γλώσσα θηλυκό

  1. ευκίνητο και μυώδες όργανο του στόματος, που αποτελεί το αισθητήριο όργανο της γεύσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, στο μάσημα και την κατάποση της τροφής, αλλά και στην ανθρώπινη ομιλία, κατά την άρθρωση των φθόγγων
  2. (μεταφορικά) μέρος διάφορων αντικειμένων, που μοιάζει (στο σχήμα) με τη γλώσσα, το γλωσσίδι
  3. το σύστημα σημείων, συμβόλων, κινήσεων και ήχων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία
  4. μάθημα το οποίο διδάσκεται στα σχολεία με σκοπό την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας
    την πρώτη ώρα έχουμε Γλώσσα και μετά Μαθηματικά.
  5. ο κώδικας επικοινωνίας που αποτελείται από γράμματα, λεξήματα και γραμματικούς κανόνες και είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων μιας συγκεγκριμένης εθνότητας ή ομάδας. Αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους
    η γλώσσα των μαθηματικών
    ΓΛΩΣΣΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
    ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ