ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
- Όπου αγαπά παιδεύει.
- Mάθε τέχνην τζιαι κρέμμασ’ την στο παλλούντζιν.
- Η τέχνη νικά την ανδρείαν.
- Το φυσικόν νικά το παιδευτικόν.
- Mε τους δικούς σου φάε τζιαι , τζιαι αλίσι βερίσι μεγ
κάμης.
- Άμαγ γεράση ο αλουπός, περιπαίζουν τον οι όρνιθες.
- Αμαρτία γονέων παιδεύουσιν τέκνα.
- Απόν ακούει του γονιλύ, παραγωνιάς τζιοιμάται.
- Καλότυχον τ’ αντρόϋνον, που κάμνει πρώτα κόρην.
- Όπκιοιος δεν ακούει τους γονιούς, παραγωνιάς τζοιμάται.
- Βουνίν τζιαι βουνίν εμ’ που ‘ν ίσμίει.
- Αντάγ γιωρκήσ’ η Mεσαρκά, χορτάννει χώρες τζιαι χωρκά.
- Αντάγ γιωρκήση το Καρπάσιν,τον κόσμον εννά χάση.
- Άρκα πωρνή, καλή μέρα.
- Καλός, καλός ο σιοίρος μας, μα ‘βκέηχ χαλαζιάρης.
- Στην ανερκάφ φελά τζιαι το χαλάζιν.
- Τομ Mάρτην ξύλα φύλαε, γεγ κάψης τα παλούτζια.
- Για το κορωνίν εμείναμεν ανάσποροι.
- Απ’ ον ημπόρει να δέρη τογ γάδαρον, δέρνει το σάμαν.
- Απόν αππέξω του χορού, πολλά τραούδκια ξέρει.
- Όσα εν ίφτάνν’ η αλεπού κάμνει τα κρεμμαστάρια.
- Τζι νούρκον μου κόσσιινον, τζιαι που να σε κρεμμάσω;
- Τζινούρκον είσαιμ κόσσινον, τζιαι που να σε κραμμάσω;
- Από μιστύν τζι’ από πελλόν να μάθης την αλή(θ)κιειαν.
- Από πελλόν τζι’ από μωρόν να μάθης την αλήχκειαν.
- Κάμε το καλόν τζιαι ρίξε το στογ γιαλόν.
- Το γινάτιβ βκάλλει αμμάτιν.
- Η μασαιρκά κλείει, μα ο λόος έγ κλείει.
- Τόσ σσύλλον τζι’ αν τομ πλύννης τζι’ αν τόλ λούσης, πάλε
σσιυλιές μυρίζει.
- Όπου έσιει πολλούς πετεινούς, αρκεί να ξημερώση.
- Όσα ξέρει ένας πελλός νοικοτζύρης εν τα ξέρουν σαράντα
φρόνιμοι.
- Τζει που ‘σει πολλούς πετεινούς, αρκεί να ξημερώση.
- Η τιμή τιμήν δεν έσιει τζιαι χαρά του που την έσιει.
- Ο κάττος, τζι’ αγ γεράση, τα νύσια, που ‘σει έσιει.
- Ο μάντης, ρήγας τζι’ αγ γινή, πάλε μαγκιές μυρίζει.
- Mε καλόσ σου φάε τζιαι πκιε, τζιαι νηστικός σηκώθου.
- Βάλ ελιάν για τα παιδκιά σου τζιαι μηλιάν για την
τζοιλιάσ σου.
- Η καλή Παρασκευή φαίνεται ‘πό τημ Πέφτην.
- Κάλλιογ γαϊδουρόδηννε παρά γαϊδουρογύρευκε.
- Κάλλιομ πέντε τζι’ εις τησ σιέραν παρά δέκα τζιαι
καρτέρα.
- Κάλλιομ πέντε τζιαι στησ σσιέραν παρά δέκα τζιαί
καρτέρα
- Κνο αέρκια ‘μαλλώναν τζαι κυο πελλοί ‘πιστεύκαν.
- Ο αλουππός εχώννετουν τζιαι η νουρά του εφαίνετουν.
- Όπκιοιος εθ θέλει τα πίσκαλα, στογ γάμον δεμ πηαίννει.
- Όπκιοιος εν έσιει νουν, έσιει πό(δ)κια.
- Όπκιοιος εν έσιει νούν, έσιει πόδκια.
- Παπούτσιμ ‘που το τόποσ σου τζι’ ας ένν’ κομματκιασμένον.
- Παρά δέκα τζιαι καρτέρα κάλλιομ πέντε τζιαι στησ σιέραν.
- Πελλός ράφτης, μιάλη βελονιά.
- Στου κουφού τημ πόρταν όσοθ θέλεις βρόντα.
- Το σσιοινίν του χωρκάτη μονόν εν ιφτάννει τζιαι διπλόφ
φτάνει.
- Του φρονίμου τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγιερύεουν.
- Τους φρόνιμους τα χαπάρκα οι πελλοί τα κουαλούσιν.
- Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάνσουν μαγειρεύουν.
- Φαϊφ φύλαε τζιαι δουλειάμ μεφ φυλάης.
- Φύλαε τα ρούχα σου, να ‘σης τα μισά.
- Χόρευκε, τζιυρά Mαρού, τζιαι έσιε έννοιαν του μωρού.
- Αντάψ ψωρκάση ο γείτος σου, εσού βοτάνια γύρευκε.
- Που σσυφφωνά στόσ σπόρον, εμ μαλλώννει στ’ αλώνια.
- Όπκιοιος βιάζεται, σκοντάφτει.
- Όπκιοιος βιάζεται, σκοντάφτει.
- Όσοβ βκιάζεται η γριά τόσογ κόβκεται η κλωστή.
- Παρά ποτέ κάλλιον άργά.
- Τα πολλά λόγια εφ’ φτώσια.
- Γάδαρος οκνιάρης, εν τζιαι βαρυγομαρκάρης.
- Ο γάδαρος ο οκνιάρης εν’ τζιαι βαρυγομαρκάρης.
- Ο ράφτης ο ττεμπέλης κόβκει μακριάγ κλωστήν.
- Όπκιοιος βαρκέται να ζυμώση, πέντε μέρες κοσσινίζει.
- Όπκιοιος βαρκέται να ζυμώση, πέντε μέρες κοσσινίζει.
- Όπκιος βαρκέται να ζυμώση πέντε μέρες κοσσινίζει.
- Πέτρα που κατραζυλά, εμ μαζεύκει χόρτα.
- Πωρνόν εις τηδ δουλειάν τζιαι γλήορα εις τηφ φουλιάν.
- Όπκιοιος θέλει τα πολλά χάννει τζιαι τα λλία.
- Όπκιοιος σηκώννεται πωρνόν τζι’ όπκοιος αρμάζεται μωρόν,
εμ’ πάντα κερτιμιός.
- Όπκιοις θέλει τα πολλά, χάννει τζιαι τα λλία.
- Παρά παπάς σκοτωμένος κάλλιομ παπάς φονιάς.
- Τζείνος που θέλει τα πολλά χάννει τζιαι τα λλία.
- Mε καλλιόσ σου φά’ τζιαι πκιε, τζιαι νηστικός σηκώχου.
- Nηστιτζιή αρκούα έχ μορεύκει.
- Η αλουπού στον ύπνον της εχώρεμ πετεινάρκα.
- Ο αλουππός στον ύπνον του όρνιθες κουντούρες εχώρεν.
- ΄Οπκιοιος ανακατώνεται με τα πίτερα, τον τρων οι κότες.
- Mεν ιμνίξης με τα πίτερα, γιατί ενά σε φαν οι όρνιθες.
- Δείξε μου πκιούς φίλους έσιεις, να σου πω πκιοίάσ στράταν
τρέσιεις.
- Δείξε μου τησ συντροφκιάσ σου, να σου πω την αθθρωπκιάσ
σου.
- Ετζύλισεν το στούππωμαν τζι’ ηύρεν τημ μαείρισσαν.
- Όπκιοιος νεκατώννεται με τα πίτερα, τρων τον οι όρνιθες.
- Παρά κακόγ γείτοναν κάλλιον κακόχ χρόνον.
- Πε μου τησ συντροφκιάσ σου, να σου πω την αθθρωπκιάσ σου.
- Πες μου τημ παρέασ σου, να σου πω πκιοιός είσαι.
- Πες μου τησ συναναστροφήσ σου, να σου πω τηδ διαγωγήσ
σου.
- Τα δικά μας του γειτόνου μας.
- Ο βρεμένος ‘πό τα νερά έφ φοάται.
- Τόσ σιανόμ ποταμόν να φοάσαι.
- Όπκιοιος περπατεί αλλαχρά, πάει μακρά.
- Ακόμα εν εκαλλίτζεψεν τζιαι σούζει τα πόκια του.
- Άμαφ φατσήσης πα’ στ’ ανώφλιν, εννά δης τζιαι το
κατώφλιν.
- Απ’σιει δέντρον, έσιει οσσιόν, τζι’ απού ‘σιει οσσιόν,
τζιοιμάται.
- Ενά γυρίσ’ η φατζιή να φά’ το λάιν.
- Η κλειδκιά η σιερέτινη αρκάστηκεν τηξ ξύλινην.
- Καθένας ‘που το δώμαν του όποθθεθ θέλει κατεβαίνει.
- Καρκιάν καχαρήν τζι’ όπου θέλεις, πάτα.
- Κατύσιη του, που ‘ννά του πουν «καληώρα του».
- Λείψε ‘που τπ ψυσικόν, να μέσ σ’ εύρη το κρίμαν.
- Ο λαός ο καλός έβκαλεν την κουφήμ ‘που την τρύπαν.
- Ο Χρυσόστομος ελάλεχ χρυσά λόγια, μα ο ασύντυχος ήταγ
καλλύτερος.
- Οι πρτινοί ΄ξαννοίαν ράτσαν τζιαι ξαννοίουμ που ΄σει.
- Όπιοιος εθ θέλει καλαφάτην, γείτογ κωμοδρόμον εγ κάμνει.
- Όπκιοιος εν είεβ βουνά τζιαι κάστρη, είεφ φούρνον τζι’
εποθαυμάστην.
- Ούτ’ αρκογκιά κληρονομιά, ούτε τα φίτσια πάντα.
- Ούτε η αρκογκιά κληρονομιά, ούτε το φίτσιον πάντα.
- Πέψε τογ γάδαρον τζιαι πάννε τζι’ εσού μιτά του
- Πο τζιει που ‘ννα πεταχτή η κουνέλλα, εννά πεταχτή τζιαι
τ’ αρνίν.
- Πριν να καλλιτζιέψη, σείζει τα πόδκια του.
- Τογ γάδαρον τογ κοντριτζιάρης πκιάννει τον το σάμαν.
- Του τοίχου του κακότοιχου τα ρούχα εν ‘ ο πρεπός του τζαι
της γεναίκας τα βρουλλιά τζαι του δεντρού ο καρπός του.
- Χουμισμένα λάχανα για αλευρά, για ανάλατα.
- Ψόχα, γάδαρε ώσπου να βκάλη τσιαΐριν.