ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ : ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ – ΥΠΟΤΑΓΗ – ΥΠΑΚΟΗ (;)

Η πειθαρχία ή αλλιώς τάξη, συνέχει την υλική υπόσταση, τα πρόσωπα και τις λειτουργίες της εκπαίδευσης.

Κάθε απόκλιση από τον κανόνα της αναμενόμενης από τους μαθητές τάξης αποτελεί έκφραση αταξίας ή απειθαρχίας.

Οι εκπαιδευτικοί, κληροδόχοι της μακραίωνης παράδοσης η οποία υποστηρίζει ότι ένας από τους ρόλους της εκπαίδευσης είναι η χαλιναγώγηση των νέων η οποία επιτυγχάνεται εκτός των άλλων και μέσω των ποινών, αντιμετωπίζουν την αταξία-απειθαρχία πολύ πιο διαφορετικά απ’ ό,τι αντιμετωπίζουν το λάθος. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν συχνότερα τις μεν ποινές στο τομέα της πειθαρχίας τις δε αμοιβές στον τομέα της σχολικής μάθησης.

Αυτό συμβαίνει, γιατί ο εκπαιδευτικός ερμηνεύει τη μαθητική αταξία όχι ως στιγμιαία αδυναμία της παιδικής φύσης, αλλά ως «αδιαφορία» και, το χειρότερο, ως αμφισβήτηση της εκπαίδευσης ως περιεχομένου και ως θεσμοθετημένου κοινωνικού συστήματος.

Η σχέση ανάμεσα στα υποκείμενα της σχολικής ζωής ρυθμίζεται, κατά κάποιο τρόπο δεσμευτικά για το καθένα, μέσα από νόμους, κανόνες, εγκυκλίους και παραδοχές.

Ωστόσο η βάση της σχέσης εκπαιδευτικού – μαθητή έχει ως σημείο αναφοράς την αρχή της ιεραρχίας (ανώτερος-κατώτερος), γεγονός που στοιχειοθετεί σχεδόν απόλυτη εξουσία για τον εκπαιδευτικό. Αυτή η κυριαρχία του εκπαιδευτικού ενισχύεται από το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν προσδιορίζει  παρά με μεγάλη ασάφεια τους κανόνες, στους οποίους οφείλει ο εκπαιδευτικός να προσαρμόσει τη χρήση εξουσίας. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο μαθητής διαβιώνει κάτω από συνθήκες «πειθαρχείου», γιατί στο σχολείο κυριαρχεί η εξουσία του εκπαιδευτικού.

Γίνεται σαφές ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες το σχολείο μαθαίνει στο μαθητή όχι να ελευθερώνεται, αλλά να υποτάσσεται.

Πιστεύω λοιπόν, ότι και οι τρεις παραπάνω «ερμηνείες» του όρου πειθαρχία, εμπεριέχουν την έννοια της καταλυτικής και απόλυτης εξουσίας του εκπαιδευτικού, προσδίδουν στο μαθητή μια μορφή απλού αντικειμένου-θεατή, και αφαιρούν την κάθε δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης και ενεργής συμμετοχής του στο χώρο της εκπαίδευσης.

Ο μαθητής στο σχολείο καθημερινά, συμμορφώνεται σε κανόνες, απαγορεύσεις και νόμους που τους θέτουν άλλοι, υποτάσσεται ετσιθελικά σε αυτούς και υποχρεώνεται να υπακούσει υπό την απειλή των ποινών. Και οι τρεις παραπάνω επιλογές όμως αναιρούν τους απώτερους σκοπούς της εκπαίδευσης, που είναι η ανάπτυξη αυτόνομων ατόμων, ικανών να παρεμβαίνουν δημιουργικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Γι’ αυτό, ο μαθητής θα πρέπει να μάθει να αυτοπειθαρχεί, να αυτορρυθμίζει συστηματικά τη συμπεριφορά του και κυρίως να δέχεται τη στήριξη των προσπαθειών του, από το δάσκαλο και από το σχολείο γενικότερα. Έτσι θα μετατραπεί η σχέση εξάρτησης του μαθητή από τον εκπαιδευτικό, σε σχέση ευθύνης έναντι του εαυτού του και της σχολικής κοινότητας, στο βαθμό που η ηλικία και οι εμπειρίες του το επιτρέπουν.

 

 

Βέβαια το είδος της αγωγής που θα πρέπει να επιλέξει ο εκπαιδευτικός, είναι η παιδοκεντρική ή δημοκρατική αγωγή. Κι αυτό γιατί - μέσα από διαδικασίες συνδιοργάνωσης, συνθέσπισης κανόνων και συνεργασίας, η συγκεκριμένη αγωγή - αποσκοπεί να διαμορφώσει μια προσωπικότητα του μαθητή υπεύθυνη, συνεπή, δημοκρατική και ελεύθερη, χωρίς θρησκευτικές και πολιτισμικές μισαλλοδοξίες αλλά με κοινωνικές και ανθρώπινες ευαισθησίες.

 

Πηγές

Κωνσταντίνου, Χ. (2004), "Η Πρακτική του Εκπαιδευτικού στην Παιδαγωγική επικοινωνία. Ο Αυταρχισμός ως Κυρίαρχο Γνώρισμα της Υπαρκτής Σχολικής Πραγματικότητας". Αθήνα: Gutenberg.

Ματσαγγούρας, Η (1998), "Η Σχολική Τάξη. Χώρος-Ομάδα-Πειθαρχία-Μέθοδος". Αθήνα: Αυτοέκδοση.

Σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων στο μάθημα της Σχολικής Παιδαγωγικής (Καθ. Κωνσταντίνου, Χ). Τμήμα Μετεκπαίδευσης Διδασκαλείου Π.Τ.Δ.Ε. Ιωαννίνων,  Α΄ Εξάμηνο 2005