γιατί “τα πάντα ρεί” -
θέλει σαν πόλης, ποντικό,
με σχέδιο μυστικό
να με ξεκάνει...
...ρέστα φτηνά
κι αντεστραμμένη η γραμμή
κουφάρι άταφου αστικού λεωφορείου
ποιόν να ρωτήσεις τ’ άσπρο, για λευκό να σου το πεί
και να μη λιώσει χρώματα,
σε γκρίζο χρηματί, πιεστηρίου
Τα μάρς, σε βάλς, γλυκά μεταμορφώνονται…
ορίστε, να και τ’ άρματα που λάγνα ξεγλιστρούν
κουτσά στραβά σ’ ωραίες άδειες λέξεις
Άκου του πόνου τις κραυγές
τ’ ακύρηχτου πολέμου, τις μαύρες ιαχές
απόλαυσε το θόρυβο που σκέπασε το νόημα της λέξης
Πες τους εντάξει, θ' αγοράσω κι απ' αυτό
κι ύστερα κύτταξε να δείς πώς θα ξεμπλέξεις...
... εγώ θα κάτσω παραπέρα, μοναχός
να μη με πιάνει του πολέμου ο αχός
στου πάρκινγκ τη σκοπιά
να κάνω το φαντάρο
Συνάδελφοι,
ευχαριστώ ειλικρινά
του Κόσμου αποφόρι
δε θα πάρω
(εντάξει, θ' αγοράσω κι απ' αυτό...)
αποφόρια = ρούχα, δεύτερο χέρι
σοκάκια = δρομάκια, πάροδοι
γκιόλι= έλος , λίμνη
http://users.thess.sch.gr/veccio/lexolagnil/ARIMPA.htm
http://users.thess.sch.gr/veccio/lexolagnil/loxa.htm
12.12.07