Επιστημολογία – Γνωσιολογία

 
 

 

          Ανθρώπινη Γνώση: η φύση, οι πηγές και τα όριά της

Ο όρος επιστημολογία, (από το επίσταμαι + λόγος), είναι συνώνυμος του όρου γνωσιολογία ή γνωσιοθεωρία (προέρχεται κύρια από τον E. Zeller, 1862). Αποτελεί δε, έναν από τους σπουδαιότερους κλάδους της θεωρητικής φιλοσοφίας. Το βασικό ζήτημα, τι είναι η γνώση και γιατί χρειαζόμαστε μια θεωρία γι’ αυτήν, συνδέεται με άλλα φιλοσοφικά ερωτήματα, αλλά κυρίως με ζητήματα της φιλοσοφίας της επιστήμης και της επιστημονικής γνώσης ιδιαίτερα. Τι είναι μια φιλοσοφική θεωρία για την ανθρώπινη γνώση και πώς αυτή διακρίνεται από μια επιστημονική θεωρία με το ίδιο ερευνητικό αντικείμενο. Πώς γίνεται ο έλεγχος της ορθότητας αυτής της θεωρίας και ποιο είναι το κύρος της γνώσης.

Την πρώτη συστηματική διαπραγμάτευση για τη γνώση τη βρίσκουμε στο Θεαίτητο του Πλάτωνα. Ωστόσο, με γνωσιολογικά θέματα έχουν ασχοληθεί κι άλλοι φιλόσοφοι στην, αρχαιότητα όπως ο Αριστοτέλης, ο Παρμενίδης, ο Πύρρων, ο Επίκουρος και οι Στωικοί. Η θεμελίωση όμως της γνωσιολογίας, σαν αυτοτελή και συστηματικό κλάδο της φιλοσοφίας, συνδέεται με τους R. Descartes (1596-1650), J. Locke Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση», 1690) και Em. Kant  (1724-1804).

Παραδοσιακά ερευνώντας τη φύση της γνώσης, οι φιλόσοφοι εστίασαν το ενδιαφέρον τους κυρίως πάνω στον όρο γνώση και όχι τόσο στη γνώση ως κατάσταση ή διεργασία στην οποία αναφέρεται η λέξη γνώση. Για να δώσουν δε, έναν ικανοποιητικό ορισμό της, προσπάθησαν να εξηγήσουν την έννοια γνώση με τη βοήθεια ικανών και αναγκαίων όρων.

Ο Descartes είναι ο πρώτος που αλλάζει τον προσανατολισμό της φιλοσοφίας, η οποία μέχρι τότε αντιμετώπιζε, κατά κύριο λόγο τη μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου κα της ζωής και εισάγει το πρόβλημα της μεθόδου. Λίγο αργότερα ο Kant απαιτεί να λυθεί το πρόβλημα των όρων της γνώσης. σο όμως αυτό το πρόβλημα που αφορά στον τρόπο απόκτησης της γνώσης και στον έλεγχο της βεβαιότητάς της, δεν ερευνηθεί και δεν λυθεί, ο άνθρωπος δε θα μπορέσει ποτέ να ερμηνεύσει με εγκυρότητα τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του κόσμο.

Στο πλαίσιο της σύγχρονης φιλοσοφίας όμως, η ανάλυση μεταστράφηκε σε έρευνα γλωσσικών ή νοητικών φαινομένων.

Μια ιδέα για το ποιες είναι οι συνιστώσες της γνώσης μας δίνει η θεώρηση που έχει τις ρίζες της στου πλατωνικούς διαλόγους Μένων και Θεαίτητος: η γνώση είναι δόξα αληθής μετά λόγου, δηλαδή η πεποίθηση η οποία είναι αληθής και δικαιολογημένη.

Τα προβληματα της Γνωσιολογιας

α)         Το αντικείμενο της γνώσης.

Το πρόβλημα αυτό αναφέρεται στο Τι, δηλαδή στο περιεχόμενο της γνώσης. Εξετάζει ποιο είναι το αντικείμενο της γνώσης, πού και πώς υπάρχει αυτό.

β)         Η πηγή της γνώσης.

Από πού πηγάζει η γνώση και ποιοι παράγοντες συντελούν στην απόκτησή της.

γ)         Το «δυνατόν» της γνώσης.

Κατά πόσο είναι δυνατή η απόκτηση γνώσης από τον άνθρωπο και σε ποιο βαθμό εγκυρότητας ανάγεται αυτή.

Α. Το προβλημα του αντικειμενου της γνώσης

Για τη λύση αυτού του προβλήματος έχουν διατυπωθεί τρεις θεωρίες:

*       Ο Ρεαλισμός

*       Ο Ιδεαλισμός

*       Η Φαινομενολογία

α. Ο Ρεαλισμός

-  Ο Αφελής ρεαλισμός

            Η θεωρία αυτή αντιμετωπίζει το θέμα του αντικειμένου της γνώσης με τρόπο απλό και αληθοφανή. Ξεκινάει από τα πιο απλά και αδρά δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας. Όπως λέει ο Le Senne, όλοι μας στο στο πρώτο ξεκίνημά μας, είμαστε εμπειριστές. Η αισθητηριακή πείρα και η αντίληψη που σχηματίζουμε με τις αισθήσεις μας μάς βοηθούν να γνωρίσουμε την πραγματικότητα. Όλα όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις μας και διαμορφώνουμε γι’ αυτά ανάλογη αντίληψη, συνθέτουν τον εξωτερικό κόσμο, που αποτελεί και το αντικείμενο της γνώσης. Η γνώση των αντικειμένων με τις διάφορες ιδιότητες που έχουν, πραγματοποιείται εξαιτίας της επίδρασης που ασκούν αυτά πάνω στο πνεύμα μας. Έτσι δημιουργούνται στη συνείδησή μας οι διάφορες εντυπώσεις, δηλαδή η απεικόνισή τους. Με άλλα λόγια το ανθρώπινο πνεύμα είναι ένα παθητικό κάτοπτρο στο οποίο απεικονίζεται η εξωτερική πραγματικότητα.

να παράδειγμα είναι η θεωρία των απορροών, την οποία διατύπωσε ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα της Σικελίας (495-435). Σύμφωνα μ’ αυτή, ο άνθρωπος γνωρίζει τα διάφορα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου από τις απορροές μικρών σωματιδίων τους, τα οποία έλκονται από άλλα όμοια στοιχεία που υπάρχουν στις αισθήσεις μας και γενικότερα στο σώμα μας.

- Ο Κριτικός ή φιλοσοφικός ρεαλισμός

            Η μορφή αυτή του ρεαλισμού εκφράζει την κριτική διάθεση του πνεύματος να αποκτήσει μια γνώση όσο το δυνατό πιο έγκυρη και απρόσβλητη, σε ό,τι αφορά το αντικείμενο της γνώσης. Η ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου δε μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο αισθητός κόσμος, μ’ ό,τι περικλείει, βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη συνείδηση και μόνο ορισμένες ιδιότητες των πραγμάτων εξαρτώνται από τις αισθήσεις του υποκειμένου. Ανάμεσα στους πιο αξιόλογους υποστηρικτές της θεωρίας, ήταν ο Επίκουρος, ο Πρωταγόρας και ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα στην αρχαιότητα, ο Ιταλός Th. Aquinatus, ο Γάλλος P. Descartes, ο Άγγλος  J. Locke, κ.α. στα νεότερα χρόνια και ο E. Meyerson, ο A. Rey  και ο N. Hertmann, ο S. Alexander, o B. Russel, o G. Moore κ.α. τους τελευταίους δύο αιώνες.

β. Ο Ιδεαλισμός

            Οι υποστηρικτές του Ιδεαλισμού υποστηρίζουν ότι, το αντικείμενο της γνώσης πρέπει να αναζητηθεί έξω και πάνω από τον υλικό και φθαρτό κόσμο, ο οποίος συνεχώς μεταβάλλεται.  Αυτός ο κόσμος σίγουρα δεν είναι ο υλικός. Είναι ο χώρος του πνεύματος, της ιδέας. Το ερώτημα όμως, πού υπάρχει αυτή η ιδέα, μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση και στο ανθρώπινο πνεύμα ή έξω από αυτά, οδήγησε στο να διαμορφωθούν δύο μορφές του Ιδεαλισμού. Ο Αντικειμενικός ιδεαλισμός και ο Υποκειμενικός ιδεαλισμός.

Οι ρίζες του αντικειμενικού ιδεαλισμού βρίσκονται στην αρχαία σκέψη και ιδιαίτερα στον Πλάτωνα ο οποίος υποστήριξε με σύστημα και με πίστη την ύπαρξη του ιδεατού κόσμου. Ένας άλλος αξιόλογος οπαδός του αντικειμενικού ιδεαλισμού, ήταν ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος.

Οι ρίζες του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που υποστηρίζει ότι τα διάφορα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου δεν υπάρχουν πραγματικά, αλλά απορρέουν από τη συνείδηση του υποκειμένου,  ανάγονται στους προσωκρατικούς φιλοσόφους (Ηράκλειτο, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, κ.α.)

Αξιόλογοι φιλόσοφοι που ανήκουν ολικά ή μερικά στον Ιδεαλισμό, θεωρούνται οι, M. Malebranche, L. Lavelle, J. Fichte, G Hegel καθώς επίσης και οι λεγόμενοι νεοκαντιανοί φιλόσοφοι P. Natorp, H. Rickert, κ.α.

Ειδικότερα ο R. Descartes, υπέθεσε ότι καθετί που αισθανόμαστε, διαλογιζόμαστε και εντέλει πιστεύουμε, θα μπορούσε να είναι και απατηλό. Το γεγονός και μόνο ότι μπορούμε να αμφιβάλλουμε, μας οδηγεί συμπέρασμα ότι υπάρχουμε και διατύπωσε το περίφημο “cogito ergo sum” (σκέφτομαι, άρα υπάρχω).

τσι, η μόνη πραγματικότητα που μπορούμε να αγγίξουμε άμεσα και με ασφάλεια είναι η πραγματικότητα της σκέψης μας.

γ. Η Φαινομενολογία

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι, ο άνθρωπος για το μόνο που μπορεί να αποφανθεί είναι ότι αντιλαμβάνεται τη φαινομενικότητα των αντικειμένων που υπάρχουν στη φύση και γενικότερα έξω από τη συνείδησή του.

Εκπρόσωπος και ιδρυτής της σύγχρονης φαινομενολογίας είναι ο E. Husserl ο οποίος υποστηρίζει ότι η γνώση είναι ένα ενέργημα της συνείδησης, ένα βίωμα του υποκειμένου που συντελεί στη σύνδεσή του με το αντικείμενο.

Β. Το Προβλημα της πηγης της Γνωσης

α. Η εμπειρική θεωρία

Η κύρια θέση του εμπειρισμού είναι ότι οι αισθήσεις αποτελούν την κύρια πηγή της γνώσης και το κριτήριο για την αλήθεια. Ο νους δεν μπορεί να δημιουργήσει έννοιες και γνωστικές αρχές ανεξάρτητα από την εμπειρία.

Οπαδοί της θεωρίας αυτής ήταν ο Δημόκριτος, οι Σοφιστές, ο Επίκουρος, ο J. Locke ο οποίος με το «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση» διερευνά την πηγή, τα όρια και τις αιτίες της γνώσης, ο D. Hume, που υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν αφηρημένες έννοιες, αλλά όλες οι παραστάσεις και οι εντυπώσεις αντικατοπτρίζουν την εξωτερική πραγματικότητα, όπως αυτή υποπίπτει στις αισθήσεις μας, κ.α.

β. Η Ορθολογιστική θεωρία

            Ο ορθολογισμός υποστηρίζει ότι η βασική και κύρια πηγή γνώσης πρέπει να αναζητηθεί στον ορθό λόγο, στην καθαρή νόηση και όχι στις αισθήσεις. Κατά τον ορθολογισμό, η εμπειρία παίζει ασήμαντο ρόλο στο θέμα της γνώσης και παρέχει μόνο αφορμές για να εκδηλωθούν οι έμφυτες έννοιες οι οποίες ενυπάρχουν στην ψυχή του ανθρώπου.

            Οπαδοί του ορθολογισμού ήταν ο Παρμενίδης ο Ελεάτης, (η αληθινή γνώση προέρχεται από το Λόγο, οι αισθήσεις μας οδηγούν σε πλάνη), ο Ηράκλειτος (Τα μάτια και τα αυτιά των ανθρώπων, που έχουν βάρβαρες ψυχές, δηλαδή που στερούνται Λόγου, είναι μάρτυρες αναξιόπιστοι), ο Σωκράτης (θεμελιωτής της ορθολογιστικής σχολής – υποστήριξε ότι δεν μπορεί κανείς να εκφέρει γνώμη για κάποιο πράγμα αν δεν γνωρίσει πρώτα την έννοιά του – η γνώση της έννοιας παρέχει την αλήθεια – Η έννοια είναι γέννημα του Λόγου), Ο Πλάτωνας (διαχωρίζει τα αισθητά από τα ιδεατά όντα), ο R. Descartes (οδηγήθηκε στη βεβαιότητα της ύπαρξης του σκεπτόμενου υποκειμένου – θέτει όρους για την απόκτηση αληθινής γνώσης, όπως η σαφήνεια και η ενάργεια των ιδεών – δέχεται ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του ορισμένες έμφυτες ιδέες π.χ. ιδέα του Θεού), ο W. Leibniz, κ.α.

γ. Η Κριτική Θεωρία

            Υποστηρίζει ότι η πηγή της γνώσης δεν βρίσκεται μόνο στη ν εμπειρία ή στον ορθολογισμό, αλλά στο συνδυασμό αυτών των δύο. Η αληθινή γνώση στηρίζεται και στα δύο.

            Οι πρώτες γνώμες γι’ αυτή τη θεωρία διατυπώθηκαν στην αρχαιότητα από τον Αριστοτέλη που δίδαξε ότι για τη γένεση της γνώσης συμβάλλουν δυο παράγοντες, το υποκείμενο (ο Λόγος) και το αντικείμενο (εξωτερικός κόσμος).

            Στα νεότερα χρόνια η Κριτική θεωρία ανανεώθηκε και συστηματοποιήθηκε από τους R. Descartes και Em. Kant.

 

Γ. Το Προβλημα του δυνατου της Γνωσης

 Για το πρόβλημα αυτό έχουν διατυπωθεί οι παρακάτω θεωρίες:

*       Ο Δογματισμός

Η γνώση είναι δυνατή χωρίς όρια για όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα

*       Ο Σκεπτικισμός

-Αρνείται την άμεση ή ενορατική γνώση της πραγματικότητας

-Απορρίπτει την έμμεση γνώση της πραγματικότητας

-Δέχονται ότι η ιδέα της αλήθειας, όπως την αντιλαμβάνεται ο κόσμος, είναι χωρίς αντικείμενο.

-Αρνείται τη δυνατότητα σύλληψης μιας βέβαιης αλήθειας σε μια  οποιαδήποτε περιοχή.

-Αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει γνώση με καθολικό και απόλυτο κύρος.

Η αχίλλειος πτέρνα του σκεπτικισμού είναι ότι, αφού πρέπει να αμφιβάλλουμε για κάθε γνώση, πρέπει, να αμφιβάλλουμε και για τον ίδιο το σκεπτικισμό.

«Πριν νομίζαμε πως ξέραμε, τώρα όμως είμαστε σε απορία» Πλάτων

Δύο αποχρώσεις του Σκεπτικισμού είναι ο Μηδενισμός και ο Σχετικισμός.

*       Η Κριτική σχολή

Ο Em. Kant δέχεται το δυνατό της γνώσης, αλλά μέσα σε ορισμένα όρια και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχουμε δύο ειδών γνώσεις: αυτές που υπάρχουν εκ των προτέρων στην ανθρώπινη διάνοια και ανεξάρτητα από την επίδραση της εμπειρίας (a priori) και αυτές που συνδέονται με τις αισθήσεις του ανθρώπου και γεννιούνται εκ των υστέρων (a posteriori). Οι τελευταίες δεν έχουν καθολικό κύρος αλλά σχετικό.

*       Ο Θετικισμός

Σύμφωνα με το θετικισμό, πάντα πλησιάζουμε αλλά ποτέ δεν αποκτούμε μια τέλεια θετική γνώση.

Οι φυσικές επιστήμες δίνουν τη μόνη έγκυρη γνώση.

Για την επαλήθευση μιας γνώσης πρέπει να καταφεύγουμε στην επιστημονική έρευνα και γενικότερα στη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών.

*       Ο Πραγματισμός

Αληθινή γνώση είναι αυτή που μπορεί να είναι χρήσιμη στον πρακτικό βίο του ανθρώπου και συντελεί στην πρόοδό του. Δηλαδή ό,τι είναι χρήσιμο και αποτελεσματικό, μακρόπνοο και ανταποκρινόμενο στο σύνολο της ανθρωπότητας.

*       Η Κοινωνιολογική Θεωρία

λες οι αντιλήψεις και οι ιδέες του ανθρώπου γεννιούνται και διαμορφώνονται μέσα χώρο της κοινωνικής ζωής. «Οι αντικειμενικές ή υπερατομικές αλήθειες δε δημιουργούνται από ένα άτομο, αλλά είναι δημιουργήματα της ομαδικής προσπάθειας ή καλύτερα της κοινωνικής ζωής», (E. Durkheim)

 

 

Βιβλιογραφία     

                Μαρία Πουρνάρη, Εισαγωγή στην Επιστημολογία, Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, Ιωάννινα 2003-2004

                Γ. Κουμάκης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Αθήνα 1986

                Μ. Σπανού, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Γενική φιλοσοφία, Πραγματισμός, Φαινομενολογία, Θετικισμός, Υπαρξισμός, Μαρξισμός, Αθήνα 1987