επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα
Σόλων: ένας απ' τούς 7 αρχαίους σοφούς, εξάδελφος τού Πεισίστρατου, τροποποίησε τούς νόμους τού Δράκοντος, πού είχαν μοναδική ποινή τόν θάνατο γιά οποιοδήποτε αδίκημα. Οι νόμοι τού Σόλωνος προέβλεπαν: 1) στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων σέ πολίτη, ο οποίος κατά τίς πολιτικές διαμάχες απέφευγε νά πάρει θέση. 2) απαγόρευση κακολογίας αποθανόντων, αλλά καί ζώντων σέ δημοσίους χώρους. 3) έλεγχο απ' τόν Άρειο Πάγο, από πού καθένας αντλεί τούς πόρους γιά νά ζεί, καί κολασμό αέργων. 4) απαγόρευση εξαγωγής προϊόντων ( συκοφάντης ) πλήν ελαίου. Ο Σόλων πέθανε σέ βαθύ γήρας καί η τέφρα του διεσκορπίσθη στήν Σαλαμίνα.
Κυλώνειον άγος: η σφαγή υπό ανδρών τού άρχοντος Μεγακλέους τών συνωμοτών τού Κύλωνος, οι οποίοι αρχικά είχαν καταφύγει ως ικέτες ατό ναό τής Αθηνάς στήν Ακρόπολη.
γυναικονόμοι: άρχοντες στήν Αθήνα καί άλλα μέρη, οι οποίοι επέβλεπαν τά ήθη καί τήν κοσμιότητα τών γυναικών.
ιππικόν διάστημα: η απόσταση, τήν οποία διέτρεχαν οι ίπποι κατά τούς ιππικούς αγώνες καί ήταν ίση μέ 4 στάδια=4*185=740 μέτρα.
Θεσμοθέται: οι 6 από τούς εννέα άρχοντες τών Αθηνών.
Κύρβεις: ξύλινοι άξονες, επί τών οποίων εγράφησαν οι νόμοι τού Σόλωνος.
Σόλοι: αρχαία πόλη στήν Κύπρο, πού αρχικά λεγόταν Απαία αλλά πρός τιμήν τού Σόλωνος άλλαξε τό όνομά της. Ο Σόλων συνέβαλε στήν μετακίνηση καί τήν διακόσμηση τής νέας πόλης, φιλοξενούμενος απ' τόν βασιλιά της Φιλόκυπρον.
Κλέοβις - Βίτων: αδέλφια πού ζεύτηκαν τήν άμαξα, επειδή αργούσαν τά βόδια, γιά νά πάνε τήν μητέρα τους στό ιερό τής Ήρας. Αφού έφαγαν, ήπιαν καί έπεσαν νά κοιμηθούν, δέν ξαναξύπνησαν αποβιώσαντα εν μέσω δόξης λαμπράς.
Πεισίστρατος: έλαβε τήν εξουσία απ' τόν Δήμο, αφού είχε τεθεί επικεφαλής τών Θητών (φτωχότερη τάξη), παρά τίς αντιδράσεις τού Σόλωνος. Τόν Σόλωνα όμως χρησιμοποίησε ως σύμβουλό του καί εφρόντισε γιά τήν εφαρμογή μάλιστα τών νόμων του. Ήτο δίκαιος καί αγαπητός στόν λαό άν καί τύραννος.
Θέσπις: άνοιξε τόν δρόμο πρός διαμόρφωση τής τραγωδίας σέ ποιητικό είδος.
Ποπλικόλας
Ύπατος τών Ρωμαίων εκλεγείς 4 φορές. Πολέμιος τού βασιλιά τόν οποίο εκτόπισε. Πρώτα ονομαζόταν Ουαλέριος καί μετά Ποπλικόλας (= αυτός πού θεραπεύει τόν λαό). Εφάρμοζε τούς νόμους τού Σόλωνα καί κατήγαγε σημαντικές νίκες κατά τών Τυρρηνών, τών Σαβίνων καί τών Λατίνων.
Θεμιστοκλής: ήταν "νόθος" αφού η μητέρα του δέν ήταν Αθηναία. Υπήρξε πρωτεργάτης τής νίκης τής ναυμαχίας τής Σαλαμίνος. Εξορίστηκε καί κατέφυγε πρώτα στό Άργος, μετά στήν Κέρκυρα, στήν Ήπειρο καί τέλος στόν Ξέρξη καταδιωκόμενος από Σπαρτιάτες καί Αθηναίους (τίς υπερδυνάμεις δηλαδή τής εποχής). Συκοφαντήθηκε ότι συνεργάστηκε μέ τόν Παυσανία (μετά τήν εκτέλεση τού τελευταίου) γι αυτό καί ο διωγμός. Αυτοκτόνησε επειδή δέν ήθελε νά συνεργαστεί μέ τούς Πέρσες κατά τήν εξέγερση τών Αιγυπτίων, επειδή οι τελευταίοι εβοηθούντο απ' τούς Αθηναίους υπό τόν θαλασσοκράτη Κίμωνα. Αξίζει νά σημειωθεί ότι τόν καιρό πού είχε τήν εξουσία εκτέλεσε απεσταλμένους τών Περσών, επειδή χρησιμοποίησαν τήν Ελληνική γλώσσα γιά νά μεταφέρουν εντολές βαρβάρων.
Πυλαγόροι ή Πυλαγόραι: οι αντιπρόσωποι τών πόλεων στά αμφικτυονικά συνέδρια.
Κάμιλλος: ήταν ρωμαίος δικτάτωρ εκλεγείς 5 φορές, πού κατέκτησε τήν πόλιν τών Ουηίων (Τυρρηνία). 300 χρόνια μετά τό κτίσιμο τής Ρώμης εισέβαλαν σ' αυτήν οι Γαλάτες (Κελτοί), οι οποίοι τήν κατέσκαψαν πλήν τού Καπιτωλίου (ακρόπολις). Τέλος όμως τούς νίκησε μετά από 7 μήνες ο Κάμιλλος, ο οποίος επανοικοδόμησε τήν Ρώμη. 13 χρόνια αργότερα πάλι ο Κάμιλλος προστάτεψε τήν Ρώμη νικώντας τούς επανεισβάλοντες Γαλάτες.
Θησεύς: τό όνομά του κατά μία εκδοχή από τήν ΘΕΣΙ τού σπαθιού καί πεδίλων πού άφησε ο Αιγεύς. Κατά άλλη εκδοχή από τήν υιοΘΕΣΙΑ πού τού έκανε αργότερα ο Αιγεύς. Ήταν δέ ξάδελφος τού Ηρακλή. Κατά τήν διαδρομή του από τήν Τροιζήνα στήν Αθήνα ο Θησεύς πραγματοποίησε τούς γνωστούς άθλους σκοτώνοντας κατά σειρά: 1) τόν Περιφήτη τόν ροπαλοφόρο (κορυνήτη) στήν Επίδαυρο. 2) τόν Σίνι τόν πιτυοκάμπτη στόν Ισθμό. Μέ τήν κόρη του ο Θησέας έκανε τόν Μελάνιππον καί αυτός τόν Ίωξο, πού μέ τόν Όρνυτο έκανε αποικία στήν Καρία. Οι Ιωξίδες δέν έκαιαν ούτε θάμνο ούτε σπαράγγι, αλλά τά σεβόταν απ' τό γεγονός ότι η Περικούγη (η κόρη τού Σίνι) παρακαλούσε τά φυτά νά τήν κρύψουν απ' τόν Θησέα καί υποσχόταν ότι δέν επρόκειτο νά τά βλάψει ποτέ. 3) τήν Κρομμυωνία (σύς ή γυναίκα ;), η οποία ονομαζόταν επίσης καί Φαιά. Αυτό έγινε στόν Κρομμυώνα. 4) τόν Σκίρονα, τόν οποίο κατεκρήμνισε στά σύνορα μέ τά Μέγαρα. Λένε όμως γι' αυτόν ότι δέν μπορούσε νά είναι ληστής, ως πεθερός τού Αιακού καί πάππος τού Πηλέως καί τού Τελαμώνος. 5) τόν Κερκύονα τόν Αρκάδα στήν Ελευσίνα. 6) τόν Δαμάστη (Προκρούστη) στόν Ερινεό. 7) τούς Βούσιρι, Άντατο, Κύκνο καί Τέρμερο εξ ού καί τό τερμέρειο κακό πού ήταν συντριβή κεφαλής. Αργότερα ο Θησέας νίκησε τούς Παλλαντίδας (εξαδέλφια του) πού επεδίωκαν τήν διαδοχή τού Αιγέως σκότωσε καί τόν Μαραθώνιο Ταύρο, πού τόν θυσίασε στόν Δελφίνιο Απόλλωνα καί τέλος απάλλαξε τούς Αθηναίους από τόν φόρο τών επτά νέων καί νεανίδων πού εστέλνοντο γιά θυσία στόν Μινώταυρο. Στήν πραγματικότητα ο Μινώταυρος ήταν ισχυρός άνδρας κοντά στόν Μίνωα μέ τό όνομα Ταύρος. Σ' αυτόν έδωσε ο Μίνως τούς 14 νέους καί νέες ως νινητήν γυμνικών αγώνων, πού εγένοντο πρός τιμήν τού γιού του Ανδρόγεω, πού σκοτώθηκε στήν Αττική. Αυτός δέ (ο Ταύρος) εφέρετο βάναυσα στούς νέους αυτούς. Κατά τόν Αριστοτέλη κάποτε στάλθηκαν προσφορά από τόν Μίνωα στούς Δελφούς νέοι ανάμεσα στούς οποίους ήταν καί από τούς "πρός θυσία". Αυτοί μετανάστευσαν αρχικά στήν Ιαπυγία τής νοτίου Ιταλίας καί μετά στήν Θράκη όπου ονομάστηκαν Βοττιαίοι.
Ερεχθεύς: αρχαίος ήρως τής Αττικής, γηγενής καί ανατραφείς από τήν Αθηνά κατά τόν Όμηρο. Πρόγονος τού πατέρα τού Θησέα.
Πέλοψ: βασιλιάς τής Πελοποννήσου μέ αναρίθμητα τέκνα. Ένα απ' αυτά ο Πιτθεύς, ήτο παπούς τού Θησέα από τήν μητέρα του Αίθρα. Ο Πιτθεύς ίδρυσε τήν μικρή πόλη τών Τροιζηνίων καί ήταν γνωστός γιά τήν σοφία του.
Παλλαντίδαι: 50 γιοί τού Πάλλαντος, αδελφού τού Αιγέως.
Αίθρα: μητέρα τού Θησέα. Συνευρέθη μέ τόν Αιγέα, αφού ο τελευταίος εξηπατήθη απ' τόν πατέρα τής Αίθρας Πιτθέα, ως πρός χρησμόν τού Μαντείου τών Δελφών πρός τόν Αιγέα, πού είχε ως εξής: Ασκού τόν προύχοντα πόδα, μέγα φέρτατε λαών, μή λύσης πρίν δήμον Αθηναίων εισαφικέσθαι.
Ειρεσιώνη: κλάδος ελαίας στεφανωμένος μέ μαλλί καί γεμάτος από παντός είδους καρπούς. Έθιμο πού καθιερώθηκε μαζί μέ τό βράσιμο διαφόρων οσπρίων γιορτάζοντας τήν επιστροφή τού Θησέα καί τό τέλος τής αφορίας. Εξ αυτών καί τά χριστουγεννιάτικο δένδρο - πολυσπόρια.
Ιππολύτη (ή Αντιόπη): αμαζών μέ τήν οποία συνέζη ο Θησέας. Μαζί της έκανε τόν Ιππόλυτο.
Φαίδρα: τήν ενυμφεύθη ο Θησέας μετά τόν θάνατο τής Ιππολύτης.
Πειρίθους: φίλος τού Θησέα. Βοήθησε στήν αρπαγή τής ωραίας Ελένης από τόν Θησέα, όταν αυτή ήταν μικρή. Σκοτώθηκε τελικά από τόν βασιλιά τών Μολοσσών Αϊδωνέα, όταν είχαν πάει μέ τόν Θησέα ν' απαγάγουν τώρα τήν κόρη του. Ο Θησέας φυλακίστηκε κι ελευθερώθηκε αργότερα μέ τήν μεσολάβηση τού Ηρακλή.
Μενεσθεύς: στασίασε κατά τού Θησέα βοηθηθείς κι απ' τούς Τυνδαρίδες, πού αναζητούσαν τήν Ελένη καί κατέλαβαν τίς Αφίδνες, όπου μάλιστα συνέλαβαν τήν Αίθρα, η οποία οδηγήθηκε στήν Λακεδαίμονα κι από 'κεί στήν Τροία.
Τέλος τού Θησέα: μετά τήν αποτυχημένη προσπάθεια νά πείσει τούς στασιαστές καί τούς Αθηναίους έφυγε απογοητευμένος στόν Λυκομήδη τής Σκύρου, ο οποίος λέγεται ότι τόν κατακρήμνισε είτε διότι φοβήθηκε τήν φήμη τού Θησέα, είτε διότι ήθελε νά ευχαριστήσει τόν Μενεσθέα, ο οποίος τώρα βασίλευε στήν Αθήνα. Τά οστά τού Θησέα αργότερα ανακομίστηκαν στήν Αθήνα απ' τόν Κίμωνα, ο οποίος τά εντόπισε ύστερα από κτύπημα καί διαχωρισμό τής τοποθεσίας υπό αετού. Αξίζει νά σημειωθεί ότι ο Παυσανίας αναφέρει πώς κατά τήν μάχη τού Μαραθώνα εμφανίστηκε τό φάντασμα τού Θησέα γιά νά εμψυχώσει τούς Αθηναίους κατά τών βαρβάρων Περσών.
Άβαντες: αρχαιότατοι κάτοικοι τής Εύβοιας, πού προερχόταν απ' τήν Θράκη καί έλαβαν τό όνομά τους από τάς Αβάς τής Φωκίδος. Έλαβαν μέρος στόν Τρωϊκό πόλεμο μέ 40 πλοία καί μέ αρχηγό τόν Ελεφήνονα.
Αρχίλοχος: ποιητής καταγόμενος απ' τήν Πάρο καί δημιουργός τής λεγομένης ιαμβικής ποιήσεως. Έζησε κατά τά μέσα τού 7ου π.Χ. αιώνος.
Ρωμύλος
Εκδοχές ονόματος Ρώμης:
1. απ' τούς Πελασγούς πού εγκαταστάθηκαν εκεί, λόγω τής ρώμης τους.
2. απ' τήν Ρώμη, γυναίκα πού έφτασε εδώ απ' τήν Τροία, μετά τήν καταστροφή της, εν μέσω βεβαίως πολλών άλλων, λόγω τής υπεροχής της κατά τήν σύνεση αλλά καί τήν οικογενειακή της προέλευση.
3. απ' τήν Ρώμη, κόρη τού Ιταλού καί τής Λευκαρίας ή τού Τηλέφου (υιού τού Ηρακλέους), πού παντρεύτηκε τόν Αινεία ή τόν Ασκάνιο, τόν γιό τού Αινεία.
4. απ' τόν Ρωμανό, γιό τού Οδυσσέως καί τής Κίρκης.
5. απ' τόν Ρώμο, γιό τού Ημαθίωνος, πού απεστάλη στήν περιοχή εκ τής Τροίας υπό τού Διομήδους
6. απ' τόν Ρώμι, τύραννο τών Λατίνων, αφού εξέβαλε τούς Τυρρηνούς, οι οποίοι διεπεραιώθηκαν απ' τήν Θεσσαλία στήν Λυδία κι από 'κεί στήν Ιταλία.
7. απ' τόν Ρωμύλο (επικρατέστερη εκδοχή), ο οποίος ήταν γιός τού Αινεία καί τής Δεξιθέας κατά μερικούς συγγραφείς καί μεταφέρθηκε στήν Ιταλία κατά τήν νηπιακή ηλικία μαζί μέ τόν αδελφό του Ρώμο, κατ' άλλους δέ είναι γιός τής Ρώμης καί τού Λατίνου (γιού τού Τηλεμάχου) καί τέλος κατ' άλλους είναι γιός τής Αιμιλίας (κόρης τού Αινεία) μέ συνεύρεση μέ τόν Άρη κ.λ.π. Ενδιαφέρον παρουσιάζει καί ο μύθος τού Προμαθίωνα, πού έγραψε τήν ιστορία τής Ιταλίας. Κατ' αυτόν στόν βασιλιά τών Αλβανών Ταρχέτιον παρουσιάστηκε ως φάντασμα ένας φαλλός ανυψούμενος απ' τήν εστία τού σπιτιού του καί παρέμενε επί πολλές μέρες εκεί. Επειδή δέ έλαβε χρησμό από μαντείο τής Τηθύος ότι η παρθένος πού θά συνουσιαστεί μέ τό φάντασμα θά γεννήσει ενδοξότατο τέκνο, διέταξε μιά κόρη του νά συνευρεθεί μέ τόν φαλλό. Αυτή όμως έστειλε μιά υπηρέτρια ενώ όταν τό έμαθε ο Ταρχέτιος τίς έκλεισε καί τίς δύο σέ φυλακή καί θά παντρευόταν μόνο άν τέλειωναν τήν ύφανση ιστού, τόν οποίο όμως άλλες γυναίκες διέλυαν κατ' εντολήν του. Όταν η υπηρέτρια γέννησε τελικά, έκανε δίδυμα, τά οποία ο Ταρχέτιος παρέδωσε στόν Τεράτιο νά τά φονεύσει. Εκείνος όμως τά άφησε δίπλα στό ποτάμι, όπου τρέφονταν από διάφορα πτηνά καί μιά λύκαινα. Τελικά ανετράφησαν από βουκόλο πού τά βρήκε καί όταν μεγάλωσαν επετέθησαν κατά τού Ταρχετίου καί τόν νίκησαν. Πρόκειται γιά τούς Ρώμο καί Ρωμύλο. Πιό κοντά στήν πραγματικότητα όμως είναι τά εξής κατά τόν Έλληνα Διοκλή Πεπαρήθιο καί τόν Φάβιο Πίκτορα: Απ' τούς απογόνους τού Αινεία προήλθαν οι βασιλείς Νομήτωρ καί Αμούλιος (αδέλφια). Ο Νομήτωρ πήρε τήν βασιλεία, ενώ ο Αμούλιος τό χρήμα, μέ τό οποίο όμως κατόρθωσε νά υφαρπάσει τήν βασιλεία καί νά καταστήσει τήν κόρη τού Νομήτορος ιέρεια τής Εστίας γιά νά μείνει παρθένος. Αυτή όμως έμεινε τελικά έγκυος παραβαίνοντας τό νόμο γιά τίς ιέρειες καί φυλακίστηκε απ' τόν Αμούλιο. Γέννησε δύο υπερμεγέθη παιδιά, πού ο Αμούλιος διέταξε έναν υπηρέτη νά τά σκοτώσει. Αυτός όμως τά έβαλε σέ μιά σκάφη, πού τήν παράτησε στήν όχθη ποταμού, η οποία παρασύρθηκε καί κατέληξε σέ μή κρημνώδη τόπο, όπου τά παρέλαβε ένας χοιροβοσκός τού Αμουλίου. Διηγούνται μάλιστα ότι ονομάστηκαν Ρωμύλος καί Ρώμος απ' τό όνομα τής θηλής τού μαστού (ρούμα στά ιταλικά), διότι τά είδαν νά θηλάζουν τήν λύκαινα (λούπα). Λούπα όμως ονομάζουν οι Λατίνοι καί τήν ακόλαστη γυναίκα καί τέτοια ήταν καί η σύζυγος τού χοιροβοσκού, τό όνομα τής οποίας ήταν Λαυρεντία. Η κόρη τού Νομήτορος πού ονομαζόταν Ρέα, ή Ιλία, ή Συλβία, ισχυριζόταν ότι έμεινε έγκυος απ' τόν Άρη, άλλοι όμως λένε ότι αυτή διεκορεύθη απ' τόν ίδιο τόν Αμούλιο, ο οποίος τελικά εφονεύθη απ' τούς Ρώμο καί Ρωμύλο.
Λυκούργος: σύγχρονος (;) τού Ομήρου. Αντέκρουσε τήν πρόταση τής γυναίκας τού αδελφού του Πολυδέκτη, πού ήταν ο βασιλιάς, νά εξοντώσει τό έμβρυο πού κυοφορούσε, όταν σκοτώθηκε ο Πολυδέκτης σέ κάποια συμπλοκή, προκειμένου νά μείνει ο Λυκούργος βασιλιάς μέ τήν ίδια στό πλευρό του. Επισκέφθηκε τό Μαντείο τών Δελφών, απ' όπου έφερε χρησμό, τόν οποίο ονομάζουν ρήτρα καί υποδείκνυε πώς νά οργανώσει καί κυβερνήσει τόν λαό. Έκανε αναδασμό τής γής, κατέστησε τό νόμισμα άχρηστο, οργάνωσε τά συσσίτια καί έκανε τόν πλούτο ανεπιθύμητο καί περιφρονητέο. Νά σημειωθεί ότι στήν Σπάρτη εισήχθη χρυσός καί άργυρος μετά τό τέλος τού Πελοποννησιακού πολέμου από τόν νικητή τής μάχης στούς Αιγός ποταμούς Λύσανδρο. Από τότε άρχισε η διαφθορά τών πολιτών. Μαζί μέ τόν Ίφιτο ο Λυκούργος αναδιοργάνωσε τούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Λυκούργος αφού απέσπασε όρκους απ' τούς συμπολίτες του ότι δέν θ' αλλάξουν τό πολίτευμα πρίν τήν επάνοδό του απ' τούς Δελφούς, πέθανε από οικειοθελή ασιτία, διότι πίστευε ότι ακόμα καί ο θάνατος πολιτικού ανδρός πρέπει νά συνδυάζεται μέ πολιτική πράξη. Λέγεται ότι κατά παράκλησή του η τέφρα του διασκορπίστηκε ώστε νά μήν είναι δυνατή η επάνοδός του στήν Σπάρτη καί συνεπώς καί η αλλαγή τού πολιτεύματος, τό οποίο τελικά ίσχυσε 500 χρόνια. Τήν κρυπτεία ο Πλούταρχος δέν τήν αποδίδει στόν Λυκούργο, τόν οποίο άλλωστε θεωρεί αγαπητόν στούς θεούς.
δέσποινες: εκαλούντο οι γυναίκες τών Σπαρτιατών, διότι καθίσταντο κυρίαρχοι τών σπιτιών, αφού οι σύζυγοι συνήθως έλλειπαν σέ εκστρατείες.
η διαπαιδαγώγηση τών νέων στήν Αθήνα ήταν έργο τών δούλων καί όχι ελευθέρων ανθρώπων, διά τούτο εκακίζοντο οι Αθηναίοι απ' τόν Πλάτωνα.
η πρός τό λαλείν ακρασία κενόν τόν λόγον ποιεί καί ανόητον.
Αρμοστής: τίτλος τού Σπαρτιάτη, πού απεστέλλετο νά διοικήσει μιά πόλη ή νήσο. Ελέγετο καί Σωφρονιστής, διότι σκοπός τους ήτο νά διδάξουν καί νά επιβάλλουν σώφρωνα διαταγή. Οι Αθηναίοι έστελναν φρουρά.
Στεφανίτης: αγών μέ έπαθλο στεφάνι από κλάδο ελαίας ή δάφνης. Τέτοιοι ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου οι αγώνες στήν αρχαία Ελλάδα.
Αργυρίτης: αγών μέ χρηματικές αμοιβές.
Νουμάς: κατήγετο απ' τήν Σαβινική πόλη Κύρεις. Οι Σαβίνοι ήταν άποικοι τών Λακεδαιμονίων. Εγεννήθη τήν ημέρα πού ο Ρωμύλος έκτισε τήν Ρώμη. Άν καί ήταν γαμπρός τού συμβασιλέα τού Ρωμύλου, Τατίου, νυμφευθείς τήν κόρη του Τατία, δέν ζούσε στήν οικία τού βασιλιά, αλλά προτιμούσε νά ζεί μεταξύ τών Σαβίνων περιθάλποντας τόν γέροντα πατέρα του, μακράν πάσης πολυτελείας. Οι αντιλήψεις του δέ πρόδιδαν τήν Ελληνική του παιδεία. Αργότερα μετά τόν θάνατο (εξαφάνιση) τού Ρωμύλου, ορίστηκε βασιλιάς απ' τούς Ρωμαίους πατρικίους. Οι πατρίκιοι ήταν Ρωμαίοι καί Σαβίνοι. Πέθανε λίγο μετά τά 80 του.
Πυθαγόρας ο Σπαρτιάτης: σύμβουλος τού Νουμά, ολυμπιονίκης κατά τό 716 - 713 π.Χ.
Ποντίφηξ: θεσμός πού ιδρύθηκε απ' τόν Νουμά καί ονομάστηκε έτσι επειδή οι τελετές γινόταν πάνω σέ γέφυρα.
ιερόν πύρ: δετηρείτο άσβεστο σέ διάφορα μέρη τής Ελλάδος. Τήν φύλαξί του είχαν αναλάβει οι Εστιάδες Παρθένες στήν Ρώμη επί Νουμά, ενώ στούς Δελφούς ηλικιωμένες γυναίκες.
οι μήνες επί Ρωμύλου:
1ος : Μάρτιος: αφιερωμένος στόν Άρη (Mars)
2ος : Απρίλιος: απ' τήν Αφροδίτη, κατ' άλλους απ' τό (aperio = ανοίγω)
3ος : Μάϊος: απ' τήν Μαία, μητέρα τού Ερμού.
4ος : Ιούνιος: απ' τήν Ήρα (Juno)
5ος : Ιούλιος: απ' τόν Ιούλιο καίσαρα, πού νίκησε τόν Πομπήϊο στάς Κυνός Κεφαλάς στά Φάρσαλα.
6ος : Αύγουστος: (= σεβαστός) απ' τόν δεύτερο καίσαρα Οτάβιο πού ονομάστηκε Αύγουστος.
7ος : Σεπτέμβριος: απ΄τήν σειρά του (sette)
8ος : Οκτώβριος: απ' τήν σειρά του (otto)
9ος : Νοέμβριος: απ' τήν σειρά του (nove)
10ος: Δεκέμβριος: απ' τήν σειρά του (dieci)
Μετά προστέθηκαν απ' τόν Νουμά ο μήνας Ιανουάριος, πού πήρε τό όνομά του απ' τόν θεό ή βασιλιά Ιανό μέ τίς δύο μορφές του, τήν πολεμική καί τήν ειρηνική καί ο μήνας Φεβρουάριος, πού ήταν μήνας εξαγνισμού.
Όλβιος εκείνος, ο οποίος κατεχόμενος απ' τήν ορμήν πρός τήν μάθησην καί τάς φιλοσοφικάς ζητήσεις απέχει πάσης αδίκου πράξεως ερευνών μόνον καί ανιχνεύων τήν αλήθειαν τών ανθρωπίνων πραγμάτων. (κατά τόν Αριστοτέλη)
Περικλής: εννιά φορές στρατηγός καί νικητής. Έστησε τρόπαια καί δόξασε τήν Αθήνα. Μετέφερε τό συμμαχικό ταμείο από τήν Δήλο στήν Αθήνα καί διέθεσε πολλά χρήματα, μέ τά οποία κόσμησε τήν Αθήνα. Απέτρεψε τήν θαλασσοκρατία τών Σαμίων νικώντας τους. Κατηγορήθηκε πάντως ως αίτιος τού Πελοποννησιακού πολέμου, αφού επέμεινε στό Μεγαρικό Ψήφισμα, αλλά αρνήθηκε καί νά υποβάλει απολογισμό εξόδων καί γι αυτό ίσως υποδαύλιζε τόν πόλεμο.
Άσπρες μέρες: κατά τήν διάρκεια πολιορκίας τής Σάμου από Αθηναίους υπό τόν Περικλή, επειδή οι στρατιώτες δυσφορούσαν κι ήθελαν νά πολεμούν παρά νά περιμένουν πολιορκώντας, ο Περικλής επενόησε άσπρους κλήρους, πού σέ όποιους έπεφταν αυτοί μπορούσαν νά διασκεδάζουν καί νά περνούν καλά, ενώ οι υπόλοιποι συνέχιζαν τήν πολιορκία.
Κίμων: πολιτικός αντίπαλος τού Περικλή, ολιγαρχικός, πολύ αγαπητός στό λαό, διότι παρέθετε δείπνα στούς φτωχούς καί είχε ξέφραγα τά κτήματά του, γιά νά παίρνει ελεύθερα γεννήματα όποιος είχε ανάγκη. Εξοστρακίστηκε απ' τόν Περικλή ως τάχα φιλοσπαρτιάτης. Η εξορία τού εξοστρακισμού διαρκούσε 10 χρόνια. Σέ εισβολή όμως τών Σπαρτιατών στήν Τανάγρα προσφέρθηκε νά πολεμήσει στό πλευρό τών Αθηναίων, γιά νά αποδείξει έμπρακτα τό αναληθές τής κατηγορίας, αλλ' εξεδιώχθη απ' τούς ανθρώπους τού Περικλή. Αργότερα όμως οι Αθηναίοι νοστάλγησαν τόν Κίμωνα καί αντιλαμβανόμενος τούτο ο Περικλής μεθόδευσε ο ίδιος τήν επάνοδο τού Κίμωνος, ο οποίος πέτυχε ειρήνη μεταξύ Σπάρτης καί Αθήνας καί τεθείς επικεφαλής τού στόλου προέβαινε σέ λεηλασίες πόλεων τού Πέρση βασιλιά. Σκοτώθηκε στήν Κύπρο.
Πολυκράτης: τύραννος τής Σάμου τόν 6ο π.Χ. αιώνα. Επί τών ημερών του η Σάμος ήταν τό ισχυρότερο κράτος τής Ελλάδος.
Φάβιος-Μάξιμος: τό σόϊ τών Φαβίων έλκει τήν καταγωγή του απ' τόν Φάβιο τόν γιό τού Ηρακλή καί μιάς νύμφης. Ο Μάξιμος ήταν ο 4ος Φάβιος. Πέντε φορές χρημάτισε ύπατος. Εκλέχτηκε δέ δικτάτωρ μετά από ήττα πού υπέστησαν οι Ρωμαίοι απ' τόν Αννίβα κοντά στήν λίμνη Θρασυνία τής Τυρηννίας. Ο Μάξιμος αποφάσισε ν' αντιμετωπίσει τόν Αννίβα συντηρητικά καί νά τόν εξαντλήσει κάνοντας όμως τούς Ρωμαίους νά δυσφορούν. Έτσι διόρισαν συνδικτάτορα καί τόν Μινούκιο, ο οποίος ανέλαβε τό μισό στράτευμα. Σύντομα όμως ο Μινούκιος ηττήθηκε απ' τόν Αννίβα, διεσώθη απ' τόν Μάξιμο, παραδέχτηκε τά σφάλματά του καί έγινε υποστηρικτής του. Μετά από αυτά ο Φάβιος παραιτήθηκε απ' τήν δικτατορία. Πέθανε από γηρατειά καί ενώ ο Σκιπίων μεγαλουργούσε στήν Λιβύη καί λίγο μετά τόν θάνατο τού Φαβίου κατενίκησε τόν Αννίβα καί κατέκτησε τήν Καρχηδόνα. Νά σημειωθεί ότι ο Φάβιος αντιτασσόταν σέ εκστρατεία τού Σκιπίωνα.
Αλκιβιάδης: πλούσιος, ωραίος, αλλοπρόσαλος καί προσαρμοστικότατος. Μετά πού τού ζήτησαν οι Αθηναίοι νά επιστρέψει στήν πατρίδα γιά νά δικαστεί γιά τίς Ερμές, δραπέτευσε καί κατέφυγε στήν Σπάρτη, τήν οποία ωφέλησε αποκτώντας όμως δύναμη αλλά καί φθόνο από ανταγωνιστές του καί κυρίως απ' τό βασιλιά Άγι, μέ τήν γυναίκα τού οποίου έκανε τόν Λεωτυχίδη. Κατηγορήθηκε λοιπόν καί από τούς Σπαρτιάτες καί κατέφυγε στόν Τισσαφέρνη, σατράπη τής Λυδίας. Μετά πάλι βοήθησε τούς Αθηναίους νά καταλύσουν τό καθεστώς τών 400 τό 410 π.Χ. καί νά αποκαταστήσουν τήν δημοκρατία. Βοήθησε μάλιστα τό τό Αθηναϊκό ναυτικό νά καταναυμαχήσει τό Σπαρτιατικό. Τελικά επανήλθε στήν Αθήνα γενόμενος δεκτός μέ παλλαϊκή υποδοχή. Πάλι όμως υπονομεύτηκε καί έφυγε απ' τήν Αθήνα, δρώντας ανεξάρτητα καί βοηθώντας Ελληνικές πόλεις κατά τών βαρβάρων, κατέφυγε δέ στόν Αρταξέρξη. Εν τώ μεταξύ ηττήθηκαν οι Αθηναίοι στούς Αιγός ποταμούς. Τέλος ο Αλκιβιάδης δολοφονήθηκε σέ μιά μικρή πόλη τής Φρυγίας. Κατά τόν Εύπολιν ο Αλκιβιάδης ήτο " λαλείν άριστος, αδυνατώτατος λέγειν ".
Νικίας: πολιτικός καί στρατιωτικός ηγέτης, πού έδρασε κατά τόν Πελοποννησιακό πόλεμο. Απέτυχε στήν εκστρατεία κατά τών Συρακοσίων, όπου αιχμαλωτίστηκε καί σκοτώθηκε.
Νικίειος ειρήνη: 421 - 418 π.Χ. Τήν πέτυχε ο Νικίας μέ τούς Σπαρτιάτες μετά τήν απελευθέρωση Σπαρτιατών αιχμαλώτων, πού είχε συλλάβει ο Κλέων κατά τήν κατάληψη τής Σφακτηρίας. Τήν υπονόμευσε όμως ο φιλοπόλεμος Αλκιβιάδης.
Αδώνια: γιορτάζονταν σ' ολόκληρη τήν Ελλάδα. Συμμετείχαν μόνο γυναίκες, πού αναπαράσταιναν πένθος σέ πρώτη φάση, γιά τόν πρόωρο θάνατο τού Αδώνιδος, καί μετά χαρά γιά τήν ανάστασί του. Τότε συνέπεσε νά βρεθού αποκεφαλισμένες οι Ερμές καί κατηγορήθηκε ο Αλκιβιάδης (πού συνήθιζε άλλωστε νά μεθά), ο οποίος ετοιμαζόταν γιά τήν εκστρατεία στήν Σικελία μέ συστρατηγό τόν Νικία, παρά τίς αντιρρήσεις τού τελευταίου. Επίσης συστρατήγευε κι ο Λάμαχος.
Τό μέν γάρ εύ χρήσθαι χρήμασι κάλλιον εστίν ή όπλοις, τού δέ χρήσθαι τό μή δείσθαι χρημάτων σεμνότερον.
Γάϊος-Μάρκιος: Ρωμαίος στρατηγός, γεναιότατος αλλά φιλοολιγαρχικός. Τελικά εξορίστηκε καί επανήλθε κατά τής πατρίδος του. Η αποφασιστικά μάχη όμως απετράπη χάρις στήν μητέρα του καί τήν γυναίκα του. Στό τέλος δολοφονήθηκε.
Θεσμός Δημάρχων: καθιερώθηκε τό 494 π.Χ. όταν οι φτωχοί τής Ρώμης έφυγαν απ' τήν πόλι σέ παρακείμενο λόφο διαμαρτυρόμενοι ότι οι πλούσιοι τούς εκμεταλλεύονται. Οι Δήμαρχοι είχαν δικαίωμα "βέτο" προήρχοντο απ' τήν κατώτερη τάξη τών πληβείων (ανώτερη τάξη ήταν οι πατρίκιοι) καί απολάμβαναν ασυλίας θεωρούμενα ιερά πρόσωπα.
Νικίας: Αθηναίος στρατηγός εκ τών ηγετών τής Σικελικής εκστρατείας μολονότι δέν τήν ήθελε ο ίδιος. Στήν αποφασιστική μάχη νικήθηκε απ' τόν Σπαρτιάτη Γύλιππο, αιχμαλωτίστηκε καί αργότερα σκοτώθηκε στήν Φυλακή. Ήταν διστακτικός καί δεισιδαίμων.
Κράσσος: ρωμαίος ύπατος πολέμησε εναντίον τών επαναστατών τού Σπάρτακου καί τούς νίκησε. Τήν δόξα όμως οικειοποιήθηκε ο Πομπήϊος, ο οποίος εξόντωσε τά απομεινάρια τών επαναστατών δούλων. Συμμετείχε μαζί μέ τόν Πομπήιο και Καίσαρα στήν 1η Τριανδρία τό 60 π.Χ. Ηττήθηκε απ' τούς Πάρθους τού Σουρήνα στήν Μεσοποταμία, όπου καί τόν αποκεφάλισαν. Οι Πάρθοι είχαν ιδρύσει κράτος τό 256 π.Χ. μέ τόν Αρσάκη.
Σπάρτακος: ήταν απ' τήν Μαιδική τής Θράκης (Ελληνοπρεπής), πού διασχιζόταν απ' τόν Στρυμώνα ποταμό. Ηγήθηκε τής επανάστασης τών δούλων κατά τών Ρωμαίων. Οι στρατιώτες τού Σπάρτακου έφτασαν τίς 70.000. Νίκησε πολλές φορές τούς Ρωμαίους καί απέβλεπε στήν διαφυγή στίς Άλπεις κι από 'κεί ο καθένας στήν πατρίδα του παρά τίς αντιδράσεις τών στρατιωτών του, πού ένοιωθαν ισχυροί κι ήθελαν νά λεηλατούν τήν Ιταλία. Μετά από πολλές μάχες σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον τού Κράσσου.
Δημοσθένης: απ' τήν Παιανία. Στήν μάχη τής Χαιρώνειας (338 π.Χ.) λιποτάκτησε. Παρ' όλα αυτά οι Αθηναίοι τού ανέθεσαν τήν εκφώνηση τού επικηδείου κατά τήν ταφή τών οστών τών νεκρών τής μάχης. Χρηματιζόταν απ' τούς Πέρσες. Μετά τόν θάνατο τού Φιλίππου πάλι ξεσήκωνε τούς Αθηναίους κατά τού Αλεξάνδρου, τόν οποίο χαρακτήριζε παιδαρέλι. Όταν όμως ο Αλέξανδρος υπέταξε όλους τούς Έλληνες καί οι Αθηναίοι έστειλαν πρεσβεία σ' αυτόν, ο Δημοσθένης εγκατέλειψε τήν πρεσβεία πάλι δειλιάζοντας. Μετά τόν θάνατο τού Αλεξάνδρου ξεσήκωνε τούς Αθηναίους κατά τού Αντιπάτρου. Μόλις όμως κατέβηκαν οι Μακεδόνες καί εγκατέστησαν φρουρά στήν Μουνυχία, πάλι ο Δημοσθένης δείλιασε καί τόσκασε. Τελικά αυτοκτόνησε αφού κατέφυγε ικέτης στόν ναό τού Ποσειδώνα στήν Καλαυρία(Πόρος).
Κικέρων: τό πραγματικό του όνομα ήταν Μάρκος-Τύλιος. Τό Κικέρων προέκυψε απ' τό κίκερ(=ρεβύθι), αυτός πού έχει εξόγκωμα στήν μύτη σάν ρεβύθι. Διδάσκαλοι τού Κικέρωνα ήταν οι Φίλων , Κλειτόμαχος καί πολλοί άλλοι, όλοι φυσικά Έλληνες. Στή μάχη τών Φαρσάλων, πού έγινε τό 48 π.Χ. μεταξύ Καίσαρα καί Πομπηίου καί νίκησε ο Καίσαρ θέτοντας τέρμα στόν εμφύλιο, δέν έλαβε μέρος γιατί ήταν άρρωστος. Αργότερα, πού δολοφονήθηκε ο Καίσαρ απ΄τούς Βρούτο καί Κάσσιο καί ο Γάϊος Αντώνιος κυριαρχούσε στό πολιτικό προσκήνιο ο Κικέρων βοήθησε τόν Οκταβιανό νά γίνει ύπατος αλλά παραγκωνίστηκε απ' αυτόν αφού ο τελευταίος "τά βρήκε" μέ τόν Αντώνιο, πού ήταν αντίπαλος τού Κικέρωνα. Αργότερα βέβαια στήν Ναυμαχία τού Ακτίου τό 31 π.Χ. ο Οκταβιανός (νέος Καίσαρ) νίκησε τόν Αντώνιο καί τήν Κλεοπάτρα καί πήρε συνάρχοντά του τόν γιό τού Κικέρωνα.
Πύρρος: βασιλιάς τών Μολοσσών τής Ηπείρου (μολοσσός = ο έχων βασιλιά). Οι Μολοσσοί εισέβαλαν στήν Ήπειρο μετά τήν άλωση τής Τροίας καί εκτόπισαν τούς Θεσσαλούς ανατολικότερα, απ' τούς οποίους ονομάστηκε καί η Θεσσαλία. Πρώτος βασιλιάς τους ήταν ο Φαέθων. Ο Πύρρος εξεστράτευσε μέ λίγο στρατό στήν Ιταλία. Στήν μάχη τού Άσκλου νίκησε μέν τούς Ρωμαίους, αλλ' υπέστη τέτοιες απώλειες πού αναγκάστηκε νά πεί " άν έτι μίαν μάχην Ρωμαίων νικήσωμεν, απολούμεθα παντελώς" εξ ού καί η γνωστή Πύρριος νίκη. Στό Μάλβέντουμ ηττήθηκε απ' τούς Ρωμαίους καί γι αυτό οι Ρωμαίοι στό εξής τό έλεγαν Μπενεβέντουμ. Ο Πύρρος έμεινε 6 χρόνια στήν Ιταλία - Σικελία καί παρά τίς αλλεπάλληλες νίκες δέν κατάφερε τελικά νά εξασφαλίσει τούς Έλληνες απ' τούς Ρωμαίους καί Καρχηδονίους λόγω τής έλλειψης εφεδρειών, πού δέν τού τίς παρείχαν οι Έλληνες τής Μεγάλης Ελλάδος μολονότι είχε στηριχτεί σ' αυτές όταν ξεκίνησε τήν εκστρατεία. Παρ' όλα αυτά καί παρά τίς πολλές αποστατήσεις Ελληνικών πόλεων, κατάφερε νά φτάσει σέ απόσταση 7 χιλιομέτρων απ' τή Ρώμη. Εγκατέλειψε τήν Ιταλία τό φθινόπωρο τού 285 π.Χ. αφήνοντας εκεί τόν στρατηγό Μίλωνα καί τόν γιό του Αλέξανδρο. Οι Ρωμαίοι μετά τήν μάχη τού Μαλβέντουμ έγιναν κυρίαρχοι όλης τής Ιταλίας. Στή συνέχειο ο Πύρρος μετά από πολλές μάχες στήν Μακεδονία κατά τού Αντιγόνου (γιού τού Δημητρίου καί εγγονού τού Αντιγόνου, τού διαδόχου τού Μ. Αλεξάνδρου) ήλθε καί στήν Πελοπόννησο, όπου συνήθως τόν υποδέχονταν ως ελευθερωτή. Τήν Σπάρτη όμως δέν κατάφερε νά τήν εκπορθήσει. Τελικά σκοτώθηκε στό Άργος (πολεμώντας κατά τού Αντιγόνου) από κεραμίδι πού έριξε η μητέρα Αργείου, ο οποίος κινδύνευσε νά σκοτωθεί απ' τόν Πύρρο, τό 272 π.Χ. μόλις σέ ηλικία 46 ετών. Στήν βασιλεία τής Ηπείρου τόν διαδέχτηκε ο γιός του Αλέξανδρος ο Β'.
Γάϊος-Μάριος: 156-86 π.Χ. Σπουδαίος Ρωμαίος στρατηγός έχων αγροτική καταγωγή. Εξελέγη 7 φορές ύπατος αλλά στά πολιτικά δέν τά πήγαινε τόσο καλά, όσο στά στρατιωτικά. Έσωσε τήν Ρώμη νικώντας τούς Κίμβρους γι' αυτό θεωρήθηκε 3ος, μετά τόν Ρωμύλο καί τόν Κάμιλλο, ιδρυτής τής Ρώμης. Ήταν όμως ακαλλιέργητος, πολύ φιλόδοξος καί επειδή αναδεικνυόταν μόνον σέ πολέμους, υποδαύλιζε πόλεμο τού Μιθριδάτη κατά τών Ρωμαίων. Πέθανε 17 μέρες μετά τήν 7η υπατία σέ ηλικία 70 ετών.
Ιουγούρθας: βασιλιάς τής Νουμιδίας τής Αφρικής κατά τήν περίοδο 154 - 104 π.Χ.
Αρταξέρξης: αδελφός τού Κύρου , γιός τού Δαρείου καί τής Παρυσάτιδος. Νυμφεύθηκε καί τίς δύο κόρες του μετά από τήν δηλητηρίαση από τήν Παρυσάτιδα τής προηγούμενη γυναίκας του Στάτειρας. Αυτός συνήψε τήν κατάπτυστη γιά τούς Έλληνες Ανταλκίδειο Ειρήνη μέ τον Σπαρτιάτη Ανταλκίδα τό 387 π.Χ. Νά σημειωθεί ότι ο Ανταλκίδας τελικά αυτοκτόνησε μέ ασιτία όταν πλέον ούτε οι Πέρσες τόν ήθελαν ούτε καί οι Έφοροι τής Σπάρτης. Ο Αρταξέρξης είχε δύο παιδιά, τόν Δαρείο καί τόν Ώχο. Ο Δαρείος χρήστηκε βασιλιάς καί πήρε δώρο τήν Ασπασία, πρώην αγαπημένη τού Κύρου καί νύν παλακίδα τού Αρταξέρξη (μιά από τίς 330). Τελικά κατέληξε ιέρεια τής Αρτέμιδος στά Εκβάτανα. Τόν Δαρείο σκότωσε ο Αρταξέρξης επειδή εξύφαινε συνωμοσία σέ βάρος του. Ο Ώχος φρόντισε νά δολοφονηθούν τά υπόλοιπα παιδιά τού Αρταξέρξη καί νά γίνει ο ίδιος βασιλιάς.
Ισμηνίας ο Θηβαίος: επιφανής πολιτικός, πού έτρεφε μίσος κατά τών Σπαρτιατών. Όταν επισκέφθηκε τόν Αρταξέρξη, έριξε τό δακτυλίδι μπροστά του κι έσκυψε νά τό πάρει δίνοντας τήν εντύπωση ότι προσκυνά τόν βασιλιά.
Μίθρας: θεός τών Περσών, συμπαραστάτης τού Ορομάζδη , ο οποίος ήτο ο θεός τού καλού, στόν αγώνα του εναντίον τού Αριμάν, πού ήταν ο θεός τού κακού.
Κίταρις: κάλυμμα τής κεφαλής, πού φορούσαν οι Πέρσες βασιλιάδες.
Άρατος: εκδιώχθηκε απ' τήν Σικυώνα όταν ήταν μικρός απ' τούς τυράννους πού είχαν καταλύσει τό αριστοκρατικό πολίτευμα τών Σπαρτιατών. Όταν μεγάλωσε (στό Άργος) επανήλθε στήν Σικυώνα καί ανέτρεψε τόν τύραννο Νικοκλή. Επανέφερε τούς εξορίστους καί προσχώρησε στήν Αχαϊκή συμπολιτεία τό 251 π.Χ. επειδή φοβόταν τόν Αντίγονο. Τό 222 π.Χ. έγινε η μάχη τής Σελλασίας, όπου ο Σπαρτιάτης Κλεομένης ηττήθηκε (καί τελείωσε η δραστηριότητά του) απ' τόν Αντίγονο καί Άρατο. Ο Άρατος πέθανε στό Αίγιο, δηλητηριασθείς απ' τόν γιό τού Αντιγόνου Φίλιππο καί θάφτηκε στή Σικυώνα.
Αντίγονος ο Γονατάς: πέθανε τό 239 π.Χ. καί τόν διαδέχτηκε ο γιός του Δημήτριος ο Β'.
Τιμολέων: Κορίνθιος στρατηγός, πού εκκλήθη από τούς Συρακοσίους (οι Συρακούσες ήταν αποικία τών Κορινθίων νά τούς απαλλάξει απ' τούς τυράννους (Διονύσιο Β' κ.λ.π.) καί τούς βαρβάρους. Πράγματι εντός 8 ετών κατάφερε καί τά δύο. Η σημαντικότερη μάχη έγινε στόν ποταμό Κρίμησο μεταξύ 6.000 Ελλήνων υπό τόν Τιμολέοντα καί 70.000 Καρχηδονίων υπό τόν Ασδρούβα καί Αμίλκα. Λίαν αγαπητός στόν Λαό. Έμεινε μέχρι τού θανάτου του στίς Συρακούσες, όπου καί ετάφη δημισία φυσικά δαπάνη εκεί, θεσπίστηκαν δέ πρός τιμή του αγώνες. Επίσης έκτοτε αποφάσισαν, όποτε έχουν ανάγκη οι Συρακούσιοι, νά ηγείται Κορίνθιος στρατηγός.
Αιμίλιος-Παύλος: γιός τού Σκιπίωνα. Εξεστράτευσε στήν Ιβηρία διαρκούντος τού πολέμου μεταξύ Αντιόχου Γ' καί Ρωμαίων τό 190 π.Χ. Όταν έγινε ύπατος γιά δεύτερη φορά (χωρίς μάλιστα νά τό επιδιώξει) τού ανετέθη η αρχηγία γιά τόν πόλεμο εναντίον τής Μακεδονίας. Εναντίον δηλαδή τού Περσέα, τόν οποίο κατενίκησε κοντά στόν Όλυμπο γενόμενος κύριος ολόκληρης τής Μακεδονίας.Καί αυτό εξ αιτίας τής φιλαργυρίας τού Περσέα, πού δέν εξόπλιζε τόν στρατό. Ο Αιμίλιος επέστρεψε στήν Ρώμη, όπου κατήγαγε θρίαμβο. Ο Περσέας πέθανε στήν φυλακή. Ο Αιμίλιος Παύλος πέθανε αργότερα καί ετάφη μέ τιμές.
Μέγας Αλέξανδρος - Αντίγονος - Δημήτριος (ο πολιορκητής) - Αντίγονος(ο Γονατάς) - Δημήτριος - Φίλιππος(γιά λίγο μέ τόν ξάδελφό του Αντίγονο τόν Δώσονα) - Περσέας.
Φωκίων: όταν ήταν νέος συναναστρεφόταν τόν Χαβρία. Εξελέγη 45 φορές στρατηγός χωρίς μάλιστα νά παρίσταται κατά τήν εκλογή. Φιλομακεδών, αντίπαλος τού Δημοσθένη, αλλά νίκησε επανειλλημένως στρατεύματα τού Φιλίππου. Όταν ο Αλέξανδρος έγινε Μέγας, μόνο τόν Φωκίωνα καί τόν Αντίπατρο προσφωνούσε μέ τό "χαίρε". Ο Αλέξανδρος τού έστειλε κάποτε σάν δώρο 600.000 δρχ. καί ο Φωκίων τό αρνήθηκε. Ρώτησε τούς κομιστές "γιατί μόνον σ' αυτόν" κι όταν τού είπαν ότι μόνον αυτόν θεωρεί ο Αλέξανδρος ηθικόν καί τίμιον τούς απάντησε: " ουκούν εασάτω με καί δοκείν αεί καί είναι τοιούτον " (= άς μέ αφήσει λοιπόν καί νά φαίνομαι πάντα καί νά είμαι τέτοιος). Κάποτε πού κάποια γυναίκα απ' τήν Ιωνία επεδείκνυε τά κοσμήματά της, η δεύτερη γυναίκα τού Φωκίωνα τής είπε " εμοί δέ κόσμος εστί Φωκίων εικοστόν έτος ήδη στρατηγών Αθηναίων". Αμέσως μετά τόν θάνατο τού Αλεξάνδρου ο Λεωσθένης διαφωνούντος τού Φωκίωνος έριξε τούς Αθηναίους στόν πόλεμο κατά τού Αντιπάτρου. Τόν γνωστό Λαμιακό πόλεμο τό 323 π.Χ. Όταν κάποτε ο Υπερείδης ρώτησε τόν Φωκίωνα πότε θά συμβουλέψει τούς Αθηναίους νά πολεμήσουν, ο Φωκίων απάντησε:" Όταν τούς μέν νέους ίδω τήν τάξιν βουλομένους φυλάττειν, τούς δέ πλουσίους εισφέρειν, τούς δέ ρήτορας απέχεσθαι τού κλέπτειν τά δημόσια ". Ο Φωκίων συκοφαντήθηκε απ' τούς εχθρούς του γιά προδοσία καί καταδικάστηκε από γενική συνέλευσι τών Αθηναίων σέ θάνατο. Όταν εξαντλήθηκε τό κώνειο καί ο δήμιος δέν έκανε άλλη δόση άν πρώτα δέν πληρωνόταν μέ 12 δρχ., ο Φωκίων παρακάλεσε έναν φίλο του νά δώσει τά χρήματα, λέγοντας, ότι ούτε νά πεθάνει δέν μπορεί κανείς στήν Αθήνα, άν δέν πληρώσει. Η περίπτωσή του είναι πανομοιότυπη μέ τού Σωκράτη. Αργότερα οι Αθηναίοι μετάνοιωσαν γιά τήν πράξη τους, κήδευσαν δημοσία τελετή τά οστά τού Φωκίωνος καί τού έκαναν χαλκούν άγαλμα. Τούς κατηγόρους του δέ Αγωνίδην κ.α. τούς θανάτωσαν.
αλλ' ού γάρ ώ άναξ, ουδ' ός άν βλάστη μένει νούς τοις κακώς πράξασιν, αλλ' εξίσταται.(= αλλά τό μυαλό δέν μένει βασιλιά όπως τό πλάθει η φύση, αλλά λοξοδρομεί σάν τό κτυπήσουν συμφορές).(Σοφοκλής)
Κάτων ο Νεώτερος: εξελέγη τιμητής καί μετά δήμαρχος. Ήταν οπαδός τής Στωϊκής φιλοσοφίας. Στήριξε τόν Κικέρωνα στήν καταγγελία του κατά τού Κατιλίνα συγκρουσθείς μάλιστα μέ τόν Καίσαρα (Ιούλιο). Έχαιρε γενικής εκτιμήσεως καί πέθανε 48 ετών μέ αυτοχειρία.
τιμητής: ιερότατο αξίωμα μέ πολλές δικαιοδοσίες, όπως η κατάργηση βουλευτή, η στέρηση δικαιωμάτων νέων πού ζούσαν ακόλαστα κ.λ.π.
ό δή καί πέφηκεν άλλως, τούς μέν ευφυείς αναμνηστικούς μάλλον είναι, μνημονικούς δέ τούς μετά πόνου καί πραγματείας παραδεχομένους. γίνεται γάρ οίον έγκαυμα τής ψυχής τών μαθημάτων έκαστον.
Δίων: ήτο αδελφός τής Αριστομάχης, γυναίκας τού Διονυσίου τών Συρακουσών. Όταν ο Πλάτων ήλθε στίς Συρακούσες, ο Δίων έγινε ένας απ' τούς φιλομαθέστερους μαθητές του. Όταν ο Διονύσιος υπαινίχθηκε ότι ο Πλάτων θά έλεγε κακά λόγια γι' αυτόν, ο τελευταίος απάντησε: " Μή τοσαύτη λόγων εν Ακαδημεία γένοιτο σπάνις, ώστε σού τινα μνημονεύσαι ". Αργότερα καί μετά πού είχε οικειοποιειθεί ο Διονύσιος τήν περιουσία τού Δίωνος, τήν δέ γυναίκα του τήν έδωσε στόν Τιμοκράτη, ξεκίνησε ο Δίων απ' τήν Αθήνα καί μέ τήν υποστήριξη πολλών φίλων του γιά τήν Σικελία μέ σκοπό νά ανατρέψει τήν Τυραννία. Όταν μάλιστα έφτασε στήν περιοχή καί μαθεύτηκε η άφιξίς του, ο Τιμοκράτης έστειλε αγγελιαφόρο στόν Διονύσιο, πού έτυχε νά λείπει στήν Ιταλία. Συνέβη όμως τό εξής: Στόν δρόμο συνάντησε κάποιον πού μόλις είχε θυσιάσει στούς θεούς καί έδωσε μέρος τού κρέατος στόν αγγελιαφόρο. Τό βράδυ όμως καί ενώ ο τελευταίος κοιμόταν, τόν πλησίασε λύκος απ' τήν μυρωδιά τών κρεάτων καί τού απέσπασε τά κρέατα μαζί μέ τόν σάκκο, μέσα στόν οποίο ήταν καί οι επιστολές γιά τόν Διονύσιο. Έτσι καί αφού δέν μπόρεσε νά βρεί τόν λύκο, παρά τήν αναζήτηση, ο αγγελιαφόρος προτίμησε νά δραπετεύσει παρά νά πάει στόν Διονύσιο χωρίς τίς επιστολές. Έτσι ο Δίων εισήλθε στίς Συρακούσες εύκολα καί έγινε δεκτός σάν θεός, αφού κι ο Τιμοκράτης έφυγε εγκαταλείποντας τήν πόλι. Ο Διονύσιος ήλθε μετά από 7 μέρες καί μετά από σφοδρές συγκρούσεις υπέκυψε τελικά στόν Δίωνα. Αργότερα ο Δίων δολοφονήθηκε απ' τόν Κάλλιπο τόν Αθηναίο, φίλο τού Δίωνος, ο οποίος μάλιστα τόν είχε μυήσει ( τόν Δίωνα ) στά Ελευσίνια Μυστήρια.
Βρούτος (Μάρκος): Δέν υπήρχε Έλληνας φιλόσοφος, πού δέν τόν είχε ακούσει ο Βρούτος. Κυρίως όμως στρεφόταν στούς Πλατωνικούς. Ήταν ανεψιός τού Κάτωνα, τού νεώτερου, πού τόν είχε ακολουθήσει νεαρός ακόμη στήν εκστρατεία του στήν Κύπρο, κατά τού Πτολεμαίου. Στόν εμφύλιο πήγε μέ τό μέρος τού Πομπήιου, άν καί τόν θεωρούσε υπεύθυνο τού θανάτου τού πατέρα του, κινούμενος από φιλοπατρία. Συμμετείχε μάλιστα στήν μάχη τών Φαρσάλων πού έγινε τό 48 π.Χ. ανάμεσα στόν Πομπήιο καί τόν Καίσαρα (Ιούλιο),όπου ηττήθηκε αλλά διέφυγε ο Πομπήιος, ενώ ο Βρούτος όχι μόνο επέζησε, αλλά έγινε καί συνεργάτης μέ τόν Καίσαρα. Τήν ιδέα τής δολοφονίας τού τελευταίου τήν έβαλε στόν Βρούτο ο Γάιος Λιγάριος, πού ήταν φίλος τού Πομπήιου καί εχθρευόταν πολύ τόν Καίσαρα. Μετά δέ τόν θάνατο τού Καίσαρα και αφού αποφεύχθηκε αιματοχυσία χάρις στόν Αντώνιο, πού κι αυτός είχε γλυτώσει χάρις στόν Βρούτο, η Σύγκλητος απένειμε τιμές στόν Αντώνιο αλλά καί στούς συνωμότες, στούς οποίους μάλιστα μοίρασε καί επαρχίες. Πέραν τού Βρούτου οι άλλοι συνωμότες ήταν ο Κάσσιος, ο Τρεβώνιος, ο Κίμβρος καί ο Δέκιμος Βρούτος. Η κατάσταση όμως άλλαξε μέ τήν άφιξη τού Οκταβιανού, ανεψιού τού δολοφονηθέντος Ιουλίου, καί μετέπειτα Αυγούστου Καίσαρα. Επεκράτησε λοιπόν ο νέος Καίσαρ καί οι συνωμότες καταδικάστηκαν ερήμην. Συνεστήθη τότε καί η 2η Τριανδρία αποτελούμενη απ' τούς Καίσαρα, Αντώνιο καί Λέπιδο κι άρχισαν σφαγές καί προγραφές 200 ανθρώπων. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κικέρων. Ο Βρούτος όμως καί ο Κάσσιος διέφυγαν σέ Ασία - Αφρική καί συγκέντρωναν εκεί στρατό μέ σκοπό νά επανέλθουν στήν πατρίδα καί ν' απαλλάξουν τήν Ρώμη απ' τήν καινούρια δικτατορία τού Καίσαρα καί τού Αντωνίου. Καί πράγματι τόσο ο Βρούτος όσο καί ο Κάσσιος συγκέντρωσαν αξιόλογο στράτευμα κι ετοιμαζόταν νά περάσουν απ' τήν Ασία στήν Ελλάδα. Αξίζει νά σημειώσουμε καί ένα όραμα πού είχε ο Βρούτος, κατά τό οποίο κάποιο φάσμα μέ δεινή καί αλλόκοτη όψι καί μέ έκφυλο σώμα μπήκε στήν σκηνή του σιωπόν. Όταν ο Βρούτος τό ρώτησε ψύχραιμα ποιός είναι καί τί ζητά, εκείνο απάντησε " ο σός, ώ Βρούτε, δαίμων κακός. όψει δέ με περί Φιλίππους " καί ο Βρούτος ανταπάντησε " όψομαι ". Αργότερα πράγματι στούς Φιλίππους έγινε κατ' αρχήν μιά μάχη στήν οποία νίκησε μέν ο Βρούτος τούς στρατιώτες τού Οκταβιανού (ο ίδιος δέν μετείχε λόγω αθενείας), ηττήθηκε όμως ο Κάσσιος (πού στή συνέχεια αυτοκτόνησε) απ' τόν Αντώνιο λόγω κακής συνενόησης. Στή συνέχεια όμως, πάλι από κακή τύχη, έγινε νέα μάχη όπου ηττήθηκε ο Βρούτος καί μετ' ού πολύ αυτοκτόνησε καί αυτός. Έτσι έμεινε ο Καίσαρ (Οκταβιανός-Αύγουστος) καί ο Αντώνιος. Αλλά καί αυτοί αντιπαρατέθηκαν στή ναυμαχία τού Ακτίου τό 31 π.Χ. όπου συνετρίβη ο ενωμένος στόλος τού Αντωνίου καί τής Κλεοπάτρας καί έκτοτε έμεινε μόνος ο Καίσαρ.
Ιούνιος Βρούτος: πρόγονος τού Μάρκου, ήταν αρχηγός τής εξεγέρσεως πού εξεθρόνισε τόν Ταρκύνιο τόν Υπερήφανο θέτοντας τέρμα στό θεσμό τής βασιλείας τό 509 π.Χ..
ΕΥΜΕΝΗΣ-ΣΕΡΤΩΡΙΟΣ-ΦΙΛΟΠΟΙΜΗΝ-ΤΙΤΟΣ ΦΛΑΜΙΝΟΣ
Ευμένης: Ο πατέρας του ήταν αμαξάς καταγόταν δέ απ' τήν Καρδία τής Θράκης. Παιδί ακόμα τόν είδε ο Φίλιππος καί τόν πήρε στήν αυλή του. Αργότερα στήν εκστρατεία τού Αλεξάνδρου αντικατέστησε τόν Περδίκκα ατήν αρχηγία τού ιππικού, ενώ ο Περδίκκας αντικατέστησε τόν θανόντα Ηφαιστίωνα. Όταν έγινε η διανομή τών Σατραπειών, ο Ευμένης πήρε τήν Καππαδοκία, τήν Παφλαγονία καί τίς νότιες ακτές τού Ευξείνου Πόντου μέχρι τήν Τραπεζούντα. Εκεί τόν εγκατέστησε ο Περδίκκας, τόν οποίο μετά ακολουθούσε. Σύντομα συγκρούστηκε μέ τόν Κρατερό, τόν οποίο καί νίκησε. Ο ίδιος ο Κρατερός τραυματίστηκε θανάσιμα. Εν τώ μεταξεί στήν Αίγυπτο είχε σκοτωθεί κι ο Περδίκκας. Έτσι συνασπίστηκαν εναντίον τού "ξένου" Ευμένη, οι Μακεδόνες Αντίγονος καί Αντίπατρος. Στήν αποφασιστική μάχη αργότερα νίκησε μέν ο Ευμένης, ο οποίος υπηρετούσε τήν μητέρα τού Μ. Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα καί τήν βασιλική οικογένεια, παραδόθηκε όμως απ' τούς Αργυράσπιδες (επίλεκτο σώμα τού Αλεξάνδρου) στόν Αντίγονο, ο οποίος αργότερα τόν σκότωσε. Οι Αργυράσπιδες ποτέ δέν είχαν δεί μέ καλό μάτι τόν Ευμένη ως αρχηγό τους, επειδή δέν ήταν Μακεδών αλλά Θράξ.
Βασίνη: κόρη τού Αρτάβαζου, η πρώτη γυναίκα πού παντρεύτηκε ο Αλέξανδρος στήν Ασία καί μαζί της έκανε τόν Ηρακλή. Τήν μιά αδελφή της, τήν Απάμα, τήν πάντρεψε μέ τόν Πτολεμαίο καί τήν άλλη, τήν Άρτωνι, μέ τόν Ευμένη.
Σερτώριος: καταγόταν απ' τήν Νουρσία, πόλη τών Σαβίνων. Διακρίθηκε κατά τόν Μαρσικό πόλεμο γύρω στό 91 π.Χ., κατά τόν οποίο οι σύμμαχοι τής Ρώμης λαοί τής Ιταλίας διεκδικούσαν συμμετοχή στήν πολιτική ζωή τής Ρώμης. Ο σημαντικότερος λαός ήταν οι Μάρσοι. Αναδείχτηκε σέ μεγάλο στρατηγό, αφού έφερε σέ δύσκολη θέση τόσο τόν Μέτελλο, όσο καί τόν Πομπήϊο. Έδρασε δέ κυρίως στήν Ιβηρία, συγκεντρώνοντας βαρβάρους καί κάνοντάς τους στρατιώτες. Ήταν πολύ φιλόπατρις, αφού θά προτιμούσε νά ζεί στή Ρώμη ως απλός πολίτης, παρά ως αυτοκράτορας τών υπολοίπων εκτός Ρώμης. Απέκρουσε μάλιστα καί δελεαστική πρόταση τού Μιθριδάτη, επειδή ήταν εναντίον τών συμφερόντων τής Ρώμης. Τελικά όμως υπονομεύτηκε απ' τούς δικούς του καί δολοφονήθηκε μετά από συνομωσία εις βάρος του, πού οργάνωσε ο Περπέννας, ο οποίος όμως σύντομα νικήθηκε απ' τόν Πομπήϊο καί σκοτώθηκε.
Ανταίος: μυθικός γίγαντας, γιός τής Γής καί τού Ποσειδώνα. Σκοτώθηκε όμως απ' τόν Ηρακλή. Δρούσε στήν Τίγγη (σημερινή Ταγγέρη), πού πήρε τό όνομά της απ' τήν γυναίκα τού Ανταίου, Τίγγι. Αυτή ζευγάρωσε μέ τόν Ηρακλή μετά τόν θάνατο τού Ανταίου καί γεννήθηκε ο Σόφαξ, πού έγινε βασιλιάς τής χώρας καί έδωσε στήν πόλη τό όνομα τής μητέρας του.
Φιλοποίμην: Από τήν Μεγαλόπολη. Φιλότιμος χαρακτήρας αλλά καί μέ εριστική διάθεση. Είχε πρότυπο τόν Επαμεινώνδα. Τού άρεσε η στρατιωτική τέχνη. Διακρίθηκε σέ μάχη πού έδωσε ο Αντίγονος, ο Δώσων, βοηθώντας τούς Αχαιούς ενεντίον τού Κλεομένη τών Λακεδαιμονίων. Επίσης διακρίθηκε σέ μάχη κατά τών Αιτωλών καί Ηλείων σκοτώνοντας μάλιστα τόν αρχηγό τού ιππικού τών Αιτωλών Δημόφαντο. Έτσι αργότερα ηγήθηκε τής Αχαϊκής συμπολιτείας διαδεχθείς τόν Άρατο, αναμόρφωσε δέ τόν στρατό καί τόν οπλισμό του. Σύντομα πολέμησε καί σκότωσε τόν Μαχανίδα, τύραννο τής Σπάρτης, μετά τόν θάνατο τού Κλεομένη καί επίσης πολέμησε τόν διάδοχο τού Μαχανίδα τύραννο Νάβι καί ελευθέρωσε τήν Μεσσήνη. Μετά μάλιστα τήν δολοφονία τού Νάβι από Αιτωλούς, ο Φιλοποίμην κατάφερε νά προσαρτήσει τήν ανάστατη Σπάρτη στήν Αχαϊκή συμπολιτεία. Αξιομνημόνευτη είναι καί η απόκρουση απόπειρας δωροδοκίας του απ' τούς πλούσιους Σπαρτιάτες. Αργότερα φέρθηκε σκληρά στούς Σπαρτιάτες καί κατάργησε μάλιστα τούς νόμους τού Λυκούργου ως πρός τήν αγωγή τών νέων καί επέβαλε τό Αχαϊκό σύστημα, επειδή οιΣπαρτιάτες επαναστατούσαν. Μετά από αρκετό καιρό βέβαια οι Σπαρτιάτες αφού παρακάλεσαν τούς Ρωμαίους κατάργησαν τό Αχαϊκό σύστημα. Σέ ηλικία 70 χρόνων καί γιά 8η φορά στρατηγός ο Φιλοποίμην εξεστράτευσε εναντίον τού Δεινοκράτη (όργανο τών Ρωμαίων), πού κίνησε τήν Μεσσήνη σέ αποστασία απ' τούς Αχαιούς, ηττήθηκε όμως, πιάστηκε αιχμάλωτος θυσιασθείς γιά τήν σωτηρία τών στρατιωτών του καί πέθανε πίνοντας τό κώνειο στήν Φυλακή. Οι Αχαιοί τότε ξεσηκώθηκαν, κατέπνιξαν τήν "στάση" τού Δεινοκράτη (ο ίδιος αυτοκτόνησε) καί έφεραν τό λείψανο τού Φιλοποίμενα εν μέσω τιμών στήν Μεγαλόπολη. Τήν στάμνα μέ τό λείψανο κρατούσε ο Πολύβιος (ο μετέπειτα ιστορικός), γιός τού στραηγού τών Αχαιών Λυκόρτα.
Αντιοχικός πόλεμος: μεταξύ τού βασιλιά τής Συρίας Αντιόχου καί τών Ρωμαίων απ' τό 192 π.Χ. μέχρι τό 190 π.Χ.. Τότε ο Φιλοποίμην ήταν ιδιώτης καί όχι στρατηγός. Νίκησαν οι Ρωμαίοι μέ τόν ύπατο Μάνιο.
Τίτος Φλαμινίνος: Στήν πρώτη του εκστρατεία κατατάχθηκε στόν στρατό τού Μάρκελλου, ο οποίος τό 212 π.Χ. κυρίεψε τίς Συρακούσες, παρά τήν βοήθεια πού είχε προσφέρει μέ τά μηχανήματά του ο περίφημος Αρχιμήδης. Ο Τίτος στήν εκστρατεία αυτή κατατάχθηκε ως χιλίαρχος καί πολέμησε εναντίον τού Αννίβα. Μετά τήν μάχη ο μέν Μάρκελλος σκοτώθηκε ο δέ Τίτος έγινε διοικητής τού Τάραντα καί τής περιοχής του. Σέ ηλικία κάτω τών 30 ετών εξελέγη ύπατος. Ως ύπατος εξεστράτευσε εναντίον τών Μακεδόνων στήν Ελλάδα καί κατάφερε τελικά νά νικήσει τόν Φίλιππο τόν Ε' στίς Κυνός Κεφαλές τό 197 π.Χ. συνεπικουρούμενος κι απ' τούς Αιτωλούς, οι οποίοι μάλιστα οικειοποιήθηκαν τήν νίκη. Αργότερα σύναψε ειρήνη μέ τόν Φίλιππο, στερώντας του τήν κυριαρχία στήν υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά καί κρατώντας όμηρο στήν Ρώμη τόν γιό τού Φιλίππου. Έτσι πρόλαβε ενδεχόμενη συμμαχία Φιλίππου - Αντιόχου, η οποία θά είχε ασφαλώς διαφορετική εξέλιξη τών πραγμάτων γιά τούς Ρωμαίους. Επίσης ο Τίτος άρχισε πόλεμο εναντίον τού παράνομου τυράννου τών Σπαρτιατών Νάβι, στό τέλος όμως έκλεισε ειρήνη μαζί του. Οι Αχαιοί έκαναν πολλές τιμές στόν Τίτο, πού τόν θεωρούσαν ευεργέτη τών Ελλήνων (κατά τόν φιλορωμαίο βέβαια Πλούταρχο) καί μία απ' αυτές ήταν η απελευθέρωση 1200 Ρωμαίων, πού είχαν πωληθεί ως δούλοι απ' τούς Καρχηδονίους σέ διάφορα μέρη. Αργότερα ο Τίτος πολέμησε καί μαζί μέ τόν ύπατο Μάνιο Ακίλιο νίκησαν τόν Αντίοχο στίς Θερμοπύλες. Μετά τό τέλος τού Αντιοχικού πολέμου ο Τίτος επέστρεψε στήν Ρώμη, όπου έγινε τιμητής. Στήν περίοδο τής τιμητείας του βρισκόταν σέ προστριβές ο Αφρικανός Σκιπίων ο Νεώτερος (νικητής τού Αννίβα καί εκπορθητής τής Καρχηδόνας) καί ο Μάρκος Κάτων. Τόν πρώτο ο Τίτος τόν έκανε πρόεδρο τής Συγκλήτου, πράγμα πού προκάλεσε τήν έχθρα τού Κάτωνα. Στά αρνητικά τού Τίτου εντάσσεται καί η συμπεριφορά του πρός τόν Αννίβα, όταν αυτός είχε καταφύγει ικέτης στόν Προυσία, βασιλιά τής Βιθυνίας. Κυνήγησε λοιπόν τόν Αννίβα καί αυτός αναγκάστηκε ν' αυτοκτονήσει. Ο Αννίβας προηγουμένως είχε καταφύγει στόν Αντίοχο, ύστερα όμως απ' τήν συμφωνία ειρήνης τού τελευταίου, μετά τήν μάχη τής Φρυγίας, μέ τούς Ρωμαίους, προσέφυγε στόν Προυσία. Ο Τίτος πέθανε αργότερα από γηρατειά.
Λύσσανδρος: Ο πατέρας του Αριστόκλειτος ανήκε στό γένος τών Ηρακλειδών. Ανέλαβε τήν αρχηγία τού στόλου ενώ οι Αθηναίοι είχαν συνέλθει απ' τήν καταστροφή τής Σικελίας (415-413 π.Χ.), χάρις στίς επιτυχίες τού Αλκιβιάδη. Τό σημαντικότερο γεγονός πού συνδέεται μέ τόν Λύσσανδρο είναι ότι μέ τήν εξυπνάδα του καί τήν σωστή τακτική κατεναυμάχησε τούς Αθηναίους παρά τούς Αιγός Ποταμούς, κατέλαβε τόν ναύσταθμο αυτών καί αιχμαλώτισε 3000 Αθηναίους δίνοντας τέλος στόν καταστρεπτικότερο μέχρι τότε πόλεμο. Ο Κόνων, Αθηναίος στρατηγός, διεσώθη καταφυγών μέ 8 πλοία καί τήν πάραλο στόν τύραννο τής Σαλαμίνας τής Κύπρου Ευαγόρα. Αξίζει νά σημειωθεί ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί καί μάλιστα ο Τυδεύς, δέν ήθελαν ν' ακούσουν τόν Αλκιβιάδη, πού τούς επισκέφθηκε μέ τό άλογό του καί τούς συμβούλευε ν' αλλάξουν στρατόπεδο καί νά μεταφερθούν στή Σηστό, απ' όπου θ' ανεφοδιάζονταν εύκολα. Αποπέμφθηκε όμως μέ λόγια προσβλητικά. Επίσης εντυπωσιακό είναι κι αυτό πού λένε, ότι δηλαδή, όταν ξεκίνησε ο Λύσσανδρος, εμφανίστηκαν στίς δύο πλευρές τού πλοίου του οι Διόσκουροι Κάστωρ καί Πολυδεύκης (γιοί τού Δία καί τής Λήδας, γυναίκας τού βασιλιά τής Σπάρτης Τυνδάρεω). Άλλοι λένε πώς τήν συμφορά εκείνη τήν είχε προμηνύσει καί τό πέσιμο βράχου στούς Αιγός Ποταμούς απ' τόν ουρανό. Αναφέρεται όμως πώς ο Αναξαγόρας είχε προβλέψει τήν πτώση αυτή. Έτσι η Σπάρτη ήταν πλέον η κυρίαρχη δύναμη, αλλ' ο Λύσσανδρος εγκαθιστούσε στίς πόλεις πού "ελευθέρωνε" αλλα΄καί στίς συμμαχικές καθεστώτα ολιγαρχικά καί τής αρεσκείας του (δεκαρχίες). Λίγο αργότερα ο Λύσσανδρος ήλθε μέ τόν στόλο του καί κυρίευσε τήν Αθήνα, τήν οποία ήδη πολιορκούσαν ο Άγις καί ο Παυσανίας. Ενδεικτικό τού σπαρτιατικού "λακωνίζειν" είναι τό μήνυμα πού έστειλε στήν Σπάρτη "Αλλώκαντι ται Αθάναι" (= κυριεύθηκε η Αθήνα) αλλά καί η απάντηση τών Εφόρων "αρκεί τό γε εαλώκειν" (= αρκεί τό κυριεύθηκε). Σημειώνουμε ότι η Αθήνα πείστηκε ν' αποδεχθεί τούς όρους τών Σπαρτιατών (γκρέμισμα τών τειχών, εγκατάλειψη τών ελληνικών πόλεων πού κατείχαν οι Αθηναίοι) απ' τόν φιλοσπαρτιάτη Θηραμένη. Επειδή όμως δέν τηρούσαν τίς συμφωνίες, ο Λύσσανδρος απείλησε νά κατασκάψει τήν Αθήνα, αλλά σέ συμπόσιο πού μαζεύτηκαν οι στρατηγοί γιά ν' αποφασίσουν, συγκινήθηκαν τόσο πολύ,όταν ένας απ' τήν Φωκίδα τραγούδησε τήν πάροδο απ' τήν "Ηλέκτρα" τού Ευριπίδη, ώστε αποφάσισαν ότι δέν ήταν δυνατόν νά καταστρέψουν μιά πόλη πού βγάζει τέτοιους ανθρώπους. Στή συνέχεια έγιναν αποδεκτοί οι όροι, άρχισαν νά γκρεμίζουν τά τείχη κι ο Λύσσανδρος εγκατέστησε τούς 30 τυράννους στήν Αθήνα καί 10 στόν Πειραιά. Επί Λυσσάνδρου εισήχθη χρυσός καί άργυρος γιά πρώτη φορά στήν Σπάρτη. Όταν μάλιστα έστειλε μέ τόν Γύλιππο (τόν στρατηγό θριαμβευτή τού Σικελικού πολέμου) χρήματα στήν Σπάρτη, ο Γύλιππος αφαίρεσε μέρος τών χρημάτων απ' τά αγγεία, χωρίς όμως νά δεί καί τά σημειώματα πού είχαν αυτά μέ τά ακριβή ποσά, καί τά έκρυψε κάτω απ' τά κεραμίδια τού σπιτιού του. Απεκαλύφθη όμως από έναν υπηρέτη του πού είπε στούς εφόρους " υπό τώ κεραμεικώ κοιτάζεσθαι πολλάς γλαύκας". Γλαύκα δέ απεικόνιζαν τότε τά νομίσματα τών Αθηναίων. Έτσι ο Γύλιππος μέ τό λαμπρό παρελθόν διεφθάρει απ' τό χρήμα καί αναγκάστηκε νά εγκαταλείψει τήν Σπάρτη. Από τότε άρχισε καί η διαφθορά στήν Σπάρτη, μολονότι οι έφοροι επέβαλαν απαγόρευση στό χρήμα γιά τούς ιδιώτες μέ ποινή θανάτου, όχι όμως γιά τό ίδιο τό δημόσιο. Ο Λύσσανδρος ήταν ο πρώτος Έλληνας πού τιμήθηκε σάν θεός. Μετά τόν θάνατο τού βασιλιά Άγι, ο Λύσσανδρος στήριξε τόν Αγησίλαο, αδελφό τού Άγι, κι όχι τόν γιό τού Άγι, Λεωτυχίδη, ο οποίος εθεωρείτο νόθος (γιός τού Αλκιβιάδη καί τής γυναίκας τού Άγι) καί τόν ώθησε μάλιστα στήν εκστρατεία του στήν Ασία. Ο ίδιος όμως υπετιμάτο συνεχώς απ' τόν Αγησίλαο, ο οποίος φθονούσε τήν εκτίμηση πού έχαιρε ο Λύσσανδρος. Τόν είχε ορίσει δέ κρεοδαίτη (διανομέα κρέατος). Αργότερα, επανελθών στή Σπάρτη, βάλθηκε ν' ανατρέψει τό πολίτευμα τής πόλης καί νά μπορεί νά γίνεται κανείς βασιλιάς έστω κι άν δέν καταγόταν απ' τούς δύο οίκους τών "Ευρυπωντιδών" καί τών "Αγιάδων", φτάνει νά 'μοιαζε στήν ανδρεία μέ τόν Ηρακλή. Απέτυχε όμως. Αργότερα ενεπλάκη στόν Βοιωτικό (ή Κορινθιακό) πόλεμο, πού διήρκεσε απ' τό 395 μέχρι τό 387 π.Χ. καί πού έληξε μέ τήν Ανταλκίδειο Ειρήνη. Μερικοί μάλιστα τόν θεωρούν υπαίτιο αυτού τού πολέμου ενώ άλλοι θεωρούν τούς Θηβαίους, πού πέταξαν τά ιερά σφάγια τών θυσιών πού έκανε ο Αγησίλαος στή Αυλίδα καί επιτέθηκαν εναντίον τών Φωκέων, επειδή πληρώθηκαν απ' τούς Πέρσες νά παρακινήσουν τούς Έλληνες εναντίον τών Λακεδαιμονίων. Ο Λύσσανδρος εξεστράτευσε εναντίον τών Θηβαίων, αλλά σκοτώθηκε στήν Αλίαρτο τό 395 π.Χ., πρίν προλάβει νά συναντηθεί μέ τόν βασιλιά Παυσανία, πού κι αυτός ακολούθησε στήν εκστρατεία καί ενώ ο Αγησίλαος ήταν ακόμα στήν Ασία. Τό σώμα του παρέλαβε ο Παυσανίας μετά από συμφωνία πού έκανε μέ τούς Θηβαίους καί όχι πολεμώντας, όπως τού ζητούσαν οι γεροντότεροι, καί τό έθαψε στόν Πανοπέα, στό δρόμο από Δελφούς πρός Χαιρώνεια. Ο Παυσανίας αργότερα, αποφεύγοντας δίκη πού κινήθηκε σέ βάρος του, κατέφυγε ικέτης στό ναό τής Αθηνάς στήν Τεγέα, όπου καί πέθανε. Αξίζει νά σημειωθεί ότι ο Λύσσανδρος πέθανε πάμφτωχος, παρά τά τεράστια ποσά χρημάτων πού διαχειρίστηκε. Οι μνηστήρες μάλιστα τών κοριτσιών του εγκατέλειψαν τίς κοπέλες όταν πέθανε ο Λύσσανδρος καί αποκαλύφθηκε η φτώχεια του. Τούς επεβλήθη όμως πρόστιμο γιά κακογαμία, όπως προέβλεπαν οι Σπαρτιατικοί νόμοι, πού προέβλεπαν επίσης πρόστιμο γιά αγαμία ή οψιγαμία.
άφευκτον εστίν ανθρώπω τό πεπρωμένον.
Σύλλας: Συνόδευσε ως ταμίας τόν ύπατο Μάριο στήν Λιβύη, στόν πόλεμο κατά τού Ιουγούρθα. Ενεπλάκη καί στόν συμμαχικό (Μαρσικό ) πόλεμο πού ξέσπασε τό 91 π.Χ., μέ πολλές επιτυχίες. Πρός τό τέλος τού πολέμου αυτού καί γύρω στά πενήντα του, εξελέγη ύπατος μαζί μέ τόν Κόϊντο Πομπήϊο. Αργότερα στά πλαίσια τού Μιθριδατικού πολέμου εξεστράτευσε στήν Αθήνα, πού μέ τόν τύραννο Αρρριστίωνα ήταν υπέρ τού Μιθριδάτη, καί τήν πολιορκούσε. Τελικά αφού κυρίευσε τήν πόλη μέ προδοσία, προέβη σέ φοβερές σφαγές καί καταστροφές. Στή συνέχεια σέ μάχη κοντά στήν Χαιρώνεια νίκησε τούς στρατηγούς τού Μιθριδάτη, Αρχέλαο καί Ταξίλη (ο Αρχέλαος μάλλον δούλευε γιά τούς Ρωμαίους) μέ τήν βοήθεια άλλων ρωμαϊκών στρατευμάτων υπό τόν Ορτήσιο, αλλά καί Ελλήνων πού συνέπραξαν. Σύντομα ο Σύλλας ξανασυγκρούστηκε στόν Ορχομενό μέ τόν Αρχέλαο, ενισχυμένο μέ τόν Δορύλαο, πού ήρθε μέ 80.000 στρατό. Πάλι νίκησε ο Σύλλας. Αργότερα έκλεισε συμφωνία μέ τόν Μιθριδάτη, ο οποίος θά αποσυρόταν από τήν Μ. Ασία καί θά έδινε καί 70 πλοία στόν Σύλλα. Ο Σύλλας αφού έπλευσε μετά στόν Πειραιά μυήθηκε στά Ελευσίνια Μυστήρια. Εν συνεχεία ήλθε στή Ιταλία, όπου συγκρούστηκε μέ πολλούς Ρωμαίους στρατηγούς καί επεβλήθη διά πυρός καί σιδήρου. Αυτοανακηρύχτηκε δικτάτωρ καί προέβη στίς γνωστές προγραφές τού Σύλλα, κατά τίς οποίες πλήθος κόσμου δολοφονήθηκε. Τό τέλος του ήρθε σέ βαθύ γήρας από φθειρίαση, αρρώστεια πού προκαλείται απ' τίς ψείρες.
Εν δέ διχοστασίη καί ο πάγκακος έλαχε τιμής
Ιάμβη: μέ τά αστεία της έκανε τήν Δήμητρα νά γελάσει γιά πρώτη φορά, αφ' ότου τής άρπαξαν τήν Περσεφόνη. Σ' ανάμνηση αυτού τού περιστατικού οι Αθηναίοι πού περίμεναν στό γεφύρι τού κηφισού (οι γεφυριστές) εκτοξεύανε πρός τούς εορταστές τών Παναθηναίων στίχους μέ σκωπτικό περιεχόμενο.
πραίτωρ: αξίωμα μετά τόν ύπατο.
Πελοπίδας: προερχόταν από πλούσια οικογένεια, έκανε καί γάμο πλούσιο, αλλά μάλλον περιφρονούσε τά χρήματα αφού συνεχώς ξόδευε γιά τούς συμπολίτες του. Συνδέθηκε μέ πολλή φιλία μέ τόν Επαμεινώνδα, ο οποίος αντίθετα ήταν φτωχός, αλλά αναλισκόταν με τήν φιλοσοφία, ενώ ο Πελοπίδας μέ τήν άθληση καί τό κυνήγι. Στη μάχη τής Μαντινείας, όπου οι Θηβαίοι ως σύμμαχοι τότε τών Σπαρτιατών πολεμούσαν κατά τών Αρκάδων, ο Επαμεινώνδας μέ κίνδυνο τής ζωής του μαχόταν εναντίον πολλών γιά τόν τραυματισμένο Πελοπίδα. Τελικά σώθηκαν καί οι δύο απ' τόν βασιλιά τών Σπαρτιατών Αγησίπολη. Αργότερα όμως οι Σπαρτιάτες υποστήριξαν τήν τυραννία στήν Θήβα (αφήνοντας μάλιστα φρουρά εκεί ) , η οποία ανάγκασε πολλούς νά φύγουν κι ανάμεσά τους καί τόν Πελοπίδα. Σύντομα όμως οργανώθηκε συνομωσία κατά τών τυράννων Αρχία καί Φιλίππου, στήν οποία μετείχε καί ο Χάρων, ο οποίος μάλιστα έκρυψε τόν Πελοπίδα καί τούς άλλους συνωμότες πού ήρθαν απ' τήν Αττική, στό σπίτι του. Κατέστη δέ τότε παροιμιώδης καί η φράση τού Αρχία " εις αύριον τά σπουδαία" , όταν τού προσκομίστηκε από συνονόματό του Αρχία, πού εστάλη απ' τόν Ιεροφάντη τής Ελευσίνας, επιστολή πού περιέγραφε τά μελλούμενα νά συμβούν. Έτσι εκδηλώθηκε η συνωμοσία καί πέτυχε λόγω καί τής αδράνειας τής Σπαρτιατικής φρουράς. Η πράξη αυτή πού πρωταγωνίστησε ο Πελοπίδας χαρακτηρίστηκε ως "αδελφή" αυτής, πού κατήργησε τούς 30 τυράννους στήν Αθήνα, πού είχαν επιβάλει οι Σπαρτιάτες μετά τόν Πελοποννησιακό πόλεμο, καί πού πρωταγωνίστησε ο Θρασύβουλος. Εν συνεχεία ο Πελοπίδας εκλεγόταν Βοιωτάρχης ή στρατηγός κάθε χρόνο καί πετύχαινε συνεχώς νίκες κατά Σπαρτιατικών στρατευμάτων σέ μάχες όμως όχι εκ παρατάξεως, αλλ' εν είδη ανταρτοπολέμου. Αυτές ετοίμασαν τό έδαφος γιά τήν νίκη στή μάχη τών Λεύκτρων. Υπήρξε καί στρατηγός τού ιερού λόχου τών 300, πού συγκρότησε ο Γοργίδας (κατ' άλλους ο Παμμένης) από εραστές καί ερωμένους γιά νά ντρέπονται οι μέν τούς δέ καί νά μή δειλιάζουν. Ο ιερός λόχος έμεινε ανίκητος μέχρι τήν μάχη τής Χαιρώνειας, οπότε έπεσαν όλοι μαχόμενοι, πράγμα πού συγκίνησε τόν Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο. Τό 371 π.Χ. έγινε η μάχη τών Λεύκτρων, κατά τήν οποία ο μέν Επαμεινώνδας ήταν Βοιωτάρχης καί αρχηγός επομένως όλων, ο δέ Πελοπίδας ηγείτο τού ιερού λόχου μόνον, αλλά μοιράστηκαν τήν δόξα τής νίκης κατά τών Σπαρτιατών , οι οποίοι είχαν συμμαχήσει μέ τούς υπόλοιπους Έλληνες καί εξεστράτευσαν μέ 10.000 οπλίτες καί 1000 ιππείς υπό τόν Βασιλιά Κλεόμβροτο στήν Βοιωτία. Ήταν καί η πρώτη ήττα τών Σπαρτιατών σέ μάχη εκ παρατάξεως μέ αριθμό μάλιστα στρατιωτών μεγαλύτερο απ' τούς τών αντιπάλων. Μετά ταύτα ο Πελοπίδας κι ο Επαμεινώνδας, ως Βοιωτάρχες,εισέβαλαν στήν Πελοπόννησο πετυχαίνοντες πολλές νίκες σέ βάρος τών Σπαρτιατών. Εξ αιτίας μάλιστα αυτής τής εκστρατείας καθυστέρησαν νά παραδώσουν τήν Βοιωταρχία καί οδηγήθηκαν σέ δίκη, όπου όμως κρίθηκαν αθώοι. Αργότερα ο Πελοπίδας εξεστράτευσε εναντίον τού τυράννου τών Φερών, Αλεξάνδρου, τόν οποίο εξεδίωξε καί έφτασε στήν Μακεδονία γιά νά τακτοποιήσει τίς διαφορές μεταξύ Πτολεμαίου καί τού βασιλιά τής Μακεδονίας Αλεξάνδρου, γιού τού Αμύντα. Επιστρέφοντας μάλιστα έφερε ως όμηρο τόν Φίλιππο, αδελφό τού Αλεξάνδρου, καί μετέπειτα νικητή τής Χαιρώνειας. Ο Επαμεινώνδας μάλιστα κατέστη υπόδειγμα γι αυτόν τόν Φίλιππο. Επανήλθε όμως στήν Μακεδονία καί ανάγκασε τόν Πτολεμαίο, πού δολοφόνησε εν τώ μεταξύ τόν βασιλιά Αλέξανδρο, νά δηλώσει υποταγή στ' αδέλφια τού δολοφονημένου βασιλιά. Στά Φάρσαλα όμως συνελήφθη άοπλος καί χωρίς στρατό απ' τόν επανελθόντα τύραννο τών Φερών Αλέξανδρο. Σύντομα όμως απελευθερώθηκε απ' τόν Επαμεινώνδα πού ήλθε πρός σωτηρία του. Αργότερα ο Πελοπίδας καί πάλι εξεστράτευσε κατά τού Αλεξάνδρου, επειδή όμως τήν κρίσιμη μέρα έγινε έκλειψη ηλίου, άσχημος οιωνός, δέν πήρε μαζί του τούς 7.000 Θηβαίους, όπως μεθόδευε, αλλά μόνο 300 εθελοντές ιππείς καί άλλους ξένους. Στή μάχη πού έγινε στίς Κυνός Κεφαλές, κοντά στά Φάρσαλα, σκοτώθηκε ο Πελοπίδας τελών γιά 13η φορά Βοιωτάρχης, νίκησαν όμως οι δικοί του. Ο θάνατός του λύπησε τούς πάντες καί κυρίως τούς Θεσσαλούς γιά τήν ελευθερία τών οποίων καί τήν απαλλαγή τους απ' τήν τυραννία τόσο αγωνίστηκε. Αμέσως οι Θηβαίοι έστειλαν 7.000 στρατό καί ανάγκασαν τόν Αλέξανδρο ν' απελευθερώσει τίς πόλεις πού κατείχε. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος δολοφονήθηκε αργότερα απ' τήν γυναίκα του Θήβη καί τά τρία αδέλφια της. Η Θήβη ήταν κόρη τού Ιάσονα, πρώην τυράννου τών Φερών, ανδρός όμως σπουδαίου, πού στό πρόσωπό του ο Ισοκράτης έβλεπε τόν άνδρα πού θά ένωνε τούς Έλληνες εναντίον τών βαρβάρων.
Τών γάρ πολλών, οι μέν ού χρώνται τώ πλούτω διά μικρολογίαν, οι δέ παραχρώνται δι' ασωτίαν καί δουλεύοντες ούτοι μέν αεί ταίς ηδοναίς, εκείνοι δέ ταις ασχολίαις διατελούσιν (Αριστοτέλης)
Καλλικρατίδας: ναύαρχος τού Σπαρτιατικού στόλου στή ναυμαχία τών Αργινουσών πού έγινε τό 406 π.Χ. κατά τήν οποία νικήθηκε καί σκοτώθηκε. Έβλεπε μέ θλίψη τήν αλληλοσφαγή τών Ελλήνων αλλά δέν μπόρεσε νά επηρεάσει τήν πολιτική κατάσταση.
Μάρκελλος (Μάρκος Κλαύδιος): Υπήρξε πέντε φορές ύπατος τών Ρωμαίων. Πρώτος απ' τό σόϊ του πήρε τήν επωνυμία Μάρκελλος, πού σημαίνει Αριανός, επειδή ήταν μέ σώμα ρωμαλέο καί έμπειρος πολεμιστής. Ξεκίνησε ως αγορανόμος. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν κατά τών Γαλατών, τούς οποίους εξεδίωξε κι απ' τό Μεδιόλανο (Μιλάνο). Λάφυρα έστειλε καί στόν φίλο τών Ρωμαίων, τύραννο τών Συρακουσών, Ιέρωνα. Αργότερα ενεπλάκη σέ διάφορες μάχες, νικώντας εν πολλοίς τούς Καρχηδονίους τού Αννίβα, αλλά καί εναντίον τών Συρακουσών εξεστράτευσε, πού τώρα ήταν τύραννος ο Ιπποκράτης. Η πόλη αντέστη τής πολιορκίας τού Μάρκελλου χάρις στίς καταπληκτικές μηχανές (εκτοξευτήρες βράχων, δοκαριών, βελών καί δαγκάνες-γερανοί) τού Αρχιμήδη, ο οποίος ήταν φίλος καί συγγενής τού προηγουμένου τυράννου, Ιέρωνα, καί κατά προτροπήν αυτού είχε ήδη ετοιμάσει τίς μηχανές του, πού χρησιμοποιήθηκαν τώρα επί Ιπποκράτους. Τελικά η πόλη έπεσε από επιπολαιότητα μάλλον καί προδοσία καί ο Αρχιμήδης σκοτώθηκε πρός μεγάλη θλίψη τού Μάρκελλου. Επιστρέφοντας στήν Ρώμη έφερε μαζί του πλήθος έργων τέχνης καί κόσμησε τήν πόλη γιά πρώτη φορά μέ κομψοτεχνήματα, σέ βαθμό πού καί ο ίδιος καυχιόταν καί στούς Έλληνες, ότι αυτός δίδαξε στούς Ρωμαίους τά θαυμάσια Ελληνικά καλλιτεχνήματα, πράγματα πού πρίν δέν τά 'ξεραν. Στίς Συρακούσες μάλιστα έδωσε αυτονομία. Εν συνεχεία στράφηκε εναντίον τού Αννίβα, πού ήταν στήν Ιταλία καί έσπερνε παντού τόν όλεθρο. Αποφασιστική μάχη δέν έγινε πουθενά, παρά μόνο συγκρούσεις πού άλλοτε κέρδιζε ο Μάρκελλος, άλλοτε ο Αννίβας, ο οποίος άλλωστε απέφευγε νά συγκρουστεί αποφασιστικά μέ τόν Μάρκελλο. Στό τέλος ο Μάρκελλος σκοτώθηκε σέ ηλικία πάνω από 60 ετών σέ ενέδρα πού τού έστησε ο Αννίβας. Ο τελευταίος σκοτώθηκε αργότερα τό 202 π.Χ. απ' τόν Σκιπίωνα στή Ζάμα.
Οι Σπαρτιάτες άν επέστρεφαν από μάχη πού κέρδισαν μέ σκοτωμούς καί πολύ βία, θυσίαζαν βόδι, άν επέστρεφαν από μάχη πού κέρδισαν μέ μυαλό καί τεχνάσματα, θυσίαζαν κόκορα, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στά επιτεύγματα τού μυαλού.
Κίμων: Ήταν γιός τού Μιλτιάδη καί τής Ηγησιπύλης, θυγατρός τού Ολόρου, βασιλέως τής Θράκης. Ο πατέρας του Μιλτιάδης πέθανε στήν φυλακή, επειδή δέν είχε νά πληρώσει τό πρόστιμο, πού τού επέβαλε η πόλη, γιά τήν πρωτοβουλία του νά πάει στήν Πάρο, όπου μάλιστα τραυματίστηκε, γιά προσωπικούς λόγους, ενώ είχε πάει νά τιμωρήσει τούς Κυκλαδίτες, πού είχαν υποταχτεί πρόθυμα στούς Πέρσες. Μετά τά Μηδικά επικεφαλής τών ενωμένων Ελλήνων ήταν ο Παυσανίας, στρατηγός δέ τού εκστρατευτικού σώματος τών Αθηναίων ήταν ο Κίμων, ο οποίος έχαιρε καί τής εκτιμήσεως τού αρχηγού τών Αριστοκρατικών, Αριστείδη. Σύντομα κέρδιζε έδαφος σέ βάρος τού Παυσανία, ο οποίος είχε αρχίσει συνεννοήσεις μέ τούς βαρβάρους καί συνεχώς έπεφτε στήν υπόληψη τών Ελλήνων. Αναφέρεται μάλιστα , ότι ο Παυσανίας ζήτησε μιά κόρη από καλή οικογένεια τού Βυζαντίου, τήν οποία σκότωσε χωρίς νά τό θέλει ένα βράδυ, κι έκτοτε εμφανιζόταν στόν ύπνο του ως φάντασμα γεμάτη οργή. Αναγκάστηκε λοιπόν νά προσφύγει στό Νεκρομαντείο τής Ηράκλειας, όπου τού είπαν, ότι θά ησυχάσει όταν επιστρέψει στήν Σπάρτη, υπαινισσόμενοι τόν μελλοντικό του θάνατο. Έτσι οι σύμμαχοι προσχώρησαν στόν Κίμωνα, ο οποίος εξεστράτευσε κατά τής Ηόνης, πόλης κοντά στόν Στρυμόνα ποταμό, καί τήν απάλλαξε απ' τόν στρατηγό τών Περσών, Βούτην, αποδίδοντάς την στούς Αθηναίους τό 470 π.Χ. Τήν ίδια χρονιά απήλλαξε τό Αιγαίο απ' τίς πειρατείες τών Δολόπων, πού κατοικούσαν στήν Σκύρο. Εκεί μάλιστα βρήκε τόν τάφο τού Θησέα, πού είχε σκοτώσει εκεί μέ δόλο ο Λυκομήδης. Ο Κίμων έφερε τά οστά μέ τιμές στήν Αθήνα καί εξ αιτίας αυτού έγινε ακόμα πιό αγαπητός στήν Αθήνα. Σέ αγώνα μάλιστα δράματος πού οργανώθηκε γιά τό γεγονός τής επιστροφής τών οστών τού Θησέα, ο ίδιος καί οι στρατηγοί του ορίστηκαν κριτές απ' τό επώνυμο τότε άρχοντα, Αφεψίονα. Αναδείχτηκε δέ νικητής ο Σοφοκλής, πού γιά πρώτη φορά λάβαινε μέρος σέ αγώνες. Λένε μάλιστα ότι εξ αιτίας τούτου ο Αισχύλος εγκατέλειψε τήν Αθήνα κι ήλθε στήν Γέλα, όπου καί πέθανε. Ο Κίμων άφηνε τά κτήματά του ελεύθερα νά τρώει , όποιος είχε ανάγκη καί κάθε βράδυ παρέθετε δείπνα σέ όλους όσοι χρειάζονταν, εφαρμόζοντας κατά κάποιον τρόπο ένα είδος κοινοκτημοσύνης. Ήταν πολύ αγαπητός στόν λαό, τσακώθηκε μάλιστα καί μέ τόν δημοκρατικό Εφιάλτη γιά τήν κατάργηση τού Αρείου Πάγου απ' τόν τελευταίο. Ως πρός τά πολεμικά, επί Κίμωνος απελευθερώθηκαν όλα τά Μικρασιατικά παράλια. Κοντά στόν Ευρυμέδοντα ποταμό μάλιστα νίκησε κατά κράτος τούς Πέρσες στήν ξηρά καί στήν θάλασσα, όπου συνέλαβε καί 200 πλοία. Κατόπιν τούτου συνήφθη η περίφημη συνθήκη, σύμφωνα μέ τήν οποία οι Πέρσες περιορίστηκαν στήν ενδοχώρα καί απαγορευόταν νά έρθουν σέ απόσταση μικρότερη από μιάς μέρας δρόμο ίππου απ' τά παράλια καί τά πλοία τους δέν έφεραν χάλκινο έμβολο. Στή ναυμαχία αυτή τού Ευρυμέδοντα ποταμού είχαν καταστραφεί καί 80 φοινικικά πλοία, πού ήλθαν απ' τήν Κύπρο πρός βοήθεια τών Περσών. Έτσι εξασφαλίστηκε απόλυτη κυριαρχία τών Αθηναίων στήν θάλασσα. Ο Κίμων ήταν θαυμαστής τών Λακεδαιμονίων. Όταν κάποτε, επί Αρχιδάμου, σεισμός κατέστρεψε τήν Σπάρτη καί η πόλη κινδύνευσε από τούς επαναστατήσαντες είλωτες καί περιοίκους, αυτός έπεισε τούς Αθηναίους, αντιτιθέμενος στόν Εφιάλτη, νά ανταποκριθούν σέ αίτημα γιά βοήθεια τών Σπαρτιατών. Αργότερα όμως οι Αθηναίοι εξεδίωξαν τούς φιλολάκωνες καί εξοστράκισαν τόν Κίμωνα. Στήν μάχη μάλιστα τής Τανάγρας ανάμεσα σέ Σπαρτιάτες καί Αθηναίους, οι τελευταίοι, κατά προτροπή τού Περικλή, δέν δέχτηκαν τήν συνδρομή τού Κίμωνα, πού ήθελε νά πολεμήσει στό πλευρό τους, γιά ν' αποδείξει εμπράκτως τήν αγάπη του πρός τήν πατρίδα του. Σύντομα πάντως οι Αθηναίοι αναπόλησαν τίς ευτυχισμένες μέρες πού περνούσαν επί Κίμωνος καί διέκοψαν τόν 10 ετή εξοστρακισμό του. Μέ τήν επιστροφή του συμφιλίωσε τίς δύο πόλεις, αλλ' επειδή οι Αθηναίοι δέν είχαν ησυχία, καί προκειμένου νά παρενοχλούν Ελληνικές πόλεις, ο Κίμων μέ 200 τριήρεις κατέπλευσε πρός Κύπρο καί Αίγυπτο σκοπεύοντας νά καταλύσει ολοσχερώς τό Περσικό κράτος. Πέθανε όμως από νόσο καί ενώ πολιορκούσε τό Κίτιον τής Κύπρου. Πάντως στή ναυμαχία πού έγινε νίκησαν οι Αθηναίοι χωρίς νά ξέρουν οτι ο αρχηγός τους ήταν νεκρός. Αξίζει νά σημειωθεί , ότι ο Κίμων είχε ζητήσει χρησμό απ' τόν Άμωνα Δία καί οι ιερείς, ενώ στήν αρχή σιωπούσαν, στή συνέχεια έδιωξαν τούς απεσταλμένους τού Κίμωνος λέγοντάς τους, ότι ο Κίμων είναι μαζί μέ τόν θεό. Μετά τόν Κίμωνα οι δημαγωγοί καί πολεμοχαρείς έμπλεξαν τήν Ελλάδα στόν καταστρεπτικότερο εμφύλιο σπαραγμό, τόν Πελοποννησιακό πόλεμο.
Λούκουλος: Ο πάππος του ήταν ύπατος. Ο ίδιος διορίστηκε αγορανόμος μαζί μέ τόν αδελφό του. Όταν ο Σύλλας πολιορκούσε τήν Αθήνα από ξηράς, έστειλε τόν Λούκουλο νά φέρει βοήθεια ναυτική από Αίγυπτο καί Λιβύη. Ο Πτολεμαίος τόν υποδέχτηκε σάν αυτοκράτορα αλλά δέν θέλησε νά κλείσει συμφωνία μέ τούς Ρωμαίους. Πάντως συγκέντρωσε αρκετά πλοία καί επιστρέφοντας κατεναυμάχησε τόν στόλο τού Μιθριδάτη υπό τόν Νεοπτόλεμο στό Λεκτό τής Τρωάδος. Από κεί πήγε στήν χερσόνησο όπου συναντήθηκε μέ τόν Σύλλα. Μετά μάλιστα τήν συνθήκη πού έκλεισε ο Σύλλας μέ τόν Μιθριδάτη, ο Λούκουλος ανέλαβε τήν είσπραξη τού προστίμου πού θά πλήρωνε η Μ. Ασία. Μετά τόν θάνατο τού Σύλλα έγινε ύπατος μαζί μέ τόν Μάρκο Κόττα γύρω στό 74 π.Χ. Αργότερα κατάφερε νά γίνει διοικητής τής Κιλικίας καί αρχιστράτηγος κατά τού Μιθριδάτη. Πράγματι ακολούθησε τόν τελευταίο στήν πολιορκία του τής Κυζήκου. Συγκρούστηκε μέ στρατεύματα αυτού καί λένε ότι στήν μάχη κοντά στόν Γρανικό ποταμό σκοτώθηκαν όχι πολύ κάτω τών 300.000. Παρά τό κυνηγητό, Ο Μιθριδάτης κατάφερε νά διαφύγει καί νά φτάσει μέ πειρατικό πλοίο στήν Ηράκλεια. Ο Λούκουλος όμως συνέχισε τό κυνηγητό, χωρίς όμως ποτέ νά συγκρουστεί αποφασιστικά μαζί του. Όταν πάντως κατέλαβε τά Κάβειρα, ο Μιθριδάτης παράγγειλε καί αυτοκτόνησαν οι δύο αδελφές του καί οι δύο γυναίκες του γιά νά μήν ντροπιαστούν από τούς Ρωμαίους. Στήν συνέχεια ο μέν Μιθριδάτης κατέφυγε στόν γαμπρό του Τιγράνη, βασιλιά τών Αρμενίων, ο δέ Λούκουλος εξεπόρθησε τελικά τήν Αμισσό, αποικία τών Αθηναίων, η οποία κατεκάει από τούς λαφυραγωγούντες Ρωμαίους πρός λύπη τού Λούκουλου. Ακολούθως στράφηκε στίς πόλεις τής Μ. Ασίας καί ανακούφισε τούς κατοίκους απ' τά χρέη απέναντι στούς τοκογλύφους, καθιερώνοντας δίκαιους νόμους. Εν τώ μεταξύ ο Κλαύδιος Άππιος, γυναικάδελφος τού Λούκουλου, ήλθε στόν Τιγράνη, απ' τόν οποίο ζήτησε τήν παράδοση τού Μιθριδάτη, άλλως οι Ρωμαίοι θά τού κηρύξουν τόν πόλεμο. Ταυτόχρονα ο Λούκουλος κυρίευε τήν Σινώπη, πού κτίστηκε απ' τόν Αυτόλυκο. Εν συνεχεία διάβηκε τόν Εφράτη ποταμό καί εισέβαλε στήν Αρμενία. Τόν Τιγράνη τόν κατενίκησε καί ενώ πολιορκούσε τά Τιγρανόκερτα, τά οποία καί αυτά κυρίεψε μέ τήν βοήθεια μάλιστα τών εκεί Ελλήνων, πού στασίασαν κατά τών βαρβάρων. Αργότερα ο Μιθριδάτης συνάντησε τόν Τιγράνη καί κλαίγανε κι οι δυό τήν μοίρα τους. Όμως κι η μοίρα τού Λούκουλου δέν άργησε ν' αλλάξει. Οι στρατιώτες του δυσανασχετούσαν καί σύντομα εστάλη ο Πομπήϊος ως αρχηγός τού πολέμου κατά τού Μιθριδάτη καί τού Τιγράνη, πού είχαν ανασυνταχθεί εν τώ μεταξύ καί είχαν κάποιες μικροεπιτυχίες. Ο Λούκουλος ήλθε στήν Ρώμη, όπου έκανε μέν θρίαμβο αλλά άρχισε καί η παρακμή του. Έμειναν παροιμιώδη τά δείπνα πού οργάνωνε καί η τρυφηλή του διαβίωση. Από τήν πολιτική ολοένα αποξενωνόταν, όταν μάλιστα εξορίστηκε ο φίλος του Κικέρων καί ο Κάτων στάλθηκε στήν Κύπρο. Πέθανε αφού αρρώστησε άν καί κάποιοι λένε ότι δηλητηριάστηκε.
Λουκούλεια: γιορτές πού οργάνωναν οι πόλεις γιά ν' ανταποδώσουν τά καλά πού τούς έκανε ο Λούκουλος. Ο τελευταίος μένοντας στήν Έφεσο οργάνωνε παρελάσεις, επινίκιες γιορτές μέ αθλητικούς αγώνες καί μονομαχίες, γιά νά κερδίζει τήν συμπάθεια τών πόλεων.
Τιγράνης: βασιλιάς τών Αρμενίων, δυνάστης γιά 25 χρόνια τών υπηκόων του. Περιόρισε σημαντικά τούς Πάρθους καί γέμισε τήν μεσοποταμία μέ Έλληνες τής Κιλικίας καί τής Καπαδοκίας. Γυναίκα του ήταν η Κλεοπάτρα, κόρη τού Μιθριδάτη.
Αυτόλυκος: είχε εκστρατεύσει μαζί μέ τόν Ηρακλή κατά τών Αμαζόνων. Ναυάγησε κατά τήν εκστρατεία, αλλά αφού διασώθηκε ήρθε καί κυρίευσε τήν Σινώπη πού τήν κατείχαν Σύροι, απόγονοι τού Απόλλωνα καί τής κόρης τού Ασωπού, Σινώπης.
Μόμμιος: Ρωμαίος στρατηγός, πού συμπλήρωσε τήν κατάκτηση τής Ελλάδος νικώντας τό 146 π.Χ. τούς Έλληνες στήν Λευκόπετρα καί καταστρέφοντας εντελώς τήν Κόρινθο.
Αριστείδης: Ήταν γυιός τού Λυσίμαχου. Αριστοκρατικός, αντίπαλος τού Θεμιστοκλή, τόν οποίο άλλωστε κατηγόρησε ως καταχραστή, λέγοντας γι' αυτόν "Σοφός γάρ ανήρ, τής δέ χειρός ου κρατών". Διάσημος γιά τήν δικαιοσύνη του, εξ' ού καί "Δίκαιος" εκκλήθη. Στήν μάχη τού Μαραθώνα, όταν ήλθε η σειρά του ν' αρχιστρατηγήσει, παραιτήθηκε δίνοντας τό αξίωμα στόν Μιλτιάδη, γενόμενος παράδειγμα νά κάνουν καί οι άλλοι στρατηγοί τό ίδιο καί έτσι ο ικανότερος Μιλτιάδης νά είναι μόνος κύριος. Διότι " τό πείθεσθαι καί ακολουθείν τούς εύ φρονούσιν ούκ αισχρόν, αλλά σεμνόν εστι καί σωτήριον ". Σύντομα ο φθόνος έκανε τούς Αθηναίους νά εξοστρακίσουν τόν Αριστείδη. Κυρίως ο Θεμιστοκλής υποδαύλιζε τόν φθόνο αυτό. Είναι γνωστό καί τό επεισόδιο, πού ο ίδιος ο Αριστείδης έγραψε τό όνομά του στό κεραμίδι, γιά λογαριασμό αγροίκου Αθηναίου, πού είχε βαρεθεί ν' ακούει νά γίνεται παντού λόγος γιά τόν δίκαιο Αριστείδη. Μετά 3 χρόνια όμως γύρισε όπως καί οι άλλοι εξόριστοι γιά ν'α γωνιστεί εναντίον τών Περσών στή Ναυμαχία τής Σαλαμίνας. Μάλιστα τασσόμενος στό πλευρό τού Θεμιστοκλή, βοήθησε νά πεισθεί ο Ευριβιάδης, ότι η ναυμαχία πρέπει νά γίνει στά στενά τής Σαλαμίνας. Ο ίδιος ο Αριστείδης μάλιστα κατέλαβε τήν Ψυττάλεια, πού ήταν γεμάτη βαρβάρους. Εκεί συνέλαβε καί 3 παιδιά τής αδελφής τού Ξέρξη, Σανδαύκης, πού τάστειλε στόν Θεμιστοκλή, πού λένε ότι τά θυσίασε στόν ωμοφάγο (ωμηστής) Διόνυσο (καθιερευθήναι). Αργότερα ο Αριστείδης, κατά τήν μάχη τών Πλαταιών, ήταν αρχηγός τού Αθηναϊκού στρατού, ενώ τήν αρχιστρατηγία όλων τών Ελλήνων τήν είχε ο βασιλιάς τής Σπάρτης Παυσανίας. Αξίζει νά σημειωθεί ότι επειδή ο χρησμός, πού ζήτησε καί έλαβε ο Αριστείδης, προέβλεπε νίκη τών Ελλήνων άν, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, η μάχη γινόταν σέ πάτριο (Αθηναϊκό) έδαφος, ο στρατηγός τών Πλαταιέων παραχώρησε τήν έκταση, πού θά γινόταν η μάχη, στούς Αθηναίους. Στή μάχη αυτή άλλη μιά φορά εφάνη ο πατριωτικός χαρακτήρας τού Αριστείδη, αλλά καί η ευφυϊα, μέ τήν οποία αντιμετώπισε τήν συνομωσία πού εξυφαινόταν εναντίον τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εν όψει μάλιστα τής μάχης αυτής κατά τού Μαρδονίου, τού γαμπρού τού Ξέρξη. Τήν μάχη αυτή εν τώ μεταξύ, κανείς δέν τήν ξεκινούσε, γιατί υπήρχε χρησμός καί στά δύο στρατόπεδα, ότι θά νικηθεί αυτός πού θά επιτεθεί πρώτος. Επειδή όμως τέλειωναν τά τρόφιμα τών Περσών, ο Μαρδόνιος αποφάσισε νά επιτεθεί. Τήν πληροφορία αυτή έμαθε ο Αριστείδης απ' τόν Αλέξανδρο, τόν βασιλιά τής Μακεδονίας, πού διακινδυνεύσας τού τήν έφερε μέ τήν παράκληση νά μήν τό πεί πουθενά. Ο Αριστείδης όμως θεώρησε ότι δέν ήταν δυνατόν νά μήν ενημερωθεί ο Παυσανίας καί ο Αλέξανδρος έφυγε μ' αυτή τήν συμφωνία. Πρώτοι συγκρούστηκαν οι Σπαρτιάτες μέ τούς Πέρσες καί εν συνεχεία οι Αθηναίοι, πού ερχόταν πρός βοήθειά τους, συγκρούστηκαν μέ τούς μηδίσαντες Έλληνες, περίπου 50.000 καί κυρίως μέ τούς Θηβαίους, οι ισχυροί καί πλούσιοι τών οποίων συνεργάστηκαν εύκολα μέ τούς Πέρσες, παρά τήν θέληση τού λαού (σιωνιστές;). Απ' τίς 300.000 τών Περσών διέφυγαν οι 40.000. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε από πέτρα πού τού πέταξε ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος. Από τούς Θηβαίους σκοτώθηκαν οι 300 πλουσιότεροι. Τούς υπόλοιπους τούς άφησαν οι Αθηναίοι νά σωθούν καί έτρεξαν νά βοηθήσουν τούς Σπαρτιάτες. Απ' τούς Έλληνες σκοτώθηκαν 1360. Κατά τόν Ηρόδοτο μόνο Αθηναίοι, Σπαρτιάτες καί Τεγεάτες πολέμησαν, αλλ' αυτό είναι ανακριβές. Μετά τήν μάχη παραλίγο νά ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, διότι οι Αθηναίοι δέν ήθελαν νά δώσουν τά Αριστεία στούς Σπαρτιάτες. Τήν κατάσταση έσωσε ο Κορίνθιος Κλεόκριτος, πού πρότεινε καί όλοι αποδέχτηκαν, τά Αριστεία νά δοθούν στούς Πλαταιείς. Τρόπαια έστησαν χωριστά οι Αθηναίοι καί χωριστά οι Σπαρτιάτες. Αξίζει ν' αναφερθεί κι ο Ευχίδας, ο οποίος έτρεξε 1000 στάδια (πάνω από 180 χιλιόμετρα) σέ μιά μέρα, πηγαίνοντας στούς Δελφούς καί φέρνοντας στίς Πλαταιές φωτιά απ' τήν κοινή Εστία, προκειμένου να ανάψει φωτιά γιά νά γίνει θυσία στόν Δία τόν Ελευθερωτή, επειδή οι φωτιές πού έκαιαν ήταν μολυσμένες απ' τούς βαρβάρους κι έπρεπε νά σβήσουν. Ο Ευχίδας ξεψύχησε μόλις γύρισε. Μετά τήν μάχη τών Πλαταιών, ο Αριστείδης άν καί αριστοκρατικός συνέβαλε νά γίνει τό πολίτευμα τής Αθήνας δημοκρατικότερο. Πέτυχε επίσης μέ τόν δίκαιο χαρακτήρα του νά καταστήσει τήν Αθήνα ηγεμονική δύναμη τών Ελλήνων. Ο ίδιος ορίστηκε νά προσδιορίσει καί τούς φόρους, πού έπρεπε νά πληρώνουν οι πόλεις γιά τήν συντήρηση τού αναγκαίου στρατού καί όλοι τούς δέχτηκαν μέ ικανοποίηση. Αργότερα βέβαια τούς ανέβασε κατά το 1/3 ο Περικλής καί ακόμα περισσότερο οι δημαγωγοί.
Τόν εν δυνάμει καί τύχη μεγάλη καί αρχή βίον η μέν δικαιοσύνη ποιεί θείον , η δ' αδικία θηριώδη.
Αξιομνημόνευτο είναι καί τό ότι όαταν ο Θεμιστοκλής είπε στόν λαό ότι έχει ένα σχέδιο πού θά αναδείξει τήν Αθήνα κυρίαρχη, αλλά δέν μπορεί νά τό κοινοποιήσει, ο λαός εμπιστευόμενος τόν Αριστείδη, υπέδειξε στόν Θεμιστοκλή νά γνωστοποιήσει τό σχέδιό του σ' αυτόν. Όταν ο Αριστείδης έμαθε τό σχέδιο (νά κάψουν δηλαδή οι Αθηναίοι τά συμμαχικά πλοία) είπε στόν λαό, ότι τό σχέδιο ήταν ωφέλιμο αλλά άδικο κι ο Αθηναϊκός λαός, πρός τιμήν του, απέτρεψε τόν Θεμιστοκλή απ' τό νά τό κάνει. Ο Αριστείδης πέθανε φτωχός άν καί διαχειρίστηκε κι αυτός τεράστια χρηματικά ποσά. Τίς κόρες του τίς προίκισε ο Δήμος.
Εξοστρακισμός: εύσχημη ικανοποίηση τού φθόνου. Γιά λόγους ευπρέπειας έλεγαν πώς ταπεινώνει καί βάζει φραγμό σέ κάποιον πού τό κύρος του καί η δύναμή του έχουν ξεπεράσει τά συνηθισμένα όρια καί ο εξοστρακισμός τόν εμποδίζει τάχα νά γίνει μονάρχης. Ο κάθε ψηφοφόρος έγραφε σ' ένα κεραμίδι τό όνομα τού πολίτη, πού κατά τήν γνώμη του πρέπει νά εξοστρακιστεί καί τό έρριχνε σ' ένα καγκελόφρακτο χώρο. Άν τό σύνολο τών ψήφων ήταν μικρότερο τού 6.000, ο εξοστρακισμός εθεωρείτο άκυρος. Άλλως ο πλειοψηφών εδιώχνετο απ' τήν πόλη γιά 10 χρόνια έχοντας όμως τό δικαίωμα νά καρπώνεται τήν περιουσία του. Ο τελευταίος εξοστρακισθείς ήταν ο Υπέρβολος, ο οποίος όμως προτάθηκε απ' τούς Νικία - Αλκιβιάδη πού ενώ κινδύνευε ο ένας απ' τούς δύο νά εξοστρακισθεί, αυτοί συμμάχησαν καί πέτυχαν τόν εξοστρακισμό τού Υπέρβολου. Ο λαός εξοργίστηκε μέ τόν εξευτελισμό τού θεσμού κι έτσι τόν εγκατέλειψε.
Μάρκος Κάτων: Ζούσε μέ τούς Σαβίνους. Πρώτα ονομαζόταν Πρίσκος, μετά τού απεδόθη τό όνομα Κάτων, πού σημαίνει τόν έμπειρο. Σέ ηλικία 17 ετών λάβαινε μέρος σέ μάχες κατά τού Αννίβα. Σέ μιά εκστρατεία μέ τόν Φάβιο Μάξιμο κατά τού Τάραντα, ο Κάτων, νεαρός τότε, γνωρίστηκε μέ τόν Πυθαγόριο Νέαρχο, απ' τόν οποίο επηρε'αστηκε κι επιζητούσε κι αυτός τήν λιτότητα. Έλαβε ελληνική μόρφωση, άν καί σέ μεγάλη ηλικία. Αναμείχθηκε μέ τήν πολιτική, γενόμενος πρώτον Ταμίας, μετά δέ χιλίαρχος καί τέλος ύπατος. Ως Ταμίας ήλεγχε καί κατήγγειλε τόν Σκηπίωνα, τόν Αφρικανό, νεαρό τότε, ότι δαπανούσε αμύθητα ποσά κατά τήν εκστρατεία του στήν Λιβύη. Ο Σκηπίων όμως έπεισε τούς Συγκλητικούς καί αφέθηκε νά συνεχίσει τόν πόλεμο. Ο Κάτων στά πλαίσια τής λιτότητάς του καί τής ορθολογικής διαχείρισης προτιμούσε " κτάσθαι δέ τά σπειρόμενα καί νεμόμενα μάλλον ή τά ραινόμενα καί σαιρόμενα " (= νά αποκτά αυτά πού σπείρονται καί θερίζονται , παρά αυτά πού ραντίζονται καί σαρώνονται, επαύλεις - κήποι). Ήταν όμως υπερβολικός. Συνήθιζε δέ νά χρησιμοποιεί αποφθέγματα. Όταν έγινε ύπατος τού δόθηκε η διοίκηση τής "εντός Ισπανίας", δηλαδή από Καρθαγένη μέχρι τά Πυρηναία. Εκεί έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες καί κυρίευσε 400 πόλεις. Προτίμησε δέ όπως έλεγε νά στείλει στήν Ρώμη πολλούς στρατιώτες μέ ασήμι παρά λίγους μέ χρυσό. Γιά τόν εαυτό του δέν πήρε τίποτα λέγοντας : " Βούλομαι μάλλον περί αρετής τοίς αρίστοις ή περί χρημάτων τοις πλουσιοτάτοις αμιλλάσθαι καί τοίς φιλαργυρωτάτοις περί φιλαργυρίας ". Ως χιλίαρχος ο Κάτων ακολούθησε τόν Μάνιο Ακίλιο στήν Ελλάδα γιά ν' αντιμετωπίσει τόν Αντίοχο τόν Μέγα, ο οποίος υπέταξε όλη σχεδόν τήν Ασία κι ετοιμαζόταν νά επιτεθεί κατά τών Ρωμαίων, περνώντας στήν Ελλάδα. Ο Κάτων κυρίεψε τήν Κόρινθο, τήν Πάτρα καί τό Αίγιο καί τήν Αθήνα. Μέ τόν Αντίοχο συγκρούστηκε στίς Θερμοπύλες, τόν αιφνιδίασε καί τόν κατενίκησε. Τόν Σκηπίωνα τόν Μεγάλο (τόν νικητή τού Αννίβα στή Ζάμα τό 202 π.Χ.) δέν μπόρεσε νά τόν μηνύσει. Στόν νεώτερο όμως Σκηπίωνα, πού ήταν θετός εγγονός τού Μεγάλου καί γυιός τού Παύλου Αιμιλίου (νικητή τών Μακεδόνων τού Περσέα) καί πού κυρίεψε τήν Καρχηδόνα τό 146 π.Χ., κατάφερε νά τού επιβληθεί πρόστιμο. Στό τέλος ο Κάτων έγινε τιμητής καί ως τέτοιος έδιωξε πολλούς, όπως τόν Λεύκιο Κοίντο, αδελφό τού νικητή τού Φιλίππου, Τίτου Φλαμινίνου καί τόν Μανίλλο, επειδή φίλησε τήν γυναίκα του μέρα καί παρουσία τής κόρης του. Ο ίδιος δέ έλεγε δέν φιλούσε ποτέ τήν γυναίκα του παρά μόνο άν βρόνταγε (ο Δίας). Υπήρξε πολύ καλός πατέρας καί σύζυγος. Εκπαίδευσε δέ μόνος τόν γυιό του, διότι δέν ήθελε νά αναθέσει αυτό τό έργο σέ δούλο. Αργότερα ο γυιός του μπήκε σέ μεγάλο σόϊ, αφού παντρεύτηκε τήν κόρη τού Παύλου Τερτία, τήν αδελφή δηλαδή τού Σκηπίωνα. Ο γυιός του αυτός είχε διακριθεί στήν μάχη τής Πύδνας, πού έγινε μεταξύ Παύλου καί Περσέα. Παρά τήν Ελληνική του μόρφωση ο Κάτων αργότερα κορόϊδευε κάθε τί τό Ελληνικό καί αντιτασσόταν στήν Ελληνική επιρροή τής Ρώμης, φοβούμενος μήπως χάσει τήν ισχύ της. Φυσικά έγινε τό αντίθετο. Η Ρώμη δοξάστηκε χάρις ακριβώς αυτής τής επιρροής. Τέλος, γέρος ών, υπέρ τά 90, ο Κάτων θεωρείται ότι προκάλεσε τόν τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο, κατά τόν οποίο καταστράφηκε η Καρχηδόνα απ' τόν Σκηπίωνα τόν Νεώτερο. Δηλαδή είχε σταλεί ο Κάτων νά διαιτητεύσει ανάμεσα στήν Καρχηδόνα καί τόν βασιλιά τής Νουμιδίας Μασσανάση, πού έριζαν μεταξύ τους. Εκεί διαπίστωσε ότι η Καρχηδόνα δέν ήταν σέ κακά χάλια όπως νόμιζαν οι Ρωμαίοι, αλλά λίαν αξιόμαχη. Ο Κάτων λοιπόν έπεισε τούς Ρωμαίους νά ξεκινήσουν τόν πόλεμο κατά τής Καρχηδόνας γιά νά προλάβουν ενδεχόμενο κίνδυνο από αυτή. Πέθανε δέ, μόλις άρχισε ο πόλεμος αυτός.
Κυνός Σήμα: ακρωτήριο στήν Σαλαμίνα, πού πήρε τό όνομά του απ' τόν τάφο τού σκύλου τού Ξανθίππου, πατέρα τού Περικλή. Ο σκύλος αυτός κολύμπησε μέχρι τήν Σαλαμίνα ακολουθώντας τόν αφέντη του, όταν οι Αθηναίοι κατέφυγαν στό νησί, προκειμένου νά γλυτώσουν απ' τούς επερχόμενους Πέρσες.
Γάϊος Καίσαρ (Ιούλιος): Ήταν ξάδελφος τού Μάριου τού νεώτερου, μεγάλου αντιπάλου τού Σύλλα. Όταν ο Γάϊος (κατοπινός Ιούλιος Καίσαρ) διεκδίκησε έφηβος ακόμα τό αξίωμα τού ιερέα, δέν κατάφερε νά εκλεγεί εξ αιτίας τού Σύλλα. Γιά νά γλυτώσει μάλιστα απ' αυτόν, περιπλανήθηκε γιά πολύ ανάμεσα στούς Σαβίνους, όπου κρυβόταν. Μετά κατέφυγε στήν Βιθυνία, στόν βασιλιά Νικομήδη κι από κεί, όταν έφυγε, αιχμαλωτίστηκε από πειρατές, στούς οποίους όμως αντί γιά 20 τάλαντα πού τού ζητούσαν, τούς έδωσε 50. Αργότερα αφού συγκέντρωσε στόλο, επιτέθηκε σ' αυτούς καί τούς φυλάκισε στήν Πέργαμο. Σύντομα εκλέχτηκε αρχιερέας, ένα πολύ σπουδαίο αξίωμα τών Ρωμαίων. Στήν συνωμοσία τού Κατιλίνα ψήφισε κατά τής τιμωρίας μέ θάνατο, μόνος απ' όλους. Όλοι οι άλλοι, όταν ρωτήθηκαν απ' τόν ύπατο Κικέρωνα, ψήφισαν θάνατο. Όταν μετά μίλησε ο Κάτων, άφησε αιχμές καί κατά τού Καίσαρα ακόμα. Έτσι οι φίλοι τού Κατιλίνα συνελήφθησαν γιά νά θανατωθούν, ο ίδιος δέ ο Καίσαρ φυγαδεύθηκε καί γλύτωσε χάρις καί στόν Κάτωνα. Όταν κάποτε ο Καίσαρ έδιωξε τήν γυναίκα του Πομπηία, επειδή τόν απατούσε, δέν προσήλθε στήν δίκη νά καταθέσει καί ευλόγως ερωτήθηκε γιατί τήν έδιωξε, είπε τήν γνωστή φράση " ότι τήν εμήν ηξίουν μηδέ υπονοηθήναι ". Στήν Ιβηρία, πού διορίστηκε διοικητής οργάνωσε επιτυχείς εκστρατείες κατά τών Καλαϊκών καί τών Λουσιτανών, υπήρξε δέ καλός διοικητής καί εν ειρήνη. Έτσι όταν έφυγε, κι ο ίδιος πλούτισε καί ο λαός ήταν ευχαριστημένος. Ερχόμενος στήν Ρώμη διεκδίκησε τήν Υπατία στηριζόμενος από τούς Πομπήιο καί Κράσσο, (τούς οποίους "συμφιλίωσε" κατά τού Κάτωνα), πράγμα πού πέτυχε. Ο Καίσαρ αναδείχτηκε μέγας στρατηλάτης, ανώτερος τών συγχρόνων του καί λίγο παλαιοτέρων, αφού σέ λιγότερο από 10 χρόνια κυρίεψε πάνω από 800 πόλεις, υπέταξε 300 εθνότητες, αντιμετώπισε πάνω από 3.000.000 εχθρούς, απ' τούς οποίους 1.000.000 σκότωσε καί 1.000.000 αιχμαλώτισε. Ήταν πολύ αγαπητός στούς στρατιώτες του, οι οποίοι εθυσιάζοντο πολλές φορές γιά χάρη του. Έτσι αντιμετώπισε μέ επιτυχία καί τούς Κέλτες καί τούς Γερμανούς φτάνοντας μέχρι τόν ωκεανό (Β. θάλασσα). Επίσης εξεστράτευσε καί κατά τών Βρεττανών απλώνοντας τήν Ρωμαϊκή κυριαρχία έξω απ' τά όρια τής "οικουμένης". Οι Γαλατικοί πόλεμοι επανελήφθηκαν αργότερα, μέ σπουδαιότερη μάχη αυτή τής Αλησίας μέ νικητή τόν Καίσαρα καί ηττημένο τόν Ουεργεντόριξ, γενικό αρχηγό τών Γαλατών. Μετά απ' αυτά άρχισε νά εκδηλώνεται η ανταγωνιστικότητα μεταξύ Καίσαρα καί Πομπηίου. Ο τελευταίος μάλιστα είχε εκλεγεί μόνος ύπατος κι ο εμφύλιος μεταξύ τους επαπειλείτο, μετά μάλιστα καί τόν θάνατο τού Κράσσου στούς Πάρθους. Παρά τίς προσπάθειες τού Κικέρωνα νά τούς συμφιλιώσει, η σύγκρουση δέν άργησε νά έρθει. Ο Καίσαρ κρυφά κυρίεψε τό Αρίμινο (Ρίμινι), αφού προβληματίστηκε πολύ ώρα γιά τό πέρασμα τού ποταμού Ρουβίκωνα. Εδώ μάλιστα είπε καί τήν περίφημη φράση " ανερρίφθω κύβος " (άς ριφθεί ο κύβος) καί πέρασε τό ποτάμι. Αμέσως μετά κυριάρχησε αναστάτωση. Ο Πομπήιος μέ τούς συγκλητικούς μάλιστα, εγκατέλειψε τήν Ρώμη μαζί μέ πλήθος άλλων. Έτσι η Ρώμη περιήλθε στόν Καίσαρα, ο οποίος μάλιστα ενσωμάτησε καί στρατεύματα τού Πομπηίου, εναντίον μάλιστα τού οποίου κινήθηκε, γενόμενος φοβερός. Σέ 60 μέρες έγινε κύριος ολόκληρης τής Ιταλίας χωρίς νά χυθεί σταγόνα αίμα. Εν συνεχεία, πρώτα εξεστράτευσε στήν Ιβηρία, κατά τών στρατηγών τού Πομπηίου, μετά γύρισε στήν Ρώμη, όπου εκλέχτηκε από τήν βουλή δικτάτορας καί κατόπιν πέρασε καί κυρίευσε τό Ώρικο (Αυλώνα) καί τήν Απολλωνία λίγο πιό πάνω. Όταν ήρθε κι ο Αντώνιος απ' τήν Ιταλία μέ τόν υπόλοιπο στρατό, συγκρούστηκε μέ τόν Πομπήιο χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισε νά κατευθυνθεί πρός τίς πλούσιες περιοχές τής Θεσσαλίας ή τής Μακεδονίας καί νά συγκρουστεί εκεί μέ τόν μοναχικό Σκηπίωνα. Τώρα όμως ο Πομπήιος άρχισε νά καταδιώκει τόν Καίσαρα καί κατέληξαν κι οι δυό νά στρατοπεδεύσουν στήν πεδιάδα τών Φαρσάλων, έχοντες 7.000 ιππείς καί 45.000 πεζούς ο Πομπήιος, έναντι 1.000 ιππέων καί 22.000 πεζών τού Καίσαρα. Στήν μάχη πού ακολούθησε νίκησε ο Καίσαρ κι ο Αντώνιος τόν Πομπήιο καί Σκηπίωνα. Ο Πομπήιος διέφυγε στήν Αίγυπτο κι εκεί σκοτώθηκε απ' τούς Αιγυπτίους τού νεαρού βασιλιά Πτολεμαίου ΙΒ. Ο Βρούτος πού πολέμησε στό πλευρό τού Πομπηίου, ήρθε τελικά μέ τό μέρος τού Καίσαρα. Στήν συνέχεια ο Καίσαρ ήρθε στήν Ασία κι από κεί στήν Αίγυπτο, όπου ο σοφιστής Θεόδοτος τού έφερε τό κεφάλι τού Πομπήιου. Στήν Αίγυπτο πολέμησε εναντίον τού Πτολεμαίου κι αφού τόν νίκησε, έκανε βασίλισσα τής Αιγύπτου τήν αδελφή αυτού, τήν Κλεοπάτρα, τήν οποία μάλιστα ερωτεύθηκε. Στόν πόλεμο αυτό κάηκε καί η περίφημη Βιβλιοθήκη τής Αλεξάνδρειας από φωτιά, πού έβαλε ο Καίσαρ στά πλοία καί διαδόθηκε παρά τήν θέλησή του. Μετά από αυτά απέκτησε τόν Καισαρίωνα μέ τήν Κλεοπάτρα κι έφυγε γιά τήν Συρία. Στήν πόλη Ζήλα, κοντά στήν Αμάσεια, συγκρούστηκε μέ τόν Φαρνάκη, τόν γθιό τού Μιθριδάτη, δίνοντας μεγάλη μάχη καί τόν έδιωξε απ' τόν Πόντο. Αναγγέλοντας μάλιστα τήν νίκη του στόν Αμάντιο, ένα φίλο του στήν Ρώμη, τού έγραψε τίς περίφημες τρείς λέξεις: " ήλθον, είδον, ενίκησα " (veni, vidi, vici). Μετά ήλθε στήν Ιταλία, όπου συμπλήρωσε 1 χρόνο δικτάτορας καί τήν επόμενη χρονιά εξελέγη ύπατος. Εξεστράτευσε δέ εναντίον τής Λιβύης, όπου είχαν καταφύγει ο Κάτων κι ο Σκηπίων βοηθούμενοι απ' τόν βασιλιά Ιόβα. Επεκράτησε τελικά ο Καίσαρ ενώ ο Κάτων αυτοκτόνησε. Γύρισε στήν Ρώμη, όπου έκανε τούς Αιγυπτιακόν, Ποντικόν καί Λιβυκόν θριάμβους καί έγινε ύπατος γιά τέταρτη φορά. Στή συνέχεια εξεστράτευσε στήν Ιβηρία, κατά τών γυιών τού Πομπηίου, τούς νίκησε καί γυρνώντας στήν Ρώμη έκανε τόν τέταρτο θρίαμβο κάνοντας όμως τούς Ρωμαίους νά λυπηθούν, γιατί η νίκη ήταν εναντίον τών γυιών ενός μεγάλου Ρωμαίου στρατηγού. Τόν ανέδειξαν όμως ισόβιο δικτάτορα. Επί Καίσαρος καθιερώθηκε καί τό Ιουλιανό λεγόμενο ημερολόγιο. Αυτό πού τόν έκανε θανάσιμα μισητό, ήταν η επιθυμία του νά γίνει βασιλιάς. Τελικά δολοφονήθηκε από τούς Βρούτο, Κάσσιο, Τίλιο, Κάσκα, οι οποίοι όμως έφυγαν από τήν Ρώμη φοβούμενοι τό εξαγριωμένο πλήθος, πού άλλαξε διαθέσεις, όταν ανοίχτηκε η διαθήκη τού Καίσαρα καί είδαν ότι τούς είχε αφήσει αξιόλογα ποσά. Τήν χρονιά πού δολοφονήθηκε ο Καίσαρ εμφανίστηκε ένας κομήτης καί επίσης έγινε έκλειψις ηλίου. Τό τέλος πάντως τών συνωμοτών ήταν τραγικό. Ο Κάσσιος αυτοκτόνησε μέ τό μαχαίρι τού φόνου τού Καίσαρα, αλλά καί ο Βρούτος μετά τήν ήττα στούς Φιλίππους απ' τούς Αντώνιο καί τόν νέο Καίσαρα (Οκταβιανός - Αύγουστος) αυτοκτόνησε κι αυτός.
Γάλβας - Όθων : Ο Γάλβας Σουλπίκιος ήταν ο πλουσιότερος Ρωμαίος, πού έγινε αυτοκράτωρ. Έγινε ύπατος βοηθούμενος απ' τήν Λιβία, τήν γυναίκα τού Καίσαρα Οκταβιανού. Επί Νέρωνος εστάλει διοικητής στήν Ιβηρία. Παρακινούμενος απ' τόν στρατηγό τής Γαλατίας Ουίνδικα τέθηκε επικεφαλής τής επανάστασης κατά τού Νέρωνα. Μετά τόν θάνατο τού τελευταίου τήν εξουσία τήν διεκδικούσε ο Νιμφίδιος Σαβίνος, πού διετείνετο ότι ήταν γυιός τού Γαίου Καίσαρα (Καλιγούλας 34 - 41 μ.Χ.), πού διαδέχθηκε τόν Τιβέριο (14 - 37 μ.Χ.). Η σύγκλητος όμως ανεκήρυξε αυτοκράτορα τόν Γάλβα, πού ήταν τότε 70 χρονών. (67 - 68 μ.Χ.). Αργότερα ο Νιμφίδιος καί οι φίλοι του δολοφονήθηκαν. (Κλαύδιος 41 - 54 μ.Χ. προκάτοχος τού Νέρωνα). Ο Γάλβας προσπάθησε ν' αλλάξει τίς ασυδοσίες τού Νέρωνα, όμως ζημιωνόταν τελικά γιατί ουσιαστικά διοικούσε ο Ουίνιος μέ άσχημο τρόπο. Επειδή ήταν γέρος ήθελε νά υιοθετήσει τόν Πείσονα γιά νά τόν διαδεχτεί στόν θρόνο. Δέν πρόλαβε όμως, δολοφονήθηκε από κινηματίες, πού ανέδειξαν τόν Όθωνα αυτοκράτορα, πού υπήρξε προστατευόμενος τού Σενέκα. Ο Όθων όμως μετά από ήττα, πού υπέστη απ' τόν Ουϊτέλλιο, αυτοκτόνησε σέ ηλικία 37 ετών έχοντας βασιλέψει μόνο 3 μήνες.
Αγησίλαος: Ήταν ο μικρότερος από τούς δύο γυιούς τού Αρχίδαμου, τού βασιλιά τής Σπάρτης καί επειδή γι αυτό δέν επρόκειτο νά γίνει βασιλιάς, υπέστη τήν αγωγή πού υφίσταντο όλοι οι παίδες τής αρχαίας Σπάρτης. Ήταν χωλός, αλλ' αυτό δέν τό έφερε καθόλου βαρέως καί ήθελε πάντα νά πρωτεύει. Μετά τόν θάνατο τού Άγιδος, αδελφού τού Αγησιλάου, έγινε βασιλιάς μέ τήν υποστήριξη τού Λυσσάνδρου ( τού νικητού τής ναυμαχίας παρά τούς Αιγός ποταμούς ), όχι ο γυιός τού Άγιδος, Λεωτυχίδης, αλλά ο Αγησίλαος. Ο Λεωτυχίδης εφέρετο ως νόθος γυιός τού Αλκιβιάδη καί τής γυναίκας τού Άγιδος. Πάντως στό τέλος ο Άγις τόν ανεγνώρισε ως νόμιμο γυιό του. Ήταν τέτοια η πολιτεία τού Αγησιλάου, ώστε ήταν λίαν αγαπητός σέ όλο τόν λαό, μέ αποτέλεσμα οι Έφοροι νά τού επιβάλουν πρόστιμο, επειδή κάνει δικούς του τούς πολίτες, πού ανήκουν στήν πατρίδα. Όταν μαθεύθηκε στήν Σπάρτη, ότι ο Πέρσης βασιλιάς ετοιμάζει στόλο γιά νά εκτοπίσει τούς Λακεδαιμονίους από τήν θάλασσα, ο Αγησίλαος, πεισθείς από τόν Λύσσανδρο, απεφάσισε τήν εκστρατεία κατά τής Μ. Ασίας. Ακολουθώντας μάλιστα τό παράδειγμα τού Αγαμέμνονα η εκκίνηση έγινε από τήν Αυλίδα. Από τήν Έφεσο ακόμη, δέν άργησαν νά φανούν τά προβλήματα λόγω τού φθόνου τού Αγησιλάου πρός τόν Λύσσανδρο, επειδή οι στρατιώτες τόν δεύτερο θεωρούσαν μεγάλο στρατηγό, ενώ τόν πρώτο θεωρούσαν μάλλον διακοσμητικό στοιχείο. Τελικά κατά παράκληση τού Λυσσάνδρου, από κρεοδαίτη πού τόν είχε ορίσει ο Αγησίλαος θέλοντας νά τόν υποτιμήσει, τόν έστειλε στό Ελλήσποντο. Μέ τόν Τισσαφέρνη αρχικά ο Αγησίλαος έκανε συμφωνία εξασφαλίζοντας τήν αυτονομία τών Ελληνικών πόλεων. Στή συνέχεια όμως συγκρούστηκε μαζί του κοντά στίς Σάρδεις καί τόν νίκησε. Αμέσως μάλιστα ο βασιλιάς τής Περσίας έστειλε τόν Τιθραύστη στήν θέση τού Τισσαφέρνη. Αυτός αφού έκοψε τό κεφάλι τού Τισσαφέρνη, πρότεινε συνθηκολόγηση στόν Αγησίλαο, κάνοντάς του δελεαστικότατες προτάσεις τίς οποίες όμως ο Αγησίλαος απέρριψε. Στή συνέχεια ο Αγησίλαος άρχισε νά λεηλατεί τήν χώρα τού Φαρνάβαζου, μέ τόν οποίο όμως συναντήθηκε καί δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις. Άλλωστε ο Φαρνάβαζος είχε βοηθήσει στό παρελθόν τήν Σπάρτη στόν πόλεμό της κατά τής Αθήνας. Ενώ διήνυε τόν δεύτερο χρόνο τής εκστρατείας του, διευθέτησε τίς υποθέσεις στίς παραλιακές πόλεις καί ετοιμαζόταν νά μεταφέρει τόν πόλεμο στό εσωτερικό τού Περσικού κράτους, στά Σούσα καί τά Εκβάτανα. Δυστυχώς όμως τότε τού ανηγγέλθη ότι η Αθήνα καί η Θήβακήρυξαν τόν πόλεμο κατά τής Σπάρτης καί αναγκάστηκε νά γυρίσει στήν Ελλάδα, υπακούοντας στούς νόμους τής πατρίδος του. Είπε μάλιστα ότι 10.000 τοξότες τόν διώχνουν από τήν Ασία, διότι τόσα χρήματα πληρώθηκαν οι Αθηναίοι καί οι Θηβαίοι καί κινήθηκαν κατά τών Σπαρτιατών. Στά περσικά δέ νομίσματα απεικονιζόταν τοξότης. Πέρασε λοιπόν τόν Ελλήσποντο καί άρχισε νά κατεβαίνει νοτιότερα είτε πολεμώντας καί νικώντας είτε ειρηνικά, φτάνοντας στήν Θεσσαλία. Εκεί έλαβε εντολή νά εισβάλει αμέσως στήν Βοιωτία. Πράγματι στρατοπέδευσε κοντά στήν Χαιρώνεια καί ετοιμαζόταν γιά μάχη. Εκεί ήρθε η είδηση τής ήττας τού Σπαρτιάτη ναυάρχου Πείσανδρου απ' τόν Κόνωνα καί Φαρνάβαζο. (Πρόκειται γιά τήν ναυμαχία τής Κνίδου τό 394 π.Χ. , οπότε απώλεσε η Σπάρτη τήν ηγεμονία). Επίσης εκείνη τήν μέρα έγινε έκλειψις ηλίου. Τούς κακούς οιωνούς ο Αγησίλαος απέκρυψε απ' τό στράτευμα. Η μάχη έγινε κοντά στήν Κορώνεια καί ήταν φοβερή. Από τήν μιά Σπαρτιάτες καί Ορχομένιοι κι από τήν άλλη Αθηναίοι, Αργείοι, Θηβαίοι κ.ά. Σπαρτιάτες καί Θηβαίοι δέν ηττήθηκαν. Ο Ξενοφών πού πολέμησε στό πλευρό τού Αγησιλάου, είπε ότι άλλη μάχη όμοια μ' αυτή δέν υπήρξε. Ο Αγησίλαος τραυματίστηκε. Τελικά έκλεισε συμφωνία μέ τούς Θηβαίους καί γύρισε στήν Σπάρτη, όπου τόν υποδέχτηκαν μέ τιμές καί αγάπη. Αργότερα εξεστράτευσε στήν Κόρινθο, πού τότε τήν κατείχαν οι Αργείοι. Κυρίευσε τά μακρά τείχη καί έδιωξε τούς Αργείους. Επίσης κυρίευσε τό Ηραίον καί λεηλατούσε τήν περιοχή. Αργότερα γιά νά ευχαριστήσει τούς Αχαιούς οργάνωσε εκστρατεία εναντίον τής Ακαρνανίας. Νίκησε τούς Ακαρνάνες καί τούς ανάγκασε νά κλείσουν ειρήνη μέ τούς Αχαιούς. Εν τώ μεταξύ ο Κόνων καί ο Φαρνάβαζος λεηλατούσαν ακ΄πμα καί τά Λακωνικά παράλια καί η Σπάρτη αναγκάστηκε νά κλείσει τήν κατάπτυστη "Ανταλκίδειο ειρήνη" στέλνοντας στόν βασιλιά τών Περσών Τιρίβαζο τόν στρατηγό Ανταλκίδα. Τήν συμφωνία αυτή επέβαλαν μέ τήν βία οι Σπαρτιάτες στούς υπόλοιπους Έλληνες. Τήν ίδια εποχή ο Αγησίλαος στήριξε τόν Φοιβίδα, ο οποίος εν καιρώ ειρήνης κατέλαβε τήν Καδμεία καί επέβαλε τούς ολιγαρχικούς Αρχία καί Λεοντίδα. Όταν αργότερα οι Θηβαίοι διώξανε τήν Σπαρτιατική φρουρά, ο Αγησίλαος φρόντισε νά τούς κηρυχτεί πόλεμος καί στάλθηκε εναντίον τους ο Κλεόμβροτος, πού είχε γίνει βασιλιάς ύστερα από τόν θάνατο τού Αγησίπολι. Ο Αγησίλαος δέν μετείχε τής εκστρατείας λόγω ηλικίας (60 ετών). Εξ αιτίας όμως τής υπόθεσης Σφοδρία, ο Κλεόμβροτος δέν ήταν πρόθυμος νά εκστρατεύσει στήν Βοιωτία καί τό έκανε τελικά ο Αγησίλαος. Ο Σφοδρίας θέλησε νά επαναλάβει τήν ανδραγαθία τού Φοιβίδα εκστρατεύοντας κατά τών Αθηνών, παρακινούμενος απ' τούς Πελοπίδα καί Μέλωνα, πού ήθελαν νά βγάλουν τήν Αθήνα στόν πόλεμο κατά τής Σπάρτης. Ο Σφοδρίας απέτυχε καί οδηγήθηκε σέ δίκη, αλλά μέ τήν υποστήριξη τού Αγησιλάου αθωώθηκε. Έτσι η Αθήνα κήρυξε τόν πόλεμο κατά τής Σπάρτης. Ο Αγησίλαος πλέον δέν ήταν τόσο αγαπητός στούς συμμάχους. Στήν εκστρατεία του δέ στήν Βοιωτία, ταλαιπωρούσε μέν τούς Θηβαίους, εταλαιπωρείτο όμως κι ο ίδιος καί ο Ανταλκίδας τόν κορόιδευε, ότι οι Θηβαίοι τόν πλήρωναν μέ καλά "δίδακτρα" γιά τά μαθήματα πολέμου πού τούς έδινε. Γύρισε ξανά στήν Σπάρτη, άρρωστος πλέον. Εκείνη τήν περίοδο οι Σπαρτιάτες υπέστησαν καί τήν πρώτη τους ήττα σέ μάχη εκ παρατάξεως στίς Τεγύρες από τούς Θηβαίους. Στό συνέδριο πού έγινε στήν Σπάρτη, ο Αγησίλαος "κοντραρίστηκε" μέ τόν Επαμεινώνδα, ο οποίος δέν δεχόταν τήν αυτονομία τών Βοιωτικών πόλεων, όπως προέβλεπε η "Ανταλκίδειος Ειρήνη". Έτσι οι Σπαρτιάτες κήρυξαν τόν πόλεμο κατά μόνον τών Θηβαίων κι έστειλαν κατ' αυτών τόν Κλεόμβροτο. Ακολούθησε η μάχη τών Λεύκτρων, στήν οποία οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν καί ο ίδιος ο Κλεόμβροτος σκοτώθηκε. Όταν μαθεύτηκε στήν Σπάρτη η ήττα, οι μέν συγγενείς τών φονευθέντων βγήκαν στήν αγορά καί στά ιερά χαρούμενοι, οι δέ συγγενείς αυτών πού γλύτωσαν, έμεναν στά σπίτια ντροπιασμένοι !!! Οι μανάδες αυτών πού σκοτώθηκαν γιόρταζαν, ενώ αυτών πού γλύτωσαν τούς περίμεναν κατσουφιασμένες καί ντροπιασμένες!!! Η μιά πόλη μετά τήν άλλη εν τώ μεταξύ αποστατούσαν απ' τήν Σπάρτη. Ο Επαμεινώνδας μάλιστα εκείνη τήν εποχή εισέβαλε στήν Λακωνική συνοδευόμενος από 70.000 στρατό καί πλιατσικολόγους, πράγμα πού πρώτη φορά συνέβαινε από τής εγκαταστάσεως τών Δωριέων εκεί. Πάντως τήν Σπάρτη δέν κατάφερε νά τήν κυριεύσει καί γύρισε πίσω. Η σωτηρία τής Σπάρτης εν προκειμένω πιστώνεται ως επιτυχία τού Αγησιλάου, ο οποίος πλέον απεσύρθη από τίς στρατιωτικές δραστηριότητες. Μάλιστα στήν αδάκρυτη μάχη ο γυιός του Αρχίδαμος υποστηριζόμενος από δύναμη πού έστειλε ο τύραννος Διονύσιος, νίκησε τούς Αρκάδες χωρίς κανένα νεκρό από τήν πλευρά του. Μ' αυτή τήν νίκη πίστευαν ότι η Σπάρτη ξέπλυνε τήν ντροπή της. Λίγες μέρες αργότερα έγινε η μάχη τής Μαντίνειας, όπου σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας καί οι Έλληνες έκλεισαν ειρήνη μεταξύ τους, τήν οποία δέν προσυπέγραψε ο Αγησίλαος, επειδή περιλάμβανε τούς Μεσσήνιους.
τά καλά τών αισχρών τώ μετρίω διαφέρειν
Σέ ηλικία 80 ετών ο Αγησίλαος υποστήριξε τήν αποστασία τού βασιλιά τάχω τής Αιγύπτου καί πολέμησε κατά τών Φοινίκων, ηγούμενος όμως μόνον τού δικού του στρατεύματος, ενώ ο Αθηναίος Χαβρίας ήταν αρχηγός τού Ναυτικού καί ο Τάχως ήταν γενικός αρχηγός. Στήν συνέχεια όμως μεταπήδησε στήν ομάδα τού ανεψιού τού Τάχω Νεκτάναβι, πού διεκδίκησε τόν θρόνο τής Αιγύπτου. Τόν Νεκτάναβι τόν βοήθησε αποτελεσματικά νά επιβληθεί άλλου αποστάτη, πού ήρθε εναντίον του μέ 100.000 στρατό. Έτσι τά πράγματα πήγαιναν πλέον καλά στήν Αίγυπτο, αλλά παρά τίς παρακλήσεις τού Νεκτάναβι νά μείνει μαζί του, ο Αγησίλαος θέλησε νά επιστρέψει στήν Σπάρτη, πού τόν είχε ανάγκη. Δέν πρόφτασε όμως, πέθανε σέ ηλικία 84 ετών σέ ένα χωριό τής Λιβύης, πού τό λένε λιμάνι τού Μενελάου. Βασίλευσε 41 χρόνια καί γιά 30 χρόνια εθεωρείτο ηγεμόνας καί βασιλιάς ολόκληρης σχεδόν τής Ελλάδος, μέχρι τήν μάχη τών Λεύκτρων. Στόν θρόνο τόν διαδέχτηκε ο γθιός του Αρχίδαμος.
Γυμνοπαιδίες: ετήσια γιορτή τής Σπάρτης πρός τιμήν τών νεκρών τού Θυρέα, πόλη κοντά στά Λακωνο-Αργολικά σύνορα. Στήν μάχη αυτή τού 6ου π.Χ. αιώνα μεταξύ 300 Σπαρτιατών καί 300 Αργειτών επέζησαν 2 Αργείτες καί ένας Σπαρτιάτης. Ο Σπαρτιάτης έμεινε στό πεδίο τής μάχης όλη τήν νύκτα τραυματισμένος καί τό πρωί έστησε τρόπαιο. Οι 2 Αργείτες πήγαν στό Άργος καί ανήγγειλαν τήν δική τους νίκη. Η μάχη ξανάγινε, αφού αμφισβητήθηκε ο νικητής, καί νίκησαν οι Σπαρτιάτες. Κατά τήν γιορτή αυτή τά Σπαρτιατόπουλα χόρευαν γυμνά εκτελώντας πολεμικές ασκήσεις καί διαγωνίζονταν γιά τό βραβείο.
Πομπήίος: Ήταν γυιός τού λαομίσητου Στράβωνα. Πολύ νεαρός ακολούθησε τόν πατέρα του στήν εκστρατεία κατά τού Κίννα, συμμάχου τού Μάριου καί αντιπάλου τού Σύλλα. Γρήγορα κέρδισε τήν συμπάθεια τού στήν Ρώμη καί παντρεύτηκε τήν κόρη τού στρατηγού Αντίστιου. Σέ ηλικία 23 ετών αυτοανακηρύχθηκε στρατηγός, κατάφερε νά συγκεντρώσει στρατό τριών ταγμάτων καί κατευθυνόταν πρός τόν Σύλλα γιά νά ενωθεί μαζί του. Στήν πορεία αυτή συγκρούστηκε μέ τόν στρατό τού Βρούτου. (πατέρας εκείνου πού σκότωσε τόν Καίσαρα), τόν οποίο νίκησε καί επίσης ενσωμάτωσε τόν στρατό τού Σκηπίωνα, ο οποίος έφυγε. Επίσης νίκησε καί δυνάμεις πού έστειλε εναντίον του ο αντίπαλος τού Σύλλα, Κάρβων. Τελικά συναντήθηκε μέ τόν Σύλλα, αφού ήρθε αυτός καί τόν βρήκε καί αποδόθηκαν τιμές εκατέρωθεν. Ο Σύλλας τόν έστειλε νά βοηθήσει τόν γερο-Μέτελλο, μέ τήν θέληση καί τού ιδίου, στήν Κελτική. Αργότερα πού ο Σύλλας έγινε δικτάτορας τής Ιταλίας, θαυμάζοντας τόν Πομπήιο καί θέλοντας νά συγγενέψει μαζί του, τόν έπεισε νά χωρίσει τήν Αντιστία καί νά παντρευτεί τήν αδελφή τού Σύλλα, τήν Αιμιλία, πού ήταν καί έγκυος, χωρίζοντάς της απ' τόν άνδρα της. Στόν τοκετό μάλιστα πέθανε καί η Αιμιλία. Αργότερα στάλθηκε στήν Ιταλία, όπου σκότωσε τόν Κάρβωνα καί έδιωξε καί τόν Περπάνα, αντιπάλους τού Σύλλα. Μετά πήγε στήν Λιβύη μέσα σέ 40 μέρες καί σέ ηλικία 24 ετών. Εν συνεχεία ο Σύλλας τόν κάλεσε στήν Ρώμη κι εκεί παρά τίς αντιρρήσεις αυτού καί τών άλλων, ο Πομπήιος ζήτησε καί έκανε θρίαμβο, μολονότι δέν ήταν ύπατος, αφού η νεαρή του ηλικία δέν τού τό επέτρεπε. Μετά τόν θάνατο τού Σύλλα κατέπνιξε πάλι τό κίνημα τού Βρούτου καί τόν ίδιο τόν σκότωσε. Στήν συνέχεια πέτυχε νά σταλεί στήν Ιβηρία πρός βοήθεια τού Μετέλλου, πού εταλαιπωρείτο απ' τόν στασιαστή Σερτώριο μέ ανταρτοπολέμους. Στήν αρχή ο Σερτώριος νικούσε τούς δύο στρατηγούς. Στήν μάχη μάλιστα κοντά στόν Σούκρωνα ποταμό λίγο έλειψε νά σκοτωθεί ο Πομπήιος. Καί ενώ ο τελευταίος, όπως καί ο Μέτελλος, διώχτηκε απ' τήν Ιβηρία καί ζητούσε χρηματική βοήθεια απ' τόν ύπατο Λούκουλο, δολοφονήθηκε εν τώ μεταξύ ο Σερτώριος απ' τούς φίλους του. Έτσι ο Πομπήιος καί αφού έλαβε τήν βοήθεια πού ζήτησε, νίκησε κατά κράτος τόν διάδοχο τού Σερτωρίου, Περπέννα, τόν ίδιο δέ τόν σκότωσε. Επιστρέφοντας στήν Ιταλία διέλυσε 5.000 δούλους περίπου, πού είχαν ξεφύγει μετά τήν ήττα τους απ' τόν Κράσσο καί οικειοποιήθηκε τήν δόξα τής κατάπνιξης τού δουλικού κινήματος τού Σπάρτακου τό 71 π.Χ. περίπου. Ερχόμενος στήν Ρώμη τέλεσε τόν δεύτερο θρίαμβό του, εξελέγη δέ καί ύπατος μαζί μέ τόν Κράσσο, μέ τόν οποίο μέχρι τήν εκλογή ήταν φίλος, μετά δέ τήν εκλογή υπονόμευε ο ένας τόν άλλο. Εν τώ μεταξύ ο Πομπήιος επανέφερε καί τόν θεσμό τού Δημάρχου πρός μεγάλη ευχαρίστηση τού λαού. Μετά τήν λήξη τής υπατίας του, δέν συνηγόρευε πλέον, διατηρούσε όμως τό κύρος του συνοδευόμενος από πλήθος συνοδών. Επειδή δέ εκείνη τήν εποχή η Μεσόγειος μαστιζόταν από πειρατές, πού είχαν ξεκινήσει απ' τήν Κιλικία καί κατέκλυσαν τήν θάλασσα, εδόθη εξουσία απόλυτη στόν Πομπήιο καί η εντολή νά απαλλάξει τό Ρωμαϊκό κράτος από αυτούς. Πράγματι ο Πομπήιος αφού συγκέντρωσε πολυάριθμο στόλο καί τόν μοίρασε σέ διάφορες περιοχές τής Μεσογείου, κατάφερε μέ τήν εφυία του καί τήν επιήκειά του νά εξαφανίσει τήν πειρατία μέσα σ' ένα τρίμηνο. Αργότερα ψηφίστηκε νόμος, ο Πομπήιος νά διαδεχθεί τόν Λούκουλο στήν αρχηγία κατά τού Μιθριδατικού πολέμου, πού βέβαια ουσιαστικά είχε λήξει μέ νικητή τόν Λούκουλο. Έτσι καί πάλι ο Πομπήιος οικειοποιήθηκε τήν δόξα τού Λούκουλου τώρα. Πάντως έδωσε μία μάχη μέ τόν Μιθριδάτη κοντά στόν Ευφράτη ποταμό, τόν νίκησε κι ο Μιθριδάτης κατέφυγε στήν Κολχίδα, αφού κι ο Τιγράνης, ο βασιλιάς τών Αρμενίων, ήρθε καί βρήκε τόν Πομπήιο καταθέτοντάς του μάλιστα τό στέμα. Ο Πομπήιος τόν άφησε νά βασιλεύσει στίς περιοχές πού δέν τού είχε στερήσει ο Λούκουλος, αφού πλήρωσε 6.000 τάλαντα πρόστιμο. Τόν γυιό του όμως επειδή εκδήλωσε δυσαρέσκεια, τόν συνέλαβε καί τόν προόριζε γιά τόν θρίαμβό του, παρά τό γεγονός ότι τόν ζητούσε ο πενθερός του Φραάτης, βασιλιάς τής Παρθίας. Εν συνεχεία κυνηγώντας τόν Μιθριδάτη ήρθε στήν Κολχίδα, αφού νίκησε τούς Ίβηρες τής περιοχής καί στόν Φάσι ποταμό συνάντησε τόν Σερουίλιο μέ τόν στόλο του. Κι ενώ η καταδίωξη τού Μιθριδάτη συνεχιζόταν μέ δυσκολίες, αναγκάστηκε νά περάσει πάλι τόν ποταμό Κύρνο καί νά συγκρουστεί μέ τούς Αλβανούς, οι οποίοι είχαν αποστατήσει. Στήν μάχη πού έγινε κοντά στόν Άβαντα ποταμό, νίκησε καί σκότωσε τόν αδελφό τού βασιλιά τους Κώσι καί τίς αμαζόνες, πού πολέμησαν στό πλευρό τών Αλβανών. Στή συνέχεια εγκατέλειψε τό κυνηγητό τού Μιθριδάτη καί ήρθε πρός τήν Πέτρα, νότια τής Νεκράς Θαλάσσης, κι εκεί αναγγέλθηκε ότι ο Μιθριδάτης αυτοκτόνησε, επειδή επαναστάτησε εναντίον του ο γυιός του Φαρνάκης. Κατόπιν ο Πομπήιος αφού πέρασε από Ρόδο, Μυτιλήνη, Αθήνα (τής οποίας τήν ανοικοδόμηση χρηματοδότησε ) ήλθε στήν Ρώμη, όπου ετέλεσε τόν τρίτο καί μεγαλειοδέστατο θρίαμβό του. Ήταν δέ τότε 45 ετών. Στήν Ρώμη άρχισε πλέον νά ανεβαίνει τό άστρο τού Καίσαρα. Ο Πομπήιος ήρθε σέ ρήξη καί μέ τήν Σύγκλητο, επειδή είχε φερθεί άσχημα στόν Κικέρωνα κι εκείνος έφυγε κρυφά από τήν Ρώμη γιά νά σωθεί. Πάντως άρχισε πάλι νά κερδίζει έδαφος. Έφερε μάλιστα πίσω καί τόν Κικέρωνα. Ορίστηκε πάλι υπεύθυνος γιά τήν προμήθεια σίτου (η Ρώμη διερχόταν περίοδο σιτοδείας εκείνο τόν καιρό) καί τά κατάφερε πολύ καλά. Αλλά καί ο Καίσαρ είχε γίνει παντοδύναμος εν τώ μεταξύ μετά τούς Κελτικούς πολέμους. Έτσι ουσιαστικά τήν εξουσία μοιραζόταν ο Καίσαρ, ο Πομπήιος αλλά καί ο Κράσσος στόν οποίο δόθηκε η Συρία αλλά σκοτώθηκε πολεμώντας κατά τών Πάρθων. Όταν όμως η γυναίκα τού Πομπήιου, πού ήταν κόρη τού Καίσαρα, πέθανε κατά τόν τοκετό, αλλά καί η κόρη πού γεννήθηκε πέθανε μετά από λίγο, έπαψε νά υπάρχει συγγενικός άρα καί συνδετικός δεσμός μεταξύ Πομπήιου καί Καίσαρα. Άρχισε λοιπόν η Ρώμη νά ταλανίζεται από αναρχία καί η Σύγκλητος (καί μάλιστα οι Αριστοκρατικοί) δέχτηκε νά ανακηρύξει μόνον ύπατο (= δικτάτορα) τόν Πομπήιο. Πάλι όμως άρχισε νά κακολογιέται ο Πομπήιος, γιατί έδινε τήν εντύπωση πώς δέν φερόταν μέ τόν ίδιο τρόπο σέ όλους. Κατά τά άλλα αποκατέστησε τήν τάξη καί γιά τούς υπόλοιπους 5 μήνες πήρε συνάρχοντα τόν πενθερό του Μέτελλο Σκηπίωνα. (Είχε νυμφευθεί τήν κόρη του Κορνηλία γιά τήν οποία : ενήν δέ τή κόρη πολλά φίλτρα δίχα τών αφ' ώρας (είχε πολλά χαρίσματα πέρα από νιάτα)). Πάντως η Ιταλία ήταν ανάστατη. Άλλοι έφευγαν από τήν Ρώμη καί άλλοι κατέφευγαν σ' αυτήν εν' όψει διαφαινόμενης σύγκρουσης μέ τόν Καίσαρα. Πράγματι ο τελευταίος μπήκε στήν Ρώμη καί τήν κυρίευσε. Αφού φέρθηκε μέ επιείκεια άρχισε νά καταδιώκει τόν Πομπήιο, ο οποίος εν τώ μεταξύ πέρασε από τό Βρινδήσιο (Πρίντεζι) στό Δυρράχιο. Στήν Μακεδονία ο Πομπήιος συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη, ενώ ο στόλος του ήταν ασυναγώνιστος (500 πολεμικά πλοία). Τό πεζικό του όμως πού έπασχε τό γύμναζε ο ίδιος στήν Βέροια άν καί ήταν 58 ετών. Εν τώ μεταξύ πέρασε καί ο Καίσαρ στό Ώρικο (Αυλώνα) καί πρότεινε στόν Πομπήιο τήν αμοιβαία διάλυση τών στρατευμάτων τους καί τήν επάνοδό τους στήν Ιταλία, ως φίλοι. Ο Πομπήιος όμως αρνήθηκε καί άρχισαν οι συγκρούσεις. Η αποφασιστική μάχη έγινε στά Φάρσαλα μεταξύ 22.000 τού Καίσαρος καί υπερδιπλασίων τού Πομπηίου. Ηττήθηκε ο δεύτερος , ο οποίος καί διέφυγε στήν Αίγυπτο, αφού παρέλαβε πρώτα τήν γυναίκα του Κορνηλία καί τόν γυιό του στήν Μυτιλήνη. Στήν Αίγυπτο όμως ο ευνούχος Ποθεινός καί ο σοφιστής Θεόδοτος, πού ουσιαστικά διοικούσαν γιά λογαριασμό τού νεαρού βασιλιά Πτολεμαίου, αποφάσισαν τήν δολοφονία τού Πομπηίου, θεωρώντας ότι έτσι αφ' ενός δέν θά κινδύνευαν πλέον απ' τόν Πομπήιο καί αφ' ετέρου θά προσέφεραν υπηρεσία στόν Καίσαρα. Έτσι ο Πομπήιος δολοφονήθηκε ενώ ήταν 59 ετών. Τό κεφάλι του επεδόθη αργότερα στόν Καίσαρα, ο οποίος όμως έσφαξε τόν Ποθεινό καί τόν Φίλιππο, ενίκησε δέ τόν στρατό τού Πτολεμαίου τοποθετώντας στόν θρόνο τής Αιγύπτου τήν αδελφή τού Πτολεμαίου, Κλεοπάτρα.
Δημήτριος: Ήταν γυιός τού Αντίγονου, τού αρχαιότερου διαδόχου τού Μ. Αλεξάνδρου. Γιά πρώτη φορά ανέλαβε μεγάλη αποστολή, όταν τόν έστειλε ο πατέρας του σέ ηλικία 22 ετών κατά τού Πτολεμαίου, πού είχε εισβάλει καί λεηλατούσε τήν Συρία. Νικήθηκε όμως απ' τόν έμπειρο στρατηγό τού Μ. Αλεξάνδρου Πτολεμαίο κοντά στήν Γάζα. Σύντομα όμως ο Δημήτριος ξανασυγκρούστηκε μέ τόν στρατηγό τού Πτολεμαίου Κίλλη, ο οποίος είχε έλθει γιά νά διώξει εντελώς τόν Δημήτριο απ' τήν Συρία. Αυτή τή φορά νίκησε ο Δημήτριος. Αργότερα εξεστράτευσε κατά τών Αράβων Ναβαταίων, αλλά καί κατά τής Βαβυλωνίας, πού τήν κατείχε ο Σέλευκος, αλλά ο ίδιος έλειπε σέ εκστρατεία εναντίον εθνών, πού συνορεύουν μέ τούς Ινδούς. Επίσης εκπόρθησε τήν Αλικαρνασσό γιά λογαριασμό τού Πτολεμαίου. Μετά απ' αυτά ο Δημήτριος ήρθε στόν Πειραιά καί απάλλαξε τήν Αθήνα απ' τόν Δημήτριο τόν Φαληρέα, πού τόν είχε τοποθετήσει δοικητή ο Κάσσανδρος. Επίσης απήλλαξε τά Μέγαρα Μακεδονική φρουρά, αλλά οι στρατιώτες του επεδόθηκαν σέ λεηλασία. Εκεί ρώτησε τόν φιλόσοφο Στίλπωνα μήπως κανένας στρατιώτης άρπαξε τίποτα απ' τά δικά του πράγματα καί έλαβε τήν απάντηση " Ουδείς, ουδένα γάρ είδον επιστάμαν αποφέροντα ". Οι Αθηναίοι οι οποίοι απέκτησαν πάλι τήν Δημοκρατία, απέδωσαν υπερβολικές τιμές στόν Δημήτριο κι ήταν μάλιστα οι πρώτοι πού ανακήρυξαν βασιλιάδες τόν Δημήτριο καί τόν Αντίγονο καί τούς ονόμασαν "Σωτήρες". Αργότερα απέπλευσε γιά τήν Κύπρο κατά σύσταση τού πατέρα του. Ναυμάχησε καί νίκησε τόν στόλο τού Πτολεμαίου καί τού αδελφού του Μενελάου. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος έφυγε, ο αδελφός του όμως τού παρέδωσε τόν στρατό του καί τήν Σαλαμίνα. Μετά τήν Ναυμαχία αυτή ο Αντίγονος κι ο Δημήτριος χρησιμοποιούσαν τόν τίτλο τού βασιλιά κι επίσης ο Πτολεμαίος στήν Αίγυπτο κι ο Λυσίμαχος στήν Θράκη. Ο δέ Σέλευκος πού έκανε ήδη χρήση στούς βαρβάρους, τό επεξέτεινε καί στούς Έλληνες. Μόνο ο Κάσσανδρος υπέγραφε όπως πρώτα κι όχι ως βασιλιάς. Μετά τήν επιτυχία αυτή ο Αντίγονος, ογδοντάρης ήδη, θέλησε νά εκστρατεύσει κατά τής Αιγύπτου, ενώ ο στόλος μέ τόν Δημήτριο θά κατέπλεε εκεί. Η εκστρατεία όμως απέτυχε. Ο Δημήτριος αναδείχτηκε σέ μεγάλο στρατηγό καί εκπορθητή πόλεων. Στήν πολιορκία όμως τής Ρόδου δυσκολεύτηκε, βρήκε μάλιστα πρόφαση τήν κλήση σέ βοήθεια τών Αθηναίων, στούς οποίους ανταποκρίθηκε καί κατεδίωξε τόν Κάσσανδρο, πού πολιορκούσε τήν Αθήνα. "Ελευθέρωσε" δέ τούς Έλληνες, πού κατοικούσαν νότια τών Θερμοπυλών. Επίσης κυρίευσε πολλές πόλεις τής Πελοποννήσου, χωρίς νά συναντά αντίσταση. Στήν Αθήνα μυήθηκε στά Ελευσίνια μυστήρια, αφού άλλαξε τά ονόματα τών μηνών, γιά νά συμπίπτουν μέ τούς μήνες πού γινόταν οι μυήσεις !!! Αργότερα ο Αντίγονος καί ο Δημήτριος συγκρούστηκαν μέ τούς συνασπισμένους βασιλιάδες κι ενώ ο Δημήτριος νίκησε κατ' αρχήν τόν Αντίοχο, τόν γυιό τού Σέλευκου, τελικά όμως ηττήθηκαν καί ο πατέρας του σκοτώθηκε. Ο ίδιος ήλθε στήν Ελλάδα, χωρίς όμως νά υποστηριχτεί απ' τούς Αθηναίους, όπως ήλπιζε, γι αυτό άφησε καί τήν Ελλάδα στόν Πύρρο κι ήρθε στήν Χερόνησο καί λεηλατούσε τήν επικράτεια τού Λυσίμαχου. Εν συνεχεία κι αφού αύξησε πάλι τήν δύναμή του συγγένεψε μέ τόν Σέλευκο κι αυτός τόν συμφιλίωσε μέ τόν Πτολεμαίο.
Μή τήν ουσίαν πλείω, τήν δ' απληστίαν ποιείν ελάσσω τόν γε βουλόμενον ως αληθώς είναι πλούσιον , ως ο γε μή παύων φιλοπλουτίαν , ούτος ούτε πενίας ούτ' απορίας απήλλακται " (Πλάτων)
Μετά ήρθε πάλι στήν Ελλάδα, κυρίευσε μερικές πόλεις, πού είχαν αποστατήσει καί λεηλατούσε τήν περιοχή τής Αττικής. Τήν Αθήνα τώρα τήν υποστήριζε ο Πτολεμαίος. Πάντως μπήκε στήν Αθήνα κι εγκατέστησε δική του φρουρά. Κι ενώ εισέβαλε στήν Λακωνική κι ετοιμαζόταν νά κυριεύσει τήν Σπάρτη, γύρισε πρός τήν Μακεδονία κληθείς πρός βοήθεια απ' τόν Αλέξανδρο, τόν γυιό τού Αντιπάτρου. Τελικά όμως διέταξε καί σκότωσαν τόν Αλέξανδρο κι έτσι ανακηρύχτηκε ο ίδιος βασιλιάς τής Μακεδονίας. Άλλωστε η γυναίκα του Φίλα ήταν κόρη τού Αντιπάτρου, πού είχε αφήσει ο Μ. Αλέξανδρος στήν Μακεδονία, όταν έκανε τήν εκστρατεία στήν Ασία. Εν τώ μεταξύ η κόρη τού Δημητρίου Στρατονίκη, πού είχε παντρευτεί τόν Σέλευκο κι έκανε μαζί του παιδί, παντρεύτηκε τώρα τόν Αντίοχο, τόν γυιό τού Σέλευκου κι έγινε βασιλιάς τών άνω περιοχών. Ο Δημήτριος προσάρτησε καί τήν Θεσσαλία στήν επικράτειά του, δύο φορές δέ κυρίευσε μέ τόν γυιό του Αντίγονο τήν Θήβα. Από 'κεί γύρισε στήν Μακεδονία κι ετοίμασε εκστρατεία κατά τών Αιτωλών. Αφού λεηλάτησε τήν χώρα τους, άφησε εκεί τόν Πάνταυλο κι ο ίδιος κατευθυνόταν κατά τού Πύρρου. Αλλά κι ο Πύρρος βάδιζε εναντίον του. Δέν συναντήθηκαν όμως κι έτσι ο μέν Πύρρος συγκρούστηκε καί νίκησε τόν Πάνταυλο, ο δέ Δημήτριος λεηλατούσε τήν Ήπειρο. Ο Πύρρος όμως κέρδιζε έδαφος τώρα στούς Μακεδόνες σέ βάρος τού Δημητρίου. Πάντως ο τελευταίος δέν άργησε νά συγκεντρώσει μιά τεράστια δύναμη σέ στρατό καί στόλο καί ετοιμαζόταν κατά τής Ασίας. Συνασπίστηκαν όμως εναντίον του οι τρείς βασιλιάδες, ο Σέλευκος, ο Πτολεμαίος, κι ο Λυσίμαχος, κι έπεισαν μάλιστα καί τόν Πύρρο νά κινηθεί κατά τής Μακεδονίας. Ο Πύρρος κατέλαβε τό στρατόπεδο τού Δημητρίου , αφού οι στρατιώτες τού τελευταίου προτιμούσαν τελικά τόν Πύρρο, παρά τόν Δημήτριο. Η Μακεδονία μοιράστηκε ανάμεσα στόν Πύρρο καί τόν Λυσίμαχο. Ο Δημήτριος κατέφυγε στήν Κασσάνδρεια αρχικά, όπου η γυναίκα του Φίλα αυτοκτόνησε μήν αντέχοντας τόν ξεπεσμό, κι εν συνεχεία τράβηξε γιά τήν Ελλάδα. Αφού συνήλθε πάλι, διεκπεραιώθηκε στήν Ασία κι αφού αρχικά επαιτούσε στόν Σέλευκο, μετά επιδόθηκε σέ λεηλασίες, επειδή ο Σέλευκος έπαψε νά τόν υποστηρίζει. Πολλές φορές μάλιστα νίκησε στρατεύματα τού Σέλευκου. Τελικά καί μετά από πολλές αποστασίες στρατιωτών του, ο Δημήτριος συνελήφθη αιχμάλωτος απ' τόν Σέλευκο. Ο γυιός του Αντίγονος, πού ήταν στήν Ελλάδα, προσέφερε τόν εαυτό του ως όμηρο, προκειμένου νά ελευθερωθεί ο πατέρας του. Ο Δημήτριος έμεινε 3 χρόνια τελικά αιχμάλωτος στήν Συριακή χερσόνησο, όπου ζούσε περιορισμένος μέν, αλλά ελεύθερος νά κυνηγά καί νά απολαμβάνει κρασοκατανύξεις καί τά συναφή. Πέθανε τελικά σέ ηλικία 54 ετών. Η τέφρα του παρελήφθη απ' τόν γυιό του Αντίγονο καί θάφτηκε στήν Δημητριάδα, μιά πόλη πού είχε τό όνομά τού Δημητρίου καί σχηματίστηκε μέ τόν συνοικισμό μικρών χωριών, πού ήταν κοντά στήν Ιωλκό.
Αντώνιος: Πατέρας του ήταν ο Αντώνιος ο Κρητικός. Τό "Κρητικός" επειδή κάποτε εξεστράτευσε στήν Κρήτη μέ αλυσίδες γιά νά δέσει τούς Κρητικούς, αλλά δέν τά κατάφερε, οι Κρητικοί έδεσαν τόν ίδιο. Γυναίκα του ήταν η Ιουλία απ' τήν γενιά τών Καισάρων. Σάν ωρίμασε τό έριξε στίς κρασοκατανύξεις καί στήν ακόλαστη ζωή. Φοβούμενος τήν πολιτική κατάσταση στήν Ρώμη όμως, ήλθε στήν Ελλάδα καί μελετούσε ρητορική αλλά ασκείτο παράλληλα γιά στρατιωτικούς αγώνες. Η πρώτη του αποστολή ήταν κατά τού Αριστόβουλου, πού προσπαθούσε νά ξεσηκώσει σέ επανάσταση τούς Ιουδαίους. Μετά πολέμησε στό πλευρό τού Πτολεμαίου γιά τήν ανάκτηση τού θρόνου τής Αιγύπτου. Αναδείχτηκε μεγάλος πολεμιστής, πού προκαλούσε τελικά τόν θαυμασμό. Η μορφή του ήταν ευγενική, έμοιαζε μάλιστα μέ τόν Ηρακλή. Κατά μία παράδοση άλλωστε οι Αντώνιοι καταγόταν απ' τόν γυιό τού Ηρακλή Άντωνα. Στή διαμάχη μεταξύ τού "δημοκρατικού" Καίσαρα καί τού "αριστοκρατικού" Πομπηίου, τάχθηκε μέ τό μέρος τού πρώτου. Ο Κικέρων μάλιστα έγραψε στούς "Φιλιππικούς" του, πώς αιτία τού Τρωϊκού πολέμου έγινε η Ελένη καί τού εμφυλίου πολέμου ο Αντώνιος. Κι αυτό επειδή ο Αντώνιος μαζί μέ τόν Κάσσιο πήγαν καί βρήκαν τόν Καίσαρα καί τού περιέγραφαν μέ μελανά χρώματα τήν κατάσταση στήν Ρώμη. Τήν Ιταλία ο Καίσαρ τήν ανέθεσε στόν δήμαρχο Αντώνιο, ενώ τήν Ρώμη στόν στρατηγό Λέπιδο. Έλαβε μέρος στήν μάχη τών Φαρσάλων ηγούμενος τής αριστερής πτέρυγας τής παράταξης τού Καίσαρα. Ως γνωστόν η μάχη αυτή βρήκε νικητή τόν Καίσαρα καί ηττημένο τόν Πομπήιο. Μετά τήν μάχη αυτή ο Καίσαρ διόρισε ίππαρχο τής Ρώμης τόν Αντώνιο. Αξίωμα αμέσως μετά τόν δικτάτορα. Όταν ο Καίσαρ έγινε ύπατος γιά πέμπτη φορά, πήρε συνάρχοντά του τόν Αντώνιο, αλλά ψυχράνθηκε μαζί του, όταν θέλησε νά διορίσει διάδοχό του τόν Δολοβέλλα. Μετά τήν δολοφονία τού Καίσαρα, απ' τόν Βρούτο, Κάσσιο κ.λ.π. μέ τήν παρέμβασή του έσωσε τήν Ρώμη από εμφύλιο, οι φίλοι τού δολοφονημένου συνασπίστηκαν γύρω του κι ο ίδιος έγινε ύπατος, παίρνοντας γιά συνάρχοντες τ' αδέρφια του. Όταν όμως γύρισε απ' τήν Απολλωνία ο νεαρός γυιός τής ανεψιάς τού Καίσαρα (ο μετέπειτα νέος Καίσαρ Αύγουστος), τόν οποίο είχε ορίσει διάδοχό του, ο Αντώνιος ήρθε σέ διαμάχη μαζί του. Ο νέος Καίσαρ προσεταιρίστηκε τόν Κικέρωνα, πού ήταν ο ισχυρός ανήρ τής Ρώμης τότε, ο οποίος μάλιστα μισούσε τόν Αντώνιο. Καί ενώ στρατολογούσαν άνδρες, ο νέος Καίσαρ καί ο Αντώνιος, συγκρούστηκαν στήν πόλη Μυτίνη, όπου νίκησε ο Αύγουστος, κι ο Αντώνιος έφυγε πέρα από τίς Άλπεις γιά νά συναντήσει τόν Λέπιδο μέ τόν στρατό του. Πράγματι κατάφερε κι έγινε κύριος τού στρατού τού Λέπιδου. Συμφιλιώθηκαν όμως προσωρινά ο Καίσαρ, ο Αντώνιος κι ο Λέπιδος καί συμφώνησαν τόσο σέ διανομή τών επαρχιών, όσο καί στούς φόνους πού θά έπρεπε νά κάνουν. Ο Καίσαρ μέ τόν Αντώνιο πέρασαν στήν Μακεδονία καί συγκρούστηκαν μέ τούς Κάσσιο καί Βρούτο, οι οποίοι ηττήθηκαν καί αυτοκτόνησαν. Μετά από αυτή τήν μάχη (Φιλίππους) ο μέν Καίσαρ ήρθε στήν Ρώμη, ο δέ Αντώνιος αφού έμεινε αρκετό καιρό στήν Ελλάδα αρεσκόμενος καί στό ν' αποκαλείται φιλέλλην, πέρασε στήν Ασία, όπου μέ τούς φόρους πού επέβαλε τόριξε στήν χλιδή καί τήν καλοπέραση. Όταν μάλιστα συναντήθηκε, κατόπιν επιδίωξής του, μέ τήν Κλεοπάτρα καί καταγοητεύθηκε από αυτή, υπερέβη κάθε όριο στό νά φτάσει τήν δική της πολυτέλεια καί χλιδή. Ο καιρός στήν Αλεξάνδρεια κυλούσε μέ δραστηριότητες πού είχαν νά κάνουν μέ τήν διασκέδαση. Ο Αντώνιος ήταν συνεχώς μέ τήν Κλεοπάτρα, πού γιά νά κερδίζει τόν θαυμασμό της, προέβαινε καί σέ ανοησίες. Όταν π.χ. ψάρευαν , ο Αντώνιος έβαζε ανθρώπους του νά τοποθετούν στό αγκίστρι του ψάρια, πού είχαν πιάσει από πρίν. Όταν μάλιστα η Κλεοπάτρα τό αντιλήφθηκε, έβαλε δικό της άνθρωπο νά τού τοποθετήσει παστωμένο ψάρι τού Πόντου. Όταν ενημερώθηκε πάντως, ότι η γυναίκα του Φουλβία κι ο αδελφός του Λεύκος εξορίστηκαν από τόν Καίσαρα, ξεκίνησε μέ 200 πλοία εναντίον του. Εν τώ μεταξύ όμως πέθανε η Φουλβία κι έμαθε ότι μάλλον αυτή έφταιγε γιά τίς αναστατώσεις. Έτσι συμφιλιώθηκε μέ τόν Καίσαρα καί θέτοντας διαχωριστικό όριο τό Ιόνιο, εκείνος πήρε τίς ανατολικές επαρχίες, ο Καίσαρ τίς δυτικές κι ο Λέπιδος τήν Λιβύη. Μάλιστα ο Αντώνιος παντρεύτηκε τήν Οκταβία , ετεροθαλή αδελφή τού Καίσαρα κι ο δεσμός τους έγινε ισχυρότερος. Συμφωνήθηκε επίσης ο γυιός τού Πομπηίου, ο Σέξτος, νά διατηρήσει τήν Σαρδηνία καί τήν Σικελία, νά έχει καθαρή τήν θάλασσα από πειρατές καί νά δίνει στήν Ρώμη μιά ποσότητα σίτου. Εν τώ μεταξύ ο στρατηγός Ουεντίδιος, αποσταλείς απ' τόν Αντώνιο, νίκησε καί περιόρισε τούς Πάρθους πέραν τής Μηδίας καί τής Μεσοποταμίας. Ο ίδιος ο Αντώνιος αργότερα αντιμετωπίζοντας τόν Αντίοχο, αναγκάστηκε σέ όχι καί πολύ τιμητική συμφωνία. Κι άλλοι στρατηγοί τού Αντωνίου είχαν επιτυχίες κατά τών Αρμενίων, Ιβήρων καί Αλβανών καί αύξαναν τό δικό τους κύρος. Ο πόθος του όμως γιά τήν Κλεοπάτρα δέν είχε σβήσει. Τήν ξανασυνάντησε καί τής χάρισε τήν Φοινίκη, τήν κοίλη Συρία, τήν Κύπρο, μέρος τής Κιλικίας, μέρος τής Ιουδαίας καί μέρος τής Αραβίας τών Ναβαταίων, προκαλώντας μεγάλη δυσαρέσκεια στούς Ρωμαίους. Έκανε μάλιστα μαζί της καί δύο δίδυμα, τόν Αλέξανδρο καί τήν Κλεοπάτρα. Αργότερα αφού συγκέντρωσε ένα πανίσχυρο στρατό 100.000 περίπου ανδρών, εξεστράτευσε κατά τής Παρθίας (νότια τής Κασπίας) εναντίον τού βασιλιά Φραάτη, μέ αποτέλεσμα όμως άσχημο γι αυτόν, αφού παρά τίς 18 νίκες πού είχε εναντίον του σε μιά διάρκεια ενός μήνα περίπου καί σέ μάχες ανταρτοπολέμου μάλλον, δέν κατάφερε νά τόν υποτάξει. Όταν δέ επέστρεψε στήν φιλική του Αρμενία, είχε χάσει περίπου 24.000 άνδρες. Δέν άργησε νά ξανάρθει σέ ρήξη μέ τόν Καίσαρα, αλλά καί μέ τήν νόμιμη γυναίκα του Οκταβία, τήν οποία δέν θέλησε νά δεί, προφασιζόμενος εκστρατεία πάλι κατά τών Πάρθων, πού εκείνη τήν εποχή αλληλοσυγκρουόνταν. Λόγω δέ τών τιμών πού απέδιδε στήν Κλεοπάτρα καί τά παιδιά τους, η δυσαρέσκεια τών Ρωμαίων μεγάλωνε συνέχεια, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πραγματοποίησε θρίαμβο όχι στήν Ρώμη αλλά στήν Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα σέ άλλα ο Αντώνιος κατηγορήθηκε ότι χάρισε στήν Κλεοπάτρα τίς βιβλιοθήκες τής Περγάμου, πού απαριθμούσαν 200.000 τόμους βιβλίων. Επειδή όλα έδειχναν ότι επέρχεται σύγκρουση, συγκέντρωσε ένα τεράστιο στράτευμα μέ 800 πλοία, απ' τά οποία τά 200 ήταν τής Κλεοπάτρας κι ετοιμαζόταν γιά πόλεμο μέ τόν Καίσαρα, πού κι αυτός είχε αποσπάσει τήν Σικελία απ' τόν Σέξτο, αλλά καί τόν Λέπιδο είχε διώξει. Τελικά αποφασίστηκε απ' τήν Ρώμη, η κήρυξη τού πολέμου κατά τής Κλεοπάτρας καί η αφαίρεση απ' τόν Αντώνιο τής εξουσίας, τήν οποία άλλωστε είχε εκχωρήσει στήν Κλεοπάτρα. Τά αντιμαχόμενα μέρη είχαν 112.000 στρατιώτες καί 500 πολεμικά πλοία ο Αντώνιος κι η Κλεοπάτρα καί 92.000 στρατιώτες μέ 250 πλοία ο Καίσαρ. Παρά τίς εισηγήσεις τών στρατηγών του, η σύγκρουση νά γίνει στήν ξηρά, διότι ο στόλος του δέν ήταν τόσο αξιόμαχος, ο Αντώνιος προτίμησε ν' ακούσει τήν Κλεοπάτρα, πού ήθελε τήν ναυμαχία. Έτσι έγινε η περίφημη ναυμαχία τού Ακτίου, όπου κατεστράφη ο στόλος τού Αντωνίου καί τής Κλεοπάτρας, οι ίδιοι όμως διέφυγαν πρίν τό τέλος τής ναυμαχίας. Γιά τήν ακρίβεια ο Αντώνιος, όταν είδε τήν Κλεοπάτρα νά φεύγει, προτίμησε νά τήν ακολουθήσει υποκύπτοντας στό πάθος του γι αυτή, εγκαταλείποντας τόν στόλο του πού συνέχιζε τήν ναυμαχία. Οι νεκροί δέν ξεπέρασαν τίς 5.000, ενώ αιχμαλωτίστηκαν από τόν Καίσαρα 300 πλοία. Ο Καίσαρ ήλθε εν συνεχεία στήν Αθήνα καί συμφιλιώθηκε μέ τούς Έλληνες, πού πρώτα ήταν μέ τόν Αντώνιο. Ο Αντώνιος ήλθε στήν Λιβύη, αποπειράθηκε νά αυτοκτονήσει, τόν εμπόδισαν οι φίλοι του, ήλθε στήν Αλεξάνδρεια κι αποσύρθηκε στή νήσο Φάρο. Η Κλεοπάτρα παράγγειλε στόν Καίσαρα ν' αφήσει τό βασίλειο τής Αιγύπτου στά παιδιά της κι ο Αντώνιος τού ζητούσε νά τόν αφήσει ήσυχο νά ζήσει σάν ιδιώτης. Ο Καίσαρας αρνήθηκε καί παράγγειλε στήν Κλεοπάτρα νά σκοτώσει ή νά διώξει τόν Αντώνιο. Εν τώ μεταξύ καί ο πεζικός στρατός , πού ήταν ακέραιος κατά τήν ναυμαχία, άρχισε νά διαλύεται μέ τίς αποστασίες αυτών πού τόν συνέθεσαν. Ένας από αυτούς ήταν κι ο Ηρώδης τής Ιουδαίας. Αφού πέρασε ο χειμώνας ο Καίσαρ βάδιζε εναντίον τής Αλεξάνδρειας. Στόν ιππόδρομο πού στρατοπέδευσε τού επιτέθηκε ο Αντώνιος πού έτρεψε σέ φυγή τό ιππικό του. Αφού πήρε θάρρος, αλλά αφού δέν μπορούσε νά κάνει κι αλλοιώς, δεδομένου ότι ο Καίσαρ απέρριψε γιά δεύτερη φορά τίς προτάσεις του, αποφάσισε νά πεθάνει πολεμώντας σέ στεριά καί θάλασσα. Δέν έγινε όμως κάν μάχη, διότι οι στρατιώτες του προσεχώρησαν στόν Καίσαρα. Ο ίδιος αυτοτραυματίστηκε θανάσιμα καί πέθανε αιμόφυρτος στά χέρια τής Κλεοπάτρας σέ ηλικία 53 ή 56 ετών. Η ίδια η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε μετά από κάποιες μέρες μέ τσίμπημα φιδιού ασπίδα, παρά τίς προσπάθειες τού Καίσαρα νά τήν κρατήσει ζωντανή γιά νά τήν παρουσιάσει στόν θρίαμβό του στήν Ρώμη. Πέθανε σέ ηλικία 39 ετών. Επί 22 χρόνια ήταν βασίλισσα τής Αιγύπτου καί από αυτά τά 14 μοιράστηκε τήν εξουσία μέ τόν Αντώνιο. Απ' τά παιδιά τού Αντωνίου, η Αντωνία μέ τόν Δρούσο, γυιό τής Λιβίας, γυναίκας τού Καίσαρα, έκανε τόν Γερμανικό καί τόν Κλαύδιο. Ο Κλαύδιος έγινε αυτοκράτορας αργότερα υιοθέτησε δέ τόν γιό τής Αγριπίνας καί τόν ονόμασε Νέρωνα Γερμανικό. Αυτός έγινε αυτοκράτορας στά χρόνια τού Πλουτάρχου καί από τήν ανοησία καί τήν τρέλλα του παραλίγο νά ανατρέψει τήν Ρωμαϊκή κυριαρχία. Ήταν ο 5ος κατά σειρά διάδοχος τού Αντωνίου.