Μουσική και μουσικοί, όλοι είν' καλοί...
Στα καλάθια δε χωρούν στα κοφίνια περισσεύουν
Μούσα και Μνημοσύνη του Κόσμου η Γεροσύνη
Σ' Ουρανό και Θάλασσα όσες στιγμές κι' αν χάλασα
στη Γή πατώ και στέκομαι, στο τίποτα αντιστέκομαι
- δεν λέω "πέγκια αφέγκια" - λιγάκι κοντοστέκομαι
κι ως χύμα, εμπρός, τα έπεα στη γλώσσα να φτερώσουν
να μαι και πάλι που ξανά πρός τη λόξα τραβώ
Ο γιαλός κι αν στράβωσε εμένα δε με γκάβωσε
κι όταν φυσάει πρίμα, σκαρώνω καμμιά ρίμα
Άλλοι τα παίρνουν σε λεφτά κι άλλοι σε χάδια σκύλου
ποτέ μη διασαλευθεί η τάξις του γραικύλου
Αυτοί με τα πολλά και με τις ευκολίες
τί σαν και μάς, να παίρνουνε κακές πρωτοβουλίες;
Για την Παιδεία και για τη Μουσική
μ' όλες τις μούσες δίπλα μας, και το λακέ πιό εκεί
στου δάσκαλου τον τράχηλο δεν πρέπει η σιωπή
Η Αντιγόνη δεν κλίνει το γόνυ, μας κλείνει το μάτι
μυρίζει θάνατο άτιμο, αυτό το ρόζ ραχάτι.
είναι μια δέσμη φωτός
μεσ' τις θολές γραμμές των οριζόντων
μιας πόλης που της πρέπει το καράβι
για την Κέρκυρα του Αιγαίου
τη Μυτιλήνη του Ιονίου
Αλλού για αλλού, στην εξορία
για της ψυχής τη σωτηρία
Είν' η Ζωή στο Φώς σκαλομαρία
Σαν Μενεξέδες που γελούν
και λογαριάζουν λόγια χαρωπά
γλυκά μόνο στη γεύση του Γαϊδάρου
Σαν τα Ζουμπούλια στις γραμμές
που στάθηκαν Εμπόδιο Ακριβό
στου Ραχατιού το Ρόζ Κιγκλίδωμα
στο σβήσιμο του τελευταίου Φάρου
Πολλές φορές πληγώνει, κι όποιος δεν έχει Γνώμη
Στης Λευτεριάς το μπόι, μοναχά
η λέξη σαν ταιριάζει, μας λυτρώνει
Λόγια γλυκίσματα αδειανά μη μελετάς
στήλες αν-άλατος θε να γενούν και σκόνη
Ανακαταγραφή
ή Αποστολική Διακονία;
Πήραν την ποίηση και φτιάξαν παραποίηση
Πήραν το Όραμα, το καναν Φαφλαδόραμα
Αντάλλαξαν περιπαθείς φιλοφρονήσεις
νόμιζαν πως δεν θα τολμήσεις να σκεφτείς
ούτε και καν να φανταστείς ότι μπορεί και να μιλήσεις
Όσοι ήταν παρόντες εύχονταν να ήταν απόντες
ως να γινόταν σάλαγος κρυψίνους
στην κοινωνία των παρακοιμώμενων τεχνών
Μούσα Καλλιόπη
Σ' ευχαριστώ που δεν ήσουν εκεί
Nurse Αdet
Αξιολόγηση εκδρομής
Μα πώς να κάνω τεκμηρίωση;
Λέξεις, ψηφίδες άτακτες, καλύτερα να πω
κι ας κάνει η προϊστάμενη αρχή, αποδελτίωση
Κόντρα στο κύμα, εμμονές, σχέδια κι ουτοπίες, πώς να τις περιγράψω
πώς ραψωδίες κουρελιών πανάκριβων, σαν γραφικός εκ-ποιητής,
στο πόδι, μετά μουσικής, να ράψω;
Πώς, ευλογία ανάκατη με δισταγμούς κι επιφυλάξεις τρυφερές
-με νου λευτερωμένο από συμβάσεις και κραυγές-
νοσταλγικά, από καρδιάς, αγγίγματα ασωμάτων, τριψίματα ψυχών
πώς με κουβέντες γλαφυρές -σαν δείπνο από χαρτί-
με νούμερα, λογαριασμό στη μοιρασιά του μυστικού, να γράψω;
Ποιά νοσοκόμα των εθίμων, Nurse Αdet, να μας γιατρέψει;
Τα ήθη τα καινούργια, μονομιάς,
και άνευ υψηλής διαταγής, πώς να τ΄αντέξει;
Μαθητιώσα Μνήμη του Καιρού -Χαβά Δελτίο-
με γλαρωμένη συνοδεία, γλυκερή
πώς ν' αρνηθείς του τραπεζιού το πλάνο ψήλωμα...
..."Θεού Πνοή" -μ' αλκοοτέστ σε δίαυλο αδηφάγο-
ν' αναζητήσω ψαύοντας την τηλελλάδα;
Νά -δες πιο εκεί- μπουλντόζες σπρώχνουν φραπελιές
-χωματερές καινούργιες στήνοντας, στην ύποπτη λιακάδα-
άτσαλα πως τραβολογούν τον «εθνικό» κι ανέξοδο χορό
-τσαούσες κοπελλιές κι αγόρια άγουρα-
στις εξιστάμενες κι «ανύποπτες ανώτερες αρχές»
για στύψιμο, με βραβευμένα παρεό...
...την ώρα που, χαριστικά, λαθρόχειρες βουτούν
μες της ζωής -και των αιθέρων- τις συχνότητες
και χρηματί διάσταση, απαστράπτουσα
-αόρατο σημάδι στις ταυτότητες-
να δώσουν, εφορμούν, οριστικά
στον Xώρο που απομένει και στον Χρόνο...
Να πω κι εγώ «In gold we trust»;
να κλείσω πονηρά το μάτι στην Παλλάδα;
ή να σφυρίξω -σαν τουρίστας- τον σκοπό
«Να τι θα πεί Ελλάδα»
...χρεώνοντας αλλού τον "Ξένο Πόνο" ;
“τις αγοράζειν/αγορεύειν βούλεται;”
Με τα φτερά του Έρωτα
καταμεσί στην Αγορά
“τις αγοράζειν βούλεται”
-πολίτες άλλοτε- πελάτες τώρα συναντώ
ήσυχα να ψωνίζονται
-ψωνίζοντας ακόμα πιό πολλά-
και πριν καλά να το σκεφτώ
τα μέσα έξω μου αναποδογυρίζονται
Κακιώνω μονομιάς
και στρίβοντας
αποχωρώ σιωπηλός
τη μαύρη νοσταλγία μου
ανταμώνω...
...σπαράζοντας κρυφά
προσωπικά παραδρομώ
σοκάκια αμέτρητα γυρνώ
μέσα στη μούγγα με λυγμούς
ματώνω...
Σαν πώς πολιτικά,
μονάχος να χριστώ
σε πόλη δίχως Πόλη
Ρωτώ μαζί τους, ψάχνοντας
σπρώχνω μακριά το βλέμμα
κι απορώ
“Μα που 'ναι όλοι;”
Το βάρος μου τ' ασήκωτο,
βαρύ μουρμουρητό…
κόβω τη λάσπη στα ζερβά
-ζυγίζοντας τα λάθη μου
τα πάθη που μοιράζει η εποχή -
βουτώ στο γκιόλι…
….κι αριστερά,
στο μέρος της καρδιάς,
μια ουτοπία ανάστατη
αρχίζει και με πιάνει
θαρρείς η νιότη
-απ' το ψυγείο γνέφοντας-
με δόλωμα μπαγιάτικο τυρί
-ψάχνοντας πάλι απ' την αρχή
πώς και γιατί “τα πάντα ρεί” -
θέλει σαν πόλης, ποντικό,
με σχέδιο μυστικό
να με ξεκάνει...
...ρέστα φτηνά
κι αντεστραμμένη η γραμμή
κουφάρι άταφου αστικού λεωφορείου
ποιόν να ρωτήσεις τ' άσπρο, για λευκό να σου το πεί
και να μη λιώσει χρώματα, σε γκρίζο χρηματί, πιεστηρίου
Τα μάρς, σε βάλς, γλυκά μεταμορφώνονται…
ορίστε, να και τ' άρματα που λάγνα ξεγλιστρούν
κουτσά στραβά σ' ωραίες άδειες λέξεις
Άκου του πόνου τις κραυγές
τ' ακήρυχτου πολέμου, τις μαύρες ιαχές
απόλαυσε το θόρυβο που σκέπασε το νόημα της λέξης
Πες τους εντάξει, θ' αγοράσω κι απ' αυτό
κι ύστερα κύτταξε να δείς πώς θα ξεμπλέξεις...
... εγώ θα κάτσω παραπέρα, μοναχός
να μη με πιάνει του πολέμου ο αχός
στου πάρκινγκ τη σκοπιά
να κάνω το φαντάρο
Συνάδελφοι,
ευχαριστώ ειλικρινά
του Κόσμου αποφόρι
δε θα πάρω
...
ΝΟΘΑ ΜΑΝΑ
Πώς να την πείς αλλιώς τη νόθα μάνα σου
σαν σε πετάει ξανά για φτού κι απ' την αρχή υιοθεσία
να πάς -σου λέει- να γεννηθείς σε χώρα που δεν έζησες
χωρίς ντροπή ανθρώπινη
-των ζώων δόξαζε όπου βρείς την τίμια αγέλη-
να κοροϊδεύει και να σου λέει ΔΕΝ ΕΖΗΣΕΣ
η μάνα σου να λέει: ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΕΙ
Μέσα στα γκρί γραφεία της
φτηνά, αφρισμένα, απάνθρωπα
τον άθεο «Θεό» με δόλο προσκυνώντας,
να εξασφαλίζει μιαρά, ανίερα
-πώς να τα πεί κανείς-
της μάνας του τα φρικιασμένα βέλη
κι αυτή να λέει ορθά κοφτά:
ΔΕΝ ΕΖΗΣΕΣ
Σ' ΑΦΗΣΑ ΚΑΙ ... ΕΠΕΖΗΣΕΣ
Και ξέροντας ΚΑΛΑ η γειτονιά πως να σιωπά
να βρίσκει άλλον βολικό, της «καλοσύνης»
να βαράει αμισθί το λάγνο το σκοπό
να στρώνει μ' έξοδα φτηνά
το «άγιο» της τραπέζι
Θε να πεί:
-Ήσουν εδώ περαστικός …
-Σου κάναμε τη χάρη να επιζήσεις…
"Ως γάρ εγγύς" μας ήρθε πια
ο μαύρος φρικαλέος ουρανός
να πας μονάχος σου ΑΛΛΟΥ
στης Παναγιάς το μοιρολόι
ν' ακουμπήσεις
στου Νου και της Ψυχής
τ' απαλλοτρίματα
στης Φύτρας σου της Ξένης
τα Εγκλήματα
εκεί να πας
να φτύσεις
Εκεί σου λέω
-ξέρω από παληά-
τράβα στην εξορία
υπάρχει Ανεκμετάλλευτη
Μεγάλη Εμπειρία ....
Τυλίγοντας μες τα χαρτιά
τα χέρια της Ψυχής σου θα τα δέσει
κι ύστερα πως «πολιτισμένα και ορθόδοξα»
-σεμνά πως λεν οι σίκ και ταπεινά-
από τον Τέταρτο της Άττης Ουρανό
-πώς να μην αυτοξεσκιστεί για πάντα τ' Όνομα της-
σπιρτοντιβίνο δίχως Φώς
κι αν από «λάθος» δεν αρπάξει
με δίχως πάθος να χαθεί
μες σ' άβατου καλοκαιριού
το παρακατανάλωμα
της Απονιάς «περήφανο»
με λίγα λόγια ανάλωμα
Μ' αφού η Πατρίδα είναι Τόλμη κι Αρετή
στο έρεβος της αγριανθρωπιάς
προτού για πάντα πέσει
κάποιος από το σβέρκο να την πιάσει
κι ας της πεί:
ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΦΕΡΤΟ ΠΙΣΩ