ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ
- ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει
κρεμαστάρια.
- Άβρακος έβαλε βρακί, σε κάθε πόρτα το έδειχνε
- Άλλη δεν έκαμε παιδί, μόνο η Μαριώ το
Γιάννη.
- Άλλοι να σε παινεύουνε κι εσύ να
καμαρώνεις.
- Αν
κρεμάσουν τους μαστόρους άδικα
θα κρεμαστείς
- Αναγελά ο
χεζιάρης
τον κλανιάρη
- Αναγέλασε ο
μυξιάρης τον καημένο
τον σαλιάρη
- Αρχοντιά κι άδεια κοιλιά.
- Ας γελάμε κι ας πηδάμε, για να λεν πως
δεν πεινάμε.
- Ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας ψοφώ από
την πείνα.
- Ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφάω από
την πείνα.
- Ας με λένε προεδρίνα κι ας ψοφώ από
την πείνα.
- Ας μι λεν' κυρά Μπηίνα
κι ας πιθαίνω από την πείνα.
- Αφέντες και δούλοι ένα γίναμε ούλοι.
- Βγήκε η πομπή τσι
στράτες , κοροϊδεύει τσου διαβάτες.
- Βοήθα με φτωχέ, να μην σου μοιάσω
- Βοηθείστε οι στραβοί τον ανοιχτομάτη.
- Γίναν οι γλάστρες θυμιατά και τα σκατά
λιβάνι.
- Είχε η γρηγιά
πουτί, κ` έσκυβγε και θώρειέ το.
- Έκανε
κι η ψείρα
αλώνι και γυρίζει
και μαλώνει
- Έκανε κι η μύγα κώλο και έχεσε τον
κόσμο όλο.
- Έκανε κι η ψείρα αλώνι και γυρίζει και
μαλώνει
- Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον
κόσμο όλο.
- Ένα το 'χει η Μαριορή
το στεγνώνει το φορεί.
- Η
καμήλα δε βλέπει
την καμπούρα της
- Η ψείρα μας στουν
Όλυμπο κι μείς στου παναύρ’
- Ήκαμε κ` η μυίγα
κώλο κ` ήχεσε τον κόσμο όλο.
- Θέλει κι η φακή μαγέρειμα.
- Κάθ' ενού η
πορδή, μόσχος του μυρίζει.
- Κάθε
γύφτος το δικό
του κόσκινο παινεύει
- Κάθε
παπάς την καμπάνα
του παινά
- Κάθεται η
πομπή στο δρόμο
και γελάει τους
διαβάτες
- Καινούργιο κοσκινάκι
μου και που να σε κρεμάσω, παλιό
που να σε πετάξω
- Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
- Κι ο Θεός σιχάθηκε τον φτωχό-περήφανο.
- Ο
δεσπότης να μ΄ αγαπά
κι ας με
μισεί ο διάκος
- Ο
περήφανος έφυγε καβάλα
και γύρισε πεζός
- Ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό
καμάρι.
- Όλοι
οι πόνοι πόνοι
είναι μα ο
δικός μου είναι
άλλος
- Όποιος
κοιτάζει πολύ ψηλά
ζαλίζεται και πέφτει
- Όποιος
μόνος παινεύεται και
δεν τον επαινούνε, ξένοι, φίλοι και
γνωστοί με δαύτονε γελούνε
- Όποιος
παινεύεται μόνος του
μαγαρίζεται
- Όποιος
παραυψώνεται πολύ
νωρίς κονταίνει
- Όποιος
περηφανεύεται γρήγορα ταπεινώνεται
- Όποιος
πολύ υψώνεται πέφτει
γκρεμοτσακίζεται
- Όποιος
πολυπαινεύεται γρήγορα
ταπεινώνεται
- Όποιος γελάει λάχανα στον κήπο του
φυτρώνουν
- Όποιος γελάει τη γη κι η γης τόνε
γελάει.
- Όποιος κυνηγά δυο λαγούς δεν πιάνει
κανένα.
- Όσο πιο ψηλά αναβαίνει η μαϊμού τόσο
φαίνεται κώλος της
- Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σακούλια
του.
- Πήραν
τα μυαλά του
αέρα
- Πότε
αρχόντεψες, κυρά μου,
τόσο γρήγορα ;
- Τα
ψευτοπαινέματα ή
ζημιές ή αίματα
- Τα δικά μας μέλια του άλλου ξίδια.
- Τι σου λείπει κασιδιάρη κάλτσα με
μαργαριτάρι. (Για όσους επιδεικνύουν κάτι που δεν έχουν)
- Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
- Το έξυπνο πουλί πιάνεται από τα
τέσσερα.
- Ψηλά
τη χτίζεις τη
φωλιά και θα
σου γείρει ο
κλώνος
- Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου
γείρει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος
- Ψωριάρα γίδα
και ψηλά η
ουρά δε γίνεται
- Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει
να σε πλακώσει.
- Ανάθρεψε τον ποντικό να φάει και το
σακί σου.
- Άφησε
τη μύγα στην
παλάμη, αυτή θα
ανέβει στα γένια
- Βοήθησε τον ορφανό, για να σου βγάλει
ύστερα το μάτι.
- Γονιός
αφήνει στο παιδί
ολόκληρο αμπέλι και
το παιδί δε
φίλεψε σταφύλι το
γονιό του
- Δώσε
εμένα, του παιδιού μου
κι ο άντρας
μου στέκει στην
πόρτα
- Δώσε στη γυναίκα ψίχουλα να πάρεις
καρβέλια, δώσε της καρβέλια και δεν θα πάρεις τίποτα.
- Έμαθε να βελονιάζει και ………… το
μάστορή του.
- Η
θάλασσα κι ο
αχάριστος ποτέ τους
δε χορταίνουν
- Θέλεις να χάσεις ένα φίλο; Δάνεισε του
χρήματα.....
- Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το
καλοκαίρι.
- Και
πόσοι δεν εφάγανε απ΄ τη
συκιά μας σύκα, σαν ξεβγήκανε τα
σύκα που σε
είδα που σε
βρήκα
- Καποιανού
χαρίζανε και στραβοκαμάρωνε
- Κλαίε τον ορφανό κι ας είναι και με τα γένια.
- Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι
παντρεμένες.
- Κουφόν καμπάνα κι αν χτυπάς ,τυφλόν κι αν
θυμιατίζεις και μεθυσμένο κι αν κερνάς όλα χαμένα τά'χεις
- Μη
ρίξεις πέτρα στο
πηγάδι που σε
δρόσισε
- Μια
φορά δεν έδωσες, δεν έδωσες
ποτέ σου
- Ο
καλός καλό δε
βλέπει
- Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου
φάτο.
- Όλα
τα καλά ξεχνιούνται, τα κακά
δε λησμονιούνται
- Ολημερίς τον άνθρωπο τονέ κρατείς στην πλάτη , το βράδυ τον ξεβοήθησες , και σου ' βγαλε
το μάτι
- Όποιος
δεν ευχαριστιέται στα
πολλά χάνει και
τα λίγα
- Όποιος γίνεται μέλι, τον τρώνε μετά οι
μύγες.
- Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα
λίγα
- Όταν πατήσω στην στεριά κλάνω μέσα στη
βάρκα.
- Όταν το δείρεις το σκυλί, κακό κυνήγι
κάνεις.
- Παίνεψε το σπίτι σου μην πέσει και σε πλακώσει.
- Πέταξε το πουλί και πίσω δε γυρίζει.
- Πηγάδι που σε δροσίζει μην το
πετροβολάς.
- Σπείρε
καλά και δάνειζε, θέριζε αχαριστίες
- Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί
σου φάτο.
- Τον
βρήκε λαβωμένο τον
σήκωσε στην πλάτη, στο σπίτι
του τον έφτασε
και του ΄βγαλε το
μάτι
- Τον έμαθα να κολυμπά και θέλει να με
πνίξει.
- Του
αχάριστου η ψυχή, τρύπιο πιθάρι
μοιάζει, που το γεμίζεις
με νερό και
κείνο πάντα αδειάζει
- Του
αχάριστου τη χάρη
όποιος κάνει την
εχάνει
- Του δίνανε τα παξιμάδια κι αυτός τα
ήθελε βρεγμένα.
- Του χάριζαν το γάιδαρο και αυτός τον
κοίταζε στα δόντια.
- Φύλαξε
την καλιακούδα να
σου βγάλει τα
μάτια
- Χόρτασε η ψείρα και βγήκε στο γιακά.