Το θεώρημα της μη πληρότητας του αινιγματικού Κουρτ Γκέντελ είναι, μια από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις στην ιστορία της σκέψης. Η επίδραση του στην πρόοδο της λογικής και στη δημιουργία των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι τεράστια. Όμως, ταυτόχρονα, το θεώρημα μοιάζει να θέτει σε αμφισβήτηση το όραμα της παντοδυναμίας του ορθολογισμού και της επιστήμης. Η διερεύνηση αυτής του της όψης γίνεται εδώ μέσα από ένα θεατρικό έργο, που εστιάζει στη ζωή του δημιουργού του θεωρήματος, καθώς και δύο δοκίμια που μελετούν τη θέση του στην ιστορία ιδεών.

Κριτική:

Η λογική της παράνοιας


Η δημιουργία είναι ένα μυστήριο το οποίο μπορούμε να εκπορθήσουμε μόνο με τη λογική


Με τον Απόστολο Δοξιάδη γνωριζόμαστε σχεδόν τριάντα χρόνια, από την προϊστορική εκείνη εποχή που πρωτοδημοσίευσα· άλλος όμως ήταν ο λόγος για τον οποίο έσπευσα να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε και κατέληξα να γράφω γι αυτό. Από την παράνοια στους αλγόριθμους. Από τον τίτλο ακόμα, η μαγική για μένα λέξη, η λέξη-μαγνήτης υπήρξε η τρίτη στη σειρά, η «παράνοια», και όχι οι «αλγόριθμοι», όπως υποπτεύομαι ότι συνέβη με πολλούς από τους όψιμους αναγνώστες του Δοξιάδη, που ενδιαφέρονται για τη «μαθηματική λογοτεχνία». Και επειδή πολύ απέχω από το να θεωρηθώ φίλος της, η έλξη που άσκησαν επάνω μου βιβλία του σαν το πρόσφατο ή ο περίφημος πια «Θείος Πέτρος», σημαίνει ακόμη περισσότερα. Δύο είναι, νομίζω, σήμερα τα κυρίαρχα ρεύματα στην παγκόσμια λογοτεχνία: εκείνο που ενσωματώνει άφθονο πραγματολογικό υλικό (κάτι απολύτως ταιριαστό με την ψηφιακή εποχή μας) και εκείνο που εξερευνά τον κυριολεκτικά απύθμενο κόσμο της φαντασίας. Η «μαθηματική λογοτεχνία», ως παρακλάδι του πρώτου ρεύματος, μπορεί να προβιβαστεί σε ένα από τα πλέον στοχαστικά, αρκεί τα μαθηματικά να μην παραμένουν πρόφαση, σκέτο διακοσμητικό στοιχείο.


Ο «Θείος Πέτρος και η Εικασία του Γκόλντμπαχ» δεν ανήκει απλώς στα έργα που ξεφεύγουν από τα στενά όρια της όποιας κατηγοριοποίησής τους, αλλά επιπλέον είναι εκείνο που άνοιξε τον δρόμο στο συγκεκριμένο είδος. Πρωτοδημοσιεύτηκε στη γλώσσα μας το 1992, καιρό πριν εμφανιστούν διεθνώς μυθιστορήματα με θέμα που άπτεται των μαθηματικών. Για τη μοναδική καριέρα του στο εξωτερικό, από το 2000 που εκδόθηκε στα αγγλικά, έγραψα και παλιότερα (το χρονικό της αφηγείται ο ίδιος ο Δοξιάδης στο βιβλίο μου «Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας»). Η διάκριση αυτή του «Θείου Πέτρου» αποτελεί τιμή για τα γράμματά μας, που είχαν να δουν τέτοιες δόξες από την εποχή του Βασιλικού και του Σαμαράκη, με το «Ζ» και «Το λάθος», αντίστοιχα. Μέσω του Δοξιάδη, η νεοελληνική λογοτεχνία υπενθύμισε την παρουσία της σε μια σκηνή από την οποία λάμπουμε διά της απουσίας μας. Και δεν μιλάω καθόλου επιτιμητικά γι αυτό, όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια. Δεν πιστεύω ότι οφείλει να απολογηθεί η Θεσσαλία επειδή δεν φύονται εκεί, όπως στην Αίγυπτο, χουρμαδιές. Ωστόσο ο Δοξιάδης έφτασε στο σημείο να «προφητεύσει» μια ολόκληρη, παγκόσμια σήμερα πια, λογοτεχνική τάση. Αποδεικνύοντας ότι η οπτική γωνία που σου επιβάλλει η περιφέρεια του πλανήτη δεν είναι εξ ορισμού περιορισμένη και επαρχιώτικη, αλλά μπορεί κάποτε να σου χαρίσει μια διαύγεια εντονότερη από εκείνη της μητρόπολης, μια διαύγεια πρωτοποριακή.


Κουρτ Γκέντελ, ο μεγαλύτερος επιστήμων της λογικής στη νεότερη εποχή. Αυτός που αποκάλεσαν «νέο Αριστοτέλη». Ενας από τους εφτά διανοητές που ευθύνονται για τις ριζικότερες μεταβολές στην πορεία της ανθρωπότητας από τα τέλη του 19ου ώς τις αρχές του 20ού αιώνα. Μια θέση ανάμεσα στους Δαρβίνο, Μαρξ, Νίτσε, Φρόιντ, Αϊνστάιν, Χάιζενμπεργκ. Ο πατέρας του θεωρήματος της μη πληρότητας της λογικής, λοιπόν, πεθαίνει από υποσιτισμό, επειδή φοβάται ότι κάποιοι θέλουν να τον δηλητηριάσουν. Ο «πιο λογικός άνθρωπος στον κόσμο» πεθαίνει έχοντας βυθιστεί στην παράνοια. Αυτός ο πλήρης φαύλος κύκλος, αυτό το ζωντανό «όπερ έδει δείξαι» της μη πληρότητας της λογικής, αυτό το ποιητικό παράδοξο, αυτή η μυθιστορηματική ειρωνεία είναι το θέμα του θεατρικού έργου «Η δέκατη έβδομη νύχτα», ενός από τα δύο βασικά κείμενα που περιλαμβάνει το πρόσφατο βιβλίο του Δοξιάδη «Από την παράνοια στους αλγόριθμους».


Στην άκαμπτη, κλειστή, θα λέγαμε, λογική του ίδιου του Γκέντελ, αντιπαρατίθεται η κοινή λογική της διαιτολόγου του, που παλεύει να τον πείσει να φάει. Η Μέρι Πίρσον είναι το πιο σπαρταριστό πρόσωπο του έργου, ένα υλικό που απειλεί να τιναχτεί έξω από τις σελίδες και να γίνει παράσταση από μόνο του, μια αβίαστη απόδειξη του θεατρικού ταλέντου τού συγγραφέα. Η γυναίκα αυτή πραγματοποιεί μια επίδειξη λογικής ακροβασίας, διασταυρώνοντας το ξίφος της με την ξεροκέφαλη, πεισματική άρνηση του Γκέντελ. Σε τέτοιο βαθμό ώστε πια να μην ξέρεις ποιος από τους δυο τους είναι ο πιο λογικός άνθρωπος στον κόσμο! Κι όμως, η λογική της Μέρι δεν παύει να έχει κι αυτή τις μαύρες τρύπες της, τα τυφλά της σημεία, τη μη πληρότητά της. Η μικρή της κόρη, η Σάντρα, πάσχει από νευρική ανορεξία. Μια ασθένεια την οποία η διαιτολόγος μητέρα της, όχι μόνο δεν μπορεί να θεραπεύσει αλλά και σε μεγάλο βαθμό την προκάλεσε. Εν ολίγοις, στη «Δέκατη έβδομη νύχτα», το γνωστό θεώρημα του Γκέντελ δεν επαληθεύεται μόνον επάνω στο πετσί του εμπνευστή του. Το ίδιο ακριβώς κάνουν και τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, με τον δικό του τρόπο το καθένα. Η αλλιώς, η μη πληρότητα της λογικής έχει γενική ισχύ, την επαληθεύουν οι ζωές όλων μας.


Το δεύτερο κείμενο του βιβλίου είναι ένα εκτενές δοκίμιο, υπό μορφήν διαλόγου ανάμεσα στον συγγραφέα κι έναν συνομιλητή του, ο οποίος παίζει συχνά τον ρόλο του τοίχου όπου ρίχνουμε το μπαλάκι. Εάν εξαιρέσει κανείς κάποια ελάχιστα σημεία περί μαθηματικών που με δυσκόλεψαν, η πολυσέλιδη αυτή συζήτηση παρακολουθείται απρόσκοπτα και ειλικρινά ρέει σαν νερό, παρά το εξ αντικειμένου δύσβατο περιεχόμενό της. Εν μέρει επειδή η στάση του Δοξιάδη απέναντι στο θέμα του ισορροπεί μεταξύ εμβρίθειας και ελαφρότητας, ή καλύτερα ίσως αθωότητας, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται κάθε διδακτισμός. Κυρίως όμως επειδή ο βαθύτερος στόχος αυτού του δοκιμίου δεν είναι αποφατικός, ο συγγραφέας του δεν θέλει να μας οδηγήσει σε κάποια οριστικά και αμετάκλητα συμπεράσματα. Αντιθέτως, ο στοχασμός των συγκεκριμένων σελίδων κατάγεται ευθέως από τον μυθιστορηματικό στοχασμό, που είναι πάντοτε παιγνιώδης, ειρωνικός, συχνά αυτοαναιρούμενος, ερωτηματικός. Κι έτσι μπορώ τελικά να πω ότι έμαθα πολλά από αυτό το βιβλίο, αλλά όχι με την έννοια των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Προβληματίστηκα γόνιμα, αυτό το είδος μάθησης εννοώ. 


Το δοκίμιο-συζήτηση, που δάνεισε τον τίτλο του και σε ολόκληρο το βιβλίο, ερευνά διεξοδικά το κατά πόσον «η μεγαλειώδης ιστορία της δημιουργίας της σύγχρονης λογικής είναι σε μεγάλο βαθμό μια ιστορία ψυχοπαθολογικών περιπτώσεων», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Δοξιάδης. Γενικεύοντας, θα λέγαμε ότι το θέμα του διαλόγου δεν είναι άλλο από τη σχέση δημιουργικότητας και μικρής ή μεγάλης ψυχικής διαταραχής. Μια σειρά εκτροπών από τη λογική συμπεριφορά -από την αποκοπή, τον ψυχαναγκασμό και την αντιδραστική νεύρωση ώς το ψυχωσικό θάρρος- εξετάζονται αναφορικά με τη δημιουργικότητα. Αποτελούν άραγε αναγκαίες προϋποθέσεις της; Η μήπως είναι η ίδια η δημιουργικότητα που γεννάει την ψυχική διαταραχή; Και φυσικά η παράνοια κατέχει εδώ τα σκήπτρα, όχι επειδή είναι η κορωνίδα των διαταραχών αλλά γιατί είναι η πιο λογική από κάθε άλλη εκτροπή. Η όπως το θέτει ο συγγραφέας, επειδή «λειτουργεί βρίσκοντας στο περιβάλλον περισσότερο νόημα από όσο πραγματικά υπάρχει».


Εντέλει η λέξη-μαγνήτης για μένα στον τίτλο ήταν μεν η «παράνοια», αλλά σε άμεση γειτνίαση με τους «αλγόριθμους». Η μάλλον η «παράνοια» ως θέμα προς διαπραγμάτευση από κάποιον όπως ο Απόστολος Δοξιάδης, κάποιον που διαθέτει εξασκημένη ορθολογική σκέψη χωρίς να παύει ταυτόχρονα να είναι και δημιουργός. Δηλαδή, ένας έμπρακτος υπερασπιστής του ανορθολογικού βάθους των πραγμάτων, όπως είναι, συνειδητά ή μη, κάθε δημιουργός. Η διαφορά του Δοξιάδη από όσους ρέπουν προς μια ανορθολογική, δαιμονική εξερεύνηση του ανορθολογικού στο έργο τους, είναι ότι εκείνος διαχειρίζεται απολύτως ορθολογικά, όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν μαθηματικό, τα ανορθολογικά στοιχεία του εκάστοτε θέματός του. Η αλλιώς, τη μη πληρότητα της λογικής, για να θυμηθούμε τον πρωταγωνιστή της «Δέκατης έβδομης νύχτας». Η δημιουργική δουλειά του Δοξιάδη θα μπορούσε άνετα να έχει ως επίγραμμά της τον αφορισμό του Τσέστερτον, που αναφέρεται μες στο βιβλίο: «Ο παράφρων δεν είναι αυτός που έχει χάσει τη λογική του. Είναι αυτός που έχει χάσει τα πάντα εκτός από τη λογική του». Ο Δοξιάδης ξέρει ότι η δημιουργία είναι ένα μυστήριο, κι ο τρόπος του για να το εκπορθήσει είναι να το πολιορκεί όσο πιο ψύχραιμα και αναλυτικά και λογικά γίνεται. Με άλλα λόγια, όχι από την παράνοια στους αλγόριθμους αλλά από τους αλγόριθμους στην παράνοια.


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/06/2007