επιστροφή

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΡΩΪΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Μέγας Κωνσταντίνος

Τάχιστα οι δύο εναπομείναντες αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Λικίνιος, ήδη από του 314 έλαβον αφορμήν ν’ ανταπεξέλθωσιν κατ’ αλλήλων. Και ο μέν Λικίνιος, δίς υπό του αντιπάλου ηττηθείς, ηναγκάσθη μετ’ ού πολύ να συμβιβασθή παραχωρήσας εις τον Κωνσταντίνον την Ιλυρίαν, την Μακεδονίαν, την Δαρδανίαν, την κυρίως Ελλάδα και μέρος της Μοισίας.

*

Τη 3η Ιουλίου 323 συμπλακέντων των Κωνσταντίνου και Λικινίου, μετά πάλην πεισματωδεστάτην ηναγκάσθη να υποχωρήσει ο Λικίνιος μέχρι Βυζαντίου.

Τη 10η Σεπτεμβρίου 323 συγκροτηθείσης δευτέρας μάχης εις Χρυσούπολιν, ηττάται κατά κράτος ο πρόμαχος της ειδωλολατρείας Λικίνιος και φεύγει εις Νικομήδειαν. Τη μεσιτεία δε της συζύγου αυτού Κωνσταντίας συγχωρείται ήδη υπό του Κωνσταντίνου και επιτρέπεται αυτώ να ζήση το υπόλοιπον του βίου εν Θεσσαλονίκη, ως ιδιώτης. Πρίν όμως παρέλθη έτος όλον, θανατούται αυτόθι δι ‘ αγχόνης εκ διαταγής του βασιλέως.

Κατακρίνοντες την πράξιν ταύτην ουδόλως νομίζομεν ότι ασεβούμεν εις την μνήμην του μεγάλου εκείνου της χριστιανοσύνης προμάχου. Αλλ’ ο Κωνσταντίνος εγεννήθη και έζησεν εν μέσω έξεων και παραδόσεων ολεθρίων. Ώστε άπορον δεν είναι πώς ήμαρτεν ενίοτε. Το άπορον, το θαυμαστόν, το καταδεικνύον την εξαισίαν του χαρακτήρος αυτού ρώμην, είναι πώς, κατισχύσας τηλικούτων πειρασμών, κατώρθωσε να κατανοήση και να ομολογήση, αν όχι να τηρήση πάντοτε, τάς αρχάς του ευαγγελίου.

*

5 – 6 Ιουλίου 325. : Πρώτη συνεδρίασις της πρώτης εν Νικαία οικουμενικής συνόδου, η οποία αντιμετώπισε τον Άρειο και τον μονοφυσιτισμό του (δεχόταν μόνο την ανθρώπινη φύση του Χριστού). Με την σύνοδο προσδιορίστηκε το μέρος του Συμβόλου της Πίστεως (εις ένα Κύριον Ιησού Χριστόν , τον υιόν …ού της βασιλείας ούκ έσται τέλος). Το μέρος του Συμβόλου το αναφερόμενον εις το πνεύμα το άγιον, ωρίσθη βραδύτερον υπό της δευτέρας οικουμενικής συνόδου, της εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσης. Εκ των 300 και επέκεινα επισκόπων όσοι προσήλθον εις Νίκαιαν, μόλις τρείς ή τέσσαρες αφίκοντο εκ της Δυτικής Ευρώπης και ούδ’ αυτός ο πάπας της Ρώμης παρέστη αυτοπροσώπως, αλλ’ έπεμψε δύο πρεσβυτέρους ως αντιπροσώπους αυτού. Όλοι οι λοιποί ανήκον εις τάς ελληνικάς ή εξελληνισθείσας χώρας και μεταξύ αυτών διέπρεπεν υπέρ πάντας τους άλλους ο γηραιός Αλέξανδρος, επίσκοπος Αλεξανδρείας, υπό του νεαρού αυτού συμβούλου, Αθανασίου, δορυφορούμενος.

*

το αναγιγνώσκειν ορθώς εν ταίς παραδόσεσι της ιστορίας τεκμήριον εστίν αλάνθαστον εξαιρέτου νοός και δεξιότητος.

*

11 Μαΐου 330. : Εγκαίνια Κωνσταντινουπόλεως.

*

Διανομή αυτοκρατορίας – θάνατος Μεγάλου Κωνσταντίνου – κρίσις περί αυτού

Ο Κωνσταντίνος είχε τρείς υιούς, οι οποίοι διχονοούντες προς αλλήλους, έμελλον προδήλως, άμα ήθελεν εκλείψει εκ μέσου η στιβαρά του πατρός αυτών χείρ, να περιέλθωσιν εις ρήξιν περί της υπερτάτης αρχής. Ουδείς εξ αυτών είχε την απαιτουμένην ικανότητα ίνα συντηρήση την ενότητα του κράτους. Ο βασιλεύς έβλεπε ταύτα πάντα, και ετήκετο προαισθανόμενος τάς επερχομένας συμφοράς, και επί τέλους μη ειδώς πώς άλλως να προλάβη τον εμφύλιον αγώνα, απεφάσισε τώ 336 να διανείμη εκ προοιμίου το κράτος μεταξύ των υιών και των ανεψιών αυτού.

Όθεν εις μέν τον πρεσβύτερον υιόν, τον Κωνσταντίνον, έδωκεν όλας τάς επέκεινα των Άλπεων επαρχίας, την Γαλατίαν, την Ισπανίαν, την Βρεττανίαν .

Εις δε τον νεώτερον, τόν Κώνσταντα, επέτρεψεν τά εν τώ μέσω του κράτους κείμενα, την Ιταλίαν, την Ιλυρίαν, την Αφρικήν.

Εις δε τον δευτερότοκον, τον Κωνστάντιον, τον οποίον υπέρ πάντας τους λοιπούς ηγάπα, κατέλιπεν την Ανατολήν, ήτοι την Μ. Ασίαν, την Συρίαν και την Αίγυπτον.

Τελευταίον παρέσχε τμήματα τινά και εις τους ανεψιούς αυτού, καταστήσας τον μέν Δαλμάτιον ηγεμόνα της Θράκης, της Μακεδονίας και της Αχαΐας τον δε Αννιβαλιανόν ηγεμόνα της Αρμενίας και του Πόντου.

*

Ο Μέγας Κωνσταντίνος απέθανε τη 21η Μαΐου του 337 εν τη της Πεντηκοστής εορτή, εις τά ανάκτορα της Βιθυνίας, αλλά μετεκομίσθη αμέσως εν χρυσή κατατεθείς λάρνακι, εις Κωνσταντινούπολιν.

Έζησεν έτη 63, 2 μήνας και 20 ημέρας, κυριαρχήσας έτη 30, 9 μήνες και 27 ημέρας.

Εν τώ διαστήματι της μακράς ταύτης βασιλείας, ο αρχαίος κόσμος μετέβαλεν όψιν και πνεύμα.

Δικαίως η ημετέρα εκκλησία απεκάλεσεν αυτόν ισαπόστολον και κατέταξε μεταξύ των πρωταγωνιστών, μεταξύ των Αγίων της πίστεως, παραβλέψασα μέν τά αμαρτήματα ών θεώρησεν αυτόν ανεύθυνον, διότι υπήρξεν προϊόν αλλοτρίας ανατροφής και έξεως, αποβλέψασα δε εις μόνην την υπέρ του χριστιανισμού προαίρεσιν, ήτις υπήρξεν αναμφισβήτητος.

Δικαίως δε και η Ιστορία, εξαιρέτως η ελληνική ιστορία, αποκαλεί αυτόν μέγαν, διότι ολίγοι τη αληθεία άνδρες εν τώ κόσμω τούτω έχοντας προς τοιαύτας ηθικάς και πολιτικάς ιδίας τε και κοινάς, να παλαίσωσι δυσχερείας, επολιτεύθησαν μετά πλείονος δεξιότητος και συνέδεσαν το όνομα αυτών μετά μείζονος πραγμάτων και πνευμάτων μεταβολής. Τούτο δε έστι το ασφαλέστερον χαρακτηριστικόν και το κάλλιστον του μεγάλου ανδρός βραβείον.

*

Κωνσταντίνος – Κώνστας - Κωνστάντιος

4 μήνες μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου ο Κωνστάντιος έσφαξε τους δύο θείους του, επτά εξαδέλφους, εν οίς τους δύο συνάρχοντας Δαλμάτιον και Αννιβαλιανόν και πλήθος άλλων επιφανών συγγενών. Δύο μόνον παίδες ο Γάλλος και ο Ιουλιανός, υιοί του Ιουλίου Κωνσταντίνου ενός των ετεροθαλών αδελφών του Μ. Κωνσταντίνου εσώθησαν ως εκ θαύματος.

Τώ 340 ο Κωνσταντίνος Β΄ κατήλθε από Γαλατία εις Ιταλίαν προκειμένου να επιβάλη χείρα εις την κληρονομίαν του Κώνσταντος, αλλά περιπεσών εις ενέδρα, εθανατώθη τη 9η Απριλίου 340, ώστε ο Κώνστας έμεινε κύριος της μέσης και της δυτικής Ευρώπης. Μετά 10 έτη όμως δολοφονείται και ούτος εις τά Πυρηναία υπό του ηγεμόνος των σωματοφυλάκων Μαγνεντίου. Μόλις τώ 355 ο Κωνστάντιος ηδυνήθη να καταβάλη τον δολοφόνον τούτον, βασιλεύσας έκτοτε ολοκλήρου του κράτους μέχρι του θανάτου του τή 3η Νοεμβρίου 361.

Εις τον κατά του Μαγνεντίου αγώνα εκάλεσε συμμάχους τά γερμανικά έθνη, τους Φράγκους και τους Αλαμανούς, οι δε εμβαλόντες εις Γαλατίαν, ενέμενον εις αυτήν λεηλατούντες και καταστρέφοντες πόλεις και χώρας. Αλλά και ο βασιλεύς της Περσίας Σαπώρ Β΄άρχισε τάς επιδρομάς εις Ανατολή.

*

Κατά μήνα Μάϊον του 335 έφθασεν εις τάς Αθήνας ο Ιουλιανός. Ενταύθα τά πάντα συνετέλεσαν εις το να ενισχύσωσιν αυτόν εν τη πλάνη αυτού. Η θέα των λαμπροτάτων μνημείων του αρχαίου θρησκεύματος και των αγαλμάτων εκείνων των οποίων το ανεκλάλητον κάλλος ηδύνατο τη αληθεία να δελεάση ψυχήν και φαντασίαν ολιγώτερον νοσούσας.

*

πόδες αστατούντες και μετοκλάζοντες

μικτήρ ύβριν πνέων και περιφρόνησιν

γέλωτες ακρατείς και βρασματώδεις

νεύσεις και αναπνεύσεις σύν ουδενί λόγω

λόγος ιστάμενος και κοπτόμενος πνεύματι

ερωτήσεις άτακτοι και ασύνετοι

αποκρίσεις ουδέν τούτων αμείνους

αλλήλαις επεμβαίνουσαι και ούκ ευσταθείς

ουδέ τάξει προϊοούσαι παιδεύσεως

(Κρίσεις του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού διά τον συμμαθητή του εις την Αθήνα Ιουλιανό).

*

Ιουλιανός

Τώ 355 (Νοέμβριο) ο Κωνστάντιος απένειμε τώ Ιουλιανώ το του καίσαρος αξίωμα και την διοίκησιν της Γαλατίας, όπου ανεδείχθη επιτήδειος στρατηγός αντιμετωπίσας επιτυχώς τους Γερμανούς.

Τη 3η Νοεμβρίου του 361 απέθανε ο Κωνστάντιος και η αρχή περιήλθε εις τον Ιουλιανό, ο οποίος αφιερώσας εαυτόν τοίς αθανάτοις θεοίς, και αποστάτης και παραβάτης της του Σωτήρος ημών διδασκαλίας γενόμενος, όπως δεν έπαυσαν έκτοτε η Ιστορία και η Εκκλησία ν’ αποκαλώσιν αυτόν.

Οπωσδήποτε το κύριον του Ιουλιανού μέλημα ήτο η του αρχαίου θρησκεύματος ανόρθωσις, προς πραγμάτωσιν δε του μωρού τούτου ονείρου κατησώτευσεν επί ματαίω θησαυρούς πρακτικής δραστηριότητος. Ως εραστής παράφρων ιστάμενος ενώπιον του πτώματος ερωμένης περιποθήτου, εφαντάζετο ο ταλαίπωρος ότι δύναται, διά των ασπασμών αυτού και των περιπτύξεων, να εμφυσήση ζωήν εις σώμα σώζον μέν έτι καλλονήν απαράμιλλον, αλλ’ ουδέν ήττον άψυχον κατακείμενον. Θέαμα οικτρόν, του οποίου όμως ανάγκη να παρακολουθήσωμεν τάς περιπετείας.

*

Είπατε τώ βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ού μάντιδα δάφνην. Ού παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ. (Ήταν ο τελευταίος χρησμός της Πυθίας).

*

Την νύκτα της 25ης Ιουνίου του 363 απέθανε ο Ιουλιανός από πληγή πού έλαβε καθώς έδραμεν εις το πεδίον της μάχης άνευ θώρακος, κατά την διάρκεια εκστρατείας κατά των Περσών του Σαπώρ Β΄.

Ο Ιουλιανός δεν δύναται να ονομασθή, όπως ηξίωσαν οι εθνικοί, μέγας, διότι μέγας δεν είναι ποτέ ο μη ευεργετήσας την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον το έθνος αυτού, ο δε Ιουλιανός βεβαίως δεν ευεργέτησε τον κόσμον. Ήθελεν όμως αποβή ηγεμών άριστος εάν ή εγεννάτο εις χρόνους οικειοτέρους, ή προσφορώτερον προς τάς περί αυτόν περιστάσεις επολιτεύετο.

*

Ιοβιανός – Ουαλεντιανός - Ουάλης

Μετά τον Ιουλιανό εβασίλευσε για λίγους μήνες ο Ιοβιανός και μετά τον θάνατο αυτού, Φεβρουάριος του 364, ο Ουαλεντιανός, ο οποίος ανέθεσε στον αδελφό του Ουάλεντα τις δυτικές επαρχίες. Και οι τρείς, ανακηρυχθέντες υπό του στρατού, υπεστήριξαν την ανεξιθρησκεία.

*

ότι παροξύνει τά πνεύματα είναι το δυσκατάληπτο, το μετάρσιον, το απρόσιτον

Βασίλειος – Γρηγόριος - Αθανάσιος

Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος επί μακρόν διετέλεσαν αρυόμενοι πάσαν την ελληνικήν σοφίαν και τέχνην υπό τους μάλλον περιβλέπτους των τότε σοφιστών Λιβάνιον και Θεσπέσιον, και Ιμέριον και Προαιρέσιον.

Οι δυό τους και αργότερα και ο Χρυσόστομος, επικαλούνται την συνδρομήν όλων των εμπνεύσεων και όλων των τεχνασμάτων του ρητορικού επιτηδεύματος.

Η ελληνική γλώσσα υπείκουσα εις την ευφυΐαν αυτών, εκδηλοί άπαντα τά καινοφανή της χριστιανικής πίστεως δόγματα, διατηρούσα τον αρχαίον χαρακτήρα του Λυσίου και του Πλάτωνος, ή τουλάχιστον των πρώτων αυτών μιμητών.

Το αρχικόν αυτής κάλλος σώζεται σχεδόν ακέραιον παρ’ αυτοίς, υπό ανατολικής τινός χροιάς επιχρυσούμενον, και ογκωδέστερον μέν ίσως μέχρι τινός και ήττον αττικόν, αλλά πάντοτε εναρμόνιον και καθαρόν.

Αντιθέτως ο Αθανάσιος (δάσκαλός τους δογματικός) περιφρονεί σχεδόν την ελληνικήν φιλολογίαν, σπανίως παρατίτησι τον Όμηρον, και ουδέ έχει ευεπείας τινα αξίωσιν. Ενί λόγω το ύφος αυτού, είναι μέν καθαρόν και άπλαστον, αλλ’ έχει εμβρίθειαν μάλλον ή λαμπρότητα.

*

Γότθοι – Γρατιανός – Ουαλεντιανός Β΄ - Θεοδόσιος

Τώ 376 ο Ουάλης επέτρεψεν εις τους Ουϊσιγότθους να διαβούν τον Ίστρον, με τον όρο να παραδώσουν τά όπλα τους, επειδή επιέζοντο από τους Ούνους, άλλους αγρίους απ’ τά πέρατα της Ασίας εξορμήσαντας.

Εν τώ μεταξύ και άλλοι Γότθοι, οι Οστρογότθοι, ζήτησαν ομοίως να διαβούν τον Ίστρο και μολονότι εις αυτούς δεν επετράπη, διέβησαν τον ποταμό και εστρατοπέδευσαν εν μέση Θράκη.

Και μετ’ ού πολύ, συμβάσης ρήξεως μεταξύ Ρωμαίων και Γότθων, επανέστησαν ομοθυμαδόν άπαντες ούτοι οι μετανάσται. Συγκροτηθείσης μάχης μεγάλης περί Αδριανούπολιν τη 9η Αυγούστου του 378, κατετροπώθη μέν ο ρωμαϊκός στρατός, έπεσον δε ό τε βασιλεύς και οι πλείστοι των περί αυτόν στρατηγών. Οι Γότθοι προήλασαν ήδη ακωλύτως μέχρι Κωνσταντινουπόλεως. Και από ταύτης μέν απεκρούσθησαν, αλλά κατεπλημμύρησαν, εκτός της Θράκης, την Μακεδονίαν και την Θεσσαλίαν λεηλατούντες την χώραν, φονεύοντες τους κατοίκους και καταστρέφοντες τάς πόλεις.

Ο κυβερνών την Δύσιν Ουαλεντιανός είχεν αποθάνει πρό καιρού, τώ 375 και ο διαδεξάμενος αυτόν ο υιός αυτού Γρατιανός, όστις είχε παραλάβει συνάρχοντα τον αδελφό του Ουαλεντινιανό Β΄, επέτρεψε κατά Ιανουάριον του 379, την κυβέρνησιν των ανατολικών χωρών εις τον Θεοδόσιον, εκείνον όστις έμελλε να επωνομασθή μέγας.

*

Ο Μέγας Θεοδόσιος

Ο Θεοδόσιος, απ’ την Ιβηρία καταγόμενος, εντός ενιαυτών τεσσάρων δι’ επιτηδείας μάλλον πολιτικής συμβάσεων, ή διά νίκης τινός λαμπράς, καθυπέταξεν τους Γότθους. Δυνάμει των συμβάσεων τούτων οι μέν Ουϊσιγότθοι έλαβον εις κατοικίαν διάφορα τμήματα της Θράκης, οι δε Οστρογότθοι, διάφορα τμήματα της Φρυγίας και της Λυδίας.

Αλλ’ εάν κατά τούτο ο Θεοδόσιος προσήνεγκεν αξιόλογον εις το κράτος υπηρεσίαν, οφείλομεν να μη παρασιωπήσωμεν ότι η υποταγή των αλλοφύλων εκείνων, δεν απέβη κατά δυστυχίαν πλήρης, πολλού γε και δεί. Δεν ήσαν υπήκοοι, αλλά μάλλον σύμμαχοι. Πολλούς δε από αυτούς ο Θεοδόσιος ηναγκάσθη να δεχθή εις τά ανώτατα αξιώματα, του τε στρατού και της διοικήσεως και της αυλής.

Το δε πάντων δεινότερον, παρεκτός των Γότθων, και άλλοι ποικίλοι βάρβαροι έλαβον βραδύτερον ομοίαν ή παραπλήσιον εν τώ κράτει τάξιν.

Αύτη δε η των αλλοφύλων ανάμιξις εις απάσας τάς πολιτικάς και κοινωνικάς της Ανατολής σχέσεις, υπήρξε μία από τάς κυριοτέρας αιτίας, όσαι επήνεγκον την βαθμιαίαν εκείνην του χριστιανικού ελληνισμού αλλοίωσιν.

*

Ολίγον μετά την ειρήνευσιν των Γότθων εν τη Ανατολή, εφονεύθη εν τη Δύσει τη 25η Αυγούστου 383 ο Γρατιανός, και ανηγορεύθη αυτοκράτωρ ο συγκλητικός Μάξιμος, τον οποίο ηναγκάσθη να αναγνωρίση ο Ουαλεντιανός Β΄, παίς έτι ών, ως συνάρχοντα εις την Δύσιν.

*

Κατά μήνα Φεβρουάριον του 380, ο Θεοδόσιος διά διατάγματος καθιέρωσε τον θρίαμβο της ορθοδοξίας, αποφηνάμενος, ότι άπαντες οι υπήκοοι οφείλουσι του λοιπού να τηρώσιν ακριβώς το δόγμα το πρεσβευόμενον υπό τε του επισκόπου Ρώμης Δαμάσου και υπό του Πέτρου, του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Οι Αρειανοί έπασχον ήδη από των ορθοδόξων ότι άλλοτε κατά των ορθοδόξων έδρασαν.

*

Τώ 381 ο Θεοδόσιος συνεκάλεσεν την δευτέραν οικουμενικήν σύνοδο εν Κωνσταντινουπόλει ίνα εξωθήση εκ της εκκλησίας τάς αιρέσεις και πανηγυρίση την ανόρθωσιν της ορθοδοξίας. Η σύνοδος αύτη συνεπλήρωσε το σύμβολο της πίστεως διά της προσθήκης του, περί του αγίου πνεύματος, όρου.

Επίσης ανεγνώρισε και επεκύρωσε την του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού εκλογήν εις τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως.

*

Εις τά έπη του Γρηγορίου επανθεί επαφρόδιτον τι μίγμα αφηρημένων ιδεών και πραγματικών συγκινήσεων, γοητευτική δε τις αντίθεσις των καλλονών της φύσεως προς την ταραχήν καρδίας, ήτις βασανιζομένη υπό του αινίγματος της υπάρξεως ημών, ζητεί καταφύγιον εν τη πίστει.

*

Ο Θεοδόσιος κατήργησεν εν έτει 394, διά νόμου, τον μέγα ολυμπιακόν αγώνα, κατά την 293η Ολυμπιάδα αφ’ ής ενίκησεν ο Κόροιβος, και εξέλιπεν ούτω διά παντός η επιφανεστάτη εκείνη των αρχαίων ελληνικών πανηγύρεων.

*

Ότε τώ 387 ο Μάξιμος, προσβαλών αιφνιδίως τον Ουαλεντιανόν Β΄, εξέβαλεν αυτόν της Ιταλίας, ο Θεοδόσιος ηδυνήθη τελευταίον να δράμη εις βοήθειαν του νεωτέρου αδελφού του ευεργέτου αυτού, και καταβαλών τον Μάξιμον κατά Ιούνιον του 388 περί τον Σάον ποταμόν και θανατώσας αυτόν, επέτρεψεν εις τον Ουαλεντιανόν Β΄ την αρχήν πάσης της Δύσεως. Πάλιν δε, ότε μετά τέσσερα έτη, τη 15η Μαΐου 395 ο Ουαλεντιανός Β΄ εδολοφονήθη υπό του παντοδυνάμου στρατηγού του Αρβογάστου, Φράγκου το γένος, αναγορεύσαντος βασιλέα τον γραμματικόν Ευγένιον, ο Θεοδόσιος επήλθε κατ’ αυτού και τη 6η Σεπτεμβρίου 394, νικήσας αυτόν, ήνωσεν άπαν το κράτος υπό την εαυτού αρχήν. Νοσήσας όμως εξ ύδρωπος, δεν επέζησεν ειμή τέσσαρας μήνας και απεβίωσεν εις Μεδιόλανον τη 17η Ιανουαρίου 395, εις ηλικίαν ετών 50, αφού διήρεσεν αύθις το κράτος και επέτρεψεν την μέν Ανατολήν εις τον πρεσβύτερον των υιών Αρκάδιον 18 ετών, την δε Δύσιν εις τον νεώτερον Ονώριον 11 ετών.

*

Αλάριχος – βαρβαροκρατία

Πάσα η πραγματική εξουσία περιήλθε εις τους δύο αυτών πρωθυπουργούς, τον Βανδήλον το γένος Στελίχωνα εν τη Δύσει, και τον Γαλάτην Ρουφίνον εν τη Ανατολή. Επί των ημερών αυτών και επί τρία έτη, 396 – 398, οι Γότθοι, υπό τον Αλάριχον, επέδραμον κατά της Ελλάδος προβαίνοντες εις φοβεράς καταστροφάς.

Εν έτει 398 ο Αλάριχος προεχειρίσθη γενικός αρχηγός του Ιλυρικού και εξωθούμενος απ’ τους Βυζαντινούς μετά τετραετίαν απήλθε επί την Ιταλίαν όπου εφ’ ικανόν έτι εξηκολούθησεν το καταστρεπτικόν αυτού στάδιον.

*

Μετά τον θάνατο του Αρκαδίου, τη 1η Μαΐου 408, το κράτος περιήλθε εις χείρας βαρβάρων. Ο Αλάριχος, ο Τριβίλγιδος, ο Γαϊνάς, ο Φραουίτος, οι αρχηγοί δηλαδή του στρατού ήσαν Γότθοι. Αυτή η βασίλισσα Ευδοξία ήτο θυγάτηρ Φράγκου στρατηγού. Βεβαίως οι πλείστοι υπουργοί και όλοι οι πολιτικοί υπάλληλοι ήσαν Έλληνες ή Ρωμαίοι.

Η ελληνική γλώσσα έκτοτε επί τοσούτον επεκράτει καθ’ όλην την Ανατολήν, ώστε ο Αρκάδιος ηναγκάσθη να επιτρέψη διά ρητού νόμου εις τους δικαστάς, να συντάσσωσιν ελληνιστί τάς αποφάσεις αυτών.

*

Η των αλλοφύλων επίδρασις ηλλοίωσεν εν πολλοίς το ελληνικόν έθνος, αλλά πώποτε δεν ηδυνήθη να καταστρέψη τάς ζωτικάς αυτού πηγάς και να ενθρονίση εν τη Ανατολή έθνη νέα, όπως συνέβη εν τη Δύσει, όπου εν μέν τη Ιταλία, οι Γαλάται εγένοντο Λομβαρδοί, οι Λατίνοι, οι Ετρούσκοι, και τά άλλα αρχαία γένη, Ιταλοί. Εν δε τη Ιβηρία, οι Ίβηρες κατήντησαν Ισπανοί, εν δε τη Γαλατία, οι Γαλάται μετεβλήθησαν εις Φράγκους. Εν δε τη Βρεττανία, οι Βρεττανοί είς Άγγλους.

Εν τη Ανατολή μετά μακρούς και αδιαλείπτους αγώνας, το ελληνικόν στοιχείον κατώρθωσε τελευταίον να κατισχύσει των βαρβάρων. Η βασιλεία, η γλώσσα, η φιλολογία, η τέχνη, η νομοθεσία, η διοίκησις εξήλθον εκ του αγώνος τούτου ελληνικαί.

*

Συνέσιος

Μεταξύ του 365 και του 370 έτους μ.Χ. εγεννήθη εν Κυρήνη ο Συνέσιος, εξ οίκου πλουσίου και επιφανούς. Καθώς οι πλείστοι των κατ’ εκείνο του χρόνου ονομαστών χριστιανών ρητόρων έλαβε και ο Συνέσιος κατ’ αρχάς καθαρώς ελληνικήν και φιλολογικήν ανατροφήν.

Απελθών εις Αλεξάνδρειαν, διήκουσε των μαθημάτων της περιφήμου Υπατίας, γυναικός ήτις διαπρέπουσα επί τώ κάλλει, τη ευγλωτία και τη αρετή και διδάσκουσα εις τους καταγοητευμένους αυτής ακροατάς τάς γεωμετρικάς αληθείας, εφαίνετο ως τις μούσα εμβριθής επιφανείσα ίνα υπερμαχήση υπέρ της πνεούσης τά λοίσθια ειδωλολατρείας.

*

Μοναρχίαι απόλυτοι επεκράτησαν και αλλαχού, και ιδίως κατά τάς δύο προηγουμένας εκατονταετηρίδας εν Ισπανία, εν Γαλλία, εν Γερμανία. Αλλ’ ουδαμού οι λειτουργοί της θρησκείας ετόλμησαν να αντιτάξωσιν εις την βούλησιν του δεσπότου, τους φραγμούς ούς παρ’ ημίν αντέταξαν οι Αθανάσιοι, οι Βασίλειοι, οι Γρηγόριοι, οι Συνέσιοι, οι Χρυσόστομοι. Διότι ουδαμού αι εθνικαί παραδόσεις δεν εταύτισαν τάς εκκλησίας των πιστών προς την Εκκλησίαν του δήμου, τους δε λειτουργούς των εκκλησιών εκείνων προς τους προστάτας της του δήμου Εκκλησίας.

*

Θεοδόσιος Β΄ ο μικρός – Πουλχερία - Αθηναΐς

Η βασιλεία της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθε τώ 408 εις τον υιόν του Αρκαδίου και της Ευδοξίας (μετά τον θάνατον αυτών), τον Θεοδόσιον Β΄ τον μικρόν, εγγονό του μεγάλου. Ήτο δε τότε επταέτης και η κυβέρνησις του κράτους ανετέθη εις τον έπαρχον Ανθέμιον, άνδρα διαπρέποντα επί συνέσει, εμπειρία και γενναιότητι.

Ο Ανθέμιος εξεδίωξε εκ της Θράκης τους Ούνους και άλλους βαρβάρους, εξησφάλισε δε την Κωνσταντινούπολιν διά νέου τείχους.

Τώ 414 όμως, κατά δυστυχίαν, η αδελφή του Θεοδοσίου, Πουλχερία, αν και 16έτις, ανηγορεύθη Αυγούστα και ανέλαβε την υπερτάτην αρχήν. Η γυνή αύτη εκυβέρνησε το κράτος επί 40 έτη συνεχώς.

Μέχρι των χρόνων τούτων επί του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως εκάθηντο βασίλισσα ή ρωμαίαι ή βάρβαροι, εξελληνισθείσαι μέν αλλ’ ουδέν ήττον βαρβαρικής ή ρωμαϊκής καταγωγής και έξεως βίου. Επί Θεοδοσίου δε του Μικρού περιεβλήθη κατά πρώτον την βασιλικήν πορφύραν Ελληνίς γνησία, η του φιλοσόφου Λεοντίου πολυθρύλητος θυγάτηρ Αθηναΐς.

Η Αθηναΐς υπανδρεύθη τον Θεοδόσιον τη προτροπή της αδελφής αυτού Πουλχερίας και έγινε βασίλισσα. Αργότερα όμως ήλθε εις ρήξιν με την Πουλχερίαν και απέθανε, αφού προηγουμένως είχε στερηθή παντός αξιώματος.

Η Αθηναΐς, διά της επί πολύν χρόνον επί του θρόνου διατριβής, συνετέλεσεν ού μικρόν εις την εν τη αυλή και εν τη κυβερνήσει διάδοσιν των ελληνικών τρόπων και της ελληνικής γλώσσης.

*

Πουλχερία – ΜαρκιανόςΑττίλας – Ουαλεντιανός Γ΄

Εν έτει 431, τη 22α Ιουνίου, συνεκλήθη η τρίτη οικουμενική σύνοδος εις Έφεσον κατόπιν εισηγήσεως της Πουλχερίας. Η σύνοδος κατεδίκασε τον αιρετικό Νεστόριον Κωνσταντινουπόλεως και εδέχθη το δόγμα του Αλεξανδρείας Κυρίλου. Ο Νεστόριος δεν εδέχετο την θείαν φύσιν του Χριστού, ανεγνώριζε δε εις αυτήν κάτι το υπερφυσικόν, αλλ’ ουχί ομοούσιον τώ πατρί. Επίσης δεν θεωρούσε θεοτόκον την Παναγία, αλλά μόνον μητέρα του Χριστού.

Ο Θεοδόσιος απέθανε εν έτει 450. Τότε η Πουλχερία λαμβάνει σύζυγον τον Θράκα Μαρκιανόν, ομόσαντα να σεβασθή την υπόσχεσιν ήν είχε δώσει αύτη τώ Θεώ να διαγάγη εν παρθενία τον βίον. Και ήδη λοιπόν έχουσα συνεργόν πρόθυμον και ειλικρινή τον καλόν καγαθόν εκείνον άνδρα, συγκαλεί τη 8η Οκτωβρίου 451 εν Χαλκηδόνι την τετάρτην οικουμενικήν σύνοδον εις ήν παρευρέθησαν 630 επίσκοποι, όλοι σχεδόν εκ του κράτους της Ανατολής, πλήν δύο εκ της δυτικωτέρας Ευρώπης προσελθόντων και τεσσάρων εξάρχων του πάπα. Η σύνοδος κατεδίκασε την τε αίρεσιν του Ευτυχούς (ουσιαστικά δεχόταν κι αυτός μόνο την ανθρωπίνην φύσιν του Χριστού) και την του Νεστορίου.

*

Τώ 434 κατέλαβε την υπερτάτην των Ούνων ηγεμονίαν ο Αττίλας, ανήρ διαβόητος επί τόλμη, πλεονεξία και κατακτητική ορμή. Ο Αττίλας προέτεινεν αμέσως μεγαλητέρας των προηγουμένων χρηματικάς αξιώσεις. Όσο δε μάλλον ενέδιδεν η κυβέρνησις του Θεοδοσίου τόσω μάλλον ηύξανε τάς απαιτήσεις αυτού ο των Ούνων ηγεμών διά πρεσβειών άς έπεμπε κατ’ έτος εις Κωνσταντινούπολιν.

Επί τέλους η κυβέρνησις του Θεοδοσίου ενόμισεν ότι δεν πρέπει να εξακολουθήση παραχωρούσα τά ζητούμενα, και τότε εν έτει 441, οι Ούνοι υπό τον Αττίλαν επεχείρησαν πολυετείς και φοβεράς εις τάς ευρωπαϊκάς του κράτους χώρας επιδρομάς, καθ’ άς ανηλεώς ελεηλάτουν Μοισίαν, Θράκην, και Μακεδονίαν πορθούντες την ύπαιθρον χώραν και κυριεύοντες τάς μη αποχρώντως ωχυρωμένας πόλεις.

Ο Μαρκιανός άμα τη αναλήψει της βασιλείας απήντησεν εις την αυθάδη απαίτησιν του Αττίλα διά πληρωμή του ετησίου φόρου, ότι δεν εννοεί παντάπασι να εξακολουθήση καταβάλλων τον φόρον τούτον. Ο Αττίλας εξεμάνη, αλλά δεν ενίμισε φρόνιμον να επιμείνη και επεχείρησε την μεγάλην αυτού κατά της δυτικής Ευρώπης εκστρατείαν καθ’ ήν ηττήθη εν Γαλατία τώ 451 υπό του γενναίου Αετίου. Αποθανών δε τώ 453 απήλλαξε το ανατολικόν κράτος παντός από του μέρους τούτου κινδύνου.

Ο Μαρκιανός αποθανών τώ 457, κατέλιπεν εις το δημόσιον ταμείον μέγα χρηματικόν περίσσευμα. Η Πουλχερία είχεν αποβιώσει τριετίαν πρό αυτού και τελευτήσαντος ολίγον μετ’ αυτήν του Ουαλεντιανού Γ΄, ανεψιού και διαδόχου του Ονωρίου εν τη Δύσει, εξέλιπεν ούτω του Μεγάλου Θεοδοσίου ο οίκος.

Το δυτικόν κράτος επί μάλλον και μάλλον υπό των βαρβάρων κατακλυζόμενον και κολοβούμενον και αδιάκοπον σχεδόν περιελθόν αναρχίαν, επλησίαζε εις το τέλος αυτού.

*

Λέων Α΄

Ο Άσπαρ, βάρβαρος, κατά τινας αλανός το γένος, όστις ήρχε του στρατού της Ανατολής, προήγαγε εις την βασιλείαν τον Θράκα Λέοντα, ήδη μέν χιλίαρχον, άλλοτε δε επιμελητήν της οικίας αυτού διατελέσαντα.

Από Λέοντος και εφεξής η κύρωσις της εκκλησίας ελογίσθη απαραίτητος, και η βασιλεία προσέλαβεν οριστικώς τον θρησκευτικό χαρακτήρα.

Ο Λέων, συνετός και δραστήριος, εγίγνωσκε και συνεμερίζετο τά αισθήματα της επικρατούσης τότε κοινής συνειδήσεως κατά των ξένων (βαρβάρων), οι οποίοι είχαν αλώσει ουσιαστικά το κράτος. Δεν ηδύνατο να ανεχθή τον ζυγόν όν ήθελε να επιβάλη εις αυτόν ο δημιουργός της τύχης του Άσπαρ.

*

Τώ 471 ο Λέων επαγίδευσεν τον Γότθον Άσπαρ και τους υιούς αυτού και διέταξε να φονευθούν. Ο θάνατος του Άσπαρ, όν παρηκολούθησεν πολλή των Γότθων σφαγή, και οι πολλοί επωνόμασαν τον Λέοντα Μακέλλην ή Μακελάριον. Ούτω κατελύθη ο ισχυρός του Άσπαρ οίκος.

Τον Άσπαρ όμως διεδέχθησαν αληθώς ειπείν δύο έτεροι βάρβαροι, ο Θευδέριχος και ο Θευδέμιρος.

Ουδέν ήττον χρήσιμον απέβη και τούτο απλώς ότι διεκωλύθη η παγίωσις εντός του κράτους ενός και μόνου βαρβαρικού οίκου και μιάς και μόνης βαρβαρικής φυλής, και ότι παρεσκευάσθη σύγκρουσις συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων τούτων οίκων και φυλών, διότι τούτο επήγαγεν επί τέλους την ολοσχερή αληθώς κατάλυσιν της εξουσίας αυτών εν τη κεντρική κυβερνήσει, παρά τη οποία αφ’ ετέρου επενήργει οσημέραι πλειότερον ο ελληνισμός.

Ο Λέων απέθανε τη 3η Φεβρουαρίου 474 εις ηλικίαν 73 ετών και μετά δύο έτη κατελύθη ο τελευταίος της Δύσεως Ρωμαίος βασιλεύς, Ρωμύλος Αυγουστύλος, και περιωρίζετο εις μόνην την Ιταλίαν, διότι τάς άλλας δυτικάς επαρχίας είχον πρό καιρού καταλάβει οι βάρβαροι, ιδρύσαντες εις αυτάς ίδια βασίλεια. Βασιλεύς δε της Ιταλίας ανηγορεύθη ήδη ο Γερμανός Οδοάκερος.

Η βασιλεία λοιπόν του διαδόχου του Λέοντος ανήκει εις τους χρόνους καθ’ ούς το ελληνικόν κράτος έλαβεν όλως ιδίαν ύπαρξιν.

*

Οι διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οσημέραι από της Δύσεως αποχωριζόμενοι και διά του χριστιανικού ελληνισμού νέαν εν τη Ανατολή παγιώσαντες κατάστασιν πραγμάτων, παραμένουσιν επί τέλους άρχοντες κράτους ιδίου, του οποίου όλα σχεδόν τά συστατικά είναι ελληνικά.

***

 

Βιβλίον ένατον, τόμος α

Η ελληνική σοφία ήτο απαραίτητον προγύμνασμα και εγκαλλώπισμα πάσης χριστιανικής ψυχής.

Υπατία

Η Υπατία ήτο θυγάτηρ του ονομαστού της Αλεξανδρείας μαθηματικού Θέωνος. Σοφωτέρα δε του πατρός γενομένη εκτήσατο φήμην πολλήν διά τε συγγραφών και δημοσίων εν τη μεγάλη εκείνη πόλει φιλοσοφικών παραδόσεων. Το ακροατήριον αυτής έβριθε μαθητών προσερχομένων απανταχόθεν του κράτους ίνα ακούσωσι τά πλατωνικά δόγματα υπό χαριεστάτων χειλέων ερμηνευόμενα. Ήτο δε καλλίστη άμα και σωφρονεστάτη, και ευλαβώς ελατρεύετο υπό της πολυαρίθμου νεολαίας, ήτις συνέρρεεν εις τους πόδας αυτής. Αυτοί της Αιγύπτου οι δημόσιοι άνδρες εσέβοντο την γυναίκα ταύτην και πολλάκις υπήκουον εις τάς συμβουλάς αυτής.

Κατά δυστυχίαν συνέβει εν έτει 415, επί Θεοδοσίου του μικρού, δεινή του πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου προς τον έπαρχον Ορέστην έρις, ένεκα διενέξεων μεταξύ Ιουδαίων και χριστιανών, καθ ‘ άς ούκ ολίγον έρρευσεν εκατέρωθεν αίμα. Ο άστατος της Αλεξανδρείας όχλος, κατ’ αρχάς συνταχθείς επί των διενέξεων τούτων μετά του Κυρίλλου, έλαβεν έπειτα την μερίδα του Ορέστου, και τελευταίον υπέκυψεν πάλιν εις τά νεύματα του Κυρίλλου. Βλέπων δε την οικειότητα, ήτις επεκράτει μεταξύ του άρχοντος της Αιγύπτου και της Υπατίας, και νομίζων ότι η φίλη αύτη του επάρχου απέτρεπεν αυτόν από την μετά του αρχιερέως συμφιλίωσιν, έπνεε μένεα κατά της σοφής, της χρηστής, της αθώας γυναικός.

Εν μια λοιπόν των ημερών, ενώ αύτη εξήρχετο της οικίας, στασιασταί πολυάριθμοι οδηγούμενοι υπό του αναγνώστου της εκκλησίας Αλεξανδρείας Πέτρου, περιστοιχίζουσι το άρμα αυτής, την αποσπώσιν εξ αυτού διά της βίας, και παραβαίνοντες οι ασεβείς πάντα νόμον θείον και ανθρώπινον γυμνώνουσιν αυτήν και κατακρεουργούσι και εις πύρ παραδίδουσι τον κατασπαραχθέντα αυτής νεκρόν.

Ο Θεοδόσιος μαθών το φοβερόν τούτο ανοσιούργημα, ηθέλησε κατ’ αρχάς να τιμωρήση αυστηρώς τους ενόχους. Αλλ’ έπειτα απετράπη της αγαθής ταύτης προαιρέσεως υπό των ευνούχων, οίτινες δωροδοκηθέντες παρέστησαν τά πράγματα άλλως ή όπως συνέβησαν. Το δε έτι θλιβερώτερον, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος δεν υπήρξεν αμέτοχος της κακουργίας εκείνης, καθάπερ μαρτυρεί ο σύγχρονος της εκκλησίας ιστορικός Σωκράτης.

*

Λέων Β΄ - Ζήνων – Βηρίνα ΒασιλίσκοςΑναστάσιος – Ιουστίνος

Τον Λέοντα Α΄ διεδέχθη ο εγγονός του Λέων Β΄. Ο παίς ούτος είχε τότε ηλικίαν 16 ετών ή 6 και ήτο υιός της κόρης του Λέοντος Α΄ Αριάδνης και του Ισαύρου Ζήνωνος.

Επειδή ο Λέων Β΄ απέθανε 10 μόλις μήνας μετά τον θάνατον του πάππου του, ο Ζήνων, όστις είχε στεφθεί συμβασιλεύς, έμεινε μόνος κύριος των πραγμάτων.

Τον εχθρεύετο όμως η Βηρίνα, σύζυγος του Λέοντος Α΄, η οποία επέτυχε να εξώση της Κωνσταντινουπόλεως τον γαμβρό της κατά Φεβρουάριον του 476 και εις τον θρόνο ανήλθε ο αδελφός αυτής Βασιλίσκος, παρά την επιθυμία της, η θέση να καταληφθή υπό του εραστού της μαγίστρου Πατρικίου.

Και πάλιν όμως η Βηρίνα συνετέλεσεν εις την πτώσιν του ιδίου αδελφού Βασιλίσκου και την κάθοδο του Ζήνωνος. Αποθανόντος δε αυτού εν έτει 491 η βασίλισσα Αριάδνη (κόρη της Βηρίνας και σύζυγος του Ζήνωνος) εσύστησε την αναγόρευσιν του Αναστασίου, ανδρός γεννηθέντος εν Επιδάμνω εκ γονέων αφανών.

Ο Αναστάσιος ήτο άνθρωπος ευειδής και είχε έναν οφθαλμό μέλανα, τον δε έτερον γλαυκόν εξ ού και επωνομάσθη Δίκορος. Εντεύθεν εφείλκυσε πρό καιρού τήντρυφεράν εύνοιαν της βασιλόπαιδος Αριάδνης, την οποίαν και συνεζεύχθη.

Ο νέος βασιλεύς παρίσταται ως άνθρωπος μέτριος, αλλ’ είναι βέβαιον ότι διέπραξεν έργα πολυειδώς αξιομνημόνευτα. Και πρώτον περιέστειλε την ακολασίαν των Ισαύρων, ιθαγενών βαρβάρων.

Εν έτει 518 απέθανε ο Αναστάσιος και τον διεδέχθη ο Ιουστίνος, ο οποίος αναδεικνυόμενος διά της ανδρείας του έγινε ηγεμών των βασιλικών σωματοφυλάκων. Κατήγετο εκ χωρίου της Δαρδανίας, ήτο βάρβαρος τη καταγωγή, και παντελώς αγράμματος.

*

Ιουστινιανός

Τον Ιουστίνον διεδέχθη εν έτει 527 ο ανεψιός του Ιουστινιανός, εκ Δαρδανίας και ούτος και ομοίως πρώην βάρβαρος, όστις πολλάκις εξεθειάσθη και πολλάκις κατεκρημνίσθη εις τά σκοτεινότερα της ιστορίας τάρταρα. Άρα δεν ήτο κοινός άνθρωπος.

*

Η φιλοδοξία μόνη δεν μεγαλουργεί πάντοτε, αλλ’ όταν συνδυάζεται μετά της περί την εκλογήν των επιτηδείων ανθρώπων ευχερείας, προσεγκίζει οπωσούν προς την μεγαλοφυΐαν, διότι έχει την τέχνην να δανείζεται παρ’ άλλων τάς αρετάς όσας στερείται οίκοθεν προς επιτέλεσιν των εαυτής βουλευμάτων.

*

Ο Βελισάριος εγεννήθη εν Θράκη εκ γονέων αφανών και είχε διατελέσει είς των δορυφόρων του Ιουστινιανού, όστις άμα βασιλεύσας προεχειρίσατο αυτόν στρατηγόν του κατά των Περσών πολέμου.

Οι Πέρσαι, εις 40.000 ανδρών συμποσούμενοι, επήλθον αυτόθι τώ 530 επαιρόμενοι ότι θέλουσι καταλύσει τά ασφαλή της Δάρας οχυρώματα. Και ο στρατηγός αυτών είχε μάλιστα προπετώς παραγγείλει εις τον Βελισάριον να παρασκευάσει το βαλανείον της πόλεως , διότι εσκόπει, έλεγε, την υστεραίαν να λουσθή εν αυτώ. Ο δε συγκεντρωθείς περί το φρούριον εκείνο στρατός του Ιουστινιανού μόλις ηρίθμει 25.000 ανδρών, και το χείριστον εστερείτο μέν αποχρώσης πειθαρχίας, ήτο δε τεταπεινωμένος εκ προηγουμένων ατυχημάτων.

Ο Βελισάριος ανταπεξέρχεται κατά των πολεμίων, και εις κρίσιμον τινά στιγμήν του αγώνος επάγεται επί τους Πέρσας αδοκήτως το ενεδρεύον ιππικόν, δι ού κυρίως και κατωρθώθη η νίκη.

Κατά δε το ακόλουθον έτος, 531, οι πολέμιοι ενέβαλον εις την Συρίαν από της ερήμου. Αλλά και προς τούτο το μέρος ανεχαίτισαν την ορμήν αυτών αι συνεταί του Βελισαρίου διατάξεις. Ούτω δε συντελέσας ο Βελισάριος ως ουδείς άλλος εις την μετ’ ολίγον συνομολογηθείσαν ειρήνην, επανήλθε εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου έμελλε να λάβη νέα δικαιώματα εις την ευγνωμοσύνην του Ιουστινιανού, και νέας αφορμάς να εξακολουθήση το τροπαιούχον αυτού στάδιον.

*

Ο Ιουστινιανός διέταξε την σύνταξιν του Κώδικος, του Πανδέκτου και των Εισηγήσεων. Τά νομοθετικά ταύτα έργα, εί και εγράφησαν εις την λατινικήν γλώσσαν, και το πλείστον απηρτίσθησαν εκ των συστατικών της προηγουμένης ρωμαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας, δεν είναι όμως άσχετα προς τον όλον του ελληνικού έθνους βίου. Ο πρωταγωνιστής αυτών των περιφήμων έργων ήτο ο Τριβώνιος, κοιαίστωρ του κράτους. Συντόμως τά έργα αυτά μετεφράσθησαν εις την ελληνικήν γλώσσαν, διότι αύτη ήτο κυρίαρχη εις την αυτοκρατορία.

*

Τη 13η Ιανουαρίου του 532 ήρχισεν η εξέγερσις της φατρίας των Πρασίνων, εις τον ιππόδρομο, παρουσία του Ιουστινιανού, ήτις οδήγησεν εις βιαίας συγκρούσεις, ηπείλησεν τον ίδιο τον θρόνο, και διήρκησεν μία εβδομάδα. Ονομάσθη δε ‘Στάσις του Νίκα’ εκ του συνθήματος το οποίον εκραύγαζον «νίκα – νίκα».

Η στάσις κατεστάλη υπό του Βελισαρίου τη 18η Ιανουαρίου του 532. Η αντίπαλος δε των Πρασίνων φατρία ητο η των Βενέτων.

*

Τον Ιούνιο του 534 ο Βελισάριος εξεστράτευσε κατά των Βανδήλων της Αφρικής. Εντός 3 μηνών κυρίευσε την Καρχηδόνα και κατέστησεν όλην την βόρειον Αφρικήν βυζαντινή επαρχία.

Τον Δεκέμβριο του 535 ο Βελισάριος εξεστράτευσε εις Σικελίαν, όπου οι κάτοικοι τον υπεδέχθησαν ως ελευθερωτήν και το 536 διαπεραιούται εις την κάτω Ιταλίαν, όπου επίσης ήτο εύκολος η κατάκτησις – απελευθέρωσις.

Τον Δεκέμβριο του 536 εισέρχεται εις την Ρώμην ενώ τώ 539 εκπορθεί και την Ραύεναν, ορμητήριο των Γότθων του Ουΐτιγι, τον οποίον έστειλε αιχμάλωτον εις τους πόδας του Ιουστινιανού.

*

Ο Ναρσής, ευνούχος αλλά ισάξιος του Βελισαρίου στρατηγός, προήλασε κατά του Τωτίλα, βασιλέως των Γότθων, οι οποίοι είχον ανακτήσει Σικελία- Ιταλία – Κορσική, και συνεκρότησε προς αυτόν τώ 553 μάχην μεγάλην και κρίσιμον, καθ’ ήν ούτος (ο Τωτίλης) ολοσχερώς κατατροπωθείς εφονεύθη.

Μετ’ ού πολύ ο Ναρσής εγένετο κύριος της Ρώμης και καταβαλών ωσαύτως τους επί την Ιταλίαν επιδραμόντας Φράγκους και Αλαμανούς, επήνεγκεν την ολοσχερή των εν τη χερσονήσω Γότθων χείρωσιν.

Η άνω Ιταλία τάχιστα απεσπάσθη του ανατολικού κράτους ένεκα της προϊούσης των Λομβαρδών δυνάμεως,

Η μέση Ιταλία υπέκυψεν μετά δύο εκατονταετηρίδας, επί των εικονομαχικών χρόνων, εις την κοσμικήν εξουσίαν των αρχιερέων της Ρώμης.

Αλλ’ η κάτω Ιταλία και η Σικελία διετέλεσαν επί πολύ μακρότερον υποκείμεναι εις την εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν.

*

Εν έτει 499 ενέβαλον κατά πρώτον εις το κράτος διά του Ίστρου οι Βούλγαροι, έθνος τουρκικής καταγωγής, το οποίο βραδύτερον έμελλεν οριστικώς να εγκατασταθή μεταξύ Ίστρου και Αίμου και ουσιωδώς να επενεργήση εις την τύχην του ελληνικού έθνους.

*

Εν έτει 528 ενέβαλον εις την θράκην οι Άνται, φυλή σλαυϊκή, διαβάντες τον Ίστρον μετά στρατού μεγάλου. Αυτούς κατετρόπωσε ο Γερμανός, ανεψιός του Ιουστινιανού, στρατηγός ών άριστος, ήτο εν ταυτώ τοσούτον γενναίος ώστε δεν εδίσταζε να ρίπτη εαυτόν αφειδώς εις τους φοβερωτάτους κινδύνους. Η καταστροφή αύτη ήν έπαθον οι Άνται, απήλλαξεν επί μακρόν χρόνον το κράτος πάσης αρκτώας επιδρομής.

Τον Γερμανόν διεδέχθη τώ 531 ως στρατηγός Θράκης ο ουδέν ήττον γενναίος και χρηστός Χιλβούδιος, όστις ενέπνευσεν τρόμον μέγαν εις τους βαρβάρους, οίτινες εν διαστήματι ενιαυτών τριών ού μόνον δεν ετόλμησαν να διαβώσι τον Ίστρον, αλλά και πολλάκις επέκεινα του ποταμού τούτου, εν τη ιδία αυτών χώρα κατετροπώθησαν.

*

Ο Ιουστινιανός ηγωνίσθη εκ παντός τρόπου και επέτυχε τελευταίον να εισαγάγη εντός του ιδίου κράτους την της μετάξης καλλιέργειαν. Συνεννοηθείς μετά δύο μοναχών, οι οποίοι επορεύοντο τότε μέχρι της Σινικής, κατώρθωσε να μεταφέρη τώ 551 εις Κωνσταντινούπολιν ωά των πολυτιμων εκείνων σκωλήκων.

*

Πάσα η Ευρώπη ήτο υποτελής του ανατολικού κράτους, διότι εν αυτώ και μόνω υπήρχον εργοστάσια μαλλίνων, λινών, πορφυρών και μεταξωτών υφασμάτων, και από αυτού και μόνου επρομηθεύοντο πρό καιρού και μετέπειτα τά υφάσματα ταύτα, πάντα τά προς βορράν και προς δυσμάς κείμενα έθνη.

*

Χρήσιμες ημερομηνίες

23 Φεβρουαρίου 532 : θεμέλια Αγ. Σοφίας

24 Δεκεμβρίου 537 : εγκαίνια Αγ. Σοφίας

1626 : εγκαίνια Αγ. Πέτρου Ρώμης. 120 έτη από τά θεμέλια.

1710 : εγκαίνια Αγ. Παύλου Λονδίνου, ναού διαμαρτυρομένων.

***

Βιβλίον ένατον τόμος β

Ιουστίνος Β΄ - Τιβέριος – Μαυρίκιος - Φωκάς

Εν έτει 1830 ο Γερμανός ιστορικός Φαλμεράϋερ ημφισβήτησε πρώτος αυτός την συγγένειαν του καθ’ ημάς ελληνικού έθνους προς το αρχαίον, αξιώσας ότι το αρχαίον εκείνο ελληνικόν έθνος εξωλοθρεύθη υπό των Αβάρων και των Σλαύων, και οι σημερινοί των ελληνικών χώρων κάτοικοι ουδέν άλλο εισίν ή συρφετός και όχλος παντοδαπών βαρβαρικών φυλών, και ιδίως σλαυϊκών, αίτινες δεξάμεναι τον χριστιανισμόν διά της εν Κωνσταντινουπόλει κυβερνήσεως, συναπεδέξαντο και την ελληνικήν γλώσσαν την οποίαν σήμερον λαλούσιν. Ώρισε δε ότι η τοιαύτη του ελληνικού έθνους καταστροφή συνέβη κατά τους τελευταίους της 6ης εκατονταετηρίδος χρόνους. Το καθ’ ημάς, δεν αποδίδομεν τη αληθεία πολλήν αξίαν ούτε επιστημονικήν ούτε εθνικήν εις την παραδοξολογίαν ταύτην.

*

Και οι μέν Ούνοι μικρόν μετά την εν έτει 559 επιδρομήν του Ζαβεργάν, περιελθόντες εις εμφυλίους διενέξεις, τη ενεργεία του Ιουστινιανού, επί τοσούτον αμοιβαίως κατεστράφησαν ώστε και το όνομα αυτών ηφανίσθη έκτοτε εκ της ιστορίας.

Αλλ’ αι σλαυικαί φυλαί εξηκολούθησαν έτι επί μακρόν χρόνον επενεργούσαι εις την τύχην του ανατολικού κράτους. Και πλήν τούτων επεφάνη τότε εις τά βόρεια του κράτους σύνορα κατά πρώτον ετέρα φυλή, η των λεγομένων Αβάρων, ήτις έλκουσα το γένος από του μεγάλου σκυθικού ομίλου του εκ των οροπεδίων τής Ασίας προς δυσμάς προελάσαντος, επεφάνη περί τάς όχθας του Δουνάβεως, συνετέλεσεν εις την εξόντωσιν των ουνικών φύλων, εξέτεινεν εντός μικρού την κυριαρχίαν αυτής μέχρι των ενδοτέρων της Ευρώπης και εις ποικίλας περιήλθε σχέσεις προς το κράτος του μεσαιωνικού ελληνισμού.

*

Πρίν επέλθη εχθροπραξία τις, μεταξύ Αβάρων και Βυζαντινών, απέθανεν ο Ιουστινιανός τώ 565, και εις τον θρόνον ανήλθεν ο ανεψιός του Ιουστίνος Β΄.

*

Κατά την περίοδο 583 – 620 το Βυζάντιο υφίστατο συνεχείς επιδρομάς Σλαύων και Αβάρων, οι οποίοι αντεμετωπίζοντο είτε διά μαχών είτε διά καταβολής εις αυτούς φόρων.

Τον Ιουστίνον Β΄ διεδέχθη εν τώ μεταξύ ο Τιβέριος ο Θράξ, 578 – 582, αυτόν διεδέχθη ο Μαυρίκιος ο Καππαδόκης, 582 602, και αυτόν ο Φωκάς, Καππαδόκης επίσης, 602 – 610. Τέλος εις τον θρόνον ανήλθεν ο Ηράκλειος, όστις τώ 620 συνωμολόγησε επίσημον συνθήκην μετά τών Αβάρων.

*

Εν έτει 562, ό εστίν τριετίαν πρό του θανάτου αυτού, ο Ιουστινιανός είχε συνομολογήσει προς τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην ειρήνην πεντηκονταετή. Η ειρήνη αυτή δεν διήρκεσε ειμή 10 έτη. Επανειλλημένως οι Πέρσαι πραγματοποιούσαν επιδρομάς κατά των ανατολικών συνόρων, και αι συγκρούσεις υπήρξαν συχναί, άλλοτε νικηφόραι, άλλοτε όχι, όπως και αι συνομολογούμεναι ανακωχαί μέχρις ότου εστασίασεν ο στρατηγός των Περσών Ουαράνης,όστις εξεθρόνισεν τον διάδοχον και υιόν του Χοσρόου, Ορμίζδα.

Ο τελευταίος ηναγκάσθη να καταφύγη προς τον Μαυρίκιον και να επικαλεσθή την συνδρομήν αυτού, υποσχόμενος, εάν επιτύχη, να παραχωρήση εις τον βασιλέα τάς αμφισβητουμένας χώρας.

Ο Μαυρίκιος, υιοθετήσας αυτόν, κατετρόπωσεν τον Ουαράνην, και απεκατέστησε τον νέον Χοσρόην εις την πάτριον βασιλείαν. Αυτός μάλιστα ετήρησε τά υπεσχημένα, έλαβεν και σύζυγον Ελληνίδα και έπαυσεν πάντα χριστιανών διωγμόν.

*

Τώ 602 αφηνίασεν ο περί τον Ίστρον στρατός, όστις αναγορεύσας ηγεμόνα τον Φωκάν, ώρμησεν επί την Κωνσταντινούπολιν. Η πρωτεύουσα διέκειτο ωσαύτως δυσμενώς προς τον Μαυρίκιον, διότι εν τώ μέσω τηλικούτων πολέμων, πολλή επεκράτει εν αυτή δυσθυμία και απορία. Όθεν εκραγείσης στάσεως, καθηρέθη ο καλός καγαθός Μαυρίκιος και προεχειρίσθη ο Φωκάς, όστις μετ’ ού πολύ εθανάτωσε τον τε προκάτοχον και άπασαν την οικογένειαν αυτού.

*

ΜΕΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (610 – 1204)

Ηράκλειος

Ο Χοσρόης, επί τη προφάσει να εκδικηθή τον θάνατον του ευεργέτου αυτού Μαυρικίου, ενέβαλεν εις το κράτος, εκυρίευσεν όλην την Μεσοποταμίαν, την Αρμενίαν, την Καππαδοκίαν, επολιόρκησε την Αντιόχειαν και ελεηλάτησε αυτά της Χαλκηδόνος τά περίχωρα, συνεπαγόμενος μεθ’ εαυτού και απατεώνα τινα, όν έλεγεν όντα υιόν του Μαυρικίου.

Εν έτει 610 αφικνείται εις την Κωνσταντινούπολιν ο Ηράκλειος, υιός του ομονύμου εξάρχου της Αφρικής, κατόπιν προσκλήσεως του γαμβρού του Φωκά Πρίσκου (ή Κρίσπου) και της συγκλήτου. Ο Ηράκλειος αναγορεύεται βασιλεύς, αφού καθήρεσε και παρέδωκε τον Φωκάν εις τον όχλον, όστις εθανάτωσε αυτόν οικτρώς. Ο Φωκάς διέπραττε εν τη πρωτευούση πολλούς φόνους και κατήντησε να υποπτεύση αυτόν τον ίδιον επί θυγατρί γαμβρόν Πρίσκον.

Εν αρχή του 622 ώρμησεν ο Ηράκλειος επί τον μέγαν περσικόν αγώνα. Τελέσας δε την εορτήν του Πάσχα, ήτις κατά το έτος εκείνο συνέπεσε τη 4η Απριλίου, προσήλθε την επιούσαν εις τον ναόν της του Θεού Σοφίας φορών ουχί τά πορφυρά του βασιλέως πέδιλα, αλλά τά μέλανα του μαχητού υποδήματα και πρηνής πεσών ενώπιον του ιερού «Δέσποτα θεέ και Κύριε Ιησού Χριστέ, ηύξατο, μη παραδώς ημάς εις όνειδος τοίς εχθροίς σου διά τάς αμαρτίας ημών, αλλ’ επιβλέψας ελέησον και την κατά των εχθρών σου νίκην δός ημίν, όπως μη καυχήσωνται οι αλάστορες κατά της σής κληρονομίας επαιρόμενοι». Έπειτα στραφείς προς τον πατριάρχην Σέργιον «εις χείρας του θεού και της θεομήτορος και σού, είπεν, αφίημι την πόλιν ταύτην και τον υιόν μου». Μεθ’ ό λαβών την εικόνα του Σωτήρος, ήτις ελέγετο αχειροποίητος, επορεύθη προς την παραλίαν και επεβιβάσθη επί του συναχθέντος αυτόθι στόλου, επευφημούμενος και ευλογούμενος υπό λαού αναριθμήτου, εν τώ μέσω του οποίου ηκούετο η ευχή ίνα ο βασιλεύς βάψη ερυθρόν εκ περσικών αιμάτων το μελαμβαφές αυτού πέδιλον. Εν γένει δε ο Ηράκλειος περιέβαλεν άπασαν την επιχείρησιν ταύτην διά χαρακτήρος εξόχως θρησκευτικού.

Ο βασιλεύς ούτος, όστις έμελλε να αναδειχθή είς των μεγίστων πολεμικών ηγεμόνων εξ όσων αναφέρει η ιστορία διά τε το στρατηγικόν αυτού πνεύμα και τον οργανισμόν όν έδωκεν εις τον στρατόν, ησθάνετο ότι ο κάλλιστος των εξωτερικών, των μηχανικών ούτως ειπείν οργανισμών αποβαίνει ατελής άνευ εσωτερικού τινός και πνευματικού ερείσματος.

*

Τώ 622 ο Ηράκλειος αποβιβάζεται εις την παραλίαν του Ισσικού κόλπου και αναγκάζει τους εν Χαλκηδόνι στρατοπεδεύοντας Πέρσας να υποχωρήσουσι μέχρι των νοτιοανατολικωτέρων εκείνων ορίων της Μ. Ασίας και να αγωνισθώσιν εν ταίς δυσχωρίαις του Ταύρου, όπου ηττώνται. Ακολούθως ο Ηράκλειος υπερβαίνει τον Ταύρον, διέρχεται την Καππαδοκίαν και κατελθών εις τον Πόντον διαχειμάζει περί τον Άλυν ποταμόν, απαλλάξας ούτω των πολεμίων διά μιάς την μεγάλην εκείνην ελληνικήν χερσόνησον.

Τώ 623 εμβάλλει εις αυτά τά σπλάχνα του περσικού κράτους. Έρχεται εις την Αρμενίαν, περνά τον Αράξην ποταμόν εμβάλλει εις την Ατροπατηνήν Μηδίαν, κυριεύει την πρωτεύουσαν αυτής Γάζαν, και έπειτα οπισθοχωρήσας εις Αλβανίαν, διαχειμάζει περί την Κασπίαν.

Εκεί διεξάγει εις το κατά πόδας έτος επιτηδειότατον πόλεμον κατά τριών περσικών στρατών και κατατροπώνει ολοσχερώς τον ένα εξ αυτών. Μεθ’ ό τώ 625 επιστρέφει προς τον Άλυν ποταμόν, διά της Αρμενίας, της Μεσοποταμίας και της Κιλικίας, όπου αύθις κατασυνέτριψεν περί Σάρον τάς περσικάς δυνάμεις.

Τώ 626 ο γέρων Χοσρόης συμφωνεί μετά των Αβάρων να πολιορκήσωσι την Κωνσταντινούπολιν και διά τριών νέων στρατών αγωνίζεται να συλλάβη ως εν δικτύω τον αντίπαλον αυτού.

Ο Ηράκλειος πέμψας την αναγκαίαν επικουρίαν εις την πρωτεύουσαν, παραμένει εν Καππαδοκία. Ότε δε έμαθεν ότι οι Άβαρες ηναγκάσθησαν να αναζεύξωσιν εκ Κωνσταντινουπόλεως, ότι ο είς των τριών νέων στρατών του Χοσρόου όστις έμελλε να βοηθήση τους Άβαρας, αλλ’ ουδέν κατώρθωσε, διετέλει κατατρίβων τον χρόνον εις μάτην περί την πολιορκίαν της Χαλκηδόνος, και ότι ο δεύτερος των στρατών εκείνων κατετροπώθη υπό του αδελφού αυτού Θεοδώρου, ο Ηράκλειος εξώρμησε αύθις επί την Κολχίδα, την Ιβηρίαν, την Αλβανίαν, όπου διέτριψεν επί τινας μήνας αμυνόμενος μέν κατά του τρίτου περσικού στρατού, παρασκευαζόμενος δε να εμβάλη εις τά ενδότερα του κράτους.

Τώ όντι εν αρχή του 627 επισκήπτει αύθις εις την Μηδίαν και την Ασυρίαν, κατατροπώνει ολοσχερώς εν Νινευί τάς τελευταίας του Χοσρόου δυνάμεις, κυριεύει και λεηλατεί άπαντα τά παρά τον Τίγριν ποταμόν περσικά βασίλεια και ετοιμάζεται να εισελάση εις Κτησιφώντα, ότε μανθάνει ότι οι Πέρσαι περιελθόντες εις την εσχάτην αμηχανίαν και απελπισίαν, καταβάλλουσι τον Χοσρόην και αναγορεύουσι τον υιόν αυτού Σιρόην, πρόθυμον όντα να καταθέση τά όπλα.

Τότε ο Ηράκλειος επανέρχεται εις Γάζαν της Ατροπηνής Μηδίας και δεχθείς εκεί τους πρέσβεις του νέου βασιλέως, επιβάλλει τους όρους της ειρήνης, η οποία συνωμολογήθη τη 8η Απριλίου και ο Ηράκλειος μετά τοσαύτα κατορθώματα ανεδείχθη μετριοπαθέστατος, διότι δεν απήτησεν ειμή τρία τινα: Να ανακτήση το χριστιανικόν κράτος τά αρχαία προς την Περσία σύνορα, να αποδοθώσιν εκατέρωθεν οι αιχμάλωτοι και να επιστραφεί εις τον Ηράκλειον ο τίμιος και ζωοποιός σταυρός όν άλλοτε Πέρσης στρατηγός είχεν απαγάγει εξ Ιεροσολύμων.

Μετά μικράν ανάπαυσιν ο Ηράκλειος διαπεράσας τον Βόσπορον εισήλθεν εις την πρωτεύουσαν εν θριάμβω επί άρματος συρομένου υπό τεσσάρων ελεφάντων.

Τη 14η Σεπτεμβρίου 629 απεφάσισε ο βασιλεύς να υψώση πανηγυρικώς το σύμβολον εκείνο της πίστεως και της νίκης όπου άλλοτε ίστατο, κατ’ αυτήν εκείνην την ημέραν του έτους 335 εγερθέν αυτόθι το πρώτον επί Μ. Κωνσταντίνου. Και εξήλθεν λοιπόν βαστάζων το σταυρόν εις τον λεγόμενον Κρανίου τόπον. Ο κλήρος έψαλλε το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοίς βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και τον σόν φυλάττων διά του Σταυρού σου πολίτευμα».

*

Χριστιανισμός - Μωαμεθανισμός

Και ενώ ήλπιζεν ο Ηράκλειος να ασχοληθή του λοιπού εν ανέσει και εν ειρήνη εις την διοικητικήν και ηθικήν αναμόρφωσιν του χριστιανισμού της ανατολής, αίφνης φάσμα φοβερόν εγερθέν εκ της αραβικής χερσονήσου παρέστη αυτώ και ηξίωσεν ότι άπαντες εκείνοι οι του Ηρακλείου αγώνες ήσαν προοίμια απλά αγώνων φοβερωτέρων, είς ούς εκάλεσεν τον μεσαιωνικόν ελληνισμόν νέος προφήτης και νέον δόγμα. Ο Μωάμεθ και ο Μωαμεθανισμός.

Ο Μωάμεθ εγεννήθη εις Μέκκαν της Αραβίας εν έτει 569 ή 571 μ.Χ., ήρχισε το κήρυγμα αυτού εις ηλικίαν ετών 40, ήτοι περί το 610, ηναγκάσθη να φύγη από της Μέκκας εις Μεδινάν, ετέραν της Αραβίας πόλιν, τώ 622, αφ’ ής και άρχεται το μωαμεθανικόν έτος το καλούμενον έτος της Εγίρας ήτοι της φυγής. Εκείθεν επεχείρησε την διάδοσιν του νέου δόγματος καθ’ όλην την Αραβίαν, εγένετο βαθμηδόν κύριος της χερσονήσου ταύτης και αυτής της Μέκκας τώ 630, επεχείρησε επιδρομάς τινάς εις την Συρίαν κατά τά δύο επόμενα έτη και απέθανε κατά Ιούνιον του 632.

*

Ο χριστιανισμός ήτο θρήσκευμα προσήκον εις κοινωνίαν προκόψασαν ηθικώς και διανοητικώς. Ο ισλαμισμός ήτο θρήσκευμα θαυμασίως αρμόζον εις έθνη ιστάμενα εισέτι επί των κατωτάτων του πολιτισμού βαθμίδων…

Ενί λόγω ο ισλαμισμός ήτο θρήσκευμα επιδηδειότατον εις τάς περιστάσεις και τους καιρούς καθ’ ούς παρήχθη, και τούτου ένεκεν επί μακρόν εθριάμβευσεν. Αλλ’ ο χριστιανισμός είναι το θρήσκευμα το μάλλον ανταποκρινόμενον εις τάς ευγενεστέρας του ανθρώπου προαιρέσεις, και τούτου ένεκεν ο ο ισλαμισμός, προϊόντος του χρόνου, υπενέδωκεν εις αυτόν και επί τέλους θέλει εντελώς ενώπιον αυτού εξαλειφθή.

*

Επέκτασις μωαμεθανικών κτήσεων

Το περσικόν κράτος κατελύθη υπό των Αράβων οριστικώς εντός 18 περίπου ενιαυτών τώ 651, διά της εντελούς κατατροπώσεως του τελευταίου Σασσανίδου Ιεζδεγέρτου, η δε μεταξύ ελληνισμού και ισλαμισμού πάλη εξηκολούθησεν αδιάλειπτος σχεδόν επί 800 και επέκεινα έτη, έλαβε ποικίλας τροπάς οτέ μέν υπέρ της μιάς οτέ δε υπέρ της άλλης μερίδος.

*

Από το 633 οι μωαμεθανοί αρχίζουν καταλήψεις βυζαντινών εδαφών, ήτοι Παλαιστίνης, Γάζης, Δαμασκού, Ιεροσολύμων. Τον Αύγουστο του 638 εισήλθον εις την μητρόπολιν της Συρίας, Αντιόχειαν, οι δε κάτοικοι αυτής εξαγοράσαντες το ζήν διά υπερόγκου χρηματικού ποσού, διεσπάρησαν οι πλείστοι τήδε κακείσε. Εντός 6 και μόνον ενιαυτών οι Άραβες συνεπλήρωσαν την κατάκτησιν της Συρίας. Μεθ’ ό επεχείρησαν και εντός ενός έτους κατώρθωσαν την χείρωσιν της Μεσοποταμίας, καταλαβόντες εν μέρει διά συνθηκών και εν μέρει δι’ αλώσεων απάσας αυτής τάς πόλεις και ιδίως την Έδεσσαν, την Δάραν, την Νίσιβιν και αυτήν την Αμίδαν.

Εις τον πρώτον τούτον και μέγα του ισλαμισμού κατά του χριστιανισμού θρίαμβον συνετέλεσαν αίτια πολλά. Το γήρας του Ηρακλείου, η ολίγη στρατιωτική δεξιότης του υιού αυτού Κωνσταντίνου και πρό πάντων η ηθική κατάστασις των κατοίκων. Μία των πολλών ημαρτημένων δοξασιών αίτινες είχον επικρατήσει παρά τοίς χριστιανοίς ήτο, ότι το θείον σώζει τους ευσεβείς και καταστρέφει τους αμαρτωλούς ανεξαρτήτως της ανθρωπίνης ενεργείας.

*

Ο Ηράκλειος έσπευσε να πέμψη κατ’ επανάληψιν στρατούς εις Αίγυπτον από τε της παρακειμένης Βάρκης και από της Κωνσταντινουπόλεως. Οι στρατοί όμως ούτοι ηττήθησαν υπό του Αμρού, στρατηγού σταλθέντος υπό του καλίφου Ομάρ επί την κατάκτησιν της Αιγύπτου. Ο Αμρού, όστις μετά πολλής πονηρίας περιποιούμενος τους κόπτας και την εκκλησίαν αυτών, έλαβε πάσαν παρ’ αυτών επικουρίαν προς ανατροπήν της ελληνικής κυριαρχίας. Ούτω δε γενόμενος τάχιστα κύριος απάσης της άλλης Αιγύπτου, ήλθε περί τάς αρχάς Οκτωβρίου 640 και επολιόρκησεν την μεγάλην αυτής πρωτεύουσαν. Δυστυχώς ο Ηράκλειος έπνεε ήδη τά λοίσθια και μετ’ ολίγον απεβίωσε. Μετά δε τον θάνατον αυτού πολλαί επηκολούθησαν εν Κωνσταντινουπόλει ανωμαλίαι, ώστε η Αλεξάνδρεια εγκατελείφθη εις την τύχην αυτής. Ουδέν ήττον αντέστη επί 14 μήνας, οι δε πολιορκηταί απώλεσαν ενώπιον των τειχών αυτής υπέρ τάς 20.000 ανδρών.

Τέλος η σημαία του Μωάμεθ ανεπετάσθη εις τά τείχη της Αλεξανδρείας κατά τάς πρώτας ημέρας του Δεκεμβρίου του 641.

Μετά της αλώσεως ταύτης συνεδέετο επί πολύν χρόνον η παράδοσις, ότι ο Αμρού, εκ διαταγής του καλύφου Ομάρ, επυρπόλησε την περίφημον της πόλης εκείνης βιβλιοθήκην. Αλλά τούτο εστηρίχθη εις διήγημα ¨Αραβος χρονογράφου, ζήσαντος 600 έτη βραδύτερον εις τά μεθόρια της Μηδίας, ενώ άλλοι αρχαιότεροι χρονογράφοι, περιγράψαντες λεπτομερώς τά της αλώσεως, ουδέν περί της πυρπολήσεως της βιβλιοθήκης αναφέρουσιν. Όθεν το διήγημα του Άραβος ουδεμίαν έχει ιστορικήν αξίαν.

*

Κωνσταντίνος - Κώνστας

Μετά τον Ηράκλειον την εξουσίαν κατέλαβε ο υιός αυτού εκ της πρώτης συζύγου του Κωνσταντίνος, όστις όμως απεβίωσε μετά τρείς μήνας, καταλιπών δύο ανηλίκους υιούς. Η δεύτερη σύζυγος του Ηρακλείου Μαρτίνα, η οποία ήταν και ανεψιά του και την ενυμφεύθη παρά τάς αντιδράσεις του πατριάρχου Σεργίου και του λαού, σπεύδει να στέψη τον πρεσβύτερον των υιών εκείνων τον Κώνσταντα.

Ο Κώνστας ανηγορεύθη βασιλεύς κατά Αύγουστον ή Σεπτέμβριον του 641, ήτο δε τότε ενδεκαετής, και την πραγματικήν διεξαγωγήν της αρχής ανέλαβεν επί της ανηλικότητος αυτού η σύγκλητος.

*

Ο διοικητής της Συρίας Μωαυιά, ο μετέπειτα καλίφης γενόμενος, ελεηλάτησε μέν τώ 648 την νήσον Κύπρον διαπεράσας επί 1700 πλοιαρίων και εκυρίευσε την πρωτεύουσα της νήσου Κωνσταντίαν, την πάλαι ποτέ Σαλαμίνα καλουμένη, αλλά μετά δύο έτη στόλος και στρατός της Κωνσταντινουπόλεως, αγόμενος υπό του στρατηγού Κακορίζου, εξέβαλε τους μωαμεθανούς εκ Κύπρου και ανέκτησεν αυτήν.

*

Κατελήφθη ωσαύτως υπό των Αράβων τώ 653 η νήσος Ρόδος, ότε και συνέτριψαν τον περίφημον κολοσσόν όστις άλλοτε εκόσμει την είσοδον του λιμένος, είχε όμως πρό καιρού καταπέσει εκ σεισμού.

*

Τώ 668 εδολοφονήθη ο Κώνστας εν Συρακούσαις υπό τινος των υπηρετών αυτού.

Εν γένει παρατηρούμεν ότι, αν και καθ’ εαυτόν ο Κώνστας δεν φαίνεται ανήρ διακεκριμένος, ως εκ των πραγμάτων όμως εξάγεται, επί της βασιλείας αυτού, χάρις εις την σύνεσιν της συγκλήτου και των πολιτικών και πολεμικών αρχόντων, εν οίς διέπρεπεν ο στρατηγός Ανδρέας, ανεχαιτίσθησαν μέν κατά το δυνατόν οι Άραβες, κατετροπώθησαν δε οι Σλαύοι, επράχθη δε ότι έδει να πραχθή ως προς το εκκλησιαστικόν ζήτημα.

Κωνσταντίνος Πωγωνάτος

Η πολιτική συνωμοσία ήτις επέτυχε την δολοφονία του Κώνσταντος, ανηγόρευσε βασιλέα ένα των αξιωματικών του αυτόθι στρατού, Αρμένιον μέν το γένος, ονόματι δε Μιζίζιον, όστις διαπρέψας μάλλον επί τώ κάλει του είδους ή επί αρετή και αξία, ευχερώς κατεβλήθη.

Ο Κωνσταντίνος, ο πρεσβύτερος του Κώνσταντος υιός, καταλαβών την όλην αρχήν, εκδικήθηκεν την διττήν εκείνην κακουργίαν, κατατροπώσας τάχιστα την στάσιν, απεκεφάλισεν τον Μιζίζιον εκστρατεύσας εις Σικελίαν, και επανελθών εις Κωνσταντινούπολιν ο δήμος εχαιρέτησεν αυτόν διά της του Πωγωνάτου επωνυμίας, ήν φέρει εν τη ιστορία. Διότι ότε πρό μικρού ανεχώρησε , το πρόσωπον αυτού ήτο έτι παντελώς αγένειον, ενώ ήδη ήρχισε να υποφαίνηται ο πώγων αυτού.

Άμα επιστρέψας εδέησε να καταβάλη άλλην στάσιν, εις την οποίαν φαίνεται να ενεπλάκησαν οι αδελφοί αυτού Τιβέριος και Ηράκλειος, τους οποίους εστέρησε των αξιωμάτων των και ερρινικόπησεν.

*

Εν έαρι του 672 οι μωαμεθανοί διαπλεύσαντες τον Ελλήσποντον και την Προποντίδα, ήλθον και επολιόρκησαν την μεγάλην του χριστιανικού κόσμου πρωτεύουσαν. Κατά δυστυχίαν αι ειδήσεις τάς οποίας έχομεν περί της πολιορκίας ταύτης είναι σφόδρα ατελείς και ασαφείς. Ό,τι μόνον δυνάμεθα ασφαλώς εξ αυτών να συμπεράνωμεν είναι, ότι η πολιορκία διήρκεσε έτη επτά. Αλλά δεν εξηκολούθησεν αδιάκοπος καθ’ όλον τούτο το διάστημα. Ήρχιζεν κατά πάν έτος τον μήνα Απρίλιον, διεξήγετο μέχρι του μηνός Σεπτεμβρίου, και τότε οι πολιορκηταί αναχωρούντες απήρχοντο εις Κύζικον, την οποίαν εκυρίευσον και όπου παρεχείμαζον, κατά δε τον ακόλουθον Απρίλιον επανήρχοντο πάλιν ενώπιον της Κωνσταντινουπόλεως και επανελάμβανον την πολιορκίαν, μέχρις ού επτάκις τούτο πράξαντες, ηναγκάσθησαν να επιστρέψωσιν οριστικώς εις τά ίδια τώ 678, αφού υπέστησαν ολοσχερή καταστροφή του στόλου λόγω δεινής τρικυμίας αλλά και ηττηθέντες οι πεζή επιστρέφοντες (περί των 30.000) υπό των στρατηγών Φλώρου και Πετρωνά και Κυπριανού περί τά Κίδυρα.

*

Υγρόν πύρ

Ο μηχανικός Καλλίνικος, ο καταγόμενος εκ της εν Συρία Ηλιουπόλεως, ελθών εις Κωνσταντινούπολιν ενώ επολιορκείτο, έφερεν αυτόθι το παρ’ αυτού επινοηθέν υγρόν ή ελληνικόν πύρ. Βεβαιούσιν ότι έκαιε εν τώ ύδατι, και ότι παρά την φύσιν των άλλων πυρών των οποίων η φλόξ τείνει προς τά άνω, το του Καλλινίκου πύρ εφέρετο προς τά κάτω τε και προς πάσαν οιανδήποτε διδομένην αυτώ διεύθυνσιν. Κατέστρεφε δε τά πάντα, και ούτε λίθος ούτε σίδηρος αντείχον εις την οξείαν αυτού ενέργειαν, ουδέ ηδύνατο να σβεσθή ειμή δι’ όξους, ή άμμου ή ούρων.

Η κυβέρνησις ηγωνίσθη και επέτυχε να διατηρήση επί αιώνας πολλούς απόρρητον την κατασκευήν αυτού. Επί τέλους οι Άραβες εγνώρισαν το μυστήριον, αλλά περί τά τέλη του μέσου αιώνος εξέλιπεν, άδηλον πώς και διατί, η χρήσις του υγρού πυρός.

Εις τους νεωτέρους χρόνους πολλαί εγένοντο απόπειραι προς ανεύρεσιν του χημικού τούτου κράματος, αλλ’ ουδεμία αυτού χρήσις ανεφάνη.

*

Αν δεν αποδοθή εις τον Κωνσταντίνον τον Πωγωνάτον η διοικητική μεταρρύθμισις, αι δύο έτεραι μεγάλαι της βασιλείας αυτού πράξεις, η απαλλαγή της Ευρώπης από της Αραβικής κατακτήσεως, και η ανόρθωσις της θρησκευτικής του ανατολικού κράτους ενότητος, αρκούσιν ίνα αναδείξωσι την βασιλείαν εκείνην μία των μάλλον αξιομνημονεύτων ού μόνον της καθ’ ημάς ιστορίας, αλλά και της καθ’ όλου.

Ο μεσαιωνικός ελληνισμός υπέθαλπεν εις τάς απωτάτας της δύσεως χώρας τά ζώπυρα του αρχαίου πολιτισμού και παρασκεύαζε την βραδύτερον επελθούσα αυτόθι λαμπράν έκλαμψιν. Περί το 668 έτος λ.χ. προεχειρίσθη αρχιεπίσκοπος Κανταβριγίας ο εκ Ταρσού της Κιλικίας Έλλην Θεόδωρος, όστις έφερεν εις την πόλιν εκείνην της Αγγλίας, εκτός άλλων ελληνικών και λατινικών βιβλίων, τον Ιώσηπον, ένα Όμηρον επί παπύρου γεγραμμένον, και επί περγαμηνού τάς ομιλίας του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

*

Η νομοθεσία, η νομολογία και η νομοδιδασκαλία ήρχισαν νά εξελληνίζωνται από Ιουστινιανού. Από Μαυρικίου πάντες οι αυτοκρατορικοί νόμοι, πάντα τά διατάγματα, πάντα εν γένει τά δημόσια έγγραφα ελληνιστί πλέον εδημοσιεύοντο. Από Ηρακλείου ήρχισαν να εξελληνίζωνται τά νομίσματα, διότι ενώ μέχρι του βασιλέως τούτου ήσαν εντελώς λατινικά, έκτοτε απαντώνται χαλκά τινά νομίσματα φέροντα τάς ελληνικάς λέξεις «εν τούτω νίκα». Έπειτα δε εξελληνίσθησαν και τά καθ’ έκαστα και της διοικητικής και στρατιωτικής υπηρεσίας ωσάν ησθάνετο το πανταχόθεν τούτο προσβαλλόμενον και ακρωτηριασθέν κράτος, ότι μόνον διά της ορθοδοξίας και του ελληνισμού ηδύνατο εισέτι να συντηρηθή και να αντιτάξη αποχρώσαν εις τους αντιπάλους αυτού άμυναν. Ναι μέν δεν είναι αναμφισβήτητον ότι ο τοιούτος εξελληνισμός και αναδιοργανισμός του κράτους εγένετο ιδίως επί Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, είναι όμως σφόδρα πιθανόν.

*

Ιουστινιανός Β΄

Αποθανόντος του Κωνσταντίνου περί τά μέσα του 685, εβασίλευσεν ο υιός αυτού Ιουστινιανός Β΄ εις ηλικίαν ετών 16.

Ο Ιουστινιανός Β΄ δεν είχε βεβαίως πολλού γε και δεί, την στρατηγικήν δεξιότητα του αρχηγέτου της οικογενείας αυτού, αλλά εκέκτητο ανδρείαν και δραστηριότητα μείζονα της του πατρός και του πάππου. Και όμως η βασιλεία αυτού είναι μία των ολεθριωτάτων της μεσαιωνικής ημών ιστορίας.

Τώ 691 συνεκροτήθη εν Κωνσταντινουπόλει νέα σύνοδος, ήτις ωνομάσθη πενθέκτη ως συμπληρούσα την πέμπτην και την έκτην οικουμενικήν σύνοδον, ωνομάσθη δε και εν Τρούλλω από της αιθούσης εν ή συνεδρίασε και ήτις ήτο κεκαλυμμένη υπό τρούλου, δηλαδή θόλου. Η σύνοδος αύτη εξέδοτο 102 κανόνας, εξ ών η δυτική εκκλησία απεποιήθη επί τέλους να επικυρώση έξ. Εκ τούτων δε πάλιν των έξ, δύο μάλιστα είναι σπουδαιότατοι και ουσιωδώς επενήργησαν εις τάς μεταξύ ανατολής και δύσεως θρησκευτικάς σχέσεις. Ο 13ος όστις επραγματεύετο περί του γάμου των ιερέων, και ο 36ος, όστις καθιέρου την αμοιβαίαν σχέσιν των επισκόπων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Η σύνοδος αύτη συνετέλεσεν εις το να περιποιήση τη ημετέρα εκκλησία τον ιδιάζοντα αυτή εθνικόν χαρακτήρα και δύναται τούτου ένεκα να λογισθή ομού μετά του καθ’ όλην την περίοδον ταύτην συμπληρωθέντος εξελληνισμού του ανατολικού κράτους, ως έν των μάλλον αξιομνημονεύτων γεγονότων της πατρίου ημών ιστορίας.

*

Λεόντιος – Αψίμαρος (Τιβέριος)Ιουστινιανός Β΄(ρινοτόμητος)

Η αύξουσα όμως αφροσύνη του Ιουστινιανού εκορύφωσε την κατ’ αυτού δυσαρέσκειαν και το μίσος και η αγανάκτησις του λαού οδήγησε τώ 695 εις έκρηξιν επαναστάσεως υπό τον στρατηγόν Λεόντιον όστις είχε νικηφορήσει κατά των Αράβων εν αρχή της του Ιουστινιανού βασιλείας. Ο Ιουστινιανός ερρινοκοπήθη και εξωρίσθη εις Χερσώνα, την σημερινήν Σεβαστούπολιν της Κριμαίας. Επί δε πάσιν ανευφημήθη βασιλεύς ο Λεόντιος.

*

Τώ 698 οι Άραβες του καλίφη Αβδαλμελίκ γίνονται κύριοι απάσης της Β. Αφρικής και κατασκάπτουν την Καρχηδόνα. Ο βυζαντινός στρατός στασιάζει εν Κρήτη, φονεύει τον ηγεμόνα αυτού πατρίκιο Ιωάννη, αναγορεύει δε βασιλέα τόν στρατηγόν των Κυβυρραιωτών Αψίμαρον, μετονομάσας αυτόν Τιβέριον. Ούτος αποπλέει εκ Κρήτης επί Κωνσταντινούπολιν, καταλαμβάνει την υπερτάτην αρχήν και ρινοκοπεί τον Λεόντιον, τον οποίον φυλακίζει εν συνεχεία εις μονήν.

*

Κατά δυστυχίαν, και ενώ ο στρατηγός του Αψιμάρου Ηράκλειος, κατήγαγε περιφανείς νίκας κατά των Αράβων, επέρχεται κατά Μάρτιον του 705 διά ξηράς μετά Βουλγάρων και Σλάβων επί την Κωνσταντινούπολιν ο εξορισθείς Ιουστινιανός Β΄, όστις κατορθώνει συνενοηθείς μετά τινων εν τη πόλει φίλων να εισέλθη εις αυτήν και να γίνει κύριος αυτής.

Η δευτέρα αύτη περίοδος της του Ιουστινιανού βασιλείας, του έκτοτε επικληθέντος εν τη ιστορία ρινοτομήτου, δι ήν είχε πρό δεκαετίας πάθει ακρωτηρίασιν, είναι βεβαίως έτι οικτροτέρα της πρώτης, εί δυνατόν. Εννοείται ότι πρό πάντων εθανάτωσε τον Αψίμαρον και τον Λεόντιον, τον νικηφορήσαντα κατά των Αράβων Ηράκλειο και εξώρισε, αφού προηγουμένως ετύφλωσε, τον πατριάρχη Καλλίνικον.

*

Ουαλίδ

Αποθανόντος κατά Οκτώβριον του 705 του γέροντος Αβδαλμελίκ, κατέλαβε την αρχήν του μωαμεθανισμού ο υιός αυτού Ουαλίδ, όστις έδειξεν μίσος άσπονδον κατά των χριστιανών. Ενώ πρότερον τά βιβλία του δημοσίου αραβικού ταμείου εγράφοντο ελληνιστί, διά την περί την διοίκησιν, και μάλιστα την οικονομικήν διοίκησιν, αμάθειαν των μωαμεθανών, ο καλίφης Ουαλίδ διέταξε να γράφωνται εις το εξής αραβιστί, παρεκτός των ψήφων, διότι οι Άραβες δεν ήξευρον εισέτι να εκφράζωσιν εις την γλώσσαν αυτών τους αριθμούς και έτι ολιγώτερον τά των αριθμών κλάσματα ώστε εκόντες άκοντες ηναγκάζοντο να χρησιμοποιούν χριστιανούς τινας περί την σύνταξιν των λογιστικών αυτών βιβλίων. Τούτο θέλει ίσως φανή παράδοξον εις τον αναγνώστην, γινώσκοντα ότι παρά των Αράβων ελάβομεν τους μέχρι της σήμερον εν χρήσει αριθμούς, τους και αραβικούς λεγομένους. Αλλά οι άραβες δεν ήρχισαν να μεταχειρίζωνται τους αριθμούς τούτους ειμή πολύ βραδύτερον διδαχθέντες παρά των Ινδών, οίτινες άδηλον πάλιν πόθεν παρέλαβον αυτούς.

Επί του καλίφου Ουαλίδ προς δυσμάς συνεπληρώθη η άλωσις της Β. Αφρικής μέχρι του Ατλαντικού και τότε διαπεράσαντες κατά πρώτον εις την Ισπανίαν και κατατροπώσαντες εις μάχην κρίσιμον τους Ουισιγότθους τώ 711 ηπείλησαν από των Πυρηναίων την Γαλατίαν και την λοιπήν Ευρώπην. Προς ανατολάς δε διαπεράσαντες τον Ινδόν και τον Ώξον αφίκοντο μέχρι των συνόρων του σινικού κράτους.

Ο Ιουστινιανός ού μόνον ουδέν έπραξεν ίνα αναχαιτίση τον ακατάσχετον εκείνον χείμαρρον, αλλά και κατησώτευσε τάς κυβερνητικάς του κράτους δυνάμεις εις ανόσιον εμφύλιον αγώνα και επί τέλους δεινοτάτην προεκάλεσεν αναρχίαν. Και όμως τοσαύτη ήτο η ηθική δύναμις του ανατολικού χριστιανισμού, ώστε καίτοι κατατρυχόμενος υπό τοιούτων και τοσούτων εσωτερικών συμφορών, ηδυνήθη να ανθέξη εις τάς εφόδους του Ισλαμισμού.

*

Φιλιππικός – Αναστάσιος Β΄- ΘεοδόσιοςΛέων Γ΄

Οι Χερσωνίται τους οποίους ηθέλησε να εκδικηθή ο Ιουστινιανός επειδή δεν τον συνέδραμον κατά την κατάληψην του θρόνου, με την σύμπραξιν του σπαθάριου Ηλία, τον οποίο ο Ιουστινιανός έστειλε εναντίον των, και με την επικουρίαν του Χαγάνου των Χαζάρων, ανατρέπουν τον Ιουστινιανό και αναγορεύουν βασιλέα τον Φιλιππικόν, σφάζουν δε τον Ιουστινιανό και τον υιό αυτού Τιβέριον.

Τοιουτοτρόπως το κράτος απηλλάγη τελευταίον διά παντός του ολεθρίου εκείνου άρχοντος και κατελύθη εν ταυτώ η του Ηρακλείου δυναστεία, εκατόν ακριβώς έτη αφ’ ής ο αρχηγέτης αυτής κατέλαβε τώ 611 την βασιλείαν.

Ο Φιλιππικός ήτο ανήρ λόγιος και περί τους τρόπους επίχαρις. Ίσως όμως δεν ήτο εν ταυτώ πολεμικός και ρέκτης ανήρ. Τη 3η Ιουνίου 713 συνελήφθη υπό του στρατηγού του Οψικίου Γεωργίου του Βούραρου και του στρατηγού της Θράκης Μυάκιου και ετυφλώθη. Την επιούσαν του τολμήματος τελουμένης της πεντηκοστής του έτους 713, ο λαός αθροισθείς εις την μεγάλην της του Θεού σοφίας εκκλησίαν έστεψε βασιλέα αυτόν του Φιλιππικού τον Πρωτοασηκρίτην, δηλαδή τον αρχιγραμματέα της επικρατείας Αρτέμιον, μετονομασθέντα Αναστάσιον Β΄, άνδρα μη στερούμενον συνέσεως και εμπειρίας.

*

Ενώ ο Αναστάσιος εξετέλει αμυντικά έργα δι’ ών έμελλε μετ’ ολίγον να σωθή ή τε Κωνσταντινούπολις και άπας ο χριστιανικός κόσμος, επεχείρησε συγχρόνως να καταστρέψη τάς πολεμίας δυνάμεις των οποίων ηγείτο τώρα ο Σουλεϊμάν , όστις διεδέχθη τον θανόντα καλίφη Ουαλίδ εν αρχή του 715. Όθεν συνελθόντος του στόλου εις Ρόδον, τά τάγματα του Οψικίου δεν ηθέλησαν να αναγνωρίσωσι τον υπό του βασιλέως προχειρισθέντα στρατηγόν, και τον μέν Ιωάννην εφόνευσαν, τον δε Αναστάσιον Β΄ εκήρυξαν έκπτωτον της βασιλείας, αντί δε να επιπλεύσωσιν επί τήν Φοινίκην, απήλθον εξεναντίας επί την πρωτεύουσαν, ανηγόρευσαν δε βασιλέα τον Θεοδόσιο, εισπράκτορα των δημοσίων φόρων.

Αλλ’ ο στρατηγός των ανατολικών Λέων, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση αυτόν, όστις ήτο εντελώς ανάξιος της αρχής.

Ο Λέων Γ΄ κατά τον χειμώνα 716 – 717 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολιν και στέφεται εν τώ μεγάλω ναώ της του Θεού σοφίας βασιλεύς τη 25η Μαρτίου 717. Ο Θεοδόσιος παραιτείται προθύμως και γενόμενος σύν τώ υιώ αυτού κληρικός, διήγαγε το επίλοιπον της ζωής εν ειρήνη εις Έφεσον.

*

Τη 1η Σεπτεμβρίου 717 ο Μωσλεμάς, αδελφός του καλίφη Σουλεϊμάν, διενήργησεν ανεπιτυχώς την δευτέραν πολιορκίαν της Κωνσταντινουπόλεως με δυνάμεις ανταγωνιστικάς αυτάς του Ξέρξου.

Περί τά μέσα του 718 έτους ο Μωσλεμάς μετά δεκάμηνον πολιορκίαν ού μόνον ουδέν είχεν εισέτι κατορθώσει, αλλά και πλείστην όσην υπέστη ζημίαν. Διό εζήτησε και έλαβεν επί τέλους παρά του καλίφου Ομάρ (ανεψιού του θανόντος εν τώ μεταξύ Σουλεϊμάν), την άδειαν του να λύση την πολιορκίαν και να επιστρέψη εις τά ίδια.

Η ανάζευξις εγένετο τη 15η Αυγούστου 718, έν έτος αφ’ ής ήρξατο η πολιορκία. Η πανωλεθρία των Αράβων υπήρξε τώ όντι φοβερά, διότι απώλεσαν καθ’ όλην την επιχείρησιν δισχίλια και πεντακόσια πλοία και 500.000 περίπου ανδρών.

Αύτη δε υπήρξε μία των ευτυχεστάτων στιγμών του μεσαιωνικού ημών βίου. Ουδέποτε ο μωαμεθανισμός εταπεινώθη πλειότερον, ουδέποτε ο σταυρός εθριάμβευσε λαμπρότερον. Τά επινίκια και αι ευφημίαι της Κωνσταντινουπόλεως αντήχησαν καθ’ όλην την Ευρώπην, ήτις τότε τουλάχιστον επίστευεν ότι ώφειλε την σωτηρία αυτής εις τους ατρύτους των χριστιανών της Ανατολής αγώνας.

Ο μεγαλεπήβολος και μεγαλοπράγμων βασιλεύς Λέων, ησφάλισε πανταχόθεν εκ πρώτης αφετηρίας την αρχήν αυτού, και εγένετο αρχηγέτης νέας και ισχυράς δυναστείας. Η μακρά, υπέρ την εικοσιπενταετίαν διαρκέσασα αναρχία κατέπαυσεν. Άπαντες οι οιωνοί εφαίνοντο αίσιοι.

***

Βιβλίον δέκατον τόμος α

Λέων Γ΄

Έναρξη εικονομαχίας

Ο Λέων Γ΄ συνέδεσε το όνομά του με θρησκευτικήν μεταρρύθμισην ήτις οδήγησεν κατά δυστυχίαν εις τον αιώνα της εικονομαχίας, ενώ στόχος της ήτο να καταπολεμηθή η υπερβολική αφοσίωσις εις το θείον, η οποία πλήθαινε τάς μονάς και περιόριζε τους παραγωγούς και τους στρατιώτας.

Μετά πολλούς δισταγμούς, ο Λέων συνεκάλεσεν τώ 726 μίαν των εκτάκτων εκείνων συνεδριάσεων της συγκλήτου, αίτινες εκαλούντο Σιλέντιον. Εις τούτον δε τον ανώτατον σύλλογον καθυπέβαλεν τύπον ή βασιλικόν διάταγμα δι’ ού απεδοκιμάζετο εν γένει η των εικόνων προσκύνησις, ως τις ψευδολατρεία. Το διάταγμα εγένετο δεκτόν. Ο Λέων όμως ίνα μη προσβάλη αποτόμως τάς έξεις των πολλών, απεφήνατο συγχρόνως ότι δεν εννοεί να αφαιρεθώσι καθ’ ολοκληρίαν εκ μέσου τά αντικείμενα εκείνα της ευλαβείας αυτών, αλλά μόνον να τεθώσιν υψηλότερα, ίνα μη δι’ ασπασμών και ψηλαφήσεων βεβηλώνται μέν αι εικόνες, προσβάλλεται δε το θείον.

Εντεύθεν εν τώ ανατολικώ κράτει τά πνεύματα δεν εταράχθησαν πολύ κατ’ αρχάς. Αλλ’ ο αρχιερεύς της Ρώμης Γρηγόριος Β΄ υπεκίνησεν εν Ιταλία στασιαστικάς πράξεις. Ο βασιλεύς ηναγκάσθη να διατάξη τον εν Ιταλία στρατόν αυτού, να σωφρονήση τον τε πάπαν και τους Ρωμαίους. Ούτοι όμως εζήτησαν την συνδρομήν των Λομβαρδών, και νικήσαντες τά βασιλικά στρατεύματα, κατέλυσαν εν τη μέση Ιταλία όλας τάς βασιλικάς αρχάς,

Ουδέ περιωρίσθη εις ταύτην την στάσιν ο Γρηγόριος Β΄ αλλά και εν τη κυρίως Ελλάδι υπεκίνησε τώ 727 μεγάλην κατά του Λέοντος επανάστασιν. Αλλ’ ο Λέων δεν επτοήθη υπό των ποικίλων τούτων δυσχερειών. Εξώρμησεν μετά του στόλου αυτού κατά των εκ του Αιγαίου πελάγους επελθόντων στασιαστών και κατετρόπωσεν αυτούς διά του ελληνικού πυρός.

Αυτός ο αρχιερεύς της Ρώμης βλέπων ότι οι σύμμαχοί του Λομβαρδοί εκυρίευσαν την περί Αγκώνα Πεντάπολιν και την Ράυενναν, και πεισθείς ότι διατρέχει πολύ πλειότερον κίνδυνον από των γειτόνων εκείνων βαρβάρων, ή από του πόρρω εδρεύοντος βασιλέως, ήρχισε πάλι να προσεγκίζει προς τον Λέοντα, και συνέδραμεν αυτόν να ανακτήση μέν την Ράυενναν, να καταβάλη δε στασιαστήν τινα, όστις εσφετερίσθη εν Τυρρηνία το βασιλικόν αξίωμα.

Εν τώ μεταξύ ο Λέων, δι’ αγνώστους λόγους, διέταξεν την εντελή αφαίρεσιν των εικόνων. Ο ανώτερος κλήρος ουδόλως αντέστη εις το νέον περί εικόνων βασιλικόν διάταγμα. Μόνος ο πατριάρχης Γερμανός απεποιήθη να υπογράψη και να κοινοποιήση αυτό, ηναγκάσθη δε εν συνεχεία και απετάξατο την αρχιερωσύνην ενώπιον του βασιλέως, και επιδούς το ωμοφόριον απεχώρησεν εις την πατρικήν οικίαν, μεθ’ ό προεχειρίσθη πατριάρχης ο σύγκελλος Αναστάσιος.

Ταύτα πάντα δεν ενέκρινε όμως ο Γρηγόριος, όστις συγκαλέσας σύνοδον κατεδίκασε τον βασιλέα ως αιρετικόν, όπερ έπραξεν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο δε Λέων διέταξεν έκτοτε την κατάσχεσιν των εν τη κάτω Ιταλία και εν Σικελία κτημάτων της ρωμαϊκής εκκλησίας, τά οποία βραδύτερον παντελώς εδήμευσεν.

Πολύ δεινότερος του Γρηγορίου αντίπαλος επέτειλεν εξ ανατολών κατά του Λέοντος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, του οποίου η αντιπολίτευσις συνετέλεσεν είπερ τι και άλλο εις την οριστικήν επί τέλους αποτυχίαν της μεταρρυθμίσεως.

*

Μέχρι των χρόνων τούτων η Κρήτη, η κυρίως Ελλάς, η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Ήπειρος και πάσα η λεγομένη σήμερον Αλβανία υπήγοντο εκκλησιαστικώς εις τον πάπαν. Ήδη δε ο Λέων απέσπασεν απάσας τάς χώρας ταύτας από αυτόν και καθυπέβαλεν αυτάς εις την εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ουδέ εις τούτο ηρκέσθη, αλλά καθυπήγαγεν εις την αυτήν δικαιοδοσίαν προς τούτοις όλας τάς επισκοπάς της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Και αι μέν τελευταίαι αύται δεν διετέλεσαν υποτεταγμέναι εις τον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ειμή επί τρείς εκατονταετηρίδας, εφ’ όσον δηλαδή διήρκεσεν η επί της κάτω Ιταλίας και Σικελίας κυριαρχία των ημετέρων βασιλέων. Αι δε εντεύθεν του Αδρίου χώραι ουδέποτε έκτοτε εχωρίσθησαν από της ανατολικής εκκλησίας.

*

Ο Λέων κατετρόπωσε τους μωαμεθανούς τώ 740 ολοσχερώς, έχων εις τούτο συναρωγόν και τον υιόν Κωνσταντίνον, όστις πρό καιρού αναγορευθείς συνάρχων του πατρός, ήρχισεν έκτοτε να δίδη δείγματα εξαιρέτου στρατιωτικής αξίας.

Κατά τον Μάιον του 740 ο Λέων μετά του υιού Κωνσταντίνου επελθόντες κατά του εν Ακροϊνώ της Φρυγίας στρατού, συγκειμένου εκ 30.000 ανδρών, κατετρόπωσαν αυτόν εν μάχη μεγάλη, εξ ής μόλις 6.800 άνδρες διεσώθησαν παρά τώ στρατώ του Σουλεϊμάν (υιού του καλίφου Ισάμ) όστις βλέπων ότι είναι αδύνατον να ανθέξη μετά των 60.000 ανδρών του, έσπευσε να υποχωρήση εν τάχει εις Περσίαν.

Περί τά μέσα του έτους 741 απεβίωσεν ο Λέων εξ ύδρωπος, ή κατ’ άλλους εκ δυσεντερίας, βασιλεύσας έτη 25 περίπου. Παρέδωκεν τον θρόνον εις τον υιόν αυτού, Κωνσταντίνον, και οι μέν Άραβες ήσαν τεταπεινωμένοι, ο δε στρατός άριστα ωργανωμένος και πειθαρχών, το ταμείον πλήρες, η δημοσία ειρήνη ασφαλής. Και πλήν τούτων διά νόμων θρησκευτικών, αστικών, γεωργικών, οικονομικών, κατετέθησαν τά σπέρματα αναμορφώσεως, ήτις αν ήτο δυνατόν να συνοδευθή υπό αποχρώσης εκπαιδεύσεως του λαού, ήθελεν αναδείξει τον ελληνισμόν πρωταγωνιστούντα αύθις εν τώ κόσμω κοινωνικώς, διανοητικώς και πολιτικώς.

*

Κωνσταντίνος Ε΄

Ο υιός και διάδοχος του Λέοντος, Κωνσταντίνος Ε΄, ού μόνον έμεινε πιστός εις τάς αρχάς του πατρός αυτού, αλλά ως προς το εκκλησιαστικόν ζήτημα ανεδείχθη πολύ τολμηρότερος. Τούτου ένεκα προεκάλεσε καθ’ εαυτού ύβρεις και συκοφαντίας των αντιπάλων χρονογράφων πολύ δεινοτέρας, των όσων κατά του Λέοντος επενοήθησαν. Ήρχισαν δε λοιδορούντες αυτόν εξ αυτής της στιγμής καθ’ ήν εδέχθη το άγιον βάπτισμα.Διότι ερρέθη ότι ενώ εβαπτίζετο, εμόλυνεν την αγίαν κολυμβληθραν διά της κόπρου αυτού, εκ τούτου δε επωνομάσθη Κοπρώνυμος και παρέμεινεν εν τη ιστορία το ελεινόν τούτο επώνυμον προσηρτημένον αδιασπάστως εις ένα των μεγαλοφυεστέρων βασιλέων του μέσου αιώνος.

*

Τώ 742 εστασίασεν κατά του Κωνσταντίνου Ε΄ ο Αρμένιος στρατηγός Αρτάβασδος, όστις είχε νυμφευθεί την αδελφήν του Κωνσταντίνου, κατώρθωσε μάλιστα να γίνη κύριος της Κωνσταντινουπόλεως διά προδοσίας, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Κωνσταντίνου. Ο τελευταίος κατέστειλε την στάσιν και την 2αν Νοεμβρίου του 743 και ανακατέλαβε την πόλιν δι’ εφόδου. Ο Αρτάβασδος κατώρθωσε να διαφύγη επί πλοιαρίου εις Νίκαιαν, και εκείθεν εις το φρούριον Πούζαντιν. Ο Κωνσταντίνος όμως πέμψας αυτόθι μοίραν του στρατού συνέλαβε τον φυγάδα και τον μετέφερεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εθανατώθη ομού μετά των συνεργατών του.

*

Και ενώ ο Κωνσταντίνος κατήγαγε περιφανείς νίκες κατά των Αράβων, μέγας λοιμός ενέσκηψε εις την χώρα και απεδεκάτιζε τους κατοίκους. Την λειψανδρίαν δε ανεπλήρωνε ο βασιλεύς διά της μετοικεσίας πολλών κατοίκων των ευρωπαϊκών και των ασιανών χωρών.

Μεταξύ αυτών ήσαν οι παυλιανίται, οι οποίοι μετώκησαν εις Θράκην μεταξύ του 746 και 752 έτους. Η αίρεσις αυτών ανεφάνη κατά πρώτον περί Σαμόσατα της Συρίας, αφ’ ής διεδόθη έπειτα εις τά ανατολικώτερα της Μ. Ασίας, και ιδίως εις την Αρμενίαν και εις τον Πόντον. Και επίστευον μέν οι οπαδοί αυτής, και ήλπιζον εις τον ουράνιον πατέρα του Χριστού, της ανθρωπίνης ψυχής, και του αοράτου κόσμου, αλλά ως προς τον ορατόν , τον υλικόν κόσμον ωμολόγουν τάς δύο περσικάς αρχάς, του πονηρού Θεού και του αγαθού, του Αριμάν δηλαδή και του Ωρομάσδου.

*

Τώ 753 συνεκάλεσε ο Κωνσταντίνος οικουμενικήν σύνοδον , ήτις όμως δεν ήρχισε τάς συνεδριάσεις της ειμή κατά τάς αρχάς του 754. Συνήλθε δε εν τώ ανακτόρω της Ιερείας, το οποίον έκειτο επί της Ασιανής του Βοσπόρου παραλίας, και η πρώτη αυτής συνεδρίασις εγένετο τη 10η Φεβρουαρίου.

Η σύνοδος ού μόνον αποβλήτους ανεκήρυξεν εκ της των χριστιανών εκκλησίας τάς εικόνας, αλλά και αυτήν την κατασκευήν, και αυτήν την οπουδήποτε ανάρτησιν και προσκύνησιν, και αυτήν την απόκρυψιν πάσης τοιαύτης εικόνος επί διαφόροις ποιναίς απηγόρευσεν. Η σύνοδος αυτή όμως ουδέ ανεγνωρίσθη ποτέ υπό της ορθοδόξου εκκλησίας, αλλ’ απεναντίας πανηγυρικώς κατεδικάσθη υπό της εν Νικαία μετά 33 έτη συγκροτηθείσης 7ης οικουμενικής συνόδου.

Η εκτέλεσις των ψηφισμάτων της εν Ιερεία συνόδου ήτο δύσκολος, διότι αν ο ανώτερος του ανατολικού κράτους κλήρος, και αι νώτεραι κοινωνικαί ενταύθα τάξεις ησπάζοντο την καινοτομίαν, ο όχλος, όλαι αι γυναίκες, όλοι οι μοναχοί και οι τέσσερες ύπατοι αρχιερείς, ο Ρώμης, ο Αλεξανδρείας, ο Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων ενέμενον ανενδότως εις την πατροπαράδοτον προσκύνησιν των εικόνων.

Ίνα ματαιώση τάς αντενεργείας κυρίως του πάπα, ο Κωνσταντίνος, αναλογιζόμενος ότι η κυριωτάτη αυτού δύναμις εξεπήγαζεν εκ της προστασίας του βασιλέως των Φράγκων Πιπίνου, έπεμψε τώ 757 πρεσβείαν προς αυτόν επ’ ελπίδι του να προσοικειωθεί αυτόν. Η πρεσβεία εκόμισεν ως δώρον το τότε πρώτον εις τους Φράγκους γνωστόν γενόμενον όργανον, ήτοι το μουσικόν εκείνο όργανον το οποίον μέχρι της σήμερον οι δυτικοί μεταχειρίζονται εις τάς εκκλησίας αυτών. Εντεύθεν, ει και μετέπειτα επανελήφθησαν αι αμοιβαίαι πρεσβείαι, εις ουδέν όμως απέληξαν πρακτικόν αποτέλεσμα.

*

Τη 30η Ιουνίου 763, ο ηγεμών των Βουλγάρων Τελέτσης, λαβών ισχυράς επικουρίας εκ των παρακειμένων σλαυικών εθνών, επήλθε κατά του βασιλικού στρατού, σταθμεύοντος περί Αγχίαλον. Και εκεί συνεκροτήθη την ημέραν εκείνην μάχη πεισματώδης, καθ’ ήν οι Βούλγαροι ολοσχερώς κατετροπώθησαν.

*

Ήτο πρόδηλος ότι η αντίστασις κατά της μεταρρυθμίσεως εξεπήγαζε κυρίως εκ των μοναχών. Όθεν ο βασιλεύς ενόμισεν απαραίτητο να περιορίση το αναρίθμητον πλήθος αυτών. Κατέλυσε λοιπόν τότε εν Βυζαντίω την λεγομένην των Δαλμάτων μονήν και την του Στουδίου, και τά Καλλιστράτου, και τά Μαξιμίνου και άλλα τινα ανδρών και γυναικών μοναστήρια, τά οποία είχον καταντήσει καταγώγια πολιτικών σκευωριών επικινδύνων εις την ησυχίαν και την ασφάλειαν του κράτους.

*

Τη 17η Δεκεμβρίου του 769 εστέφθη βασίλισσα άμα και σύζυγος του πρό καιρού συμβασιλεύοντος μετά του πατρός και επιδόξου διαδόχου του κράτους Λέοντος, όστις διέτρεχεν τότε τό εικοστόν της ηλικίας του έτος, η Ειρήνη η Αθηναία. Αργότερον εγνώσθη ότι η Ειρήνη είχε αδελφό ή γαμβρό επ’ αδελφή τον πατρίκιο Κωνσταντίνο τον Σεραντάπηχον. Το επώνυμον τούτο είναι έν εκ των νέων οικογενειακών επωνύμων, τά οποία ήρχισαν να αναφέρωνται από της εβδόμης και μάλιστα από της ογδόης εκατονταετηρίδος και χαρακτηρίζουσιν ιδιαζόντως τους χρόνους τούτους της διαπλάσεως του μεσαιωνικού ελληνισμού. Πρότερον δε αναφέρονται ειμή σπανίως επώνυμα στρατηγών και υπουργών, συνήθως δε ονόματα και ταύτα το πλείστον αρχαία ελληνικά ή ρωμαϊκά.

Τότε δε προκύπτουσιν εις μέσον επώνυμα, και ταύτα σχηματιζόμενα ουχί εξ αρχαίων ελληνικών ή λατινικών ονομάτων, αλλά κατά τον νεώτερον τρόπον εκ λέξεων της τότε ομιλουμένης γλώσσης, άρα εκπηγάζοντα προδήλως από των σπλάχνων κοινωνίας λαβούσης νέαν τινα υπόστασιν και μόρφωσιν. Ποδοπάγουρος, Λαχανοδράκων, Μελισσηνός, Λαρδατύρης, Σεραντάπηχος κλπ.

*

Τά νομίσματα της εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίας παρέμειναν εντελώς λατινικά μέχρις Ηρακλείου, επί του οποίου απαντώνται χαλκά νομίσματα φέροντα την ελληνικήν επιγραφήν «εν τούτω νίκα». Αλλά πρώτον ο Κωνσταντίνος Ε΄, ο του Λέοντος υιός έκοψε χρυσά άμα και χαλκά νομίσματα επί των οποίων τά ονόματα των βασιλέων φαίνονται ελληνιστί άμα και λατινιστί εγγεγραμμένα, ωσαύτως δε και ο ελληνικός τίτλος «Δεσπότης» παρά τον λατινικόν “Dominus”. Το δε μικτόν τούτο σύστημα χρήσεως ελληνικών και λατινικών λέξεων εξηκολούθησε μέχρι της ενδεκάτης εκατονταετηρίδος, ότε εντελώς παύουσιν επί των νομισμάτων αι λατινικαί επιγραφαί.

*

Λέων Δ΄

Ο Κωνσταντίνος Ε΄ κατήγαγε πολλάς νίκας κατά των Βουλγάρων, του αγρίου και απίστου εκείνου έθνους , το οποίο ουδέποτε ετήρει συνθήκας και όρκους. Στρατεύσας δε κατά των Βουλγάρων εν μηνί Αυγούστω του 775, έπαθε καθ’ οδόν άνθρακα εις το σκέλος και ηναγκάσθη να επιστρέψη εις Αδριανούπολιν, εκείθεν δε εις Σηλυβρίαν, όπου επεβιβάσθη εις χελάνδιον ίνα μετακομισθή εις Κωνσταντινούπολιν, αλλ’ απέθανε τη 16η Σεπτεμβρίου πρίν φθάση εις τά ίδια.

Ο ομώνυμος του πάπου του Λέων Δ΄, όστις διεδέξατο την αρχήν τώ 775, ήτο χρηστός μέν ανήρ, χαρακτήρ δε ασθενής. Πάντως διεξήγαγε διά του στρατηγού του Λαχανοδράκοντος νικηφόρους τινάς αγώνας κατά των Αράβων. Ήγετο όμως και εφέρετο υπό της γυναικός του Ειρήνης, η οποία ήτο γνωστόν ότι επροστάτευε τους αντιμεταρρυθμιστάς. Πολυειδώς δε ούτοι ενισχυθέντες επέβαλον ήδη χείρα και εις τον πατριαρχικόν θρόνον.

Όταν αίφνης ο Λέων Δ΄ μανθάνει ότι αυτή η σύζυγός του είχε και προσεκύνει εικόνας, παραβάσα τους όρκους, ούς είχε ομόσει επί των φρικτών και αχράντων μυστηρίων εις τον πατέρα αυτού Κωνσταντίνον, έπαυσεν πάσαν προς αυτήν σχέσιν και ήθελεν ίσως αφαιρέσει από αυτής την επιτροπίαν του νεαρού υιού των Κωνσταντίνου, εάν δεν απέθνησκεν εν αρχή του Σεπτεμβρίου μηνός του 780 ίσως και φαρμακευθείς υπό της Ειρήνης.

*

Κωνσταντίνος ΣΤ΄ - Ειρήνη η Αθηναία

Η αρχή περιήλθε τότε εις τον δεκαετή Κωνσταντίνο ΣΤ΄ επιτροπευόμενον υπό της μητρός αυτού Ειρήνης, ήτις έφερε το κράτος εις ταπείνωσιν και παραλυσίαν λόγω της αφροσύνης και της κακοβουλίας της.

Εν έτει 781 έπεμψε πρεσβείαν προς τον Κάρολον, όστις διεδέχθη τον Πιπίνον εις την βασιλείαν των Φράγκων, ίνα ζητήση ως σύζυγον του υιού αυτής Κωνσταντίνου ΣΤ΄ την πρεσβυτέραν του Καρόλου θυγατέρα Ροτρούδην, ήν οι Βυζαντινοί μεθερμηνεύοντες το όνομα, αποκαλούσιν Ερυθρώ. Ο Κάρολος απεδέχθη εννοείται την πρότασιν, και επειδή ο μέν Κωνσταντίνος ήτο ενδεκαέτης, η δε Ερυθρώ οκταέτις, η κόρη έμεινε παρά τώ πατρί, και παρέμεινε παρ’ αυτή σοφός τις Έλλην ονόματι Ελισσαίος, ίνα μέχρις ού τελεσθή ο γάμος, διδάξη αυτήν την τε ελληνικήν γλώσσαν και φιλολογίαν, και τά ήθη της ημετέρας βασιλείας.

Η Ειρήνη, χάριν των εικόνων, εγκατέλιπεν εις την διάκρισιν του πάπα και των Φράγκων την Ιταλίαν, ηνάγκασε τους ηγεμόνας του στρατού να αυτομολήσωσι προς τους πολεμίους και υπέγραψε επονειδίστους προς τους μωαμεθανούς συνθήκας.

Τη 24η Σεπτεμβρίου του 787 η Ειρήνη συνεκάλεσε εν Νικαία την Ζ΄ οικουμενική σύνοδο εις ήν απηγορεύθη κατ’ αρχάς να παρευρεθώσιν οι αρχιερείς, όσοι δεν εδήλωσαν εγκαίρως το υπέρ των εικόνων φρόνημα αυτών. Η τελευταία συνεδρίασις της συνόδου εγένετο εν Κωνσταντινουπόλει, διότι η Ειρήνη ηθέλησε να περιποιήση όσον ενδέχεται πλειοτέραν λαμπρότητα και επισημότητα εις τάς πράξεις της συνόδου ταύτης. Η σύνοδος διέστειλεν επιμελώς την τιμητικήν προσκύνησιν από την λατρείαν των εικόνων και απεφάσισε την αναστήλωσιν αυτών.

*

Κάρολος ο Μέγας - παπισμός

Τώ 768 η αρχή των Φράγκων περιήλθεν εις τον Κάρολον τον μέγαν, όστις δι’ αγώνων ατρύτων εγένετο κύριος προσέτι των πλείστων γερμανικών χωρών και της άνω Ιταλίας. Η αρχή αυτή του Καρόλου εκυρώθη επιτηδείως και κατέστη ιερά και διαρκής υπό του πάπα Λέοντος, όστις τη 25η Δεκεμβρίου 800 περιέβαλεν αυτόν εν τη μεγάλη της Ρώμης εκκλησία διά των παρασήμων της αυτοκρατορικής αξίας.

Ο παπισμός ο δημιουργήσας την αυτοκρατορίαν ταύτην, εις ανταλλαγήν της προστασίας και της δυνάμεως ήν έλαβε διά του Πιπίνου και του Καρόλου, προσέλαβεν παρ’ εκτός της θρησκευτικής και αυτήν την πολιτικήν της Ευρώπης κυριαρχίαν, άγων και φέρων κατά το δοκούν τά κράτη αυτής και τά έθνη. Εντεύθεν δε ού μόνον εκτήσατο αυτοτελή και όλως ανεξάρτητον της εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίας και εκκλησίας ύπαρξιν, ού μόνον κατέπαυσεν πάσαν αυτών ενέργειαν επί του δυτικού χριστιανισμού, αλλά και επιθετικός απέβη προς την Ανατολήν, και επί τέλους εξεγείρας όλα τά έθνη της Ευρώπης επί των λεγομένων σταυροφοριών, επέτυχεν επί τινα χρόνον την εκπλήρωσιν του διαρκούς αυτού βουλεύματος διά της καθ’ υποτάξεως των ανατολικών λαών εις την εκκλησίαν της Ρώμης.

*

Ο Κάρολος ο μέγας, άμα στεφθείς εν Ρώμη τώ 800, απεφάσισεν, αντί να εξακολουθήση τάς κατά του ανατολικού κράτους εχθροπραξίας, να συζευχθή μάλλον μετά της Ειρήνης, ίνα ενώση τά εώα και τά εσπέρια. Η βασίλισσα ήτο πρόθυμος να αποδεχθή την πρότασιν, αλλά τούτο εις ουδένα των εν Κωνσταντινουπόλει μεγιστάνων συνέφερεν. Όθεν ο μέν Αέτιος, ευνούχος, κύριος όμως της πραγματικής αρχής, εζήτησε να βιάση αυτήν να συζευχθή μετά του αδελφού αυτού Λέοντος, οι δε περί τον γενικό λογοθέτη Νικηφόρο προλαβόντες τον ευνούχον, διέπραξαν το τόλμημα αυτών την 31ην Οκτωβρίου 802, περιορίσαντες μέν την βασίλισσαν, αναγορεύσαντες δε βασιλέα τον Νικηφόρον, όστις εν συνεχεία εστέφθη υπό του πατριάρχου Ταρασίου.

Ο νέος βασιλεύς εξώρισεν την Ειρήνην εις Πρίγκηπον και μετ’ ολίγας ημέρας εις Λέσβον, όπου απέθανε τη 9η Αυγούστου 803.

*

Κρίσεις περί μεταρρυθμίσεως και πολιτικής της Ειρήνης

Η ανόρθωσις των εικόνων, όπως εγένετο υπό της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου, ουδόλως προσέβαλε τάς ουσιώδεις αρχάς της μεταρρυθμίσεως. Αλλ’ ο Λέων Γ΄ και ο Κωνσταντίνος Ε΄, παρεκτός της των εικόνων καταργήσεως, επεχείρησαν και άλλας πολλάς καινοτομίας επιτηδείας να τονώσωσι τάς δυνάμεις του έθνους, και να ανορθώσωσιν αυτό από της ποικίλης εκλύσεως εις ήν είχε περιπέσει.

Επεχείρησαν την ελάττωσιν των μοναστηρίων, την εκ μέσου αφαίρεσιν πολλών περί τά εξωτερικά της πίστεως σύμβολα καταχρήσεων, την απαλλαγήν της δημοσίας εκπαιδεύσεως από των χειρών του κλήρου, την κατάλυσιν της δουλοπαροικίας, την επί τό ευαγγελικώτερον ρύθμισιν της οικογενείας, την καθιέρωσιν της ανεξιθρησκείας, την από των πραγμάτων απομάκρυνσιν των ευνούχων, την από της ξενικής του πάπα δικαιοδοσίας αφαίρεσιν πολλών ελληνικών χωρών, την αναδιοργάνωσιν του στρατού και την εισαγωγήν αρχών υγιεστέρων εις την έγγειον φορολογίαν.

Αν η Ειρήνη ηρκείτο εις το να ανορθώση τάς εικόνας κατά το πνεύμα και το γράμμα της Ζ οικουμενικής συνόδου, όχι μόνον δεν ήθελεν ελαττώσει τά πλεονεκτήματα των άλλων εκείνων καινοτομιών, αλλ’ απεναντίας ήθελεν ίσως ασφαλίσει τους καρπούς αυτών, κατευνάζουσα τόν υπό της καθαιρέσεως των εικόνων παραχθέντα μέγαν σάλον. Δυστυχώς δεν περιωρίσθη εις μόνον το των εικόνων ζήτημα, αλλά παρέλυσε τον στρατόν, εθυσίασε τά σπουδαιότερα εξωτερικά του κράτους συμφέροντα, κατήργησε παραλόγως πολλούς απαραιτήτους φόρους, επολλαπλασίασε τά μοναστήρια, κατέστησε την κυβέρνησιν υποχείριον των μοναχών, και παρέδωκεν τά πράγματα εις χείρας ανδρών ανικάνων, και πρό πάντων εις πολλούς ευνούχους, των οποίων αι καταχρήσεις και αι ραδιουργίαι ούκ ολίγον συνετέλεσαν εις την πτώσιν αυτής, καθ’ ά ορθώς παρατηρούσιν όλοι οι χρονογράφοι, ιδίως δε ο Κεδρηνός, όστις εν τη αγανακτήσει αυτού κατά των ολετήρων εκείνων της πολιτείας επιφέρει τους αξιομνημονεύτους τούτους λόγους: «ούτω αι των κακίστων ευνούχων βουλαί τους οικείους δεσπότας και ευεργέτας διαλυμαίνονται, ώστε Χρυσαόριον τον πάλαι θαυμασιώτατον ειπείν προς τινα των μεγάλων, ότι, ει μέν έχεις ευνούχον φόνευσον, ει δ’ ούκ έχεις αγόρασον και φόνευσον».

Η Μ. Ασία περιήλθεν εις την διάκρισιν των Αράβων, η Θράκη εις την διάκρισιν των Βουλγάρων, εν τη Δύσει ιδρύθη νέα ισχυρά αυτοκρατορία, ο πάπας εκυριάρχησεν της μέσης Ιταλίας, το δημόσιον ταμείον ήτο κενόν, και το κράτος περιέστη εις ατονίαν και εξευτελισμόν.

Η Ειρήνη κατέστησεν αλληλοδιαδόχως εκποδών άπαντας τους οικείους, μη ενδοιάσασα να επιβάλη χείρα και εις ό,τι ιερώτατον και αγαπητότατον έχει μήτηρ εν τώ κόσμω τούτω. Ετύφλωσεν και εφόνευσεν τον ίδιον αυτής υιόν, τον Κωνσταντίνον ΣΤ΄.

***

Βιβλίον δέκατον τόμος β

Νικηφόρος – Σταυράκιος – Μιχαήλ Κουροπαλάτης

Το έργον του Νικηφόρου υπήρξε δυσχερές, διότι προέκειτο να προσβάλη ποικίλα συμφέροντα όλων σχεδόν των τάξεων του έθνους, αλλ’ ουδέν ήττον επεδόθη εις το έργον τούτο μετά καρτερίας και συνέσεως, ήτις υπό ολίγων άχρι τούδε ιστορικών εξετιμήθη.

Περί το 807 έτος οι εν θέματι της Πελοποννήσου Σλαύοι, αποφασίσαντες να αποστατήσωσι, πρώτον μέν επεχείρησαν την εκπόρθησιν και την διαρπαγήν των οικιών των γειτόνων αυτών Γραικών. Έπειτα δε ορμήσαντες κατά των οικητόρων της πόλεως Πατρών κατέστρεψαν τά πρό του τείχους πεδία, και αυτήν ταύτην την πόλιν επολιόρκησαν, ού μόνον από ξηράς, αλλά και από θαλάσσης, διότι είχον επικούρους και μωαμεθανούς εκ τε της Αφρικής και εκ της Συρίας επελθόντας. Η πόλις εσώθη με ηρωϊκή έξοδο των κατοίκων, οι οποίοι άπαντες εξήλθον ακατάσχετοι κατά των Σλαύων, έτρεψαν αυτούς κατά κράτος και διεσκόρπισαν και απήλασαν μακράν της πόλεως. Η σωτηρία της πόλεως απεδόθη εις τον προστάτην αυτής απόστολον Ανδρέαν.

Τη 25η Ιουλίου του 811 ο Νικηφόρος έπεσε μαχόμενος κατά των Βουλγάρων. Ο ηγεμών των Βουλγάρων Κρούμμος εκκόψας την κεφαλήν αυτού εκρέμασεν επί ξύλου ικανάς ημέρας, επιδεικνύων το τρόπαιον εις τε τους υπηκόους και τους συμμάχους και τους αιχμαλώτους, μετά δε ταύτα λαβών αυτήν εγύμνωσε το οστούν, ενέδυσε αργυρίω και έπινεν αγερώχως εν τώ ποτηρίω εκείνω, συνεστιάζων τους περί αυτόν άρχοντας Βουλγάρους τε και Σλαύους.

Περί την εσωτερικήν διοίκησιν σεβασθείς τά καθιερωθέντα υπό της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου ο Νικηφόρος, και αφ’ ετέρου κυβερνήσας κατά το πνεύμα των υγιεστέρων της μεταρρυθμίσεως αρχών, υπήρξε μετά τον ιδρυτήν αυτής Λέοντα Γ΄ ο συνετώτερος και ίσως ο πρακτικώτερος των βασιλέων όσοι επεδίωξαν την ηθικήν και την υλικήν του κράτους αναβίωσιν.

Εις τον θρόνον ανήλθεν ο υιός αυτού Σταυράκιος όστις όμως τραυματισθείς καιρίως εις την ιδίαν μάχην εις ήν έπεσεν ο πατήρ αυτού, ήθελε μέν να διαβιβάση την βασιλείαν εις την σύζυγον αυτού Θεοφανώ, Αθηναίαν και αυτήν, τελικώς όμως η βασιλεία διεβιβάσθη την 2αν Οκτωβρίου 811 εις τον επ’ αδελφή γαμβρώ αυτού Μιχαήλ Κουροπαλάτην.

Ο Σταυράκιος μετά δίμηνον περίπου βασιλείαν έλαβε το μοναχικόν σχήμα και απήλθε εις μονήν τινά εν ή απεβίωσε μετ’ ολίγον τη 12η Ιανουαρίου του 812. Εμόνασε δε τότε και η χήρα αυτού Θεοφανώ.

Ο Μιχαήλ Α΄ απεδείχθη ανίκανος αυτοκράτωρ ηττηθείς επανειλημμένως υπό των Βουλγάρων του Κρούμμου, μολονότι πάντα είχε την στρατιωτικήν υπεροχήν, χάρις εις τους στρατηγούς του Απλάκην και Λέοντα Βάρδα. Τελικώς ο λίαν δυσαρεστημένος στρατός ανεκήρυξε αυτοκράτορα τον Λέοντα Βάρδα, όστις ηναγκάσθη τελικώς να αποδεχθή την βασιλείαν υποκύπτοντας εις τάς πιέσεις κυρίως του Μιχαήλ Τραυλού, ο οποίος μάλιστα ηπείλησε ότι θα φονεύση τον Λέοντα, εάν αυτός ηρνείτο.

*

Λέων Ε΄ ο Αρμένιος

Τη 11η Ιουλίου του 813 ο βασιλεύς Λέων Ε΄, ο Αρμένιος, εστέφθη αυτοκράτωρ υπό του πατριάρχου Νικηφόρου εν τώ άμβωνι της μεγάλης εκκλησίας και αμέσως εφάνη ότι χείρ στιβαρά και γενναία ανέλαβε την των πραγμάτων διεξαγωγήν. Ο δε Μιχαήλ Κουροπαλάτης και η οικογένειά του λαβόντες το μοναχικόν σχήμα ουδέν άλλο έπαθον.

Την 13ην Απριλίου του 814 ο Λέων επιπίπτει και επάγεται εις τους Βουλγάρους αληθή πανωλεθρίαν. Μάχη σχεδόν δεν εγένετο αλλά σφαγή αδιάκοπος. Ο ίδιος ο Κρούμμος ετελεύτησεν μετ’ ού πολύ είτε εκ πληγής ήν έλαβε, είτε εξ αποπληξίας είτε υπό των υπηκόων αυτού απαγχονισθείς. Η καταστροφή υπήρξε τοσαύτη ώστε επί 75 ενιαυτούς οι Βούλγαροι πλήν μιάς περιπτώσεως μικράς εχθροπραξίας το 852, δεν ετόλμησαν πλέον να άρωσιν όπλα κατά του βασιλέως των χριστιανών.

Ο Λέων Ε΄ εφημίζετο ως χρημάτων κρείσων, και ως διαχειριστής φειδωλός του δημοσίου πλούτου, διόπερ ηδυνήθη να ενεγείρη εκ βάθρων όλας τάς πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, όσαι κατεστράφησαν εκ των προηγουμένων βουλγαρικών επιδρομών, να περιποιήση νέαν ζωήν εις την γεωργίαν, την βιομηχανίαν, και την εμπορίαν, και ν’ αυξήση ούτω τους πόρους της πολιτείας.

*

Η αλλοίωσις του ονόματος Ιωάννης εις Γιάννην, προήλθε πιθανώς από την αλλοίωσιν του ονόματος του συνεργάτου του Λέοντος Ε΄, Ιωάννου Γραμματικού εις Ιάννη και μετά ταύτα εις Ιαννή υπό των εχθρών αυτού, αινιττόμενοι πιθανώς τον Ιαννήν, περί ού ο απόστολος Παύλος εν τη β΄ προς Τιμόθεον επιστολή λέγει , ότι αντέστη τώ Μωϋσή και τη αληθεία, ήτο άνθρωπος κατεφθαρμένος τον νούν και αδόκιμος περί την πίστην.

*

Την ειρήνη, την οποίαν επέτυχεν με τους πολεμίους Βουλγάρους και Άραβας ο Λέων Ε΄ διετάραττε η αναζωπύρωσις της διαμάχης μεταξύ των εικονολατρών με ηγέτη τον μοναχό Θεόδωρο Στουδίτη και των οπαδών της μεταρρυθμίσεως.

Επί των ημερών του Λέοντος ήρχισε νέος κύκλος ταραχών περί του προβλήματος των εικόνων, παρά τάς προσπαθείας τόσο του Λέοντος όσο και του πατριάρχου Νικηφόρου, όστις ηναγκάσθη να παραιτηθή και την θέσι του έλαβε ο Θεόδοτος. Οι πιέσεις όμως των μοναχών υπέρ των εικόνων ήσαν συνεχείς, όπως και οι πιέσεις του στρατού υπέρ της μεταρρυθμίσεως, καί ο Λέων ευρίσκετο εις το μέσον αυτών. Ηναγκάσθη δε τελικώς να εξορίση τον επικίνδυνον πλέον φανατικό εικονολάτρη Θεόδωρο Στουδίτη, όστις όμως και εκ της εξορίας δι επιστολών εζήτει την παρέμβασιν του πάπα και των άλλων αρχιεπισκόπων.

Αλλ’ ενώ ο Λέων ηυδοκίμει περί πάντα αυτού τά επιχειρήματα, επέπρωτο να καταλύση το ζήν πρωΐμως, θύμα γενόμενος ανδρός όστις είχε συντελέσει εις την ανάρρησιν αυτού. Ο Λέων είχε τιμήσει και περιποιηθή πολυειδώς τον στρατηγόν Μιχαήλ τον εξ Αμορίου. Αλλά ο στρατηγός ούτος συνέλαβε την ιδέαν να υποσκελίση τον φίλον εκείνον και ευεργέτην. Επειδή δε καίτοι είχε το φυσικόν ελάττωμα της γλώσσης, εξ ού επωνομάσθη Τραυλός, ήτο φλύαρος και υβριστής, εξετραχηλίσθη εις δεινάς κατά του βασιλέως κατηγορίας, μη φειδόμενος ουδέ της τιμής της βασιλίσσης Θεοδοσίας. Ο βασιλεύς πιστοποιήσας γεγονότα τινά εξ ών προδήλως συνήγετο η ενοχή του ανδρός, διέταξε την σύλληψιν αυτού και συγκροτήσας τη 24η Δεκεμβρίου του 820 δικαστήριον μέγα και πανηγυρικόν, εδίκασε τον Μιχαήλ επί εσχάτη προδοσία και κατεδίκασεν αυτόν εις θάνατον. Τελικώς όμως τη 26η Δεκεμβρίου 820 ο Μιχαήλ και οι σύν αυτώ εφόνευσαν τον Λέοντα ανακηρύξαντες βασιλέα τον Μιχαήλ Τραυλόν, εξ Αμορίου της άνω Φρυγίας.

*

Μιχαήλ Β΄ (Τραυλός)

Ο Μιχαήλ Β΄ (Τραυλός) δεν εζήτησε να ανατρέψη εκ συστήματος το έργον του προκατόχου ως προς το ζήτημα των εικόνων, αλλά ένεκα της θρησκευτικής αυτού αδιαφορίας και απιστίας ήγαγε τά εκκλησιαστικά πράγματα εις πληρεστάτην αναρχίαν, ενέπαιζεν δε εξ ίσου και φίλους και εχθρούς των εικόνων.

Ενώ ο Μιχαήλ εφαίνετο μέν οπαδός της μεταρρυθμίσεως, πράγματι όμως ουδόλως ήτο χριστιανός, και εν γένει εστερείτο πάσης ηθικής πυξίδος, ής άνευ, τά κράτιστα των προτερημάτων ναυαγούσιν εκτρεπόμενα της ωρισμένης οδού. Εντεύθεν αι πλείσται των αρετών αυτού ουδετερούντο υπό κακιών τινών. Ο χαρακτήρ αυτού ήτο σφόδρα ανώμαλος, η δε βασιλεία απέβη ουδέν ήττον ανώμαλος ή ο χαρακτήρ. Και ενώ παρέλαβεν το κράτος έξωθεν μέν ησφαλισμένον, εσωτερικώς δε άριστα κατηρτισμένον, κατέλιπεν αυτό μετά εννεαετή περίπου βασιλείαν πανταχόθεν μέν αύθις ακρωτηριασθέν, εις δεινήν δε περιελθόν ταραχήν.

Τώ 823 ο Μιχαήλ κατέστειλε σοβαροτάτην στάσην του Θωμά διά τής βοηθείας μάλιστα των απροσκλήτων Βουλγάρων, οι οποίοι επετέθησαν κατά του στρατού του Θωμά, και ενώ αυτός επολιόρκει την Κωνσταντινούπολιν.

Κατά την διάρκεια του πολύμηνου εμφυλίου οι Μωαμεθανοί κατέλαβον την Κρήτην ορμώμενοι εξ Ισπανίας. Εκεί (εις Κρήτην) έκτισαν την πόλιν Χανδάκ εξ ής παρήχθη το νεώτερον όνομα της νήσου Κανδία.

Επίσης κατά την διάρκεια του ιδίου εμφυλίου εχάθη ουσιαστικώς και η Σικελία, ενώ απέστησαν και διάφοραι σλαυικαί φυλαί της Δαλματίας.

Ο Μιχαήλ Β΄ βασιλεύσας επί 8 έτη και μήνας 9 απεβίωσε τώ 829 καταλιπών την αρχήν εις τον υιόν Θεόφιλον, πρό πολλού συμβασιλέα ανακηρυχθέντα.

*

Θεόφιλος

Λέγεται ότι η μητρυιά του Θεοφίλου Ευφροσύνη, απεφάσισε να προεδρεύση εις την εκλογήν της νύμφης διά κομψού τινος τρόπου. Όθεν συνεκάλεσε παρ’ εαυτή τάς καλλίστας και επιφανεστάτας των κορών, διαμηνύσασα δε και εις τον πρόγονον να προσέλθη ενεχείρησεν αυτώ μήλον χρυσούν, ίνα το παραδώση εις εκείνην των παρισταμένων, ήν ήθελε ν’ αναβιβάση εις τον λαμπρότερον της οικουμένης θρόνον.

Ο Θεόφιλος εστάθη έμπροσθεν της Εικασίας, ής το κάλλος έτρωσεν αυτόν. Αλλά τότε θέλων πιθανώς να δοκιμάση το πνεύμα της κόρης αυτής, είπε προς την Εικασίαν παραδόξως τη αληθεία χαριεντιζόμενος: «ως άρα διά γυναικός ερρύη τά φαύλα» εννοών την Εύαν. «Αλλά και διά γυναικός (της Παναγίας) πηγάζει τά κρείττονα». Η απάντησις αύτη όσον προσφυής και αν ήτο, και ίσως μάλιστα διά τούτο ότι ήτο προσφυεστάτη, δυσηρέστησε τον Θεόφιλον, καθό αποδείξασα ότι η νέα αύτη είχεν ευφυΐαν πλειοτέραν της προσηκούσης εις σύζυγον, οίαν αυτός επεθύμει. Όθεν προχωρήσας ολίγα έτη βήματα, προσέφερεν το μήλον εις την σεμνήν και ευλαβή Θεοδώραν.

Η Εικασία δεν ηθέλησε πλέον να επανέλθη εις τον κόσμον, αλλά κτίσασα μοναστήριον διέζησεν εν αυτώ το επίλοιπον του βίου προσευχομένη και εκφράζουσα διά πολλών εμμέτρων και μη εμμέτρων συγγραφών την προς τον Θεόν ευλάβειαν, και την περί της ματαιότητος των ανθρωπίνων πραγμάτων πεποίθησιν. Εις αυτήν παρεκτός των άλλων αποδίδεται και το περίφημον τροπάριον «Κύριε, η εν πολλαίς αμμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», εις την σύνταξιν του οποίου αναμιγνύει η παράδοσις επίσκεψιν τινά του Θεοφίλου, όστις, ως φαίνεται, δεν ηδυνήθη να λησμονήση τάς χάριτας της κόρης εκείνης, και εζήτησεν αύθις να ίδη αυτήν , αλλ’ απέτυχε.

*

Εν τώ ανατολικώ κράτει η δημοσία υπηρεσία, πολιτική, δικαστική, οικονομική και στρατιωτική, έβριθεν ανδρών λογίων, ώστε η εις τά πολιτικά πράγματα ανάμιξις του κλήρου ουδέν άλλο μαρτυρεί, ειμή ότι ο διαχωρισμός της πνευματικής από της κοσμικής εξουσίας δεν υπήρχε κατ’ εκείνο του χρόνου τοσούτον οριστικώς διαγεγραμμένος, όσον είναι την σήμερον. Είναι άξιον σημειώσεως ότι αι διπλωματικαί διαπραγματεύσεις διεξήγοντο τότε συνήθως υπό ιερομένων.

*

Ο Θεόφιλος ύψωσε τότε και εκάλλυνε τά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, άβατα ποιήσας αυτά τοίς εχθροίς. Καθ’ όλην δε αυτού την κυβέρνησιν υπήρξε πολυτελής και μεγαλοπρεπής, και αφού τοσαύτα και τοιαύτα ωκοδόμησεν έργα, κατέλιπεν ουδέν ήττον αξιόλογον εν τώ δημοσίω ταμείω περίσσευμα, ανάγκη να ομολογήσωμεν ότι οι πόροι του κράτους εκείνου ήσαν έτι δαψιλείς.

Τώ 836 ο Θεόφιλος ενέβαλε μετά ανδρών δεκάκισμυρίων εις την Συρίαν κείρων και πορθών την χώραν, προήλασε μέχρι του Ευφράτου, εκυρίευσε και ελεηλάτησε την πρωτεύουσαν της Κομμαγηνής, την πατρίδα του Λουκιανού, τά Σαμόσατα, έπειτα επολιόρκησε την Σωζόπετραν εν ή είχε γεννηθεί ο καλίφης Μοτασσέμ, κατέβαλεν αυτήν εις έδαφος, εθανάτωσε ή εξηνδραπόδισε τους κατοίκους και μετά ταύτα επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν.

Ο Μοτασσέμ ώμοσε να εκδικήση την γενομένην εις αυτόν ύβριν και συνεκρότησε τώ 837 στρατόν εκ 250.000 ανδρών. Τοιαύτην παρασκευάσας δύναμιν απεφάσισε να ανταποδώση τά ίσα εις τον Θεόφιλον, κυριεύων και καταστρέφων το Αμόριον, όπου εγεννήθη ο πατήρ του Θεοφίλου Μιχαήλ. Εις το Αμόριον έμελλε να διεξαχθή είς των μάλλον αξιομνημονεύτων μεταξύ μωαμεθανισμού και χριστιανισμού αγώνων. Η πολιορκία ήρχισεν κατά τάς πρώτας ημέρας του Αυγούστου του 838 και μετά δεινούς αγώνας και επί τέλους προδοσίας οι πολέμιοι εισήλθον αμαχητί εις την πόλιν διαπράξαντες σφαγήν δεινοτάτην. Τώ 839 πάντως ο Μοσσατέμ συνωμολόγησεν ειρήνην με πρέσβεις του Θεοφίλου.

*

Εν τώ μεταξύ τώ 832, ο Θεόφιλος είχεν απαγορεύσει διά διατάγματος να προστίθεται το όνομα άγιος εις τάς εικόνας, και να επιδεικνύεται η προς αυτάς λατρεία διά προσκυνήσεως, ασπασμών και προσαγωγής φώτων, επί τώ λόγω ότι άγιος είναι μόνος ο Θεός. Αποθανόντος δε περί το 833 του πατριάρχου Αντωνίου, και χειροτονηθέντος αντί τούτου του Ιωάννου του Γραμματικού, ο νέος πατριάρχης κατέπεισε τον βασιλέα, ότι ανάγκη να ενισχύσωσι το δόγμα της μεταρρυθμίσεως επανερχόμενοι εις το σύστημα του Λέοντος Ε΄ και του Κωνσταντίνου Ε΄. Ο δε Θεόφιλος υπείκων εις τον συνήθη αυτού χαρακτήρα, ησπάσθη και εξετέλεσε μετά πολλής δριμύτητος την γνώμην ταύτην.

Επολιτεύθη κατά τά τελευταία έτη της βασιλείας αυτού τραχύτερον όλων των άλλων βασιλέων της μεταρρυθμίσεως, αν και αφ’ ετέρου οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι ούτε αυτός διέπραξεν φόνον τινά, και ότι πολλάκις η ευγένεια του χαρακτήρος του εμετρίαζε την υπερβάλλουσαν αυστηρότητα.

Ο Θεόφιλος δεν είχε αντιπράττοντας μόνους τους μοναχούς επί του θρησκευτικού ζητήματος. Η πενθερά αυτού Θεοκτίστη, τρέφουσα, όπως όλαι αι γυναίκες, ιδιάζουσαν προς τάς εικόνας ευλάβειαν δεν έπαυε προτρέπουσα και νουθετούσα τάς πέντε θυγατέρας του βασιλέως, Θέκλαν, Άνναν, Αναστασίαν, Μαρίαν και Πουλχερίαν, εις το να μείνωσι πισταί προς τά παρ’ αυτής πρεσβευόμενα. Αλλά το δεινότερον ήτο ότι αυτή η βασίλισσα Θεοδώρα εδιχονόει προς τον Θεόφιλον περί το θρησκευτικόν ζήτημα, προσκυνούσα λάθρα τάς εικόνας.

Ο Θεόφιλος απεβίωσε την 20ην Ιανουαρίου του 842, ενώ πρό τριετίας μόνον απέκτησεν τον υιόν αυτού Μιχαήλ. Σύν αυτώ δε κατελύθη οριστικώς και η μεταρρύθμισις αρχίσασα τώ 726 επί Λέοντος Γ΄ .

*

Θεοδώρα

Τέλος εικονομαχίας – Κυριακή Ορθοδοξίας

Μετά τον θάνατο του Θεοφίλου, πάσα η πραγματική εξουσία περιήλθεν εις χείρας της βασιλίσσης Θεοδώρας, προσλαβούσης συνεπιτρόπους τον αδελφόν αυτής Βάρδαν, τον μάγιστρον Μανουήλ θείον αυτής εκ πατρός όντα, και τον αρχαίον λογοθέτην Θεόκτιστον. Μεταξύ αυτών επεκράτησε τελικώς ομοφροσύνη ως προς την αναστήλωσιν των εικόνων και εξετέλεσαν το βούλευμα μετά παραδόξου ταχύτητος και ευκολίας.

Όλοι οι φίλοι των εικόνων συνεκλήθησαν εις σύνοδον άτακτον εις το κατάστημα του λογοθέτου, εις ήν παρευρέθησαν ευάριθμοι παλιμβουλήσαντες αρχιερείς. Η σύνοδος ηνώρθωσε μέν το κύρος της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου , καθήρεσαν δε και αναθεμάτισαν τον πατριάρχην Ιωάννην και πάντας τους ομόφρονας αυτώ, εχειροτόνησαν δε αντ’ αυτού τον Μεθόδιον, και παρέδωκαν τους πλείστους των επισκοπικών θρόνων εις υποψηφίους εκ του τάγματος αυτών ληφθέντας. Η βασίλισσα Θεοδώρα επεκύρωσεν πάντα τά υπό της συνόδου αποφασισθέντα, και απεφασίσθη να τελεσθή κατά την προσεγγίζουσαν πρώτην Κυριακήν των νηστειών, ήτις συνέπεσε κατά το έτος 842 τη 19η Φεβρουαρίου, πανήγυρις εις τιμήν της ψηφισθείσης αναστηλώσεως των εικόνων.

Η εορτή αύτη εορτάζεται τώ όντι μέχρι της σήμερον παρ’ όλοις τοίς χριστιανοίς της Ανατολής κατά την πρώτην Κυριακήν της μεγάλης τεσσαρακοστής. Σημειοτέον όμως ότι μικρόν από της πρώτης ιδρύσεως αυτής προσέλαβε χαρακτήρα πολύ γενικώτερον και σπουδαιότερον, τον χαρακτήρα πανηγύρεως τελουμένης ένεκα του θριάμβου της ορθής πίστεως, κατά πάσης εν γένει αιρέσεως. Τούτου δε ένεκα εκλήθη πανήγυρις της ορθοδοξίας και αποτελεί μίαν των κυριωτάτων εορτών της εκκλησίας ημών.

*

Μιχαήλ Γ΄ - Βάρδας

Υπήρξαν βασιλείς άσωτοι, βασιλείς άθεοι, βασιλείς μωροί, αλλ’ ο νεανίσκος Μιχαήλ Γ΄, ο υιός του Θεοφίλου είχεν όλας τάς κακίας και όλας τάς αφροσύνας ηνωμένας ομού.

Από του θανάτου του Θεοφίλου το κράτος υπέστη αδιακόπους σχεδόν πολεμικάς συμφοράς. Δύο κατά της Κρήτης επιχειρήσεις του Θεοκτίστου απέτυχον οικτρώς. Αι περιλιπόμεναι εν Απουλία και εν Καλαβρία κτήσεις απωλέσθησαν, περιελθούσαι εις την κυριότητα των Φράγκων. Οι μωαμεθανοί εξηκολούθησαν γινόμενοι επί μάλλον και μάλλον κύριοι της Σικελίας, Η Μ. Ασία ήτο εκτεθειμένη εις τάς καταδρομάς των παυλιανιτών και των συμμάχων αυτών Αράβων. Οι εν Πελοποννήσω Σλαύοι εστασίασαν πάλιν, ετράπησαν εις την λεηλασίαν της χώρας και ηπείλησαν τάς πόλεις της χερσονήσου, αλλ’ ευτυχώς καθυπετάχθησαν τελικώς υπό του πρωτοσπαθαρίου Θεόκτιστου Βροιενίων τώ 849.

Κατά τον Μάρτιον του 856 ανέλαβεν ο Βάρδας την όλην ενάσκησην της αρχής εν ονόματι του Μιχαήλ Γ΄, αφού προηγουμένως εξώντωσε τον Θεόκτιστον τώ 854, ενώ ο Μανουήλ δεν φαίνεται λαβών ενεργόν μετοχήν εις την πολιτικήν διοίκησιν.

*

Ουδέ αρκούμενος ο Βάρδας εις την από της αυλής και των πραγμάτων αποχώρησιν της Θεοδώρας και των θυγατέρων αυτής, ηθέλησε να τάς καταστήση ανικάνους να αναλάβωσι ποτέ την αρχήν καταναγκάζων αυτάς να ασπασθώσι τον μοναχικόν βίον.

Ο δε Μιχαήλ ευχερώς πεισθείς εις τάς συκοφαντίας του Βάρδα κατά του πατριάρχου Ιγνατίου διέταξε να εξωρισθή αυτός εξελέξατο δε διά τον πατριαρχικό θρόνο τον περιώνυμον Φώτιον.

Ο Φώτιος εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει μεταξύ του 816 και 826 έτους επί Λέοντος Ε΄ ή Μιχαήλ Β΄εξ οίκου επιφανούς. Αίφνης ο Φώτιος, όστις μέχρι της 20ης Δεκεμβρίου του 857 ήτο λαϊκός, πεισθείς τελευταίον να αναλάβη τον αγώνα, εκάρη κατά την ημέραν εκείνην μοναχός, την δ’ επιούσα εχειροτονήθη αναγνώστης, την τρίτην υποδιάκονος, την τετάρτην διάκονος, και την πέμπτην, ήτοι την 24ην Δεκεμβρίου πρεσβύτερος, Την επιούσαν, ήτοι την 25ην Δεκεμβρίου καθ’ ήν ημέραν πρό εβδομήκοντα και τριών είχε προχειρισθή εις το αυτό αξίωμα ο θείος του Φωτίου Ταράσιος, εχειροτονήθη ούτος πανηγυρικώς, προεξάρχοντος της ιεροτελεστίας του αρχιεπισκόπου Συρακουσών Γρηγορίου.

*

Τώ 861 συνεκλήθη σύνοδος εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων παρουσία και απεσταλμένων του πάπα, η οποία καθήρεσε τον Ιγνάτιο, όστις δεν εννόει να παραιτηθή, και επεκύρωσεν την εκλογήν του Φωτίου. Ο Φώτιος ήτο κυρίως ο αντιπρόσωπος της τάξεως εκείνης των ανθρώπων, οίτινες συνήνεσαν μέν εις την παλινόρθωσιν, αλλά διετήρουν μέχρι τινός και εν αυτή τη εκκλησία το ελευθεριάζον της μεταρρυθμίσεως πνεύμα. Η εν λόγω δε σύνοδος του 861 εψήφισεν προσέτι πολλάς σωτηρίους διά την εκκλησίαν διατάξεις δι’ ών διεκωλύοντο ο πολλαπλασιασμός των μοναστηρίων και η απεριόριστος αύξησις των μοναχών.

*

Ο του Καρόλου του μεγάλου εγγονός Λοθάριος ο Α΄ είχε διανείμει τότε το αχανές αυτού κράτος μεταξύ τριών υιών, ών ο πρεσβύτατος Λουδοβίκος Β΄ έλαβε την Ιταλίαν και το του αυτοκράτορος αξίωμα, του οποίου η αναγνώρισις από την Ανατολή ήτο ανέκαθεν είς των θερμοτέρων πόθων των δυτικών, όπερ ο Κάρολος ο μέγας είχε κατορθώσει επί Μιχαήλ Ραγκαβέ, εις ό όμως ουδείς των μετά ταύτα βασιλέων της Κωνσταντινουπόλεως ηθέλησε να συναινέση.

*

Ο ηγεμών των Βουλγάρων Βόγορις είχε περί τους χρόνους τούτους αποδεχθή τον χριστιανισμόν δι’ ενεργειών της εν Κωνσταντινουπόλει εκκλησίας. Το κατόρθωμα τούτο παρεσκευάσθη υπό του μοναχού Κουφαρά, και προήχθη υπό της αδελφής του ηγεμόνος, της εν Κωνσταντινουπόλει ανατραφείσης. Συνεπληρώθη δε υπό του ιερού Μεθοδίου, σταλέντος μέν επί άλλη αιτία εις Βουλγαρίαν, κατεπείσαντος δ’ επί τέλους τον Βόγοριν να δεχθή το άγιον βάπτισμα μεθ’ όλων των Βοϊάρων, ήτοι μεγιστάνων, και όλου του λαού. Ο Μιχαήλ Γ΄ συνωμολόγησεν προς αυτόν την ειρήνην και ενδίδων εις την αίτησιν αυτού παρεχώρησεν αυτώ μοίραν της Θράκης από της λεγομένης Σιδηράς (αποτελούσης έως τότε το μεταξύ Βουλγάρων και ημετέρων όριον) μέχρι Δεβελτού, ήτις έκτοτε μετωνομάσθη Ζαγορά.

*

Η κυβέρνησις του Βάρδα δύο τινα έπραξε λόγου άξια, αντέστη εις τάς απαιτήσεις της Ρώμης, και ετελειοποίησεν την εν Μαγναύρα σχολήν, εν ή εδιδάσκετο πάσα η θύραθεν επιστήμη και φιλοσοφία. Της σχολής ταύτης προΐστατο ο περιφανής Λέων ο μαθηματικός και φιλόσοφος, όστις διατελέσας αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης επί της μεταρρυθμίσεως, παρητήθη της λειτουργίας ταύτης μετά την αναστήλωσιν των εικόνων και ουδέν έτερο παθών διά την προς αυτόν εύνοιαν του Βάρδα. Καθηγητής της γεωμετρίας διωρίσθη ο μαθητής του Λέοντος Θεόδωρος, την αστρονομίαν εδίδασκεν ο Θεοδήγιος, την δε ελληνικήν φιλολογίαν ο Κομητάς. Οι καθηγηταί επληρώνοντο αδρώς υπό του δημοσίου ταμείου, λαμβάνοντες και άλλας παρά της κυβερνήσεως ευεργεσίας. Πολυάριθμοι δε φοιτηταί ηκροώντο δωρεάν των παραδόσεων τούτων. Προς την σχολήν ταύτην και ο Φώτιος επεδείκνυε πολυειδώς ενδιαφέρον ίσως μάλιστα και διδάσκων.

*

Κατά τά λοιπά τά πράγματα διέκειντο οικτρώς επί της κυβερνήσεως του Βάρδα. Επί πολλά έτη οι περί τον Καρβέαν παυλιανίται υποστηριζόμενοι υπό των Αράβων ελεηλάτουν ατιμωρητί την Μ. Ασίαν. Ο Βάρδας επεχείρησε πολλάκις να περιστείλη τάς επιδρομάς ταύτας στρατεύσας και αυτός τώ 859 μετά του βασιλέως Μιχαήλ, αλλά τά βασιλικά στρατεύματα αείποτε ηττώντο.

Τοσαύτη δε ήτο η υλική και ηθική έκλυσις εις ήν περιήγαγεν το κράτος η μερίς των αντιμεταρρυθμιστών μετά τον θρίαμβον αυτής, ώστε τώ 865 οι Ρώσσοι, κατελθόντες από του Ευξείνου μετά τινων πλοιαρίων, και εισελθόντες εις τον Βόσπορον, ού μόνον ηδυνήθησαν ακωλύτως να διαπράξωσι δεινήν λεηλασίαν και δήωσιν όλων αυτού των παραλίων και των παρακειμένων νησιδίων, αλλά ετόλμησαν να πολιορκήσωσι και αυτήν την Κωνσταντινούπολιν. Ο βασιλεύς Μιχαήλ δεν εσκέφθη πώς να καταστρέψη την ευάριθμον των πολεμίων δύναμιν, αλλά «σύν τώ πατριάρχη Φωτίω εις τον εν Βλαχέρναις ναόν της του Θεού μητρός παρεγένοντο, κακεί το θείον εξιλεούντο, και εξευμενίζοντο. Είτα μεθ’ υμνωδίας το άγιον της θεοτόκου εξαγαγόντες ωμοφόριον, τη θαλάσση άκρως προσέβαψαν, και νηνεμίας ούσης, ευθύς ανέμων επιφοραί, και της θαλάσσης ηρεμούσης, κυμάτων επαναστάσεις αλλεπάλληλοι εγένοντο, και τά των αθέων Ρώς πλοία κατεάγησαν, ολίγων εκπεφευγότων τον κίνδυνον». Αλλ’ ό τε Βάρδας και το αλλόκοτον δημιούργημα της κηδαιμονίας αυτού (Μιχαήλ) έμελλον επί τέλους να λάβωσιν αλληλοδιαδόχως τά επίχειρα της κακίας των. Ο μέν Βάρδας εδολοφονήθη υπό του Μιχαήλ και άλλων συνωμοτών τη 21 Απριλίου του 866, ο δε Μιχαήλ εδολοφονήθη υπό του Βασιλείου του μετέπειτα αρχηγέτου νέας δυναστείας, τη 23η Σεπτεμβρίου του 867. Τον Βασίλειο είχε ήδη λάβει ως συμβασιλέα του ο Μιχαήλ μετανοήσας όμως αργότερα.

*

 

Προβληματισμοί Παπαρηγόπουλου

Εν τώ πολιτικώ και εν τώ κοινωνικώ της ανθρωπότητος βίω, δεν υπάρχει ιδέα γόνιμος η μη προαχθείσα εκ του έθνους του ελληνικού. Εν ταυτώ όμως όλαι εκείναι αι αρχαί αίτινες προκύψασαι εις μέσον διά της ελληνικής ευφυΐας, κατέστησαν ευτυχή τοσαύτα άλλα έθνη, σπανίως κατωρθώθη να γίνωσι πράγμα παρ’ ημίν. Διατί άραγε τούτο; Διατί δεν ηδυνήθημεν ποτέ να καταστήσωμεν επί μακρόν οπωσούν χρόνον χρήσιμον και εις ημάς την ανεξάντλητον πολιτικήν και κοινωνικήν του έθνους περιουσίαν, από της οποίας άχρι τούδε ωφελήθη όλος ο άλλος πεπολιτισμένος κόσμος παρεκτός ημών; Μήπως διότι παρ’ ημίν η διανοητική δύναμις είναι ως επί το πλείστον ισχυροτέρα της ηθικής; Μήπως διότι μη έχοντες την συνείδησιν της ανισότητος ταύτης, δεν ενησχολήθημεν ποτέ προσηκόντως να φέρωμεν εις ισορροπίαν τάς δύο ταύτας δυνάμεις; Οι μέν κατ’ ιδίαν άνθρωποι, εί και αποστερημένοι της ηθικής δυνάμεως δύνανται ενίοτε να μεγαλουργήσωσι και να κλεϊσθώσιν. Αλλά τά έθνη τά παραδίδοντα την τύχην αυτών εις άνδρας μη έχοντας την αρετήν εκείνην, δύνανται άραγε να συντηρηθώσι και να ευδαιμονίσωσι; Ζήτημα καίριον διά το ενεστώς και το μέλλον ημών. Ζήτημα το οποίον δεν δύναται να λυθή ορθώς ειμή εάν αποφασίσωμεν επί τέλους, μεγάλοι και μικροί, άρχοντες και λαός, νά μελετήσωμεν άνευ εθνικών προλήψεων την πάτριον ιστορίαν ίνα διδαχθώμεν εξ αυτής ού μόνον τά προτερήματα, αλλά και τά ελαττώματα ημών, τά απαραιτήτου δεόμενα επανορθώσεως.

***

Βιβλίον ενδέκατον τόμος α

Βασίλειος Α΄

Ούτω ο Βασίλειος προήχθη από ευτελούς υπηρέτου ενός των μεγιστάνων της Κωνσταντινουπόλεως εις το περίβλεπτον αξίωμα του μονάρχου της Ανατολής. Μέγας

ανήρ βεβαίως δεν υπήρξεν αλλ’ είχε νούν και κρίσιν. Ήτο φιλεργός και δεν επτοείτο

υπό των δυσχερειών. Από της επιούσης της αναγορεύσεως αυτού ημέρας κατεβίβασε του πατριαρχικού θρόνου τον Φώτιον, όστις είχε περιέλθει αναφανδόν εις ρήξιν προς τον αρχιερέα της Ρώμης και ανεκάλεσεν εις αυτόν τον Ιγνάτιον. Συγχρόνως ενησχολήθη ανενδότως εις την βελτίωσιν της καθ’ όλους τους κλάδους δεινώς παραλελυμένης διοικήσεως διά νέων νομοθετημάτων και διά της επιλογής χρηστών ανθρώπων. Ομοίως αναδιωργάνωσε τον στρατόν, ο οποίος είχε περιέλθει επί Μιχαήλ, εις οικτράν κατάστασιν. Ηδυνήθη μάλιστα κυρίως διά του στρατηγού Νικήτα Ωορύφα, περιφανή, περιφανή θαλάσσιον ήρωα των χρόνων εκείνων, να έχει αρκετάς ναυτικάς επιτυχίας κατά των Σαρακηνών.

Επί Βασιλείου και διά του Ωορύφα, η Δαλματία εδέχθη το άγιον βάπτισμα και επανήλθε υπό την κυριαρχίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Ακολούθησε ο εκχριστιανισμός των γειτόνων σλαυικών χωρών της άνω Μοισίας ή Σερβίας και της εντός του Ίστρου Δακίας. Ομοίως τότε διά των φροντίδων του Βασιλείου εδέχθησαν κατά πρώτον το άγιον βάπτισμα οι της Λακωνικής κάτοικοι, οίτινες μέχρι των χρόνων τούτων, ήτοι μέχρι του δευτέρου ημίσεως της 9ης εκατονταετηρίδος είχον διατηρήσει την αρχαίαν ειδωλολατρείαν. Συγχρόνως ο Βασίλειος κατέλυε το εν Ασία κράτος των παυλιανιτών και εταπείνωνε τους συμμάχους τούτων Άραβας από του 871 – 873.

Αλλά και πλήθος άλλων επιδρομών των Σαρακηνών απέκρουσε ο Βασίλειος διά του Νικήτα Ωορύφα, διά του ναυάρχου Νάσαρ, διά του Προκοπίου, του Λέοντος Αποστύππη, του Ευπραξίου, στρατηλάτου της Σικελίας, και τέλος διά του περιφανούς αρχηγέτου του οίκου των Φωκάδων, Νικηφόρου Φωκά, όστις τώ 885 απεστάλη εις Σικελίαν και πολλαχώς περιέστειλε και εταπείνωσε τους πολεμίους.

*

Λέων ΣΤ

Ότε λοιπόν απεβίωσεν ο Βασίλειος τη 29η Αυγούστου 886, το ανατολικόν κράτος, αν δεν είχε ανακτήσει παρεκτός ολίγων, τάς κατά την προηγουμένην περίοδον αφαιρεθήσας από αυτού χώρας, ού μόνον άλλην τινα δεν απώλεσεν, αλλά και επανειλημμένως κατετρόπωσε τους κυριωτάτους αυτού αντιπάλους, τους μωαμεθανούς.

Μετά τον θάνατο του Βασιλείου, η βασιλεία περιήλθε τώ 886 εις τον δευτερότοκον υιόν Λέοντα ΣΤ΄, αφού ο πρωτότοκος είχεν ήδη αποθάνει. Ο νέος βασιλεύς, μαθητής γενόμενος του Φωτίου, τον οποίον ο Βασίλειος επανέφερεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον αποθανόντος του Ιγνατίου, έλαβεν μέν πάσαν την παιδείαν την οποίαν ηδύναντο να λάβωσι τότε οι άνθρωποι, αλλά ουδέν εκληρονόμησε των πρακτικών του πατρός αυτού προτερημάτων. Όθεν επωνομάσθη μέν σοφός και φιλόσοφος αλλά απέδειξε δι’ άπαντος αυτού του βίου, ότι η ψιλή παιδεία, η περί τάς λέξεις μόνον περιωρισμένη και γεγυμνωμένη πάσης θετικής αρετής, εις ουδέν άλλο συντελεί, ή εις το να καταστήση εμφανεστέραν και μάλλον αδικαιολόγητον την κακίαν.

Όθεν ουδέν άπορον ότι επί της βασιλείας ταύτης το κράτος υπέστη συμφοράς δεινάς. Και τούτο τόσω μάλλον, όσω παρεκτός των Αράβων προσεβλήθη αύθις τότε υπό των Βουλγάρων. Και ήτο μέν ο ηγεμών των Βουλγάρων Συμεών άριστος στρατηγός (εκπαιδευθείς εις Κωνσταντινούπολιν) αλλά συνετέλεσεν εις τά ατυχήματα εκείνα πολύ και ο τρόπος καθ’ όν διευθύνετο εκ Κωνσταντινουπόλεως ο αγών υπό ηγεμόνος όστις πολύ μάλλον εφρόντιζε περί των ερώτων αυτού και περί των συγγραφών, ή περί του δημοσίου συμφέροντος. Ο Λέων φενακισθείς υπό απατηλών περί ειρήνης προτάσεων του πονηρού Συμεών, ανακαλεί τον Νικηφόρο Φωκά, και ότε ενόησεν ότι εξηπατήθη υπό του Συμεών, πέμπει αντί του Φωκά τον Κατακαλών, όστις ηττήθη αισχρώς περί το λεγόμενον Βουλγαρόφυγον, ο δε Συμεών, πρώτος αυτός, επωνομάσθη βασιλεύς, ήτοι τσάρ, ενώ οι προκάτοχοί του ηρκούντο εις την μετριοφρωνεστέραν προσηγορίαν του κυρίου ήτοι κνιάζ.

Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος - Ρωμανός

Το κράτος υπέστη επί Λέοντος δεινάς συμφοράς από τε των Βουλγάρων και των Μωαμεθανών και των Ρώσων. Το έργον της πολιτικής αναβιώσεως αυτού, το οποίον επεχείρησεν ο Βασίλειος, εφαίνετο ματαιωθέν, και τούτο τόσω μάλλον, όσω αποθανόντος του Λέοντος τη 11η Μαίου 912, η βασιλεία περιήλθεν εις τον επταέτη υιόν αυτού Κωνσταντίνον Ζ΄ τον Πορφυρογέννητον, ώστε την αδεξιότητα του πρώην κυβερνήτου διεδέχθησαν αι συνήθεις της ανηλικότητας των ηγεμόνων ανωμαλίαι.

Τη 25η Μαρτίου 919 προεχειρίσθη μάγιστρος και μέγας εταρειάρχης ο Ρωμανός, όστις μετ’ ολίγον συνέζευξεν την θυγατέρα αυτού Ελένην μετά του βασιλέως Κωνσταντίνου Ζ΄ και εκλήθη βασιλεοπάτωρ. Περιστείλας δε την στάσιν του Λέοντος Φωκά και προλαβών ποικίλας άλλας συνωμοσίας εξησφάλισε την κυβέρνησιν του κράτους και διατηρήσας την αρχήν επί 26 έτη, απηλλάγη μέν οπωσδήποτε των από βορρά πολεμίων, λαμπρά δε έστησε τρόπαια κατά των μωαμεθανών.

*

Τώ 941 ο βασιλεύς των Ρώσων Ιγόρ παρεσκεύασεν υπέρ τά 1000 πλοία και κατέπλευσαν εις τον Βόσπορον περί τά μέσα του Ιουνίου και ελεηλάτησαν τάς δύο αυτού παραλίας, βασανίζοντες και θανατούντες πάντας όσους συνελάμβανον αιχμαλώτους. Μετ’ ού πολύ όμως ο πατρίκιος Θεοφάνης, εκπλεύσας μετά πυρφόρων και δρομώνων επέπεσε κατά των Ρώσων εις το του Ευξείνου στόμα, και πολλά μέν πλοία αυτών κατέφλεξε διά του υγρού πυρός, άλλα δε κατεπόντησεν αύτανδρα, πλείστους δε συνέλαβεν αιχμαλώτους. Τη 15η Σεπτεμβρίου δε και ενώ τά λείψανα των Ρώσων αντέπλεον παλινοστούντα, ο Θεοφάνης επέπεσε κατ’ αυτών διαβαινόντων και συνάψας ναυμαχίαν δευτέραν, τοιαύτην επήγαγεν εις αυτούς φθοράν, ώστε λέγεται ότι ο Ιγόρ δεν εσώθη εις τον κιμμέριον Βόσπορον ειμή μετά 10 μόνον πλοίων και τώ 945 συνωμολογήθη συνθήκη.

Αλλά και προς μεσημβρίαν διεπράχθησαν κατά τε ξηράν και κατά θάλασσαν λαμπρά τη αληθεία κατορθώματα. Ο Ιωάννης Κουρκούας, αδιαλείπτως κατά των μωαμεθανών αγωνιζόμενος, εδιπλασίασε τάς κατά την Ασίαν κτήσεις του χριστιανικού κράτους, μετενεγκών τά προς τούτο το μέρος όρια αυτού από του Άλυος ποταμού εις τον Ευφράτην και τον Τίγριν, και ανακτήσας εν τώ ευρυτάτω τούτω χώρω περί τάς 1000 ως βεβαιούσι πόλεις. Οι χρονογράφοι μάλιστα ονομάζουσιν τον Κουρκούα άλλον Βελισάριον.

Μετά του Ιωάννου Κουρκούα συνέπραξεν ό τε αδελφός αυτού Θεόφιλος, ο πάππος του μετά ταύτα βασιλεύσαντος Ιωάννου του Τσιμισκή, και ο υιός Ρωμανός, άξιος αναδειχθείς τηλικούτου πατρός.

Εν τώ μεταξύ δε τώ 924 ο ναύαρχος Ιωάννης ο Ραδηνός, ολοσχερώς κατεναυμάχησε περί την Λήμνον τον διαβόητον Ιωάννην τον Τριπολίτην, τον της Θεσσαλονίκης κατακτητήν. Ο τολμηρός πειρατής (Τριπολίτης) κατώρθωσε να διασωθή εκ της πανωλεθρίας ταύτης αλλ’ έκτοτε συνετρίβη η των κρητικών Αράβων δύναμις.

*

Ούτως εκυβερνήθη το κράτος από του 919 μέχρι του τέλους του 944, επιτηδείως και εν μέρει ενδόξως. Αλλ’ ομολογητέον ότι το σύμπλεγμα εκείνο των πέντε βασιλέων (ο Ρωμανός είχε αναδείξει συμβασιλείς και τους τρείς υιούς του) είχε τι αλλόκοτον και ότι δυσκόλως ηδύνατο να διαρκέση αδιάσπαστον μέχρι τέλους. Ναι μέν κυρίως η αρχή διεξήγετο υπό του Ρωμανού, ο δε πρεσβύτερος υιός αυτού, ο Χριστόφορος, απεβίωσεν από του 931, έμενον όμως πάντοτε τέσσαρες συμβασιλείς.

Εν τέλει οι περί τον Κωνσταντίνον τον Πορφυρογέννητον και προτρεπόμενοι υπό της βασιλίδος Ελένης, συζύγου αυτού, συνέλαβον τη 27η Ιανουαρίου του 945 τους δύο υιούς του Ρωμανού και εξορίσαντες αυτούς απέκειραν αμφοτέρους κληρικούς. Ο ίδιος ο γέρων Ρωμανός εξέλιπεν εν τώ μεταξύ.

Τοιουτοτρόπως κατά Ιανουάριον του 945 εμονάρχησεν ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος όστις ήτο πλέον 40 ετών, και ανέθεσε την ηγεμονίαν του στρατού εις τον οίκον των Φωκάδων, όστις επί 25 όλα έτη έκτοτε ως ουδείς άλλος ίσχυσεν εν τη πολιτεία τά μέγιστα διαπράξας των κατορθωμάτων.

*

Από βορρά ολίγαι εγένοντο κατά τους χρόνους τούτους επιδρομαί. Μία εν έτει 948 διαφόρων τουρκικών φυλών από κοινού μετά Ρώσων και Βουλγάρων, ήτις όμως δεν διήρκεσε πολύ, διότι επέπεσον κατά των πολεμίων τούτων οι ομόφυλοι αυτών Πετσενέγοι, υποκινηθέντες υπό του αυτοκράτορος. Η δε άλλη πάλιν υπό Τούρκων γενομένη προήλασε μέν μέχρι Κωνσταντινουπόλεως, αλλ’ απεκρούσθη υπό του στρατηγού Πόθου του Αργυρού, ολοσχερώς καταστρέψαντος τους πολεμίους τούτους. Εν ταυτώ εξηκολούθει ο χριστιανισμός διαδιδόμενος εις τά απαίδευτα εκείνα φύλα. Δύο Ούγγροι ηγεμόνες προσελθόντες εις Κωνσταντινούπολιν εδέχθησαν το άγιον βάπτισμα, και αρχιερεύς εστάλη ίνα κατηχήση τους υπηκόους αυτών. Τότε ωσαύτως εγένετο εν τη βασιλευούση και η βάπτισις της ηγεμονίδος των Ρώσων Όλγας, συζύγου του Ιγόρ και μήτηρ του τετάρτου ηγεμόνος των Ρώσων Σβιατοσλαύου. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εδέχθη κατά πρώτον την Όλγαν (= φλόγα εις την σκανδιναυικήν) τη 9η Σεπτεμβρίου 955, ήτο δε τότε η Όλγα εξηκοντούτις.

Ο Κωνσταντίνος Ζ΄, αν και μη έχων πολλήν των δημοσίων πραγμάτων εμπειρίαν, ασχολούμενος δε μάλλον περί τά γράμματα και τάς τέχνας, υπήρξεν όμως πολύ ανώτερος του πατρός αυτού Λέοντος. Και του στρατού επέστησε ηγεμόνας επιτηδείους αλλά και την πολιτικήν διοίκησιν ανέθηκεν εις άνδρας ικανούς. Αι δε συγγραφαί περί άς ενησχολήθη, στερούνται μέν βεβαίως και καλλιεπείας και κρίσεως αποχρώσης, αλλ’ όμως είναι έργα χρήσιμα, διότι δίδουσιν ημίν έννοιάν τινα της τότε καταστάσεως των πραγμάτων.

*

Ρωμανός Β΄

Τον Κωνσταντίνον Πορφυρογέννητον αποθανόντα κατά Νοέμβριον του 959 διεδέχθη ο υιός αυτού Ρωμανός Β΄ εις ηλικίαν είκοσι και ενός έτους.

Τώ 965 ο Ρωμανός είχε ήδη νυμφευθεί την Θεοφανώ, ήτις ήτο καλλίστη το είδος άμα και εις υπερβολήν φίλαρχος γυνή. Ότε τώ 959 απεβίωσεν ο Κωνσταντίνος διεδόθη η φήμη ότι είχε δηλητηριασθη υπό του υιού αυτού Ρωμανού προτρεπομένου δε εις το ανοσιούργημα τούτο και υπό της Θεοφανούς.

Κατά Ιούλιον 960 ο στρατηγός του Ρωμανού Νικηφόρος Φωκάς (απόγονος του παλαιού Νικηφόρου Φωκά) κατέπλευσε εις Κρήτην την οποίαν ανέκτησεν ευκόλως πλήν του Χάνδακος, τον οποίον ηναγκάσθη να πολιορκήση απανταχόθεν. Μετά οκτώ μηνών πολιορκίαν ο Χάνδαξ εκυριεύθη τη 7η Μαρτίου 961 εξ εφόδου αιματηρής.

Η ανάκτησις της Κρήτης υπήρξεν έν των σπουδαιοτάτων γεγονότων της μεσαιωνικής ημών ιστορίας. Αν η Κρήτη παρέμενεν υποτεταγμένη εις τους μωαμεθανούς μέχρι των αρχών της 13ης εκατονταετηρίδος ότε κατελήφθη υπό των Ενετών, πιθανώς ουδέν ήθελε παραμείνη εν αυτή ίχνος ελληνισμού. Ενώ ήδη ο Ελληνισμός της Κρήτης, επειδή ανεζωπυρώθη τώ 961, και μέχρι του 1205, ήτοι επί 250 περίπου έτη, πολυειδώς εκρατύνθη υπό της εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίας, ηδυνήθη να ανθέξη, είς τε την ενετικήν και την νέαν μωαμεθανικήν κυριαρχίαν.

*

Περί τά μέσα του 961 ο Νικηφόρος εστράτευσεν εις Ασίαν συνεπαγόμενος στρατόν, τον οποίον ο Άραψ ιστορικός Ελμακίν αναβιβάζει εις 200.000 ανδρών. Διαπεράσας δε τον Ευφράτην εν αρχή του έτους 962 και δραστηρίως αγωνισθείς, και αείποτε προκινδυνεύσας εκυρίευσεν και καθήρεσεν υπέρ τά 60 των μωαμεθανών φρούρια, συνέλεξεν πλούτον αμύθητον και τότε αποπέμψας εις τους ιδίους σταθμούς τά διάφορα του στρατού σώματα ανεχώρησε κατά Μάρτιον του 963 εις Κωνσταντινούπολιν μετά της λείας, ίνα παραδώση αυτήν τώ βασιλεί. Αλλά καθ’ οδόν έμαθεν απροσδοκήτως, ότι τη 15η Μαρτίου απεβίωσεν ο βασιλεύς Ρωμανός Β΄, και ότι ο πατριάρχης Πολύευκτος και η σύγκλητος ανηγόρευσαν μέν τους ανηλίκους αυτού υιούς Βασίλειον και Κωνσταντίνον ανέθηκαν δε την αρχήν εις την μητέρα αυτών Θεοφανώ. Διεδόθη μάλιστα η φήμη ότι εδηλητηριάσθη υπό της Θεοφανούς και τη αληθεία το πράγμα δεν φαίνεται απίθανον, αν και ίσως ο θάνατος του Ρωμανού συνέβη ως εκ της υπερβαλούσης ασωτίας και ακρασίας του βίου αυτού.

*

Νικηφόρος Φωκάς

Μετ’ ού πολύ ο Νικηφόρος πεισθείς υπό του στρατηγού Ιωάννου Τσιμισκή, ανευφημήθη βασιλεύς υπό όλων των ταγμάτων εν Καισαρεία τη 2α Ιουλίου του 963 και την 16ην του μηνός Αυγούστου, ημέρα Κυριακή, προσεπέλασεν εις την χρυσήν πύλην, όπου έδραμον εις δεξίωσιν αυτού πάσα η λοιπή πόλις μικροί τε και μεγάλοι, μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων.

Ο Νικηφόρος ανέδειξεν μέν καίσαρα τον πατέρα αυτού Βάρδαν, και κουροπαλάτην και μάγιστρον τον αδελφόν αυτού Λέοντα, επεκύρωσε δε τον στρατηγόν Ιωάννην Τσιμισκή μάγιστρον και δομέστικον της Ανατολής, ανεβίβασε δε τον Βασίλειον εις το του προέδρου της συγκλήτου αξίωμα, το οποίον ο ανήρ ούτος διετήρησεν έκτοτε 25 όλα έτη, επί τριών εξίσου επιφανών βασιλέων. Ο δε παρακοιμώμενος Ιωσήφ, όστις είχεν αποπειραθεί να εξοντώση τον Νικηφόρον προσεταιριζόμενος τον Ιωάννην Τσιμισκήν, αλλ’ απέτυχεν επειδή ο τελευταίος ενημέρωσε τον Νικηφόρο, εξωρίσθη.

Τέλος ο Νικηφόρος ενετάχθη εις την μακεδονικήν δυναστείαν νυμφευθείς την Θεοφανώ. Επί Νικηφόρου ανεκτήθησαν η Ταρσός και η Κύπρος, η πολιτική αυτού όμως έναντι των Ρώσων έφερεν αυτούς εις Βουλγαρίαν και τους κατέστησε απειλή διά την Κωνσταντινούπολιν.

*

Κατά μήνα Νοέμβριον του 969 ο στρατηγός του Νικηφόρου, Πέτρος , ανέκτησε την Αντιόχεια κατόπιν πολιορκίας, και πληροφορηθείς τούτο ο βασιλεύς ετέλεσεν λαμπράν δοξολογίαν εν Κωνσταντινουπόλει.

*

Το αυτοκρατορικόν της Δύσεως αξίωμα μετεβιβάσθη τότε από της φραγκικής δυναστείας των Καρολιδών, εις την γερμανικήν των Οθώνων. Εν αρχή του έτους 962 ο βασιλεύς της Γερμανίας Όθων ο Α΄ εστέφθη εν Ρώμη υπό του τότε αρχιερέως Ιωάννου ΙΒ΄ αυτοκράτωρ Ρωμαίων.

*

Την νύκτα της 10ης προς την 11ην Δεκεμβρίου του 969 ο βασιλεύς Νικηφόρος εδολοφονήθη υπό του άλλοτε στρατηγού Ασίας Ιωάννου Τσιμισκή, του δε ανοσιουργήματος τούτου μετέσχεν η Θεοφανώ, ήτις όμως εξωρίσθη μετ’ ού πολύ υπ’ αυτού. Τη 25η Δεκεμβρίου εστέφθη βασιλεύς ο Ιωάννης Τσιμισκής υπό του πατριάρχου Πολεύκτου.

Προς τον Νικηφόρον Φωκά, τον ούτως οικτρώς καταλύσαντα τον βίον οφείλει το ελληνικόν έθνος μέχρι της σήμερον ευγνωμοσύνην εξαίρετον καθό ανακτήσαντα υπό των Μωαμεθανών την Κρήτην, την Κύπρον και την μεσημβρινοδυτικήν μικράν Ασίαν, και ανασώσαντα τον αυτόθι ελληνισμόν διά της του χριστιανισμού αναζωπυρώσεως. Αλλ’ εν γένει η Ιστορία οφείλει να ομολογήση ότι υπήρξεν είς των αρίστων βασιλέων του μεσαιωνικού ελληνισμού.

*

Ιωάννης Τσιμισκής

Ο νέος βασιλεύς Ιωάννης Τσιμισκής είχε άπαντα τά προτερήματα και άπαντα τά ελαττώματα των γεναίων φύσεων. Δυσεξήγητον δε μένει πάντοτε εις ημάς, πώς τοιούτος διατελέσας δι’ άπαντος του βίου, ανεδείχθη τοσούτον αλλοίος καθ’ όλας τάς περιπετείας του κακουργήματος δι ού εσφετερίσθη την αρχήν.

Πρίν ή επιχειρήση πολεμικήν τινά πράξιν, ο βασιλεύς προσεκάλεσε τον βασιλέα των Ρώσων να λάβη τον συμφωνηθέντα προς τον Νικηφόρον επί τη καταδρομή της Βουλγαρίας μισθόν και να απέλθη εις τά ίδια. Ο Σβιετοσλαύος όμως απέρριψεν επανειλημμένως την πρόσκλησιν ταύτην και ο Ιωάννης διέταξεν αμέσως τά προς την εκστρατείαν απαιτούμενα. Η πρώτη συμπλοκή υπήρξεν νικηφόρος διά τους Βυζαντινούς. Αφού ο πατρίκιος Πέτρος και ο μάγιστρος Βάρδας ο Σκληρός επί κεφαλής 10.000 ανδρών, κατενίκησαν 30.000 Ρώσων εις την βουλγαρικήν μεθόριον. Η εκστρατεία όμως πανστρατιά του ιδίου του βασιλέως ανεβλήθη, αφού ηναγκάσθη να καταστείλη στάσιν του Βάρδα Φωκά διά του στρατηγού Σκληρού. Εν τώ μεταξύ ενυμφεύθη την θείαν των έτι ανηλίκων βασιλοπαίδων Θεοδώραν, την θυγατέρα του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου και κατ’ ακολουθίαν αδελφήν του πατρός των Ρωμανού. Οι γάμοι ετελέσθησαν κατά μήνα Νοέμβριον 970 και επροξένησαν πολλήν αγαλλίασιν εις άπαν το υπήκοον το οποίον επεθύμει την διατήρησιν της μακεδονικής δυναστείας.

Η 28η Μαρτίου 971 ωρίσθη ως ημέρα της εκ Κωνσταντινουπόλεως εξόδου του πεζικού και του ναυτικού στρατού. Την 3ην Απριλίου επέπεσεν ο Ιωάννης απροσδοκήτως επί της Πραισλαύας, πρωτεύουσας της Βουλγαρίας, ήτις εκυριεύθη εντός δύο ημερών, την μεγάλην Πέμπτην, μετωνομάσθη δε εις Ιωαννούπολιν. Ακολούθως βαδίσας οπωσούν βραδέως, δεν επλησίασεν εις Δορύστολον, την σημερινήν Σιλίστριαν, όπου διέτριβεν ο Σβιατοσλαύος, ειμή την 23ην Απριλίου και εύρε τους Ρώσους ετοίμους να υποδεχθώσιν αυτόν εν πυκνή παρατάξει πρό της πόλεως. Η μάχη υπήρξε μακρά και εναγώνιος. Οι Ρώσοι γαυριώντες επί τη αρχαία αυτών πολεμική φήμη ηγωνίσθησαν, ει και πεζοί, μετά ρώμης αγρίας και ενθουσιώδους. Οι περί τον βασιλέα Ιωάννην αναμιμνησκόμενοι τά πρόσφατα αυτών κατά μωαμεθανών κατορθώματα, και επαιρόμενοι επί τώ ιππικώ αυτών, αντετάχθησαν μετ’ εμπειρίας και τεχνικής επιστήμης. Πολλοί έπεσον εκατέρωθεν και η νίκη εφαίνετο αμφιταλαντευομένη μέχρι δείλης βαθείας, ότε ο βασιλεύς επιρράξας κατά των πολεμίων ανά κράτος άπαν το ιππικόν, και αναβοήσας ότι επέστη η ώρα να αποδείξωσι δι’ έργων την αρετήν, επήνεγκεν την κρίσιν του αγώνος. Οι σαλπικταί ηλλάλαξαν το ενυάλιον, βοή αθρόα αντήχησεν, ο στρατός όλος θεωρών τον βασιλέα προκινδυνεύοντα, εξώρμησεν διά ακατασχέτου φοράς κατά των Ρώσων, οίτινες έκλιναν εις φυγήν, και προς το τείχος συνώσθησαν, πολλούς αποβαλόντες των ανδρών κατά την μάχην εκείνην.

Την επιούσαν πολύ πρωΐ ο βασιλεύς διέταξεν την κατασκευήν οχυρού στρατοπέδου και ήρχισεν την πολιορκίαν του Δορυστόλου, το οποίο ήτο ασφαλέστερον ωχυρωμένον της Πραισλαύας και προσέτι κατήχετο υπό 60.000 Ρώσων, ών ηγείτο αυτός ο Σβιατοσλαύος. Τελικώς, κατά τά μέσα Ιουλίου, παρεδώθησαν οι Ρώσοι, και αφέθησαν να διαφύγωσι, αλλά ενώ απέπλευσον εις την αντίθετον όχθην του Ίστρου, επέπεσον κατ’ αυτών πολυάριθμοι Πετσενέγκοι και κατέσφαξαν αυτούς και τον ίδιον τον Σβιατοσλαύον.

Ο δε βασιλεύς Ιωάννης καταβαλών ούτω εντός δύο και ήμισυ περίπου μηνών τον αγέρωχον εκείνον και φοβερόν αντίπαλον και ανακτήσας πάσαν την Βουλγαρίαν, και μετονομάσας το Δορύστολον Θεοδωρούπολιν από του στρατηλάτου και μάρτυρος Θεοδώρου, και καταλιπών εν αυτή φυλακήν αξιόμαχον, επανήλθε μετά τροπαίων μεγίστων εις Κωνσταντινούπολιν. Ο μέν ηγεμών των Βουλγάρων Βορίς ετιμήθη διά του αξιώματος των μαγίστρων, η δε Βουλγαρία εδιοικήθη πλέον ως επαρχία του κράτους.

Ακολούθως ο βασιλεύς Ιωάννης, καθ’ ούς χρόνους ητοιμάζετο να στρατεύση κατά των μωαμεθανών αφήρεσε παρ’ αυτών την επικουρίαν των Παυλιανιτών, τους οποίους μετώκησεν, επί τη συμβουλή του αρχιεπισκόπου Αντιοχείας Θεοδώρου, εις την Θράκην και ιδίως εις την περί την Φιλιππούπολιν χώραν.

*

Ο βασιλεύς Ιωάννης έδωκε προθύμως την συναίνεσιν αυτού, και η εκκαιδεκαέτις Θεοφανώ αναχωρήσασα εκ Κωνσταντινουπόλεως μετά συνοδείας λαμπράς, έφθασεν εις Ρώμην την 14ην Απριλίου 972, όπου ετελέσθη ο γάμος αυτής μετά του Όθωνος Β΄ υπό του πάπα Ιωάννου ΙΓ΄. Η χρηστή, η ωραία και ευφυής αύτη νέα, ήτις εκληρονόμησε μόνα τά προτερήματα της ομωνύμου μητρός της, ίσχυσε βραδύτερον ούκ ολίγον και εις τά δημόσια πράγματα, επιτροπεύσασα διά τον πρώιμον του συζύγου της θάνατον, τον ανήλικον υιόν της Όθωνα Γ΄ και αναδείξασα εις περιστάσεις δυσχερείς μεγαλοφροσύνην και δεξιότητα.

Τοιουτοτρόπως εξασφαλισθείς απανταχόθεν διά της καταπαύσεως των εσωτερικών στάσεων, διά της κατατροπώσεως των Ρώσων και της χειρώσεως της Βουλγαρίας, διά της μετοικεσίας των Παυλιανιτών και διά των φιλικών σχέσεων εις άς περιήλθεν προς τον ισχυρόν δυνάστην της Δύσεως, ο βασιλεύς Ιωάννης ετράπη ήδη κατά των μωαμεθανών της Ανατολής.

Η πρώτη εκστρατεία, ήτις εγένετο τώ 973 διά του δομεστίκου της Ανατολής, απέτυχεν παρά τάς αρχικάς επιτυχίας, και το έαρ του επομένου έτους 974 ανέλαβε ο βασιλεύς την εκτέλεσιν του μεγάλου βουλεύματος. Επέρασε τον Ευφράτιν, εισήλθε εις την Νίσιβιν, ελεηλάτησε πάσαν την πέριξ χώραν, ενέβαλεν εις την μεγάλην Αρμενίαν, εκυρίευσεν την Αμίδαν. Εντεύθεν προήλασε προς την Μύκταρσιν, την πλουσιωτέραν πόλιν της χώρας και ήθελε να προχωρήση μέχρι του Βαγδατίου, αλλά ο καλίφης αυτού έσπευσε να προτείνη πληρωμήν ετησίου φόρου, πράγμα το οποίον ο βασιλεύς Ιωάννης θεώρησε συνετόν να αποδεχθή, και αρκεσθείς εις τάς κατακτήσεις αυτάς επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν.

Άμα αναχωρήσαντος του βασιλέως όμως οι μωαμεθανοί ανέτρεψαν τάς συνθήκας και ανέκτησαν αμέσως πάσας τάς μεταξύ Ευφράτου και Τίγρεως χώρας. Ούτω ο Ιωάννης ετράπη ήδη επί την Συρίαν και ενταύθα εκυρίευσε πρό πάντων την Ιεράπολιν, την Απάμειαν, την Έμεσον και την Ηλιούπολιν. Εν συνεχεία ώρμησε προς Δαμασκόν, όπου επανέλαβε το λάθος να περιωρισθή εις επιβολήν φόρου, διέσχισε το Λίβανον όρος, κατέβη εις την Φοινίκην και εξεπολιόρκησε τάς τε Βαλαναίας και την Βηρυτόν και άλλας τινας πόλεις και απεφάσισε αίφνης να επιστρέψη εις την Βασιλεύουσαν, άδηλον διατί, ενώ είχεν έτι καιρόν να παρατείνη την εκστρατείαν αυτού.

Ο βασιλεύς Ιωάννης απέθανε τη 18η Ιανουαρίου 976 εις ηλικίαν ετών 51, δηλητηριασθείς υπό του παρακοιμωμένου, προέδρου της Συγκλήτου Βασιλείου, δι ενός των ευνούχων υπηρετών του πατρικίου Ρωμανού εις την έπαυλιν του οποίου παρά το όρος Όλυμπος διέτριψεν επί ολίγας ημέρας.

***

Βιβλίον ενδέκατον Τόμος β

Ότε απέθανεν ο βασιλεύς Ιωάννης, εκ των δύο νομίμων διαδόχων, ο μέν Βασίλειος ήτο είκοσι ετών, ο δε Κωνσταντίνος 17. Ο πρώτος ηδύνατο βεβαίως να αναλάβη την πραγματικήν ενάσκησιν της αρχής, αλλ’ ήτο άπειρος και ανέκαθεν ειθισμένος να ευλαβήται τον ευνούχον Βασίλειον ως προστάτην και οδηγόν. Ο πολυμήχανος Βασίλειος (ο ευνούχος) ανεκάλεσεν εκ της εξορίας την μητέρα των δύο βασιλέων, και περιέστειλε την εξουσίαν του Βάρδα Σκληρού, όστις δυσαρεστηθείς ήγειρεν στάσιν κατά του Βασιλείου. Το επιχείρημα του Σκληρού απέτυχεν, ο δε ευνούχος Βασίλειος απηλλάγη επί του παρόντος του επικινδύνου εκείνου αντιπάλου, αλλά δεν επέτυχε τούτο ειμή διά θυσιών ολεθρίων. Οι μωαμεθανοί, αντί να καταπολεμώνται υπό των ημετέρων, απέβησαν τανάπαλιν διαιτηταί της τύχης αυτών, το δε χείριστον, η Βουλγαρία, ωφελουμένη εκ του αντιπερισπασμού τούτου, επανέστη.

*

Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος

Ότε όμως ο βασιλεύς Βασίλειος Β΄ εγένετο εικοσι πέντε ετών, απεφάσισεν να αναλάβη την πραγματικήν διεξαγωγήν των πολεμικών τουλάχιστον πραγμάτων. Και ήρχισεν ούτω ο βασιλεύς Βασίλειος Β΄ το ένδοξον αυτού στάδιον το οποίον έμελλε να διατρέξη απνευστί επί τεσσαράκοντα και επέκεινα ενιαυτούς, ενάμιλλος τη αληθεία αναδεικνύμενος των μεγάλων αυτού κηδεμόνων Νικηφόρου και Ιωάννου.

Η πρώτη εν τούτοις εκστρατεία του απέβη ατυχής υπαιτιότητι όμως του δομέστικου Κοντοστεφάνου, όστις εξηπάτησε τον Βασίλειο λέγοντάς του ότι ο μάγιστρος Λέων Μελισσηνός επεχείρη κατάληψιν της αρχής εν Κωνσταντινουπόλει. Ο Βασίλειος ηναγκάσθη να εγκαταλείψει εσπευσμένως τους Βουλγάρους, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρίαν επέπεσον τώ 981 υπό τον ηγεμόνα αυτών Σαμουήλ, κατά των ημετέρων και καταπλήξαντες αυτούς έτρεψαν εις φυγήν. Αργότερα αντιληφθείς την απάτη ο Βασίλειος Β΄, αρπάσας τον Κοντοστέφανον από των τριχών και της γενειάδος, έρριψε καταγής, αποδείξας ούτω εις πάντας ότι δεν έχει σκοπόν να άγεται και να φέρεται του λοιπού υπό ουδενός. Ενόμισεν πάντως καλόν να μη επιμείνη εις τον βουλγαρικόν πόλεμον πρίν ή ρυθμισθώσι τά ιταλικά πράγματα και κατώρθωσε τώ όντι τώ 982 να κατατροπώση ολοσχερώς διά των στρατηγών αυτού την ισχυράν του Όθωνος Β΄ δύναμιν περί Τάραντα. Έκτοτε η εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχία ανέκτησεν πάντα όσα είχεν αποβάλει εν τη Απουλία και εν τη Καλαβρία κατά τά τελευταία 100 έτη.

*

Τώ 988 ο ηγεμών των Ρώσων Βλαδίμηρος, υιός του Σβιατοσλαύου, επήλθε μετά δυνάμεως ισχυράς επί την άλωσιν της Χερσώνος. Η πόλις παρεδόθη, ο δε Βλαδίμηρος εβαπτίσθη, ως άλλοτε η προμήτωρ αυτού Όλγα, και έλαβε σύζυγον την του Βασιλείου Β΄ αδελφήν Άνναν, μεθ ό ού μόνον την Χερσώνα απέδωκεν, αλλά και επικουρίαν εξαπέστειλε προς τον Βασίλειον Β΄ εις την κατ’ αυτού εκραγείσαν μεγάλην στάσιν, την οποίαν προεκάλεσαν κυρίως οι στρατηγοί της Ασίας, αλλά και άλλοι δυσαρεστηθέντες εκ της αλλαγής στάσεως του βασιλέως. Οι στασιάσαντες είχον ανακηρύξει κεχωρισμένως βασιλείς τον Βάρδαν Φωκάν και τον Βάρδαν Σκληρόν, οι οποίοι όμως τελικώς δεν επέτυχον τους στόχους των.

*

Τώ 992 εξεστράτευσεν ο βασιλεύς από Ιβηρίας (Ασίας) εις Αρμενίαν αναγκάσας τον ηγεμόνα αυτής να συνομολογήση εικοσαετείς ανακωχάς.

Τώ 994 από Κωνσταντινουπόλεως εξεστράτευσε κατά των εμιρών της Συρίας τους οποίους υπεχρέωσε να αναγνωρίσωσι πάλιν την κυριαρχίαν αυτού και να δώσσωσι ομήρους.

Έκτοτε άρχεται ο αδιάλειπτος, ο μακρός, ο διαβόητος αυτού κατά των Βουλγάρων πόλεμος. Τον αγώνα τούτον κατέστησεν αναπόδραστον το οσημέραι αποκαλυπτόμενον βούλευμα του Σαμουήλ ουχί να αφαιρέση, ως άλλοτε συνέβη, επαρχίας τινάς του κράτους, αλλ’ όλως να καταλύση τούτο εν Ευρώπη και να περιποιήση την μέχρι Πελοποννήσου κυριαρχίαν εις την βουλγαροσλαυικήν φυλήν, εφ’ ό επεχείρησε τώ 995 να κυριεύση και αυτήν την Θεσσαλονίκην.

Αλλ’ ο στρατηγός του Βασιλείου Β΄, Νικηφόρος Ουρανός επέπεσεν αιφνιδίως και απροσδοκήτως επί του Σαμουήλ παρά την όχθην του Σπερχειού ποταμού και τον κατετρόπωσεν. Αναρίθμητοι υπήρξαν οι σφαγέντες, επληγώθη και αυτός ο Σαμουήλ, και ο τούτου υιός Ρωμανός, και ήθελον αιχμαλωτευθή, εάν μη έκειντο ως τεθνεώτες, συμμίξαντες εαυτούς μετά των νεκρών, μέχρις ού επιγενομένης νυκτός διέφυγον απαρατήρητοι εις τά όρη των Αιτωλών και εντεύθεν διά της Πίνδου διεσώθησαν εν Βουλγαρία. Και η μέν μάχη αύτη, δι ής η κυρίως Ελλάς και η Πελοπόννησος απηλάγησαν της βουλγαρικής κυριαρχίας δύναται να λογισθή ως έν των μάλλον αξιομνημονεύτων γεγονότων της πατρίου ημών ιστορίας, ο δε αοίδιμος Νικηφόρος ως είς των σωτήρων του Ελληνισμού.

*

Ο αγών έκτοτε διεξήχθη κυρίως εις τά προς βορράν και δυσμάς της Θεσσαλίας χώρας. Μετ’ ού πολύ δε τώ 997 ανεκτήθη το Δυρράχιον, από δε του 999 μέχρι του 1019 δεν έπαυσεν ο Βασίλειος Β΄ στρατεύων κατ’ έτος κατά των Βουλγάρων.

Τώ 1001, επειδή διάφοροι αραβικαί φυλαί επεχείρησαν δεινάς επιδρομάς εις την κοίλην Συρίαν, και περί αυτήν την Αντιόχειαν, απέστειλεν κατ’αυτών αυτόν τον Νικηφόρον Ουρανόν, όστις τωόντι κατατροπώσας επανειλημμένως τους Άραβας, επήγαγε βαθείαν ειρήνην εις τάς ανατολικάς εκείνας χώρας.

*

Τώ 1002 εστράτευσε ο βασιλεύς επί το παρά τον Ίστρον κείμενον Βιδίνιον, και μετά οκτάμηνον πολιορκίαν εκυρίευσε αυτό κατά κράτος.

Ο Σαμουήλ, όστις απέφευγεν, ως φαίνεται, πάντα εκ του συστάδην προς τον Βασίλειον αγώνα, επέπεσε διαρκούσης της πολιορκίας του Βιδινίου, τη 15η Αυγούστου κατά της Αδριανουπόλεως, και την τε πανήγυριν, εξαίφνης διαρπάσας, και άλλην πολύν λείαν συλλέξας, επέστρεψεν εις τά ίδια. Αλλ’ ο βασιλεύς, άμα γενόμενος κύριος του Βιδινίου, απήλθεν εις αναζήτησιν του Σαμουήλ, δηών εν τώ μεταξύ και καταστρέφων πάντα τά καθ’ οδόν βουλγαρικά φρούρια. Πλησιάσας δε εις τά Σκόπια, εύρε πέραν του Αξιού ποταμού, καλουμένου έκτοτε Βαρδάριον, κατεσκηνωμένον τον Σαμουήλ, όστις έπαθεν ενταύθα, ότι είχε πάθει πρό επτά ετών περί Σπερχειόν. Διότι θαρρών εις την πλήμμυραν του ποταμού και νομίζων αυτόν αδιάβατον, διέτριβεν αμερίμνως, ότε είς των στρατιωτών του βασιλέως ευρών πόρον διεβίβασε δι’ αυτού αυτόν, επιπεσόντα ούτω απροσδοκήτως κατά των Βουλγάρων, τρέψαντα αυτούς εις φυγήν, και κυριεύσαντα την τε σκηνήν του Σαμουήλ και όλον αυτού το στρατόπεδον. Αμέσως δ’ έπειτα παρεδώθησαν τά Σκόπια.

Τώ 1014 ο Σαμουήλ, μη αντέχων τάς επιδρομάς του Βασιλείου, απεφάσισε να αντιμετωπίση αυτόν εκ του συστάδην. Τούτο έγινε εις την θέσιν κλειδί. Οι περί τον Σαμουήλ κατέχοντες οχύρωμα εν τη κλεισούρα του Κλειδίου, αντείχον γεναίως και από του ύψους βάλλοντες ετραυμάτιζον πολλούς των επιτιθεμένων, ώστε ο Βασίλειος είχεν αρχίσει να απελπίζεται ότι θέλει κατορθώση την διάβασιν, ότε ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας επενόησε να κάμψη την δυσχωρίαν περιοδεύων μετά της μοίρας του το προς μεσημβρίαν του Κλειδίου κείμενον υψηλόν όρος Βαλαθίσταν, και ανερχόμενος διά των τραχυτάτων αυτού πλευρών. Τούτου δε γενομένου κατήλθεν εξαίφνης την 29ην Ιουλίου εις τά οπίσθια των Βουλγάρων, οίτινες καταπλαγέντες διά το απροσδόκητον του πράγματος, ετράπησαν εις φυγήν εγκαταλιπόντες το τείχος και κατεδιώχθησαν απνευστί υπό τε του Ξιφίου και του Βασιλείου. Αυτός ο Σαμουήλ μόλις διέφυγε τον κίνδυνον τη συνεργεία του υιού του, εις το φρούριον Πρίλαπον (τον σημερινόν Περλεπέν). Ο δε βασιλεύς επεχείρησε ήδη, ως λέγεται, εκδίκησιν φοβεράν κατά των Βουλγάρων. Παρατάξας τους αιχμαλώτους, οίτινες συνεποσούντο κατά τά φημιζόμενα εις 15.000, κατά λόχους ανδρών 100, διέταξε να τυφλωθώσιν οι 99 άνθρωποι εκάστου λόχου, του δε εκατοστού να εξορυχθή ο έτερος μόνον οφθαλμός ίνα δυνηθή να χρησιμεύση ως οδηγός των λοιπών. Ούτω δε έχοντας απέπεμψεν αυτούς εις Πρίλαπον προς Σαμουήλ, όστις λιποθυμίσας άμα είδε το οικτρόν τούτο θέαμα δεν συνήλθεν ειμή μετά καρδιακού παλμού εξ ού απέθανε μετά δύο ημέρας, την 15ην Σεπτεμβρίου, τον διεδέχθη δε ο υιός του Γαβριήλ, κατά πολύ όμως υποδεέστερος του πατρός του.

Ο Βασίλειος, όστις εκ της προηγουμένης συμπεριφοράς του ωνομάσθη ήδη Βουλγαροκτόνος, εν μέσω χειμώνος ενέβαλεν εις Πελαγονίαν, επυρπόλησε τά εν Βουτελίω βασίλεια του Γαβριήλ, εκυρίευσε τά φρούρια Πριλάπου και Στυπέτου και έπειτα επέστρεψεν αύθις εις Θεσσαλονίκην τη 9η Ιανουαρίου 1015.

Εν έτει 1018 επήλθεν η οριστική κρίσις του μεγάλου βουλγαρικού αγώνος. Ο νέος ηγεμών των Βουλγάρων Ιωάννης, δολοφονήσας τον εξάδελφό του Γαβριήλ, απεφάσισε να πολιορκήσει το Δυρράχιον. Κραταιάς γενομένης όμως συμπλοκής έπεσεν ο Ιωάννης και ο θάνατος αυτού, μετά τον θάνατο του Σαμουήλ και του Γαβριήλ και μετά τοσαύτας συμφοράς και ήττας των τεσσάρων μάλιστα τελευταίων ενιαυτών, κατέπεισε τους Βουλγάρους ότι ανάγκη να υποκύψωσιν εις το πεπρωμένον.

Ο βασιλεύς Βασίλειος, πληροφορηθείς τά συμβάντα, έσπευσε να στρατεύση δι’ υστάτην φοράν εκ Κωνσταντινουπόλεως εν έαρι του 1018 ίνα δρέψη τά άθλα της καρτερίας αυτού και της δεξιότητος, αφού πλέον τά τελευταία οχυρά των Βουλγάρων ήρχισαν να παραδίδωνται το έν κατόπιν του άλλου, δηλώνοντας υποταγήν εις τον Βασίλειον, εις τον οποίον η ιστορία επεκύρωσε την επωνυμίαν του Βουλγαροκτόνου.

Εν γένει δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι από των λαμπροτέρων χρόνων του Ηρακλείου ουδέποτε το ανατολικόν κράτος τηλικούτον εκτήσατο αξίωμα εν τώ κόσμω. Εν Ασία ήρχεν από Κολχίδος μέχρι της Άνω Συρίας και προς ανατολάς μέχρι της μεγάλης Αρμενίας. Εν Ευρώπη από του Ίστρου μέχρι του Ταινάρου και προς δυσμάς μέχρι της Αδριατικής και μέχρι της Κροατίας. Εν ταίς μεταξύ θαλάσσαις από της Ταυρικής χερσονήσου μέχρι της Κύπρου και Κρήτης. Μία αδελφή του Βασιλείου, η Θεοφανώ, είχε καθήσει εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον της Γερμανίας, μία άλλη, η Άννα, επί του ηγεμονικού της Ρωσίας θρόνου.

Ο Βασίλειος Β΄ νοσήσας απεβίωσεν τη 15η Δεκεμβρίου του 1025 και ετελείωσεν το ένδοξον αυτού στάδιον εις ηλικίαν 70 ετών. Υπήρξεν ο τελευταίος των τριών ηρώων οίτινες εκλέϊσαν τον μεσαιωνικόν ελληνισμόν κατά το δεύτερον ήμισυ της δεκάτης και το πρώτον τέταρτον της ενδεκάτης εκατονταετηρίδος. Ο Φωκάς, ο Ιωάννης και ο Βασίλειος.

*

Παρακμή της μακεδονικής δυναστείας

Κωνσταντίνος Η΄ - Ζωή – Ρωμανός Γ΄ Αργυρός - Μιχαήλ Δ΄ - Μιχαήλ Ε΄ - Θεοδώρα - Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος Ζωή - Μιχαήλ Στρατιωτικός - Ισαάκιος Κομνηνός

Τον Βασίλειο Β΄ διεδέχθη ο αδελφός αυτού Κωνσταντίνος Η΄, όστις αν και 67 ετών, έχαιρεν έτι εις ιπποδρομίας και μίμους και γελωτοποιούς και διανυκτέρευε περί κύβους και κοττάβους, καθαιρών μέν τους επί αρετή και πείρα προέχοντας, ανάγων δ’ αντ’ αυτών εις τά υψηλότατα αξιώματα ανδράποδα ανίκανα και κατά πάντα λόγον ουτιδανά. Απεβίωσεν πάντως τον Νοέμβριον του 1028.

Ο Κωνσταντίνος Η΄ άρρενα μέν τέκνα δεν κατέλιπε, τρείς δε μόνον θυγατέρας, την Θεοδώρα, την Ζωή και την Ευδοκία. Ούτω εις τον θρόνον ανήλθε ο πατρίκιος Ρωμανός Αργυρός νυμφευθείς την Ζωή, ήτις ήγε το 48ον έτος της ηλικίας της. Ο νέος βασιλεύς Ρωμανός Γ΄, όσω μέτριος άνθρωπος και αν ήτο, δεν είχε τάς κακίας του Κωνσταντίνου. Ανεκάλεσεν εις την υπηρεσίαν, ή άλλως παρεμύθησε πολλούς εκ των καταδιωχθέντων υπό του προκατόχου του επισήμων ανδρών.

Και ενώ το κράτος εξηκολούθει όν σεβαστόν παρά τοίς έξω και οι πολέμιοι περιεστέλλοντο και εν μέρει κατετροπούντο υπό των στρατηγών και ναυάρχων, οι οποίοι ανεπλήρουν την ανικανότητα και τά αμαρτήματα του βασιλέως, ο βασιλεύς επέπρωτο να γίνη θύμα των παρηλίκων ερωτικών παθών της ιδίας αυτού συζύγου. Τη 11 Απριλίου 1034, απελθόντος του βασιλέως εις το εν τώ παλατίω βαλανείον, απέπνιξεν αυτόν εν τη κολυμβήθρα του λουτρού ο Μιχαήλ, νεαρός εραστής της Ζωής.

Αλλ’ η Ζωή ήτις ανεβίβασεν εις τον βασιλικόν θρόνον τον εραστήν αυτής νομίζουσα ότι, αντί ανδρός και βασιλέως θέλει έχει δούλον και διάκονον εψεύσθη της ελπίδος. Την πραγματικήν εξουσίαν κατέλαβεν ουχί η Ζωή, αλλά ο πρεσβύτερος του Μιχαήλ Δ΄ αδελφός Ιωάννης, όστις πρακτικός άνθρωπος ών και δραστήριος, ανέλαβε την όλην των πραγμάτων κυβέρνησιν υπό το ταπεινόν αξίωμα του ορφανοτρόφου.

Εν έτει 1041 ενώ απεβάλλετο πάσα η Σικελία, πλήν της Μεσσήνης, συγχρόνως απεβάλλετο και η κάτω Ιταλία, πλήν τεσσάρων πόλεων, Βρεντησίου, Υδρούντος, Τάραντος και Βάριος. πάσα δε η λοιπή χώρα είχε περιέλθει ήδη εις την εξουσίαν των Νορμαννών. Και τούτο λόγω της αφρόνου συμπεριφοράς του Ιωάννου, όστις έφερεν εις Κωνσταντινούπολιν δέσμιον τον ικανόν στρατηγόν Μανιάκη, παρά τάς επιτυχίας τούτου κατά των Σαρακηνών, και απέστειλε εις την κάτω Ιταλία κατεπάνο, τον Μιχαήλ Δοκειανό, άνθρωπο ανάξιο, και κατατροπωθέντα υπό των Νορμαννών.

Αλλά και η Βουλγαρία επανέστη ήδη από του 1040 ένεκα της αδυσωπήτου χρηματολογίας τού ορφανοτρόφου Ιωάννου. Αλλ’ ευτυχώς η στάσις αύτη κατεστάλη εντός έτους.

Ο Μιχαήλ Δ΄ απεβίωσε την 10ην Δεκεμβρίου 1041, ώστε η Ζωή έμεινε μόνη των πραγμάτων κυρία και την 11ην Δεκεμβρίου 1041 έστεψεν βασιλέα τον ανεψιόν του ορφανοτρόφου Καίσαρα Μιχαήλ Ε΄, όστις όμως θελήσας ν’ απαλλαγή της Ζωής απέτυχε λόγω αντιδράσεων του πλήθους. Τελικώς ο Μιχαήλ Ε΄ κατέφυγε μετά του θείου του εις την μονήν του Στουδίου τώ 1042 και έλαβον το μοναχικόν σχήμα. Ούτω η Ζωή εγένετο πάλιν εγκρατής της βασιλείας, ηναγκάσθη δε υπό του πλήθους να συμβασιλεύση μετά της αδελφής της Θεοδώρας.

Την 11ην Ιουνίου η Ζωή συνεζεύχθη τον Κωνσταντίνο Μονομάχο και την επιούσαν έστεψεν αυτόν βασιλέα, 50 περίπου ημέρας από της εξώσεως του Μιχαήλ Ε΄.

Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος ήτο άνθρωπος μέτριος, αλλ’ αι δυσχέρειαι προς άς είχε να παλαίση είχον κορυφωθή, ώστε η βασιλεία αυτού απέβη μία των ολεθριωτέρων της πατρίου ημών ιστορίας.

Περί τά μέσα του 1043 ο τότε ηγεμών των Ρώσων Γιαροσλάβ, εξέπεμψε επί την Κωνσταντινούπολιν στρατιάν 100.000 ανδρών υπό τον ίδιον υιόν Βλαδίμηρον, καταπλεύσασαν διά μονοξύλων εις τον παρά το στόμιον του πόντου λιμένα του Φάρου, απεκρούσθησαν όμως υπό του βασιλέως. Και αύτη υπήρξε η τελευταία των Ρώσων εκστρατεία κατά της Ελλάδος. Μετά τρία έτη ο ηγεμών αυτών συνωμολόγησεν ειρήνην προς τον αυτοκράτορα και έκτοτε η Ρωσία, περιπεσούσα επί πολλούς αιώνας εις δεινάς εμφυλίους διενέξεις, δεν ηδυνήθη πλέον να επιχειρήση εξωτερικάς κατακτήσεις.

*

Ο Κωνσταντίνος Θ΄ μόλις διατάξας τά περί της κατά των Τούρκων εκστρατείας, οι οποίοι επί των ημερών αυτού ήρχισαν τάς ωχλήσεις, απεβίωσε τη 11η Ιανουαρίου 1055 εκ της πρό καιρού κατατρυχούσης αυτόν ποδάγρας.

Άμα αποθανόντος του βασιλέως οι άνδρες της πολιτικής μερίδος ανηγόρευσαν βασίλισσαν την Θεοδώραν γενομένη τώ όντι απλούν όργανον αυτών. Τη 30η Αυγούστου απεβίωσεν η Θεοδώρα και εξέλιπεν μετ’ αυτής ο τελευταίος περιλιπόμενος γόνος του μακεδονικού οίκου.

Την ιδίαν ημέραν ανηγορεύθη βασιλεύς ο πατρίκιος Μιχαήλ Στρατιωτικός, βυζάντιος την καταγωγήν, ήδη πρεσβύτης ών και όλως άπειρος των πραγμάτων.

Όθεν οι εν Κωνσταντινουπόλει διατρίβοντες μεγάλοι του κράτους στρατηγοί, συνενοήθησαν κρυφίως, προϊσταμένου του Κατακαλών Κεκαυμένου, του Ισαάκ Κομνηνού και του Βρυενίου, και απεφάσισαν να καθαιρέσωσι τον Μιχαήλ και να αναγορεύσωσι βασιλέα ομοθυμαδόν τον Κεκαυμένον, ως προέχοντα ομολογουμένως των άλλων κατά τε την ηλικίαν και την ανδρείαν και την εμπειρίαν. Αλλ’ ο συνετός και μετριόφρων Κεκαυμένος προέτεινα αντ’ αυτού τον Ισαάκ Κομνηνό, όστις προσενεγκών λαμπράς εις το κράτος υπηρεσίας, είχε προσέτι το προτέρημα ότι κατήγετο εξ οίκου ευκλεούς.

Κατά μήνα Ιούλιον αντιπαραταχθέντων των βασιλικών στρατών και των στρατών των συνομοτών ηττήθησαν τά βασιλικά στρατεύματα περί Νίκαιαν.

Τη 30η Αυγούστου ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος και οι συγκλητικοί έπεισαν τον βασιλέα να παραιτηθή ενώ ευφήμησαν τον Κομνηνόν ως βασιλέα. Την 1ην Σεπτεμβρίου 1057, απελθών επισήμως εις την μεγάλην εκκλησίαν, εταινιώθη από του άμβωνος αυτής διά του βασιλικού διαδήματος υπό του πατριάρχου και ανηγορεύθη βασιλεύς αυτοκράτωρ ο Ισαάκιος Κομνηνός, όστις υπήρξεν ο αρχηγέτης της των Κομνηνών δυναστείας.

*

Το σχίσμα των δύο εκκλησιών

Τη 16η Ιουλίου 1054, ενώ κλήρος και λαός ήσαν συνηγμένοι εν τώ ιερώ της του Θεού Σοφίας, ο Ούμβερτος, επικεφαλής αποκρισιαρίων του πάπα Λέοντος Θ΄ (όστις όμως απέθανεν πρίν ή ο Ούμβερτος αφιχθεί εις Κωνσταντινούπολιν) και οι περί αυτόν, εισβαλόντες εις τον ναόν του κυρίου, και ασεβώς ταράξαντες την θείαν λειτουργίαν, προσήλθον μέχρι της αγίας τραπέζης, απέθεσαν επ’ αυτής αφορισμόν κατά του πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, και έπειτα εξήλθον εκτινάσσοντες τον κονιορτόν των ποδών αυτών και επικαλούμενοι την θείαν δίκην !

Οπόση ήτο η ανοχή και η μετριοπάθεια των ημετέρων, ουδέποτε απεδείχθη λαμπρότερον, ή κατά την φοβεράν εκείνην στιγμήν, καθ’ ήν έν νεύμα του πατριάρχου ηδύνατο να επαγάγη δεινήν της κακουργίας τιμωρίαν. Και όμως, ο ιεράρχης ημών επέτρεψε την αβλαβή αυτών εκ του ναού έξοδον. Μετά δε δύο ημέρας ηδυνήθησαν επίσης αβλαβώς να απέλθωσι εκ Κωνσταντινουπόλεως, αφού απεχαιρέτισαν τον βασιλέα και έλαβον παρ’ αυτού τά ειθισμένα δώρα…

Ο Ούμβερτος και οι άλλοι τοποτηρηταί επέστρεψαν τη 20η Ιουλίου. Δυστυχώς όμως αφ’ ενός ούτοι εις ουδεμίαν επείθοντο να έλθωσι σχέσιν προς την ιεράν σύνοδον, και ουδεμία να δώσωσι εξήγησιν περί του υβριστικού αυτών εγγράφου, αφ’ ετέρου η κοινή γνώμη της βασιλευούσης είχεν επί τέλους τοσούτον παροξυνθή ώστε δεν ηδύναντο ήδη άνευ εσχάτου κινδύνου να παρατείνωσι την εν αυτή διατριβήν, και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος ηναγκάσθη να προτρέψη αυτούς να απέλθωσιν όσον τάχιστα οριστικώς. Κάλλιστα δε έπραξε τούτο, διότι μόλις ανεχώρησαν εξερράγη, ένεκα της κορυφωθείσης κατ’ αυτών αγανακτήσεως, στάσις, ήτις μετά κόπου κατηυνάσθη.

*

Κωνσταντίνος Δούκας – Ευδοκία - Ρωμανός Διογένης - Μιχαήλ Ζ΄ (παραπινάκιος)

Περί τά τέλη του 1059 ο Ισαάκιος Κομνηνός, προσβληθείς εν κυνηγίω υπό κεραυνού και νοσήσας, παρητήθη της βασιλείας και ησπάσθη τον μοναχικόν βίον εν τη μονή του Στουδίου. Προεχειρίσατο δε βασιλέα τον αρχαίον αυτού συναγωνιστήν Κωνσταντίνον Δούκαν, όστις ήτο μέν είς των στρατηγών οίτινες εστασίασαν κατά του Μιχαήλ Στρατιωτικού, αλλ’ έκτοτε παρεδόθη εις την μερίδα των λογίων.

Ο Κωνσταντίνος Δούκας, στεφθείς κατά την εορτήν τής Χριστού γεννήσεως 1059, επέστεισεν μέν πλείστην προσοχήν εις την πολιτικήν διοίκησιν, εις την διαχείρισιν της δικαιοσύνης, εις την βελτίωσιν των οικονομικών, εις την προστασίαν των γραμμάτων, παντελώς δε ωλιγώρησε του στρατού, όστις περιήλθεν εκ τούτου εις την εσχάτην παραλυσίαν. Εν τώ διαστήματι της οκταετούς του Δούκα βασιλείας 1060-1067, οι Τούρκοι ού μόνον ελεηλάτησαν την Ιβηρίαν, την Μεσοποταμίαν, την Χαλδαίαν, την Μελιτηνήν, την Κολώνειαν, και όλας τάς περί τον Ευφράτην χώρας, αλλά και οριστικώς εκυρίευσαν την μεγάλην Αρμενίαν. Αφ’ ετέρου εν τη κάτω Ιταλία, οι Νορμαννοί κατέλαβαν όλας τάς πόλεις όσας κατείχον έτι αυτόθι οι ημέτεροι, εξαιρέσει μιάς και μόνης, της Βάριος.

Ο Κωνσταντίνος Δούκας απεβίωσε κατά Μάιον του 1067, αφού είχεν αναθέσει την επιτροπείαν των ανηλίκων αυτού υιών Μιχαήλ, Ανδρονίκου και Κωνσταντίνου, εις την μητέρα αυτών Ευδοκία. Η τελευταία συνεζεύχθη τον Ρωμανό Δ΄ Διογένη εκ Καππαδοκίας, όστις και ανηγορεύθη βασιλεύς τη 1η Ιανουαρίου 1068.

Ο Ρωμανός είχε να παλαίση προς δυσχερείας μεγάλας, ών η μεγίστη ήτο η ακμάζουσα και οσημέραι προαγομένη απ’ ανατολών επιδρομή των Σελδζουκιδών Τούρκων. Εν έτει 1069 εξεστράτευσεν δίς κατά των Τούρκων, αλλά βλέπων ότι παντού όπου δεν ήτο παρών οι υποστράτηγοι αυτού, ή ενικώντο ή ουδόλως ηγωνίζοντο, και αηδιάσας, επέστρεψε κατά το φθινόπωρο εις Βυζάντιον.

Μάχη του Ματζικέρτ

Τη 13η Μαρτίου 1071 εξεστράτευσεν ο βασιλεύς Ρωμανός Δ΄ κατά των Τούρκων, θελήσας να αντιμετωπίση τον σουλτάνον αυτών Άλπ Αρσλάν και να συνάψη προς αυτόν κρίσιμον περί των όλων αγώνα. Η μάχη εγένετο περί την πόλιν Ματζικέρτ και παρά την προδοτικήν συμπεριφοράν του φράγκου στρατηγού Ρουσέλιου και του Έλληνος Ταρχανιώτου, οίτινες ηρνήθησαν να συμπράξουν, ο βασιλεύς Ρωμανός αιφνιδίασε τους Τούρκους και έτρεψεν αυτούς εις φυγήν. Ήρχισε δε ήδη να κλίνη η ημέρα, ότε ο Ρωμανός μη έχων τους αντιπολεμούντας και φοβηθείς μήπως, επελθούσης της νυκτός, επιστρέψωσιν αίφνης οι Τούρκοι και προσβάλλωσιν ή το αφύλακτον στρατόπεδόν του, ή και αυτόν μακράν του στρατοπέδου ευρισκόμενον, απεφάσισε να ανακάμψη εις αυτό. Όθεν, διέταξε να τραπή προς τά οπίσω η βασιλική σημαία. Αλλά τά τάγματα, όσα ευρίσκοντο οπωσούν μακράν, ιδόντα τάς σημαίας οπισθορμήτους, υπέλαβον το πράγμα ως ήτταν, την δε πλάνην ταύτην ενίσχυσεν εξ επιβουλής, αν πρωτος δεν διέδωκεν, ο του Ιωάννου Δούκα υιός Ανδρόνικος, ώστε αντί τακτικής επιστροφής, συνέβη φυγή ελεινή, προεξάρχοντος του Ανδρονίκου. Εις μάτην ο βασιλεύς ανεκάλει τους φεύγοντας, ουδείς ήτο ο υπακούων. Ούτω δε μη έχων περί εαυτόν ειμή ολίγους άνδρας και πανταχόθεν περικυκλωθείς υπό των πολεμίων, αντέσχεν όμως επί μακρόν, πολλούς τούτων φονεύσας. Τελευταίον επληγώθη εις την χείρα διά φασγάνου. Έπειτα κατακοντισθέντος του ίππου αυτού, ηναγκάσθη να πεζεύση, και πάλιν δε αντηγωνίζετο, ότε περί το εσπέρας αποβαλών τάς δυνάμεις συνελήφθη αιχμάλωτος, αλλ’ έτυχε καλής μεταχειρίσεως υπό του Άλπ Αρσλάν, του οποίου αξίζει να μνημονεύσωμε την φράση : «κατ’ εμέ άφρων είναι ο άνθρωπος ο μη αναλογιζόμενος το παλίντροπον της τύχης και μη ευλαβούμενος τάς των άλλων συμφοράς». Μετά οκτώ δε ημέρας συνωμολόγησαν συνθήκην ειρήνης επί τη βάσει της καταπαύσεως των τουρκικών επιδρομών και της αμοιβαίας των αιχμαλώτων αποδόσεως. Ο βασιλεύς υπέσχετο προσέτι αδρά εις τον σουλτάνον λύτρα και απολυθείς μετά πάσης τιμής απήλθεν κατευθυνόμενος προς την Κωνσταντινούπολιν.

 

Αυτόθι όμως εγένετο θύμα συνωμοσίας του καίσαρος Ιωάννου Δούκα όστις έσπευσεν από κοινού μετά των ομοφρόνων και πρό πάντων μετά του υπάτου των φιλοσόφων Ψελλού, να αναγορεύση μόναρχον αυτοκράτορα τον ανεψιόν του Μιχαήλ, τον υιόν του προηγουμένου βασιλέως Κωνσταντίνου Δούκα. Ο Ρωμανός θανατωθείς δι εντολών των συνομωτών, ετήρησε απτόητον φρόνημα μέχρις εσχάτων και εκηδεύθη εν τη νήσω Πρώτη υπό της Ευδοκίας, ήτις εξωρίσθη εις μοναστήριον και απεκάρη άκουσα.

Εις το Βυζάντιον επεκράτει πλέον υλική και ηθική παραλυσία οικτρά εκπροσωπουμένη υπό στρατού μέν συγκειμένου εκ πάσης φυλής και γλώσσης, και κακώς συντηρουμένου, υπό ηγεμόνος δε αθλίου, του Μιχαήλ Ζ΄ και του έτι αθλιωτέρου διδασκάλου και συμβούλου Ψελλού, όστις δεν ησχύνθη να καυχηθή εν τισι των ιδίων συγγραμμάτων, ότι είπερ τις και άλλος συνετέλεσεν εις την πτώσιν του ανδρός, εξ ού και μόνον ηδύνατο να επέλθη κοινή σωτηρία.

*

Νικηφόρος Βοτανειάτης – Αλέξιος Κομνηνός

Οι Τούρκοι υπολαβόντες διά του θανάτου του Ρωμανού Διογένους ανατραπείσας τάς προς αυτόν γενομένας συνθήκας, ού μόνον εις την Γεωργίαν ενέβαλον, αλλά και εις την Μ. Ασίαν εισώρμησαν πολυάριθμοι, κατακυριεύοντες ήδη τά θέματα αυτής και ουχί ως πρότερον εις σποραδικάς λεηλασίας περιοριζόμενοι.

Εν διαστήματι έξ περίπου ενιαυτών ο στρατός παρημελείτο και κατετρέχοντο οι άριστοι ηγεμόνες αυτού. Όθεν κατά Σεπτέμβριον και Οκτώβριον του 1077, δύο εξερράγησαν επαναστάσεις, εν Ευρώπη τε και εν Ασία. Προσηκειωθείς τους Τούρκους επεκράτησεν αναιμωτί εν Κωνσταντινουπόλει ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός των ανατολικών, όστις εν αρχή του 1078 κατέλαβεν το υπέρτατο αξίωμα. Ο Μιχαήλ Ζ΄ εγκαταληφθείς σχεδόν υπό πάντων, απέθετο την αρχήν και έλαβε το μοναχικόν σχήμα μετά της συζύγου αυτού Μαρίας και του υιού Κωνσταντίνου.

Αλλά τον γέροντα Βοτανειάτη ανέτρεψε ο νεαρός Αλέξιος Κομνηνός, αδελφός του Ισαάκιου, αφού προηγουμένως κατενίκησε με ευαριθμήτους δυνάμεις τους στασιαστάς εν Ευρώπη Βρυένιον και Βασιλάκιον με τους οποίους συνέπραττον Νορμαννοί και Πετσενέγοι, αλλά και ο ίδιος ο Αλέξιος διέφυγε επικείμενη δολοφονία του. Τοιουτοτρόπως, εν μηνί Απριλίω 1081 κατέλαβεν την υπερτάτην αρχήν ο Αλέξιος Κομνηνός εις ηλικίαν ετών 24, λαβών μάλιστα ως συμβασιλέα τον υιόν του Μιχαήλ Ζ΄ Κωνσταντίνον, όστις επρόκειτο να νυμφευθή την εις Κωνσταντινούπολιν ήδη ευρισκομένη κόρην του Ροβέρτου Γυισκάρδου Ελένην.

*

Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος (=πανούργος), ηγεμών των Νορμαννών κατά μήνα Ιούνιον του 1081, απέπλευσεν επί την Κέρκυραν, ήν η κόρη του Αλεξίου Άννα Κομνηνή, η αργότερον γράψασα την Αλεξιάδα, ονομάζει Κορυφώ (εξ ού Corfu), και εγένετο κύριος της νήσου εντός ολίγων ημερών.

Τη 18η Οκτωβρίου 1081 συνεκροτήθη κρίσιμος μάχη μεταξύ Νορμαννών και ημετέρων περί το Δυρράχιον, την οποίαν ενίκησεν ο Ροβέρτος και εις την οποία συμμετείχε και ο Αλέξιος. Και ο μέν πάπας Γρηγόριος Ζ΄ σπεύσας να συγχαρή επ’ αυτή τον σύμμαχόν του, απέδωκεν το κατόρθωμα εις τάς ευλογίας του αγίου Πέτρου η δε αλήθεια είναι ότι η νίκη ωφείλετο εις το κατά τους χρόνους εκείνους ακμάζον αρειμάνιον πνεύμα των δυτικών.

Κατά Φεβρουάριον του 1082, διά προδοσίας Ενετού τινός, ο Ροβέρτος κατέστη τελευταίον κύριος του μεγάλου εν Δυρραχίω φρουρίου. Εντεύθεν δε ως από ασφαλούς ορμητηρίου επεχείρησεν κατάκτησιν της άλλης Ιλλυρίας. Η εκρραγείσα όμως εις την κάτω Ιταλία επανάστασις ηνάγκασε τον Ροβέρτο να επιστρέψη περί τά μέσα του 1082 εις την ιδίαν χερσόνησον, τόσω μάλλον όσω συγχρόνως ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄ περιέστη εις έσχατον κίνδυνον από του Ερρίκου Δ΄ της Γερμανίας. Ο Ροβέρτος κατέλιπεν μέν εν Ελλάδι τον υιόν Βοημούνδον μεθ’ όλης της δυνάμεως , ο δε Βοημούνδος κατ’ αυτό εκείνο το έτος εκυρίευσε τά τε Ιωάννινα και την Άρταν. Εν αρχή όμως του 1083 συγκροτείται περί την Λάρισαν μάχη μεγάλη και εναγώνιος και κατατροπούνται οι Νορμαννοί και υποχωρούσι κακώς έχοντες εις Καστορίαν, της οποίας όμως η άλωσις εγένετο εγκαίρως πρίν ή έλθωσι επικουρίαι εξ Ιταλίας.

Εν έαρι του 1085 ο γέρων Ροβέρτος εκυρίευσε μέν προ πάντων την Κεφαλληνίαν, αλλά μετ’ ολίγας ημέρας απέθανεν αυτόθι. Και τότε ο νορμαννικός στρατός διελύθη τήδε κακείσε. Η διχόνοια μεταξύ των υιών του Ροβέρτου απέτρεψεν αυτούς επί μακρόν χρόνον από της εκτελέσεως των του πατρός βουλευμάτων. Το δε Δυρράχιον και πάντα της παραλίας τά φρούρια και πάσαι αι προς δυσμάς νήσοι ανεκτήθησαν αύθις υπό του Αλεξίου.

*

1η Σταυροφορία

Από του τέλους του νορμαννικού πολέμου ο Αλέξιος δεν έπαυσεν αδιακόπως σχεδόν αγωνιζόμενος κατά Τούρκων, Πετσενέγων, Κομάνων, ότε αίφνης τώ 1096 νέα εξερράγη από δυσμών θύελλα, η καλουμένη πρώτη σταυροφορία. Αναχωρήσαντες από διαφόρων σημείων της Ευρώπης και διαφόρους ακολουθήσαντες οδούς, οι σταυροφόροι, ως χείμαρροι από διαφόρων ορέων κατερχόμενοι εις μέγαν τινα ποταμόν, έμελλον να συγχωνευθώσιν εις έν μέγα στρατόπεδον περί τάς πύλας της Κωνσταντινουπόλεως.

Πρώτος έφθασεν αυτόθι ο Γοδοφρέδος ο Βουϊλώνος, δούξ της κάτω Λοθαριγγίας. Ο Γοδοφρέδος ανεχώρησε κατά Αύγουστον του 1096 μετά 10.000 ιππέων και 70.000 πεζών και διελθών διά της Γερμανίας και Ουγγαρίας έφθασεν εις τά σύνορα της Βουλγαρίας. Αλλά και ο Ούγων, ο αδελφός του βασιλέως της Γαλλίας Φιλίππου Α΄, διαπεράσας από της Ιταλίας εις Δυρράχιον, διετέλει ήδη εν Κωνσταντινουπόλει υπό περιορισμό.

Τούτων είχον βεβαίως προηγηθή αι εκκλήσεις και τά κηρύγματα του πάπα Ουρβανού Β΄ και του Πέτρου του ερημίτου, όστις μάλιστα είχεν ήδη εκδράμει μετά πολλών άλλων προδρόμων ασυντάκτων, οι οποίοι έλεγον μέν ότι έρχονται να λυτρώσωσι τον άγιον Τάφον από της τουρκικής τυραννίας, επιλαμβανόμενοι όμως πάσης περιστάσεως, επεχείρουν δεινήν του κράτους δήωσιν.

Όθεν ο Αλέξιος, επειδή δεν ηδύνατο να απαλλαγή των επιζημίων τούτων επικούρων, εστοχάσθη απαραίτητον τουλάχιστον να ορίση δι’ επισήμου εγγράφου τάς πρός αυτούς σχέσεις του, υποσχόμενος μέν πάσαν εύλογον συνδρομήν, απαιτών δε αφ’ ετέρου ώστε να αποδοθώσιν εις αυτόν πάντα όσα ήθελον ανακτήσει εις Ασίαν.

Ούτω τη 25 Μαρτίου 1097 ο Γοδοφρέδος και ο Ούγων ώμοσαν υποταγήν εις τον Αλέξιον και συνωμολογήθησαν συνθήκαι, των οποίων εάν οι όροι εξετελούντο ειλικρινώς, ουδέποτε η ιστορία ήθελεν αναφέρει επιχείρημα χριστιανικώτερον, δικαιότερον και ευεργετικώτερον. Αλλ’ η χρηστή του Γοδοφρέδου προαίρεσις δεν συνεβιβάζετο προς τά πάθη και τά συμφέροντα εξ ών εκινήθησαν οι πλείστοι των συναγωνιστών αυτού και πρό πάντων ο προκηρύξας τάς σταυροφορίας αρχιερεύς της Ρώμης.

Ο μετά τον Γοδεφρέδον πρώτος αφικόμενος εις Κωνσταντινούπολιν σταυροφόρος ηγεμών υπήρξεν ο του Ροβέρου Γυσκάρδου υιός Βοημούνδος μετά του ανεψιού αυτού Ταγκρέδου. Ο Βοημούνδος παρέστη νύν ως προστάτης και πρόμαχος του κράτους εκείνου του οποίου πρό μικρού έτι είχε διατελέσει αναφανδόν πολέμιος. Ούτος έφθασεν εις τά περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως την 1ην Απριλίου 1097, και εκεί ο Γοδεφρέδος ο Βουϊλλώνος, κατέπεισε τον δυσήνιον Βοημούνδο να προσέλθη αυτοπροσώπως εις Κωνσταντινούπολιν και να ομόση πίστιν τώ βασιλεί, και όχι βεβαίως να επιτεθή κατ’ αυτού, όπως προετίθετο να κάνη.

Ακολούθησε ο κόμης της Φλάνδρας Ροβέρτος όστις εμιμήθη το παράδειγμα του Γοδεφρέδου και του Βοημούνδου, και διεπεραιώθη επίσης εις Ασίαν.

Έσχατος πάντων εστράτευσεν ο Ραιμούνδος, κόμης Τολλώσης και του αγίου Γιλλίου, όστις βραδύτερον έμελλε να αναδειχθή είς των πιστοτέρων υπερμάχων του Αλεξίου.

*

Τη 20η Ιουνίου 1097 οι σταυροφόροι κατέλαβον τήν Νίκαιαν με την αποφασιστικήν συμβολήν του Αλεξίου και μετά ενός μηνός πολιορκία. Η πόλις παρεδόθη εις τον Αλέξιον, όστις μετά τούτο επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν διά να ετοιμάση νέα στρατεύματα, ενώ μετά των σταυροφόρων συνεκπέμφθη ο στρατηγός Τατίκιος μετά των 40.000 ανδρών του. Οι σταυροφόροι κατά Οκτώβριον έφθασαν εις Αντιόχειαν της οποίας επεχείρησαν την πολιορκίαν. Διαρκούσης όμως αυτής, είς των Φράγκων ηγεμόνων, ο του Γοδεφρέδου αδελφός Βαλδουΐνος, παρεβίασεν πρώτος αναφανδόν τάς προς τον Αλέξιον συνθήκας. Ούτος καταλαβών την ελληνικήν Έδεσσαν μεταξύ των πηγών του Τίγρεως και του Ευφράτου, και δολοφονήσας τον διοικητήν αυτής Θεόδωρον, ιδρύει την πρώτην φραγκικήν εν τη Ανατολή ηγεμονίαν. Το παράδειγμα δε αυτού έμελλον μετ’ ολίγον να μιμηθώσιν οι πλείστοι των σταυροφόρων ηγεμόνων.

Τη 3η Ιουνίου 1098 εάλω η Αντιόχεια υπό αρνησιθρήσκου τινός παραδοθείσα, συνεννοηθέντος μετά του Βοημούνδου. Ο τελευταίος παρά τάς αντιρρήσεις του Ραιμούνδου, κατέλαβεν οριστικώς την Αντιόχεια και ίδρυσε αυτόθι δευτέραν φραγκικήν ηγεμονίαν, εγκαταστήσας μάλιστα εν αυτή και Λατίνον πατριάρχην μετά κλήρου πολυαρίθμου ανωτέρου τε και κατωτέρου. Μόλις δε μετά 50 και επέκεινα έτη ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Κομνηνός, ταπεινώσας διά λαμπρών πολεμικών κατορθωμάτων τους εν Συρία Φράγκους, επέτυχε την ανανέωσιν του υπό του πάπα συνομολογηθέντος όρου, να υπάρχη και ορθόδοξος πατριάρχης.

Τον Ιούνιον του 1099 επεχείρησαν οι σταυροφόροι την πολιορκίαν των Ιεροσολύμων, και κατά τον επόμενον μήνα εγένοντο κύριοι της πόλεως ταύτης, διαπράξαντες επί της αλώσεως σφαγήν και δήωσιν ήτις κατέστη περιβόητος εν τη ιστορία, και ήτις κατά πολύ υπερβάσα την μετά την άλωσιν της Αντιοχείας ανωφελή και άδικον αιματοχυσίαν, προσέθηκε νέον και ανεξίτηλον στίγμα εις τά πολλά αμαρτήματα του σταυροφορικού επιχειρήματος. Μόνος ο Ραιμούνδος δεν έβαψε τάς χείρας αυτού εις τά αίματα ανθρώπων αόπλων και πλασμάτων του Θεού αθώων.

Οι σταυροφόροι ίδρυσαν εν Συρία βασίλειον αυτοτελές. Άξιον σημειώσεως είναι ότι ο Γοδεφρέδος Βουϊλλώνος, όστις ανηγορεύθη ύπατος του νέου εκείνου κράτους άρχων, ουδέποτε ωνόμασε εαυτόν βασιλέα των Ιεροσολύμων. Αντιθέτως ο αδελφός αυτού και διάδοχος Βαλδουΐνος έσπευσεν να στεφθή ως βασιλεύς εν τη ιερά πόλει (1100), και ούτος είναι ακριβώς ειπείν ο πρώτος Λατίνος βασιλεύς των Ιεροσολύμων.

Κατά τον Αύγουστο 1099 οι πλείστοι των περιλιπομένων σταυροφόρων, υπολαμβάνοντες τους όρκους αυτών εκπληρωθέντας, απεφάσισαν να ανακάμψωσιν εις τά ίδια. Τριακόσιοι δε μόνον ιππόται παρέμειναν προς άμυναν της ιεράς πόλεως.

*

Ο ενθουσιασμός ο διαδοθείς εν Ευρώπη παρήγαγεν νέους των Ιεροσολύμων προμάχους. Εν έτει 1101 εξώρμησαν αύθις πολυάριθμοι προς ανατολάς μαχηταί εκ Γερμανίας και Ιταλίας με πρώτους τους Λομβαρδούς. Το όλον πλήθος συνεποσώθη μετά των μοναχών, των γυναικών και των παίδων εις 260.000. Ο όχλος ούτος όμως περιεπλάκη εις τά όρη της Παφλαγονίας και εκεί αφού έπαθε τά πάνδεινα από επανειλημμένας επιθέσεις των Τούρκων, έπειτα κατά Ιούλιον του 1101 ολοσχερώς συνετρίβη υπό των Τουρκομάνων. Ομοίαν τύχην έλαβον και δύο άλλοι στρατοί κατά το αυτό έτος διά Κωνσταντινουπόλεως επί την Ασίαν ορμήσαντες υπό διαφόρους αρχηγούς Γάλλους και Γερμανούς. Το όλον πλήθος των απολεσθέντων καθ’ όλην την δυστυχή ταύτην επιχείρησιν συνεποσώθη, ως βεβαιούται, εις 400.000 ψυχών.

*

Τώ 1103 ο Αλέξιος εκήρυξε πόλεμον κατά του Βοημούνδου όστις ού μόνον ηρνείτο να τηρήση τάς συνθήκας, αλλ’ εσφετερίζετο και άλλας πόλεις τάς οποίας από των Ελλήνων ήρπαζεν. Ο Βοημούνδος επεκαλέσατο την συνδρομήν των Πισατών, των Φλωρεντινών και των Γενουαίων, και πρώτος εξέπλευσεν επί τά ελληνικά παράλια μετά 900 διήρεων, τριήρεων, δρομώνων κ.ά. ο επίσκοπος Πίσης, λεηλατών αυτά και τάς νήσους Κέρκυραν, Κεφαλληνίαν, Λευκάδα και Ζάκυνθον. Και τούτο ελέγετο σταυροφορείν υπέρ της αγίας του Χριστού πίστεως. Ο Αλέξιος εξέπεμψε δύο εν τώ άμα στρατούς τον μέν κατά ξηράν υπό τον Καντακουζηνόν, τον δε κατά θάλασσαν, υπό τον Λαντούλφον, οίτινες ευχερώς αντεπεξήλθον κατά των πολεμίων. Ο Βοημούνδος όμως έχων την θερμήν υποστήριξιν του πάπα ήθροιζεν δυνάμεις εις Βάριν, ίνα διαπεράση ουχί πλέον εις Παλαιστίνην, αλλά εις Ιλυρίαν. Αξίζει να σημειωθή ότι εις Ιταλίαν είχε διαφύγει προσποιούμενος τον νεκρόν εντός φερέτρου.

Ο βασιλεύς ανεκάλεσεν αύθις τον Καντακουζηνόν και Λαντούλφον εις Ευρώπην, αποδυναμώσας όμως την άμυναν της Ανατολής, όπου ήδη ο Ταγκρέδος επωφεληθείς ανέκτησεν ευχερώς άπασαν την Κιλικίαν.

Ο Βοημούνδος απεβιβάσθη ακωλύτως τη 9η Οκτωβρίου 1107 εις Αυλώνα μετά 12.000 ιππέων και 60.000 πεζών Γάλλων, Άγγλων, Γερμανών, Ιταλών και Ισπανών και κατά την άνοιξιν του 1108 ήρχισε την πολιορκίαν του Δυρραχίου. Ο Αλέξιος προετίμησεν αυτή τη φορά την βαθμιαίαν φθοράν του αντιπάλου διά ακροβολισμών και ουχί την εκ του συστάδην μάχην. Και όντως δικαιωθείς ηνάγκασεν τελικώς τον Βοημούνδον εις συνθηκολόγησιν κατά μήνα Σεπτέμβριον του 1108, και παρά το ότι ήτο πλέον εις την διάκρισιν του βασιλέως, ο Αλέξιος εφέρθη προς αυτόν με σεβασμόν. Ο Βοημούνδος απεβίωσεν εν αρχή του 1111 έτους και ενώ ητοιμάζετο διά νέον κατά της Ελλάδος πόλεμον.

Ούτω έληξεν η πρώτη σταυροφορία ήτις επήνεγκεν εις το κράτος πληγάς υλικάς τε και ηθικάς, ανιάτους και θανασίμους. Η δευτέρα σταυροφορία δεν εγένετο ειμή μετά 30 περίπου έτη επί Μανουήλ Κομνηνού, εγγόνου και δευτέρου διαδόχου του Αλεξίου. Ο Αλέξιος απεβίωσεν κατά τον Αύγουστον του 1118 βασιλεύσας 38 έτη.

Η βασιλεία του Αλεξίου υπήρξεν μία των μακροτέρων, των κατ’ επιφάνειαν λαμπροτέρων και των πράγματι ολεθριωτέρων της όλης μεσαιωνικής ημών ιστορίας, κυρίως ένεκα των ολεθρίων θυσιών εις άς καθυπεβλήθη ο Αλέξιος προς τους Ενετούς και τους Πισάτας διά των προς αυτούς παραχωρηθέντων εμπορικών προνομίων.

Ο Αλέξιος είχε τρείς υιούς και τέσσαρας θυγατέρας. Εκ των υιών ο πρεσβύτερος ήτο ο Ιωάννης και εκ των θυγατέρων η Άννα Κομνηνή, ήτις μετά τον πρόωρον θάνατον του πρώτου αυτής μνηστήρος Κωνσταντίνου Δούκα, είχε συζευχθή τον Νικηφόρον Βρυέννιον, υιόν του περιφανούς στρατηγού. Η Άννα ήτο πρωτότοκος και επειδή διεκρίνετο ού μόνον επί τη παιδεία αυτής, αλλά και επί φιλαρχία, ηξίου να κληρονομήση αυτή την αρχήν μετά του συζύγου Νικηφόρου, και είχεν εις τούτο συναρωγόν την μητέρα Ειρήνην. Αλλ’ ο Αλέξιος προετίμα τον υιόν Ιωάννην, όστις και ανηγορεύθη τελικώς αυτοκράτωρ, παρά τάς εναντίον αυτού διαβολάς της Ειρήνης.

*

Ιωάννης Κομνηνός (Καλοϊωάννης)

Ο Ιωάννης επωνομάσθη Καλοϊωάννης εις ένδειξιν των αρετών της ψυχής του, παρεβλήθη δε προς τον Μάρκον Αυρήλιον. Εδέησε να στρατεύση και αυτός πολλάκις, ή κατά των συνήθων από βορρά και απ’ ανατολών αντιπάλων του ανατολικού κράτους ή επ’ ελπίδι του ν’ απαλλαγή των επαχθών υποχρεώσεων άς ανέλαβεν ο πατήρ αυτού προς τους Ενετούς. Ουδεμία σταυροφορία εγένετο επί της βασιλείας αυτού. Εκ των 25 ενιαυτών της προκείμενης βασιλείας επί δέκα συνεχή έτη ουδείς αναφέρεται πόλεμος. Από του έτους 1121 μέχρι του 1124 ο βασιλεύς Ιωάννης απέκρουσε τάς αλληλοδιαδόχους επιδρομάς των Πετσενέγων, των Σέρβων και των Ούγγρων, αναγκάσας τά μέν δύο τελευταία έθνη να ειρηνεύσωσιν, εις δε τους Πετσενέγους επαγαγών τηλικαύτην φθοράν ώστε ούτοι επί μακρόν πάλιν ουδεμίαν επεχείρησαν κατά του κράτους επίθεσιν. Ήδη από του 1119 είχε στρατεύσει κατά των εν τη Μ. Ασία Τούρκων και ανέκτησεν την Λαοδίκειαν, κατά δε το 1120 την Σωζόπολιν.

Ο βασιλεύς Ιωάννης ήτο ανήρ γενναίος διότι, παρεκτός των Ενετών εις ούς δεν ηδυνήθη να αντιπαραταχθή δι’ έλλειψιν ικανού στόλου, κατετρόπωσεν άπαντας τους άλλους πολεμίους αυτού. Απεβίωσε κατά την τελευταίαν αυτού επί την Συρίαν στρατείαν τώ 1143, εκ πληγής ήν έλαβεν εν κυνηγεσίω περί τον Ταύρον το όρος. Την προτεραίαν του θανάτου, υπέδειξεν εις τους ανωτάτους του στρατού αξιωματικούς τον υιόν Μανουήλ ως διάδοχον και ουχί τον πρεσβύτερον Ισαάκιον, και ούτοι ανεκήρυξαν αυτόν προθύμως βασιλέα.

*

Μανουήλ Κομνηνός

Ο Μανουήλ υπήρξεν ο ηρωϊκώτερος των βασιλέων όσοι εκάθησαν ποτε επί του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Η ζέσις του δε προς τάς μονομαχίας ήτο ακατανόητος και αείποτε ετρύπα διά της λόγχης ή διά του ξίφους έσχιζε τους γιγαντώδεις αντιπάλους.

Παρεσύρθη όμως εις τοσαύτας προς τους δυτικούς παραχωρήσεις, ώστε εξηγέρθη εκ τούτου εθνική αντίδρασις και ολεθρία ρήξις. Κατά το έτος 1144 ο Μανουήλ έγημε την γυναικαδέλφην του βασιλέως της Γερμανίας Κορράδου Γ΄, ονόματι Βέρθαν και μετονομασθείσαν εις Ειρήνην, ήτις διέπρεπεν επί ψυχική μάλλον αρετή ή επί τώ σωματικώ κάλει και τη φιλαρεσκεία.

Ο Μανουήλ διεκδίκησε τάς επί της Αντιοχείας κυριαρχικάς αξιώσεις, τάς οποίας ο πατήρ και ο πάππος αυτού φρονίμως ποιούντες είχον επί τέλους εγκαταλείψει. Όθεν ηνάγκασε τον δούκα της Αντιοχείας Ραιμούνδον τώ 1144 ίνα ομώση πίστιν προς αυτόν. Ευλογώτερος υπήρξεν ο κατά των Τούρκων αγών, προς τους οποίους εδέησε τώ 1147 να συνομολογήση ειρήνην δι’ ής ούτοι παρεχώρησαν άπαντα τά φρούρια όσα είχον κυριεύσει εις Παμφυλίαν και Κιλικίαν. Ηρκέσθη όμως μόνον εις ταύτα, διότι μέγας επεκρεμάσθη κατά του κράτους από δυσμών κίνδυνος, η λεγομένη δευτέρα σταυροφορία.

*

2η Σταυροφορία

Οι δύο ισχυρότεροι ηγεμόνες της Ευρώπης, ο βασιλεύς της Γερμανίας Κορράδος Γ΄ και ο βασιλεύς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄, απεφάσισαν να απέλθωσιν εις βοήθειαν των χριστιανών της Συρίας τώ 1147. Πρώτος εξεστράτευσεν ο Κορράδος συνεπαγόμενος, ως λέγεται, 70.000 βαρέως ωπλισμένων ιπποτών, πολυάριθμον δε ελαφρόν ιππικόν και πεζικόν. Αποπλανηθείς όμως της οδού έπαθε τά πάνδεινα υπό των πολεμίων, απέβαλε τά εννέα δέκατα του στρατού και επανήλθε μετ’ ολίγον εις Νίκαιαν, όπου εν τώ μεταξύ αφίκετο και ο Λουδοβίκος. Αλλά και η συνέχεια δεν ήτο ευτυχής διά τους δύο ηγεμόνας. Ο Κορράδος ηναγκάσθη να επιστρέψη εις τη ίδια το φθινόπωρο του 1148, ενώ τον εμιμήθη και ο Λουδοβίκος κατά το έαρ του 1149. Τοιαύτη εγένετο η δευτέρα σταυροφορία. Ει και εστρατήγησαν αυτής οι δύο ισχυρότατοι της Ευρώπης βασιλείς, απέβη όλως ατελέσφορος. Και έκτοτε αι μέν χριστιανικαί εν Συρία ηγεμονίαι δεν έπαυσαν οσημέραι παρακμάζουσαι, ο δε υπέρ αυτών ζήλος της δυτικής Ευρώπης ήρχισε παραδόξως να μαραίνεται. Αλλά πλήν τούτου η δευτέρα αύτη σταυροφορία κατέστη ιδίως επονείδιστος διότι εγένετο πάλιν αφορμή να καταπολεμηθή δεινώς το χριστιανικόν εκείνο της Ανατολής κράτος υπέρ του οποίου ήρχοντο δήθεν να προπολεμήσωσιν οι ηγενόνες αυτής.

*

Τώ 1147 ενώ ο Κορράδος και ο Λουδοβίκος διέβαινον τάς αρκτικάς του κράτους επαρχίας δηώνοντες αυτάς ως πολέμιοι μάλλον ή ως σύμμαχοι, και ηνάγκαζον τον Μανουήλ να συμπυκνώση προς τούτο το μέρος απάσας αυτού τάς δυνάμεις, ο Ρογέρος Β΄, ανεψιός του Ροβέρτου Γυσκάρδου, υιός δε του κατακτήσαντος την Σικελίαν Ρογέρου Α΄, επεχείρησεν δεινόν πόλεμον κατά της κυρίως Ελλάδος. Νορμανικός στόλος εκ 60 πλοίων υπό τον Έλληνα αρχιναύαρχον Αντιοχέα, ώρμησεν επί την Κέρκυραν, την οποίαν εκυρίευσε, και ακολούθως επί την Μονενβασίαν, την Ακαρνανίαν, την Κρίσσαν και Κόρινθον. Ελεηλάτησε ακόμη και τάς Θήβας και ηχμαλωτεύθησαν άνδρες και γυναίκες, και μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί. Δι αυτών ο Ρογέρος ίδρυσεν εν Πανόρμω της Σικελίας μεταξουργίαν ανταγωνιστικήν της του ανατολικού κράτους.

Το επόμενον έτος ο Μανουήλ κατόρθωσε να ανακτήση την Κέρκυραν και απεφάσισε να εξακολουθήση τον κατά του Ρογέρου πόλεμον και να πέμψη επί τούτω τον στόλον αυτού εις Ιταλίαν, αλλ’ ατύχησε. Μετά πολύν φθοράν εις έμψυχον και άψυχον υλικόν, ηναγκάσθη τελικώς να συνθηκολογήση εν έτει 1155 ή 1158 προς τον υιόν και διάδοχον του Ρογέρου Γουλιέλμον.

Περί το 1157 ο Μανουήλ συνωμολόγησε προς τους Γενουαίους συνθήκην δι’ ής αυτός μέν παρεχώρησεν εις αυτούς ίδιον εμπορείον και άλλα προνόμια, ενώ οι Γενουαίοι υπέσχοντο συμμαχίαν εν κινδύνοις. Ο Μανουήλ δηλαδή αντί να διορθώση το κακόν των Ενετών, οι οποίοι ουδέν προσέφερον απεναντίας δε πολλάκις έβλαψαν το κράτος ημών, ηύξησε αυτό εγκαθιδρύσας εντός της βασιλευούσης νέαν ξένην πολιτείαν.

*

Συγχρόνως ο Μανουήλ ηγωνίζετο αδιακόπως εν τη Ανατολή προς ποικίλους πολεμίους και απέβη αυτόθι ευτυχέστερος ή εν τη Δύσει. Κατενίκησεν τους Τούρκους και Αρμενίους και επέβαλε την παρουσία ορθοδόξου ιεράρχου εις Αντιόχειαν, της οποίας ο δούξ Ρενάλδος, ο του Ραιμούνδου διάδοχος, δήλωσε υποταγή τώ βασιλεί, ότε τώ 1156 ο Μανουήλ κατελθών εις Συρίαν εισήλασεν τροπαιούχος εις Αντιόχειαν. Ο μέν Ρενάλδος πεζός παραπορευόμενος, εκράτει τον αναβολέα αυτού, ο δε βασιλεύς των Ιεροσολύμων Βαλδουΐνος Γ΄ παρείπετο έφιππος μέν, μηδέν όμως φέρων βασιλικόν παράσημον. Αι σκιαί του Αλεξίου και του Ιωάννου Κομνηνού, εσκίρτησαν βεβαίως ιδούσαι ανταμειφθέντας διά του Μανουήλ τους μακρούς αυτών αγώνας. Επιστρέψας δε εις Κωνσταντινούπολιν και θριαμβεύσας επανέλαβε τώ 1157 τον αδιάκοπον προς τους Τούρκους της Μ. Ασίας πόλεμον και πολλάκις κατετρόπωσεν αυτούς, ώστε ο του Ικονίου σουλτάνος Αζεδδίν, εζητήσατο τώ 1158 την ειρήνην υποσχόμενος ότι θέλει πιστώς εκτελεί απάσας τάς διαταγάς του αυτοκράτορος. Ο Μανουήλ απεδέχθη τάς συνθήκας και το επόμενον έτος 1159, ο σουλτάνος προσελθών εις την βασιλεύουσαν επανέλαβεν εν πάσει ταπεινότητι τους όρκους πίστεως.

Από του 1164 μέχρι του 1168 διεξήχθη ο μεταξύ των ημετέρων και των Ούγγρων πόλεμος, ότε διά νίκης περιφανούς, ήν περί Ζεύγμινον ενίκησαν οι στρατηγοί Ανδρόνικος Κοντοστέφανος, Ανδρόνικος Λαμπαρδάς και Δημήτριος και Γεώργιος Βρανάς, οι Ούγγροι ηναγκάσθησαν να ειρηνεύσωσι.

Τώ 1170 ο Μανουήλ περιεπλάκη εις διενέξεις προς τους Ενετούς, αίτινες δεν ηδύναντο ειμή να επαγάγωσι τον πόλεμον. Η Ενετία υπεκίνησε τους Σέρβους κατά του κράτους και συνεμάχησε μετά του αυτοκράτορος της Γερμανίας Φρειδερίκου τώ 1174, και συνωμολόγησε τώ 1175 συμμαχίαν και επιμαχίαν μετά των Νορμαννών, ενώ στόλος αυτών προσέβαλε τάς παραλίας και τάς νήσους. Ο Μανουήλ ενόησεν ότι δεν είναι δυνατόν να ανθέξη εις την τριπλήν εκείνην συμμαχίαν και ενέδωκεν υποσχόμενος αποζημιώσεις και διατήρησιν των προνομίων προς αυτούς, καθιστώντας τον ενετικόν ζυγόν επαχθέστερον. Περί τους χρόνους τούτους ο αριθμός των Ιταλών οίτινες ώκουν μονίμως εν μόνη τη βασιλευούση υπερέβαινε τάς 60.000 ανδρών, εξ ών οι πλείστοι ήσαν Ενετοί άπαντες δε ουχί ειρηνικοί κάτοικοι και πιστοί του βασιλέως σύμμαχοι.

Μάλιστα ατυχής απέβη ο τελευταίος κατά των Τούρκων αγών, 1174 – 1176, διά τε την εξάντλησιν των πόρων του κράτους και την προβεβηκυίαν του βασιλέως ηλικίαν. Ανέκτησε μέν το Δορύλαιον και το Σούβλεον ο Μανουήλ, ηρνήθη όμως συμβιβασμόν όν εζήτει ο σουλτάνος και ανεχώρησεν από του Μυριοκεφάλου, φρουρίου παλαιού και αοικήτου, κειμένου παρά τάς πηγάς του Μαιάνδρου, με κατεύθυνσιν το Ικόνιον. Διέπραξε όμως το λάθος να εισέλθη μεθ’ όλου του στρατού συνεπαγόμενος και αμάξας πολλάς και πολιορκητικάς μηχανάς, εις τάς δυσχωρίας αίτινες ωνομάζοντο κλεισούραι του Τζυβρίτζη. Και δεχθείς σφοδρήν επίθεσιν των Τούρκων, ο βασιλεύς υπέστη αληθή καταστροφήν και έκτοτε δεν ηδύνατο πλέον να γίνη λόγος περί της ολοσχερούς εκ της Ασίας εξώσεως των Τούρκων. Η δεινή αύτη ήττα επαγίωσε το εν τη χερσονήσω κράτος των πολεμίων, ώστε δύναται να λογισθή ως έν των κρισίμων γεγονότων της πατρίου ημών ιστορίας.

*

Αλέξιος Β΄ Κομνηνός (Μαρία)Ανδρόνικος Κομνηνός

Ο Μανουήλ Κομνηνός απεβίωσεν τώ 1180 και την αρχήν διεδέξατο ο ανήλικος αυτού υιός Αλέξιος Β΄ συζευχθείς μετά της θυγατρός του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ΄ Αγνής μετωνομασθείσης είς Άννην. Η μήτηρ του Αλεξίου ήταν και αυτή Γαλλίς, δευτέρα σύζυγος του Μανουήλ, ανέλαβε δε την επιτροπείαν του υιού αυτής. Τοιαύτη κυβέρνησις συγκειμένη εκ ξένων δυσκόλως ηδύνατο να επαρκέση εις την δεινότητα των περιστάσεων και μετ’ ού πολύ το κράτος ωδηγήθη εις συνωμοσίας και στάσεις. Τότε ανεφάνη εις το προσκήνιον ο Ανδρόνικος Κομνηνός, υιός του Ισαάκιου Κομνηνού, αδελφού του Καλοϊωάννου και πρώτος εξάδελφος του Μανουήλ.

Κατά τον Γίββωνα, ο Ανδρόνικος είναι είς των ωραιοτέρων χαρακτήρων του αιώνος εκείνου, ο δε βίος αυτού και η πολιτεία ηδύνατο να δώσωσιν αφορμάς εις παραδοξότατον μυθιστόρημα. Ηγαπήθη υπό τριών γυναικών βασιλικής καταγωγής, και τη αληθεία ο αριστοτέχνης όστις ήθελε να παραστήση την ρώμην και την καλλονήν, αυτόν έπρεπε να λάβη ως τύπον και υπογραμμόν. Ο δε Ευστάθιος λέγει αυτόν παντοδαπόν άνθρωπον και παμποίκιλον.

Ο Ανδρόνικος αναχωρήσας εξ Οινόης του Πόντου, μεθ’ ολίγων εν αρχή, μετά πληθών εν συνεχεία, αφίχθη εις Κωνσταντινούπολιν και πάσα η αρχή περιήλθε εις τον πολυμήχανον τούτον άνδρα. Παρεσύρθη όμως υπό του δήμου, όστις έτρεφε θανάσιμο μίσος κατά των ξένων και επέτρεψεν να εκρραγή φοβερά εν τη βασιλευούση σφαγή όλων των δυτικών. Τά μεταξύ των δύο φυλών και θρησκευμάτων πάθη τά πρό τοσούτου χρόνου κυοφορούμενα και παροξυνόμενα, εκορυφώθησαν διά της συμφοράς εκείνης και μετ’ ού πολύ έμελλον να επισυμβώσιν εκ τούτου καταστροφαί δειναί και ανεπανόρθωτοι.

Αφού επέβαλε την τάξιν ο Ανδρόνικος Κομνηνός διέταξε την στέψιν του Αλεξίου Β΄. Με την πιεστική προτροπή του πλήθους όμως αλλά και την παράκλησιν του ιδίου του Αλεξίου Β΄, εχρήσθη και αυτός συνάρχων. Και επειδή η σύγκλητος απεφήνατο ότι η διπλή βασιλεία είναι επιβλαβής, καθηρέθη ο Αλέξιος Β΄, όστις ακολούθως εφονεύθη, ως και η μήτηρ αυτού Μαρία. Οι δε άλλοι φόνοι υπήρξαν τοσούτον συνεχείς, ώστε μία εβδομάς, καθ’ ήν δεν εχύθη αίμα ανθρώπινον επί της βασιλείας ταύτης, ελογίσθη ως ευτυχές των χρόνων τούτων συμβεβηκός. Ακόμη και οι δύο υιοί του Ανδρονίκου, ο Μανουήλ και ο συμβασιλεύων νεώτερος υιός Ιωάννης, ήρχισαν να φρίττωσι επί τοίς γενομένοις.

Εκ πρώτης όψεως αν ο Ανδρόνικος Κομνηνός εκακούργησεν εν πολλοίς, εν πολλοίς όμως πάλιν εθεράπευσε το εθνικόν φρόνημα, εξώσας τους Φράγκους, περιέστειλε τάς καταπιέσεις των μεγιστάνων, επροστάτευσε τον λαόν και συνέπραξεν εις την αναζωπύρωσιν της ελληνικής παιδείας. Αληθώς όμως ειπείν ήτο πρόδηλον ότι η πολιτεία του Ανδρονίκου ήθελεν επισπάσει κατά του κράτους θυέλλας, καθ’ ών ο πρεσβύτης ήδη Ανδρόνικος ούτε καιρόν είχεν ούτε πόρους όπως αντιπαρατάξη αποχρώσας δυνάμεις.

Όντως τώ 1185 ο βασιλεύς της Σικελίας Γουλιέλμος Β΄ απέστειλε 80.000 στρατιώτας και 200 νήας και τη 15η Αυγούστου ήρχισεν η πολιορκία της Θεσσαλονίκης, αφού προηγουμένως είχε καταληφθή ευχερώς το Δυρράχιον. Μετά των πολεμίων μάλιστα συνέπραττε και είς των ανεψιών του Μανουήλ Κομνηνού, ονόματι Αλέξιος, όστις είχεν εξορισθή εις Ρωσίαν, δραπετεύσας όμως εκείθεν, ήλθεν εις τον Γουλιέλμο Β΄.

Η πόλις εάλω εντός δέκα ημερών, τη 25η Αυγούστου, ένεκεν της αγρίας κυβερνήσεως του Ανδρονίκου καί της αθλίας πολιτείας του στρατηγού αυτού Δαβίδ Κομνηνού. Ούτω δε γενόμενοι κύριοι της πόλεως οι πολέμιοι ήρχισαν σφαγήν και λεηλασίαν δεινοτάτην, μη φεισθέντες μήτε γυναικών, μήτε παίδων, μήτε εμβρύων, μήτε ιερών ανδρών και τόπων, και πάσαν επινοήσαντες μηχανήν προς ανεύρεσιν παντός ό,τι τίμιον ηδύνατο να κρυβή.

Η εκστρατεία των Σικελών επέφερε κατά του Ανδρονίκου Κομνηνού πληγήν καιρίαν αλλ’ η πληγή αύτη δεν ήτο η μόνη. Ο Ισαάκιος Κομνηνός, υιός μιάς εγγόνης του βασιλέως Ιωάννου του Κομνηνού, στρατηγός Αρμενίας και Ταρσού, συνέλεξε στρατόν και κατέλαβε την Κύπρον, ανεκηρύχθη δε ανεξάρτητος, συνεμάχησε μετά Μουσουλμάνων και του Γουλιέλμου της Σικελίας και τώ 1184 ανηγορεύθη αυτοκράτωρ. Αύτη δε η στάσις ού μόνον ηκρωτηρίασεν ουσιωδώς την του Ανδρονίκου δύναμιν, αλλά επέπρωτο να αποβή φθοροποιός εις την μοίραν εκείνην του Ελληνισμού. Διότι ο μέν Ισαάκιος Κομνηνός κατέστη τώ 1191 εκποδών υπό του κατ’ εκείνην την εποχήν σταυροφορήσαντος Ριχάρδου, υιού του βασιλέως της Αγγλίας, η δε νήσος επωλήθη υπ’ αυτού εις τους ιππότας της Δύσεως τους λεγομένους Ναΐτας, και υπ’ αυτών μετεδόθη τώ 1192 εις τον πρώην βασιλέα των Ιεροσολύμων Γίδον Λουζινιάν, του οποίου οι διάδοχοι εκυριάρχησαν αυτόθι μέχρι του 1489, ότε εκυριεύθη η νήσος υπό των Τούρκων. Ώστε οι Κύπριοι, ένεκα της επί Ανδρονίκου γενομένης εκείνης στάσεως, έπαυσαν κυβερνώμενοι υπό ελληνικής αρχής από του τέλους της δωδεκάτης εκατονταετηρίδος, και διατελούσιν έκτοτε μέχρι της σήμερον δεσποζόμενοι υπό διαφόρων αλλοφύλων δυναστών.

Και ενώ το κράτος ηκρωτηριάζετο ούτω από δυσμών και από μεσημβρίας, έπασχεν όμοιό τι και από βορρά. Ο ηγεμών της Ουγγαρίας Βέλας Γ΄ κατέλαβεν άπασαν την μέχρι Ναϊσού (Νίσης) χώραν, ενώ κατά την Μ. Ασίαν ο σουλτάνος του Ικονίου εκυρίευσε την Σωζόπολιν και πολλάς άλλας χώρας, ο Θεόδωρος Καντακουζηνός εστασίασεν εν Νικαία, ο Ισαάκιος Άγγελος εν Προύσση και ο δομέστικος Ιωάννης Κομνηνός εν Φιλαδελφεία. Τάς στάσεις πάντως κατέπνιξεν ο Ανδρόνικος.

Ούτως είχον τά πράγματα ότε κατά Σεπτέμβριον του 1185 εν μέσω ταραχών ο Ανδρόνικος συνελήφθη και περιβληθείς αλύσεις και κλοιόν μέγαν, εσύρθη εις τους πόδας του Ισαακίου Αγέλου, τον οποίον ανεπιτυχώς επεχείρησε προηγουμένως να φονεύσει ο πιστός του Ανδρονίκου φίλος Στέφανος Αγιοχριστοφορίτης. Ο Ισαάκιος Άγγελος παρέδωσε τον ανδρόνικον εις τον εξαγριωμένον όχλον όστις τον κατεσπάραξε κυριολεκτικώς. Οπόσον οικτρά του βίου καταστροφή αντιπαραβαλλομένη μάλιστα προς το λαμπρόν αυτού προοίμιον! Γεννηθείς περί τάς βαθμίδας του θρόνου, ο Ανδρόνικος ετελεύτησεν ως ο έσχατος των κακούργων. Τά κάλλιστα των προτερημάτων αυτού παρεμορφώθησαν και διεστράφησαν. Η χάρις, η ευφυΐα, η ανδρεία, η τύχη και αυτή η περίνοια, διδάσκει η ιστορία, δεν είναι αγαθά αληθή ειμή καθ’ όσον ρυθμίζονται υπό του ηθικού αισθητηρίου. Το ηθικόν αισθητήριον είναι εν τώ βίω, ό,τι το αισθητήριον του καλού είναι εν τη τέχνη. Και καθώς εκ καλλίστης ύλης δύναται να σχηματισθεί σφόδρα απειρόκαλον έργον, ούτω εκ καλλίστων προτερημάτων δύναται να προκύψη κακοηθέστατος άνθρωπος. Ο Σλόσσερ αντιπαραβάλλει τον Ανδρόνικον επιτηδείως προς τον Αλκιβιάδην.

Ισαάκιος Άγγελος

Ο Ισαάκιος Άγγελος, ο καταλαβών τότε την υπερτάτην αρχήν, όπως εν γένει οι Άγγελοι, ήσαν επιφανείς το γένος. Επιφανείς όμως διά την μετά των Κομνηνών συγγένειαν, ουχί διά την ανδρείαν αυτών ή την άλλην αρετήν. Το πάντων όμως παραδοξότερον είναι ότι ο Ισαάκιος ανεδείχθη νικηφόρος εν τώ προς τους κατακτητάς του Δυρραχίου και της Θεσσαλονίκης αγώνι.

Τη 7η Νοεμβρίου 1185 ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς αντεπαρετάχθη κατά της κυριωτέρας των πολεμίων μοίρας εις χώρον τινά καλούμενον του Δημητρίτζη, περί τον Στρυμόνα ποταμόν. Η ήττα των πολεμίων απέβη ολοσχερής, και αυτοί οι κόμητες Ρισκάρδος και Αλδουΐνος συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, η δε Θεσσαλονίκη ανεκτήθη αύθις.

Το Δυρράχιον και αι Ιόνιοι νήσοι παρέμειναν μέν επί τινα έτι χρόνον εις την εξουσίαν των Σικελών, αλλά μετ’ ού πολύ το τε Δυρράχιον και η Κέρκυρα εγκατελείφθησαν υπό του βασιλέως Γουλιέλμου μη δυναμένου να επαρκέση εις την δαπάνην ήν απήτει η κατοχή αυτών. Μόναι αι νήσοι Κεφαλληνία και Ζάκυνθος υπέκυψαν έκτοτε εις την κυριαρχίαν του βασιλέως της Σικελίας.

Έκτοτε η αφροσύνη του Ισαακίου μετέτρεψε την βασιλεία αυτού εις σειράν αδιάκοπον σχεδόν ατυχημάτων. Οι Βλαχοβούλγαροι επανεστάτησαν και εκυριάρχουν εις τάς επέκεινα του Αίμου χώρας. Ο Ισαάκιος ενεπλάκη εις συγκρούσεις με τον Αλέξιο Βρανά, του οποίου την στάσιν κατέστειλε τη βοηθεία του Κορράδου, νεωτέρου αδελφού του Ραινερίου του συζευχθέντος την θυγατέρα του Μανουήλ Κομνηνού και θανατωθέντος υπό του Ανδρονίκου. Εις τον Κορράδον ο Ισαάκιος έδωκεν σύζυγον την ιδίαν αδελφήν Θεοδώραν και ανηγόρευσε αυτόν καίσαρα.

Εν τώ μεταξύ επανήλθον αλληλοδιαδόχως οι Ενετοί, οι Πισάται και Γενουαίοι, επαναλαβόντες τά αρχαία προνόμια και τάς αρχαίας υποχρεώσεις.

*

3η Σταυροφορία

Ούτως είχον τά πράγματα ότε ενέσκηψεν εις την Ανατολήν νέον πάλιν από δυσμών κακόν, η λεγομένη τρίτη σταυροφορία. Ταύτην προεκάλεσεν η περί τους χρόνους τούτους συμβάσα ολοσχερής σχεδόν κατάλυσις των εν Συρία χριστιανικών ηγεμονιών υπό του κυβερνήτου της Αιγύπτου Σαλαδδίν. Την 3ην Οκτωβρίου 1187 κατελήφθησαν και αυτά τά Ιεροσόλυμα, η δε γενναιοφροσύνη και η φιλανθρωπία ήν επεδείξατο επί της αλώσεως ταύτης ο Σαλαδδίν, κατήσχυνε τους κατακτητάς της ιεράς πόλεως χριστιανούς, οίτινες ηξεύρομεν ήδη εις ποίας και πόσας φοβεράς σφαγάς εξετραχηλίσθησαν ότε εγένοντο κύριοι αυτής.

Όθεν η περί τούτου αγγελία προεκάλεσε νέαν μεγάλην εκ της Δύσεως εκστρατείαν υπό τους ισχυροτάτους αυτής ηγεμόνας, τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκον Α΄ Βαρβαρόσσαν, τον βασιλέα της Γαλλίας Φίλιππον Αύγουστον, και τον υιόν και διάδοχον του βασιλέως της Αγγλίας Ερρίκου Β΄ Ριχάρδον τον Λεοντόθυμον.

Εκ τούτων μόνος ο Φρειδερίκος εστράτευσε διά ξηράς και περιήλθε εις αμέσους σχέσεις προς το ανατολικόν κράτος. Ο Φρειδερίκος ήτο ανήρ γενναίος, συνετός, έμπειρος και ο άριστος των στρατηγών της δυτικής Ευρώπης από Καρόλου του Μεγάλου. Ότε όμως κατά Αύγουστον του 1189 έφθασεν ο Φρειδερίκος εις τά σύνορα του κράτους εξερράγησαν δειναί διενέξεις και ρήξεις υπαιτιότητι τη αληθεία του Ισαακίου όστις ενώ συνωμολόγει συνθήκας προς τους Γερμανούς, συνεννοείτο συγχρόνως μετά του Σαλαδδίν. Ο Φρειδερίκος έγραψε προς τον εν Γερμανία υιόν του Ερρίκον να ζητήση από την Ενετίαν, τον Αγκώνα και την Γένουαν πλοία ίνα πολιορκήσωσι την Κωνσταντινούπολιν από θαλάσσης και συγχρόνως προέτρεψε τον πάπαν να κηρύξη σταυροφορίαν κατά των Ελλήνων. Η αγανάκτησις του χρηστού Φρειδερίκου ήτο βεβαίως δεδικαιολογημένη, αλλ’ η προς αυτόν δυσπιστία των χριστιανών της Ανατολής δικαιολογείται ομοίως, ως εκ των αναριθμήτων αδικιών άς είχον διαπράξει προηγουμένως οι πλείστοι άλλοι των ηγεμόνων της Δύσεως.

Τελικώς εν έαρι του 1190 μετεβιβάσθη ο Φρειδερίκος εις την Ασίαν και κατευθυνόμενος προς τους αγίους τόπους εκυρίευσεν ακόμη και το Ικόνιον. Ενώ διήρχετο όμως την Κιλικίαν επνίγη εντός του ποταμού Καλυκάδνου τη 10η Ιουνίου 1190. Εκλιπόντως όμως του Φρειδερίκου διελύθη ο στρατός αυτού.

Ο Φίλιππος Αύγουστος και ο Ριχάρδος ο Λεοντόθυμος επορεύθησαν εις Παλαιστίνην διά θαλάσσης και έφθασαν αυτόθι περί τά μέσα του 1191. Εκυρίευσαν μέν παραλίας τινάς της Συρίας πόλεις, ουχί όμως και τά Ιεροσόλυμα, εδιχονόησαν δε προς αλλήλους και επέστρεψαν εις τά ίδια χωρίς να δυνηθώσι να εκτελέσωσι το αρχικόν αυτών βούλευμα.

Αλλ’ εάν ο Ισαάκιος απηλλάγη των κινδύνων της τρίτης σταυροφορίας, πολλαί άλλαι πληγαί του κράτους διετέλουν φλεγμαίνουσαι και ηπείλουν έτι σπουδαιότερον την ύπαρξιν αυτού. Η στάσις απέβη αδιάκοπος μετά τον θάνατον του Μανουήλ Κομνηνού. Και επί μέν Ανδρονίκου υπεξέκαυσεν αυτήν η αγριότης και η δυσπιστία του ηγεμόνος, επί δε Ισαακίου η ομολογουμένη τούτου ανικανότης.

Προς τούτοις εξηκολούθει η βλαχοβουλγαρική επανάστασις. Τώ 1195 ο Ισαάκιος εξήλθε της πόλεως διά να αντιμετωπίση ο ίδιος τους βλαχοβουλγάρους και εις Κύψελα (Ίψαλα) έπεσε θύμα συνωμοσίας της οποίας μετείχε ο αδελφός αυτού Αλέξιος, όστις και ανηγορεύθη βασιλεύς. Ο Ισαάκιος τυφλωθείς και ο ανήλικος υιός του Αλέξιος εφυλακίσθησαν εις το προάστειον της Κωνσταντινουπόλεως Διπλοκιόνιον (Μπεσίκ τασί).

*

Αλέξιος Γ΄ - Αλέξιος Δ΄ - Νικόλαος Καναβός - Αλέξιος Ε΄ (Μούρτζουφλος) – Θεόδωρος Λάσκαρις

Ο διά τοιαύτης κακουργίας καταλαβών την εξουσία Αλέξιος απέβαλεν την των Αγγέλων προσωνυμίαν και μετωνομάσθη Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός. Ματαίωσε την εκστρατεία κατά των Βλάχων και επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν.

Επί της βασιλείας αυτού η μέν εσωτερική παραλυσία εκορυφώθη, οι δε εξωτερικοί κίνδυνοι απέβησαν είπερ ποτε φοβεροί, ενώ ο στρατός και ο στόλος περιήλθον εις αθλίαν κατάστασιν. Προς τον ηγεμόνα των Βουλγαροβλάχων Ιωαννίσην συνωμολογήθησαν συνθήκαι, δι’ ών επετράπησαν αυτώ πάσαι αυτού αι κατακτήσεις. Εν τη πρωτευούση δε αι στάσεις ήσαν σχεδόν αδιάκοποι. Εν Καρία ο Μιχαήλ Άγγελος, ο του θείου του βασιλέως Ιωάννου νόθος υιός, εστασίασεν και καταφυγών προς τους εν Ικονίω Τούρκους και λαβών παρ’ αυτών επικουρίαν εδήωσε πάσαν την περί Μαίανδρον χώραν και ναι μέν συνεβιβάσθη με τον βασιλέα, μέγα μέρος όμως της Β.Δ. Μ. Ασίας απεσπάσθη έκτοτε οριστικώς από της εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίας.

Το αυτό έτος (1200) ο πρεσβύτερος εγγονός του Ανδρονίκου Κομνηνού Αλέξιος, τη βοηθεία της θείας αυτού Θάμαρ, βασιλίδος της Γεωργίας, εκυρίευσε την Τραπεζούντα, την Λιμνίαν, τον Κερασούντα, το Οιναίον, την Σινώπην, την Κίδρον, την Άμαστριν, άπασαν την παφλαγονίαν και άπαντα τον πόντον.

Αλλά και εν ταίς κυρίως ελληνικαίς χώραις οι Χαμάρετοι, οι Σγουροί και άλλοι ίδρυσαν ιδίας δυναστείας. Εν Κωνσταντινουπόλει δε επεκράτει αδιάκοπος σχεδόν αναρχία, την οποίαν μετά κόπου περιέστελλεν η εκ ξένων μισθοφόρων συγκειμένη αυτοκρατορική φρουρά.

Ο μεσαιωνικός Ελληνισμός έπνεε προδήλως τά λοίσθια. Κορυφωθείσης της παραλυσίας εκείνης η ελαχίστη ανέμου πνοή ήρκει τη αληθεία ίνα επαγάγη την πτώσιν του κράτους. Έπνευσε δε από δυσμών καταιγίς σφοδροτάτη, ήτις είναι ευεξήγητος. Ο αρχιερεύς της Ρώμης Ιννοκέντιος Γ΄ εστράφη προς την Γαλλίαν ιδίως και δι’ επιστολών και αποστόλων κατώρθωσε τώ 1199 να συγκροτήση αυτόθι προπάντων στρατιάν, ήτις έμελλε να επιχειρήση την λεγομένην τετάρτη σταυροφορίαν.

*

4η Σταυροφορία

Εκ των πολλών ηγεμόνων και ιππέων όσοι τότε εσταυροφόρησαν οι μάλλον ονομαστοί γενόμενοι υπήρξαν : Ο κόμης Φλανδρίας Βαλδουΐνος, ο προχειρισθείς βραδύτερον αυτοκράτωρ Κωνσταντινουπόλεως. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός , ο νεώτερος αδελφός των Ραινερίου και Κορράδου, όστις προεχειρίσθη ύπατος αρχηγός της εκστρατείας. Ο συγγενής του βασιλέως της Γαλλίας κόμης Λουδοβίκος Βλεσσών και ο γενναίος Ούγων κόμης του Αγίου Παύλου, οίτινες μετά του Βαλδουΐνου απετέλουν τους επισημοτάτους των υποστρατήγων του Βονιφατίου. Ο στρατάρχης Καμπανίας Γοδεφρέδος Βιλλεαρδουΐνος, όστις συνέταξε περιγραφήν της εκστρατείας ταύτης λόγου αξίαν. Ο εκ του οίκου των κομήτων της Καμπανίας Γουλιέλμος Σαμπλίτης, ο πρώτος της Πελοποννήσου κυριάρχης γενόμενος. Ο Όθων Λαρόσης, του οποίου ο οίκος επέπρωτο να άρξη επί όλην εκατονταετηρίδα περίπου των Αθηνών. Την σταυροφορία ανέλαβε να υποστηρίξη διά συνθήκης ο δόγης της Ενετίας Ερρίκος Δάνδολος, όστις θα διέθετε τον αναγκαίον στόλον διά την μεταφορά των σταυροφόρων εις Αίγυπτον, έναντι τεραστίου τιμήματος, ταυτοχρόνως όμως διετέλει εν συνεννοήσει μετά του Μαλέκ – Αδέλ, αδελφού του Σαλαδδίν, όστις ασκούσε τότε την όλην αρχήν. Τελικώς δια ποικίλων σκευοριών και βυσσοδομιών, των οποίων μετείχε και ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, αλλά και ο ομώνυμος ανεψιός του Αλεξίου Γ΄ και γυναικάδελφος του βασιλέως της Γερμανίας Φιλίππου, όστις υπήσχετο την αναγνώρισιν της κυριαρχίας του πάπα επί της ανατολικής εκκλησίας, οι σταυροφόροι εξηπατήθησαν υπ’ αυτών και εστράτευσαν ουχί κατά της Αιγύπτου, αλλά κατά της χριστιανικής Ζάρας εν Δαλματία.

Ακριβέστερον τη 1η Οκτωβρίου 1202 απέπλευσεν εξ Ενετίας ο ισχυρός αυτών στόλος, συγκείμενος εξ 72 γαλερών και 140 φορτηγών πλοίων, κομίζων τους σταυροφόρους, αξιόλογον Ενετών μοίραν, υπέρ τάς 300 πολιορκητικάς μηχανάς και τά αναγκαία τρόφιμα, με επικεφαλής της ναυτικής δυνάμεως και των Ενετών, τον ίδιον τον υπερενενηντακοντούτη Δάνδολο. Μετά την κατάληψιν της Ζάρας ήτις εγένετο τη 24η Νοεμβρίου 1202 κατελήφθη και το Δυρράχιον, όπου μάλιστα αφίχθη και ο ανεψιός του Αλεξίου Γ΄ όστις και ανηγορεύθη βασιλεύς ως Αλέξιος Δ΄.

Το εσπέρας της 23ης Ιουνίου 1203 οι σταυροφόροι ηγκυροβόλησαν εις Άγιον Στέφανον, ενώπιον της μεγάλης, τής ισχυράς, της πολυτελούς βασιλίδος των πόλεων, ής προέκειτο η κατάκτησις. Σύμπας των σταυροφόρων και των Ενετών ο στρατός συνεποσούτο κατά τον Βιλλεαρδουΐνον εις 20.000 μόλις ανδρών.

Τη 5η Ιουλίου ο στόλος ολόκληρος μεθ’ όλου του στρατού προσεπέλασεν εις την ευρωπαϊκήν παραλίαν του Βοσπόρου. Άμα προσεγγίσαντος του στόλου και αρξαμένης της αποβιβάσεως, ο Αλέξιος Γ΄ ετράπη αμαχητί εις φυγήν και οι σταυροφόροι εκυρίευσαν την επιούσαν τον πύργο του Γαλατά και τον λιμένα αυτού. Από ξηράς προσεβλήθησαν οι σταυροφόροι υπό Θεοδώρου του Λασκάρεως του γαμβρού του βασιλέως, όστις και εις την περίπτωσιν ταύτην απέδειξε και δι’ άπαντος του βίου έμελλε ν’ αποδείξη ότι υπήρχον έτι εν τώ κράτει άνδρες ικανοί να αντιπαραταχθώσιν εις τους Λατίνους. Εις μάτην όμως ο Λάσκαρις προέτρεπε τον βασιλέα ν’ αγωνισθή άπαξ τουλάχιστον, υπέρ της τιμής του κράτους παρατηρών ότι η νίκη ήτο σχεδόν βεβαία, διότι ο βασιλικός στρατός ήτο ασυγκρίτως πολυαριθμότερος, οι δε πολέμιοι κατεπτοημένοι. Ο βασιλεύς ήλθεν αμαχητί εις την πόλιν και την επελθούσα νύκτα , παραλαβών τά τιμαλφέστερα κειμήλια, και τινας των πιστοτέρων φίλων, εκ δε των θυγατέρων αυτού μόνην την Ειρήνην, εδραπέτευσε διά θαλάσσης εις Δεβελτόν, καταλιπών ο αίσχιστος γυναίκα, βασιλείαν κράτος και λαόν εις την εσχάτην αμηχανίαν.

Οι σταυροφόροι απεφυλάκισαν τον τυφλόν Ισαάκιον και την πρωΐαν της 18ης Ιουλίου ανηγόρευσαν αυτόν εν πομπή και παρατάξει. Υπεχρέωσαν αυτόν ακολούθως να επικυρώση την συνθήκην ήν είχον συνωμολογήσει προς τον νέον Αλέξιον περί υποταγής της ανατολικής εκκλησίας, και την 1ην Αυγούστου εστέφθη ως συμβασιλεύς και ο Αλέξιος Δ΄. Τελικώς όμως και οι βασιλείς ήλθον εις ρήξιν και προστριβάς με τους Φράγκους, διότι δεν ηδύναντο να ανταποκριθώσι εις τά οικονομικά αιτήματα κυρίως των Ενετών, αλλά ούτε τον πάπα ικανοποίησαν ως εκείνος ήθελε, επειδή ο λαός και ο κλήρος απετροπιάζοντο την ένωσιν. Ο Δάνδολος οργισθείς κατά του Αλεξίου Δ΄, τον οποίο δεν είχε συνηθίσει ν’ ακούη ειμή ως ικέτην προς αυτόν λαλούντα, ενώ τώρα ο Αλέξιος του μίλησε αποτόμως, ανεφώνησεν εις αυτόν : «αίσχιστον παιδάριον, ημείς από κοπρίας σε ανεστήσαμεν, και ημείς πάλιν θέλομεν σε ρίψει εις την κοπρίαν». Μεθ’ ό εγένετο επίσημος του πολέμου διακήρυξις περί τά τέλη Νοεμβρίου 1203. Οι Φράγκοι δεν προσέβαλον αμέσως την Κωνσταντινούπολιν αλλά περιωρίσθησαν εις ληστρικάς επιδρομάς, τάς οποίας ο βασιλεύς παρατηρούσε ατάραχος. Ούτω, είς των απωτέρων αυτού συγγενών ο Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος (ούτως επονομασθείς εκ του «συνεσπάσθαι τάς οφρύς και οίον τοίς οφθαλμοίς επικρέμασθαι»), όστις ανέκαθεν μέν επρέσβευε τον κατά των Λατίνων πόλεμον, ήτο δε ανήρ γενναίος, πλούσιος, πονηρός και αγαπητός παρά τώ λαώ, ανέλαβε τον αγώνα κατά των Φράγκων. Ούτος έκανε επανειλημένας εξόδους κατ’ αυτών καθ’ όλον τον Ιανουάριον του 1204 άνευ όμως επιτυχίας τινός. Τη 25η Ιανουαρίου η πρό καιρού κατά των Αγγέλων βόσκουσα αγανάκτησις εξερράγη εις επανάστασιν και τη 28η Ιανουαρίου εχρίσθη βασιλεύς άνευ της συμπράξεως του πατριάρχου Ιωάννου Καματηρού, ο Νικόλαος Καναβός, άσημος τις νεανίας. Ο Αλέξιος Δ΄ και ο ετοιμοθάνατος Ισαάκιος εφυλάττοντο εν Βλαχέρναις υπό του Μούρτζουφλου. Ο τελευταίος όμως προσωκειωθείς τους Βαριάγους, οίτινες εις 15.000 ανδρών συμποσούμενοι, αναγορεύεται βασιλεύς υπό του λαού και του κλήρου, πειθομένων ότι αυτός μάλλον ή πάς άλλος δύναται να πηδαλιουχήση το κράτος εν τη τρικυμία εκείνη, στέφεται πανηγυρικώς εν τη μεγάλη εκκλησία τη 5η Φεβρουαρίου 1204 υπό του πατριάρχου ως Αλέξιος Ε΄ και φονεύει τον τε Καναβόν θελήσαντα ν’ αντισταθή και τον Αλέξιον Δ΄. Ο δε γέρων Ισαάκιος εξέπνευσε άμα μαθών τον τραγικόν του υιού αυτού θάνατον.

Και πράγματι ο Αλέξιος Ε΄ ηγωνίσθη γενναίως κατά των Φράγκων, μέχρις ού οι τελευταίοι τη 12η Απριλίου εισήλασαν εν τη πόλει. Δυστυχώς ο Αλέξιος Ε΄ εις μάτην ηγωνίσθη να αθροίση και συντάξη τους φυγάδας. Ούτε παρακλήσεις ούτε απειλαί ίσχυσαν να πείσωσι τους ανάνδρους εκείνους ότι δύνανται έτι να αντιταχθώσι. Τότε και ο Αλέξιος Ε΄ απογοητευθείς, παραλαβών την σύζυγον του Αλεξίου Γ΄ Ευφροσύνην και την θυγατέρα αυτής Ευδοκίαν, ήν περιπαθώς ηγάπα, ανεχώρησε διά θαλάσσης από της πόλεως, ήτις κατά την στιγμήν εκείνην παρέστη κατάφλεκτος εις τους οφθαλμούς αυτού. Αργότερον δε συληφθείς υπό των Φράγκων, εφονεύθη.

Τινές δε των αρχόντων όσοι δεν είχον αποβάλει έτι πάσαν ελπίδα σωτηρίας, συνελθόντες μετά του πλήθους εις τον ναόν της του Θεού Σοφίας, εξέλεξαν διά κλήρου νέον αυτοκράτορα τον Θεόδωρον Λάσκαριν, εις όν ο κλήρος απένειμε την ψυχοραγούσα ταύτην βασιλείαν. Αλλά και ο νέος βασιλεύς πεισθείς ότι ουδείς υπάρχει επί του παρόντος τρόπος σωτηρίας, υπεχώρησε και περάσας διά του Βοσπόρου εις την Μ. Ασίαν επεχείρησεν αυτόθι την άμειναν εκείνην, ήτις έμελλε να παραγάγη την ίδρυσιν του εν Νικαία βασιλείου, εξ ού ορμώμενος μετά 57 έτη ο Μιχαήλ Παλαιολόγος επέπρωτο να ανακτήση την Κωνσταντινούπολιν.

*

ΥΣΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1204 – 1453)

Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Φράγκων

Η μεγάλη εκείνη πόλις, η επί 900 έτη από της ιδρύσεως αυτής παρθένος πάσης αλώσεως διατελέσασα, και εν τώ μακρώ τούτω διαστήματι συγκεντρώσασα μέν εν εαυτή τους θησαυρούς ολοκλήρου του κόσμου, διασώσασα δε ως εν κιβωτώ τά κάλλιστα κειμήλια της αρχαίας τέχνης και της αρχαίας διανοίας, εγένετο επί τέσσαρας ημέρας ολοκλήρους θύμα της φοβερωτέρας βίας και καταστροφής. Η λεηλασία, η δήωσις καί αυτή η σφαγή εξεχείλησαν.

Οι σταυροφόροι διασπαρέντες εις όλα της πόλεως τά τμήματα ήρπαζαν ανηλεώς πάν το επιτήδειον να ερεθίση την απληστία αυτών. Χρυσίον, άργυρον, πολυτίμους λίθους, μεταξωτά υφάσματα, γουναρικά βαρύτιμα. Μάτην οι κάτοικοι επεκαλούντο την φιλανθρωπίαν των κομήτων και των βαρώνων. Ουδεμία εισηκούετο επιεικείας φωνή.

Η θέα της λείας υπεξέκαιε την ακολασίαν των πολλών, η δε μέθη της νίκης εις ουδένα υπετάσσετο χαλινόν. Εισερχόμενοι εις τάς εκκλησίας έχεον κατά γής και έρριπτον το θείον αίμα και σώμα του Χριστού διαρπάζοντες τά τιμαλφή τούτων δοχεία, ών τά μέν έθραυον ίνα σφετερισθώσι τους εγκειμένους κόσμους, τά δε παρέθετον επί των εαυτών τραπεζών εις οίνων κεράσματα και ως φαγητού σκεύη. Δεινότατα δε ησχημόνησαν και ησέβησαν εν τώ μεγάλω της του Θεού Σοφίας ναώ. Η θυωρός τράπεζα, το εκ πασών των τιμίων υλών κάλλιστον εκείνο και εξαίσιον και αξιάγαστον σύνθημα, κατεκερματίσθη και διεμερίσθη μεταξύ των σκυλευτών. Ωσαύτως και άπας ο απέραντος πλούτος όστις εκόσμει τά ιερά και τεχνικώτατα σκεύη και έπιπλα, και προσέτι το βήμα, το θριγκόν, τον άμβωνα, τάς πύλας, αφηρέθη και διερπάγη. Ίνα δε φορτωθώσι τά λάφυρα ταύτα εισήγοντο εις τον ναόν ημίονοι και υποζύγια σεσαγμένα. Και επειδή πολλά εξ αυτών εξωλίσθουν και έπιπτον διά την των επιπέδων λίθων στιλπνότητα, οι στρατιώται εξεκέντουν αυτά, ώστε το θείον δάπεδον εμολύνθη έκ τε του προχυθέντος αίματος και εκ της κόπρου των ζώων. Καί τούτων εν τοίς ναοίς γινομένων, συνέβαινον συγχρόνως εις τάς πλατείας, εις τάς τριόδους, εις τάς στενωπούς, θρήνοι και κλαυθμοί και οδυρμοί, και ανδρών οιμωγαί, και γυναικών ολολυγαί, ελκυσμοί, ανδραποδισμοί, διασπασμοί και βιασμοί.

Επί τέσσαρας δε όλας ημέρας και νύκτας η Κωνσταντινούπολις εληστεύετο, ηκρωτηριάζετο, εβιάζετο και εχλευάζετο, ότε επί τέλους τη 16η Απριλίου έκλειψις σελήνης, εμπνέουσα τρόμον εις τάς ευτυχώς δεισιδαίμονας εκείνας ψυχάς, επήγαγε την παύσιν της φοβερής ταύτης τραγωδίας και επέτρεψεν εις τους ηγεμόνας να επιχειρήσωσι μέν την συλλογήν και την διανομήν των λαφύρων, να διενεργήσωσι δε την εκλογήν των υπερτάτων του νέου κράτους αρχόντων. Ο Δάνδολος μετά μακράς ραδιουργίας και αναβολάς και ποικίλα άλλα μηχανήματα, κατώρθωσε να αναγορευθή ο κόμης Φλανδρίας Βαλδουίνος τη 9η Μαΐου και να στεφθή αυτοκράτωρ τη 16η Μαΐου.Αμέσως δε μετά, κατά τά συμφωνηθέντα, οι Ενετοί προεχειρίσαντο πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τον ομογενή Θωμάν Μοροζίνην. Ο πάπας δεν είχε εγκρίνει την συνθήκην, δι’ ής ο είς των δύο ανωτάτων αρχόντων θα ήτο Φράγκος ο δε έτερος Ενετός, ούτε την εκλαΐκευσιν εκκλησιαστικών κτημάτων. Αλλ’ ο Ιννοκέντιος Γ΄ τοσαύτης επλήσθη αγαλιάσεως διά το γενόμενον κατόρθωμα, ώστε ενέδωκεν. Εκάλεσε δε άπαντας τους δυτικούς να μεταβώσιν εις την Ελλάδα, ίνα λάβωσι αυτόθι γαίας και πλούτη.

Τοιουτοτρόπως εξεπληρώθη το προαιώνιον της Δύσεως όνειρον του να καταστήση την Κωνσταντινούπολιν και να καθυποτάξη τους χριστιανούς της Ανατολής εις την εκκλησίαν της Ρώμης.

*

Τά μετά την 1ην άλωσιν

Εκ πρώτης αφετηρίας το ανατολικόν κράτος διηρέθη υπό των κατακτητών της πρωτευούσης αυτού εις τρία κυριώτατα μερίδια. Το βασίλειον της Θεσσαλονίκης υπό τον Βονιφάτιον, την αυτοκρατορίαν υπό τον Βαλδουΐνον και το μερίδιον των Ενετών, το οποίον συνιστούσε το τεταρτημόριον και όγδοον σύμπαντος του ρωμαϊκού κράτους, υπό τον γηραιόν Δάνδολον.

Κυριεύσαντες ευχερώς την Κωνσταντινούπολιν ενόμισαν οι Φράγκοι ότι θέλουσιν επίσης ευχερώς κυριεύσει ολόκληρον το κράτος, αλλ’ ηπατήθησαν. Τά αίτια της αποτυχίας των υπήρξαν πολλά, πρό πάντων δε η μεταξύ αυτών διχόνοια.

Κατά Απρίλιον του 1205 ο Θεόδωρος Λάσκαρις υπεχρέωσε το μέν διά της βίας το δε διά πειθούς τον τε Μαγκαφάν και τον Μαυροζούμην να αναγνωρίσωσι την κυριαρχίαν του και τώ 1206, συνελθούσης εν Νικαία μεγάλης συνόδου πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχόντων, ανεκηρύχθη αυτόθι αυτοκράτωρ Ρωμαίων και εστέφθη πανηγυρικώς υπό του νέου πατριάρχου Μιχαήλ Δ΄ του Αυτοριανού. Τοιουτοτρόπως ιδρύθη νέον εν τη Μ. Ασία κράτος του μεσαιωνικού ελληνισμού, το οποίον μετ’ ολίγον εξετάθη επί άπασαν την δυτικήν παραλίαν από Νικαίας και Προύσης μέχρι Νεοκάστρου, Σμύρνης, Εφέσου, Φιλαδέλφειας και των παρακειμένων νήσων.

Τά μεσόγεια κατήχοντο υπό των Τούρκων, εις δε τά βορειοανατολικά παράλια συνέστη, εν Τραπεζούντι, έτερον ελληνικόν κράτος υπό τον έγγονον του Ανδρονίκου Κομνηνού Αλέξιον Α΄, όστις προσέκτησε και την Αμισόν και την Ταυρικήν χερσόνησον. Αντί να συμπράττωσι όμως κατά του κοινού εχθρού, τά δύο ελληνικά κράτη απέβησαν πολέμια προς άλληλα!

*

Εν Ευρώπη ο Βονιφάτιος κατέλαβε κατά Οκτώβριον του 1204 την Θεσσαλονίκην, και ακολούθως τάς Σέρρας και όλην την Θεσσαλίαν μέχρι Θερμοπυλών κατ’ αρχάς, και άπασαν την ανατολικήν Ελλάδα μέχρι Ισθμού εν συνεχεία. Φρουρά ισχυρά κατέλαβε την ακρόπολιν, η δε Αττική και αι Θήβαι επετράπησαν εις τον Βουργούνδιον Όθωνα Λαρόσην, πιστότατον όντα του Βονιφατίου φίλον και σύμβουλον.

Προς δυσμάς όμως της Θεσσαλίας ο ελληνισμός ύψωνε σημαίαν αντιστάσεως γενναίας διά του Μιχαήλ Α΄ Αγγέλου Κομνηνού, όστις έμελλε να καταφέρη πληγήν καιρίαν εις το φραγκικόν βασίλειον της Θεσσαλονίκης. Ο Μιχαήλ Άγγελος αυτός ήτο ο νόθος εκείνος του Σεβαστοκράτορος Ιωάννου, ο στασιάσας εν τη Μ. Ασία επί Αλεξίου Γ΄. Ούτος ίδρυσε ίδιον εν Ηπείρω, Ακαρνανία και Αιτωλία κράτος, το οποίο προς βορράν εξετάθη μέχρι Δυρραχίου, προς μεσημβρίαν μέχρι της Ναυπάκτου, προσέλαβε δε και την δυτικωτέραν Θεσσαλίαν. Το κράτος τούτο ωνομάσθη Δεσποτάτον Ελλάδος και ο ηγεμών αυτού Δεσπότης Ελλάδος. Πρωτεύουσα ήτο η Άρτα, κυριώτατα δε φρούρια τά Βελλάγραδα (Βεράτι), τά Ιωάννινα και η Βόνδιτσα (Βόνιτσα).

Εν Πελοποννήσω επεκράτησε ο Γουλιέλμος Α΄ ο Σταμπλίτης επονομασθείς έκτοτε πρίγκηψ της Αχαΐας. Ικανά όμως μέρη της Πελοποννήσου διέφυγον την ξενικήν κυριαρχίαν. Ιδίως η Μονεμβασία, ήτις διετέλει υπό τους εγχωρίους αυτής άρχοντας Μαμωνάν, Δαιμονογιάννην και Σωφιανόν, η Τσακωνία, τά δυσπρόσιτα του Ταϋγέτου, και τά δύο εις τάς χείρας του Λέοντος Σγουρού έτι ευρισκόμενα φρούρια του Ναυπλίου και της Κορίνθου. Αργότερον όμως και η Πελοπόννησος περιήλθε εις τον Βιλλεαρδουΐνον.

*

Οι Έλληνες της Θράκης, ήτις εκυριεύθη υπό των Φράγκων τώ 1204, απεφάσισαν να απαλλαγώσιν εκ πάντός τρόπου της φραγκικής καταπιέσεως και συνεννοήθησαν μετά του ηγεμόνος των Βουλγάρων Ιωαννίση και υποσχόμενοι αυτώ το αυτοκρατορικόν στέμμα, εξηγέρθησαν και εις μάχην μάλιστα γενομένη τη 15η Απριλίου 1205 περί την Αδριανούπολιν εγένετο άφαντος ο Βαλδουΐνος. Αυτόν διεδέχθη ο αδελφός του Ερρίκος, ο οποίος εστέφθη επισήμως εν τώ της του Θεού Σοφίας ναώ τη 20η Αυγούστου 1206 και υπήρξεν επί 10 έτη (1206-1216) ο δεύτερος Λατίνος της Κωνσταντινουπόλεως αυτοκράτωρ. Εν τώ μεταξύ τη 1η Ιουνίου είχε αποβιώσει εν Κωνσταντινουπόλει ο Ερρίκος Δάνδολος, η ψυχή και ο νούς του όλου επιχειρήματος.

Ο Ιωαννίσης από την άλλη συνεχίζων τάς επιδρομάς και τάς δηώσεις, εκυρίευσεν την Φιλιππούπολιν, κατέβαλεν αυτήν εις έδαφος και επανήλθεν εις τά ίδια. Τότε οι Έλληνες της Θράκης εχωρίσθησαν από αυτού και ολίγοι μέν τινες κατέφυγον προς τον Λάσκαριν εν Ασία, οι δε πλείστοι επεχείρησαν να συνδιαλλαγώσι προς τους Φράγκους διά του Θεοδώρου Βρανά, εις τον οποίον επέτρεψαν τάς επαρχίας Αδριανουπόλεως και Διδυμοτείχου επί τοίς όροις του να τελή ετήσιον φόρον.

Τη 4η Φεβρουαρίου 1207 ο Ερρίκος ενυμφεύθη την θυγατέρα του Βονιφατίου Αγνήν, ο ίδιος δε ο Βονιφάτιος ώμοσε πίστιν εις τον νέον αυτοκράτορα και ησφαλίσθησαν ούτως οπωσούν τά εν τη Ευρώπη πράγματα. Περί τά μέσα δε του 1207 ο Βονιφάτιος εφονεύθη εις τινα προς Ιωαννίσην συμπλοκήν, την δε αρχήν αυτού διεδέχθη ο ανήλικος υιός του Δημήτριος, ο δεύτερος της Θεσσαλονίκης βασιλεύς (1207 – 1222) επιτροπευόμενος υπό της μητρός του Μαργαρίτας (χήρας του Ισαακίου) ήν είχε νυμφευθεί ο Βονιφάτιος.

Ο Ιωαννίσης, όστις δεν εφαίνετο δυνάμενος να κορεσθή υπό των σφαγών και δηώσεων εν Θράκη και Μακεδονία, όστις, ένεκα τούτου, εαυτόν μέν εκάλει Ρωμαιοκτόνον, αντεκδικούμενος τον Βουλγαροκτόνον Βασίλειον, υπό δε των Ελλήνων επωνομάζετο Σκυλοϊωάννης, επεχείρησε, περί Οκτώβριον του 1207, να πολιορκήση και αυτήν την Θεσσαλονίκην, αλλ’ εδολοφονήθη αυτόθι και τον διεδέχθη ο ανεψιός της χήρας αυτού Βορίς Β΄. Ο τελευταίος ηττήθη τη 31η Ιουλίου 1208 ολοσχερώς περί Φιλιππούπολιν υπό του Ερρίκου.

Ως προς τους Ενετούς, κατέλαβον τάς κτήσεις των διά τριών τρόπων. Διά του εν Κωνσταντινουπόλει σταθμεύοντος στρατού και στόλου, δι’ αμέσων εξ Ενετίας στρατιών και δι’ ιδιωτικών επιχειρήσεων επισήμων Ενετών. Οι κτήσεις αυτών ήσαν κυρίως η νησιωτική χώρα, το Δυρράχιον, η Μεθώνη και η Κορώνη, η Ήπειρος, η Ακαρνανία, και η Αιτωλία. Τάς τελευταίας χώρας όμως ηναγκάσθησαν οι Ενετοί να εκχωρίσωσιν εις τον Δεσπότην της Ελλάδος Μιχαήλ.

Τώ 1212 κατέλαβον την Κρήτη, την οποίαν είχον προκαταλάβει οι Γενουαίοι. Τον Δάνδολο δε, είχε διαδεχθή ο Μαρίνος Ζένος, την εκλογή του οποίου επεκύρωσε ο νέος δόγης της Ενετίας Πιέτρος Ζιάνης.

*

Εν τώ μεταξύ, το μέν εν Ασία ελληνικόν κράτος έπαθε μείωσιν τινα διότι ο Λάσκαρις, στρατεύσας, κατά τινων επιδραμόντων Τούρκων, ηχμαλωτεύθη παρ’ αυτών και παρεδόθη εις τον Σουλτάνον του Ικονίου, όστις δεν τον απέλυσεν ειμή αφού απήτησε παρ’ αυτού μεγάλα λύτρα και την παραχώρησιν πολλών πόλεων και φρουρίων.

Αλλά το εν Ευρώπη δεσποτάτον της Ελλάδος ίσχυσε τανάπαλιν τότε παραδόξως. Δολοφονηθέντος εν Βερατίω του Μιχαήλ Α΄, διεδέξατο την αρχήν αυτού ο αδελφός του Θεόδωρος, όστις, ών ανήρ μάχιμος και τολμηρός και φιλόδοξος, δεν έπαυσεν αγωνιζόμενος κατά Λατίνων και Βουλγάρων και Σέρβων και Αλβανών και ευδοκιμών κατά πάντων. Κατ’ αρχάς εκυρίευσε τήν Αχρίδα, το Πρίλαπον, την Πελαγονίαν, την Αλβανίαν, το Δυρράχιον, την Κέρκυραν και κατέστησεν υποτελή τον Βούλγαρον ηγεμόνα Σβιατοσλαύον. Αλλά μετ’ ού πολύ θέλομεν ίδει αυτόν εκτείνοντα έτι το ελληνικόν εκείνο κράτος και καταλύοντα αυτό της Θεσσαλονίκης φραγκικόν βασίλειον.

Τη 11η Ιουνίου 1216, εις ηλικίαν 40 ετών απέθανε εν Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτωρ Ερρίκος δηλητηριασθείς καθ’ όλας τάς πιθανότητας υπό των Λομβαρδών οίτινες είχον πράγματι την εξουσίαν εν τη πόλει. Επί των ασθενών διαδόχων του Ερρίκου η ενότης των Φράγκων εξέλιπεν παντάπασιν. Ονόματι μέν εξηκολούθησεν ο αυτοκράτωρ λογιζόμενος υπέρτατος των όλων ηγεμών, πράγματι όμως τά διάφορα φραγκικά κράτη απέβησαν από του 1216 ανεξάρτητα και τά κυριώτερα κλάσματα αυτού ήσαν: Η εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκρατορία, ήτις μετ’ ού πολύ κατήντησε να περιορισθή εις μόνα τά περί την βασιλεύουσαν περίχωρα. Το πριγκιπάτον της Αχαΐας, το πολειδώς συνδεόμενον μετά των ηγεμόνων των Αθηνών, Θηβών, σαλώνων, Βοδονίτζης και Θεσσαλίας. Το δουκάτον της Νάξου μετά των υποτελών αυτού, και οι Ενετοί της Ευβοίας και της Κρήτης.

Αλλά και ο ελληνισμός ήτο διηρημένος εις το βασίλειον της Νικαίας, της Τραπεζούντος και το δεσποτάτον της Ηπείρου ή Ελλάδος. Τά δε τρία ταύτα κράτη ού μόνον κεχωρισμένα ήσαν απ’ αλλήλων, αλλ’ ούδ’ ωμονόουν προς άλληλα.

*

Τον Ερρίκο διεδέχθη εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον ο επ’ αδελφή γαμβρός του Πέτρος Κουρτεναίϋ, έγγονος του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου του παχέος. Ο νέος αυτοκράτωρ επιχειρήσας να ανακτήση το Δυρράχιον απέτυχε, επιστρέφων δε εις την Κωνσταντινούπολιν προσεβλήθη εν Αλβανία υπό του Θεοδώρου και κατετροπώθη ολοσχερώς, φονευθείς και ο ίδιος. Ομοίως εφονεύθη και ο αδελφός του Ερρίκου Ευστάθιος. Νέος αυτοκράτωρ εστέφθη τη 25η Μαρτίου 1221 ο υιός του Πέτρου Ροβέρτος 1221-1228. Εν τώ μεταξύ οι Ενετοί ηύξησαν την δύναμίν των εις την Κωνσταντινούπολιν. Πάν ότι είχεν αξία τινά, κατείχετο υπ’ αυτών. Ο προϊστάμενος της ενετικής αποικίας Ιάκωβος Τιεπόλος συνωμολόγει συνθήκας τώ μέν 1219 προς τον Λάσκαριν, τώ δε 1220 προς τον σουλτάνον του Ικονίου, τάς οποίας ηναγκάζετο εκούσα άκουσα να αποδέχεται η αυτοκρατορία.

*

Τώ 1222, εν ακμή της ηλικίας, διότι δεν ήτο έτι ούτε πεντηκοντούτης, απεβίωσε αίφνης ο Θεόδωρος Λάσκαρις. Την αρχήν κατέλιπεν εις τον Ιωάννην Βατάτζην, όστις είχε συζευχθή την θυγατέραν του Θεοδώρου Ειρήνην, μετά τον θάνατον του πρώτου αυτής συζύγου Ανδρονίκου Παλαιολόγου. Ο δε Βατάτζης, ών πολύ μάλλον περιεσκεμμένος και ευσταθής ή ο προκάτοχος, έμελλε να καταφέρη πληγάς καιρίας εις το εν Κωνσταντινουπόλει φραγκικόν κράτος.

*

Βασιλεύοντος του Ροβέρτου, ο δεσπότης Ελλάδος Θεόδωρος, προελάσας προς ανατολάς εγένετο ευχερώς κύριος της Θεσσαλονίκης και εκείθεν ορμώμενος προέβη διά της Ζαγοράς και κατέλαβε πάσαν την μέχρις Αδριανουπόλεως και Φιλιππουπόλεως και Χριστοπόλεως χώραν. Και τότε ανηγόρευσεν εαυτόν αυτοκράτορα και έκοψεν ίδιον νόμισμα. Εστέφθη μάλιστα υπό του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Δημητρίου, αρνουμένου να πράξη τούτο του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Μεσοποταμίτη όστις εθεώρει την εν Νικαία βασιλεία μόνην νόμιμον.

Ο Θεόδωρος εκυρίευσεν ακολούθως την Μοσυνούπολιν, την Ξάνθειαν, την Γρατζιανήν και αυτήν την Αδριανούπολιν, αφ’ ής ετράπη λεηλατών την χώραν μέχρι Κωνσταντινουπόλεως και Βιζύης.

*

Αλλά και εν Ασία ο Ιωάννης Βατάτζης τώ 1224 νικήσας κατά κράτος τους Φράγκους εν μάχη αιματηρά συγκροτηθείση περί το Ποιμανηνόν, κατέλαβεν όλας σχεδόν τάς εν Ασία κτήσεις αυτών και ιδίως την Λάμψακον, όπου έκτοτε πολάκις έδρευε, το Ποιμανηνόν, τά Λεντιανά, την Χαρίορον, και το Βερβενίακον. Ομοίως στόλον συγκροτήσας ο εν Νικαία βασιλεύς απέσπασεν από της φραγκικής αυτοκρατορίας τάς νήσους Λέσβον, Χίον, Σάμον, Ικαρίαν και Κών και κατέστησεν υποτελή τον Λέοντα Γαβαλάν ηγεμόνα της Ρόδου και των παρακειμένων νήσων. Ελεηλήτησε δε τάς εις του Ενετούς υπαγομένας παραλίας πόλεις Μάδυτα, Καλλίπολιν και άλλας.

Ώστε επί τέλους η φραγκική αυτοκρατορία εστερήθη και εν Ασία τάς κυριωτέρας αυτής νήσους και τάς κυριωτέρας επί της στερεάς κτήσεις. Απήλαυσεν όμως ειρήνην τινα και εν Ασία, όπως εν Ευρώπη, μέχρι του εν έτει 1228 επελθόντος θανάτου του Ροβέρτου.

Ο αδελφός και διάδοχος του Ροβέρτου Βαλδουΐνος Β΄ (1228 – 1261) ήτο παίς ενδεκαέτης. Όθεν ο εν Νεαπόλει διατρίβων πρώην βασιλεύς των Ιεροσολύμων Ιωάννης Βρυέννιος, ελθών εις Κωνσταντινούπολιν, κατά Αύγουστον του 1231 ηρραβώνισε μέν την θυγατέραν αυτού Μαρίαν μετά του Βαλδουΐνου Β΄, εστέφθη δε συμβασιλεύς και υπελήφθη παρά πάντων ως μέλλων του κράτους σωτήρ, αλλ’ ηπατήθησαν.

*

Ανάκτησις Κωνσταντινουπόλεως

Τώ 1230, κατά μήνα Απρίλιον, συγκροτηθείσης μάχης περί Κλοκοτινίτζαν, παρά τον Έβρον ποταμόν, ενικήθη κατά κράτος ο Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός υπό του τότε ηγεμόνος των Βουλγάρων Ιωάννου Ασάν. Ηχμαλωτεύθη δε και αργότερον ετυφλώθη ο Θεόδωρος. Ο νεώτερος αδελφός αυτού Μανουήλ, αφού εις μάτην εζήτησε να συμβιβασθή προς τον Βατάτζην, απέκλινε προς τους Λατίνους. Το κράτος πλέον δεν είχε την προτέραν έκτασιν. Εκτός αυτού, ο ετεροθαλής αδελφός του Θεοδώρου Κωνσταντίνος Άγγελος καλούμενος, βραδύτερον δε μετονομασθείς Μιχαήλ Β΄, παραγκωνισθείς υπό του αδελφού του ως νόθος, απήτησε και επέτυχε να λάβη την αρχήν των του πατρός κτήσεων, ήτοι της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και μέρος της Θεσσαλίας, ώστε προέκυψεν ήδη νέον δεσποτάτον της Ηπείρου ανεξάρτητον της εν Θεσσαλονίκη αυτοκρατορίας, και το οποίον διαιρεθέν βραδύτερον εις δύο και τρία κλάσματα, εξηκολούθησεν υφιστάμενον μέχρι του 1318 και έχον σχέσιν μάλλον προς τους Φράγκους της Αχαΐας ή προς τους εν Νικαία και Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορας.

Τώ 1246 ο Βατάτζης κυριεύει τάς Σέρρας, το Μελένικον, τον Στενίμαχον, τά Τζέπαινα και τά περί την Ροδόπην και έπειτα τραπείς προς βορράν παραλαμβάνει το Στούμπιον, και το Χοτοβόν και το Βελεβούδιον και τά Σκόπια και άλλας πολλάς πόλεις αναγκάσας τον Μιχαήλ, υιόν και διάδοχον του Ιωάννου Ασάν, να προτείνη λόγους περί ειρήνης.

Τελευταίον δε κατά Νοέμβριον του 1246 εισήλθεν εις Θεσσαλονίκην και καταλιπών αυτόθι εν Ευρώπη επίτροπον τον μέγαν δομέστικον Κομνηνόν Ανδρόνικον Παλαιολόγον, έχοντα παρ’ εαυτώ και τον υιόν αυτού Μιχαήλ τον βραδύτερον γενόμενον ιδρυτήν της των Παλαιολόγων δυναστείας, επέστρεψεν εις την Ασίαν.

Ούτω ο Βατάτζης ήνωσεν την αυτοκρατορίαν της Θεσσαλονίκης μετά αυτής της Νικαίας. Αποθανόντος δε αυτού τη 30η Οκτωβρίου 1255, διεδέξατο μέν αυτόν ο υιός του Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις, 33 ετών, όστις και παιδείαν είχεν και στρατιωτική δεξιότητα ικανήν, διότι κατετρόπωσε τους εμβαλόντας αύθις εις Μακεδονίαν Βουλγάρους και ηνάγκασεν αυτούς να περισταλώσιν εντός των προτέρων ορίων. Αλλ’ ήτο δύσπιστος και το χείριστον, παλίμβουλος περί τάς δυπιστίας, εις ό συνετέλει ίσως και η νοσηρά του σώματος αυτού κατάστασις, εκ δε τούτου διηυκόλυνεν, αν δε προεκάλεσε, την πτώσιν της δυναστείας αυτού. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις απέθανε κατά Αύγουστον του 1259, καταλιπών τέσσαρας θυγατέρας και υιόν οκταέτη, τον Ιωάννην Λάσκαριν, ανέθηκε δε την επιμέλειαν της αρχής εις τον πατριάρχην Αρσένιον και τον πρωτοβεστιάριον Γεώργιον Μουζάλωνα, παντοδύναμον αυτού φίλον και υπουργόν διατελέσαντα. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος όμως, πράγματι ικανός στρατηγός, κατόρθωσε να επιβληθή διά πραξικοπήματος και να λάβη μάλιστα το αυτοκρατορικόν αξίωμα. Τη 1η Ιανουαρίου 1260 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος εταινιώθη το βασιλικόν διάδημα μετά της συζύγου αυτού Θεοδώρας, ο δε διάδοχος των Λασκάρεων θα εστέφετο άμα τη ενηλικιώσει αυτού.

Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατά Οκτώβριον του 1259, πρίν ακόμα στεφθή αυτοκράτωρ, ενίκησεν κατά κράτος τους Φράγκους εν Πελαγονία αποστείλας αυτόθι τον αδελφό του Ιωάννην και τόν στρατηγό του Αλέξιο Στρατηγόπουλο, ταπεινώσας ωσαύτως και τον δεσπότην της Ηπείρου.

Τη 13η Μαρτίου 1261 συνωμολογήθη δυστυχώς εν Νυμφαίω μεταξύ Γενούης και της εν Νικαία αυτοκρατορίας συνθήκη, δι ής αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι υπεχρεώθησαν να πολεμήσωσι την Ενετίαν και τους συμμάχους αυτής. Οπόσον μέγα υπήρξεν το λάθος του Μιχαήλ Παλαιολόγου να αντικαταστήση τους Γενουαίους αντί των Ενετών, απεδείχθη μετ’ ολίγον διότι κατ’ ουδέν ωφελήθη εκ της επαχθούς ταύτης συνθήκης και ιδίως ανέκτησε την Κωνσταντινούπολιν άνευ των Γενουαίων.

Τώ όντι, αμέσως μετά την συνθήκην εξαπεστάλη εις Ευρώπην ο καίσαρ Στρατηγόπουλος ίνα συνέχη τον τε δεσπότην της Ηπείρου και τον βασιλέα των Βουλγάρων Κωνσταντίνον με την εντολήν να παρατηρήση διερχόμενος τι συμβαίνει εις την Κωνσταντινούπολιν, μη επιχειρών τι όμως κατ’ αυτής. Περιστοιχιθής όμως ο Στρατηγόπουλος από πλήθος θεληματαρίων (εθελοντών) και προτρεπόμενος να εισέλθη εις την βασιλεύουσαν διότι ήτο παντελώς έρημος στρατευμάτων (ο νεωστί τότε αφιχθείς άρχων των Ενετών Μάρκος Γραδένιγος είχεν επιχειρήσει την κατάκτησιν του ού μακράν κειμένου Δαφνουσίου) απεφάσισε να πράξη το τόλμημα. Όθεν πεντήκοντα άνδρες εισδύουσι διά της υπογείου εκείνης εισόδου εις την πόλιν, και κυριεύουσι μία των πυλών. Εισελθόντος δε δι αυτής ολοκλήρου του στρατού (800 ιππείς και ολίγον πεζικόν) ανευφημούνται οι αυτοκράτορες Μιχαήλ και Ιωάννης. Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλεως συρρέουσιν ομοθυμαδόν περί τους ομογενείς, οι Λατίνοι καταδιώκονται και φονεύονται, ο δε καταπλαγείς Βαλδουΐνος Β΄ δραπετεύει επί ακατίου καταλιπών τά βασιλικά παράσημα, τά οποία οι Έλληνες στρατιώται έσπευσαν να παραδώσωσιν εν θριάμβω εις τον ηγεμόνα αυτών. Τοιουτοτρόπως ανεκτήθη η Κωνσταντινούπολις τη 26η Ιουλίου 1261.

*

Εν Πελοποννήσω ήρξεν ο Γοδεφρέδος Α΄ Βιλλεαρδουΐνος,1210-1218 προσεπωνυμούμενος πρίγκηψ της Αχαΐας ή του Μωρέως. Ούτος αποθανών τώ 1218 κατέλιπε δύο υιούς, τον Γοδοφρέδον Β΄, τον διαδεξάμενον την αρχήν αυτού,1218-1245, και τον Γουλιέλμον, όστις έλαβε την ηγεμονίαν της Καλαμάτας. Οι χρονογράφοι ονομάζουσι τον Γοδοφρέδο Β΄ πρώτον πρίγκηπα της Αχαίας, διότι ο πατήρ αυτού δέν είχε ποτέ αναγνωρισθή ως τοιούτος υπό της εν Κωνσταντινουπόλει λατινικής αυτοκρατορίας. Ο Γοδεφρέδος Β΄ κατεσκεύασεν υπεράνω της πόλεως Γλαρέντζας εν Ήλιδι το ισχυρόν φρούριον Χλομούτζι, του οποίου ο κρατερός πύργος, μετά τοσούτων αιώνων παρέλευσιν και αφού τοσαύτας υπέστη προσβολάς, σώζεται μέχρι της σήμερον, μαρτύριον διαρκές της εν Πελοποννήσω φραγκοκρατίας. Το Χλομούτζι υπήρξε το ασφαλέστερον έρεισμα της ξενικής ταύτης κυριαρχίας. Ωνομάζετο δε και Κλαιρμόντ και βραδύτερον Καστέλ Τορνέζε εκ τούτου, ότι οι πρίγκηπες του Μωρέως, λαβόντες το δικαίωμα του να κόπτωσι νομίσματα, εις Χλομούτζι έστησαν το νομισματοκοπείον αυτών, τά δε αυτόθι κοπτόμενα νομίσματα, τά λεγόμενα γαλλιστί tournois, ωνομάζοντο εις την κοινήν γλώσσαν του καιρού εκείνου, τορνέζια. Τελευταίον το Χλομούτζι κατέστη έκτοτε η μόνιμος του Γοδοφρέδου Β΄ καθέδρα.

Εν Πελοποννήσω και εν τη κυρίως Ελλάδι η φραγκική κυριαρχία ανεδείχθη επιτηδειοτέρα ή εν ταίς βορειοτέραις χώραις, και απέβη μέχρι τινός χρήσιμος εις τον εθνικόν ημών βίον.

Ο Γοδεφρέδος Β΄ απεβίωσε τώ 1245 και τον διεδέχθη ο αδελφός του Γουλιέλμος Β΄ όστις ήρξε της Πελοποννήσου επί τριάκοντα και τρία έτη, 1245-1278. Εάν ο Γοδοφρέδος Α΄ υπήρξεν ο ιδρυτής του κράτους, ο δε Γοδοφρέδος Β΄ ο επιτηδειότατος αυτού κυβερνήτης, ο Γουλιέλμος Β΄ διεκρίθη ιδίως ως πολεμιστής. Τώ 1246 συγκροτήσας δύναμιν 3.000 ιπποτών και 8.000 ιππέων και ισχυρών πολιορκητικών μηχανών επήλθεν κατά της Μονεμβασίας. Η πολιορκία διήρκεσε τρία έτη 1246-1248, οι Μονεμβασιώται ανεδείχθησαν άξιοι της αρχαίας αυτών φήμης, αλλά η καρτερία του Γουλιέλμου Β΄ υπήρξεν ουδέν ήττον θαυμαστή. Ο Γουλιέλμος παραλαβών τελικώς τάς κλείς του φρουρίου και προσοικειωθείς διά δωρεών μέν και τιμών του άρχοντας, δι’ επιεικίας δε τον λαόν, κατέστησε την Μονεμβασίαν δεύτερον μετά το Κλαιρμοντ ασφαλέστερον οχύρωμα της ηγεμονίας αυτού. Τά Βάτυκα και οι Τσάκωνες υπετάχθησαν ωσαύτως.

*

Μετά την άλλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως η Αττική και η Βοιωτία περιήλθον υπό την άμεσον κυριαρχίαν του Όθωνος Λαρόση, όστις ήρξεν ενταύθα από του 1205 μέχρι του 1255, ενώ οι Έλληνες υπήκοοι απήλαυσαν αυτονομίαν τινά υπό την επιεική αυτού διοίκησιν. Επιστρέψαντος δε εις Γαλλίαν του Όθωνος διεδέξατο την εν Αττική και Βοιωτία αρχήν ο ανεψιός του Γουΐδων Α΄ 1225-1263 εδρεύων συνήθως εν Θήβαις. Ο Γουΐδων ήτο μέν υποτελής του Γουλιέλμου διά τάς κατεχομένας υπ’ αυτού κτήσεις του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά δι’ αυτό τούτο, φοβούμενος μήπως ισχύσαντος έτι μάλλον του πρίγκηπος Αχαΐας παντελώς υποκύψη εις την επικυριαρχίαν του, συνετάχθη μετά των Ενετών της Ευβοίας και των υποτελών αυτών. Την αυτήν δε μερίδα ησπάσαντο προϊόντος του χρόνου και ο Θωμάς Β΄ Στρομογκούρτ, ο αυθέντης των Σαλώνων και ο Ουβερτίνος Παλλαυϊτζίνης, ο μαρκίων Βοδονίτζης. Αλλά προσέτι συνετάχθησαν μετά του Γουΐδωνος ο αδελφός του Γουλιέλμος, άρχων της Βελιγοστής και ο βαρώνος της Καρυταίνης Γοδοφρέδος Δεβρυέρ. Κατέναντι λοιπόν του ισχυρού Γουλιέλμου συνεκροτήθη συμμαχία ουδέν ήττον ισχυρά. Και τωόντι κατ’ αρχάς ο πόλεμος, διεξαχθείς κυρίως εν Ευβοία, απέβη αμφίρροπος. Αλλά κατά Μάιον του 1258 συνεκροτήθη μάχη πεισματώδης ού μακράν του όρους Καρύδι περί την Κόρινθο, και ηττήθη ο Γουΐδων αναγκασθείς εν συνεχεία να συμβιβασθή. Ώστε απεκαταστάθη η ειρήνη και αυτή δε η Ενετία επιεικεστέρα γενομένη μετά την ήτταν των συμμάχων της επεχείρησε διαπραγματεύσεις περί συμβιβασμού. Το επόμενον όμως έτος, ότε διεξήχθη η εν Πελαγονία μάχη, ο Γουλιέλμος συνελήφθη αιχμάλωτος και ήτο πλέον μετά του Μιχαήλ Παλαιολόγου.

Εν τώ μεταξύ ηγεμών της Πελοποννήσου ανεκηρύχθη ο Γουΐδων, όστις έλαβε και παρά του βασιλέως της Γαλλίας τον τίτλον του δουκός.

Εν αρχή του 1262 όμως ο πρίγκηψ Γουλιέλμος απηλευθερώθη με αντάλλαγμα την παραχώρησιν της Μονεμβασίας και των δύο νεωστί ιδρυθέντων φρουρίων του Μιζιθρά και της Μαΐνης εις τον βασιλέα Μιχαήλ Παλαιολόγον.

Η κολόβωσις αύτη της αρχής του Γουλιέλμου υπήρξεν αφετηρία αδιακόπων μεταξύ Φράγκων και Ελλήνων εν Πελοποννήσω πολέμων δίχως όμως σπουδαίον αποτέλεσμα πλήν των δεινών τά οποία επεσσώρευσαν εις τον τόπον.

Τώ 1266 ο αδελφός του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ΄ Κάρολος ο Ανδεγαυϊκός, καταβαλών τον απόγονον του Βαρβαρόσσα Μαμφρέδον, εγένετο κύριος της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Μετά του υιού αυτού του Καρόλου Φιλίππου Ανδεγαυϊκού συνέζευξεν ο Γουλιέλμος την θυγατέρα του Ισαβέλλαν αναζητών ισχυρούς συμμάχους. Τώ 1277 όμως απέθανε ο Φίλιππος ενώ έν έτος αργότερον απεβίωσεν και ο τρίτος γόνος των Βιλλεαρδουΐνων ο Γουλιέλμος και η φραγκική Πελοπόννησος έμεινεν υπό την άμεσον μέν κυριαρχίαν γυναικός, της Ισαβέλλας, υπό την επικυριαρχίαν δε βασιλέως μακράν εδρεύοντος, του Καρόλου του Ανδεγαυϊκού.

*

Μιχαήλ Παλαιολόγος

Ότε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος εβεβαιώθη διά την τοσούτον ευκόλως ανάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό του Στρατηγοπούλου, εισήλθε εις την πρωτεύουσαν την 15ην Αυγούστου 1261. Πρό πάντων έφερεν εκ της μονής του παντοκράτορος την εικόνα της Παναγίας, της επικαλουμένης Οδηγητρίας, ήτις κυριευθείσα άλλοτε υπό των Φράγκων είχε φαίνεται αποτεθή υπ’ αυτών εν τη προειρημένη μονή. Συγχρόνως διέταξε να ανοιχθή η Χρυσή πύλη και την πρωΐαν της 15ης ο μητροπολίτης της Κυζίκου Γεώργιος, αναβάς εις ένα των πύργων της πύλης και κρατών το της Οδηγητρίας εκτύπωμα, απήγγειλε δεκατρείς ευχάς, ποιηθήσας επί τη ανακτήσει της μεγάλης πόλεως υπό του Γεωργίου Ακροπολίτου. Εν όσω απηγγέλλετο εκάστη των ευχών ο αυτοκράτωρ αποβαλών την καλύπτραν και κλίνας γόνυ, έπιπτε χαμαί και

πάντες οι σύν αυτώ το αυτό έπραττον. Μεθ’ εκάστην δε των ευχών εσήμαινεν ο διάκονος την ανέγερσιν και τότε αναστάντες όλοι, ανέκραζον εκατοντάκις το Κύριε ελέησον. Μετά το τέλος της ιεροπραξίας ταύτης, εβάδισεν ο αυτοκράτωρ πεζός, προπορευομένης της εικόνας της Θεομήτορος, μέχρι της μονής του Στουδίου, εν ή

απετέθη η εικών. Εκείθεν, επιβάς του ίππου, αφίκετο εις το της Σοφίας του Θεού τέμενος και προσκυνήσας τώ δεσπότη Χριστώ και τά εικότα τούτω ευχαριστήσας, απήλθεν εις το μέγα παλάτιον. Ακολούθως αφού αντήμοιψε δεόντως τον

Στρατηγόπουλον, έπεισε δε και τον πατριάρχην Αρσένιον να αναλάβη τον θρόνον αυτού και να στέψη αυτόν αύθις εν τώ ιερώ της του Θεού Σοφίας. Ως προς τον διάδοχον των Λασκάρεων ετυφλώθη περί τά τέλη του έτους, ίνα εκλείψη πάς κίνδυνος εξ αυτού.

Δυστυχώς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, αντί να επιμείνη εις την αναδιοργάνωσιν των ιδίων πόρων και δυνάμεων και εις την δι’ αυτού εδραίωσιν και αύξησιν του κράτους, επανήλθεν εις το ολέθριον σύστημα της μετά των ξένων συμμαχίας, της εις αυτούς παραχωρήσεως καταστρεπτικών προνομίων και, το χείριστον, ενόμισεν ότι δεν δύναται να σωθή ειμή συνεννοούμενος μετά του πάπα και υποτασσόμενος εις αυτόν, νοθεύσας ούτω εκ πρώτης αφετηρίας πάσαν εθνικήν δύναμιν και ιδρύσας πολιτικήν, ήτις, επικρατήσασα εν τη Ανατολή και επί των διαδόχων αυτού, επήγαγεν επί τέλους την καταστροφήν της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους.

Ότε ενόησεν την πλάνην αυτού, ήτο πλέον αργά, ώστε αποβιώσας την 11ην Δεκεμβρίου 1282, ουδέ της συνήθους ηξιώθη βασιλικής ταφής, τοσούτον ήτο το κατ’ αυτού μίσος των υπηκόων. Εις τούτο απέληξαν οι μακροί αγώνες του Μιχαήλ Παλαιολόγου περί ενώσεως των εκκλησιών. Οι μέν δυτικοί αφώρισαν αυτόν επί τέλους, οι δε ημέτεροι τον απετροπιάσθησαν.

*

Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος

Ο υιός και διάδοχος του Μιχαήλ Παλαιολόγου Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος ενόησεν ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρήση την αρχήν, εάν επιμείνη εις το αμαρτημένον τούτο σύστημα. Αλλ’ εις μάτην ηγωνίζετο παντί σθένει να άρη εκ μέσου τάς ποικίλας εκκλησιαστικάς διενέξεις. Εκ τούτων δε πάντων ωφελούμενοι οι Φράγκοι κατέκτησαν πολλάς των νήσων, όσαι είχον αφαιρεθή από αυτών επί του Μιχαήλ Παλαιολόγου, έμελλον δε να επακολουθήσωσι και άλλα μεγάλα δεινά. Διότι ενώ ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος απησχολείτο υπό των εκκλησιαστικών ερίδων και κατεδίκαζεν εις αργίαν τάς ναυτικάς του κράτους δυνάμεις, προέκυπτεν εν τη Μ. Ασία νέος και φοβερώτατος πολέμιος, οι λεγόμενοι Οσμανίδαι ή Οθωμανοί Τούρκοι.

Προς τούτοις ο Ανδρόνικος τώ 1285 υπέγραψεν δεκαετείς προς τους Ενετούς ανακωχάς επί όροις βεβαίως επαχθεστάτοις εις αυτόν. Ού μόνον δε τους Ενετούς περιεποιείτο, αλλά και τους Γενουαίους και τους Καταλωνίους εις ούς τώ 1290 παρεχώρησεν ωσαύτως σπουδαία εμπορικά προνόμια, συγχρόνως δε επετίθετο αδιακόπως κατά των δύο ομογενών και ομοδόξων δυναστών, οίτινες ήρχον της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, δηλαδή κατά των αδελφών Νικηφόρου και Ιωάννου των Αγγέλων. Μάλιστα, ότε στρατός ισχυρός του Ανδρονίκου ηπείλησε τά Ιωάννινα, παρά τώ πλευρώ του Νικηφόρου ηγωνίσθησαν και οι Φράγκοι της Ελλάδος υπό τον Φλωρέντιο Εννεγαυϊκό, 1289-1297, τον οποίον είχε συζεύξει ο Κάρολος Β΄, υιός και διάδοχος του Καρόλου Α΄, μετά της Ισαβέλλας της θυγατρός του του Γουλιέλμου Β΄.

Τοιουτοτρόπως, χάρις εις τάς ασυνέτους επιθέσεις του Ανδρονίκου κατά του δεσπότου της Ηπείρου, περιήλθεν η Αιτωλία εις χείρας των Λατίνων, και Λατίνος μητροπολίτης έδρευσεν εν Ναυπάκτω. Ο υιός δε του Καρόλου Φίλιππος, πρίγκηψ του Τάραντος, συνεζεύχθη τώ 1294 την θυγατέρα του δεσπότου της Ηπείρου Θάμαρ λαβών προίκα την Ναύπακτον, τον Βλοχόν, το Αγγελόκαστρον και την Βόνιτζαν και την επικυριαρχίαν της Αχαΐας, των Αθηνών, της Κερκύρας και των κατέναντι αυτής κτήσεων.

Την άνοιξιν του 1295 οι υιοί του Σεβαστοκράτορος νέων Πατρών Ιωάννου Α΄ Κωνσταντίνος Άγγελος και Άγγελος επεχείρησαν νέας κατά της Ηπείρου εχθροπραξίας της κατεχομένης τότε εν μέρει υπό του θείου των Νικηφόρου και εν μέρει υπό των επιτρόπων του Καρόλου του Ανδεγαυϊκού. Το Αγγελόκαστρον, ο Αχελώος και η Ναύπακτος κατεκτήθησαν υπό του Κωνσταντίνου, όστις και μετά τον θάνατον του πατρός του ελογίζετο δυνάστης Μεγαλοβλαχίας (1296-1303), περιορισθείς όμως εις την Θεσσαλίαν.

Τώ 1296 απεβίωσεν και ο Νικηφόρος Α΄ και το κάλλιστον της χώρας μέρος περιήλθεν εις την κόρην αυτού Θάμαρ, τον σύζυγον του Φιλίππου του Ταραντίνου. Αλλά και τώ 1303 απεβίωσεν ο Κωνσταντίνος Άγγελος, ο δε αδελφός του δεν αναφέρεται πλέον εν τη ιστορία, το δε αξίωμα του δουκός των Νέων Πατρών και του Σεβαστοκράτορος Μεγαλοβλαχίας περιήλθεν εις τον ανήλικον του Κωνσταντίνου υιόν Ιωάννην Β΄ Άγγελον Κομνηνόν υπό την κηδεμονίαν του δουκός Αθηνών Γουΐδωνος Β΄, ανεψιού του Κωνσταντίνου εξ αδελφής.

Επί της διοικήσεως του αγαθού τούτου δουκός η Αττική είχε παραδόξως ευημερήσει.

Ο Γουΐδων Β΄ απέθανεν εν Αθήναις τη 5η Οκτωβρίου 1308, το δε δουκάτον περιήλθε τότε εις τον συγγενή αυτού Ουάλτερον Α΄ Βριέννιον (1308-1311), όστις υπήρξε και ο τελευταίος Γάλλος δούξ των Αθηνών.

Αλλά και η Άννα, χήρα του Νικηφόρου της Ηπείρου, ήλθεν εις προστριβάς μετά του γαμβρού αυτής Φιλίππου, όστις ηνάγκασεν και την σύζυγόν του Θάμαρ, παρά τά συμφωνηθέντα, να ασπασθή το καθολικόν δόγμα. Αι ενέργειαι του Φιλίππου ενέπνευσαν εις την δέσποιναν της Ηπείρου τον εύλογον φόβον, ότι ούτος μελετά την παντελή καθαίρεσιν αυτής τε και του υιού της Θωμά και του ορθοδόξου της χώρας δόγματος. Όθεν ήλθεν εις συνεννόησιν μετά του Ανδρονίκου Β΄, τώ δε 1313 η Θάμαρ διεζεύχθη τον Φίλιππον.

*

Περί το 1290 οι μωαμεθανοί κατώρθωσαν να κυριεύσωσι τά τελευταία λείψανα των εν Συρία χριστινικών κτήσεων, και τότε οι μέν πλείστοι των περισωθέντων μαχητών της Δύσεως επέστρεψαν εις τά ίδια, τινές δε, και μεταξύ τούτων οι ιεροϊππόται του τάγματος των Ιωαννιτών, κατέφυγον εις Κύπρον, κατεχομένην υπό των απογόνων του τελευταίου βασιλέως των Ιεροσολύμων Γουΐδωνος Λουζινιάνου. Εκείθεν δε ορμώμενοι οι Ιωαννίται εκυρίευσαν κατ’ Αύγουστον του 1310 με ηγέτη των τον μέγαν Μάγιστρον Φάλκωνα Βιλλαρέτ, την Ρόδον, διατελούσαν έτι υπό την κυριαρχίαν του ανατολικού κράτους. Έκτοτε η νήσος παρέμεινεν κτήμα αυτών μέχρι της εν έτει 1522 κατακτήσεως αυτής υπό των Οσμανιδών.

Οσμανίδαι

Ότε ο Τζιγκισχάν, ο φοβερός των Μογγόλων ηγεμών κατέλαβε το εν Περσία χοβαρεσμιακόν κράτος, είς των ευπατριδών των Ογούζων επιλεγομένων Τούρκων, ο Σουλεϊμάν-Σάχ, απεδήμησεν εκ του Χορασσάν, και εγκατεστάθη μετά της φυλής αυτού, συγκειμένης εκ 50.000 ψυχών, εις Αρμενίαν τώ 1224. Τώ 1331 εκ των τεσσάρων αυτού υιών οι μέν δύο πρώτοι επέστρεψαν εις την πατρίδα των Χορασσάν, οι δε δύο νεώτεροι ο Δινδά και ο Ερτογρούλ, μετά 400 μόνον οικογενειών εζήτησαν άσυλον εντός του κράτους των Σελδζουκίδου σουλτάνου Αλαεδδίν Α΄. Εκ των δύο αδελφών ο Ερτογρούλ, εκυβέρνα την μικράν φυλήν και συνδραμών τον Αλαεδδίν εις διαφόρους κατά Τατάρων και Ελλήνων πολέμους έλαβε παρ’ αυτού μικρά τινα περί τά ελληνικά μεθόρια χώραν. Εκεί εγέννησεν τρείς υιούς, ών ο πρεσβύτερος Οσμάν, γεννηθείς περί το 1260, ήρχισε πρώτος να εκτείνη τάς πατρικάς κτήσεις. Μετά τινας ενιαυτούς, ο Οσμάν περιελθών εις ρήξιν προς τους ηγεμόνας των περί τά μεθόρια της Βιθυνίας εκυρίευσεν πολλά φρούρια. Και επειδή περί τους χρόνους τούτους κατελύθη οριστικώς το σελδζουκικόν κράτος, ο Οσμάν απέβη έκτοτε ανεξάρτητος κύριος της χώρας ής ήρχε περί τον Όλυμπον. Περί το 1317 ο Οσμάν απειλούσε πλέον την Νίκαιαν και την Προύσσαν. Την τελευταίαν εκυρίευσε τελικώς τώ 1326. Ο ίδιος ο Οσμάν δεν εισήλθεν εις αυτήν ζών, διότι απέθανεν μικρόν αφού έλαβε την αγγελίαν της κατακτήσεως αυτής από του υιού του Ουρχάν. Η Προύσσα υπήρξε η πρώτη του κράτους των Οσμανιδών βασιλεύουσα.

*

Ο Ανδρόνικος Β΄, αφού ετιμώρησεν αντί να βραβεύση πάντας τους Έλληνας όσοι ηγωνίσθησαν να αντιταχθώσιν εις το μωαμεθανικόν ρεύμα, τον τε αδελφόν αυτού Κωνσταντίνον και τον τούτου φίλον Μιχαήλ Στρατηγόπουλον και τον Αλέξιον Φιλανθρωπηνόν, έπειτα παρέδωκε το ταμείον και τάς χώρας του κράτους εις ξένους μισθοφόρους, τους Καταλανούς, οίτινες, ιδρύσαντες εταιρείαν, επί δεκαετίαν όλην επήγαγον τοσαύτα εις τε τάς ασιανάς και τάς ευρωπαϊκάς επαρχίας δεινά, όσα ουδέποτε οι πολέμιοι επροξένησαν εις αυτάς. Κατόπιν δε πάλιν, αντί να ωφεληθή εκ των πολεμικών προτερημάτων του Φιλή Παλαιολόγου κατά των εξωτερικών πολεμίων, προεκάλεσεν οκταετή εμφύλιον αγώνα εν τώ οποίω εξηντλήθησαν επί μάλλον αι δυνάμεις του κράτους.

Αυτά έπραττεν ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος εν όσω επωάζετο ο εξ ανατολών κίνδυνος των Οσμανιδών. Αλλά και η λοιπή χώρα εσπαράσσετο είτε από εμφυλίους μεταξύ Φράγκων είτε από αγώνες των Ελλήνων κατ’ αυτών, αλλά κυρίως κατεδυναστεύετο από την εταρείαν των Καταλανών, τους εξ Αραγωνίας δηλαδή μισθοφόρους, τους οποίους έφερε ο Ανδρόνικος Β΄ και οι οποίοι εν συνεχεία ήλθον εις την κυρίως Ελλάδα. Προσέτι δε και οι πειρατές ελυμαίνοντο τάς παραλίους χώρας.

Εν τώ μεταξύ νέα διαίρεσις του κράτους συνέβη, με βασιλέα της Θράκης τον Ανδρόνικο Γ΄, εγγονό του Ανδρονίκου Β΄ και υιό του Μιχαήλ Θ΄ συμβασιλέως ήδη του Ανδρονίκου Α΄ και αποθανόντος. Η έδρα του Ανδρονίκου Γ΄ ήτο η Αδριανούπολις. Το άλλο τμήμα ήτο η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως με τον γέροντα Ανδρόνικο Β΄. Τελικώς επήλθεν συμβιβασμός μεταξύ των δύο και ο νεώτερος Ανδρόνικος, αφού ηυτύχησε να αποκρούση επιδρομήν τινα των Βουλγάρων και επανελθών εν θριάμβω εις Κωνσταντινούπολιν εστέφθη αυτοκράτωρ εν τώ της του Θεού Σοφίας ναώ τη 2α Φεβρουαρίου 1325.

Εν έτει όμως 1328 κατώρθωσεν ο Ανδρόνικος Γ΄ να καταλάβη την ολοσχερή κυβέρνησιν των πραγμάτων, αφού κατέστησεν εκ ποδών τον γέροντα Ανδρόνικον Β΄, όστις λαβών το μοναχικόν σχήμα απέθανε τη 13η Φεβρουαρίου 1332.

Γενίτσαροι

Ο Καρά Χαλήλ Τσεντερλής, ο τότε αστυνόμος του στρατού, εσκέφθη, ότι το οσμανικόν κράτος διά του ελαχίστου αυτού μωαμεθανικού πληθυσμού, δεν ήτο δυνατόν να κατορθώση μεγάλα πράγματα και ίσως ουδέ να συντηρηθή ήτο ικανόν πολεμούμενον υπό τε των ομοθρήσκων και υπό των χριστιανών.

Ταύτα δε αναλογιζόμενος, απεφάσισε να προτείνη εις τον Ουρχάν και τον αδελφόν του Αλαεδδίν επιτηδειότατον τινα τρόπον προς επανόρθωσιν μέν της πειθαρχίας, αύξησιν δε του μουσουλμανικού πληθυσμού. Και εν τώ συγκροτηθέντι επί τούτω συμβουλίω είπεν ότι ανάγκη να καταρτισθή τάγμα πεζικόν προνομιούχον, εκ μόνων χριστιανοπαίδων εξισλαμιζομένων συγκείμενον, ίνα άμα μέν κατασταθή δυνατή η τήρησις της πειθαρχίας εν τώ στρατώ, άμα δε διά των παραχωρηθησομένων εις το νέον τούτο τάγμα πλεονεκτημάτων προσελκυσθώσιν και άλλοι όσον ενδέχεται πλείονες χριστιανοί εις τάς τάξεις του Ισλαμισμού.

Και συνεκροτήθη μέν επί του Ουρχάν το πρώτον εκ χριστιανοπαίδων εξισλαμισθέντων στρατιωτικόν σώμα, το οποίον ωνομάσθη Γενί-Τσερί ό εστι νέος στρατός. Οι παίδες ηρπάζοντο από των οίκων αυτών εις ηλικίαν ετών επτά και μέχρις ού δυνηθώσι να φέρωσιν όπλα ησκούντο περί πάσαν στέρησιν και σκληραγωγίαν και πρό πάντων υπεβάλλοντο εις πειθαρχίαν αυστηροτάτην. Ούτω δε παρασκευασθέντες κατετάσσοντο εν καιρώ τώ προσήκοντι εις το τάγμα εκείνο το οποίον ήτο ωργανωμένον εις τρόπον ώστε να συνδέη ολόκληρον αυτών την ύπαρξιν μετά του νέου αυτών θρησκεύματος και του νέου δεσπότου. Ο γάμος ήτο αυτοίς απηγορευμένος, οίκοι αυτών ήτο ο στρατών, οικείους άλλους δεν είχον ειμή τους συναγωνιστάς, πατέρα δε άλλον δεν εγνώριζον ειμή τον ύπατον του κράτους άρχοντα, του οποίου ωνομάζοντο και εσεμνύνοντο ότι ήσαν δούλοι, ήτοι τουρκιστί κούλ.

*

Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος – Ιωάννης Καντακουζηνός Ιωάννης Παλαιολόγος

Τώ 1330 συνεκροτήθη μάχη ού μακράν της Χρυσουπόλεως εν χωρίω Πελεκάνω προσαγορευομένω. Ο Ανδρόνικος Γ΄ και ο Ιωάννης Καντακουζηνός ηγωνίσθησαν γενναίως αλλ’ ο αγόμενος υπ’ αυτών στρατός ήκιστα πειθαρχών, κατεστράφη υπό των πολεμίων. Μικρόν δε μετά την ήτταν ταύτην παρεδόθη και η Νίκαια εις τους Οσμανίδας.

Και ενώ ο Ουρχάν ησχολείτο αδιαλείπτως περί την ρύθμισιν και την παγίωσιν των θεσμών διά της επιτηδείας των οποίων εφαρμογής έμελλε μετ’ ού πολύ να κεραυνοβοληθή ο χριστιανικός της Ανατολής κόσμος, ο Ανδρόνικος Γ΄ και ο σύμβουλος αυτού Καντακουζηνός κατέτριβον τον χρόνον και τάς ηθικάς και υλικάς του κράτους δυνάμεις εις ανοήτους προσωπικάς αλλά κυρίως θρησκευτικάς έριδας, εάν το φώς είναι άκτιστον ή κτιστόν.

Η εν Πελεκάνω ήττα υπήρξεν η τελευταία μάχη καθ’ ήν οι ημέτεροι αντιπαρετάχθησαν εις τους οσμανίδας εν τη Μικρά Ασία. Το δε άξιον ωσαύτως σημειώσεως είναι ότι ού μόνον μέχρι του Ανδρονίκου Γ΄ θανάτου, συμβάντος εν έτει 1341 τη 15η Ιουνίου, αλλά και περί τά 17 έτη από του θανάτου του βασιλέως τούτου, οι Οσμανίδαι ουδέν μέγα κατά των ημετέρων διέπραξαν.

Οι δύο υιοί του αποθανόντος Ανδρονίκου Γ΄ Ιωάννης και Μανουήλ Παλαιολόγοι ήσαν ανήλικοι και τά πράγματα περιήλθον εις τον Καντακουζηνόν, μέγαν δομέστικον επί Ανδρονίκου Γ΄. Ο ανήρ ήτο ανδρείος και είχε νούν πρακτικόν. Αντί όμως να μεταχειρισθή τά προτερήματα ταύτα εις το να διοργανώση δυνάμεις ιθαγενείς ικανάς να καταβάλωσι μέν τους εσωτερικούς αυτού αντιπάλους, να περιστείλωσι δε τους εξωτερικούς πολεμίους, ηγωνίσθη πάντοτε να υποστηριχθή διά ραδιουργιών και συμμαχιών ολεθρίων. Ούτως, άμα ο Καντακουζηνός ηναγκάσθη να εξέλθη της πρωτευούσης εξυφάνη συνωμοσία εις βάρος του εις ήν συνήνεσεν και η χηρεύουσα βασιλίς Άννα. Ούτω, πεισθείς υπό των περί αυτόν οπαδών, ο Καντακουζηνός εν Διδυμοτείχω ενεδύθη την βασιλικήν εσθήτα και κατεκόσμησε τους πόδας διά των ερυθρών κρηπίδων.

Εκ πρώτης αφετηρίας πάσαι σχεδόν αι πόλεις παρήκουσαν των διαταγών του νέου βασιλέως, ώστε ήρχισεν ούτω μακρός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ αυτού και των εν Κωνσταντινουπόλει Παλαιολόγων. Αμφότεροι δε οι διαμαχόμενοι, πρό πάντων όμως ο Καντακουζηνός, περιέπεσον εις το ασύγγνωστον αμάρτημα του να επιζητήσωσι την συνδρομήν των δύο κατ’ εκείνο του χρόνου επικινδυνοτέρων πολεμίων του ελληνισμού, των Σέρβων και των Τούρκων. Και μάλιστα τώ 1346 ετελέσθη ο αλλόκοτος γάμος της θυγατρός του Καντακουζηνού μετά του Ουρχάν.

Κατά Φεβρουάριον του 1347 τινές των εν Κωνσταντινουπόλει μισθοφόρων ανέωξαν τώ Καντακουζηνώ την χρυσήν πύλην και η βασιλίς Άννα ηναγκάσθη να συνθηκολογήση προς τον εμβαλόντα εις την πόλιν Καντακουζηνόν, όστις συνεφώνησεν ότι θέλει άρχει των πραγμάτων από κοινού προς τον νέον βασιλέα Ιωάννην Παλαιολόγον. Αλλ’ ο συμβιβασμός ούτος δεν αποκατέστησε την κοινήν ειρήνην. Τώ 1354 ο υιός του Καντακουζηνού Ματθαίος μετά τοσαύτας ματαιωθείσας αποπείρας, εστέφθη εις Κωνσταντινούπολιν ως συνάρχων του πατρός αυτού, ενώ ο Ιωάννης Παλαιολόγος κατέφυγεν εις Τένεδον.

Συνεννοηθείς όμως ο Ιωάννης μετά πλουσίου τινός και ισχυρού Γενουαίου, ονόματι Φραγκίσκου Καταλουσίου, επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν και ηνάγκασε τον Ιωάννην Καντακουζηνόν να συμβιβασθή, υπό τον όρο ότι και οι δύο θέλουσι καλείσθαι βασιλείς με ίσην εξουσίαν, ο δε Ματθαίος θέλει επιτραπή την διοίκησιν της Αδριανουπόλεως και ο Καταλούσιος, γενόμενος γαμβρός επ’ αδελφή του Ιωάννου Παλαιολόγου, έλαβεν ως ίδιον κτήμα την νήσον Λέσβον.

Μετ’ ού πολύ όμως ο Ιωάννης Καντακουζηνός αποχωρήσας αίφνης εις την μονήν των Μαγγάνων, έλαβε το μοναχικόν σχήμα τώ 1355, ο δε υιός αυτού Ματθαίος παρητήθη της αρχής, ώστε εκλιπόντων των Καντακουζηνών εμονάρχησεν ο Ιωάννης Παλαιολόγος. Μετά δε τρία ή τέσσαρα έτη απέθανε και ο Ουρχάν, όστις είχε κυριεύσει εν τώ μεταξύ την Καλλίπολιν. Αυτόν διεδέξατο ο υιός του Μουράτ Α΄, όστις έμελλε να θερίση τους καρπούς των θεσμών ούς έθετο ο πατήρ αυτού και της ολεθρίας καταστάσεως εις ήν περιήλθον οι χριστιανοί από Ίστρου μέχρι Ταινάρου.

*

Ως προς την φραγκική κυριαρχία, αυτή διετηρείτο ασφαλώς μέν έτι εν τη ανατολική Ελλάδι και εν Ευβοία, ασθενώς δε εν Πελοποννήσω, μετ’ ού πολύ όμως παντελώς εξέλιπεν εκ της Ηπείρου, ήτις μετά πολλάς περιπετείας και αλληλοδιαδόχους κυριαρχίας Ελλήνων,Φράγκων, Σέρβων, υπέκυψεν εις τους Αλβανούς.

Κατά την κρίσιμον μάχην συγκροτηθείσα τώ 1358 περί Αχελώον οι Αλβανοί κατετρόπωσαν τον δεσπότη Νικηφόρο Β΄, υιό του Ιωάννου και της Άννης, συνεπαγόμενον Τούρκους τινάς πειρατάς, και ενώ πρότερον συνέπραττον μετ’ αυτού.

Ο ηγεμών των Αλβανών Κάρολος Τόπιας επωνομάσθη βασιλεύς Αλβανίας και μετ’ ολίγον εγένετο κύριος αυτού του Δυρραχίου.

Εις την ΝΑ Πελοπόννησον ο Ιωάννης Καντακουζηνός είχε διορίσει περί τά μέσα του 1348 τον δεύτερον αυτού υιόν Μανουήλ Καντακουζηνόν στρατηγόν ισόβιον. Ο Μανουήλ εδρεύων εις Μισθράν εξησφάλισε την επιτραπείσα αυτώ χώραν από τε των Λατίνων και από των Τούρκων, διετήρησεν την αρχήν και μετά την εκ της βασιλείας παραίτησιν του πατρός αυτού, και εν γένει περιεποίησεν ευημερίαν τινα εις τάς ελληνικάς επαρχίας της Πελοποννήσου.

*

Ο Μουράτ Α, άμα καταλαβών την αρχήν μετά τον εν έτει 1359 συμβάντα θάνατον του Ουρχάν, καταλαβών την εν Γαλατία Άγκυραν και διαπεράσας εις την Ευρώπην εκυρίευσε τους Αιγός Ποταμούς, το Τζουρουλόν, τον Πύργον, το Διδυμότειχον, τώ δε 1361 και αυτήν την Αδριανούπολιν, ήν μετ’ ού πολύ κατέστησε πρωτεύουσαν του κράτους. Ακολούθως διά των στρατηγών του Εβρενόν και Λαλασσαχίν εκυρίευσεν εν μεσημβρινή Θράκη τά Κουμουλτζινά, το Βαρδάρι και επίσης την Φιλιππούπολιν. Μετά την άλωσιν της τελευταίας ο Μουράτ Α΄ συνωμολόγησεν ειρήνην προς τον Ιωάννην Παλαιολόγον επί τη βάσει αμοιβαίας συμμαχίας και επιμαχίας.

Συνεχίζοντες την θριαμβική των πορεία οι Οσμανίδες επέκτειναν τάς κατακτήσεις των εν Ευρώπη και εν Ασία. Τώ 1363 κατετρόπωσαν τους συνασπισμένους τη προτροπή του πάπα Ουρβανού Ε΄ ηγεμόνας Ουγγαρίας, Σερβίας, Βλαχίας και Βουλγαρίας και υποχρέωσαν τον δεσπότη της Σερβίας Λάζαρον και τον άρχοντα Βουλγαρίας Σσίσμαν εις συνθηκολόγησιν.

Τώ 1389 συνεκροτήθη εις Κοσσυφοπέδιον μάχη μεγάλη εκ παρατάξεως, μεταξύ ένθεν μέν του βασιλέως της Σερβίας Λαζάρου και του συμμάχου αυτού ηγεμόνος της Βοσνίας, ένθεν δε του Μουράτ, έχοντος υφ’ εαυτόν τους υιούς του Βαγιαζίτ και Ιακούβ. Ο σερβικός στρατός κατετροπώθη ολοσχερώς, ο δε Λάζαρος αιχμαλωτευθείς ήχθη εις την σκηνήν του Μουράτ, όστις καίτοι πνέων τά λοίσθια, διέταξε να θανατωθή.

Τοιαύτη υπήρξεν η πρώτη έκρηξις του οσμανικού κρατήρος. Και όμως ο ηγεμών αυτών δεν ήξευρε να υπογράψη το όνομα αυτού. Το εκτύπωμα της παλάμης του, το οποίο μέχρι την σήμερον αποτελεί το λεγόμενον Τουγράν, ήτοι την ιεράν του Σουλτάνου υπογραφήν.

Τοσαύτα δε και τοιαύτα κατορθούντος του Μουράτ, οικτρόν τη αληθεία θέαμα παρίστησιν ημίν ο σύγχρονος αυτού βασιλεύς Ιωάννης Παλαιολόγος. Μέχρι των χρόνων τούτων το κράτος έδιδε σημεία ζωής, αλλ’ από τούδε επέρχονται καταφανή θανάτου συμπτώματα. Ο Ιωάννης ετράπη εις ικεσίας προς τον πάπαν Ουρβανόν Ε΄ επικαλούμενος την συνδρομήν αυτού και υποσχόμενος κατά το σύνηθες την ένωσιν των εκκλησιών. Επορεύθη μάλιστα ο ίδιος εις Ρώμην, όπου κατά Οκτώβριον του 1369 εξώμοσεν επί παρουσία του πάπα και άπαντος του ρωμαϊκού κλήρου τά δόγματα της ορθοδόξου ανατολικής εκκλησίας. Επορεύθη εις Ενετίαν επαιτών δανειοδότησιν, επορεύθη εις την μεσημβρινήν Γαλλίαν και πάλιν επέστρεψεν εις Ενετίαν πενέστερος, και εκεί υπεβλήθη εις προσωπικήν κράτησιν ένεκεν χρέους ευτελούς! Κατ’ ευτυχίαν ο δεύτερος αυτού υιός, ο Μανουήλ, απέστειλε τά προς απολύτρωσιν αναγκαία χρήματα και ηδυνήθη ο Ιωάννης να επιστρέψη εις Κωνσταντινούπολιν, αφού επί ματαίω εταπεινώθη εν Ρώμη, και επί ματαίω εξηυτελίσθη εν Ενετία, όπου έλαβεν απόδειξιν θλιβεράν της κακοηθείας του πρεσβυτέρου αυτού υιού και διαδόχου Ανδρονίκου, όστις είχεν αποποιηθή επί διαφόροις προφάσεσι την απολύτρωσιν του πατρός.

Απελπισθείς, ίνα διατηρήση τουλάχιστον την εύνοιαν του Μουράτ έπεμψεν προς αυτόν τον τρίτον εκ των τεσσάρων υιών του, τον Θεόδωρον, να υπηρετή παρά τη Πύλη του οσμανίδου ηγεμόνος, και κατέστησε συμβασιλέα τον δεύτερον υιόν Μανουήλ. Ο πρεσβύτερος όμως Ανδρόνικος, συνεννοηθείς με τον υιόν του Μουράτ Σαουτζή, ύψωσαν σημαία στάσεως κατά των πατέρων αυτών. Ο Μουράτ όμως συνέλαβεν αμφοτέρους και τον μέν Σαουτζή εθανάτωσεν, παρέδωκεν δε τον Ανδρόνικο εις τον Ιωάννην συμφωνήσαντα να τυφλώση τον ίδιον υιόν.

Ο Μουράτ εδολοφονήθη τώ 1389 και την αρχήν των οσμανιδών διεδέχθη τότε ο Βαγιαζήτ, ο επικαλούμενος Γιλδιρίμ, ό εστι Κεραυνός ή Λαίλαψ κατά τον Χαλκοκονδύλη.

Εν τώ μεταξύ ο Ανδρόνικος εδραπέτευσεν και καταφυγών εις τον Βαγιαζίτ, επέτυχεν να ανατρέψη και να φυλακίση τον πατέρα του Ιωάννην και τον αδελφό του Μανουήλ. Αλλά και αυτοί διέφυγον, και αυτοί πείσαντες τον Βαγιαζίτ αποκατεστάθησαν εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Εις τον Ανδρόνικον επετράπη πάν ότι εσώζετο έτι εκ του κράτους πλήν της Κωνσταντινουπόλεως, ήτοι η Σηλυβρία, η Ηράκλεια, η Ραιδεστός και η Θεσσαλονίκη. Ώστε τά ελεεινά εκείνα λείψανα διενεμήθησαν πάλιν εις δύο.

Τώ 1390 ο Βαγιαζήτ εκυρίευσεν την Φιλαδέλφειαν τη συνδρομή κατά τά συμφωνηθέντα των καταπτύστων εκείνων Ιωάννου και Μανουήλ Παλαιολόγων! Δεν έμεινεν πλέον υπό ελληνικήν κατοχήν καθ’ όλην την Μ. Ασίαν ειμή μόνον το περί Τραπεζούντα κρατίδιον, το οποίον καίτοι αυτοκρατορία μεγαλωνυμούμενον, ήτο ελαχίστου λόγου άξιον διά τε την μικράν αυτού δύναμιν και διά την παντελή αποξένωσιν από των λοιπών της Ανατολής πραγμάτων.

Αλλά και εν Ευρώπη το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως περιωρίζετο εις μόνην την βασιλεύουσαν και τάς προαναφερθείσας ολίγας περί αυτήν πόλεις. Ήτο δε και ούτως έχον, διηρημένον εις δύο.

Τώ 1391 απεβίωσεν ο Ιωάννης, ο δε εν Προύση παρά τη υπηρεσία του σουλτάνου διατελών Μανουήλ κατώρθωσε να διαφύγη και να έλθη εις Κωνσταντινούπολιν. Παροργισθείς ο Βαγιαζήτ απήτησε να εδρεύη εν Κωνσταντινουπόλει καδής και να κτισθή τζαμίον. Παρακούσαντος δε εις τούτο του Μανουήλ, επεχείρισεν ο Βαγιαζήτ την πρώτην υπό των οσμανιδών Τούρκων πολιορκίαν της Κωνσταντινουπόλεως, ήτις ως και πάλαι ποτέ η αραβική, έμελλε να διαρκέση έτη επτά.

*

Μανουήλ Παλαιολόγος – Ιωάννης Παλαιολόγος

Η ακατάσχετος προς τά πρόσω ορμή του Βαγιαζήτ προεκάλεσε τελευταίον τινών μέν εν Ευρώπη δυναστών την φιλοτιμίαν, άλλων δε την περί της ιδίας σωτηρίας μέριμναν, ώστε περί τά μέσα του 1396 συνέρρευσαν περί τον βασιλέα της Ουγγαρίας Σιγισμούνδον 60.000 περίπου ανδρών, εν οίς διέπρεπον πολλοί ιππόται της κάτω Γερμανίας και της δυτικής Γαλλίας. Ο στρατός ούτος επεχείρησε την πολιορκίαν της εν Βουλγαρία Νικοπόλεως, ήν γενναίως υπερήσπισεν ο οσμανίδης φρούραρχος. Εν τώ μεταξύ ο Βαγιαζήτ συναθροίσας τάς δυνάμεις αυτού, εις 100.000 περίπου ανδρών συμποσουμένας, επήρχετο προς διάλυσιν της πολιορκίας και τη 18η Σεπτεμβρίου 1396 συνεκροτήθη η κρίσιμος μάχη. Ο συμμαχικός στρατός ήθελε κατισχύσει εάν ο δεσπότης της Σερβίας, όστις συνηγωνίζετο ως σύμμαχος του Βαγιαζήτ, δεν επέπιπτε κατά των ομοθρήσκων μετά πεντάκισχιλίων μαχητών και δεν έθραυε τάς τάξεις των αντιπάλων. Τότε η τροπή των περί Σιγισμούνδον απέβη ολοσχερής και πλείστοι μέν εξ αυτών έπεσον, πλείστοι δε ηχμαλωτεύθησαν. Αλλά δεινή υπήρξεν ομοίως η θυσία δι’ ής ο Βαγιαζήτ εξηγόρασεν την λαμπράν αυτού νίκην.

Μετά το τρόπαιον τούτο ο Βαγιαζήτ υπεχρέωσε τον Μανουήλ να παραδώση την αρχήν εις τον ανεψιόν του Ιωάννην, τον άρχοντα της Σηλυβρίας, ήτις εννοείται κατελήφθη αμέσως υπό των Τούρκων.

Ο Μανουήλ ήλθεν εις Πελοπόννησον, άφησεν εκεί την σύζυγον αυτού και τον υιόν, και επεχείρησε μακράν περιοδείαν ανά την δυτικήν Ευρώπην, επικαλούμενος επί ματαίω την συνδρομήν αυτής. Ο Ιωάννης δε, επέτρεψε την ίδρυσιν τζαμίου και καδή εν Κωνσταντινουπόλει, αλλά αποποιηθείς την παράδοσιν της πόλεως, ηνάγκασε τον Βαγιαζήτ τώ 1400 να επιχειρήση δευτέραν της Κωνσταντινουπόλεως πολιορκίαν, διαλυθείσης της πρώτης πρό δύο ετών.

*

Κατά το δεύτερον ήμισυ της τεσσαρεσκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος εις ήν ευρισκόμεθα συνέβη αίφνης θύελλα των ταταρικών φυλών υπό τον μέγαν αυτών δυνάστην Τιμούρ ή Ταμερλάν. Ο Τιμούρ κυριεύσας τάς προς δυσμάς χώρας εισήλασεν εις την Μ. Ασίαν και διαβίβασε προς τους πολιορκούντας την Κωνσταντινούπολιν τάς απαιτήσεις του, εις άς ο Βαγιαζήτ απήντησεν υβριστικώς και διαπεράσας αμέσως τον στρατόν εις την Ασίαν ώρμησε κατά του αντιπάλου εκείνου. Αλλά τη 20η ή 28η Ιουλίου 1402 συγκροτηθείσης περί Άγκυραν μάχης κρισίμου, καθ’ ήν επταπλάσιος τουλάχιστον υπήρξεν ο ταταρικός στρατός, συμποσούμενος ως λέγεται, εις 800.000 ανδρών, κατετροπώθησαν μέν ολοσχερώς οι οσμανίδαι, ηχμαλωτεύθη δε ο Βαγιαζήτ και είς των υιών αυτού. Ο μέν Τιμούρ, πλοία μη έχων, αφού εδήωσεν ανηλεώς πάσαν την μεσημρινοδυτικήν Ασίαν επέστρεψεν εις τά ίδια, ο δε Βαγιαζήτ απέθανεν εν αιχμαλωσία και εμφύλιος μεταξύ των υιών αυτού επισυνέβη.

*

Τη 25η Μαρτίου 1380 είχεν αποθάνει ο δεσπότης του Μισθρά Μανουήλ Καντακουζηνός. Ο ανήρ ούτος είχε περιστείλει τάς στασιαστικάς αξιώσεις των αρχόντων της χώρας, επειδή όμως είχεν ελαττωθή ο πληθυσμός, ο Μανουήλ εκάλεσεν εις αναπλήρωσιν του κενού τους τότε αρχίσαντας να καταβαίνωσιν εις τάς ελληνικάς χώρας Αλβανούς. Ώστε κατά τους χρόνους τούτους επήλθον εις το νοτιοδυτικόν και το μέσον της χερσοννήσου οι πρώτοι Αλβανοί άποικοι.

Τον Μανουήλ αποθανόντα διεδέχθη ο πρεσβύτερος αδελφός αυτού Ματθαίος, ο και συμβασιλεύς του Ιωάννου Καντακουζηνού άλλοτε διατελέσας, όστις όμως δεν ήρξεν ειμή έτη τρία.

Επειδή ο υιός και διάδοχός του Δημήτριος εβουλεύθη να αποβή όλως ανεξάρτητος από Κωνσταντινουπόλεως, ο βασιλεύς Ιωάννης καθήρεσεν αυτόν και προεχειρίσατο δεσπότην Πελοποννήσου ένα των υιών του, τον Θεόδωρον Α΄ Παλαιολόγον, όστις κατατροπώσας τον Δημήτριον καίτοι συμμαχήσαντα μετά Λατίνων και Τούρκων, παρέμεινε κύριος του δεσποτάτου επί 24 όλα έτη (1383-1407). Ο Θεόδωρος επεχείρησε να δωρήση εις τον βοηθήσαντα αυτόν Ενετόν Πέτρον Γριμάνην το οχυρότατον φρούριον της Μονεμβασίας, αλλ’ οι κάτοικοι της πόλεως δεν επέτρεψαν την δωρεάν.

Ενώ δε εν Πελοποννήσω και εν τη ανατολική Ελλάδι ουδέν εγένετο κατά το δεύτερον ήμισυ της τέσσαρεσκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος προς αποτροπήν του από των Τούρκων κινδύνου, η αυτή πολυαρχία επεκράτει κατά τους χρόνους τούτους εν Αιτωλία, Ακαρνανία, Ηπείρω, Αλβανία και Θεσσαλία. Αποθανόντος τώ 1355 του ισχυρού βασιλέως των Σέρβων Στεφάνου Δούσσαν κατεκερματίσθη το μέγα αυτού κράτος εις πολλάς μικράς ηγεμονίας, ών προΐσταντο Σέρβοι δυνάσται. Ωσαύτως τώ 1358 ο Αλβανός Κάρολος Τόπιας, κατατροπώσας περί Αχελώον τον τελευταίον απόγονον των δεσποτών της Ηπείρου Νικηφόρον Β΄ πεσόντα εν τη μάχη ταύτη, κατέλυσε διά παντός την ελληνικήν εκείνην ηγεμονίαν. Έκτοτε διάφοροι αλβανικοί οίκοι επεκράτησαν εις άπασαν μεταξύ Κορινθιακού κόλπου και του Δυρραχίου εκτεινομένην χώραν, ών δύο υπήρξαν ισχυρότεροι των άλλων ο του Καρόλου Τόπια, του περί Αχελώον νικητού, εις τάς βορειοτέρας αλβανικάς χώρας, και ο του Γκίνη (Ιωάννου) Μπούα του επιλεγομένου Σπάτα, εις την Ήπειρον, την Αιτωλίαν και την Ακαρνανίαν.

Οι της Ηπείρου Σέρβοι δυνάσται ου μόνον δεν διενοούντο ν’ αντεπεξέλθωσι κατά των Τούρκων, αλλά και την επικουρίαν αυτών επεζήτουν και την επικυριαρχίαν προθύμως ανεγνώριζον. Ο δε της Θεσσαλίας άρχων Συμεών Ουρώσς μετέβαλε την χώραν εκείνην εις αληθές μοναστήριον, διότι επί τούτου (1355-1371) κατεσκευάσθησαν τά γνωστά των Μετεώρων ερημητήρια.

Ενώ η Ναυαρική εταιρεία (Καταλανική εκ της ισπανικής Ναυάρα, εξ ού και το Ναυαρίνο) κατείχε πράγματι την φραγκικήν Πελοπόννησον, ο δεσπότης της ελληνικής Πελοποννήσου Θεόδωρος Α΄ ο Παλαιολόγος ήριζε προς τους Ενετούς περί της κατοχής της Αργολίδος, ήριζε προς τους ιδίους αυτού άρχοντας και εδέχετο εν ταίς χώραις αυτού 10.000 αλβανικάς οικογενείας. Και εν μέσω της φοβεράς ταύτης συγχύσεως, πολλοί και Έλληνες και Φράγκοι δεν εδίσταζον ένεκεν ευτελών τινών αντιζηλιών να προκαλώσι την τουρκικήν επέμβασιν. Εννοείται ότι ο Βαγιαζήτ δεν εκώφευσεν εις τάς ποικίλας ταύτας προσκλήσεις και εν αρχή του 1396 εισήλθεν εις Θεσσαλίαν, εκυρίευσεν αυτήν ολόκληρον, κατέλαβεν έπειτα τά Σάλωνα και τάς Αθήνας. Ακολούθως διά των στρατηγών του Εβρενού, Εβρενόσμπεϋ και Ιακούβ κατέστησε υποτελείς τον τε δεσπότην Θεόδωρον και τους Ναυαραίους δηώσαντες πάσαν την χώραν μέχρι Μεθώνης. Και έκτοτε ήθελον βεβαίως και αύται αι ελληνικαί χώραι υποταχθή καθ’ ολοκληρίαν, εάν δεν επήρχετο μετ’ ολίγον η υπό των Τατάρων ήττα και αιχμαλωσία του Βαγιαζήτ περί Άγκυραν.

*

 

Μανουήλ Παλαιολόγος

Ο βασιλεύς Μανουήλ, όστις από του τέλους του 1399 περιεφέρετο εις την Ευρώπην επαιτών εις μάτην επικουρίας, άμα μαθών την καταστροφήν του Βαγιαζήτ επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν τώ 1403 και πρώτον εξώρισεν τον ανεψιόν του Ιωάννην, όν είχε επιβάλει αυτώ ο Βαγιαζήτ. Έπειτα συνεμάχησε μετά του πρεσβυτέρου υιού του Βαγιαζήτ Σουλεϊμάν και έλαβε την Θεσσαλονίκην και άλλας τινάς της Μακεδονίας πόλεις, τάς οποίας επέτρεψεν εις τον κατ’ αρχάς καθαιρεθέντα υπ’ αυτού ανεψιόν του Ιωάννην. Βραδύτερον μάλιστα ο Σουλεϊμάν έγημε μία των ανεψιών του Μανουήλ και προσαπέδωκεν αυτώ όλας τάς παραλίας της Ιωνίας πόλεις, αίτινες είχον πρό καιρού αφαιρεθή από του κράτους.

Τώ 1410, δολοφονηθέντος του Σουλεϊμάν υπό ομοφύλων, παρέλαβε τάς εν Ευρώπη κτήσεις αυτού ο αδελφός του Μούσα και περιήλθεν εις ρήξιν προς τον Μανουήλ, πολιορκήσας μάλιστα και την Κωνσταντινούπολιν. Ο Μανουήλ εζήτησε την βοήθεια του εν Ασία έτι διατρίβοντος αδελφού του Μούσα Μωάμεθ και τη συμπράξει αυτού κατετροπώθη ο Μούσα και εφονεύθη τώ 1414.

Ο Μωάμεθ Α΄, μοναρχήσας έκτοτε των οσμανιδών, ου μόνον απέδωκε τώ Μανουήλ τινάς εκ των περί τον Εύξεινον και την Προποντίδα κειμένων πόλεων, αλλά ουδέ ηνώχλησεν αυτόν καθ’ όλον της βασιλείας αυτού το διάστημα ήτοι μέχρι του 1421. Ο Μανουήλ όμως δεν εφρόντισε να παρασκευασθή δεόντως εις τον κρίσιμον αγώνα, όστις ήτο πρόδηλον ότι θέλει εκραγή άμα μετά τον θάνατο του Μωάμεθ Α΄.

Εν τώ μεταξύ τώ 1407 αποθανόντος του Θεοδώρου Α΄ εις Μισθράν, ο Μανουήλ επέτρεψεν το δεσποτάτον εις τον δεύτερον υιόν του Θεόδωρον Β΄ (1407-1443), όστις ανήλικος ών, επετροπεύετο υπό του δουκός Μανουήλ Φραγκοπούλου.

*

Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων

Ήκμαζε τότε εν τη ελληνική Ανατολή ο Γεώργιος Γεμιστός, ο βραδύτερον μετονομασθείς Πλήθων. Ούτος γεννηθείς εν Κωνσταντινουπόλει περί το 1355, διέτριψε νέος ών εν Αδριανουπόλει, υποτεταγμένη ήδη εις τους Τούρκους, και έπειτα μετέβη εις Σπάρτην, όπου διήγαγε το πλείστον της ζωής, ασχολούμενος εν μέρει μέν περί την εκπλήρωσιν των δικαστικών καθηκόντων τά οποία είχε περιβληθή, εν μέρει δε περί την μελέτην των αρχαίων συγγραφέων, ών διέσωσεν εις ημάς ούκ ολίγας περικοπάς, και περί την σύνταξιν ιδίων φιλοσοφικών συγγραφών, ών άλλαι μέν εδημοσιεύθησαν, άλλαι δε απωλέσθησαν.

Ο Γεμιστός ήτο εν Σπάρτη τώ 1415 και απηύθυνε τότε δύο λόγους, τον μέν προς τον βασιλέα Μανουήλ, ή καθώς τον λέγει αυτός Εμμανουήλον, τον δε προς τον δεσπότην Θεόδωρον Β΄.

Εν γένει ο Γεώργιος Γεμιστός δύναται να λογισθή ως είς των κυριωτάτων αντιπροσώπων του ελληνισμού των χρόνων τούτων και ιδίως του ελληνισμού εκείνου, όστις μη αρκούμενος εις την θεωρητικήν του αρχαιοτέρου μελέτην, επεχείρει εκ διαλειμμάτων να μεταφέρη εις τον πρακτικόν βίον τά φρονήματα, όσα εκ της μελέτης ταύτης προσεπορίζετο.

Κατά την εν Ιταλία διατριβήν του (μετείχε της συνόδου της Φλωρεντίας 1438-1439), ο Γεμιστός συνετέλεσεν ούκ ολίγον εις την αυτόθι αναζωπύρησιν των ελληνικών γραμμάτων. Διετέλεσεν εις σχέσεις μετά πολλών λογίων ή άλλων επισήμων ανδρών και ιδίως ηξιώθη της ευνοίας του Κοσμά Μεδίκου, εις όν εξήγει τά όλως άγνωστα τοίς Ιταλοίς μυστήρια της φιλοσοφίας του Πλάτωνος.

Εκείνον τον καιρό ο Γεμιστός μετωνομάσθη Πλήθων, ως μέν αυτός έλεγεν, απλώς διότι το όνομα Πλήθων ήτο αττικώτερον, ως δε οι εχθροί αυτού εβεβαίουν, ίνα προσεγγίση όσον ένεστιν εις το του Πλάτωνος όνομα.

Επανελθών δε εις Σπάρτην ο Γεμιστός ενασχολήθη περί την συμπλήρωσιν της μεγάλης αυτού περί νόμων συγγραφής.

*

Τώ 1419 οι Ενετοί κατέλαβον την Μονεμβασίαν, πολύτιμον ούσα, ού μόνον διά την οχυράν αυτής θέσιν, αλλά και διά τόν περί αυτήν παραγόμενον κάλλιστον οίνον, τον γνωστόν καθ’ όλην την Ευρώπην υπό το όνομα του οίνου της Μαλβαζίας. Ο δε δεσπότης Μισθρά, αντεκδικούμενος επεχείρει επιδρομάς εις τάς κτήσεις των Ενετών.

*

Ιωάννης Β΄ Παλαιολόγος

Τώ 1421, αποθανόντος του Μωάμεθ Α΄, περιήλθεν η των Οσμανιδών αρχή εις τον υιόν αυτού Μουράτ Β΄, ενώ ο γέρων Μανουήλ είχε παραλάβει συνάρχοντα τον υιόν του Ιωάννην Παλαιολόγον. Ο τελευταίος κατέπεισε τον πατέρα του να αντιτάξη εις τον Μουράτ Β΄ οικείον τινά αντίπαλον, τον ίδιον δηλαδή τούτου θείον Μουσταφάν.

Εκ τούτου προέκυψεν τω όντι εμφύλιος μεταξύ των Τούρκων, αλλ’ ο Μουράτ καταβαλών τάχιστα τον συγγενή πολέμιον, επεχείρησεν αντεκδικούμενος την πολιορκίαν της Κωνσταντινουπόλεως τώ 1422, μετά δυνάμεως ισχυράς, ήτις διήρκεσε μήνας τρείς. Αποθανόντος δε του Μανουήλ, ο διαδεξάμενος την όλην αρχήν Ιωάννης Β΄ Παλαιολόγος, ηναγκάσθη να ειρηνεύση προς τον Μουράτ Β΄ διά πάσης θυσίας. Αφού ανοήτως προεκάλεσε την οργήν του Μουράτ ηναγκάσθη να παραδώση απάσας εκείνας τάς πόλεις της Θράκης (πλήν Δέρκου, Μεσημβρίας και Ζητουνίου) αίτινες είχον αποδοθή εις τον Μανουήλ, και να συνωμολογήση πληρωμήν ετησίου φόρου. Έκτοτε ο Μουράτ Β΄ αφήκεν ουσιαστικώς ανενοχλήτους τους εν Ευρώπη χριστιανούς επί έτη έξ. Δυστυχώς και πάλιν οι χριστιανοί ολίγον ωφελήθησαν εκ της επιτραπείσης αυτοίς ανέσεως, ίνα παρασκευασθώσι δεόντως εις τους αναποφεύκτως επικειμένους νέους αγώνας.

Είναι αληθές, ότι κατά τους χρόνους τούτους η εν Πελοποννήσω κυριαρχία των Ναυαραίων κατελύθη υπό των ημετέρων. Εξέλιπον δε και τά πλείστα άλλα ίχνη της αυτόθι φραγκοκρατίας, διότι είς μέν των αδελφών του βασιλέως Ιωάννου Παλαιολόγου, ο Κωνσταντίνος, συζευχθείς την ανεψιάν του Καρόλου Τόκκου (άρχοντος Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδος, Ακαρνανίας, Αιτωλίας, Ιωαννίνων και Άρτης) έλαβε προίκα την εις τούτον ανήκουσα Γλαρέντζαν. Έπειτα κυριεύσας τώ 1430 τάς Πάτρας, κατέλυσε την αυτόθι υφισταμένην αυτόνομον φραγκικήν ηγεμονίαν. Έτερος δε αδελφός ο Θωμάς, εις όν ο εν Μισθρά άρχων Θεόδωρος Β΄ (ο μετά Ιωάννην πρεσβύτερος τούτων αδελφός) επέτρεψε τά Καλάβρυτα κατατροπώσας τον Κεντουριώνην Ζαχαρίαν εις Χαλανδρίτζαν, ηνάγκασε αυτόν να δώση σύζυγον την θυγατέρα του Ειρήνην και ως προίκα το πριγκιπάτον της Αχαΐας.

Έκτοτε λοιπόν πάσα η Πελοπόννησος ανέκτησε την ανεξαρτησίαν αυτής, εξαιρέσει των κατεχομένων πάντοτε υπό των Ενετών Μεθώνης, Κορώνης, Ναυπλίου και Άργους. Αλλ’ η χερσόνησος παρέμεινε διηρημένη μεταξύ των προαναφερθέντων τριών βασιλοπαίδων, οίτινες εδιχονόουν προς αλλήλους.

*

Τώ 1430 ο Μουράτ Β΄, ρυθμίσας τά κατά την Ασίαν πράγματα, απεφάσισε να κυριεύση σπουδαίως την Θεσσαλονίκην, ήτις ευρέθη εντελώς προς άμυναν απαράσκευος. Οι Ενετοί, οίτινες κατείχον την πόλιν από εξαετίας, δεν εφρόντισαν να ασφαλίσωσι την πόλιν, την τοσούτον ευχερώς υπ’ αυτών κυριευθείσαν. Η επίθεσις εγένετο πεισματωδεστάτη επί τρείς όλας ημέρας αλλά και η άμυνα υπήρξεν ουδέν ήττον γενναία. Οι Έλληνες πάλιν έπραξαν πολύ μάλλον το καθήκον αυτών εν τη κρισίμω ταύτη ώρα, ή οι Ενετοί, οίτινες και ώφειλον και ηδύναντο να σώσωσι την πόλιν, αλλά δεν το έπραξαν αφήνοντες τους Έλληνας εις το έλεος του Μουράτ.

Την τετάρτην ημέραν, ήτις ήτο η 29η Μαρτίου 1430, ο Μουράτ διέταξεν έφοδον, διακηρύξας, ότι καταλείπει ως λείαν εις τον στρατόν άπαντας τους κατοίκους και άπασαν την κινητήν αυτών περιουσίαν επιφυλάτων εαυτώ μόνον την πόλιν.

Η άλωσις απέβη αναπόφευκτος και η λεηλασία, η αρπαγή και η δήωσις απέβη φοβερά. Οι στρατιώται του Μουράτ δεν εσεβάσθησαν ουδέ ναούς, ουδέ τάφους (και μήπως είχον άλλοτε σεβασθή οι Λατίνοι ή τάφους ή ναούς εν Κωνσταντινουπόλει και εν αυτή τη Θεσσαλονίκη ;).

Άμα κυριευθείσης της Θεσσαλονίκης ο Μουράτ διέταξεν τον στρατηγόν της Ευρώπης Καρά Σινάμπεϋν να προελάση κατά του Καρόλου Β΄ Τόκκου και να υποτάξη αυτόν. Ο Σινάν, αφού εδήωσε την Αιτωλίαν, επεχείρησε την πολιορκία των Ιωαννίνων και συνεννοηθείς μετά της μερίδος των κατοίκων, όσοι απετροπιάζοντο την λατινικήν κυριαρχίαν, ηνάγκασε τη συνδρομή αυτών τον Κάρολον Β΄ να συνθηκολογήση τη 9η Οκτωβρίου 1430. Ούτω τά Ιωάννινα περιήλθον έκτοτε εις την οσμανικήν κυριαρχίαν.

Επί δεκαετίαν και επέκεινα της αλώσεως της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, ο Μουράτ Β΄ δεν ηνώχλησε πάλιν ούτε την Κωνσταντινούπολιν ούτε τάς άλλας ελληνικάς χώρας. Αλλά ο μέν Ιωάννης Παλαιολόγος ελπίσας αύθις τά πάντα εκ της δυτικής Ευρώπης, ό,τι μόνον λόγου άξιον έπραξεν, είναι, ότι ανεκαίνισεν άπαν το εξώτερον της πόλεως τείχος, οι δε Φράγκοι, αντί να πέμψωσι σπουδαίαν τινά επικουρίαν, άφιναν τον πάπα να συζητή εν Φλωρεντία περί της ενώσεως των εκκλησιών. Τότε τωόντι συνεκροτήθη η πολυθρύλητος εν Φλωρεντία σύνοδος.

*

Η εν Φλωρεντία σύνοδος

Εν τώ μέσω ποικίλων περισπασμών απεφάσισεν ο Ιωάννης Παλαιολόγος να αποδημήση εις την δυτικήν Ευρώπην περί τά τέλη του 1437, καταλείπων επίτροπον της αρχής τον αδελφόν αυτού Κωνσταντίνον, μετακληθέντα επί τούτω εκ Πελοποννήσου. Ίνα δε έχη όσον ενδέχεται πλείονας συμμετόχους της θυσίας, εις ήν προπαρεσκευάζετο, παρέλαβε μεθ’ εαυτού, πλήν του οικουμενικού πατριάρχου Ιωσήφ, πολυαρίθμους άλλους αρχιερείς και μοναχούς και κληρικούς και λογίους άνδρας. Οι επιφανέστατοι λόγω σοφίας και ευγλωττίας, ήσαν οι επίσκοποι Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, Σαρδέων Διονύσιος και Νικαίας Βησσαρίων. Πλήν τούτων συνέπλευσαν οι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι Τραπεζούντος, Ηρακλείας, Νικομηδείας, Κυζίκου, Τουρνόβου, Μονεμβασίας, Λακεδαίμονος, Αμασείας, Μυτιλήνης, Σταυροπόλεως, Μολδοβλαχίας, Ρόδου, Μελενίκου, Δράμας, Γάνων, Δρίστας και Αγχιάλου. Προσέτι δε και ο μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος. Παρείποντο προς τούτοις οι τοποτηρηταί των πατριαρχών Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί της μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει εκκλησίας, εν οίς ο μέγας εκκλησιάρχης Σίλβεστρος Συρόπουλος, ο και την ιστορίαν της φλωρεντικής συνόδου συγγράψας.

Οφείλομεν να μνημονεύσωμεν επίσης μεταξύ των λογίων ανδρών τον Γεμιστόν και τον Σχολάριον, όστις ήτο τότε καθολικός κριτής, βραδύτερον δε μετωνομασθείς Γεννάδιος, ανεδείχθη πρώτος μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων οικουμενικός πατριάρχης.

Η λαμπρά αύτη και πολυάριθμος συνοδία εξέπλευσεν εκ Κωνσταντινουπόλεως τη 27η Νοεμβρίου 1437 και έφθασε τη 3η Φεβρουαρίου 1438 εις Ενετίαν. Μεταξύ όμως των θαυμασίων, τά οποία εν τη πόλει ταύτη είδον οι επίσημοι εκείνοι ξένοι, ήσαν και τά έργα τέχνης και οι άλλοι θησαυροί τους οποίους ήρπασαν οι Λατίνοι εκ Κωνσταντινουπόλεως εν καιρώ της κυριαρχίας αυτών, ώστε αθυμία και λύπη κατέλαβε τους ημετέρους άμα επάτησαν την χώραν εκείνην.

Τη 9η Απριλίου 1437 ανεώχθησαν αι πύλαι της εν Φερράρα μητροπόλεως και εκηρύχθη αρξαμένη η εν τη πόλει ταύτη συγκαλεσθείσα σύνοδος, επί τώ σκοπώ της των δύο εκκλησιών συνδιαλλαγής, υπονομευθείσα όμως υπό των μη παρευρεθέντων ηγεμόνων της Δύσεως, και εις την βοήθειαν των οποίων ήλπιζε ο Ιωάννης Παλαιολόγος.

Η τελευταία συνεδρίασις της συνόδου, εκ 15 συνολικώς, συνεκροτήθη τη 8η Δεκεμβρίου 1438. Αλλά οι ρήτορες των δύο εκκλησιών αδιακόπως φιλονεικήσαντες περί της προσθήκης του «και εκ του Υιού» εις ουδέν είχον περιέλθει συμπέρασμα περί τά τέλη του έτους τούτου, ότε, εκραγείσης λοιμώδους νόσου εν Φερράρα, μετετέθη η σύνοδος εις Φλωρεντίαν. Ο πατριάρχης εις ουδεμία των συνεδριάσεων παρευρέθη, διότι ήτο πάντοτε ασθενής, ολίγον αργότερον δε απέθανε.

Τελικώς επήλθεν συμβιβασμός, όστις ενεκρίθη υπό των ημετέρων περιελθόντων κατά πλειοψηφίαν, εις το ακόλουθον συμπέρασμα «…ημείς το εκ του Υιού αφέντες, λέγομεν, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός διά του Υιού αϊδίως και ουσιωδώς ως από μιάς αρχής και αιτίας, της διά ενταύθα σημαινούσης αιτίαν επί της του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως».

Ως προς την κυριαρχίαν του πάπα οι Λατίνοι απεφάσισαν να παραδεχθώσι τους υπό των ημετέρων προτεινομένους περιορισμούς, αλλά αφού απονείμωσιν εις τον πάπα τοσούτον υπέρογκα δικαιώματα, ώστε και αυτοί εκείνοι οι περιορισμοί να φαίνωνται ουδετερούμενοι υπό της παντοδυνάμου αυτού εξουσίας.

Η σχετική δήλωσις δεν έλυε το ζήτημα. Ήτο απλούς συμβιβασμός των δύο μερίδων, του οποίου άπασα η αξία εξηρτάτο εκ της τοιαύτης ή τοιαύτης ερμηνείας και εφαρμογής αυτού. Είναι βέβαιον όμως ότι κατά τά λοιπά παρεχωρήσαμεν τά πάντα σχεδόν και πλήν τούτου οι ημέτεροι εφοβούντο μήπως ο βασιλεύς και τινες των ιεραρχών, επειγόμενοι να λάβωσι την προστασίαν και την επικουρίαν του πάπα, ήσαν διατεθειμένοι να ερμηνεύσωσι και εφαρμόσωσι και το περί της αρχής του επισκόπου Ρώμης υπέρ αυτού και κατά της ανατολικής εκκλησίας.

Οπωσδήποτε ο περί ενώσεως όρος γραφείς εν μέν τώ ημίσει μέρει της αυτής μεμβράνης λατινικώς, εν δε τώ ετέρω ημίσει ελληνικώς, υπεγράφη υπό των ημετέρων τη 5η Ιουλίου 1439. Όταν ο πάπας, ενυπογράψας τον όρον, ηρώτησεν εάν υπέγραψε και ο Μάρκος ο Εφέσου, ήκουσε δε ότι όχι, «λοιπόν, είπεν, εποιήσαμεν ουδέν».

Τοιουτοτρόπως εγένετο η πολυθρύλητος αύτη ένωσις, και πάσα η άμεσος αμοιβή, ήν έλαβε το ελληνικόν έθνος διά την θυσίαν εκείνην των πατροπαραδότων αυτού δογμάτων και δικαιωμάτων, περιωρίσθη εις την επικουρίαν 300 ανδρών και 2 γαλερών. Τι άπορον λοιπόν, ότι, όταν ο βασιλεύς και οι περί αυτόν, μετά διετή και επέκεινα απουσίαν, επέστρεψαν τη 1η Φεβρουαρίου 1440 εις Κωνσταντινούπολιν, οι πλείστοι μετενόησαν διά τά γενόμενα και ήρχισαν να καταρώνται δημοσία την διαγωγήν αυτών.

Εν γένει δε οι της ανατολικής εκκλησίας αντιπρόσωποι διηρέθησαν κατά την εν Φλωρεντία σύνοδον εις δύο αντίθετα στρατόπεδα, ών το έν ουδένα εδέχετο συμβιβασμόν, το δε άλλο ήτο διατεθειμένον να υποκύψει εις παραχωρήσεις τινάς επί τη ελπίδι του να επιτύχη τήν ποθουμένην κατά των Οσμανιδών επικουρίαν. Του πρώτου προΐσταντο ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, όστις ουδ’ υπέγραψε το παράπαν τον τόμον, και ο Ηρακλείας Αντώνιος, όστις ηθέλησε ωσαύτως να αποφύγη την υπογραφήν, επί τέλους, όμως, υπέγραψε. Του δ’ ετέρου στρατοπέδου προΐσταντο, παρεκτός του βασιλέως Ιωάννου, ο Νικαίας Βησσαρίων, ο Κιοβίας Ισίδωρος και ο Γεώργιος Σχολάριος. Εξ αυτών ο Σχολάριος, κατ’ αρχάς, εφρόνει, ότι η του κράτους σωτηρία ήτο καθ’ εαυτήν λόγος αποχρών προς την ένωσιν. Αλλ’ άμα επείσθη, ότι η Ευρώπη δεν δύναται ή δεν θέλει ν’ αποκρούση τους Τούρκους, δεν εδίστασε να ανακηρύξη την ανεξαρτησίαν της εκκλησίας ημών και γενόμενος εν στιγμή κρισιμωτάτη, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ανεδείχθη ένθερμος των δικαιωμάτων της εκκλησίας ταύτης πρόμαχος.

Αλλά και οι τρείς πατριάρχαι Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και ο μητροπολίτης Καισαρείας εξέδωκαν, εν έτει 1443, επιστολήν συνοδικήν, δι’ ής κατεδίκασαν μέν την εν Φλωρεντία «ληστρικήν» σύνοδον, ηπείλησαν δε και αφορισμόν και κατ’ αυτού του αυτοκράτορος, εάν επιμείνη προστατεύων τον νέον πατριάρχην Μητροφάνη, όν απεφήναντο «μητραλοίαν και αιρετικόν», συντασσόμενος δε τοίς Λατίνοις.

*

Μετά την άλωσιν των Ιωαννίνων ο Μουράτ Β΄ ετράπη προς βορράν και, έχων υποτελείς τους δυνάστας της Βλαχίας και της Σερβίας, δεν έπαυσεν επιχειρών επιδρομάς εις την υποκειμένην τη Ουγγαρία Τρανσυλβανίαν, η δε Ουγγαρία περιέπεσεν εις δεινάς εμφυλίους διενέξεις, αναγνωρισθέντος εν τέλει βασιλέως παρά πάντων του της Πολωνίας βασιλέως Βλαδισλάου.

Κατά το έτος 1443 επεχείρησεν ο Ουνυάδης, είς των μεγιστάνων της Ουγγαρίας, την λεγομένην μακράν αυτού εκστρατείαν, καθ’ ήν συνεμάχησαν μετ’ αυτού ο ηγεμών Σερβίας Γεώργιος, ο ηγεμών Βοσνίας Θωμάς Χρίστιτζ και ταίς προτροπαίς του πάπα Ευγενίου, πολλοί Γερμανοί σταυροφόροι.

Τη 3η Νοεμβρίου τά αντιπαραταχθέντα οσμανικά στρατεύματα αγόμενα υπό του μεγάλου βεζύρου Χαλήλ υπέστησαν ολοσχερή καταστροφή και ο χριστιανικός στρατός κυριεύσας την Σόφιαν, ετράπη εις την Φιλιππούπολιν, αλλά κατά Ιούλιον του 1444 συνήφθη ειρήνη δεκαετής μεταξύ των πολεμίων, ήτις όμως δεν εκράτησε πολύ. Την 10ην Νοεμβρίου του 1444 συνεκροτήθη η πολυθρύλητος περί Βάρναν μάχη, καθ’ ήν ο μέν Ουνυάδης επολέμησεν ηρωικώς, εφονεύθη δε ο βασιλεύς Βλαδισλάος και τούτου ένεκεν διελύθη ο ουγγρικός στρατός, τραπέντος εις φυγήν και αυτού του Ουνυάδου μετά των Βλάχων.

Περί τους χρόνους τούτους ήρξατο , αληθώς ειπείν, το ιστορικόν αυτού στάδιον είς των μεγιστάνων μαρτύρων του ελληνικού έθνους, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αδελφός του Ιωάννου, γεννηθείς τη 7η Φεβρουαρίου 1405, και επωνομασθείς άγνωστον διατί Δραγάσης ή Δράγασις ή Δράγαζης.

Ο Ιωάννης κατέπεισε μετά την επιστροφήν του εξ Ιταλίας τον Θεόδωρο Β΄ να παραχωρήση εις τον Κωνσταντίνον το υπ’ αυτού κυβερνώμενον μέγα της Πελοποννήσου μέρος, ώστε περί τά τέλη του 1443 αφίκετο εις Μισθράν ο Κωνσταντίνος και ανέλαβε την κυβέρνησιν του μείζονος της χερσονήσου μέρους, διότι το δεσποτάτον του Μισθρά περιέλαβε τότε την Λακωνικήν, την Κορινθίαν, την Αχαΐαν, την Αρκαδίαν και τά ανατολικά τμήματα της Μεσσηνίας, ο δε Θωμάς περιωρίσθη εις μόνην την Ήλιδα και ανομολογών την του αδελφού αυτού υπεροχήν, δεν έπαυσεν έκτοτε συμπράττων μετ’ αυτού ειλικρινώς.

Κατ’ αρχάς η τύχη εφάνη προσμειδιάσασα επί μικρόν εις τον Κωνσταντίνον, όστις εξελθών του Ισθμού εις την ανατολικήν Ελλάδα, ηνάγκασε τον τε δούκα Αττικής και Βοιωτίας Νέριον Β΄ να αναγνωρίση την κυριαρχίαν του. Εξακολουθήσας δε το επιχείρημα από του Φεβρουαρίου 1445, κατέλαβε την Δαυλίδα και μέγα μέρος της Φωκίδος, το Λοιδωρίκιον, την Βιτρινίτζαν και προχωρήσας εις Θεσσαλίαν, της οποίας οι Βλάχοι και οι Αλβανοί εφάνησαν πρόθυμοι να συνταχθώσι μετ’ αυτού., κατέλαβε την επαρχίαν ταύτην. Αλλά μετ’ ολίγον, τάς εφημέρους ταύτας επιτυχίας έμελλον να παρακολουθήσωσι συμφοραί δειναί.

Την άνοιξιν του 1446 ο Μουράτ Β΄ συγκεντρώσας στρατόν πολυάριθμον ήρχισε να κατέρχεται νοτιώτερον και τον Νοέμβριον του 1446 επλησίασεν εις τον Ισθμόν, συνεπαγόμενος 60.000 ανδρών, εν οίς και την υπό του Νερίου αγομένην επικουρίαν, πολλά δε τηλεβόλα και άλλας πολιορκητικάς μηχανάς και εστρατοπέδευσεν περί Μιγγίας. Τη πρωΐα της εβδόμης ημέρας από της ενάρξεως της πολιορκίας, ήτις ήτο και η 7η του Δεκεμβρίου μηνός, κύμβαλα και αυλοί και σάλπιγκες έδωκαν το σημείον της εφόδου. Ενώ υπόνομοι διώρυσσον το τείχος , ενώ τά πυροβόλα διεκώλυον τους Πελοποννησίους να προκύψωσιν εκ των επάλξεων, προσήχθησαν κλίμακες και ήρχισαν αναβαίνοντες επ’ αυτών οι τολμηρότατοι των γενιτσάρων. Ο Κωνσταντίνος και ο αδελφός αυτού επροσπάθησαν να αναστείλωσι τήν τροπήν, αλλά δε εισηκούοντο, διότι ο εκ του προχείρου συγκροτηθείς εκείνος στρατός δεν είχε προφθάσει να συμπαγή δι’ ισχυρών πειθαρχίας δεσμών, το δε χείριστον, σπουδαίος φόβος υπήρχε, μήπως επιτεθώσιν όπισθεν οι εις τά ενδότερα στασιάσαντες Αλβανοί.

Μετά την άλωσιν του Ισθμού, γενόμενος κύριος της εγκαταληφθείσης Κορίνθου, ο Μουράτ ετράπη διά της Σικυώνος επί τάς Πάτρας, και αφού εις μάτην επεχείρησε την άλωσιν και της Ακροπόλεως αυτής, συνωμολόγησε προς τον Κωνσταντίνον ειρήνην, δι’ ής ούτος κατέστη έκτοτε φόρου υποτελής των Τούρκων.

*

Την άνοιξιν του επομένου έτους, 1447, εδέησεν ο Μουράτ να στρατεύση εις Αλβανίαν, όπου πρό τετραετίας είχεν εξεγερθή έτερος του χριστιανισμού της Ανατολής πρόμαχος, ο Σκεντέρμπεϋς. Αλλά μετά ημιόλιον ενιαυτόν ηναγκάσθη να τραπή προς βορράν κατά του εκ νέου αντιπαραταχθέντος προς αυτόν Ουνυάδου. Ούτω τη 17η και 18η Οκτωβρίου 1448 συνεκροτήθη η δευτέρα εν Κοσσυφοπεδίω κρίσιμος μάχη, καθ’ ήν 24.000 Ούγγροι και 2.000 Βοεμοί και Γερμανοί επολέμησαν μέν γεναιότατα, αλλά κυκλωθέντες υπό των πολεμίων και προδοθέντες υπό 8.000 Βλάχων, οίτινες αρχικώς ήσαν μετά των Ούγγρων αλλ’ ακολούθως ηυτομόλησαν προς τους Οσμανίδας, επί τέλους ολοσχερώς κατετροπώθησαν. Το δε αξιοσημείωτον, ο Μουράτ, καίτοι τοσούτον λαμπρώς νικηφορήσας, διεβίβασεν τώ Ουνυάδη νέας περί ειρήνης προτάσεις. Και συνωμολογήθη τωόντι επταετής ανακωχή, καθ’ ήν η Βλαχία, η Σερβία και η Βοσνία δεν έμελλον του λοιπού να κατέχωνται ούτε υπό οσμανικών ούτε υπό ουγγρικών στρατευμάτων, αν και οι ηγεμόνες των χωρών τούτων έμελλον να διατελώσι και του λοιπού υποτελείς του σουλτάνου.

*

Γεώργιος Καστριώτης (Σκεντέρμπεϋς)

Οι Αλβανοί επανεστάτησαν το πρώτον τώ 1434, κατ’ αρχάς υπό ηγεμόνα τον Αριανίτην τον Κομνηνόν. Ορμώμενος από των κληρονομικών αυτού κτήσεων περί Τσερμενίτσαν, την αρχαίαν Απολλωνίαν, κατετρόπωσε τον του σουλτάνου επίτροπον Αλήν, τον υιόν του Εβρενόσμπεϋ. Η επανάστασις εξηπλώθη μέχρις Αργυροκάστρου, αλλ’ επελθών εκ Τρικάλων ο Τουραχάν, διέλυσε τους πολιορκούντας το Αργυρόκαστρον Αλβανούς.

Τώ 1444, ενώ ο Μουράτ Β΄ περιεσπάτο υπό των Ούγγρων, επανέστη αύθις πάσα η Αλβανία υπό ηγεμόνα τον Γεώργιον Καστριώτην, τον επιλεγόμενον Σκεντέρμπεϋν, συγγενή του Αριανίτου.

Ο Γεώργιος Καστριώτης ήτο είς των τεσσάρων υιών του Ιωάννου Καστριώτου, όστις από του 1410 ηναγκάσθη να παραδώση αλλεπαλλήλως τους τρείς νεωτέρους εξ αυτών εις τους Τούρκους ως ομήρους. Οι νέοι ούτοι ανατραφέντες εν τώ Ισλαμισμώ κατετάχθησαν εν τώ οσμανικώ στρατώ. Και ο μέν Κωνσταντίνος απέθανε, ο δε Στάνισας συζευχθείς Τουρκίδα, εγέννησεν τον Χάμζαν.

Αλλ’ επιφανέστατος πάντων ανεδείχθη ο νεώτερος Γεώργιος, όστις γεννηθείς περί τώ 1403, μετωνομάσθη ως μουσουλμάνος Ισκεντέρ και προήχθη εις το αξίωμα του μπέϋ, εξ ού το περιώνυμον αυτού επώνυμον Σκεντέρμπεϋς. Ο άνθρωπος αυτός δεν ελησμόνησε ποτέ ούτε την πατρίδα ούτε το θρήσκευμα και τώ 1443 συμμετείχε εις την περί Νίσσαν μάχην παρά τώ πλευρώ του Βλαδισλάου και Ουνυάδου, ότε κατετροπώθη ο τουρκικός στρατός.

Ο Γεώργιος Καστριώτης κατέλαβεν την Κρόϊαν, εκήρυξε τον ιερόν κατά των Οσμανιδών πόλεμον και αυτός μέν ανέλαβε το αρχαίον χριστιανικόν όνομα Γεώργιος, ο δε ανεψιός του Χάμζας βαπτισθείς τη 25η Δεκεμβρίου 1443, ωνομάσθη Βρανήλος ή Βρανάς. Ο Γεώργιος Καστριώτης συνεζεύχθη την θυγατέρα του Αριανίτου Ανδρομάχην την Κομνηνήν, απήλλαξε της οσμανικής κυριαρχίας πάσαν την μεταξύ Αώου και του Αμβρακικού κόλπου χώραν και ανηγορεύθη καπιτάνος της Αλβανίας. Ο Γεώργιος διεκωλύθη εν τη πορεία αυτού προς την Βάρναν υπό του ομωνύμου ηγεμόνος της Σερβίας, αλλ’ ετιμώρησεν την προδοσίαν του Σέρβου διά φοβεράς της χώρας αυτού δηώσεως, κατατροπώσας δε αλλεπαλλήλως και δύο νέους τουρκικούς στρατούς.

*

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Ο Μουράτ Β΄, απαλλαγείς του Ουνυάδου, εν αρχή του 1449 ετράπη πανστρατιά κατά της Αλβανίας αλλά αποτυχών να κυριεύση την Κροΐαν, ήν υπερησπίζετο γενναίως ο φρούραρχος Βρανάς, ηναγκάσθη κατά Σεπτέμβριον του 1450 να υποχωρήση προς μεγάλην αγαλλίασιν απάσης της Ευρώπης.

Ολίγους μήνας αργότερον δε ο Μουράτ Β΄ απέθανεν εν Αδριανουπόλει εξ αποπληξίας, εις ηλικίαν 49 ετών τη 3η Φεβρουαρίου 1451, ενώ την βασιλείαν ανέλαβεν ο υιός του Μωάμεθ Β΄ εις ηλικίαν 21 ετών.

Αλλά και εν Κωνσταντινουπόλει τη 31η Οκτωβρίου του 1448 είχεν αποβιώσει ο Ιωάννης Παλαιολόγος εις ηλικίαν 58 ετών άνευ αμέσου απογόνου και ανέλαβε την αρχήν κατά μήνα Μάρτιον του 1449 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Ο Κωνσταντίνος περιεβλήθη το ακάνθινον του Βυζαντίου στέμμα απαραλλάκτως όπως αξιωματικός προχειρισθείς φρούραρχος πόλεως, πανταχόθεν υπό των πολεμίων περιεζωσμένης και μη εχούσης ούτε οχυρώματα αποχρώντα ούτε φρουράν ικανήν, ήθελεν υπακούσει εις την δοθείσαν αυτώ εντολήν. Ούτως ανέλαβε το υπό της τύχης επιβληθέν αυτώ μαρτύριον.

Εκ των ευρωπαϊκών δυνάμεων δύο και μόναι είχον αποδείξει δι’ έργων, ότι είναι πρόθυμοι ν’ αγωνισθώσι προς τους Τούρκους, η Ουγγαρία και ο αρχιερεύς της Ρώμης. Αλλ’ η μέν Ουγγαρία, μετά την περί Κοσσυφοπέδιον δεινήν ήτταν, είχε συνομολογήσει επταετείς ανακωχάς, ο δε πάπας απήτει αδιαλείπτως την εκτέλεσιν του όρου της ενώσεως, διότι δεν προηρείτο τοσούτον ν’ αντιταχθή κατά των Τούρκων, όσον να καθυποβάλη υπό το ίδιον κράτος τους χριστιανούς της Ανατολής.

*

Εν έαρι του 1452, ήρξατο η κατασκευή νέου φρουρίου επί της ευρωπαϊκής παραλίας του Βοσπόρου υπό την άμεσον επιστασίαν του Μωάμεθ Β΄. Αλλ’ ήτο αδύνατον το έργον να διεξαχθή άνευ συμπλοκών μεταξύ Χριστιανών και Τούρκων, και ο Κωνσταντίνος έκλεισε κατά Ιούλιον μήνα τάς πύλας της πόλεως και εκήρυξε τον πόλεμο κατά του Μωάμεθ Β΄. Το εν λόγω φρούριον, το μέχρι της σήμερον σωζόμενον, ονομάζεται Ρούμελι Χισσαρί, αλλά τότε υπό μέν των Τούρκων εκκλήθη Βογάζ Κεσσέν, ήτοι πορθμοτόμος, υπό δε των Ελλήνων Λαιμοκοπία. Το φρούριον ολοκληρώθη κατά Αύγουστον, εντός έξ περίπου μηνών από της ενάρξεως.

Τοιουτοτρόπως, περί τά μέσα του 1452 εκηρύχθη ο πόλεμος εκείνος, όστις έμελλε να επαγάγη έν των κρισιμωτάτων γεγονότων της πατρίου ημών ιστορίας, και ήρχισαν εκατέρωθεν αι προπαρασκευαί.

Ο Κωνσταντίνος ενήργησεν ό,τι ήτο δυνατόν να ενεργηθή, ενώ από των τελευταίων μηνών του 1451 εξέπεμψε πρέσβεις εις την δυτικήν Ευρώπην, διά να προκαλέσωσι διά παντός τρόπου, την αποστολήν επικουριών. Δυστυχώς ο αυτοκράτωρ της Γερμανίας Φρεδερίκος Γ΄, διεπραγματεύθη μέν προς τον πάπαν περί της σωτηρίας των Ούγγρων, της Ελλάδος και της Παλαιστίνης, αλλά έπραξεν ουδέν. Ο βασιλεύς της Αραγωνίας, Σικελίας και Νεαπόλεως Αλφόνσος ομοίως, ουδέν έπραξεν. Ο Ουνιάδης υπέσχετο μέν τώ βασιλεί συνδρομήν, αλλ’απήτησε την εκ προοιμίου παραχώρησιν της Σηλυβρίας ή της Μεσημβρίας, αλλ’ ουδέ της παραχωρήσεως ταύτης γενομένης προέφθασε να ενεργήση τι. Ο βασιλεύς της Καταλωνίας πάλιν απήτησε την Λήμνον. Και εδόθη αυτώ η Λήμνος, αλλά εις μάτην ωσαύτως.

Η Σερβία απέστειλε τωόντι χρήματα και άνδρας πολλούς. Απέστειλεν όμως πάντα ταύτα ουχί προς τον Κωνσταντίνον αλλά προς τον Σουλτάνον. Ο σουλτάνος της Αιγύπτου, εχθρικώς διακείμενος προς τους Οσμανίδας, λόγους μέν είπε πολλούς, έργον δε επετέλεσεν ουδέν. Μόνοι οι Ενετοί, οι Γενουαίοι και ο πάπας δεν εκώφευσαν όλως διόλου εις τάς δεήσεις του Κωνσταντίνου.

Η όλη βοήθεια της Ενετίας περιωρίσθη εις 5 πλοία και ταύτα συντηρούμενα δαπάνη του βασιλικού ταμείου. Σπουδαιοτέρα, αναλόγως, υπήρξεν η εξ ανδρών Γενουαίων προσελθούσα συνδρομή. Τη 26η Ιανουαρίου 1453 αφίκετο ο Ιωάννης Ιουστινιανός μετά δύο πλοίων, επί των οποίων ήσαν 700 εν όλοις άνδρες, εξ ών 400 κατάφρακτοι. Σημειωτέον, όμως, ότι ο Ιουστινιανός δεν εστάλη υπό της γενουητικής κυβερνήσεως. Ήλθεν ή αυτόκλητος ή υπό του Κωνσταντίνου μετάκλητος, αλλά βεβαίως εξ ιδίας παρασκευής. Ο βασιλεύς, όστις εγίγνωσκε την αξίαν του ανδρός, υπεδέξατο αυτόν μετά πολλής χαράς και τιμής ιδιαζούσης, ανέθηκεν αυτώ την υπερτάτην των στρατευμάτων ηγεμονίαν και υπέσχετο την παραχώρησιν της Λήμνου.

Ο πάπας Νικόλαος Ε΄ απεφάσισε τελευταίον να δράμη εις βοήθειαν της κινδυνευούσης εν τη Ανατολή χριστιανοσύνης, πέμπων εν ταυτώ και τον ζητηθέντα ιερωμένον άνδρα, τον επιτήδειον να επιτύχη την ένωσιν των δύο εκκλησιών, τον καρδινάλιο Ισίδωρο. Η συνδρομή όμως αυτού υπήρξε τωόντι γελοία, διότι εξαπέστειλεν άνδρας 50. Κατά Νοέμβριον αφίκετο ο Ισίδωρος με επίπλέον 150 καθολικούς, ούς εστρατολόγησεν εις Χίον, καθώς κατέπλεε προς Κωνσταντινούπολιν.

Τη 12η Δεκεμβρίου 1452, εγένετο εν τώ ναώ της του Θεού Σοφίας, λειτουργία κοινή, τελεσθείσα παρ’ Ιταλών και Γραικών, ής μετέσχον ο βασιλεύς σύν τη συγκλήτω, ιερωμένοι περί τους 300 και ικανόν λαού πλήθος. Αλλ’ ήτο πρόδηλον, ότι τά πάντα εγένοντο προς το θεαθήναι, και τά επελθόντα υπήρξαν δεινά. Οποία οικτρά πραγμάτων κατάστασις, η μέν πόλις περιεζωσμένη υπό πολεμίου πανισχύρου, οι δε κάτοικοι αυτής τοσούτον εμπαθώς προς αλλήλους διηρημένοι. Οι μέν υπέρ της ενώσεως, ως ο Γεώργιος Φρατζής, σύμβουλος και φίλος του βασιλέως, οι δε κατ’ αυτής, ως ο τότε ύπατος του κράτους λειτουργός, ο μέγας δούξ Λουκάς Νοταράς, και ο μοναχός τότε Γεννάδιος, ο πάλαι ποτέ Γεώργιος Σχολάριος. Ο Λουκάς Νοταράς ανέκραζε κατά τον Δούκαν «κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν», ενώ οι κάτοικοι μετανοήσαντες έλεγον, είθε παρεδίδομεν την πόλιν εις τους Λατίνους, ότε μετά τινας μήνας περιεκυκλώθη η πόλις υπό του οσμανικού στρατού. Αλλά και οποία η ενώπιον της ιστορίας ευθύνη του αρχιερέως της Ρώμης, όστις, αντί ν’ αφήση τουλάχιστον αυτούς να αγωνισθώσιν ομοθυμαδόν υπέρ πατρίδος και πίστεως, υπέθαλπε την δάδα της διχονοίας και τούτο, ίνα αποστείλη εις αυτούς πεντήκοντα ανδρών βοήθειαν. Ουδείς δε ουδεπώποτε των επί γής ηγεμόνων περιέστη εις δεινοτέραν του Κωνσταντίνου αμηχανίαν.

*

Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οσμανιδών

Την Παρασκευήν 6ην Απριλίου 1453, προήλασεν ο οσμανικός στρατός μέχρις ενός μιλίου από Κωνσταντινουπόλεως και προεκυρήχθη η έναρξις της πολιορκίας, αλλά του πυροβολικού η τοποθέτησις δεν συνεπληρώθη ειμή τη 11η Απριλίου. Εις αυτό συμπεριελαμβάνετο και μέγα πυροβόλον, χυθέν υπό Ούγγρου τινός ονόματι Ορβανού, αυτομολήσαντος προς τον Μωάμεθ. Προς κίνησιν και υπηρεσίαν αυτού απητήθησαν κατ’ άλλους μέν πεντήκοντα, κατ’ άλλους δε εξήκοντα και κατ’ άλλους εβδομήκοντα βοών ζεύγη, άνδρες δε από 650 μέχρι δισχιλίων. Και δύο όλοι μήνες, ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος εχρειάσθησαν ίνα μετακομισθή εξ Αδριανουπόλεως.

Τη 12η Απριλίου, περί την μίαν ώραν μ.μ.. αφίκετο εκ Καλλιπόλεως και ο οθωμανικός στόλος.

Εν τώ μεταξύ, από του Οκτωβρίου μηνός του 1452 διέταξε ο Μωάμεθ τον Τουραχάν να εμβάλη εις Πελοπόννησον εκ Θεσσαλίας και Μακεδονίας, διά να αποτρέψη εκείθεν βοήθεια. Και προσεβλήθη επιτυχώς μέν ο οσμανικός στρατός υπό των δεσποτών Δημητρίου και Θωμά, ουδέν ήττον όμως ο κύριος σκοπός της επιτραπείσης εις τον Τουραχάν εντολής επέτυχε, διότι οι αδελφοί του βασιλέως, διά τον αείποτε επικρεμάμενον κίνδυνον νέας επιδρομής, δεν ηδυνήθησαν να πέμψωσιν επικουρίαν τινά εις Κωνσταντινούπολιν.

*

Περί της όλης δυνάμεως, ήν ο Μωάμεθ Β΄ επήγαγεν από ξηράς περί την Κωνσταντινούπολιν, διαφωνούσι πάσαι σχεδόν αι μαρτυρίαι, αναφερόμεναι εις 80.000, 400.000, 300.000, 265.000, 258.000 και 160.000 στρατιώτας. Το καθ’ ημάς, η τότε περί τά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως από ξηράς στρατοπεδεύσασα στρατιωτική δύναμις δεν ήτο ανωτέρα των 160.000 περίπου ανδρών. Ομοίως διά τον αριθμό των πλοίων, αναφέρονται 400, 350, 145 και 170. Οπωσδήποτε, ο στόλος ούτος υπήρξεν η πρώτη οπωσούν αξία λόγου ναυτική δύναμις, ήν παρέταξαν οι Οσμανίδαι και εναυαρχείτο υπό του Βουλγάρου αρνησιθρήσκου Μπαλτά Ογλού Σουλεϊμάμπεϋ.

Τι δε αντέταξεν ο Κωνσταντίνος εις εκείνην την στρατιάν; Αι έξωθεν ελθούσαι επικουρίαι δεν υπερέβαινον τους δισχιλίους περίπου άνδρας. Η ιθαγενής δύναμις, εάν παραδεχθώμεν, ότι, οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως ηριθμούντο τότε ουχί πλειότεροι των 70 ή 80 χιλιάδων ψυχών, ηδύνατο βεβαίως να συμποσωθή εις 14 ή 15 χιλιάδας ανδρών. Όμως ο Φρατζής μετά λύπης βαθείας παρέστησεν εις τον βασιλέα ότι οι καταγραφέντες και προαιρούμενοι να υπηρετήσωσι στρατιωτικώς, κοσμικοί τε και μοναχοί, δεν υπερέβαινον τους 4.973 άνδρας. Ώστε το σύνολον του στρατού, όστις ώφειλε να υπερασπίση την μακροτάτην των τειχών σειράν, μόλις συνεποσούτο εις 7.000 άνδρας, περιλαμβανομένων και των ξένων.

Καθ’ έν μόνον οι Χριστιανοί επλεονέκτουν ομολογουμένως, κατά την ναυτικήν δύναμιν, όχι διά το πλήθος των πλοίων, διότι δεν ήσαν εν όλοις πλειότερα των είκοσι και έξ, εξ ών 16 επικουρικά και 10 μόνον ελληνικά, αλλά διά την τρανώς και τότε αποδειχθείσαν υπεροχήν εν τοίς ναυτικοίς έργοις, ήν οσηδήποτε πολυμήχανος, οσηδήποτε ανένδοτος και αν υπήρξεν η ενέργεια του Μωάμεθ Β΄, δεν κατόρθωσε να αποσπάση από των προμάχων της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Τούρκοι καταναυμαχηθέντες άπαξ λαμπρώς, παντάπασι, κυρίως ειπείν, δεν συνετέλεσαν από θαλάσσης εις την άλωσιν.

Εκ των Χριστιανών τρσχίλιοι, εν οίς 500 Γενουαίοι, ετάχθησαν περί την πύλην του Ρωμανού, ήτις ήτο η μάλλον κινδυνεύουσα των θέσεων, διότι έκειτο αντικρύ του στρατηγίου του Μωάμεθ Β΄, και κατ’ αυτής διευθύνετο το μέγιστον των τουρκικών πυροβόλων, εξ ού και φέρει το μέχρι της σήμερον εν χρήσει παρά τοίς Μωαμεθανείς όνομα Τόπ Καπού. Εκεί, τη 6η Απριλίου, καθ’ ήν ημέραν ο σουλτάνος, στήσας το στρατηγίον αυτού επί του Μαλτεπέ, ανήγγειλε την έναρξιν της πολιορκίας, επορεύθη και ο Κωνσταντίνος εκ των βασιλείων αυτού και παρέμεινε μέχρι τέλους αγωνιζόμενος. Εκεί, επί μακρόν ηρίστευσεν ο Γενουαίος Ιωάννης Ιουστινιανός και εκεί εγκαρτέρησε παρά τώ βασιλεί δι’ όλης της πολιορκίας ο συγγενής αυτού Δόν Φραγκίσκος ο Τολητινός.

Το υγρόν πύρ δυστυχώς δεν ηδύνατο να διακωλύση την επί των τειχών ενέργειαν των μεγάλων πυροβόλων και μάλιστα του μεγίστου εκείνου, ώστε γενομένου ρήγματος ανεπανορθώτου, ο αγών εδέησε να κριθή διά συμπλοκής εκ του συστάδην, προς εικοσαπλασίους και επέκεινα αντιπάλους.

Η πολιορκία ήρχισεν από της 6ης Απριλίου, αλλά μέχρι της 20ης περιωρίσθη εις απλούν κανονιοβολισμόν κατά την χερσαίαν της πόλεως πλευράν, εις μικράς τινάς συμπλοκάς περί την τάφρον και το εξωτέρω τείχος και επί τέλους εις απόπειράν τινα εφόδου, ήτις απεκρούσθη πεσόντων 200 πολεμίων, εκ δε της φρουράς ουδενός ή φονευθέντος ή πληγωθέντος.

Αλλά την πρωΐαν της 20ης και περί την 10ην πρό μεσημβρίας ώραν συνεπλάκησαν 4 αναπλέοντα την Προποντίδα σκάφη υπό τον Φλαντανελάν μετά 145 πλοίων του Σουλεϊμάμπεϋ. Επί τρείς περίπου ώρας διεξήχθη η μάχη άκριτος, αλλ’ επί τέλους η νίκη εφάνη αποκλίνουσα μάλλον υπέρ των Χριστιανών, διότι οι μέν Τούρκοι αποβαλόντες πλοία τινά πυρποληθέντα και πλήθος μέγα ανδρών, ήρχισαν να δίδωσι πρόδηλα σημεία καμάτου και υποχωρήσεως, οι δε Έλληνες και οι Γενουαίοι, παθόντες μικροτέρας σχετικώς ζημίας, εξηκολούθουν μετ’ αδιασείστου θάρρους τον αγώνα. Επί των επάλξεων εγένοντο δεήσεις υπέρ της σωτηρίας αυτών, ενώ από των οσμανικών πλοίων αντήχουν κατ’ αρχάς προτροπαί και ανευφημίαι, έπειτα δε εξερράγησαν βλασφημίαι και ύβρεις. Ο σουλτάνος εκραύγαζεν από της παραλίας προς τους ιδικούς του, ότι είναι δειλοί και άνανδροι, καταληφθείς δε υπό ακατασχέτου μανίας και κεντρίσας τον ίππον, εισεπήδησεν εις την θάλασσαν, της οποίας τά ύδατα περί Ζεϊτίν Μπουρνού είναι ρηχά εφ’ ικανόν διάστημα ως αν ει θέλων να έλθη εις βοήθειαν των υπερμάχων της ημισελήνου. Και τά πλείστα των ιματίων αυτού εβράχησαν, και πλείστοι των περί αυτόν ανωτέρων αξιωματικών παρηκολούθησαν ωσαύτως έφιπποι τον ηγεμόνα. Ταύτα ιδόντες οι εκ του στόλου επανέλαβον τον αγώνα, αλλά μετ’ ολίγον ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσιν οριστικώς και επανήλθον άπρακτοι εις Μπεσίκτασι. Τά δε τέσσαρα χριστιανικά σκάφη επλησίασαν προς τά τείχη της πόλεως και ερυμουλκήθησαν θριαμβευτικώς εντός του κόλπου, μεθ’ ό εκλείσθη πάλιν αυτός διά της αλύσεως. Οι Χριστιανοί κατήνεγκον εις τους Οσμανίδας πληγήν καιρίαν διά της επιτυχίας ταύτης. Ο δε Μωάμεθ καθήρεσεν τον Σουλεϊμάμπεϋ, διένειμεν την περιουσίαν του μεταξύ των γενιτσάρων και διέταξε να τώ δοθώσι 100 ραβδισμοί.

Αλλ’ ο Μωάμεθ Β΄ δεν ήτο άνθρωπος ευπτόητος ουδ’ έμεινεν αργός καθ’ όλην την επιούσαν. Κατά την νύκτα της 21ης Απριλίου ενεργήθη υπερνεώλκησις 72 σκαφών διά προκατασκευασθέντος τη επικουρία των Γενουαίων του Γαλατά διόλκου, και την πρωΐαν της 22ας οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως είδον αίφνης και όλως απροσδοκήτως την ναυτικήν εκείνην των πολεμίων μοίραν ναυλοχούσα εντός του Κερατίου κόλπου. Τά εν τώ κόλπω μεταφερθέντα πλοία όμως, ούτε τά περί την άλυσιν χριστιανικά ετόλμησαν να προσβάλωσι ποτέ, ούτε κατά του τείχους επετέθησαν σπουδαίως άτε μη δυνάμενα να φέρωσι μεγάλα πυροβόλα. Πάντως τη 28η Απριλίου απέτυχε απόπειρα πυρπολήσεως αυτών, διότι οι προδόται του Γαλατά Γενουαίοι έμαθον τά παρασκευαζόμενα και δεν έπαυον συνεννοούμενοι μετά των Οσμανιδών εις ούς επρομήθευον πάντα τά χρειώδη, ιδίως το διά τά πυροβόλα έλαιον. Η αποτυχία του επιχειρήματος τούτου και η εν αυτώ απώλεια τοσούτων γενναίων ανδρών ηύξησε την εν τη πόλει αμηχανίαν.

Μέχρι του τέλους του Απριλίου και τάς αρχάς του Μαΐου ο αγών διεξήγετο σπουδαιότερον από θαλάσσης ή από ξηράς. Εγίνοντο μέν πολλάκις περί τά τείχη και την τάφρον συμπλοκαί, καθ’ άς έπιπτον πολύ πλειότεροι Τούρκοι ή Χριστιανοί, αλλ’ αι συμπλοκαί αύται ουδέν ηδύναντο να έχωσι το κρίσιμον.

Τή 7η Μαΐου εγένετο η πρώτη σπουδαία έφοδος. Περί την 11ην της εσπέρας ώραν 30.000 Οσμανίδαι εφώρμησαν μετά κραυγών, αλλ’ απεκρούσθησαν μετά πολλής των επιτεθέντων απωλείας, ενώ αι μικραί ζημίαι των πολιορκημένων τάχιστα ηνωρθώθησαν. Πάλιν δε τη 12η Μαίου, περί μέσας νύκτας, 50.000 Οσμανίδαι επετέθησαν αλλά και πάλιν απεκρούσθησαν. Ως προς τά της θαλάσσης ήτο πρόδηλον, ότι ο σουλτάνος ολίγον πεποιθώς εις την ναυτικήν αυτού δύναμιν, από του πεζικού στρατού κυρίως ήλπιζε την επιτυχίαν. Καθ’ όσον μάλιστα δύο φοράς επιχειρήσαντα τά τουρκικά πλοία να προσβάλωσιν τά περί την άλυσιν χριστιανικά, πυροβοληθέντα ετράπησαν εις φυγήν.

Την 18ην Μαΐου οι Οσμανίδαι επετέθησαν περί την Χαρσίαν πύλην ήν υπερήσπιζεν ο Θεόδωρος Καρυστηνός, χρησιμοποιούντες τεράστιον πολιορκητικόν πύργον. Ο από του πύργου τούτου αγών, αρξάμενος την πρωΐαν και εξακολουθήσας δι’ όλης της ημέρας πεισματωδέστατος, επήγαγεν ολεθρίας ζημίας εις τά τείχη και ιδίως κατέβαλεν ένα των περί την Χαρσίαν πύλην πύργων. Τότε οι πολέμιοι, πληρώσαντες εν μέρει την τάφρον, είχον ήδη επιθέσει κλίμακας και ήρχισαν να προσαναβαίνωσιν, οι δε περί τον Καρυστινόν, εις βοήθειαν των οποίων έδραμεν από πρωΐας αυτός ο βασιλεύς, ισχυρώς ανταγωνιζόμενοι, άλλους μέν των επερχομένων απεμπόδιζον να πλησιάσωσιν, άλλους δε απεκρήμνιζον εκ των κλιμάκων και τινας των κλιμάκων κατέκοψαν, μέχρις ού, εσπέρας γενομένης, ηνάγκασαν αυτούς να υποχωρήσωσιν. Καθ’ όλην δε την νύκτα οι έγκλειστοι επεσκεύαζον το τείχος.

Ο σουλτάνος θαυμάσας την επιδεξιότητα των αντιπάλων, ανέκραξεν, ότι, εάν και οι 37.000 προφήται ήθελον είπει αυτώ, ότι οι ασεβείς δύνανται να πράξωσιν ό,τι έπραξαν, δεν ήθελε το πιστεύσει. Αλλ’ όμως εξηκολούθει νέα απαύστως επιτελών και επινοών μηχανήματα, ου μόνον από ξηράς, αλλά και από θαλάσσης. Όθεν κατά τάς ημέρας ταύτας συνεπλήρωσεν γέφυραν, δι ής έζευξε τον Κεράτιο κόλπον μεταξύ Χάσκιοϊ και της αντικρύ, εκτός των τειχών, παραλίας, ίνα δι’ αυτής επιτεθή κατά του θαλασσίου τείχους. Σπουδαιότερον ήτο, ότι, από των μέσων του Μαΐου επεχείρησε να ανατρέψη τά χερσαία τείχη προσέτι δι’ υπονόμων. Τωόντι, τη 15η Μαΐου, ανεκαλύφθη η πρώτη υπόνομος, ήτις είχε μήκος ημίσεος μιλίου και ήδη είχε περάσει το θεμέλιον του τείχους ότε το έργον ενοήθη. Εν τώ άμα ο επιτήδειος Γερμανός μηχανικός Ιωάννης Γκράντ, φρούραρχος του τμήματος τούτου, ώρυξεν ανθυπόνομον και τη συνδρομή του Λουκά Νοταρά δοθέντων αυτώ εργατών, εύρε την υπόνομον, έκαυσε τά υποστηρίγματα αυτής και εφόνευσε τους εν αυτή πολεμίους. Πλήν ταύτης και τη 21η Μαΐου και τη 23η Μαΐου και τη 24η Μαΐου και τη 25η ανεκαλύφθησαν και ανετράπησαν υπόνομοι εν τοίς Καλιγαρίοις, μεθ’ ό έπαυσεν, ως φαίνεται, ο υπόγειος αγών, πεισθέντων των πολεμίων ότι αποβαίνει μάταιος.

*

Αλλ’ όσον καρτερικώς, όσον επιτηδείως και αν ανθίσταντο οι πολιορκούμενοι, το βέβαιον ήτο ότι επιέζοντο επί μάλλον δεινότερον. Τά τείχη είχον εν μέρει καταπέσει, τέσσαρες δε πύργοι είχον κατεδαφισθή. Αι επισκευαί δεν ηδύναντο να ανθέξωσιν επί πολύ. Τά μεγάλα πυροβόλα και ιδίως το πάντων μέγιστον εξηκολούθουν αδιακόπως το καταστρεπτικόν αυτών έργον. Τά κατά τους Χριστιανούς, λοιπόν, απέβαινον οσημέραι αμήχανα. Και τούτο ενώ η οριστική και γενική έφοδος εφαίνετο επικειμένη. Αλλ’ ο σουλτάνος, πρίν ή επιχειρήση αυτήν, έκρινε καλόν να λάβη ακριβεστέρας τινάς πληροφορίας περί των εν τη πόλει συμβαινόντων και περί των διαθέσεων του βασιλέως. Επί τούτω δε έπεμψε προς αυτόν τον ίδιον κηδεστήν σουλτάν Ισμαήλ Χάμζαν, επιτραπέντα να απευθύνει τελευταίαν περί παραδόσεως απαίτησιν προς τον Κωνσταντίνον. Ο Ισμαήλ Χάμζας προσελθών τώ βασιλεί, είπε : «Γίνωσκε ότι απηρτίσθησαν τά πάντα προς την γενικήν έφοδον, ήν θέλομεν νύν επιχειρήσει, αφιέμενοι την έκβασιν τώ Θεώ. Τι λέγεις; Εκχωρείς εκ της πόλεως, απερχόμενος όπου βούλεσαι μετά των σών αρχόντων και των υπαρχόντων αυτοίς, καταλείπων την δήμον αζήμιον και παρ’ ημών και παρά σού, ή επιμένεις εις την αντίστασιν δι’ ής σύ τε και οι μετά σού θέλετε απολέσει σύν τη ζωή τά υπάρχοντα, οι δε άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτευθέντες θέλουσι διασπαρή εν πάσι τη γή». Εις ταύτα ο βασιλεύς, λαβών και την γνώμην της Συγκλήτου, απεκρίνατο: «Ει μέν θέλης να συζήσης μεθ’ ημών ειρηνικώς, όπως έζησαν οι πατέρες σου, τώ Θεώ χάρις. Εκείνοι υπελάμβανον και ετίμων τους εμούς γονείς ως πατέρας, την δε πόλιν ταύτην ως πατρίδα. Εν καιροίς κρισίμοις εν αυτή εύρισκον άσυλον και ουδείς των όσοι αντέστησαν εις ημάς εμακροβίω. Έχε δε και τά αφ’ ημών αρπαγέντα αδίκως φρούρια και γήν, ως δίκαια, ώρισε τον πληρωτέον σοί ετήσιον φόρον, ανάλογον προς τους πόρους ημών, και άπελθε εν ειρήνη. Διότι πού ηξεύρεις αν θαρρών ότι θέλεις κερδήσει, ευρεθής ότι εζημιώθης; Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουκ εμόν εστιν ούτε άλλου των κατοικούντων ενταύθα. Κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν, μη φειδόμενοι της ζωής ημών».

Τελικώς τη 26η Μαΐου ο σουλτάνος απεφήνατο, ότι η γενική έφοδος θέλει γίνει τη 29η. Το επιχείρημα ανεβλήθη επί τρείς ημέρας, ίνα, εν τώ μεταξύ, διαταχθώσι μέν ακριβέστερον τά κατά τάς κινήσεις του στρατού, αυξήσωσι δε διά των πυροβόλων τά ρήγματα. Το εσπέρας της 27ης εγένετο φωταγωγία, ως και της προτεραίας, και πάταγος δεινός αντήχησε και χιλιάδες δερβισών, περιφερόμενοι απανταχού εκήρυττον, ότι κατά τον Προφήτην, όστις μέν αποθάνη εν τώ προκειμένω αγώνι, ολόσωμος εν τώ παραδείσω μετά του Μωάμεθ θέλει αριστήσει, και μετά παίδων και γυναικών ωραίων και παρθένων εν τόπω χλοερώ και μεμυρισμένω άνθεσι θέλει αναπαυθή, και εν λουτροίς ωραιοτάτοις θέλει λουσθή, έχων πάντα ταύτα τά αγαθά εκ Θεού. Όστις δε επιζήση, έξει μισθόν τους πλουσίους της πόλεως θησαυρούς. Την δε 28ην ο σουλτάνος διέταξε να διαλαληθή εν ήχοις σαλπίγγων καθ’ άπαν το στρατόπεδον, ότι έκαστος οφείλει, επί ποινή θανάτου, να καταλάβη την ημέραν εκείνην την ορισθείσαν αυτώ τάξιν και να παρασκευασθή, διά προσευχών και δεήσεων, προς την γενικήν έφοδον, ήτις θέλει ανυπερθέτως τελεσθή την επομένην πρωίαν. Ο βομβολισμός εξηκολούθησε μέχρι της 4 μ.μ., ότε εκόπασεν. Αλλά δι’ όλης ταύτης της ημέρας δεν έπαυσαν αλαλάζοντα τά τύμπανα και το εσπέρας εγένετο τρίτη και τελευταία φωταψία, λαμπροτέρα των προηγουμένων, και βοή φοβερά, μέχρι μεσονυκτίου, ότε έσβυσαν τά πυρά και κατεσίγασεν ο θόρυβος, ίνα αναπαυθώσιν οι άνδρες επ’ ολίγον. Τοιουτοτρόπως διήλθον αι τρείς εκείναι ημέραι εν τώ οσμανικώ στρατοπέδω.

*

Αλλοία δε παντάπασιν υπήρξεν η όψις της πόλεως εν αυτώ τώ διαστήματι. Προς παραμυθίαν του πλήθους και ενίσχυσιν του θρησκευτικού αυτών αισθήματος, ο βασιλεύς διέταξεν ίνα αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί, συνεπαγόμενοι τά θεία εκτυπώματα, ιδία δε την εν τη μεσαιωνική ημών ιστορία τοσάκις θαυματουργήσασαν εικόνα της πανυπεράγνου Θεοτόκου, την καλουμένην Οδηγήτριαν, περιέλθωσι τά τείχη της πόλεως, ικετεύοντες τον Θεόν ίνα γίνη ίλεως τη κληρονομία αυτού και επικαλούμενος τάς πρεσβείας της πολιούχου εκείνης, δι’ ής από τοσούτων ελυτρώθη η βασιλεύουσα κινδύνων.

Ενώ έξω του τείχους μία επεκράτει θέλησις και πειθαρχία αυστηρά και ευθυμία επί τώ προκειμένω αγώνι και δαψίλεια πάντων των χρησίμων ανθρώπων, χρημάτων, τροφών, υλικού, εντός του τείχους ταύτα μέν πάντα ήσαν μετρημένα, αθυμία δε κατείχε τάς ψυχάς και διχόνοια δεν έπαυεν υφισταμένη μεταξύ ιθαγενών και ξένων, μεταξύ Ενετών και Γενουαίων, μεταξύ μαχομένων και μη μαχομένων.

Την 28ην ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιανός επεθεώρησαν αύθις άπαντα τά τείχη και συμπληρώσαντες κατά το ενόν τά ελλείποντα, έδωκαν τάς περί αμύνης τάς τελευταίας διαταγάς και οδηγίας. Περί την 4 μμ ώραν, συναγαγών πάντας τους εν τέλει στρατιωτικούς τε και πολιτικούς και έχων ενώπιον μέν αυτού τους Έλληνας, εκ δεξιών δε τους Ενετούς και εξ αριστερών τους Γενουαίους ελάλησε προς αυτούς υπομνήσκων ότι μάχονται υπέρ τεσσάρων των μεγίστων του κόσμου τούτου αγαθών, της πίστεως, της πατρίδος, του βασιλέως ως χριστού Κυρίου, των συγγενών και φίλων. Έκλεισε δε την ομιλία του λέγων: « … εις δε τους μέλλοντας να πέσωσιν, εν ουρανοίς μέν απόκειται αδαμάντινος στέφανος, εν τώ κόσμω δε τούτω μνήμη αιώνιος». Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες ανεβόησαν «αποθάνωμεν υπέρ πίστεως και πατρίδος». Τότε επορεύθη ο βασιλεύς μετά των περί αυτόν, προς τον μέγαν εκείνον της του Θεού Σοφίας ναόν, όν δεν επέπρωτο πλέον να ίδη και προσευξάμενος μετέλαβε των αχράντων και θείων μυστηρίων. Επειτα υπήγε να αποχαιρετίση τά ανάκτορα, εν οίς συνέβη σκηνή όντως κατανυκτική. Σταθείς ολίγον, ηττήσατο συγχώρησιν παρά πάντων των γηραιών αυτού λειτουργών και υπηρετών, δακρυρροών παρά δακρυρροούντων. Και από ξύλου ή εκ πέτρας εάν ήτο ο άνθρωπος, λέγει ο Φραντζής, δεν ήτο δυνατόν να μη θρηνήση. Τελευταίον περί το μεσονύκτιον απήλθον άπαντες εις την ωρισμένην τάξιν, ίνα αναπαυθώσιν επί μικρόν. Μόνος ο βασιλεύς, εν συνοδία του πιστού Φραντζή, επεχείρησε να επιθεωρήση πάλιν τά τείχη και τους πύργους, ίνα πεισθή ότι τά πάντα έχουσιν όσον οίον τε καλώς και ότι οι φύλακες γρηγορούσι.

*

Η γενική έφοδος κατά της Πόλεως

Μικρόν μετά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξερράγη διά μιάς η έφοδος, ενεργουμένη και από τάς τρείς του τριγώνου της πόλεως πλευράς ίνα περισπάση απανταχόθεν τάς δυνάμεις των πολιορκουμένων. Η αληθής έφοδος εγένετο κυριώτατα κατά της πύλης του Ρωμανού. Οι κατά πρώτον εφορμήσαντες, αφού εδεκατεύθησαν πόρωθεν και εγγύθεν υπό των περί τον βασιλέα και τον Ιουστινιανόν μαχητών ηναγκάσθησαν τελευταίον να τραπώσι. Φεύγοντες όμως απήντησαν το δεύτερον επιθετικόν σώμα, υπό του οποίου και μετά του οποίου παρεσύρθησαν πάλιν τά λείψανα αυτών προς τά πρόσω. Η δευτέρα έφοδος δεν απέβη ευτυχεστέρα της πρώτης. Εις δε την δευτέραν ταύτην τροπήν ου μικρόν συνετέλεσεν, ως φαίνεται, και τούτο, ότι ο σουλτάνος αγανακτήσας διότι τά τείχη τοσούτον έτι ισχυρώς αντετάσσοντο, διέταξε το πυροβολικόν να εκσφενδονίση αύθις εν τώ μέσω της εφόδου τάς σφαίρας αυτού, εξ ού ουκ ολίγος εγένετο φόνος και παρά τοίς επιτιθεμένοις.

Τότε εφώρμησεν ο Μωάμεθ μετά των γενιτσάρων και των άλλων λογάδων του στρατού ανδρών. Αλλ’ όσο κεκμηκότες και αν διετέλουν εκ του παρατεινομένου αγώνος οι της πόλεως πρόμαχοι, υπέστησαν απτοήτως πάλιν την τρίτην ταύτην και φοβερωτάτην καταιγίδα. Οι αντίπαλοι, ου μόνον διά των κλιμάκων ανέβαινον, αλλά και επί των ώμων ο είς του ετέρου, ίνα φθάσωσιν εις την άκραν του τείχους. Δεινός δε εντεύθεν περί τε τάς ανόδους και εις τάς εισόδους διεξήγετο εκ του συστάδην αγών μετά ξιφών εσπασμένων και βοής φοβεράς και φόνος πολύς εγίνετο εκατέρωθεν.

Είχεν ήδη εξημερώσει η 29η και εκυμάτιζεν εισέτι επί της πύλης του Ρωμανού η αετοφόρος του κράτους σημαία, ο δε βασιλεύς ανέκραζεν αγαλλόμενος: «Συστρατιώται και αδελφοί, ημών εστιν η νίκη, ο Θεός υπέρ ημών πολεμεί», ότε αίφνης ετραυματίσθη ο Ιωάννης Ιουστινιανός και απήλθεν ίνα δέση την πληγήν. Η πληγή υπήρξεν σπουδαία, διότι, μετά τινας ημέρας, ο Ιουστινιανός απέθανεν εξ αυτής εις Χίον, όπου απέπλευσεν εκ του Γαλατά, άμα γενομένης της αλώσεως. Η υποχώρησις αύτη του Ιουστινιανού επροξένησεν μέν ακαριαίαν αθυμίαν και σύγχυσιν παρά τοίς ημετέροις. Οι Οσμανίδαι δε, νοήσαντες την ταραχήν της φρουράς, επανέλαβον πεισματωδέστερον την έφοδον, αλλά και αυτή απεκρούσθη.

Απροσδόκητον όμως περιστατικόν εισήγαγεν τους Οσμανίδας εντός της πόλεως. Ανακαλύψαντες κατά τύχην αφανή πυλίδα, λησμονηθείσα άφρακτη, παρεισήλθον δι’ αυτής εις την πόλιν, κατ’ αρχάς περί τους πεντήκοντα, έπειτα αμέσως πλειότεροι, και εντός ολίγου, πολυάριθμοι γενόμενοι, ετράπησαν προς τάς πύλας Μυρίανδρον (Αδριανουπόλεως), Χαρσίαν και ιδίως προς την πύλην του Ρωμανού κατά νώτον του βασιλέως, ενώ ο σουλτάνος πληροφορηθείς τά γενόμενα, επετίθετο σφοδρότερον κατά μέτωπον. Στιγμή φοβερά! Ο Κωνσταντίνος απηλπίσθη και κεντήσας τον ίππον ώρμησεν εις το πυκνότερον των αντιπάλων στίφος, αγωνιζόμενος ως ο έσχατος των στρατιωτών.

«Και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και των χειρών αυτού έρρεε» λέγει ο Φραντζής. Περί αυτόν δε εμάχοντο ουδέν ήττον απεγνωκότες ο Φραγκίσκος Τολητινός, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, έτεροι Παλαιολόγοι, οι επικαλούμενοι Μετοχιταίοι, πατήρ και παίδες, ο Καντακουζηνός, ο Ιωάννης ο Δαλμάτης, αναχαιτίζοντες μέν τους όπισθεν επελθόντας, αποκρημνίζοντες δε τους επί τά τείχη αναβαίνοντας. Τελευταίον όμως ηναγκάσθησαν πάντες να ενδώσωσι εις τον από στιγμής εις στιγμήν κορυφούμενον χείμαρρον. Οι πλείστοι των ανωτέρων αξιωματικών είχον πέσει και σύν αυτοίς 800 λογάδες άνδρες Έλληνες και Λατίνοι. Οι δε λοιποί συμπαρεσύρθησαν μετά του σμήνους των πανταχόθεν επιδραμόντων. Την στιγμήν ταύτην ο βασιλεύς ανέκραξε, κατά Δούκαν, «δεν υπάρχει Χριστιανός να λάβη την κεφαλήν μου»; Κατά δε τον Κριτόβουλον «η πόλις αλίσκεται και εγώ ζώ έτι»; Μόλις δ’ επρόφερε τάς λέξεις ταύτας και είς των Τούρκων επλήγωσεν αυτόν κατά πρόσωπον. Ο Κωνσταντίνος απέδωκεν αμέσως την πληγήν, αλλ’ έτερος εκ των όπισθεν επήνεγκε κατ’ αυτού τραύμα καίριον. Ώστε ο βασιλεύς έπεσεν, όπως και η πόλις. Έπεσεν και έμεινεν εκεί κατά γής κείμενος μεταξύ μυρίων άλλων νεκρών, διότι, καίτοι φορών τά ερυθρά πέδιλα, εν οίς ήσαν κεντημένοι χρυσοί αετοί, δεν παρετηρήθη τις ήτο υπό των ανθρώπων εκείνων, οίτινες έσπευδον εις τά ενδότερα της πόλεως επί αρπαγή και λεία.

*

Εάλω η Πόλις

Όλοι σχεδόν οι πρόμαχοι των λοιπών του περιβόλου τμημάτων, άμα μαθόντες την εκπόρθησιν των πυλών του Ρωμανού, της Χαρσίας και του Μυριάνδρου και νοήσαντες ότι θέλουσι κυκλωθή, υπενέδωκαν, ζητήσαντες έκαστος όπως ηδύνατο, την σωτηρίαν αυτού. Όλοι σχεδόν, και αυτός ο Λουκάς ο Νοταράς, όστις μέχρι της ώρας εκείνης τοσούτον γενναίως είχεν αποκρούσει τάς προσβολάς του Ζαγανός πασά επί του Κερατίου κόλπου. Η πόλις κατεκλύσθη πανταχόθεν υπό αγρίου και αναριθμήτου πλήθους και ήρχισεν η τριήμερος λεηλασία η επαγγελθείσα υπό του Μωάμεθ Β΄ πρό της εφόδου. Η σφαγή σχετικώς δεν εγένετο μεγάλη. Κατ’ αρχάς εφονεύοντο πάντες αδιακρίτως, ανθιστάμενοι και φεύγοντες, άνδρες, γυναίκες, παίδες. Αλλά μετ’ ου πολύ η πλεονεξία κατήσχυσε της εκδικήσεως και οι νικηταί ηρκέσθησαν εις την αιχμαλωσία των νικηθέντων, ίνα χρηματολογήσωσιν εκ της πωλήσεως αυτών. Ο Δούκας λέγει ότι μετά την άλωσιν εθανατώθησαν άνδρες μαχηταί περί τους δισχιλίους. Οι πλείστοι των επιζησάντων αρχηγών του στρατού ηδυνήθησαν να σωθώσι, πάντες ξένοι, διότι εκτός του Λουκά Νοταρά, άπαντες οι άλλοι Έλληνες αρχηγοί έπεσον. Ο ιστορικός Φραντζής, αιχμαλωτευθείς, εξηγοράσθη έπειτα και περιεσώθη εις Πελοπόννησον, αφού είδεν όμως τάς καλλίστας αυτού θυγατέρας εισαχθείσας εις το χαρέμιον του σουλτάνου. Ο Μωάμεθ, πιστοποιήσας την ταυτότητα του νεκρού Κωνσταντίνου, αναγνωρισθέντος εκ των αετοφόρων αυτού πεδίλων, διατάξας να κηδευθή μετά των ειθισμένων επί βασιλέων διατυπώσεων και φροντίσας να επιμαρτυρείται εσαεί ο τάφος αυτού, ηθέλησε να καταστήσει έξω πάσης αμφιβολίας, ότι ουδείς πλέον υπήρχεν επί γής χριστός εν Κυρίω αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ο δικαιούμενος να αμφισβητήση το έργον της βίας.

Πλησίον του Βεφά-Μεϊντανί και του Βεφά-Τζαμισί, εν τη γωνία οικίας κατεχομένης υπό σανδαλοποιών και επισαγματοποιών και άλλων τοιούτων τεχνιτών, αναπαύεται κατά την παράδοσιν ο ύπατος εκείνος της Κωνσταντινουπόλεως πρόμαχος υπό λίθον ανεπίγραφον και υπό την σκιάν ιτέας συμπεπλεγμένης μετά αγρίων κλημάτων και ροδιών. Και μέχρι της σήμερον ανάπτεται εκεί κατά πάσαν εσπέραν λυχνία απλή ής το έλαιον παρέχεται υπό της κυβερνήσεως.

Ο Νοταράς, οι υιοί του και οι περί αυτόν, εκαρατομήθησαν, ενώ την προτεραίαν είχον εξαγορασθή υπό του σουλτάνου, πάσαι δε αι ωραίαι αυτών κόραι και πάντα τά ευειδή άρρενα, παρεδόθησαν τώ αρχιευνούχω. Ο αριθμός των αιχμαλώτων ορίζεται εις 60.000.

Ουδεμία των ιστορικών καταστροφών απέβη τραγικωτέρα. Διότι διά της αλώσεως ταύτης δεν έπεσε μόνη η κυριευθείσα πόλις, δεν έπεσε μόνη η καταλυθείσα βασιλεία, αλλ’ επί χρόνον μακρόν επεσκιάσθη κόσμος ολόκληρος πραγμάτων και δογμάτων, ο κόσμος ο ελληνικός.

επιστροφή