επιστροφή

ΜΕΡΟΣ   ΤΕΤΑΡΤΟ

Τό πρωτόκολλον τού Λονδίνου

Η πρόσφατος πείρα είχεν αποδείξει, ότι αι διπλωματικαί συζητήσεις διαιώνιζαν τό ελληνικόν ζήτημα καί μόνον η πυγμή καί η βία, όπως τό Ναυαρίνον, η στρατιά τού Μαιζώνος καί ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, έδιδαν εις αυτό αποφασιστικάς λύσεις.

Τήν 3/15ην Φεβρουαρίου 1830 υπεγράφη εν Λονδίνω υπό τών πρεσβευτών Αγγλίας, Γαλλίας καί Ρωσίας διεθνής πράξις γνωστή ως τό «πρωτόκολλον τού Λονδίνου», δι ού εδίδετο τελικώς καί από απόψεως διεθνών κανόνων πολιτικήν αυθυπαρξίαν εις τήν Ελλάδα καί καθώριζεν μετ’ αρκετής σαφηνείας τά τής μορφής τού ελληνικού κράτους, ως έχει ήδη αναφερθή. Τά σύνορα περιωρίζοντο εις μίαν γραμμήν από τών εκβολών τού Ασπροποτάμου πρός τήν λίμνην τού Αγγελοκάστρου, τού Βραχωρίου καί τής Σαυροβίτσης πρός τό όρος τής Αρτοτίνας κα ίδιά τής κοιλάδος τού Κουλουρίου καί τών ράχεων τής Οίτης καταλήγουσαν εις τόν κόλπον τού Ζητουνίου εις τάς εκβολάς τού Σπερχειού. Περιελαμβάνοντο επίσης εις τό ελληνικόν κράτος η νήσος Εύβοια μετά τής Σκύρου καί τών γύρω νησίδων καί αι Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης καί τής Αμοργού, ευρισκόμεναι μεταξύ 38 καί 39 βορείου πλάτους καί 26 ανατολικού μήκους τού μεσημβρινού τού Γκρήνουϊτς.

Η Ελλάς θά αποτελούσε μοναρχίαν κληρονομικήν κατά πρωτότοκον τάξιν καί τό στέμμα θά προσεφέρετο εις πρίγκηπα μή ανήκοντα εις τάς βασιλευούσας οικογενείας τών υπογραψάντων τήν συνθήκην.

Εν τούτοις, παρ’ όλην την υπό των αντιπροσώπων των τριών δυνάμεων εκφραζομένην χαράν διά το «ευτυχές τέρμα», το πρωτόκολλον του Λονδίνου δεν έθετε τελείαν και παύλαν εις το ελληνικόν ζήτημα. Πέραν των άλλων, ο περιορισμός των εδαφών του νέου κράτους ήτο επόμενον να προκαλέση αγανάκτησιν και αντίδρασιν του ελληνικού λαού. Ως προς το στέμμα απεφασίσθη να δοθή εις τον πρίγκηπα του Σαξωνικού Κοβούργου Λεοπόλδον, ούτος όμως ηρνήθη τελικώς, διότι δεν επληρούντο οι όροι τους οποίους έθεσε, εκ των οποίων ο σπουδαιότερος ήθελε την επέκτασιν των βορείων συνόρων της Ελλάδος.

Τον Οκτώβριον του 1831 ο κυβερνήτης Καποδίστριας εδολοφονήθη εις το Ναύπλιον, ως έχει ήδη λεχθή, και από της επομένης του θανάτου του η Ελλάς περιέπεσεν εις ακόμη χειροτέραν αναρχίαν.

*

Η εκλογή του Όθωνος

Την 7ην Μαΐου 1832 οι αντιπρόσωποι των τριών προστατίδων δυνάμεων λόρδος Πάλμερστον διά την Αγγλίαν, πρίγκιψ Ταλλεϋράνδος διά την Γαλλίαν και πρίγκηψ Λίβεν διά την Ρωσίαν, υπέγραψαν εις το Λονδίνον το τελικόν πρωτόκολλον επί του ελληνικού ζητήματος και της εκλογής του πρίγκηπος Όθωνος ως βασιλέως της Ελλάδος. Το πρωτόκολλον προσυπεγράφη και υπό του αντιπροσώπου της Βαυαρίας Σέττο, όστις εκ μέρους του βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου εδήλωσεν αποδοχήν του ελληνικού στέμματος διά τον πρίγκηπα Όθωνα. Η Υψηλή Πύλη μάλιστα εδέχθη διά της συμβάσεως της 21ης Ιουλίου 1832 την οροθετικήν γραμμήν κόλπων Άρτας – Βόλου αντί αποζημιώσεως εκ 40 εκατομμυρίων πιάστρων, τροποποιηθήσης ούτω και της προηγουμένης συνοριακής γραμμής.

*

Εν τώ μεταξύ, από την ιδίαν ημέραν της δολοφονίας του Καποδιστρίου, συνεστήθη μία τριμελής κυβερνητική επιτροπή από τους Θ. Κολοκοτρώνην, τον Ιω. Κωλέττην και τον αδελφόν του κυβερνήτου Αυγουστίνον Καποδίστριαν, εις τον οποίον ανετέθη και η προεδρεία. Ο Κωλέττης όμως γρήγορα ετάχθη με τους αντικυβερνητικούς και εγκατέλειψε το Ναύπλιον.

Όλα εκείνα τά στοιχεία, τά οποία είχαν κινηθεί κατά του Καποδιστρίου, και περισσότερον όλων οι Υδραίοι, τώρα εκινούντο κατά της κυβερνητικής επιτροπής, την οποίαν εχαρακτήριζαν ως συνέχειαν της «απολυταρχίας» αυτοαποκαλούμενοι «συνταγματικοί». Εθνικές συνελεύσεις εις το Άργος και εις το Ναύπλιον μετεβλήθησαν εις θέατρον αλληλοσπαραγμού του έθνους. Οι κυβερνητικοί εστηρίζοντο εις τους Μωραίτας και οι άλλοι εις τους Ρουμελιώτας. Εις την περιοχήν μεταξύ Άργους και Ναυπλίου συνήφθησαν αληθείς μάχαι. Ο διερχόμενος από την Ελλάδα πρεσβευτής της Αγγλίας εις την Κωνσταντινούπολιν Στράτφορδ Κάννιγκ εις μάτην ηγωνίσθη να συμφιλιώση τάς αλληλοσπαρασσομένας μερίδας. Πάντως τελικώς απεφεύχθη κρίσιμος αδελφοκτόνος μάχη μεταξύ του Κωλέττη και των Ρουμελιωτών του Θ. Γρίβα από την μια, και του Κολοκοτρώνη από την άλλη. Τελικώς οι Κωλέττης και Κολοκοτρώνης συνεβιβάσθησαν και εσχημάτισαν κοινήν κυβέρνησιν. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εγκατέλειψε την Ελλάδα, φέρων μαζί του εις Κέρκυραν την σορόν του κυβερνήτου. Αι έριδες όμως δεν έπαυσαν. Με την υποστήριξιν των Γάλλων ο Κωλέττης επέτυχε να σχηματίση εις το Ναύπλιον, μαζί με τον Ζαΐμην και τον Μεταξάν, μίαν κυβερνητικην επιτροπήν, η οποία όμως ήτο περιωρισμένη εντός του Ναυπλίου, χωρίς καμμίαν εξουσίαν. Εις όλην την Ελλάδα εμαίνετο εμφύλιος σπαραγμός. Τά ρουμελιώτικα στρατεύματα ελυμαίνοντο όλην την Στερεάν, η Μάνη ευρίσκετο εις διαρκή ανυπακοήν, ενώ εις την λοιπήν Πελοπόννησον εκυριαρχούσε ο Κολοκοτρώνης, επιβάλλων κάποιαν τάξιν με τά παλαιά όργανα της διοικήσεως του Καποδιστρίου, τά οποία ήσαν αφωσιωμένα. Η ύπαιθρος είχεν ερημωθή από τάς ληστείας και τάς λεηλασίας. Όλοι επερίμεναν την άφιξιν του νέου βασιλέως ως μόνην ναπολύτρωσιν από τά δεινά των.

Επί τέλους , την 6ην Φεβρουαρίου 1833, επάτησε το ελληνικόν έδαφος, αποβιβασθείς εις το Ναύπλιον, ο νέος βασιλεύς της Ελλάδος Όθων, συνοδευόμενος από τά μέλη της αντιβασιλείας, τά οποία θα εκυβερνούσαν μέχρι της 20ης Μαΐου (1ης Ιουλίου) 1835, οπότε θα εκηρύσσετο ενήλικος, ήτοι τον κόμητα Άρμανσμπεργκ ως πρόεδρον, τον Γεώργιον Μάουερ και τον Έϋδεκ.

Το συντελεσθέν έργον της αντιβασιλείας εντός δύο ετών και 6 μηνών μόνον, είναι σημαντικόν. Ετέθησαν αι βάσεις της ποινικής, αστικής και στρατιωτικής νομοθεσίας και συνετάχθη πλήρης αστικός κώδιξ. Ωργανώθη η εκκλησιαστική διοίκησις με μίαν σύνοδον αρχιερέων και βασιλικόν επίτροπον, και εχωρίσθη από το Οικουμενικόν πατριαρχείον παρά τάς αντιδράσεις. Ιδρύθησαν τότε τετραετή γυμνάσια, τριετή σχολαρχεία και δημοτικά σχολεία. Εθεσπίσθη, δαπάναις του κράτους η μέση εκπαίδευσις και ήρχισαν αι προπαρασκευαί διά την ίδρυσιν πανεπιστημίου. Ωργανόθη επίσης το πρώτον διοικητικόν σύστημα του ελληνικού κράτους διά νομαρχιών και δήμων, αι συγκοινωνίαι, τά πρώτα ταχυδρομεία και τά τελωνεία. Τέλος διελύθησαν τά σώματα ατάκτων και ιδρύθησαν τακτικά στρατιωτικά τάγματα, χωρίς όμως, κατά δυστυχίαν, να εξασφαλισθή η αποκατάστασις εις ειρηνικά έργα. Αλληλοϋπονομευόμενοι και οι ίδιοι οι Βαυαροί αντιβασιλείς, δεν έβλεπαν γύρω των παρά υπονομεύσεις και συνωμοσίας. Και αυτό ηύξανε την ροπήν των εις καταδιώξεις και άλλα μέτρα βίας.

*

Δίκη Κολοκοτρώνη και επανάστασις Μάνης

Ο Κολοκοτρώνης φαίνεται ότι ευνοούσε κίνησιν στρατιωτικών καί πολιτικών δυσηρεστημένων κατά της αντιβασιλείας, εναντίον της οποίας κατεφέροντο αποκαλώντας την «ξενοκρατίαν»και εβίαζαν την ανάληψην της βασιλικής αρχής από τον Όθωνα. Ενεθάρρυνε μάλιστα την περισυλλογήν υπογραφών μιάς αναφοράς προς τον τσάρον Νικόλαον, χωρίς όμως να συμμετέχη πράγματι εις κάποιαν συνωμοτικήν ενέργειαν. Παρά ταύτα, ο Μάουερ και ο Άβελ (πάρεδρο μέλος της αντιβασιλείας, υπεύθυνος διά την οργάνωσιν της εσωτερικής διοικήσεως) εξωργισμένοι έσπευσαν να συλλάβουν τον Κολοκοτρώνην, τον Πλαπούταν, τον Θ. Γρίβαν και μερικούς άλλους, με την κατηγορίαν συνωμοτικών ενεργειών και εξωθήσεως του λαού εις επανάστασιν. Τελικώς η κατηγορία περιωρίσθη εις τον Κολοκοτρώνην και τον Πλαπούταν, οι οποίοι, μετά οκτάμηνον προφυλάκισιν εις το ΄Ίτς – Καλέ, παρεπέμφθησαν εις δίκην με την κατηγορίαν της εσχάτης προδοσίας.

Με την πίεσιν της αντιβασιλείας η πλειοψηφία του δικαστηρίου, και μολονότι αντέδρασαν θαρραλέως ο πρόεδρος Πολυζωΐδης και ο δικαστής Τερσέτης, κατεδίκασε εις θάνατον τον Κολοκοτρώνην και τον Πλαπούταν την 25ην Μαΐου 1834. Ο Όθων όμως έσπευσε να μεταβάλη την ποινήν εις ισόβια δεσμά, ενώ, όταν ολίγον αργότερα ενηλικιώθη, απεφυλάκισε τον Κολοκοτρώνην, τον περιέβαλε με τιμάς και του απένειμε το ανώτατον αξίωμα του συμβούλου της επικρατείας.

Μια άλλη δυσάρεστος περιπέτεια, εις την οποίαν ερρίφθη η αντιβασιλεία, ήτο η εκστρατεία της Μάνης. Η αντιβασιλεία διέταξε να κρημνισθούν οι πύργοι των Μανιατών και έστειλε βαυαρικό στρατό προς τούτο, ο οποίος όμως επαγιδεύθη εις τάς δυσπροσίτους χαράδρας και κατά μέγα μέρος ηχμαλωτίσθη από τους Μανιάτας. Ευτυχώς όμως επεκράτησε σύνεσις και τελικώς επήλθε συμφιλίωσις.

Γενικώς κατά την διάρκεια της αντιβασιλείας και των πρώτων ετών της βασιλείας του Όθωνος, δεν εσημειώθη ισχυρά και ενεργός αντίδρασις των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων, όπως κατά την εποχήν του Καποδιστρίου, διότι εντέχνως απεμακρύνθησαν από την Ελλάδα οι πλέον δραστήριοι και επιτήδειοι διά πολιτικάς πλεκτάνας πολιτικοί, όπως ο Μαυροκορδάτος, ο Σπ. Τρικούπης, ο Κωλέττης κλπ.

*

Ο Όθων αναλαμβάνει την βασιλικήν εξουσίαν

Την 20ην Μαΐου 1835 ο βασιλεύς Όθων συνεπλήρωσε το εικοστόν έτος, και κατά την σύμβασιν του Λονδίνου εκηρύχθη ενήλικος και ανέλαβε την άσκησιν της βασιλικής εκκλησίας. Η πρωτεύουσα του κράτους μετεφέρθη από το Ναύπλιον εις τάς Αθήνας. Ο νεαρός βασιλεύς παντού εγένετο δεκτός με ενθουσιασμό και δάκρυα χαράς, ενώ εφαίνετο να ενστερνίζεται την μεγάλην ιδέαν, η οποία δεν είχε παύσει να φλογίζη τάς καρδίας των Ελλήνων, και έτσι η δημοτικότης του ηύξανε. Τον Απρίλιο του 1836 μετέβη εις Γερμανίαν, όπου και ενυμφεύθη την κόρην του μεγάλου δουκός του Ολδεμβούργου Παύλου, Μαρία – Αμαλία, η οποία καθ’ όλην την μακράν και περιπετειώδη περίοδον της βασιλείας του Όθωνος, υπήρξεν υπόδειγμα συζύγου, αλλά και Ελληνίδος.

Πρίν ακόμη αναχωρήση ο Όθων διά το εξωτερικόν υπήρχε ήδη μεγάλη δυσφορία κατά του αρχικαγγελαρίου Άρμανσμπεργκ και όλα τά κακά απεδίδοντο εις αυτόν. Έτσι ο Όθων τον αντικατέστησε με τον Ιγνάτιον Ρούτχαρδ, ο οποίος όμως παρά την εντιμότητά του εστερείτο πείρας, ηναγκάσθη δε μετά δεκάμηνον να παραιτηθή και να εγκαταλείψη την χώραν. Πάντως επί πρωθυπουργίας αυτού ιδρύθη το Πανεπιστήμιον Αθηνών, το οποίον τότε εκαλείτο Πανεπιστήμιον Όθωνος (22 Απριλίου 1837).

Πέραν των ραδιουργιών των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι επίεζον με αντιστοίχους πολιτικούς φίλους διά τά ίδια συμφέροντα, επί Όθωνος εξηγέρθη και η Κρήτη κατά του νέου δυνάστου, σουλτάνου, ενώ μέχρι τότε ευρίσκετο υπό την κυριαρχίαν του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Η εξέγερσις αυτή συνεκλόνιζε την κοινήν γνώμην η οποία εζητούσε ενεργόν ενίσχυσιν των επαναστατών, ακόμη και πόλεμον κατά της Τουρκίας.

Επίσης τά προβλήματα ηύξανον, αφού οι σύμβουλοι της Επικρατείας έπαυσαν να πειθαρχούν εις τάς επιθυμίας του βασιλέως και προσεχώρησαν εις την ιδέαν της επιβολής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, και εν πολλοίς ετάχθησαν με την αντιπολίτευσιν της οποίας η κίνησις ενισχύετο απροκαλύπτως από τους αντιπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων. Όλοι μαζί και ο καθένας διά λογαριασμόν του, οι ξένοι πρέσβεις επηρέαζαν πολιτικούς και στρατιωτικούς, μετείχον μυστικών συνεννοήσεων και εξωθούσαν εις επαναστατικάς ενεργείας.

*

Η επανάστασις της 3ης Σεπτεμβρίου

Ο συνταγματάρχης Καλλέργης ήτο ο πρώτος εν ενεργεία στρατιωτικός, ο οποίος εμυήθη εις την κίνησιν των συμβούλων Επικρατείας Ανδρέα Λόντου, Ανδρέα Μεταξά στην οποία προσεχώρησαν οι Ζωγράφος, Μπότσαρης, Κανάρης και ο γηραιός στρατηγός Μακρυγιάννης. Την νύκτα της 2ας προς την 3ην Σεπτεμβρίου 1843 ο Καλλέργης μετέβη εις τους στρατώνας του ιππικού και εξήγειρε τους στρατιώτας κραυγάζων «ζήτω το Σύνταγμα». Κατόπιν, επί κεφαλής του στρατού μετά τυμπάνων, σαλπίγγων και σημαιών εβάδισε κατά φάλαγγας, ως να επρόκειτο περί θεαματικής τελετής, προς την πλατείαν των ανακτόρων. Εκεί είχον ήδη συγκεντρωθή μερικά παλληκάρια και ολίγοι πολίται, οπαδοί του Μακρυγιάννη, ο οποίος είχεν αυτοχειροτονηθή φρούραρχος και ηγωνίζετο να καταλάβη τά υπουργεία, την Εθνικήν τράπεζαν και διάφορα επίκαιρα σημεία της πόλεως. Ο βασιλεύς Όθων, μη έχων καμμία βοήθειαν, υπεχρεώθη τελικώς να συγκαλέση Εθνικήν Συνέλευσιν προς ψήφισιν Συντάγματος, και έτσι έληξε αναιμάκτως η στρατιωτική επανάστασις της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Αι μάζαι του ελληνικού λαού είχαν μείνει αδιάφοροι και μόνον εκ των υστέρων, μετά την βασιλικήν αποδοχήν, έδειξαν κάποιον ενθουσιασμόν. Έτσι τον Οκτώβριον του 1843 διεξήχθησαν εκλογαί πληρεξουσίων διά την νέαν Εθνικήν Συνέλευσιν, η οποία συνήλθε την 8ην Νοεμβρίου 1843 με πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά και αντιπροέδρους τους Α. Μαυροκορδάτο, Α. Μεταξά, Ι. Κωλέττη και Α. Λόντο.

Το νέον Σύνταγμα συνετάχθη υπό επιτροπής κατόπιν μελέτης των ισχυόντων ανά την Ευρώπην πολιτευμάτων, και ιδίως του γαλλικού της Ιουλιανής επαναστάσεως, και το καθιερούμενο πολίτευμα μπορεί να χαρακτηρισθή ως συνταγματική μοναρχία.

Αλλά πρίν καλά καλά εισέλθη η Ελλάς εις ομαλόν κοινοβουλευτικόν βίον, ήρχισαν αι αυθαιρεσίαι και αι κυβερνητικαί επεμβάσεις προς εξασφάλισιν διά παντός μέσου της πλειοψηφίας. Ο πρώτος πρωθυπουργός Μαυροκορδάτος παρητήθη και η πρωθυπουργία ανετέθη εις τον Κωλέττην ο οποίος με την υποστήριξιν των Γάλλων δεν υπελόγιζε ούτε τάς σφοδράς επικρίσεις των αντιπάλων του, ούτε τον μαινόμενον εναντίον του αντιπολιτευόμενον Τύπον. Εκυβέρνησε ως δικτάτωρ μάλλον μέχρι του θανάτου του, ο οποίος συνέβη την 31ην Αυγούστου 1847. Εις την πρωθυπουργίαν τον διεδέχθη ο Κίτσος Τζαβέλλας, μέχρι τότε υπουργός των Στρατιωτικών.

Κατά την εποχήν αυτήν σημειώνονται πολλαί στασιαστικαί εξεγέρσεις, σοβαρώτεραι των οποίων ήσαν του Θ. Γρίβα εις Ακαρνανίαν και του Κριεζώτου εις Εύβοιαν. Η κυβέρνησις αντιμετώπισε με σθένος όλα αυτά τά στρατιωτικά πραξικοπήματα και τά μικραστασιαστικά κινήματα, τά οποία άλλωστε δεν είχαν ευρύτερον επαναστατικόν χαρακτήρα. Πάντως αι βουλευτικαί εκλογαί μετέβαλον ολόκληρον την Ελλάδα εις στίβον φονικής διαμάχης. Δικαίως ο Όθων ετρόμαζεν όταν επλησίαζεν εκλογική περίοδος. Οι πολιτικοί αρχηγοί, συχνά, αντί να συντελέσουν εις τον σεβασμόν του συντάγματος και των νόμων διά το γενικόν καλόν, εφρόντιζαν μόνον διά την ρουσφετολογίαν των κομματικών των φίλων. Και όταν ευρίσκοντο εις την αντιπολίτευσιν, δεν εδίσταζαν να ενισχύουν την ανταρσίαν και τάς ταραχάς, εν ονόματι πάντοτε του Συντάγματος και των λαϊκών ελευθεριών.

Τον Μάρτιον του 1848 ο Τζαβέλλας παρητήθη και κυβέρνησιν εσχημάτισεν ο Γ. Κουντουριώτης, ο οποίος παρέμεινενεις την αρχήν μέχρι του Οκτωβρίου, οπότε τον διεδέχθη ο Κανάρης, αλλά και αυτός παλαίων απεγνωσμένως προς εσωτερικάς και εξωτερικάς σκευωρίας, εγκατέλειψε τελικώς την εξουσίαν τον Δεκέμβριον του 1849. Τότε εσχηματίσθη μάλλον αυλικόν ή κομματικόν υπουργείον υπό τον Κριεζήν.

Αλλά κατά την εποχήν αυτήν η δυσμένεια της Αγγλίας εναντίον του Όθωνος διά την θεωρουμένην ως αντιαγγλικήν πολιτικήν της Ελλάδος, εξεδηλώθη με ανηθίκους πράξεις αι οποίαι έφτασαν εις το σημείον του αποκλεισμού του Πειραιώς υπό αγγλικής μοίρας, η οποία κατέπλευσε εις Κερατσίνι κατά τάς αρχάς Ιανουαρίου 1850. Ο αποκλεισμός διήρκεσε 42 ημέρας και επροξένησε πολλήν ζημίαν εις την Ελλάδα, διότι παρέλυσε τάς συγκοινωνίας της και την εμπορικήν της κίνησιν, αλλά και εζημίωσε πολύ το αγγλικόν γόητρον ανά τον κόσμον. Πρόσχημα του αποκλεισμού ήτο ο εξαναγκασμός δήθεν της ελληνικής κυβερνήσεως να αποζημιώση κάποιον Εβραίον, Άγγλον υπήκοον, ονόματι Πατσίφικον, διά την διαρπαγή περιουσιακών του στοιχείων από κάποιους φανατικούς. Η κυβέρνησις δεν υπέκυπτε και παρέπεμπε το θέμα εις τά ελληνικά δικαστήρια, και ο Όθων είχε τότε την μέγιστη δημοτικότητα διότι εχαρακτηρίσθη ως σύμβολον εθνικής υπερηφανείας και τιμής.

*

Ο κριμαϊκός πόλεμος και η Κατοχή

Περί τά μέσα του 1853 η Ρωσία, κατόπιν επεισοδίων τινών μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων εις τους Αγίους Τόπους, απήτησεν από την Υψηλήν Πύλην να αποδοθούν εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν όλα τά προσκυνήματα τά οποία είχον καταλάνβει οι καθολικοί, και εζήτησε πλήρη ανεξαρτησίαν του οικουμενικού πατριαρχείου εις την διοίκησιν της Εκκλησίας. Η Τουρκία ηρνήθη όμως και η Ρωσία έσπευσε να καταλάβη στρατιωτικώς τά εδάφη των ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας, και έτσι ξέσπασε ο λεγόμενος κριμαϊκός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Εις το πλευρό των Τούρκων όμως ετάχθησαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και αι επιχειρήσεις διεξήχθησαν εις την Κριμαίαν, όπου απεβιβάσθησαν τά αγγλο-γαλλο-τουρκικά στρατεύματα. Ο πόλεμος έληξε το τέλος του 1855 με την κατάληψιν υπό των συμμάχων της Σεβαστουπόλεως και επεσφραγίσθη με την ειρήνην των Παρισίων τον Μάρτιον του 1856.

Κατά την διάρκειαν του πολέμου οι Έλληνες ενθουσιασμένοι απ’ την ιδέα ότι με την διά των Ρώσων συντριβήν της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα υπεδουλώνοντο οι υπόδουλοι Έλληνες, και θα ανεσυστήνετο η βυζαντινή αυτοκρατορία, έσπευδαν κατά μάζας και εσχημάτιζαν ανταρτικά σώματα τά οποία εξώρμησαν κατά των κατεχομένων εδαφών. Πρώτος εξώρμησε ο υιός του Γ. Καραϊσκάκη, Δημήτριος, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, προς την Ήπειρον, η οποία ήτο ήδη εν επαναστάσει. Μετά μίαν νικηφόρον μάχην μάλιστα παρά τά Πέντε Πηγάδια, είχεν απελευθερωθή σχεδόν ολόκληρος η νότιος Ήπειρος και εγίνοντο προπαρασκευαί διά την προέλασιν και κατάληψιν των Ιωαννίνων. Ο ίδιος ο βασιλεύς επίστευσεν ότι θα μπορούσαν να εκβιασθούν αι δυνάμεις διά να παραχωρήσουν εις την Ελλάδα την Ήπειρον και την Θεσσαλίαν. Η κυβέρνησις Κριεζή συνεμερίζετο εις όλα την πολιτικήν του βασιλέως, ενώ η ενθουσιώδης και ονειροπόλος Αμαλία εξωθούσε ακόμη περισσότερο τον βασιλέα.

Κατά δυστυχίαν, ο ενθουσιασμός εχάθη και η ορμή του έθνους ανεκόπη, όταν μοίραι του αγγλικού και του γαλλικού στόλου έπλευσαν εις τον Πειραιά και απεβίβασαν στρατεύματα, τά οποία κατέλαβον την πόλιν, κατά το τέλος Απριλίου 1854. Ο Όθων ηναγκάσθη να υποκύψη, η κυβέρνησις Κριεζή παρητήθη και εκλήθη από την Γαλλίαν διά να σχηματίση υπουργείον ο Μαυροκορδάτος, ενώ είχε προηγηθή ο Δ. Καλλέργης, καταφθάσας συγχρόνως με τά στρατεύματα κατοχής και ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών.

Ο Καλλέργης ήρχισε να καταδιώκη όλους τους επιφανείς ανωτάτους λειτουργούς οι οποίοι κάποτε είχαν θίξει την φιλαυτίαν του, κατήντησε αληθής δικτάτωρ και η συμπεριφορά του προς τον βασιλέα και ιδίως την βασίλισσαν ήτο βάναυσος και απρεπής, έχων βεβαίως την στήρηξιν των Γάλλων.

Τον Σεπτέμβριον του 1855 παρητήθη η κυβέρνησις Μαυροκορδάτου και εσχημάτισεν υπουργείον ο Υδραίος πολιτικός Δ. Βούλγαρης. Ο κριμαϊκός πόλεμος ετελείωσε , οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξομαλύνθησαν, αλλ’ εν τούτοις τά στρατεύματα κατοχής εγκατέλειψαν τον Πειραιά μόλις την άνοιξιν του 1857 και κατόπιν σφοδράς διακοινώσεως της Ρωσίας.

Έτσι έληξεν η ξενική κατοχή, η οποία κατέπνιξε βιαίως το εθνικόν φρόνημα των Ελλήνων και άφησε την ανάμνησιν μιάς επονειδίστου και μισητής ξενοκρατίας. Έν δε από τά κακά πού έφερε εις την Ελλάδα ήτο η διά των στρατευμάτων κατοχής μεταδοθείσα φοβερά νόσος της χολέρας, η οποία επροκάλεσε τον θάνατον 3.000 περίπου κατοίκων του Πειραιώς και των Αθηνών.

*

Πολιτική και λαϊκή δυσαρέσκεια κατά του Όθωνος

Ο Δ. Βούλγαρης παρέμεινε εις την αρχήν επί μίαν διετίαν. Αν και εστερείτο μορφώσεως ήτο ευφυής και δραστήριος, αλλ’ υπερβολικά φίλαρχος και δεσποτικός. Υπέβαλε παραίτησιν φανταζόμενος ότι ο Όθων θα τον εκαλούσε και πάλιν να σχηματίση κυβέρνησιν, αλλά προς μεγάλην του έκπληξιν, ο Όθων την απεδέχθη και πρωθυπουργός έγινε ο Δ. Μιαούλης τον Νοέμβριο του 1858. Έκτοτε ο Βούλγαρης εστράφη προς την άκραν αντιπολίτευσιν βυσσοδομών κατά της βασιλείας και μετέχων προθύμως εις όλα τά επαναστατικά σχέδια. Πράγματι ο πολιτικός κόσμος τότε απεμακρύνετο σχεδόν εις το σύνολόν του από τον βασιλέα και εβυσσοδομούσε σχεδόν απροκαλύπτως διά την απομάκρυνσίν του εκ του θρόνου, και η δυσαρέσκεια μετεδόθη εις μίαν σημαντικήν μερίδα του λαού. Η αιτία ήτο ότι ο Όθων, παρ’ όλας τάς αγαθάς προθέσεις του και μολονότι υπήρχε Σύνταγμα, είχε μείνει προσηλωμένος εις το πνεύμα της απολύτου μοναρχίας, ήτο δε ανασφαλής φοβούμενος ενδεχόμενη αύξησι της επιρροής κάποιου πολιτικού προσώπου, και διά τούτο εσυντόμευε τον χρόνον της εξουσίας ισχυρών προσώπων. Κυρίως όμως η λαϊκή απογοήτευσις διά την «μεγάλην ιδέαν», ηύξησε την εναντίον του δυσαρέσκειαν, αφού είχον ήδη παρέλθει 30 χρόνια από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, και τίποτε το μέγα και γενναίον, άξιον των ηρώων του 21, συνέβη. Αφού λοιπόν η πολιτική κακοδαιμονία απεδίδοτο εις τον Όθωνα, δεν ήργησε να θεωρηθή ο ίδιος υπεύθυνος και της εθνικής κακοδαιμονίας. Η «μεγάλη ιδέα» εστραγγαλίζετο είτε από την ανικανότητα του χειρισμού από τον βασιλέα, είτε ακόμη από τάς εθνικάς προδοσίας του! Ήτο ξένος, είχε συγγενικούς και προσωπικούς δεσμούς με τους ξένους, επηρεάζετο από εκείνους πού ήθελαν το κακόν του ελληνικού έθνους.

Εν τώ μεταξύ ο Ναπολέων Γ΄ είχε κηρύξει πόλεμον κατά της Αυστρίας και εισβάλει εις την Ιταλίαν προς ενίσχυσιν του Πεδεμοντίου, το οποίον διεξήγε τον απελευθερωτικόν αγώνα των Ιταλών. Οι Έλληνες ηλεκτρίσθησαν φανταζόμενοι ότι ο Ναπολέων θα επολέμει και διά την ελευθερίαν των υπολοίπων Ελλήνων, φτάνει ο βασιλεύς να εκήρυσσε τον πόλεμον κατά της Τουρκίας. Ο Όθων όμως, ορθώς σταθμίζων τά πράγματα, δεν το έπραξε, και όταν τον Ιούνιον του 1859 ετελείωσεν ο πόλεμος της Ιταλίας, εκυριαρχούσε εις την Ελλάδα η απογοήτευσις διότι «εχάθη η ευκαιρία».

Το παραδοξότερον ήτο ότι ο Όθων εκατηγορείτο πλέον ως όργανον των ξένων δυνάμεων προς στραγγαλισμόν του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων και αποσόβησιν ενός μεγάλου απελευθερωτικού αγώνος του Γένους. Ενώ ήτο γνωστόν ότι αι δυτικαί δυνάμεις καταπολεμούσαν μετά λύσσης τον Όθωνα και ήδη είχον προγράψει την βασιλείαν του επί της Ελλάδος, ακριβώς διότι δεν εγίνετο όργανόν των εις την κατασίγασιν κάθε φιλοπολέμου κινήματος εις την Ελλάδα.

Αλλά και επειδή ο μετά της Αμαλίας γάμος δεν είχε αποδώσει τέκνα, παρείχεν έδαφος εθνικής απογοητεύσεως. Διότι οι ¨ελληνες ανέμεναν ανυπομόνως να γεννηθή εις την ελληνικήν γήν διάδοχος, ο οποίος θα ελάμβανε το όνομα του τελευταίου αυτοκράτορος του Βυζαντίου, και θα ήτο άξιος συνεχιστής των Παλαιολόγων και ενσαρκωτής της «μεγάλης ιδέας».

Τον Μάρτιον του 1861 απεκαλύφθη η πρώτη καθαρώς αντιδυναστική συνωμοσία εις τάς Αθήνας, οπότε εφυλακίσθησαν πολλοί, αλλά κατά την δίκην δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχοποιητικά και οι συνωμότες ηθωώθησαν πράγμα το οποίον επανηγύρισαν αι αντιπολιτευόμεναι εφημερίδες.

Τον Σεπτέμβριον του ιδίου έτους έλαβε χώραν η πρώτη απόπειρα δολοφονίας κατά της Αμαλίας από έναν σπουδαστήν ονόματι Αριστ. Διόσιος. Η σφαίρα ηστόχησε και ο δράστης συλληφθείς κατεδικάσθη εις θάνατον, αλλ’ η ποινή μετετράπη εις ισόβια δεσμά υπό της βασιλίσσης.

Κατά τά τέλη Φεβρουαρίου 1862 εξερράγη στρατιωτικόν κίνημα εις την Σύρον, το οποίον κατεστάλη μετά από αδελφοκτόνον φονικήν μάχην. Ομοίως στάσις εξερράγη την 1ην Φεβρουαρίου 1862, η οποία ομοίως κατεστάλη. Γενικώς ο Όθων έδειξε επιείκιαν και απηγόρευσεν αντίποινα και καταδιώξεις. Έσπευσε μάλιστα ν’ αντικαταστήση το υπουργείον Μιαούλη, το οποίον είχε αρχίσει να γίνεται μισητόν και είχεν ονομασθή «υπουργείον του αίματος», με το υπουργείον του Γενναίου Κολοκοτρώνη, όστις προσέλαβεν ως υπουργούς πρόσωπα αφωσιομένα μέν εις το στέμμα, αλλά γνωστά ως φιλελεύθερα.

*

Η έξωσις του Όθωνος

Την 1ην Οκτωβρίου 1862 το βασιλικόν ζεύγος εξεκίνησε, κατόπιν εισηγήσεως του Γ. Κολοκοτρώνη, διά περιοδείαν εις τάς επαρχίας, προκειμένου ν’ αυξήση την δημοτικότητά του. Και ενώ ευρίσκετο εις τάς Καλάμας, η Ελλάς είχε μεταβληθή εις επαναστατικόν ηφαίστειον. Την 6ην Οκτωβρίου ο Θεοδ. Γρίβας εκήρυξε επανάστασιν εις την Βόνιτσαν. Την επομένη εστασίασεν το Μεσολόγγι και η Ναύπακτος, και την μεθεπομένην ο Μπενιζέλος Ρούφος παρέσυρε τάς Πάτρας εις επανάστασιν. Ο Γ. Κολοκοτρώνης κατά δυστυχίαν έμενεν άπρακτος αναμένων την επάνοδον του βασιλέως. Έτσι, την νύκτα της 10ης Οκτωβρίου ο συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σύνθημα της επαναστάσεως και εις τάς Αθήνας. Ο τολμηρότερος δε των συνωμοτών πολιτικών, ο Επαμ. Δεληγιώργης, συνέταξε την επαναστατικήν προκήρυξιν, διά της οποίας εκηρύσσετο έκπτωτος ο Όθων και η δυναστεία του. Η πρωΐα της 11ης Οκτωβρίου εύρε την πρωτεύουσαν εις πλήρη επανάστασιν. Τά μέλη της κυβερνήσεως είχαν εξαφανισθή. Οι αρχηγοί της συνωμοσίας συνεκεντρώθησαν εις την μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου, το οποίον είχε πολιορκηθή από ενθουσιώδη και αλαλάζοντα πλήθη. Εκεί εσχημάτισαν τριμελή επιτροπήν από τον Δ. Βούλγαρην, τον Κ. Κανάρην και τον Μπενιζέλον Ρούφον και διώρισεν αμέσως οκταμελές υπουργείον.

Την 12ην Οκτωβρίου οι πρέσβεις Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας ανήλθαν επί της βασιλικής θαλαμηγού «Αμαλίας», η οποία είχε ήδη καταπλεύσει εις Πειραιάν και συνέστησαν εις τον Όθωνα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Πράγματι μετά από σύσκεψιν ο Όθων προετίμησε την εξορίαν και όχι την καταφυγήν εις την πιστήν Μεσσηνίαν και Μάνην, όπως συνέστηνε η Αμαλία, διά να αποφευχθή εμφύλιος σπαραγμός. Επεβιβάσθη αγγλικού πολεμικού συνοδευόμενος από μερικούς αυλικούς και τον κυβερνήτην της «Αμαλίας»Παλάσκαν, και επέστρεψεν εις την Βαυαρίαν και εγκατεστάθη εις την Βαμβέργην.

Ο Όθων απέθανε το 1867 και η Αμαλία το 1875. Διετήρησαν μέχρι τέλους την μικράν ελληνικήν αυλήν των, ωμιλούσαν την ελληνικήν γλώσσαν και ουδέποτε ανεκίνησαν ζήτημα επανόδου. Οι πρώτοι βασιλείς της Ελλάδος απεδείχθη ότι μέχρι της τελευταίας ημέρας της βασιλείας των ειργάζοντο μόνον διά το καλόν της Ελλάδος και μετείχον μυστικών συνεννοήσεων μετ’ άλλων λαών της Βαλκανικής διά την απελευθέρωσιν του υποδούλου Ελληνισμού. Σήμερον όλοι οι Έλληνες ομιλούν με σεβασμόν και ευγνωμοσύνην διά τον Όθωνα και την Αμαλίαν.

***

ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄

Η μετεπαναστατική κατάστασις

Η επανάστασις του 1862 επεκράτησεν εις όλην την Ελλάδα σχεδόν αναιμάκτως, ενώ κίνδυνοι ανωμαλιών ανέκυψαν μάλλον από τους κόλπους της επαναστάσεως παρά από τους οθωνικούς. Έτσι ο παλαιός ήρως της Ανεξαρτησίας και πρωτεργάτας πολλών στασιαστικών κινημάτων Θ. Γρίβας, εξαπέλυε κατά των Αθηνών κεραυνούς οργής διότι είχε παραλειφθή εις την επαναστατικήν τριανδρίαν, εξεστράτευσε δε κατά των Αθηνών, αι οποίαι είχον καταληφθή από τρόμον και φόβον. Όμως ο Γρίβας απέθανε εις το Μεσολόγγιον αρκετά μυστηριωδώς, την επομένην της συναντήσεώς του με επιτροπήν σταλείσαν από τάς Αθήνας, η οποία όμως απέτυχε να κατευνάση την οργήν του. Με τον θάνατο του Γρίβα απηλλάγησαν οι επαναστάτες των Αθηνών από ένα φοβερόν εφιάλτην. Τον Ιανουάριο του 1863 συνήλθεν η νέα Εθνοσυνέλευσις, η οποία εξέλεξε τον Ζηνόβιον Βάλβην πρόεδρον και εκήρυξε έκπτωτον του ελληνικού θρόνου την βαυαρικήν δυναστείαν.

Όμως δεν απεκατεστάθη και κλίμα ηρεμίας αφού ο κομματικός αγών εμαίνετο καί τά διάφορα στρατιωτικά τμήματα εστασίαζον διά να υποστηρίξουν πότε την μία και πότε την άλλην μερίδα. Ο Κανάρης παρητήθη και προσχώρησε εις την κατά του Βούλγαρη και των «πεδινών» αντιπολίτευσιν, την οποίαν κυρίως ασκούσε ο Δημ. Γρίβας με τους «ορεινούς» του, κατά τά πρότυπα της γαλλικής επαναστάσεως.

Ουδείς λόγος γινόταν πλέον περί δημοκρατίας και όλοι απέβλεπαν ως μόνην σωτηρίαν του τόπου την εξεύρεσιν νέου ηγεμόνος, θέσι με την οποίαν βεβαίως ήσαν απολύτως σύμφωνοι όλαι αι ευρωπαϊκαί δυνάμεις.

Τελικώς το στέμμα κατ’ εισήγησιν της Αγγλίαςεπροτάθη εις τον νεαρόν πρίγκηπα της Δανίας Γουλιέλμον – Γεώργιον, υιόν του διαδόχου και κατόπιν βασιλέως της Δανίας Φρειδερίκου Ζ΄, και αδελφόν της τότε υπανδρευθείσης τον διάδοχον της Αγγλίας Δανίδος πριγκιπίσσης.

Η Εθνοσυνέλευσις έσπευσε να ανακηρύξει παμψηφεί τον Δανόν πρίγκηπα «Γεώργιον Α΄ συνταγματικόν βασιλέα των Ελλήνων», και εξελέγη αμέσως μία επιτροπή εκ των Κ. Κανάρη, Θ. Ζαΐμη και Δ. Γρίβα, η οποία εστάλη εις Κοπεγχάγην διά να προσφέρη το ελληνικόν στέμμα εις τον Δανόν πρίγκηπα. Παρά τάς αρχικάς αντιρρήσεις η Δανιμαρκική αυλή επείσθη τελικώς, αφού η Αγγλία παρεχώρει και την Επτάνησον εις την Ελλάδα, και την 17ην Νοεμβρίου 1863, ο Γεώργιος, 18έτης δόκιμος τότε, αφίχθη εις την Ελλάδα ακολουθούμενος από τον ιδιαίτερο σύμβουλό του Δανό έμπειρο πολιτικό, Σπόνεκ. Εν τώ μεταξύ εις τάς Αθήνας Ορεινοί και Πεδινοί, δηλαδή κυβερνητικοί και αντικυβερνητικοί διεξήγον πραγματικάς μάχας υπό φιλικών στρατιωτικών τμημάτων ή και ληστάρχων. Ο Βούλγαρης απεμακρύνθη εκ της εξουσίας και οι πεδινοί του εξωθούσαν απροκαλύπτως τον λαόν εις εξεγέρσεις κατά της κυβερνήσεως του Μπενιζέλου Ρούφου, η οποία υποστηρίζετο υπό των ορεινών.

Αι εχθροπραξίαι κατέπαυσαν διά της επεμβάσεως των αντιπροσώπων των τριών δυνάμεων, η Εθνοσυνέλευσις κατεταράχθη και οι αντιμαχόμενοι κομματικοί αρχηγοί ήρχισαν να συναισθάνωνται τάς βαρείας ευθύνας των διά την οικτράν κατάστασιν εις την οποία είχον οδηγήσει τον τόπον. Τά αλληλομαχόμενα στρατιωτικά τμήματα διεχωρίσθησαν εις διαφόρους περιφερείας της Ελλάδος. Την τήρησιν της τάξεως ανέλαβε μόνον η εθνοφυλακή. Απεμακρύνθησαν επίσης και οι λήσταρχοι με τάς συμμορίας των και έτσι επεκράτησεν κάποια σχετική ησυχία. Η εποχή αυτή από της εξώσεως του Όθωνος μέχρι του Γεωργίου Α΄ παρέμεινεν εις τά λαϊκά στόματα ως «Μεσοβασιλεία» και υπεδήλωνε τον αχαλίνωτον κομματισμόν και την αναρχίαν.

*

Άφιξις του βασιλέως Γεωργίου Α΄ και αποκατάστασις ομαλότητος

Ενώ ο νέος βασιλεύς κατήρχετοεις την Ελλάδα, η Ιόνιος Βουλή εκήρυξε την ένωσιν της Επτανήσου μετά της Ελλάδος και ο προαιώνιος πόθος του επτανησιακού λαού επραγματοποιείτο. Εν τώ μέσω γενικού ενθουσιασμού έφθαναν εις τάς Αθήνας οι αντιπρόσωποι των Ιονίων νήσων διά να μετάσχουν εις τάς εργασίας της Εθνοσυνελεύσεως. Η βασιλεία του Γεωργίου Α΄ εγκαινιάζετο με το χαρμόσυνο αυτό εθνικόν γεγονός και ο νεαρώτατος βασιλεύς έγινε δεκτός εις την Ελλάδα με χαράν και ανακούφισιν.

Το νέον πολίτευμα ήτο περισσότερον φιλελεύθερον και εβασίζετο εις την λαϊκήν κυριαρχίαν εκ της οποίας εκπορεύονται όλαι αι εξουσίαι. Η Γερουσία κατηργήθη και ο βασιλεύς διετήρει το δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής και του διορισμού της κυβερνήσεως. Γενικώς δύναται να είπη κανείς, ότι ενώ το Σύνταγμα του 1844 καθιέρωνε την συνταγματικήν μοναρχίαν, διά του Συντάγματος του 1864 καθιερώθη εις την Ελλάδα η βασιλευομένη δημοκρατία. Την συγκρότησιν της νέας κυβερνήσεως ανέλαβε ο Αλ. Κουμουνδούρος, όστις και διεξήγαγε τάς πρώτας βουλευτικάς εκλογάς με υποδειγματικήν τάξιν. Η πρώτη αυτή του νέου καθεστώτος Βουλή ήρχισε τάς εργασίας της την 28ην Μαΐου 1865, ο δε Γεώργιος Α΄ εξεφώνησεν ενώπιον αυτής ελληνιστί τον πρώτον βασιλικόν του λόγον. Εν τούτοις η σύνθεσις της Βουλής δεν επέτρεπε σχηματισμόν ισχυράς κυβερνήσεως και εντός των πρώτων 13 μηνών εσχηματίσθησαν και ανετράπησαν εννέα εν’ όλω υπουργεία. Έτσι διά προσωπικής επεμβάσεως του βασιλέως εσχηματίσθη τον Ιούλιον του 1866 συμμαχική κυβέρνησις Βούλγαρη – Δεληγιώργη.

*

Η επανάστασις της Κρήτης – ολοκαύτωμα Αρκαδίου

Κατά την εποχήν αυτήν ανέκυψεν το θέμα της Κρήτης, το οποίον συνεκλόνησε την Ελλάδα. Τον Αύγουστον του 1866 συνεκροτήθη εις τά Σφακιά μία γενική συνέλευσις, η οποία κατέλυσε την εξουσίαν του σουλτάνου και εκήρυξεν την ένωσιν της νήσου μετά της Ελλάδος υπό το στέμμα του Γεωργίου Α΄.

Η Ρωσία ενίσχυε την κίνησιν, η Αγγλία εφάνη ευθύς εξ’ αρχής αντίθετος, ενώ η Γαλλία επροτίμα να καιροσκοπή. Εις την Ελλάδα συνεκροτήθησαν αμέσως ενθουσιώδη εθελοντικά σώματα τά οποία εστάλησαν προς ενίσχυσιν του κρητικού αγώνος. Κατά τους πρώτους μήνας οι επαναστάται κατετρόπωσαν εις σειράν μαχών τά τουρκικά στρατεύματα, ηχμαλώτισαν ολόκληρα τάγματα και εφαίνοντο κύριοι της νήσου. Αλλ’ εν τώ μεταξύ εστάλησαν εναντίον των επαναστατών ισχυραί δυνάμεις τουρκικού και αιγυπτιακού στρατού, και εις μίαν σκληράν μάχην, πού συνήφθη εις Βαφέ του Αποκορώνου την 12ην Οκτωβρίου, οι Τούρκοι έμειναν κύριοι του πεδίου.

Ολίγον αργότερα επήλθε το δράμα της μονής του Αρκαδίου, όπου είχον αποκλεισθή 200 Κρήτες και 10 Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι ηρνήθησαν να παραδοθούν και εσυνέχισαν μετά των καλογήρων επί ημέρας τον μέχρις εσχάτων αγώνα. Ο ηγούμενος Γαβριήλ, όταν εισώρμησαν οι Τούρκοι, κατήλθεν εις την πυριτιδαποθήκην, όπου είχον συγκεντρωθή οι μοναχοί και τά γυναικόπαιδα, και έθεσεν ιδιοχείρως με τον δαυλόν πύρ. Ολόκληρον το κτίριον της μονής ανετινάχθη και ετάφησαν υπό τά ερείπιά του όχι μόνον οι τελευταίοι μαχηταί της ελευθερίας, οι μοναχοί και τά περισσότερα γυναικόπαιδα αλλά και πολλοί Τούρκοι.

Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου επροξένησε καταπληκτικήν εντύπωσιν εις όλας τάς χώρας του κόσμουκαί ενίσχυσε σημαντικώς τάς συμπαθείας της κοινής γνώμης διά τον κρητικόν αγώνα. Η κυβέρνησις Δεληγιώργη – Βούλγαρη εξηκολούθει να ενισχύη την κρητικήν επανάστασιν με τά πενιχρά της μέσα, αλλ’ ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ επέτυχε να στρέψη και την Γαλλίαν κατ’ αυτής.

Τον Δεκέμβριον του 1866 μετά μίαν καταψήφισιν υπό της Βουλής του υπουργείου Βούλγαρη – Δεληγιώργη, εκλήθη να σχηματίση κυβέρνησιν ο Αλ. Κουμουνδούρος και το υπουργείον των εξωτερικών ανέλαβεν ο Χαρίλαος Τρικούπης εγκαινιάζων την περίλαμπρον πολιτικήν του σταδιοδρομίαν. Ο Κουμουνδούρος ήρχισε στρατιωτικάς παρασκευάς, ενίσχυσε τάς στρτιωτικάς δυνάμεις και εσυνέχισε με γοργότερο ρυθμόν η αποστολή εθελοντών εις Κρήτην. Δυστυχώς το κρητικόν ζήτημα δεν προώδευε διόλου, αι τουρκικαί στρατιαί κατέφθανον εις Κρήτην η μία μετά την άλλην, ενώ η συνέχισις αποστολής βοηθείας υπό της Ελλάδος ωδηγούσεν εις οικονομικήν καταστροφήν.

*

Βούλγαρης, Κουμουνδούρος και λήξις της κρητικής επαναστάσεως

Κατά την εποχήν αυτήν ο βασιλεύς Γεώργιος ενυμφεύθη εις την Πετρούπολιν την Ρωσίδα πριγκίπισσα Όλγα και το ζεύγος επέστρεψεν εις την Ελλάδα κατά τάς αρχάς Νοεμβρίου 1867 προκαλέσας όμως δυσφορίαν είς την Βουλήν, αφού δεν την ενημέρωσε κάν. Τον Δεκέμβριον του 1867 ο Κουμουνδούρος υπεχρεώθη εις παραίτησιν, υποκύψας εις τάς σφοδράς επιθέσεις της αντιπολιτεύσεως κυρίως διά κακόν χειρισμόν του κρητικού ζητήματος, και ο βασιλεύς ανέθεσε τον σχηματισμόν κυβερνήσεως εις τον Δ. Βούλγαρην, ο οποίος διέλυσε την Βουλήν και προεκήρυξεν εκλογάς, αι οποίαι διεξήχθησαν με βία και αθέμιτα μέσα και του έδωσαν ισχνήν πλειοψηφίαν. Αμέσως δε εστράφη εναντίον του Κουμουνδούρου τον οποίον επεχείρησε να εξαφανίση μετερχόμενος πάν μέσον και διακινδυνεύοντας εθνικάς περιπετείας, αφού και ο Κουμουνδούρος αμύνετο. Με την επέμβασιν του βασιλέως όμως ο Κουμουνδούρος ωδηγήθη εις την τακτικήν δικαιοσύνην, η οποία και τον απήλαξε πάσης κατηγορίας.

Εν τώ μεταξύ η κρητική επανάστασις διέτρεχεν επιθανάτιον αγωνίαν. Η Τουρκία απηύθηνε τελεσίγραφον με το οποίον εζήτει να παύση κάθε αποστολή εις την Κρήτην από την Ελλάδα εθελοντών και πολεμοφοδίων, αλλ’ επειδή η απάντησις της ελληνικής κυβερνήσεως δεν εθεωρήθη ικανοποιητική διεκόπησαν αι διπλωματικαί σχέσεις. Φιλοπόλεμον ρεύμα εκυριάρχησε τότε εις όλην την χώραν, το οποίον όμως δεν συνεβάδιζεν προς την πραγματικήν κατάστασιν της Ελλάδος, η οποία ήτο εντελώς απαράσκευος πολεμικώς και τά οικονομικά της ήσαν εις αθλίαν κατάστασιν. Αι δυνάμεις επίεζαν και αυταί διά την αποδοχήν εκ μέρους της Ελλάδος των τουρκικών όρων. Η κυβέρνησις του Βούλγαρη παρητήθη. Ο σχηματισμός υπουργείου ανετέθη εις τον Θ. Ζαΐμην με υπουργόν εξωτερικών τον Θ. Δηλιγιάννην. Η νέα κυβέρνησις υπέκυψε εις πιέσεις των δυνάμεων, αι σχέσεις με την Τουρκίαν αποκατεστάθησαν, ο κρητικός αγών εδέχθη το θανατηφόρον πλήγμα και οι επαναστάτες εσυνθηκολόγησαν.

*

Το έγκλημα των ληστών του Δήλεσι και φατριασμοί

Η κυβέρνησις Ζαΐμη διενήργησεν τον Μάρτιον του 1869 εκλογάς με παραδειγματικήν τάξιν, και αφού εξησφάλισε σχετικήν πλειοψηφίαν επεδόθη επί έν έτος εις την προσπάθειαν της ανασυντάξεως και ειρηνικής εργασίας. Έλαχε όμως εις αυτόν η ατυχία της αρπαγής κάποιων Άγγλων περιηγητών υπό ληστρικής συμμορίας, η οποία ναι μέν εξωντώθη, αλλά και οι Άγγλοι εφονεύθησαν κατά τάς φονικάς συμπλοκάς εις το Δήλεσι. Η Ελλάς διεπομπεύθη υπό του ευρωπαϊκού τύπου και ο Ζαΐμης παρεχώρησε την θέσιν του εις τον Δεληγεώργην και έπειτα εις τον Κουμουνδούρον. Ο τελευταίος παρέμεινε επί έν έτος και πάλιν ανέλαβε ο Ζαΐμης, διά να ανατραπή εκ νέου από την αντιπολίτευσιν. Τότε με την επιμονήν του βασιλέως εσχηματίσθη «συμμαχική» κυβέρνησις υπό των μέχρι τότε αντιπάλων Βούλγαρη και Κουμουνδούρου, η οποία επέζησε μέχρι τον Ιούλιον του 1872 μέσα εις συνεχή διαμάχη και αλληλουπονόμευσιν. Ο βασιλεύς ανέθεσε και πάλιν εις τον Δεληγεώργην τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, ο οποίος διενήργησε εκλογάς τον Μάρτιο του 1873, χωρίς όμως να επιτύχη πλειοψηφίαν, και δι’ αυτό παρητήθη. Ο Δ. Βούλγαρης ανέλαβε διά τελευταίαν πλέον φοράν την κυβέρνησιν και επεχείρησε να εγκαθιδρύση έν είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Διά τάς εκλογάς τάς οποίας έκαμε εχρησιμοποίησε και πάλιν τά συνήθη του μέσα φατριασμού. Επειδή μάλιστα ο βασιλεύς δεν τον έπαυε, ήρχισε και αυτός να δέχεται τά πυρά του Τύπου, ο οποίος τότε εδημοσίευσε και το πολύκροτον άρθρον του Χαρ. Τρικούπη «τις πταίει», διά του οποίου εθεώρει υπεύθυνον τον βασιλέα. Εξ αιτίας αυτού μάλιστα συνελήφθη και εφυλακίσθη, αλλ’ εξέσπασε θυελλώδης αντίδρασις της κοινής γνώμης, η οποία ωδήγησεν εις την αποφυλάκισιν του Τρικούπη, ενώ εκλήθη να σχηματίση και κυβέρνησιν τον Απρίλιον του 1875. Ο Τρικούπης διενήργησε εκλογάς με απόλυτον τιμιότητα και τάξιν, και αι οποίαι ανέδειξαν νικητήν τον Κουμουνδούρον. Ο τελευταίος παρέπεμψε τον Βούλγαρη και τους υπουργούς του εις δικαστήριον, ηθωώθησαν όμως λόγω ασαφείας του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Πάντως ο Βούλγαρης εστιγματίσθη και εξέλειπεν πλέον οριστικώς από το πολιτικόν στερέωμα της Ελλάδος.

*

Τά πανσλαβιστικά σχέδια της Ρωσίας εις την Βαλκανικήν

Τον Απρίλιον του 1877 η Ρωσία εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Τουρκίας με πρόσχημα την άρνησιν της τελευταίας να δεχθή την δημιουργίαν δύο αυτονόμων πολιτειών με πρωτευούσας την Σόφιαν και την Φιλιππούπολιν, όπως προέτειναν αι ευρωπαϊκαί δυνάμεις, με την επιμονή βεβαίως της Ρωσίας, εις την Τουρκίαν. Του γεγονότος αυτού προηγήθησαν ταραχαί και συγκρούσεις Βουλγάρων, εξωθουμένων υπό των Ρώσων, και Τούρκων, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να εισβάλουν κατά άγρια στίφη και να διαπράξουν μεγάλας ωμότητας εις βάρος των βουλγαρικών πληθυσμών. Εν τώ μεταξύ, πάλιν διά ραδιουργειών των Ρώσων, είχε ιδρυθή βουλγαρική εκκλησία, την οποία απεκήρυξε το οικουμενικόν πατριαρχείον και προεκλήθη το εκκλησιαστικόν «σχίσμα» των Βουλγάρων το έτος 1872. Οι Βούλγαροι με την υποστήριξιν των πονηρών Τούρκων, οι οποίοι έβλεπον με χαρά αυτάς τάς εξελίξεις εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν, υπήγον βιαίως ελληνικούς πληθυσμούς υπό την βουλγαρικήν Εξαρχίαν.

*

Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και η Ελλάς

Παρά τάς αρχικάς τουρκικάς επιτυχίας, κατά τάς αρχάς του 1878, αι ρωσικαί στρατιαί κατέλαβον τά ασιατικά φρούρια του Κάρς, του Ερζερούμ και του Βατούμ και εξεπόρθησαν εις την Ευρώπην όλα τά οχυρά μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου και εν συνεχεία προήλασαν μέχρι των προαστείων της Κωνσταντινουπόλεως. Τρομοκρατημένη η Υψηλή Πύλη εζήτησε ανακωχήν, απεδέχθη όλους τους όρους της Ρωσίας και υπεγράφη εις το προάστειον της Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Στέφανον η οριστική ειρήνη. Διά της συνθήκης αυτής ολόκληρος η Μακεδονία, πλήν της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, και το ήμισυ της Θράκης απεσπώντο από την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν διά να σχηματίσουν μίαν μεγάλην ονομαστικώς υποτελή εις τον σουλτάνον, βουλγαρικήν ηγεμονίαν.

Εις την Ελλάδα, συναισθανόμενοι την κρίσιμον κατάστασιν, οι πολιτικοί σεσχημάτισαν την «οικουμενική», όπως ονομάσθη τότε διά πρώτην φοράν, κυβέρνησιν υπό τον γηραιόν πυρπολητήν Κανάρην, με συνεργασία όλων των κομμάτων, και ήρχισε σοβαρά πολεμική παρασκευή. Αλλά κατά δυστυχίαν ο Κανάρης απέθανεν μετά από λίγο και ήρχισαν αι διαλυτικαί τάσεις των υπουργών, οι οποίοι δεν εννόουν να συνεργασθούν πλέον. Η είδησις της υπογραφής της ειρήνης του Αγίου Στεφάνου έπεσεν ως βόμβα εις τάς Αθήνας και η λαϊκή οργή εξέσπασε κατά της αδρανούσης κυβερνήσεως, ενώ θορυβώδεις διαδηλώσεις έγιναν εις την πρωτεύουσαν και η οικουμενική κυβέρνησις έπεσε εν μέσω γενικής αγανακτήσεως.

Την νέαν κυβέρνησιν εσχημάτισεν ο Κουμουνδούρος ο οποίος απέστειλε μία προχείρως συγκροτηθείσα δύναμιν 10.000 ανδρών, διά να εισβάλη εις την Θεσσαλίαν. Ήτο όμως αργά, η Τουρκία μετά την συνθήκην του Αγίου Στεφάνου, απερίσπαστος πλέον, έστειλε ισχυράς δυνάμεις και απειλούσε εισβολήν, ενώ ο ελληνικός στρατός υπεχώρησε εντός των συνόρων και η κυβέρνησις εζήτησε την επέμβασιν των δυνάμεων.

*

Το συνέδριον του Βερολίνου και η προσάρτησις της Θεσσαλίας

Αλλ’ η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία ουσιαστικώς διά της Βουλγαρίας κυριάρχου της Μακεδονίας και της Θράκης, έφερεν την Ρωσίαν εις τάς όχθας του Αιγαίου, δεν ήτο δυνατόν να γίνη δεκτή από τάς δυτικάς δυνάμεις. Πρό της πιέσεως λοιπόν των δυνάμεων αυτών και της απειλής ενός πανευρωπαϊκού πολέμου, η Ρωσία εδέχθη τελικώς να συνέλθη εις το Βερολίνον διάσκεψις προς λήψιν αποφάσεων επί των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, τον Ιούλιον του 1878 υπό την προεδρείαν του Βίσμαρκ. Η Μακεδονία απεδόθη εις την Τουρκίαν και εσχηματίζετο εις τά μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου εδάφη μία βουλγαρική ηγεμονία υποτελής εις τον σουλτάνον. Η ανατολική Ρωμυλία, κατοικουμένη υπό Ελλήνων κατά πλειονότητα, εσχημάτισεν αυτόνομον επαρχίαν, αλλ’ απομονωμένη όπως ήτο, εκινδύνευε ανά πάσαν στιγμήν να πέση θύμα εις την αρπακτικήν διάκρισιν των βουλγαρικών κομιτάτων.

Η διάσκεψις αυτή ωδήγησεν εις άλλην διάσκεψιν του Βερολίνου τον Μάρτιον του 1881 διά την λήψιν αποφάσεων του ελληνικού ζητήματος. Δι’ αυτής παρεχωρείτο εις την Ελλάδα ολόκληρος η Θεσσαλία πλήν της περιοχής της Ελασσώνος, από δε την Ήπειρον παρεχωρείτο μόνον η περιοχή της Άρτας. Η είδησις αυτή, ιδίως διότι απεκλείσθησαν τά Ιωάννινα, ελύπησε τον ελληνικόν λαόν, και η αντιπολίτευσις, συμπεριλαμβανομένου και του Τρικούπη, επέκρινε με μεγάλην δριμύτητα τον Κουμουνδούρον. Εις μάτην ο αγνός εκείνος πατριώτης και έντιμος πολιτικός ηγωνίσθη να πείση τον λαόν, ότι ήτο αδύνατον να γίνη διαφορετικά. Κυριαρχημένος από πικρίαν και απογοήτευσιν απεσύρθη της πολιτικής και μετ’ ολίγον χρόνον, τον Φεβρουάριον του 1883, απέθανεν.

*

Κυβέρνησις του Χαρ. Τρικούπη

Τώρα εις το πολιτικόν στερέωμα της Ελλάδος ανατέλλει ο αστήρ του Χαρ. Τρικούπη, ο οποίος ηυνοήθη από την τύχην να κυβερνήση επί μίαν τριετίαν (1882 -1885) χωρίς ανάγκην σφοδράς κομματικής πάλης και φατριαστικής απασχολήσεως, μέσα εις την οποία εφθείροντο έως τότε πολύ γρήγορα, όλοι όσοι ασκούσαν την εξουσίαν.

Ο Τρικούπης ήτο προικισμένος με έκτακτα προσόντα αληθινού κυβερνήτου. Είχεν ευρυτάτην και βαθείαν πολιτικοκοινωνικήν μόρφωσιν, αλλά και διεθνή πολιτική πείρα. Είχεν οξείαν αντίληψιν και μεγάλην κριτικήν ικανότητα, ήτο δε απολύτου εντιμότητος, αλλά και ικανώτατος ρήτωρ. Επεδόθη αμέσως εις την ανάπτυξιν του κράτους, εκτύπησε αλύπητα την φυγοδικίαν και την ληστείαν, αναδιωργάνωσε την δημοτικήν αστυνομίαν και την αγριφυλακήν και περιώρισε την ζωοκλοπήν πού εμάστιζε τους χωρικούς. Κατεδίωξε αμείλικτα τους καταχραστάς του δημοσίου χρήματος, προέβη εις εκκαθάρισιν του δικαστικού σώματος, αλλ’ εψήφισεν και νόμον περί ισοβιότητος και αμεταθέτου των δικαστικών. Διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν της Ελλάδος έθεσε τάς βάσεις μονιμότητος ενός δημοσιοϋπαλληλικού σώματος με προαγωγάς σύμφωνα με τά προσόντα και την ευδόκιμον δράσιν εκάστου. Προέβη εις την κατασκευήν του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου, Θεσσαλίας και Λαυρίου και έθεσεν τάς βάσεις διά την κατασκευήν του μεγάλου σιδηροδρόμου από Πειραιώς μέχρι συνόρων (Λάρισας). Εδιπλασίασεν το οδικόν δίκτυον, έκαμε πολλά λιμενικά έργα, αναδιωργάνωσε τάς ταχυδρομικάς και τηλεγραφικάς υπηρεσίας και ωργάνωσε την λαϊκήν εκπαίδευσιν. Ενί λόγω, εντός μιάς τριετίας επέτυχεν τόσα θαυμαστά όσα δεν είχον γίνει επί χρονικόν διάστημα άνω του ημίσεως αιώνος ελευθέρου βίουτού ελληνικού λαού.

Αλλά και εις τά εξωτερικά ζητήματα, ο Τρικούπης έδειξε μία πολυπράγμονα εθνικήν δραστηριότητα. Ενίσχυσε τά ανά την Μακεδονίαν και Θράκην ελληνικά σχολεία, με τά οποία επεδίωκεν να αντιμετωπίση την σλαβικήν, ιδίως την βουλγαρικήν προπαγάνδαν. Αντέδρα εις τάς ενεργείας των βουλγαρικών κομιτάτων διά την αρπαγήν της ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ ήλθε εις μυστικάς διαπραγματεύσεις συμμαχίας μετά της Σερβίας.

Τέλος αναδιωργάνωσε τάς στρατιωτικάς μονάδας επί ευρωπαϊκής βάσεως, ίδρυσε δε την ναυτικήν Σχολήν Δοκίμων καθώς και εμπορικάς σχολάς. Το μέγα πρόβλημα των πόρων διά το τεράστιον έργον του, αντιμετώπισε δι’ επιβολής διαφόρων φόρων, όχι βεβαίως επαχθών, αλλά και διά της αυξήσεως της παραγωγικότητος. Εν τούτοις εξεδηλώθη ισχυρά αντίδρασις διά τά φορολογικά μέτρα, την οποίαν έσπευσε να εκμεταλλευθή η δημαγωγία της αντιπολιτεύσεως του Θ. Δηλιγιάννη.

*

Θ. Δηλιγιάννης και βουλγαρικόν πραξικόπημα

Τον Απρίλιο του 1885 διεξήχθησαν εκλογαί κατά τάς οποίας ο δυσαρεστημένος διά τάς φορολογικάς επιβαρύνσεις λαός, κατεψήφισε τον Τρικούπην. Έτσι εσχημάτισε κυβέρνησιν ο Δηλιγιάννης, ο οποίος πράγματι ήτο αγαθός και τίμιος πατριώτης και δεν εστερείτο ηγετικών προσόντων. Παρεσύρετο όμως εις δημαγωγικάς εκδηλώσεις και φατριαστικάς ενεργείας, ιδίως όταν ευρίσκετοεις την αντιπολίτευσιν. Έτσι προτιμούσε τελικώς να είναι προσκαίρως βεβαίως αρεστός και όχι ωφέλιμος, και κατήργησεν την φορολογίαν επί του καπνού και του σιγαροχάρτου και εις πολλά σημεία κατέστρεψε το έργον του Χαρ. Τρικούπη.

Επί της θητείας του Δηλιγιάννη συνέβη και το βουλγαρικόν πραξικόπημα εις την ανατολικήν Ρωμυλίαν. Την νύκτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1885, στίφη από βουλγαρικάς εθνικιστικάς οργανώσεις, κατόπιν συνεννοήσεως με όλα τά επιτόπια βουλγαρικά στοιχεία της αστυνομίας και της διοικήσεως, κατέλαβον το διοικητήριον και τά άλλα δημόσια κτίρια της Φιλιππουπόλεως. Εξεδίωξαν αμέσως τον διοικητήν Γαβριήλ πασάν και εκυριάρχησαν εις όλην την χώραν. Ο ηγεμών της Βουλγαρίας Αλέξανδρος έσπευσε εις την Φιλιππούπολιν, όπου ανεκηρύχθη ηγεμών και των «δύο Βουλγαριών».

Εις την Ευρώπην το πραξικόπημα επροξένησε κατάπληξιν, ο τσάρος της Ρωσίας εξωργίσθη μέν, διότι δεν ηρωτήθη από τους προστατευομένους του, αλλ’ έπραξεν ουδέν, η Αγγλία εθεώρησε ότι θα αποκτήση επηροήν εις βάρος της Ρωσίας εις την περιοχήν και ενίσχυε το πραξικόπημα, η Γερμανία και η Γαλλία ετήρησαν στάσιν ουδετέραν, και μόνη η Αυστρία εφαίνετο δυσαρεστημένη και εξωθούσε εις ενεργόν επέμβασιν τόσον τον σουλτάνον, όσον και τους Σέρβους.

Εις την Ελλάδα η είδησις επροκάλεσε νέαν θύελλαν, αλλ’ ο Δηλιγιάννης αρχικώς ενεφανίσθη «φιλειρηνικός»και άφηνε την Τουρκίαν να τιμωρήση τους Βουλγάρους, εις δε τους Σέρβους συνιστούσεν ψυχραιμία και αναμονήν. Αλλ’ ο ηγεμών της Σερβίας Μιλάνος Οβρένοβιτς εξωθούμενος από την Αυστρίαν συνεκέντρωσε όλας τάς σερβικάς δυνάμεις και εξώρμησεν αιφνιδιαστικώς προς τά βουλγαρικά εδάφη. Μετά μίαν σφοδράν μάχην όμως παρά την Σβιλνίτσαν πλησίον της Σόφιας, ο ηγεμών της Βουλγαρίας Αλέξανδρος έτρεψεν εις φυγήν τους Σέρβους, οι οποίοι ηναγκάσθησαν να συνθηκολογήσουν. Μετά την απροσδόκητον αυτήν νίκην των Βουλγάρων ουδείς πλέον εσκέπτετο στρατιωτικήν επέμβασιν εναντίον των, και αυτός ακόμη ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ανεγνώρισεν ουσιαστικώς τά τετελεσμένα γεγονότα.

Η εξέλιξις αυτή έφερε εις δεινήν θέσιν τον Δηλιγιάννη, ο οποίος διά να εξουδετερώση την λαϊκήν θύελλαν, με την συνήθη δημαγωγικήν καιροσκοπίαν του, από κήρυξ της ησυχίας και της ειρήνης πού ήτο, κατελήφθη υπό φιλοπολέμου μένους. Ήρχισε λοιπόν μεγάλας και πομπώδεις στρατιωτικάς παρασκευάς και εξετόξευε απειλάς προς τάς δυνάμεις, ότι θα εισέβαλεν εις τουρκικά εδάφη, εάν δεν απεζημιώνετο διά το βουλγαρικόν πραξικόπημα, και συνεκέντρωνε ανοργάνωτα στίφη των ελληνικών δυνάμεων κατά μήκος των τουρκικών συνόρων. Το μόνον όμως πού επέτυχεν ήτο αποκλεισμός της Ελλάδος με πλοία πού απέστειλαν εναντίον της η Αγγλία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιταλία, και η εν συνεχεία αποχώρησις των ξένων πρέσβεων, τον Απρίλιον του 1886. Ο Δηλιγιάννης υπέβαλε την παραίτησίν του και ο βασιλεύς ανέθεσε τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, αρχικώς εις τον Πρόεδρον του Αρείου Πάγου Δ. Βάλβην, και μετ’ ολίγας ημέρας όμως εις τον Χαρ. Τρικούπην.

*

Η δευτέρα πρωθυπουργία του Χαρ. Τρικούπη

Ο Τρικούπης με την συνήθη του ευθύτητα και αδιαφορών διά την ασυμπαθή εις τον ακατατόπιστον και φανατισμένον λαόν πολιτικήν αυτήν της ειρήνης, προέβη εις αποστράτευσιν, κατέπνιξεν κάθε φιλοπόλεμον εκδήλωσιν και απεκατέστησεν ειρηνικάς σχέσις με την Τουρκίαν. Εψήφισε πολλά σπουδαία νομοθετήματα και περιόρισε τους βουλευτάς από 245 εις 150. Αι νέαι εκλογαί έγιναν την 4ην Ιανουαρίου 1887 και τάς εκέρδισε. Η σχεδόν τετραετής νέα διακυβέρνησις από τον Χαρ. Τρικούπην υπήρξε μια νέα λαμπρά περίοδος αναδημιουργίας . Με μίαν νέαν σειράν νομοθετημάτων ωργανόθησαν αι γεωργικαί σχολαί, αι δημόσιαι υπηρεσίαι, τά ταχυδρομεία, τά τηλεγραφεία, αι τελωνειακαί και αι λιμενικαίυπηρεσίαι. Συνεπληρώθη η τομή του Ισθμού της Κορίνθου, διεπλατύνθη ο πορθμός του Ευρίπου, συνεπληρώθησαν αι σιδηροδρομικαί γραμμαί Πελοποννήσου και ήρχισεν η κατασκευή του σιδηροδρόμου Αθηνών – Λαρίσης. Κατεσκευάσθησαν πολλά αντιπλημμυρικά έργα, λιμένες, δρόμοι, γέφυραι. Ιδιαιτέρως έρριψε την προσοχήν του εις το ναυτικόν το οποίον ήθελε να καταστήση ισχυρότερον του τουρκικού διά να κυριαρχήση εις το Αιγαίον. Προς τούτο παρήγγειλε τρία θωρηκτά, τά «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Χωρίς δημαγωγίας, μεγαλοστομίας και τυμπανοκρουσίας, ο Τρικούπης ηργάζετο διά να καταστήση πρώτα ισχυράν την Ελλάδα και ακολούθως να διεκδικήση τά δικαιώματά της. Αυτή τη φορά, τους πόρους διά το έργον του, τους αναζήτησε διά της συνάψεως δανείων. Αλλά πάλιν κατά δυστυχίαν, η αντιπολίτευσις εύρε άφθονον στάδιον δημαγωγίας και κατά τάς εκλογάς της 14ης Οκτωβρίου 1890 απέκτησε την πλειοψηφίαν και ο Χαρ. Τρικούπης αφήνων πάλιν ατελές το έργον της ανορθώσεως, παρητήθη, κυβέρνησιν δε εσχημάτισεν ο Θ. Δηλιγιάννης.

*

Η κήρυξις πτωχεύσεως

Ο Δηλιγιάννης ηναγκάσθη και αυτός να ακολουθήση την πολιτικήν Τρικούπη, χωρίς όμως τάς προϋποθέσεις της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής αυτού, και ακόμη χωρίς διάθεσιν και σύστημα. Δι’ αυτό η οικονομική κατάστασις καθημερινώς επεδεινούτο και η πίστις του ελληνικού κράτους έπιπτε συνεχώς. Οι οικονομικοί και οι χρηματιστηριακοί κύκλοι των Αθηνών ωργίαζαν με το παιχνίδι της πτώσεως των ελληνικών αξιών και της δραχμής έναντι του χρυσού φράγκου. Ήτο πλέον προφανές ότι η Ελλάς ωδηγείτο προς οικονομικόν βάραθρον. Ο βασιλεύς Γεώργιος έλαβε την σθεναράν απόφασιν να παύση την κυβέρνησιν Δηλιγιάννη, και υπουργείον εσχημάτισε ο πολιτικός Κ. Κωνσταντόπουλος, ο οποίος επροκήρυξεν εκλογάς, αι οποίαι διεξήχθησαν την 3ην Μαίου 1892. Το κόμμα του Δηλιγιάννη κατετροπώθη και ο Τρικούπης ήλθε πανίσχυρος εις την αρχήν. Δυστυχώς όμως ήτο πλέον προφανές ότι η Ελλάς δεν είχεν άλλην διέξοδον από την έστω και προσωρινήν παύσιν εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της, πράγμα το οποίον εσήμαινε χρεωκοπίαν. Αλλ’ ο βασιλεύς Γεώργιος αντιτίθετο εις το έσχατον αλλά και εξευτελιστικόν αυτό μέσον. Ο Τρικούπης παρητήθη και ανέλαβε ο Σ. Σωτηρόπουλος με την συνεργασίαν του Δ. Ράλλη, οι οποίοι ανέβαλον μέν την χρεωκοπίαν προσκαίρως, επιδεινώνοντας όμως την κατάστασιν μεσομακροπροθέσμως. Ο Τρικούπης αντιλαμβανόμενος την κατάστασιν και έχων πάντοτε την πλειοψηφίαν της Βουλής, ανέλαβε και πάλιν την κυβέρνησιν. Την 10ην Δεκεμβρίου 1893 προσήλθε εις την Βουλήν και ανήγγειλεν ότι η Ελλάςευρίσκεται πρό αδυναμίας εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της έναντι των δανειστών της. Η δήλωσις αυτή εσήμαινε απεριφράστως την κήρυξιν του ελληνικού κράτους εις κατάστασιν πτωχεύσεως και επροκάλεσε θύελλαν οργής κατά της Ελλάδος, ήρχισε δε μία σφοδρά εκστρατεία κατά της Ελλάδος από τον ευρωπαϊκό Τύπο, ο οποίος εγέμιζε τάς στήλας του ΄με ύβρεις και προπηλακισμούς κατά του ελληνικού λαού.

*

Η οριστική πτώσις του Χαρ. Τρικούπη

Η λαϊκή δυσφορία και η αγανάκτησις της κοινής γνώμης έπεσεν κατά της κυβερνήσεως Τρικούπη, η οποία ματαίως ηγωνίζετο να εξεύρη τά μέσα διά την βελτίωσιν της καταστάσεως. Η αντιπολίτευσις Δηλιγιάννη, η οποία εν τούτοις ήτο κατά πρώτον λόγον υπεύθυνος της καταστάσεως αυτής, τώρα ένιπτε τάς χείρας της. Με τους κομματάρχας της των επαρχιών εξώργιζε τον λαόν κατά του Τρικούπη, ο οποίος επιπροσθέτως είχεν έλθει εις προστριβάς με την Αυλήν. Την 8ην Ιανουαρίου 1895 αφού αντήλλαξε τραχυτάτας φράσεις με τον βασιλέα Γεώργιο απεχώρησεν, αφού υπέβαλε την παραίτησίν του. Αφορμή ήτο η παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου εις συλλαλητήριον την ιδίαν ημέραν εις το Πεδίον του Άρεως, όπου και διέταξε τον διευθυντήν της αστυνομίας να μη προβή εις βιαίαν διάλυσιν των διαδηλωτών. Ο Τρικούπης εθεώρησε αυτήν την ανάμειξιν του διαδόχου, παραβίασιν των συνταγματικών θεσμών.

Αι επόμεναι εκλογαί ωργανώθησαν από κυβέρνησιν προσωπικοτήτων υπό τον πρεσβευτήν της Ελλάδος εις το Λονδίνον Νικ. Δηλιγιάννην και διεξήχθησαν την 16ην Απριλίου 1895, υπήρξαν δε μία συντριπτική θύελλα, η οποία εξερρίζωσεν ολοκληρωτικά το τρικουπικόν κόμμα. Το δε εκπληκτικόν ήτο, ότι κατεψηφίσθη και αυτός ο Τρικούπης εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα, το Μεσολόγγι. Αμέσως έλαβε την απόφασιν να αποχωρήση απ’την ενεργόν πολιτικήν. Με πικρίαν και απογοήτευσιν εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκατεστάθη εις τάς Κάννας της Γαλλίας, όπου και απέθανε μετά έν περίπου έτος, το 1896.

Η υπεροχή του Τρικούπη έναντι των άλλων πολιτικών της εποχής του ήτο συντριπτική. Χωρίς κανένα δισταγμόν, πιστεύομεν ότι υπήρξεν μετά τον Καποδίστριαν ο πρώτος μεγαλουργός άνθρωπος πού εκυβέρνησε την Ελλάδα.

*

Μακεδονία και Κρήτη. Νέαι περιπλοκαί.

Η νέα κυβέρνησις Δηλιγιάννη, όπως συνήθως, εγκατέλειψεν ευκόλως το φιλειρηνικόν πρόγραμμα της αποχής από κάθε εξωτερικήν περιπλοκήν, και της αφιερώσεως εις έργα προόδου, με τά οποία εξεκίνησε, διότι δεν είχε ούτε την ικανότητα, ούτε το σθένος να ποδηγετήση τάς μάζας και να επιβάλη την πολιτικήν της. Και την φοράν αυτήν, αφού παρεσύρθη εις μίαν παράφρονα πολιτικήν εξάλλου πατριωτισμού των δρόμων, παρέσυρε τον τόπον εις μίαν από τάς πλέον δραματικάς περιπετείας, εξ όσων εδοκίμασεν ο νεώτερος Ελληνισμός.

Κατά την εποχήν αυτήν, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ επωφελήθη μερικών αρμενικών εξεγέρσεων, τάς οποίας ενδεχομένως οι πράκτορές του είχον προκαλέσει, διά να διατάξη μίαν γενικήν σφαγήν των Αρμενίων ανά την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν. Αι φοβεραί αυταί ομαδικαί σφαγαί και αρπαγαί γυναικοπαίδων διά τά χαρέμια της Ανατολής (υπολογίζεται ότι εξωντόθησαν άνω των 500.000 ψυχών) είχε κινήσει την αγανάκτησιν του χριστιανικού κόσμου, και όλοι, οργανώσεις, δημοσιογράφοι, καθηγηταί Πανεπιστημίων, πολιτικοί, εζήτουν να διαλυθή η οθωμανική αυτοκρατορία, το βάρβαρον αυτό υπόλειμμα του παρελθόντος.

Οι Έλληνες εφαντάσθησαν ότι ήλθεν η στιγμή να πραγματοποιήση το έθνος τά προαιώνιά του δίκαια. Αλλ’ ως συνήθως, δεν υπελόγιζε τον ανταγωνισμόν των Μεγάλων Δυνάμεων, πού παρημπόδιζε κάθε κοινήν ενέργειαν εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τότε ανέκυψεν η «Εθνική Εταιρεία», η οποία εν πολλοίς εθύμιζεν την «Φιλικήν Εταιρεία» και της οποίας τά μέλη ηύξανον με καταπληκτικήν ταχύτητα. Την άνοιξιν του 1896 είχον φθάσει τά 3.185. Χωρίς αμφιβολίαν οι άνθρωποι πού διηύθυνον την «Εθνικήν Εταιρείαν», όπως και τά μέλη της, ήσαν φλογεροί και άδολοι πατριώται, αλλά μέσα εις τον πυρετόν της προσπαθείας διά την εκπλήρωσιν του ιερού των σκοπού, εξήρχοντο από τά όρια της λογικής και έχαναν κάθε συναίσθημα πραγματικότητος.

Πρώτη εκδήλωσις δράσεως της «Εθνικής Εταιρείας» ήτο η οργάνωσις και η αποστολή ανταρτικών σωμάτων εις την Μακεδονίαν, όπου οι Βούλγαροι είχον οργανώσει συμμορίας κομιτατζήδων και εισέβαλλον σφάζοντες και λεηλατούντες τον ελληνικόν πλυθυσμόν, ο οποίος ηρνείτο να παραδεχθή ότι πνευματική του εξουσία έπρεπε να είναι ο Έξαρχος και όχι ο Πατριάρχης. Τά πρώτα ανταρτικά σώματα, πού εστάλησαν κατά το θέρος του 1896, προχειροποίητα, απομονωμένα και προδιδόμενα από τους πράκτωρας των Βουλγάρων, διελύθησαν πολύ γρήγορα, όμως η θυσία των συνεκλόνησεν την κοινήν γνώμην εις την Ελλάδα και ενεψύχωσεν το εθνικόν φρόνημα. Αλλά κατά τάς αρχάς του 1897, ο σουλτάνος διά να δημιουργήση αντιπερισπασμόν διά τάς αρμενικάς σφαγάς, ενίσχυσε τους Τουρκοκρήτας εις νέας και μεγάλης εκτάσεως ταραχάς εις βάρος των Ελλήνων. Η είδησις της σφαγής των Κρητών επροκάλεσε νέαν θύελλαν εις την ελλάδα. Ο Δ. Ράλλης εξαπέλυεν εις την Βουλήν απειλάς κατά της κυβερνήσεως και κατά του βασιλέως, χαρακτηρίζων ως αντεθνικήν και προδοτικήν την απραξίαν. Η «Εθνική Εταιρεία» ωργάνωσε συλλαλητήρια, εξέδιδε ψηφίσματα και εφανάτιζε τά πλήθη.

*

Ενεργός επέμβασις της Ελλάδος εις την Κρήτην

Την 25ην Ιανουαρίου 1897 εστάλη εις την Κρήτην το θωρηκτόν «Ύδρα» με άλλα μικρότερα πολεμικά, υπό την αρχηγίαν του υπασπιστού του βασιλέως, ναυάρχου Ράϊνεκ και ολίγας ημέρας αργότερα εν τώ μέσω παράφρονος ενθουσιασμού εστάλη επί κεφαλής μοίρας τορπιλοβόλων και ο υιός του βασιλέως πρίγκιψ Γεώργιος. Επί πλέον και παρά τάς αντιδράσεις του βασιλέως, η κυβέρνησις Δηλιγιάννη έστειλε εις την Κρήτην και έν εκστρατευτικόν σώμα υπό την διοίκησιν του στρατηγού Τιμολέοντος Βάσσου. Όμως αι μεγάλαι δυνάμεις, αμέσως σχεδόν, αγήματα εις την Κρήτην και κατέλαβον τάς κυριωτέρας πόλεις. Ο Βάσσος δεν ηδυνήθη να καταλάβη παρά μόνον την ύπαιθρον χώραν.

Πάντως διά να αποσοβήσουν την ελληνοτουρκικήν σύρραξιν, προέτειναν, με την διακοίνωσιν της 18ης Φεβρουαρίου, πλήρη αυτονομία της Κρήτης υπό συμβολικήν κυριαρχίαν του σουλτάνου. Ατυχώς η Ελλάς, η οποία επίστευε εις την ένωσιν της νήσου μετ’ αυτής, δεν απεδέχθη την πρότασιν, και το έθνος ολόκληρον επροχώρει με κλειστά μάτια προς μίαν παράλογον περιπέτειαν.

*

Ελληνοτουρκικός πόλεμος

Η κυβέρνησις Δηλιγιάννη είχε χάσει πλέον κάθε συναίσθησιν της πραγματικότητος. Συνειργάζετο πλέον απροκαλύπτως με την «Εθνικήν Εταιρείαν», η οποία είχε την αφέλειαν να φαντάζεται ότι με μερικά αντάρτικα σώματα εις το τουρκικόν έδαφος, θα εξησφάλιζε νίκην των Ελλήνων.

Ευθύς ως εγνώσθη όμως η εισβολή τριών περίπου χιλιάδων ανταρτών εις το τουρκικόν έδαφος (συρφετού απειροπολέμων διασκορπισθέντος ευκόλως), η Υψηλή Πύλη, η οποία ήτο πλέον παρασκευασμένη διά τον πόλεμον, εκήρυξε αυτόν την 5ην Απριλίου 1897. Ο τουρκικός στρατός εξώρμησε προς τά στενά της Μελούνας, ενώ ο ελληνικός μετά διήμερον πάλην υπεχώρησεν. Η «Εθνική Εταιρεία», η οποία διηύθυνε τά πάντα από τά παρασκήνια μέχρι της κηρύξεως του πολέμου, από της πρώτης αναγγελίας ειδήσεων του μετώπου εξηφανίσθη. Τώρα οι έξαλλοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι ήσαν κατά μέγα μέρος υπεύθυνοι της καταστάσεως, έστρεψαν τους μύδρους της λαϊκής απογνώσεως προς τά ανάκτορα. Αι διαδηλώσεις των δρόμων έπαιρναν καθαρώς αντιδυναστικόν χαρακτήρα ενώ εσημειώνοντο ένοπλοι ταραχαί και διαρπαγαί καταστημάτων. Η κυβέρνης Δηλιγιάννη υπεχρεώθη εις παραίτησιν και την 18ην Απριλίου εσχημάτισε κυβέρνησιν ο Δ. Ράλλης, ο οποίος ενώ έως χθές εξωθούσε προς τον πόλεμον και εχαρακτήριζεν ως εθνικήν προδοσίαν την υποχώρησιν εις συστάσεις των δυνάμεων, τώρα εκλιπαρούσε διά την επέμβασιν αυτών, προς κατάπαυσιν του πολέμου.

Εν τώ μεταξύ, την νύκτα της 23ης Απριλίου, όλαι αι ελληνικαί δυνάμεις υπεχώρησαν προς τον Δομοκόν. Ο Βόλος κατελήφθη από τά τουρκικά στρατεύματα, εις χείρας των οποίων περιήλθεν ολόκληρος η Θεσσαλία, και αν δεν εγίνετο ανακωχή, εντός ολίγων ημερών ο τουρκικός στρατός θα εισήρχετο εις τάς Αθήνας.

*

Η ειρήνη. Οικονομικός έλεγχος και ηγεμονία της Κρήτης

Αι διαπραγματεύσεις της ειρήνης ήρχισαν εις την Κωνσταντινούπολιν μεταξύ Υψηλής Πύλης και δυνάμεων, χωρίς συμμετοχή της Ελλάδος, διότι αυτή, υπό τον πανικόν πού την διακατείχεν, είχεν εμπιστευθή τάς τύχας της εις τάς δυνάμεις.

Μετά πολλάς συζητήσεις συνεφωνήθη να παραδοθή εις την Τουρκίαν μόνον μία ορεινή, ακατοίκητος αλλ’ οχυρά περιοχή γραμμής Ολύμπου και Καμβουνίων, και η Ελλάς θα κατέβαλεν εις την Τουρκίαν πολεμικήν αποζημίωσιν εκατόν εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Διά την εκπλήρωσιν της υποχρεώσεως αυτής αι δυνάμεις είχον προβλέψει να διευθυετήσουν το ζήτημα κατά τά ιδικά των συμφέροντα, δανειοδοτούσαι την Ελλάδα και υποβάλλουσαι εις αυτήν διεθνή επιτροπήν οικονομικού ελέγχου.

Η γνωστοποίησις των όρων της ειρήνης επροκάλεσεν θύελλαν αγανακτήσεως. Αι δυνάμεις κατηγορούντο ότι επληρώνοντο πολύ ακριβά διά την μεσολάβησίν των, αλλ’ εις την πραγματικότητα η Ελλάς επλήρωνε πολύ ευθυνά την παράφρονα αυτήν πολιτικήν του πολέμου. Η κυβέρνησις Ράλλη κατεψηφίσθη και εσχηματίσθη νέα υπό τον Αλ. Ζαΐμην εκ του Δηλιγιαννικού κόμματος. Η νέα κυβέρνησις απεδέχθη τους όρους της ειρήνης, αι διπλωματικαί σχέσις Ελλάδος – Τουρκίας αποκατεστάθησαν και την 22αν Νοεμβρίου 1897 υπεγράφη η οριστική ειρήνη.

Ως προς το κρητικόν ζήτημα αι δυνάμεις επέβαλον την ίδρυσιν καθεστώτος πραγματικής αυτονομίας υπό χριστιανόν ηγεμόνα ή διοικητήν, υπό την κυριαρχίαν του σουλτάνου. Πρώτος ηγεμών ωρίσθη ο πρίγκιψ Γεώργιος, ο οποίος ωνομάσθη «ύπατος αρμοστής των ευρωπαϊκών δυνάμεων». Η κυβέρνησις Ζαΐμη, αφού αφιερώθη επί αρκετόν χρόνον εις την θεραπείαν των πληγών του πολέμου, διέλυσε την Βουλήν και επροκήρυξεν εκλογάς διά την 7ην Φεβρουαρίου 1899, κατά τάς οποίας το Δηλιγιαννικόν κόμμα, υπεύθυνο της πολεμικής περιπετείας, συνετρίβη, ενίκησε δε ο Γ. Θεοτόκης, παλαιό στέλεχος του τρικουπικού κόμματος. Ο κατά της δυναστείας θόρυβος εκόπασε, αφού ο λαός αντελήφθη ποίοι ήσαν υπεύθυνοι των δεινών. Μία, κατά τάς αρχάς του 1898, απόπειρα δολοφονίας κατά του βασιλέως Γεωργίου και της θυγατρός του Μαρίας παρά τον σημερινόν Άγιον Σώστην της λ. Συγγρού (κτισθέντα τότε εις τον τόπον της αποπείρας διά την διάσωσιν), εκίνησε την πανελλήνιον αγανάκτησιν. Οι δύο δράσται εξετελέσθησαν ενώ η δημοτικότης της δυναστείας ηυξήθη.

*

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ 1909 ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Η κυβέρνησις Θεοτόκη και τά «Ευαγγελιακά»

Ο Γεώργιος Θεοτόκης είχε την φιλοδοξίαν να συνεχίση το διακοπέν και εις πολλά καταστραφέν έργον του μεγάλου αρχηγού του, Χαρ. Τρικούπη. Η περίπου διετία της πρώυης πρωθυπουργίας του υπήρξε παραγωγική διά τον τόπον. Δυστυχώς το έργον του διεκόπη από τά «Ευαγγελιακά» επεισόδια, τά οποία εξέσπασαν όταν με πρωτοβουλία της βασιλίσσης Όλγας έγινε μία έκδοσις του Ευαγγελίου με μετάφρασιν εις απλήν γλώσσαν. Εις την κοινήν γνώμην διά της αρθρογραφίας των εφημερίδων, εκαλλιεργήθη η υποψία, ότι επρόκειτο περί ενεργειών των Σλάβων διά να φθείρουν τάς εθνικάς παραδόσεις. Την 8ην Νοεμβρίου 1901 έγιναν συγκρούσεις με διαδηλωτάς και φοιτητάς, κατά τάς οποίας εφονεύθησαν 11 άνθρωποι, και την επομένην παρητήθη η κυβέρνησις Θεοτόκη.

Ο σχηματισμός κυβερνήσεως ανετέθη εις τον Αλεξ. Ζαΐμην, ο οποίος έκανε και τάς εκλογάς της 17ης Μαρτίου 1902, με αμφισβητίσημο όμως αποτέλεσμα, και η ομάς Ζαΐμη έδινε την πλειοψηφίαν πότε εις το έν κόμμα και πότε εις το άλλο. Η κυβέρνησις, μετά από θορυβώδεις διαδηλώσεις, ανετέθη εις τον Θ. Δηλιγιάννην, ο οποίος όμως ευκόλως έπεσεν εις την Βουλήν και εσχηματίσθη πάλιν κυβέρνησις Θεοτόκη μέχρι του Δεκεμβρίου 1904, οπότε και αυτός ανετράπη από την μικράν ομάδα του «τρίτου κόμματος» του Αλ. Ζαΐμη. Αι νέαι εκλογαί της 20ης Φεβρουαρίου 1905 από τον Θ. Δηλιγιάννην, ο οποίος νικήσας, διά 5ην φοράν ανήρχετο εις την εξουσίαν. Ταό απόγευμα όμως της 31ης Μαΐου 1905, ο γηραιός πολιτικός εδολοφονήθη εις την είσοδον του βουλευτηρίου από έναν τρόφιμον των χαρτοπαικτικών καταγωγίων, δυσηρεστημένον, διότι είχε ληφθή απόφασις να κλείσουν αι χαρτοπαικτικαί λέσχαι, πού εμάστιζον τον τόπον. Η κυβερνητική εξουσία παρέμενεν εις το δηλιγιαννικόν κόμμα υπό τους Δ. Ράλλη και Κυρ. Μαυρομιχάλη. Αλλ’ εν τώ μεταξύ εσχηματίσθησαν πολλαί κοινοβουλευτικαί ομάδες, αι οποίαι παρημπόδιζαν κάθε σταθεράν πλειοψηφίαν. Τον Δεκέμβριον του 1905 ανήλθεν εις την εξουσίαν ο Γ. Θεοτόκης, ο οποίος προκήρυξε εκλογάς διά την 26ην Μαρτίου 1906, εις τάς οποίας και ενίκησεν.

*

Ο Μακεδονικός αγών

Κατά την περίοδον αυτήν το Μακεδονικόν ζήτημα είχεν εισέλθει εις νέαν οξυτάτην φάσιν. Οι Βούλγαροι ελυμαίνοντο την Μακεδονίαν και την Θράκην με τάς συμμορίας των κομιτατζήδων, αι οποίαι κατέσφαζον τους επιφανείς Έλληνας, ιδίως διδασκάλους, κληρικούς και προύχοντας, και ετρομοκρατούσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς, διά να δηλώσουν ούτοι προσχώρησιν εις την Εξαρχίαν. Στόχος των κομιτατζήδων, οι περισσότεροι των οποίων δρούσαν δήθεν διά μίαν «αυτόνομον Μακεδονίαν» ήτο να επαναλ΄βουν την περίπτωσιν της ανατολικής Ρωμυλίας, να απομονώσουν δηλαδή κατ’ αρχάς την Μακεδονίαν και την Θράκην, διά να τάς καταβροχθίσουν κατόπιν ευκόλως με πραξικοπήματα.

Η Ελλάς, αφού εταλαντεύθη επ’ αρκετόν, από του 1904 εδραστηριοποιήθη διά την διάσωσιν της Μακεδονίας. Έτσι, η μέν εταιρεία «Ελληνισμός» ηγωνίζετο διά να διαφωτίση το ελληνικόν και το ευρωπαϊκόν κοινόν διά τά εθνολογικά δίκαια του Ελληνισμού, το δε «Μακεδονικόν κομιτάτον»ωργάνωνεν ένοπλα σώματα προς αποστολήν των εις την Μακεδονίαν, αποφεύγοντας τάς υπερβολάς, τάς επιπολαιότητας και τον δημαγωγικόν θόρυβον της «Εθνικής Εταιρείας», και δρώντας με πολλήν φρόνησιν, υπό την καθοδήγησιν της κυβερνήσεως.

Τά ελληνικά μακεδονικά σώματα έδρασαν με μέθοδον και γενναιότητα. Πολλοί από τους αρχηγούς των και τά μέλη των , όπως ο Παύλος Μελάς, ο Τέλος Άγρας κλπ, ευρήκαν ηρωϊκόν θάνατον ή υπέστησαν αγογγύστως μαρτύρια. Παντού δε όπου έδρασαν έπαψε η τρομοκρατία των Βουλγάρων και οι, με την βίαν, προχωρήσαντες εις την Εξαρχίαν επανήλθον εις τους κόλπους της ελληνικής ορθοδοξίας. Αντιμετώπιζαν δε οι Μακεδονομάχοι, όχι μόνον τάς βουλγαρικάς συμμορίας, αλλά και τά συνεργαζόμενα με αυτάς τουρκικά στρατεύματα, ακόμα και Ρουμανοκουτσοβλάχους της ρουμανικής προπαγάνδας. Έτσι ο Ελληνισμός της Μακεδονίας διεσώθη και ευρέθη με ακμαίον εθνικόν φρόνημα κατά τους απελευθερωτικούς πολέμους 1912 13.

Τον Ιούλιον του 1906 οι Βούλγαροι εκδικούμενοι την δράσιν των Μακεδονομάχων, προέβησαν εις φοβεράν σφαγήν του ελληνικού πληθυσμού εις την Φιλιππούπολιν, αφού επυρπόλησαν εκκλησίας, σχολεία, καταστήματα και κατοικίας. Όσοι διεσώθησαν, περί τάς 25.000, μετανάστευσαν εις την ελευθέραν Ελλάδα, ενώ οι εναπομείναντες ή εσφάγησαν ή εξεβουλγαρίσθησαν υπό το κράτος της βίας. Έτσι η Φιλιππούπολις, αλλά και η Στενήμαχος και η Αγχίαλος έχασαν τον ελληνικόν πληθυσμόν των, αλλά από την άλλη ο Μακεδονικός αγών εσυνεχίσθη με μεγάλην έντασιν.

*

Η Κρήτη και η επανάστασις Θερίσου – επανάστασις Νεοτούρκων

Και εις την Κρήτην η κατάστασις δεν ομαλοποιήθηκε με το καθεστώς της αρμοστείας. Τότε άρχισε να αναδεικνύεται και ο Ελ. Βενιζέλος, νεαρός μαχητικός δικηγόρος, ο οποίος ήλθεν εις προστριβάς με τον Αρμοστήν πρίγκιπα Γεώργιον. Την 10ην Μαρτίου 1905 ο Βενιζέλος συνεκέντρωσε τους οπαδούς του εις το χωρίον Θέρισον, όπου και εκήρυξε επανάστασιν με σύνθημα την κατάργησιν της αρμοστείας και την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος. Η αιματοχυσία απεφεύχθη με την προκήρυξιν εκλογών εθνικής συνελεύσεως και την αντικατάστασιν του πρίγκιπος Γεωργίου με τον Αλ. Ζαΐμην. Αλλά αι ανωμαλίαι δεν έλειψαν. Την 24ην Σεπτεμβρίου 1908, όταν εγνώσθη η επανάστασις των Νεοτούρκων, οι Κρήτες κατήργησαν το καθεστώς της αρμοστείας και εκήρυξαν την ένωσιν. Εσχημάτισαν προσωρινή κυβέρνησιν με την συμμετοχήν των αντιπάλων Βενιζέλου και Μιχελιδάκη και εκυβέρνον εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων, φέροντες εις δύσκολιν θέσιν την Ελλάδα.

*

Τον Ιούλιον του 1908 έν στρατιωτικόν σώμα εις το Μοναστήριον, από κοινού μετά των πολιτικών και θρησκευτικών αρχών, εκήρυξε το τέλος της χαμιτικής απολυταρχίας και απήτησε συνταγματικόν πολίτευμα. Ηκολούθησε αμέσως μία άλλη στρατιωτική δύναμις υπό τον Εμβέρ πασάν, και ο Αβδούλ Χαμίτ υπεχρεώθη να αναθέση την κυβέρνησιν εις φιλελευθέρους και επροκήρυξεν εκλογάς, κατά τάς οποίας εξελέγησαν και 22 Έλληνες παρ’ όλους τους εκβιασμούς και τάς παρεμβάσεις.

Εν τώ μεταξύ όσα κράτη είχον εκκρεμότητας με την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν έσπευδαν να τάς τακτοποιήσουν πρίν στερεωθή το νεοτουρκικόν καθεστώς. Η Αυστροουγγαρία προσήρτισε τάς μέχρι τότε υπό αυτόνομον καθεστώς Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Βουλγαρία απετίναξε την επικυριαρχίαν του σουλτάνου και ο ηγεμών των Φερδινάνδος ανεκηρύχθη τσάρος των Βουλγάρων εις το Τύρνοβον, την μεσαιονικήν πρωτεύουσαν της Βουλγαρίας. Τέλος, τότε και η Κρήτη κατήργησε την αρμοστείαν και εκήρυξε την ένωσιν, προκαλώντας την οργήν των Νεοτούρκων (ενώ δεν αντέδρασαν εις τάς άλλας περιπτώσεις), οι οποίοι απειλούσαν την Ελλάδα με έν νέον 97, εάν δεν απεδοκίμαζεν ρητώς την ένωσιν.

Η κίνησις των Νεοτούρκων είχε καθαρώς στρατιωτικό συνωμοτικό χαρακτήρα και επικεντρώθηκε εις την Μακεδονίαν όπου ενισχύετο από Εβραίους και ελευθέρους τέκτονας (μασσόνους) της Θεσσαλονίκης. Μετά δε από μίαν αποτυχούσαν απόπειρα επαναφοράς της απολυταρχίας (31 Μαρτίου 1909) ο Αβδούλ Χαμίτ εξεθρονίσθη και εκυριάρχησαν ολοκληρωτικώς οι Νεοτούρκοι, οι οποίοι δι’ εσωτερικήν κατανάλωσιν επεδίωκαν κάποιον εύκολον πολεμικόν θρίαμβον, και η Ελλάς, επίστευον, ότι προσφέρεται διά κάτι τέτοιο.

Η κυβέρνησις Θεοτόκη, μολονότι είχε ενισχύσει σημαντικώς τον στρατόν, ωστόσο θεωρούσε ότι η Ελλάς δεν ήτο ακόμη έτοιμη διά πόλεμον και προσέφευγεν εις την μεσίτευσιν των δυνάμεων. Η πολιτική όμως αυτή εδημιούργει ζωηράν δυσαρέσκειαν εις την κοινήν γνώμην, αλλά και εις τους αξιωματικούς, και ήρχισε να εκδηλώνεται εις μυστικάς συσκέψεις και διαβούλια. Η κυβέρνησις Θεοτόκη την 4ην Ιουλίου 1909 παρητήθη και ο βασιλεύς Γεώργιος ανέθεσε την κυβέρνησιν εις τον Δ. Ράλλην.

*

Το κίνημα του 1909 και ο στρατιωτικός σύνδεσμος

Αλλ’ εν τώ μεταξύ αι μυστικαί συνεννοήσεις μεταξύ των κατωτέρων αξιωματικών είχον καταλήξει εις την σύμπηξιν ενός «στρατιωτικού συνδέσμου», η αρχηγία του οποίου ανετέθη εις τον συνταγματάρχην Νικ. Ζορμπάν, ο οποίος προήδρευε δεκαμελούς συμβουλίου λοχαγών.

Το μεσονύκτιον της 15ης Αυγούστου 1909 οι συνωμόται αξιωματικοί παρασύραντες και το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων της πρωτευούσης με τά όπλα και τά πυροβόλα συνεκεντρώθησαν εις το γήπεδον του Γουδί και απηύθηναν τους όρους των προς την κυβέρνησιν, η οποία δεν τους εδέχθη και παρητήθη. Η κυβέρνησις ανετέθη τότε εις τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην, ο οποίος απεδέχθη τους όρους του στρατιωτικού συνδέσμου. Όλοι οι βασιλόπαιδες απεμακρύνθησαν από το στράτευμα και η βουλή εξηναγκάσθη από φόβον χειροτέρων περιπλοκών να ψηφίζη όλα τά νομοσχέδια, τά οποία υπέβαλλε ο σύνδεσμος, μέσω της κυβερνήσεως. Εις την πραγματικότητα είχεν εγκαθιδρυθή στρατοκρατία, πού όμως δεν τολμούσε να να αναλάβη απ’ ευθείας την διακυβέρνησιν, στερουμένη και πολιτικών συμβούλων. Εις το τέλος εκάλεσε τον Ελ. Βενιζέλον, ο οποίος μετέσχεν εις τάς μυστικάς συνεδριάσεις του συμβουλίου του συνδέσμου. Ηρνήθη πάντως να σχηματίση κυβέρνησιν ενώ ετάχθη υπέρ της δυναστείας και επρότεινεν αναθεώρησιν άρθρων του συντάγματος, αφού δε επέσπευσε την παραίτησιν του Κυρ. Μαυρομιχάλην και επέτυχε να προκριθή διά την πρωθυπουργίαν ο Στ. Δραγούμης, επέστρεψεν εις την Κρήτην και από εκεί μετέβη εις Γαλλίαν και Ελβετίαν. Ο Στ. Δραγούμης, εσεβάσθη όσα είχον γίνει εις το στράτευμα και εις το κράτος, ο Ν. Ζορμπάς έγινε διά κάθε ενδεχόμενον υπουργός των Στρατιωτικών και προεκηρύχθησαν εκλογαί διά την 8ην Αυγούστου 1910.

*

Αι αναθεωρητικαί Βουλαί. Ο Ελ. Βενιζέλος πρωθυπουργός

Αν και ο Βενιζέλος ήτο μακράν της Ελλάδος, ήρχισε να σημειώνεται περί αυτόν ισχυρόν ρεύμα, ετέθη δε και υποψηφιότης του εις την Αττικήν. Επέστρεψεν δε εις την Ελλάδα και εξεδηλώθη υπέρ της επανόδου του διαδόχου εις την διοίκησιν του στρατεύματος, πολλοί δε από τους νέους βουλευτάς είχον συσπειρωθή περί αυτόν και συνεκρότησαν τους πυρήνας του «βενιζελικού κόμματος», μετέπειτα «κόμμα των φιλελευθέρων». Ο Στ. Δραγούμης παρητήθη, αφού εθεώρησε ότι επεράτωσε το έργον πού του ανετέθη και την 6ην Οκτωβρίου 1910, ο βασιλεύς Γεώργιος, μετά πολιτικήν κρίσιν μιάς εβδομάδος, ανέθεσε την κυβέρνησιν εις τον Ελ. Βενιζέλον, ο οποίος επροκάλεσε νέας εκλογάς διά την σύγκλησιν Β΄ αναθεωρητικής Βουλής. Εις τάς εκλογάς αυτάς, από τάς οποίας απείχον τά παλαιά κόμματα θεωρώντας τας παρανόμους, ο Βενιζέλος σχεδόν εκυριάρχησεν ολοκληρωτικώς.

Η νέα αναθεωρητική Βουλή, η οποία συνήλθε την 8ην Ιανουαρίου 1911, εψήφισε μεταξύ άλλων και διατάξεις με τάς οποίας καθιερώνετο η αναγκαστική δωρεάν κατωτέρα εκπαίδευσις, απαλλοτριώσεις διά την αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργών, η απαγόρευσις της αναμείξεως των στρατιωτικών εις την πολιτικήν, η πρόβλεψις συστάσεως Συμβουλείου Επικρατείας, η προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από την κομματικήν πάλην, διά της μονιμότητος αυτών, και τέλος καθιερώθη η καθαρεύουσα ως επίσημος γλώσσα του κράτους.

Επίσης ο Βενιζέλος προέβη εις τά πρώτα μέτρα οικονομικής και διοικητικής ανορθώσεως του τόπου, επιβολής τάξεως και πειθαρχίας εις τάς στρατιωτικάς δυνάμεις, εμπεδώσεως αγροτικής ασφαλείας και προστασίας της εργατικής τάξεως.

Αι εκλογαί της 12ης Μαρτίου 1912 έδωσαν διά το έργον αυτό του Βενιζέλου τεραστίαν πλειοψηφίαν εις το κόμμα του, παραδόξως όμως εις την Κρήτην, όπου έγιναν την ιδίαν ημέραν εκλογαί, το κόμμα του ηττήθη. Διαβλέπων πάντως το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους, ο Βενιζέλος, όταν συνεκλήθη η Βουλή την 19ην Μαΐου, απηγόρευσε διά στρατιωτικών δυνάμεων την είσοδον των αντιπροσώπων της Κρήτης εις το Βουλευτήριον. Η πράξις αυτή, διά την οποίαν εχρειάζετο μεγάλο ψυχικό σθένος, προκειμένου μάλιστα περί ανθρώπου, ο οποίος είχε διαθέσει την ζωήν του εις τους αγώνας διά την ένωσιν της Κρήτης, όπως απεδείχθη, ήτο επιβεβλημένη εκ των εθνικών περιστάσεων. Η Τουρκία καραδοκούσε, ενώ η Ελλάς δεν ήτο ακόμη έτοιμη διά τον πόλεμον.

*

Αι βαλκανικαί συμμαχίαι

Η Ελλάς, αν και είχεν εύρει πάντοτε τους λοιπούς βαλκανικούς λαούς λυσσώδεις αντιπάλους εις την διεκδίκησιν των προαιωνίων της δικαίων και την απελευθέρωσιν των υπό τον οθωμανικόν ζυγόν ομοεθνών της, ανέκαθεν επρωτοστάτησεν εις την προσπάθειαν συνεννοήσεως και συνεργασίας των χριστιανών της Βαλκανικής.

Εν τώ μεταξύ, τον Σεπτέμβριον του 1911, εξερράγη ο ιταλοτουρκικός πόλεμος εις την Λιβύην, και η Ιταλία με την νίκην της απέσπασε από την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν τά δυτικώς της Αιγύπτου εδάφηκαί εσυνέχησε την κατοχήν της εις την ελληνικήν Δωδεκάνησον.

Ο Βενιζέλος, από του Απριλίου του 1911, εβολιδοσκόπησε την βουλγαρικήν κυβέρνησιν διά την δυνατότητα μιάς αμυντικής συμμαχίας, η οποία επετεύθη μετά από σφαγάς και καταδιώξεις Βουλγάρων από τους Νεοτούρκους. Επίσης την 24ην Φεβρουαρίου 1912 υπεγράφη μυστική συμμαχία μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων, ενώ την 29ην Απριλίου 1912 υπέγραψαν εις την Σόφιαν και μυστικήν στρατιωτικήν συνθήκην. Διά των συμφωνιών αυτών εγένετο διανομή των εδαφών της Θράκης και Μακεδονίας εις βάρος φυσικά της Ελλάδος. Έτσι ο Έλλην πρωθυπουργός ανησύχει μήπως εκραγή πόλεμος χωρίς την συμμετοχήν της Ελλάδος και μοιρασθούν από την Σερβίαν και Βουλγαρίαν όλα τά εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας, οπότε θα εθάπτετο πλέον οριστικώς ο αλύτρωτος Ελληνισμός. Ετόλμησε λοιπόν να προχωρήση εις διαπραγματεύσεις διά μίαν ελληνοβουλγαρικήν συμμαχίαν χωρίς να υποβάλη κανέναν απολύτως όρον προσαρτήσεως εδαφών υπό της Ελλάδος. Από την άλλη η Σερβία και η Βουλγαρία ήθελον κυρίως την σύμπραξιν της Ελλάδος διά τον στόλον της, ο οποίος θα αποσοβούσε ενδεχομένως μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από την Μ. Ασίαν. Κατά τά άλλα εθεώρουν την Ελλάδα εντελώς ανίσχυρη, εφρόντισε δε και ο Βενιζέλος διά τον σχηματισμόν τέτοιας απόψεως, μη δίδων ακριβείς πληροφορίας περί των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων.

Την 16ην Μαίου 1912 υπεγράφη εις την Σόφιαν η ελληνοβουλγαρική συνθήκη συμμαχίας, την οποίαν ηκολούθησεν την 22αν Σεπτεμβρίου 1912 μυστική στρατιωτική ελληνοβουλγαρική σύμβασις, βάσει της οποίας η Ελλάς θα διέθετε 120.000 άνδρας και η Βουλγαρία 300.000. Συνθήκη με την Σερβίαν δεν υπεγράφη, ενώ ο βασιλεύς Γεώργιος Α΄ ήτο εν γνώσει και ενεθάρρυνε τάς μυστικάς διαπραγματεύσεις του πρωθυπουργού του. Έτσι πρί τά τέλη Σεπτεμβρίου 1912, η Ελλάς ευρίσκετο εις μοναδικόν πολεμικόν οργασμόν με αρχιστράτηγον τον διάδοχον Κωνσταντίνον.

*

Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος

Κατά τά τέλη Σεπτεμβρίου 1912 η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ελλάς ήρχισαν να συγκεντρώνουν στρατεύματα εις τά σύνορα με την Τουρκίαν υπό το πρόσχημα στρατιωτικών γυμνασίων. Από της 25ης δε Σεπτεμβρίου το ανυπόμονον Μαυροβούνιον εκήρυξε τον πόλεμον και ήρχισε να καταλαμβάνη τουρκικά εδάφη.

Τήν 30ην Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ελλάς απηύθυναν προς την Τουρκίαν τελεσίγραφον με το οποίον απαιτούσαν αυτονομίαν και άλλας παραχωρήσεις από αυτήν. Η Υψηλή Πύλη απέρριψε το θρασύτατον τελεσίγραφον και την 4ην Οκτωβρίου εκήρυξεν τον πόλεμον κατά της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Εφάνη ότι ήθελε την μη ανάμειξιν της Ελλάδος με αποδοχήν της ενώσεως της Κρήτης, αλλά την επομένην 5ην Οκτωβρίου 1912 η Ελλάς εκήρυξε τον πόλεμον και με αρχιστράτηγον τον διάδοχον Κωνσταντίνον, 90.000 στρατιώται ώρμησαν με κεραυνοβόλο ταχύτητα προς τά σύνορα. Μετά μικράς μάχας εις τάς διαβάσεις του Ολύμπου και των καμβουνίων προσέκρουσαν εις τον όγκον της τουρκικής στρατιάς εις το Σαραντάπορον, θέσις η οποία εθεωρείτο απόρθητος και από τους Γερμανούς εκπαιδευτάς των Τούρκων. Την 9ην Οκτωβρίου όμως, μετά κρατεράν μάχην, η ορμητικότης των Ελλήνων συνέτριψε την αντίστασιν των Τούρκων, οι οποίοι υπεχώρησαν προς την πεδιάδα του μέσου Αλιάκμονος εγκαταλείποντες πλήθος πυροβόλων και αιχμαλώτων. Η νίκη αυτή των Ελλήνων κατέπληξε τους βαλκανικούς συμμάχους και τους ευρωπαίους, οι οποίοι περιεφρόνουν τον ελληνικόν στρατόν.

Ακολούθως, αντιμετωπίζον το δίλημμα, εάν πρέπει να βαδίσουν προς το στρατηγικόν Μοναστήριον, ή προς την ανυπολογίστου πολιτικής σημασίας Θεσσαλονίκην, το επιτελείον, αφού έλαβε και επείγουσας διαταγάς και πληροφορίας από τάς Αθήνας διά τάς κινήσεις των Βουλγάρων, έλαβε την απόφασιν και ο διάδοχος διέταξε κεραυνοβόλον προέλασιν προς την Θεσσαλονίκην.

Την 17ην Οκτωβρίου τά ελληνικά στρατεύματα έφθασαν εις την κοιλάδα των Γιαννιτσών και το πρωΐ της 19ης αντιμετώπισαν τον μεγάλον όγκον της τουρκικής στρατιάς. Η μάχη διήρκησε μέχρι του απογεύματος της επομένης, ότε οι Τούρκοι υπεχώρησαν καταστρέφοντες τάς ξυλίνας γεφύρας του Αξιού και καθυστερώντας την προέλασιν του ελληνικού στρατού. Εν τούτοις την χαραυγήν της 26ης Οκτωβρίου, τά προχωρημένα τμήματα του ελληνικού στρατού απείχον μόλις 6 χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκην και το απόγευμα της ιδίας ημέρας εισήλθον εις την πόλιν. Δύο δε ημέρας αργότερα ο διάδοχος εισήρχετο πανηγυρικώς εις την πόλιν του Αγ. Δημητρίου.

Μετά την κατάληψιν της Θεσσαλονίκης αι ελληνικαί δυνάμεις ανέκτησαν τά εγκαταλειφθέντα εδάφη και κατέλαβον την Φλώριναν. Κατόπιν εστράφησαν προς Μοναστήριον, αλλ’ αεπιδή είχε ήδη καταληφθή υπό των Σέρβων, επροχώρησαν προς την Ήπειρον και την 7ην Δεκεμβρίου 1912 κατέλαβον την Κορυτσάν.

Μία άλλη στρατιά πού είχε εξ αρχής κατευθυνθή προς την Ήπειρον διά του Αράχθου, κατέλαβε το Γρίμποβον (10 Οκτωβρίου), την φιλιππιάδα (13 Οκτωβρίου) και την Πρέβεζαν (21 Οκτωβρίου). Παρά τά Πέντε Πηγάδια συνήφθη πενθήμερος μάχη (23 – 26 Οκτωβρίου) μετά την οποίαν οι Τούρκοι υπεχώρησαν εις την οχυρήν πόλιν των Ιωαννίνων, όπου και επολιορκήθησαν. Εν τώ μεταξύ, από της 17ης Ιανουαρίου 1913, ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος μετέφερε εκεί το αρχηγείον. Κατόπιν πολλών μαχών κατελήφθη το Μπιζάνι, η δε πόλις παρεδόθη εις τον Έλληνα αρχιστράτηγον την 20ην Φεβρουαρίου 1913.

Αλλά παραλλήλως και ο ελληνικός στόλος έγραφε σελίδας δόξης λαμπράς. Υπό την διοίκησιν του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτου, απέκλεισεν τον τουρκικόν στόλον εις τά Δαρδανέλλια, ενώ εθριάμβευσε εις δύο ναυμαχίας, μίαν την 5ην Δεκεμβρίου 1912 παρά την Έλλην, και μίαν την 5ην Ιανουαρίου 1913παρά την Λήμνον. Έτσι απελευθερώθησαν όλαι αι νήσοι του Αιγαίου, όσαι ευρίσκοντο υπό την οθωμανικήν κυριαρχίαν, η δε Κρήτη ηνώθη επισήμως, όπως και η Σάμος, επαναστατήσασα ήδη από του Μαρτίου 1912 υπό τον Θ. Σοφούλην. Έμειναν υπό ξένην κυριαρχίαν μόνον η Δωδεκάνησος, την οποίαν κατείχον οι Ιταλοί, και η Κύπρος, την οποίαν κατείχον οι Άγγλοι.

Αι μεγάλαι δυνάμεις, αι οποίαι αγρυπνούσαν διά την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατάπληκται και ανησυχούσαι διά την ιδίαν την Κωνσταντινούπολιν, παρώτρυνον την Υψηλήν Πύλην να δεχθή ανακωχήν, η οποία πράγματι υπεγράφη εις την Τσατάλτζαν την 20ην Νοεμβρίου 1912, χωρίς όμως την συμμετοχήν της Ελλάδος, η οποία ήθελε να συνεχίση το πόλεμον προς κατάληψιν των Ιωαννίνων. Αλλά την 10ην Ιανουαρίου 1913 εξερράγη εις την Κωνσταντινούπολιν κίνημα υπό τον Εμβέρ μπέη και εκυριάρχησαν οι αδιάλλακτοι Νεότουρκοι, οι διαπραγματεύσεις περί ειρήνης διεκόπησαν και ξανάρχισεν ο πόλεμος. Μετά την απώλεια όμως των Ιωαννίνων από τους Έλληνας και της Αδριανουπόλεως από τους Σερβοβουλγάρους, η Τουρκία εζήτησε πάλιν ανακωχήν, την οποίαν απεδέχθησαν οι σύμμαχοι πλήν των Μαυροβουνίων, οι οποίοι επολιόρκουν την Σκόδραν.

Την 17ην Μαίου υπεγράφη προκαταρκτική ειρήνη, δι ής ο σουλτάνος παρεχώρει όλα τά ευρωπαϊκά εδάφη από του Αίνου μέχρι Μηδείας πλήν της Αλβανίας, κατόπιν αξιώσεως της Ιταλίας και της Αυστρίας. Αι τελευταίαι ήθελον ένα ανίσχυρον κρατίδιον υπό την κηδαιμονίαν των, διά να διαθέτουν κάποια βάσιν εις την Βαλκανικήν. Έτσι εξηναγκάσθη το Μαυροβούνιον να εγκαταλείψη την Σκόδραν, η Σερβία να στερηθή της εξόδου εις την Αδριατικήν και η Ελλάς να εγκαταλείψη την Χειμάρρα και την Κορυτσάν.

Εν τώ μεταξύ, ολίγας ημέρας μετά την κατάληψιν της Θεσσαλονίκης, ο βασιλεύς Γεώργιος, ο οποίος είχεν εγκατασταθή εκεί, εδολοφονήθη την 5ην Μαρτίου 1913, πιθανώς υπό πράκτορος ξένων συμφερόντων. Τον θάνατόν του εθρήνησεν σύμπας ο ελληνικός λαός ως θυσίαν εις τον βωμόν των εθνικών του δικαίων. Ο Γεώργιος με την σύνεσίν του, τον απόλυτον σεβασμόν των συνταγματικών ελευθεριών και τον επιδέξιον χειρισμόν της τόσον οξείας κομματικής πάλης, προσέφερεν ανεκτιμήτους υπηρεσίας εις το Έθνος. Εις τον θρόνον ανήλθεν ο ήδη δαφνοστεφής υιός του Κωνσταντίνος.

*

Ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος

Η βουλγαρική στρατιά, πού είχε λάβει την άδεια να εισέλθη εις την Θεσσαλονίκην διά να αναπαυθή επί ολίγας ημέρας, όχι μόνον δεν εφαίνετο διατεθειμένη να αποχωρήση, αλλά τουναντίον ωχυρώνετο μέσα εις την πόλιν και εμφανιζόταν ως στρατός συγκατοχής. Μάλιστα την 19ην Φεβρουαρίου 1913 εις την Νιγρίταν και την 11ην Μαΐου εις το Παγγαίον επεχείρησαν να αρπάσουν υψώματα στρατηγικής σημασίας.

Αι σχέσεις Βουλγάρων και Σέρβων ήσαν ακόμη χειρότεραι αφού οι πρώτοι δεν παρέδιδαν τά εδάφη πού κατέλαβαν και πού συμφώνως προς τάς συμφωνίας των θα έπρεπε να παραδώσουν εις τους Βουλγάρους, επειδή και από αυτούς αφηρέθησαν εδάφη πού εδόθησαν εις την Αλβανίαν.

Οι Βούλγαροι συνεκέντρωσαν λοιπόν μεγάλας δυνάμεις προς την σερβικήν και την ελληνικήν γραμμήν, και ήτο προφανές ότι όλα οδηγούσαν προς σύγκρουσιν. Σέρβοι και Έλληνες αντελήφθησαν τον κίνδυνον και την 19ην Μαΐου συνήφθη εις την Θεσσαλονίκην μυστική συνθήκη αμυντικής συμμαχίας.

Η Βουλγαρία είχε παρατάξει στρατόν 350.000 ανδρών και 5.000 ιππέων, ενώ η Σερβία διέθετε στρατόν 260.000 ανδρών και 3.000 ιππέων, ενώ η Ελλάς διέθετε στρατόν 110.000 ανδρών και 1.000 ιππέων.

Την χαραυγήν της 17ης Ιουνίου 1913, χωρίς να κηρυχθή πόλεμος, ο βουλγαρικός στρατός προσέβαλε τά σερβικά στρατεύματα παρά την Γευγελήν και τά ελληνικά εις την Νιγρίταν αιφνιδιάζοντάς τα, και εφαίνετο να επιτυγχάνη. Αλλ’ ο ελληνικός στρατός της Θεσσαλονίκης αγρυπνούσε. Μόλις εγνώσθη η βουλγαρική εισβολή, ο εντός της Θεσσαλονίκης βουλγαρικός στρατός, ο οποίος θα προσέβαλε τον ελληνικόν εκ των νώτων, υπεχρεώθη μετά από λίγους κανονιοβολισμούς να παραδοθή.

Αμέσως κατόπιν ο ελληνικός στρατός υπό την αρχιστρατηγίαν του ήδη βασιλέως Κωνσταντίνου ήρχισε σαρωτικήν προέλασιν. Μετά διήμερον σκληρόν αγώνα επί της γραμμής Κιλκίς – Λαχανά οι Βούλγαροι υπεχώρησαν εις Δοϊράνην και Σέρρας. Την 23ην Ιουνίου εξετοπίσθησαν από την Δοϊράνην, ενώ άλλο τμήμα του ελληνικού στρατού κατέλαβε προς βορράν την Γευγελήν, την οποίαν είχον εγκαταλείψει οι Σέρβοι, οι οποίοι καθυστέρησαν την έναρξιν της προελάσεώς των, παρ’ όλας τάς ειδοποιήσεις του Κωνσταντίνου. Συνεχίζοντες ακάθεκτοι οι Έλληνες στρατιώται, και διά να μη δώσουν καιρόν εις τους πολυαριθμοτέρους Βουλγάρους να ανασυνταχθούν, παρέκαμψαν την οροσειράν του Μπέλεσι, κατέλαβον την Στρωμνίτσαν και την παρέδωσαν εις τους κωλυσιεργούντες Σέρβους.

Την 27ην Ιουνίου, μετά διήμερον μάχην, κατέλαβον το Δεμίρ Χισάρ, ενώ την 28ην ο ελληνικός στρατός εισήλθεν εις τάς Σέρρας.

Εν τώ μεταξύ ο ελληνικός στόλος κατέλαβε την Καβάλαν, ενώ αγήματά του συνέβαλον εις την κατάληψιν και της Δράμας.

Οι Βούλγαροι υποχωρούντες προέβαινον εις πρωτοφανείς αγριότητας σφάζοντες αμάχους, όπως του Δοξάτου και της Δράμας και πυρπολώντας τάς πόλεις, όπως τάς Σέρρας, εξεγείροντες την κοινήν γνώμην της Ευρώπης.

Ο ελληνικός στρατός συνεχίζων την καταδίωξιν κατετρόπωσε τους Βουλγάρους κατά την διάρκειαν τριημέρου λυσσώδους μάχης εις τά στενά της Κρέσνας (8 – 11 Ιουλίου) και ακολουθώντας την κοιλάδα του Στρυμώνος κατευθυνόταν προς τά παλαιά βουλγαρικά σύνορα. Εις την Τσουμαγιάν, όπου είχον συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών των (διπλάσιον των ελληνικών), οι Βούλγαροι, συνήφθη σειρά φονικών μαχών (12 – 15 Ιουλίου) και πάλιν κατετροπώθησαν, και ο δρόμος ήτο πλέον ανοικτός προς προέλασιν εντός του βουλγαρικού εδάφους.

Εν τώ μεταξύ ο ελληνικός στόλος είχε καταλάβει το Δεδεαγάτς και το Πόρτο Λάγο, ενώ τμήματα του στρατού κατέλαβον την Ξάνθην.

*

Αι συνθήκαι της ειρήνης

Ο Φερδινάνδος μετά τάς απωλείας πού υπάστη ολόγυρά της η Βουλγαρία, όλοι οι γείτονές της επωφελήθησαν από τάς νίκας των Ελλήνων, εξελιπάρησε τον βασιλέα της Ρουμανίας Κάρολο, να μεσιτεύση διά την κατάπαυσιν των εχθροπραξιών. Και πράγματι την 17ην Ιουλίου 1913 υπεγράφη ανακωχή, και εις το Βουκουρέστι ήρχισαν αι διαπραγματεύσεις της ειρήνης παρόντος και του Ελ. Βενιζέλου, η οποία υπεγράφη την 28ην Ιουλίου.

Τά ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθωρίσθησαν προς το Αιγαίον μέχρι των εκβολών του Νέστου. Η Τουρκία εν τώ μεταξύ επωφεληθείσα της ελληνικής προελάσεως, ανακατέλαβε τάς Σαράντα Εκκλησίας, την Αδριανούπολιν και ολόκληρον την ανατολικήν Θράκην και τά τετελεσμένα επεκυρώθησαν διά της τουρκοβουλγαρικής συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως εις τάς 16 Σεπτεμβρίου 1913.

Την 1ην Νοεμβρίου 1913 υπεγράφη εις τάς Αθήνας η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αλλά το ζήτημα των νήσων απεσιωπήθη διότι η Τουρκία δεν εννοούσε να αποδεχθή την προσάρτησιν αυτών υπό της Ελλάδος. Τον Ιούλιον του 1914, ενώ είχεν αποφασισθή συνάντησις των πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας εις τάς Βρυξέλλας και ο Βενιζέλος ανέμενε τον ομόλογόν του, ο οποίος καθυστερούσε σκοπίμως, εξέσπασε τελικώς ο Ευρωπαϊκός Πόλεμος και διεκόπη πάσα συζήτησις. Πάντως μία διακοίνωσις των δυνάμεων (13 Φεβρουαρίου 1914) ανεγνώριζε την κυριότητα της Ελλάδος επί των νήσων, πλήν της Ίμβρου, Τενέδου και Καστελλορίζου.

Πάντως, παντός άλλου εστενοχωρούσε περισσότερον η εις βάρος των εθνικών διεκδικήσεων συγκρότησις του αλβανικού κράτους.

Η ελληνική κυβέρνησις εζήτησε την διενέργεια δημοψηφίσματος εις την Β. Ήπειρον, αλλ’ αντί τούτου η Ιταλία και η Αυσρία επέτυχαν να σχηματισθή διεθνής ελεγχόμενη βεβαίως επιτροπή, η οποία να καθορίση τά σύνορα της Αλβανίας προς την Ελλάδα. Έτσι η προαναφερθείσα διακοίνωσις της 13ης Φεβρουαρίου 1914 απέκλειε την ελληνικήν κυριότητα επί της Β. Ηπείρου. Οι Βορειοηπειρώται όμως επανεστάτησαν, εσχημάτισαν αυτόνομον κυβέρνησιν υπό τον Γ. Ζωγράφον, και κατετρόπωσαν τον αλβανικόν στρατόν πού εστάλη να καταπνίξη την επανάστασιν, και ήσαν έτοιμοι να εισβάλουν και εις το εσωτερικό της Αλβανίας.

Τρομοκρατημένη η διεθνής επιτροπή εζήτησεν ανακωχή με υπόσχεσιν να λάβη υπ’ όψιν της τάς αξιώσεις των. Αλλά με την σύμβασιν της Κερκύρας (4η Μαΐου 1914) ανεγνώρισαν μόνον τά θρησκευτικά και τά γλωσσικά προνόμια των Βορειοηπειρωτών και έθεσαν βάσεις διά μίαν μελλοντικήν αυτοδιοίκησιν των επαρχιών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς.

Η Ελλάς είχε γίνει πλέον, με την ειλικρινή συνεργασίαν βασιλέως και πρωθυπουργού, υπολογίσιμος παράγων της ανατολικής Μεσογείου.

*

Η ΣΥΓΡΟΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

(ΑΠΟ ΤΟΝ Α΄ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ)

Η διαφωνία βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελ. Βενιζέλου. Η Ελληνική ουδετερότης και η εθνική διαίρεσις

Τον Αύγουστο του 1914 εκηρύχθη ο ευρωπαϊκός πόλεμος ο οποίος δυστυχώς διέλυσε την μέχρι τότε στενή συνεργασίαν βασιλέως – πρωθυπουργού. Ο Κωνσταντίνος ηρνήθη κατηγορηματικώς προτάσεις του αυτοκράτορος της Γερμανίας περί εξόδου της Ελλάδος εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των κεντρικών δυνάμεων, και ήτο υπέρ της ουδετερότητος, ενώ ο Ελ. Βενιζέλος ήθελεν να μετάσχη η Ελλάς εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των δυτικών δυνάμεων της Τριπλής Συνεννοήσεως (Αντάντ : Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) και μάλιστα άνευ εξασφαλίσεως ανταλλαγμάτων.

Η ριζική αντίθεσις βασιλέως – Βενιζέλου εξεδηλώθη από της εκρήξεως του παγκοσμίου πολέμου και επί μακρόν είχεν επίμαχον θέμα το ζήτημα της βοηθείας προς την Σερβίαν. Ο Βενιζέλος επέμενεν ότι η Ελλάς υπεχρεούτο, βάσει της ελληνοσερβικής συνθήκης, να βοηθήση την Σερβίαν, όταν τά αυστριακά στρατεύματα εισέβαλαν εις τά εδάφη της. Οι αντίπαλοί του όμως, μεταξύ αυτών και ο βασιλεύς, επρέσβευον ότι η Ελλάς είχε υποχρέωσιν βοηθείας προς την Σερβίαν, μόνο αν αυτή υφίστατο επίθεσιν από βαλκανικήν χώραν. Ο υπουργός των εξωτερικών Γ. Στρέϊτ παρητήθη και ανέλαβε ο ίδιος ο Βενιζέλος την διεύθυνσιν της εξωτερικής πολιτικής και κατηύθυνε απροκαλύπτως πλέον την Ελλάδα προς έξοδον εις τον πόλεμον άνευ όρων.

*

Την 18η και 20ην Φεβρουαρίου 1915 ο βασιλεύς εκάλεσεν εις συμβούλιον τους χρηματίσαντας πρωθυπουργούς και αρχηγούς κομμάτων. Ουδείς εξ αυτών συνεφώνησεν απολύτως προς τάς απόψεις του Βενιζέλου, ο οποίος προέτεινε αποστολή μεραρχίας εις την χερσόνησον της Καλλιπόλεως με προοπτικήν προελάσεως προς την Κωνσταντινούπολιν, τασσόμενοι υπέρ της ουδετερότητος. Την επομένην παρητήθη ο Βενιζέλος, ενώ κυβέρνησιν εσχημάτισεν ο Ζαΐμης, αλλά δεν ηδυνήθη ν’ ασκήση εξουσίαν, λόγω βενιζελικής πλειοψηφίας εις την Βουλήν, και η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως εδόθη εις τον Δημ. Γούναρην εκ Πατρών, ο οποίος ήλθε εις οξυτάτην αντίθεσιν προς τον Βενιζέλον.

Εν τώ μεταξύ η διαμάχη βασιλέως και Βενιζέλου μετεδόθη εις τον ελληνικόν λαόν, ο οποίος διηρέθη, διά των ραδιουργιών πρακτόρων ξένων δυνάμεων, εις δύο αλληλοσπαρασσομένας μερίδας με φοβεράν μάλιστα έξαψιν παθών.

Αι νέαι εκλογαί έγιναν την 31ην Μαΐου 1915 και ενίκησε το κόμμα των Φιλελευθέρων. Έτσι ο βασιλεύς ανέθεσε εις τον Βενιζέλον σχηματισμόν κυβερνήσεως. Εν τώ μεταξύ η Βουλγαρία ετάχθη με το μέρος των κεντρικών δυνάμεων, ελπίζουσα εις την προσάρτησιν της Καβάλας, της Δράμας και των Σερρών, διευκολύνουσα τον Βενιζέλον εις την επιμονήν του να πολεμήσουν εις το πλευρό των συμμάχων. Ο βασιλεύς όμως συμφωνούσε εις πόλεμον κατά των Βουλγάρων μόνον και όχι κατά των κεντρικών δυνάμεων. Ο Βενιζέλος παρητήθη και πάλιν, ανετέθη δε εκ νέου εις τον ΑΛ. Ζαΐμην ο σχηματισμός κυβερνήσεως. Εν τώ μεταξύ οι σύμμαχοι απεβίβασαν στρατόν εις την Θεσσαλονίκην, ενέργεια η οποία απεδόθη εις τον Βενιζέλον, αφού υπεστήριζε ότι η Ελλάς υπεχρεούτο τουλάχιστον να διαθέση τά εδάφη της εις τους συμμάχους διά να βοηθήσουν αυτοί την Σερβίαν. Ο Ζαΐμης αντικατεστάθη υπό του Στεφ. Σκουλούδη, και αυτός διέλυσε την Βουλήν και προεκήρυξεν εκλογάς διά την 6ην Δεκεμβρίου 1915 εις τάς οποίας δεν μετέσχε το κόμμα των Φιλελευθέρων.

Τον Μάιον του 1916 γερμανοβουλγαρική δύναμις κατέλαβε εις την ανατολικήν Μακεδονίαν το ελληνικόν οχυρόν του Ρούπελ. Η κυβέρνησις Σκουλούδη εθεώρησε ότι η ενέργεια αυτή αφορούσε τάς συμμαχικάς δυνάμεις και εζήτησεν από αυτάς να επέμβουν. Αι δυνάμεις όμως αυταί μένεα πνέουσαι κατά της ελληνικής κυβερνήσεως και του βασιλέως, την 8ην Ιουνίου απήτησαν διά τελεσιγράφου, πλήρη αποστράτευσιν της Ελλάδος, διάλυσιν της Βουλής και αντικατάστασιν αστυνομικών τινων λειτουργών θεωρουμένων εχθρών της Αντάντ. Η κυβέρνησις Σκουλούδη παρητήθη, ο Ζαΐμης ανέλαβεν εκ νέου αποδεχθείς τους όρους του τελεσιγράφου, αλλά αι εκλογαί ανεβλήθησαν επ’ αόριστον κατ’ απαίτησιν των Γάλλων και ο Ζαΐμης πολύ γρήγορα παρητήθη. Η κυβέρνησις ανετέθη εις τον Νικ. Καλογερόπουλον του θεοτοκικού κόμματος, ο οποίος εθεωρείτο ανταντόφιλος, και πράγματι αυτός εφάνη πρόθυμος να έλθη εις συνεννόησιν με τους συμμάχους διά την είσοδον της Ελλάδος εις τον πόλεμον, αλλ’ οι τελευταίοι απέβλεπαν μόνον εις τον Βενιζέλον, τον οποίον απεφάσισαν να οδηγήσουν εις την εξουσίαν διά παντός μέσου.

*

Το επαναστατικόν κίνημα της Θεσσαλονίκης. Η σύγκρουσις με τους συμμάχους.

Την 17ην Αυγούστου 1916 με την βοήθειαν των συμμαχικών στρατευμάτων εκηρύχθη επαναστατικόν κίνημα εις την Θεσσαλονίκην. Την 13ην Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κουντουριώτης και ο στρατηγός Δαγκλής εσχημάτισαν προσωρινήν κυβέρνησιν εις την Θεσσαλονίκην, η οποία ανεγνωρίσθη αμέσως υπό της Γαλλίας και της Αγγλίας, και εκήρυξε αμέσως τον πόλεμον εναντίον της Βουλγαρίας και των Κεντρικών δυνάμεων.

Η εθνική διαίρεσις του ελληνικού λαού είχε συντελεσθή. Την κυβέρνησιν Καλογεροπούλου διεδέχθη εις τάς Αθήνας, μετά μίαν ματαίαν απόπειραν από τον Ν. Δημητρακόπουλον, η κυβέρνησις Σπ. Λάμπρου, η οποία δεν είχε πολιτικόν χαρακτήρα και εθεωρείτο ως εκπροσωπούσα την βασιλικήν θέλησιν.

Την επομένην, 3 Νοεμβρίου 1916, γαλλική πολεμική μοίρα πού είχε καταπλεύσει εις το Κερατσίνι, απαιτούσε να παραδοθούν εις αυτούς 16 πεδιναί και 16 ορειβατικαί πυροβολαρχίαι, 140 πολυβόλα, 40.000 όπλα με 220 φυσέκια διά το καθένα και 50 φορτηγά αυτοκίνητα. Η κυβέρνησις Λάμπρου ηναγκάσθη να δεχθή το τελεσίγραφον. Την 28ην Νοεμβρίου ο γαλλικός στόλος απέκλεισε τον λιμένα του Πειραιώς, κατέλαβε και τά ελαφρά πολεμικά και με διαφόρους άλλας επεμβάσεις κατερράκωσε κάθε ένοιαν ελληνικής κυριαρχίας.

Ο Βενιζέλος εξαπέλυεν μύδρους εναντίον του βασιλέως, τον οποίον εθεώρει υπεύθυνον μιάς προδοτικής, κατ’ αυτόν, πολιτικής, δεν εκυρήχθη πάντως εναντίον της δυναστείας. Εις την Θεσσαλονίκην ωργανόνοντο συλλαλητήρια κατά του βασιλέως και εις τάς Αθήνας συλλαλητήρια κατά του Βενιζέλου. Η Ελλάς είχε πλέον διαιρεθή εις δύο κράτη : το νόμιμον των Αθηνών, και το επαναστατικόν κράτος της Θεσσαλονίκης πού κατείχε την Μακεδονίαν και τάς νήσους του Αιγαίου, με την « κυβέρνησιν εθνικής αμύνης» και με την ανεπιφύλακτον ενίσχυσιν των συμμάχων.

Ήδη μεταξύ των δύο « ελληνικών κρατών» ελάμβανον χώραν αιματηραί συγκρούσεις, όπως εις την Κατερίνην, εις την Νάξον και την Κεφαλληνίαν.

Την νύκτα της 18ης Οκτωβρίου 1916 αγγλογαλλικαί δυνάμεις εκινήθησαν προς κατάληψιν διαφόρων υψωμάτων περί τάς Αθήνας, και έλαβον χώραν αιματηρά γεγονότα, όπως και την επομένην. Εφονεύθησαν περί τους 40 Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώται, εκ δε των συμμαχικών δυνάμεων 35. Το γαλλικόν θωρηκτόν «Μιραμπώ» έρριψε από το Κερατσίνι κατά των Αθηνών πολλάς βόμβας, ακόμη και μέσα εις τά ανάκτορα.

Με την επέμβασιν των πρέσβεων της Ρωσίας και της Ιταλίας έπαυσαν αι εχθροπραξίαι, η έξαψις όμως των πνευμάτων είχε φθάσει εις απερίγραπτον βαθμόν και διεπράχθησαν πολλαί βιαιοπραγίαι, συλλήψεις, κακοποιήσεις, διαπομπεύσεις και φυλακίσεις βενιζελικών. Ο Βενιζέλος εθεωρείτο υπεύθυνος όλης της καταστάσεως και αυτό ωδήγησε μετ’ ολίγας ημέρας, την 13ην Δεκεμβρίου 1916, εις το « ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου το οποίον έγινε εις το Πεδίον του Άρεως και μετείχε και ο μητροπολίτης Αθηνών. Ο Βενιζέλος είχεν εκμανή και εις την ψυχήν του εκυριάρχησαν αισθήματα προσωπικού μίσους και εκδικήσεως. Η «προσωρινή κυβέρνησις» εκήρυξεν έκπτωτον τον βασιλέα Κωνσταντίνον και έκτοτε αι ενέργειαι του Βενιζέλου εστρέφοντο απροκαλύπτως εις την εξώθησιν των συμμάχων προς εκθρόνησιν του Κωνσταντίνου.

*

Η εκθρόνησις του Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος εις Αθήνας

Την 21ην Απριλίου 1917 απεμακρύνθη ο Σπ. Λάμπρος και εσχημάτισε κυβέρνησιν ο Αλ. Ζαΐμης, ο οποίος εις μάτην προσεπάθησε να επιτύχη πραγματικήν συνδιαλλαγήν. Η Γαλλία είχεν αποφασίσει να εκθρονίση τον βασιλέα Κωνσταντίνο και το επέτυχε αφού εξησφάλισε την ανοχήν των άλλων συμμάχων. Την 11ην Ιουνίου 1917 απηύθυνε προς τον Ζαΐμην τελεσίγραφον, όπως ο βασιλεύς Κωνσταντίνος παραιτηθή εντός 24 ωρών και γαλλικά στρατεύματα κατελάμβανον τον ισθμόν της Κορίνθου και άλλα στρατηγικά σημεία. Ύστερα από έν συμβούλιον του στέμματος, ο βασιλεύς απεφάσισε να εγκαταλείψη τον θρόνον και την 2αν Ιουνίου (;) πλήθη λαού και στρατιωτών απεχαιρέτησε μετά δακρύων τον Κωνσταντίνο και τον πρωτότοκον Γεώργιον, τον οποίον ούτε και αυτόν επεθύμει ο Βενιζέλος. Εις τον θρόνον δε ανήλθεν ο δευτερότοκος Αλέξανδρος.

Την 14ην Ιουνίου ο Βενιζέλος εγκαθιδρύθη εις τάς Αθήνας αναλαβών την κυβέρνησιν της ηνωμένης Ελλάδος, χωρίς κανένα έλεγχον, ως πραγματικός κοινοβουλευτικός δικτάτωρ. Εκ των αντιπάλων του, άλλοι αφέθησαν εις τους Γάλλους διά να τους εξορίσουν εις την Κορσικήν (Γούναρης, Μεταξάς, Έσλιν, Δούσμανης), άλλοι εστάλησαν εις τά νησιά, άλλοι ετέθησαν υπό αστυνομικήν επιτήρησιν. Πολλοί πολιτικοί εφυλακίσθησαν, όπως ο Στ. Σκουλούδης και ο Ι. Ράλλης, ενώ ο μητροπολίτης Αθηνών και άλλοι ανώτεροι κληρικοί καθηρέθησαν. Όλα αυτά εδημιούργησαν την εντύπωσιν εκδικητικού πνεύματος, το οποίον κάθε άλλο παρά διηυκόλυνε την εξάλειψιν των παθών.

*

Η Ελλάς εις το πλευρό των συμμάχων. Εις τά πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Βενιζέλος εκήρυξεν γενικήν επιστράτευσιν παρά τάς αντιδράσεις και εσχηματίσθη μία ισχυρά στρατιωτική δύναμις, η οποία ετέθη εις την διάθεσιν των Γάλλων. Η δύναμις αυτή επολέμησε με ηρωισμόν και αυτοθυσίαν η δε μάχη του Σκρά (30 Μαΐου 1918), η οποία ήνοιξε τον δρόμον εις τάς συμμαχικάς δυνάμεις προς οριστικήν συντριβήν των Βουλγάρων, υπήρξε κυρίως έργον του ελληνικού στρατού.

Κατά το θέρος του 1918 αι ελληνικαί δυνάμεις με διοικητήν τον στρατηγόν Λεων. Παρασκευόπουλον υπό τον νέον αρχηγόν του ανατολικού μετώπου στρατηγόν Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ, επολέμησαν με ηρωισμόν και έτρεψαν εις φυγήν τάς βουλγαρικάς δυνάμεις μετά σειράν σκληρών μαχών. Την 13ην Σεπτεμβρίου οι Βούλγαροι εζήτησαν ανακωχήν εγκαταλείποντας τάς τύχας των εις χείρας των συμμάχων.

Αλλά και οι Τούρκοι υποχωρούσαν καταδιωκόμενοι υπό του ελληνικού στρατού και των συμμάχων των. Την 2αν Σεπτεμβρίου συνήφθη εις τον Μούδρον η ανακωχή, αφού κατέθεσαν τά όπλα άνευ όρων. Ο μετέχων των επιχειρήσεων ελληνικός στρατός εισήλθε μετά των συμμάχων εις την Κωνσταντινούπολιν και παρήλασε θριαμβευτικώς εις τάς οδούς της πόλεως των ελληνικών ονείρων. Ολίγον κατόπιν τά ελληνικά πολεμικά ηγκυροβόλισαν παρά τον Κεράτιον, όχι μακράν της Αγίας Σοφίας και των ανακτόρων των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Όνειρα προαιώνια εφαίνοντο ως να έλαβον σάρκα και οστά!

Την 27ην Οκτωβρίου 1919 συνήφθη η συνθήκη του Νεϋγύ, διά της οποίας η Βουλγαρία απεμακρύνθη του ελληνικού Αιγαίου.

Μετά την ανακωχήν με την Τουρκίαν, ο ελληνικός στρατός προήλασε προς την ανατολικήν Θράκην. Με την προθυμίαν του να στείλη έν ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις την κατά των Μπολσεβίκων συμμαχικήν εκστρατείαν της Κριμαίας, ο Βενιζέλος επέτυχε να επιτραπή εις τον ελληνικόν στρατόν να καταλάβη ολόκληρον την τουρκικήν Θράκην μέχρι της Τσατάλτζας, και η Ελλάς εξετείνετο εις τά παράλια της Προποντίδος και του Ευξείνου και έως τά πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως.

*

Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν

Η Τουρκία έχανεν οριστικώς κάθε κυριαρχίαν επί της Παλαιστίνης, της Μεσοποταμίας και της Αραβίας, διά τάς οποίας χώρας ελάμβανεν εντολήν διοικήσεως και βαθμηδόν συγκροτούσε κράτη υπό την κηδεμονίαν της η Αγγλία.

Εις την Συρίαν η εντολή ανετέθη εις την Γαλλίαν, ενώ η Ιταλία ήγειρεν απαιτήσεις διά τά παράλια της Μ. Ασίας αλλ’ επικρατούσε διαφωνία μεταξύ των δυνάμεων.

Εν τώ μεταξύ εξερράγη το κεμαλικόν κίνημα , πού εδημιούργησεν εθνικιστικόν αναβρασμόν ανά την Τουρκίαν, προς εκδίωξιν των συμμάχων. Συγχρόνως φανατικά τουρκικά στίφη κατεδίωκαν τους Έλληνες της Μ. Ασίας, εκ των οποίων άλλοι κατεσφάζοντο και άλλοι μετεκινούντο βιαίως προς το εσωτερικόν.

Την 2αν Μαΐου 1919 το συμβούλιον των συμμάχων, διά διαφορετικούς λόγους ο καθένας, έδωσαν την άδειαν εις την Ελλάδα, μετά τάς διαβεβαιώσεις του Βενιζέλου, ότι θα επιτύχη, και δυνάμεις του ελληνικού στρατού εστάλησαν εις την Σμύρνην ως εντολοδόχοι των συμμάχων, όπου έγιναν με απερίγραπτον ενθουσιασμόν δεκταί από τον ελληνικόν πληθυσμόν. Διά τακτικών επιχειρήσεων δε του στρατού, απεκαταστάθη η τάξις και εις το Αϊδίνιον, όπου τουρκικά σώματα κατέσφαζον τους Έλληνας.

Εν τώ μεταξύ ο Κεμάλ, εκήρυξε έκπτωτον τον σουλτάνον, ήλθε εις συμφωνίαν με τους Ρώσους Μπολσεβίκους, απ’ τους οποίους επρομηθεύθη και πολεμικόν υλικόν, και παρασκεύαζε στρατεύματα διά να εκδιώξη τους Έλληνας από την Σμύρνην, τους Γάλλους από την Συρίαν και τους συμμάχους από την Κωνσταντινούπολιν. Ο Βενιζέλος εζήτησε κοινάς επιχειρήσεις με τους συμμάχους αλλ’ οι τελευταίοι δεν συμφώνησαν λόγω αντιδράσεως κυρίως της Ιταλίας, έδωσαν όμως την άδειαν εις την Ελλάδα αλλ’ « υπό ιδίαν της ευθύνην» να ενεργήση εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις πέραν των ορίων της εντολής πού είχεν αρχικώς λάβει.

Και πράγματι, ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγον τον Λ. Παρασκευόπουλον προήλασε ορμητικώς και εξεδίωξε τους κεμαλικούς προς την Νικομήδειαν, προξενώντας τον θαυμασμόν των συμμάχων αλλά και την ενίσχυσιν του Βενιζέλου κατά τάς διαπραγματεύσεις της οριστικής ειρήνης.

*

Η Συνθήκη των Σεβρών. Η «Μεγάλη Ελλάς».

Την 28ην Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1920, εις το δημαρχείον των Σεβρών, προάστειον των Παρισίων, υπεγράφη η συνθήκη των συμμάχων μετά της Τουρκίας, ήτις έλαβε το όνομα «Συνθήγκη των Σεβρών». Δι’ αυτής παρεχωρείτο η περιοχή της Θράκηςμέχρι της γραμμής Αίνου – Μηδείας και αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος εις την Ελλάδα. Η περιοχή τής Σμύρνης θα έμενεν υπό την ονομαστικήν κυριαρχίαν του σουλτάνου, αλλά με ελληνικήν διοίκησιν και Έλληνα ύπατον αρμοστήν. Μετά πενταετίαν θα ήτο δυνατόν, κατόπιν δημοψηφίσματος, να περιέλθη οριστικώς εις την Ελλάδα. Συγχρόνως υπεγράφη ελληνοιταλική συμφωνία διά την παραχώρησιν της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα, πλήν της Ρόδου, η οποία θα έμενεν αυτόνομος επί δεκαπενταετίαν, οπότε θα ήτο δυνατόν να δοθή κατόπιν ευνοϊκού δημοψηφίσματος εις την Ελλάδα, εάν η Αγγλία εδέχετο να παραχωρήση την Κύπρον. Ομοίως και διά το Καστελλόριζον. Δι’ άλλης ταυτοχρόνου συνθήκης η δυτική Θράκη (τρίγωνον Ξάνθης – Δεδεαγάτς), την οποίαν η συνθήκη του Νεϊγύ δεν αφαιρούσε ρητώς από την Βουλγαρίαν, παρεχωρείτο εις την Ελλάδα. Η Τουρκία ανελάμβανε την υποχρέωσιν προστασίας των επί των εδαφών της μειονοτήτων, όπως και η Ελλάς.

Έτσι, η συνθήκη των Σεβρών εδημιουργούσε έν μέγα ελληνικόν κράτος, κυρίαρχον του Αιγαίου, και τούτο κυρίως επετεύχθη διά του πολιτικού δαιμονίου του Βενιζέλου, ο οποίος εδικαιούτο του θαυμασμού και της ευγνωμοσύνης σύμπαντος του έθνους.

*

Δολοφονική απόπειρα κατά Βενιζέλου. Η απόφασις των εκλογών.

Δυστυχώς η εσωτερική κατάστασις εις την Ελλάδα κατά την περίοδον της απουσίας του Βενιζέλου είχε επιδεινωθή. Βοηθούσης και της εκδικητικότητος αυτού, οι συνεργάται του, αντί να εξαρθούν εις το ύψος των μεγάλων και ιστορικών εκείνων στιγμών και να επιδείξουν μεγαλοψυχίαν, συνέχιζον με διαρκώς μεγαλυτέραν έντασιν τάς καταδιώξεις, τάς δίκας, τάς φυλακίσεις και τους εκτοπισμούς. Η ελεινή αυτή κατάστασις εκρατούσε τά πνεύματα εις αναβρασμόν και πολλοί Έλληνες αδιαφορούσαν διά τάς εθνικάς επιτυχίας του Βενιζέλου και εσκέπτοντο πώς θα ανατρέψουν τον «τύραννον», κάποιοι μάλιστα εσκέπτοντο την φυσικήν του εξόντωσιν διά παντός μέσου.

Και πράγματι, το βράδυ της 30ης Ιουλίου 1920, εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν των Παρισίων, δύο νεαροί απότακτοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού απεπειράθησαν την δολοφονίαν του Βενιζέλου. Η απόπειρα απέτυχε, αλλ’ όταν εγνώσθη εις τάς Αθήνας, επροκάλεσε έξαψιν και αναβρασμόν, ακόμη και η κυβέρνησις με εμπρηστικά ανακοινωθέντα και δηλώσεις εξώθησε τον όχλον εις διαδηλώσεις, κακοποιήσεις πολιτών, εμπρησμούς και διαρπαγάς κατοικιών αντιπάλων. Τότε, από αυτό το ιδιαίτερο σώμα ασφαλείας, το οποίον ενεργούσε ανεξελέγκτως συλλήψεις, συνελήφθη και εδολοφονήθη ανάνδρως ο Ίων Δραγούμης, υιός του άλλοτε πρωθυπουργού Στεφάνου Δραγούμη, πολιτευτής επιφανής ο ίδιος, φιλολογικός συγγραφεύς μεγάλης πνευματικής και εθνικής πνοής και έχων προσφέρει μεγάλας υπηρεσίας κατά τον Μακεδονικόν αγώνα.

Την 17ην Αυγούστου 1920 ο Βενιζέλος επέστρεψεν εις τάς Αθήνας, όπου οι οπαδοί του του επεφύλαξαν αποθεωτικήν υποδοχήν. Η Βουλή εξέδωσε και αυτή ψήφισμα εθνικής ευγνωμοσύνης διά του οποίου τον ανεκήρυσσεν «Άξιον της Ελλάδος, ευεργέτην και σωτήρα της πατρίδος». Η Βουλή όμως αυτή δεν εκπροσωπούσε την λαϊκήν θέλησιν. Η αντιπολίτευσις ζητούσε εκλογάς, κάτι πού και ο Βενιζέλος ήξερε ότι έπρεπε να γίνουν. Άλλωστε κατά τους αγώνες του εις τάς διαπραγματεύσεις πολλοί υπαινίσσοντο ότι δεν εκπροσωπεί την θέλησιν του ελληνικού λαού. Έπρεπε λοιπόν να προχωρήση προς εκλογάς.

Την 10ην Σεπτεμβρίου η Βουλή διελύθη και αι νέαι εκλογαί ωρίσθησαν αρχικώς διά την 25ην Οκτωβρίου, αλλά κατόπιν ανεβλήθησαν διά μίαν εβδομάδα εξ αιτίας μεσολαβήσαντος απροόπτου σοβαρωτάτου γεγονότος.

*

Ο θάνατος του βασιλέως Αλεξάνδρου και αι εκλογαί της 1ης Νοεμβρίου 1920

Ο βασιλεύς Αλέξανδρος, παρά τάς ύβρεις κατά του πατρός του, συνειργάσθη ειλικρινώς διά το καλόν του τόπου με το βενιζελικόν καθεστώς και διά τούτο ο Βενιζέλος ησθάνετο προς αυτόν ευγνωμοσύνην και συμπάθειαν. Ενυμφεύθη δε ο Αλέξανδρος την Ελληνίδαν Ασπασίαν μάνου, κόρην υπασπιστού του πατρός του. Την 12ην Οκτωβρίου 1920 όμως ο Αλέξανδρος απέθανεν εις τά ανάκτορα του Τατοΐου εξ αιτίας μολύνσεως από δήγμα πιθήκου. Η κυβέρνησις κατεταράχθη διά τάς συνεπείας και ο Βενιζέλος εν αμηχανία περί του πρακτέου, συνεκάλεσεν την ήδη διαλυθείσαν Βουλήν, η οποία εξέλεξεν και ώρκισεν αντιβασιλέα τον ναύαρχον κουντουριώτην. Αλλ’ η ηνωμένη αντιπολίτευσις έθεσε θέμα επανόδου του Κωνσταντίνου και εζήτουν την διεξαγωγήν δημοψηφίσματος. Ο Βενιζέλος ηρνήθη όμως λέγων ότι αι εκλογαί θα κρίνουν και το θέμα αυτό.

Αι εκλογαί έγιναν την 1ην Νοεμβρίου και το αποτέλεσμα υπήρξε συντριπτικόν διά το κόμμα των φιλελευθέρων. Η επιτυχία της συνθήκης των Σεβρών δεν ηδυνήθη να αντισταθμίση την δυσφορίαν του εκλογικού σώματος εξ αιτίας των επεμβάσεων των δυτικών δυνάμεων εις τά εσωτερικά της Ελλάδος, της βιαίας εκθρονίσεως του αγαπητότατου, λόγω της δόξης των βαλκανικών πολέμων, Κωνσταντίνου, και των καταδιώξεων των πολιτών λόγω πολιτικών φρονημάτων.

*

Επιστροφή του βασιλέως Κωνσταντίνου. Οι σύμμαχοι κατά της Ελλάδος

Μόλις εγνώσθη το αποτέλεσμα των εκλογών, ο Βενιζέλος παρητήθη, την δε επομένην εγκατέλειψε κρυφίως την Ελλάδα. Ο ναύραχος Κουντουριώτης άφησε την αντιβασιλείαν, ενώ ως αντιβασιλεύς ανεγνωρίσθη η βασιλομήτωρ Όλγα, η οποία είχεν επιστρέψει εις την Ελλάδα κατά την επιθανάτιον αγωνίαν του Αλεξάνδρου. Κυβέρνησιν εσχημάτισεν ο γηραιός πολιτικός Ιωάννης Ράλλης και διεξήχθη δημοψήφισμα διά την επάνοδον ή όχι του Κωνσταντίνου, το οποίον απέβη μία πανηγυρική εκδήλωσις υπέρ του βασιλέως. Άλλωστε οι βενιζελικοί απέσχον αυτού.

Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος επανήλθεν εις την Ελλάδα (6 Δεκεμβρίου 1920), έγινε δε δεκτός με απεριγράπτους εκδηλώσεις χαράς και συγκινητικά δείγματα λατρείας εκ μέρους του βασιλόφρονος ελληνικού λαού.

Αλλ’ οι χθεσινοί νικηταί διηρέθησαν εις πολλάς κοινοβουλευτικάς ομάδας. Πλειοψηφίαν είχε το τότε ονομασθέν «Λαϊκόν κόμμα» (έως τότε κόμα εθνικοφρόνων) του Δημ. Γούναρη. Την 22αν Ιανουαρίου 1921 εξηναγκάσθη εις παραίτησιν ο Δημ. Ράλλης και εσχημάτισε κυβέρνησιν ο Νικ. Καλογερόπουλος με την υποστήριξιν του Γούναρη.

Μετά την αλλαγήν του καθεστώτος, οι σύμμαχοι μετέβαλον διαθέσεις έναντι της Ελλάδος. Η Γαλλία την 26ην Φεβρουαρίου 1921 συνήψε συμφωνίαν και ανεγνώρισεν το επαναστατικόν καθεστώς του Κεμάλ, και τά στρατεύματά της απεσύρθησαν από την Κιλικίαν, ενώ εστερεώθησαν εις την Συρίαν. Αμέσως δε ήρχισεν την αποστολήν πολεμικού υλικού προς ενίσχυσιν του Κεμάλ και διά την συντριβήν των Ελλήνων.

Αλλά και η Ιταλία ήρχισε να ενισχύη το κεμαλικόν καθεστώς εις τον αγώνα του εναντίον των Ελλήνων.

Τέλος η Αγγλία, η οποία είχεν εναρμονίσει την νέαν πολιτικήν της διά τά συμφέροντά της διά της συνθήκης των Σεβρών, έμενε πρόθυμος να εκμεταλλευθή ένα τελικόν τυχόν θρίαμβον του ελληνικού στρατού, χωρίς όμως να προσφέρη και κάτι.

Ως προς τον Κεμάλ, η παράδοσις πολεμικού υλικού από τους Μπολσεβίκους της Ρωσίας, η απροκάλυπτος ενίσχυσις από τους Γάλλους και τους Ιταλούς, του έδωσαν τόσην δύναμιν, ώστε να εμφανίζεται πλέον όχι ως αρχηγός επαναστατικού κινήματος, αλλά ως εκπρόσωπος ενός νέου και υπολογίσιμου τουρκικού κράτους.

Η Ελλάς περιήλθεν εις δύσκολον θέσιν. Ή θα έπρεπε να εγκαταλείψη την Μικράν Ασίαν και να στρέψη όλας της τάς δυνάμεις εις την άμυναν της Θράκης, όπου επί τέλους και μία υποχώρησις δεν θα συνιστούσε πανωλεθρία, ή να συνέχιζε μόνη τον πόλεμον τής Μ. Ασίας με την ελπίδα της συντριβής του Κεμάλ ή εξαναγκασμού του εις συμβιβαστικήν λύσιν. Ουδείς όμως ετάχθη υπέρ της πρώτης λύσεως, διά τον κίνδυνον να θεωρηθού προδόται. Μόνον ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος με τον έκτακτον στρατιωτικόν του νούν είχε μαντεύσει το τραγικόν τέλος, συνέστησε την εγκατάλειψιν της μ. Ασίας. Αλλ’ ο Μεταξάς δεν ήτο ακόμηβουλευτής και δεν είχεν πολιτικήν επιρροήν.

*

Ο ελληνικός αγών της Μ. Ασίας

Την 26ην Μαρτίου 1921 ο Δημ. Γούναρης εσχημάτισεν ο ίδιος κυβέρνησιν, εκήρυξε αμέσως τον στρατιωτικόν νόμον, εκάλεσεν ηλικίας προς ενίσχυσιν του μετώπου και απεφασίσθη κεραυνοβόλος προέλασις προς το εσωτερικόν. Αρχιστράτηγος είχεν ορισθή ο Αντ. Παπούλας, ενώ Ύπατος αρμοστής διετηρήθη ο Στεργιάδης.

Εν τώ μεταξύ αι ελληνικαί δυνάμεις είχον ανακαταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ, ενώ την 27ην Ιουνίου 1921 ήρχισεν η μεγάλη ελληνική επίθεσις. Ο ελληνικός στρατός κατόπιν σκληροτάτων μαχών κατέλαβε την Κιουτάχειαν, το Εσκή Σεχίρ (Δορύλαιον) και προήλασεν ακάθεκτος προς το εσωτερικόν. Την 4ην Αυγούστου έφθασεν εις τον σαγγάριον, όπου διεξήχθη φοβερά και πολύνεκρος πολυήμερος μάχη. Τελικώς οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες συνέτριψαν την λυσσώδη αντίστασιν των Τούρκων, αλλά δεν εκρίθη σκόπιμον να προελάσουν περαιτέρω λόγω ελλείψεως εφοδίων και εφεδρειών, και κατέλαβον θέσεις εις οχυρά σημεία εντεύθεν του Σαγγαρίου, καθηλώθησαν δε εκεί.

Αν και κυρίαρχος ήδη ο ελληνικός στρατός 100.000 χιλιομέτρων μικρασιατικού εδάφους κατήντησε να σκέπτεται όχι πώς θα διατηρήση έστω και σπιθαμή εκ του εδάφους αυτού, αλλά πώς θα το εγκατέλειπε με εύσχημο τρόπο και χωρίς εθνικάς συμφοράς.

Η κεμαλική Τουρκία απαιτούσε όχι μόνον την Μ. Ασίαν, αλλά και την Θράκην και επίπλέον πληρωμήν αποζημιώσεως από την Ελλάδα. Πρό της απογνώσεως η ελληνική κυβέρνησις απεφάσισε να καταλάβη από της Θράκης την Κωνσταντινούπολιν, ώστε να εκβιάση μίαν εθνικώς αποδεκτήν λύσιν. Προς τούτο έν τμήμα ελληνικού στρατού μετεφέρθη εις την Θράκην. Οι σύμμαχοι όμως αντέδρασαν, η δε Γαλλία ήρχισεν ήδη να λαμβάνη πολεμικά μέτρα. Η Ελλάς είχε φθάσει και πρό οικονομικού βαράθρου, κατέφυγε δε εις αναγκαστικόν εσωτερικόν δάνειον διά διχοτομήσεως του χαρτονομίσματος. Την 3ην Μαΐου 1922 παρητήθη η κυβέρνησις Γούναρη, ενώ η κυβέρνησις Ν. Στράτου πού την διεδέχθη, κατεψηφίσθη εις την Βουλήν. Εσχηματίσθη τότε κυβέρνησις Π. Πρωτοπαπαδάκη, εκ των επιτελών του λαϊκού κόμματος, με συμμετοχήν του Γούναρη και του Στράτου. Ο αρχιστράτηγος Παπούλας αντικατεστάθη διά του Γ. Χατζανέστη.

Την 13ην Αυγούστου 1922 ήρχισεν η μεγάλη επίθεσις του κεμαλικού στρατού κατά του κατεπονημένου και δίχως ηθικό ελληνικού στρατού. Το βάρος της επιθέσεως εστράφη προς το Τουλού Μπουνάρ, όπου μετά κρατεράν αντίστασιν ο ελληνικός στρατός υπεχώρησεν ατάκτως, ηκολούθησε δε πλήρης διαρροή του μετώπου και γενική υποχώρησις προς τά παράλια, ενώ μεγάλα τμήματα ελληνικού στρατού ηχμαλωτίσθησαν.

Εν μέσω γενικής συγχύσεως η κυβέρνησις Πρωτοπαπαδάκη παρητήθη και τον σχηματισμόν νέας ανέλαβε ο Ν. Τριανταφυλλόπουλος. Αλλ’ η κατάστασις εις την Σμύρνην ήτο τραγική. Τά περισσότερα τμήματα του ελληνικού στρατού, πού κατώρθωσαν να φθάσουν εγκαίρως εις τά παράλια, μετεφέρθησαν με επειγόντως σταλέντα πλοία εις τάς γειτονικάς νήσους.

Αλλ’ οι ελληνικοί πληθυσμοί έμειναν εις την διάθεσιν των αποθηριωμένων τουρκικών στιφών, και απεριγράπτου θηριωδίας και βαρβαρότητος σκηναί έλαβον μέρος. Αι ελληνικαί συνοικίαι της Σμύρνης επυρπολύθησαν, άνδρες δε γυναίκες και παιδιά, περιπλανόμενα εν εξάλλω καταστάσει κατεσφάζοντο κατά χιλιάδας ενώπιον ξένων προξένων. Η προκυμαία και η θάλασσα εσκεπάσθησαν από πτώματα. Και αυτός ο φλογερός πατριώτης μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, περιεφέρθη από μαινόμενον συρφετόν προς διαπόμπευσιν ανά τάς τουρκικάς συνοικίας και κατεκρεουργήθη με φρικτά μαρτύρια, όπως και οι δημπγέροντες.

Υπολογίζεται εις 300000 οι Έλληνες πού εσφάγησαν τότε εις την Σμύρνην ή εις το εσωτερικόν της Μ. Ασίας. Οιλοιποί ερρίφθησαν εις την θάλασσαν , όπου κατεδιώκοντο με μαχαίρας, και προσεπάθουν να σωθούν με κάθε τρόπον.

Αυτό το δραματικόν τέλος είχε όχι μόνον η ελληνική εκστρατεία διά την απελευθέρωσιν του μικρασιατικού ελληνισμού, αλλά και αυτός ο μικρασιατικός ελληνισμός , ο οποίος τότε εξερριζώθη από τάς εθνικάς του εστίας, εις τάς οποίας είχε ζήσει και μεγαλουργήσει επί τρείς χιλιετηρίδας.

*

Η επανάστασις 1922 και το έργον της. Συνθήκη Λωζάννης

Την 11ην Σεπτεμβρίου εξερράγη επαναστατικόν κίνημα υπό την αρχηγίαν των συνταγματαρχών Νικ. Πλαστήρα και Στ. Γονατά και του αντιπλοιάρχου Δ. Φωκά. Όλα τά στρατεύματα τά οποία είχον καταφύγει εις Χίον και Λέσβον καθώς και ο στόλος υπό τον ναύαρχον Αλ. Χατζηκυριάκου προσεχώρησαν εις το κίνημα. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος περίλυπος διά τά γεγονότα της Μ. Ασίας παρητήθη και αυθημερόν (14η Σεπτεμβρίου) ωρκίσθη ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄, διάδοχος δε ανεκυρήχθη ο αδελφός του πρίγκιψ Παύλος. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος με τά λοιπά μέλη της οικογενείας εγκατεστάθη εις το Παλέρμον, όπου και απέθανε καταπονημένος από βαθύτατη θλίψι την 29ην Δεκεμβρίου 1922.

Εσχηματίσθη κυβέρνησις με υποθετικόν πρόεδρον τον Αλ. Ζαΐμην, ο οποίος απουσίαζε και δεν απήντησε κάν αν δέχεται ή όχι, και αντιπρόεδρον τον Σωτ. Κροκιδάν, εις την οποίαν η επανάστασις ανέθεσε την οργάνωσιν της άμυνας των συνόρων της Θράκης, και την περίθαλψιν των προσφύγων. Η προστασία των ελληνικών συμφερόντων εις το εξωτερικόν ανετέθη αμέσως εις τον Ελ. Βενιζέλον.

Εν τώ μεταξύ ο ελληνικός στρατός εγκατέλειψε την Θράκην και την 28ην Αυγούστου 1922 υπεγράφη πρωτόκολλον μεταξύ συμμαχικών δυνάμεων και Τούρκων, με το οποίο η ανατολική Θράκη θα παρεδίδετο εις την κεμαλικήν Τουρκίαν. Διαχωριστική γραμμή Ελλάδος – Τουρκίας ωρίσθη ο Έβρος ποταμός.

Την 5ην Σεπτεμβρίου η επανάστασις εξέδωσε διάγγελμα διά του οποίου εστιγμάτιζε τους ενόχους της εθνικής καταστροφής και ολίγον αργότερον συνεστήθη στρατιωτικόν δικαστήριον, εις το οποίο παρεπέμφθησαν οι ήδη φυλακισμένοι Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης, Γ. Χατζηανέστης, Μ. Γούδας και Ξ. Στρατηγός. Η δίκη διεξήχθη εις την αίθουσαν της παλαιάς Βουλής και διήρκεσε δύο εβδομάδας, με παμψηφεί απόφασιν δε κατεδικάσθησαν οι 6 πρώτοι και εις ισόβια δεσμά οι 2 τελευταίοι. Η θανατική εκτέλεσις εγένετο την 15ην / 28ην Νοεμβρίου 1922 και προεκάλεσεν αλγεινήν εντύπωσιν.

Ολίγον πρό της εκτελέσεως η κυβέρνησις Κροκιδά παρητήθη και εσχημάτισεν νέαν ο έως τότε αρχηγός της επαναστάσεως Στ. Γονατάς, την δε αρχηγίαν ανέλαβεν ο Νικ. Πλαστήρας. Την 7ην Σεπτεμβρίου 1922 ήρχισαν εις την Λωζάννην αι διαπραγματεύσεις διά την ελληνοτουρκικήν ειρήνην. Την Άγκυραν του Κεμάλ, η οποία είχε επιτύχει την ενότητα του τουρκικού κράτους, αντιπροσώπευσε ο Ισμέτ πασάς και την Ελλάδα ο Ελ. Βενιζέλος. Αυτοί αντελήφθησαν το παιγνίδι των συμμάχων, οι οποίοι απέβλεπον βεβαίως εις την διευθέτησιν των πραγμάτων συμφώνως προς το ιδικόν των συμφέρον, και κατόπιν μυστικής συναντήσεως κατέληξαν εις απ’ ευθείας συμφωνίαν, την οποίαν ανακοίνωσαν κατόπιν εις τους συμμάχους προκαλώντας τους δυσάρεστον έκπληξιν.

Την 24ην Ιουλίου 1923 υπεγράφη η συνθήκη της Λωζάννης τερματίζοντας τον ελληνοτουρκικόν πόλεμον, αλλά και σβήνοντας το όνειρον της «Μεγάλης Ελλάδος». Η ανατολική Θράκη περιήλθε εις την Τουρκίαν, η Ίμβρος και η Τένεδος ομοίως αλλά με διοικητικήν αυτονομίαν, και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον παρέμενε εις την Κωνσταντινούπολιν υπό διεθνή εγγύησιν.

Εν τώ μεταξύ, και ενώ η Ελλάς μετρούσε τάς πληγάς της, η Ιταλία είχε σπεύσει να καταγγείλη την συμφωνίαν περί παραχωρήσεως της Δωδεκαννήσου, επέτυχε δε να επιδικασθή οριστικώς η Βόρειος Ήπειρος εις την Αλβανίαν. Και ενώ μία ιταλική επιτροπή διαρρυθμίσεως των ελληνοαλβανικών συνόρων αδικούσε κατάφορα τους βορειοηπειρώτας, οι τελευταίοι ηγανάκτησαν και κάποιοι εξ αυτών αυτοβούλως και απερισκέπτως ενεργούντες, εδολοφόνησαν τά μέλη της επιτροπής και τον αρχηγό της στρατηγό Τελίνι. Ο άρτι επιβληθείς Μουσολίνι προέβαλε όρους αποζημιώσεως ταπεινωτικούς και απαραδέκτους και κατόπιν αυτού η Κέρκυρα κατελήφθη υπό ιταλικών δυνάμεων. Η υπόθεσις παρεπέμφθη εις την διάσκεψιν των πρεσβευτών και η Ιταλία εγκατέλειψε την Κέρκυραν, αφού επεβλήθη χρηματική αποζημίωσις εις την Ελλάδα, και επίβλεψις διεθνούς επιτροπής των ανακρίσεων διά τους δολοφονηθέντας.

*

Αντεπανάστασις και επιβολή δημοκρατίας

Ενώ η επανάστασις είχε προγραμματίσει εκλογάς διά την 2αν Δεκεμβρίου 1923, οι αντιβενιζελικοί ωργάνωσαν διά των στρατηγών Λεοναρδοπούλου και Γαργαλίδη, εν συνεννοήσει και του Ι. Μεταξά, αντεπαναστατικόν κίνημα την 22αν Οκτωβρίου, αλλά συνετρίβη υπό των επαναστατών.

Μετά την αποτυχίαν του αντεπαναστατικού κινήματος ήρχισε ζωηροτάτη κίνησις προς κατάλυσιν της βασιλείας. Τά πολιτικά κόμματα δεν μετέσχον των εκλογών, εκυριάρχησαν έτσι ακραία στοιχεία εξάλλου δημοκρατισμού μετά των οποίων συνειργάζοντο και οι περισσότεροι στρατιωτικοί παράγοντες της επαναστάσεως.

Την 18ην Δεκεμβρίου 1923, υπό την πίεσιν αυτών των καταστάσεων, ο βασιλεύς Γεώργιος μετά της βασιλίσσης και του διαδόχου Παύλου, εγκατέλειψε την Ελλάδα, ενώ η αντιβασιλεία ανετέθη εις τον ναύαραχον Κουντουριώτην. Γρήγορα ανεπτύχθη κίνησις διά την επάνοδον του Βενιζέλου, ο οποίος πράγματι επανήλθεν και εσχημάτισε κυβέρνησιν την 11ην Ιανουαρίου 1924, αφού η επανάστασις κατέθεσε την αρχήν, θεωρήσασα ως λήξαν το έργον της.

Επειδή όμως ο Βενιζέλος δεν εφαίνετο πολύ διατεθειμένος να κηρύξη την δημοκρατίαν, παρητήθη και εγκατέλειψε δι’ άλλην μίαν φοράν την χώραν, υπό την πίεσιν και τον θόρυβον των περί τον Παπαναστασίου. Εις την πρωθυπουργίαν τον διεδέχθη ο Γ. Καφαντάρης την 6ην Φεβρουαρίου 1924 και ο σχηματισμός κυβερνήσεως ανετέθη εις τον Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος κατέθεσε αμέσως ψήφισμα εκπτώσεως της δυναστείας και την 25ην Μαρτίου 1924 ανεκυρήχθη επισίμως η δημοκρατία. Ακολούθησε δημοψήφισμα, χωρίς να παρασχεθή καμμία εγγύησις ειλικρινούς σεβασμού του λαϊκού φρονήματος, το οποίον απέβη υπέρ της δημοκρατίας.

*

Δικτατορία Παγκάλου

Τά πρώτα χρόνια του νέου καθεστώτος πέρασαν με συνεχείς ανωμαλίας. Ο φατριασμός επανήλθε και οι στρατιωτικοί ανεμειγνύοντο εις την πολιτικήν υποστηρίζοντες πότε τον έναν και πότε τον άλλον, ενώ το προσφυγικόν πρόβλημα της αποκαταστάσεως 1.200.000 ξεριζωμένων από τάς εστίας των Ελλήνων ήτο η πέτρα του σκανδάλου. Την 24ην Ιουλίου 1924 ανετράπη ο Παπαναστασίου, ενώ εις την πρωθυπουργίαν ανήλθεν ο Θεμ. Σοφούλης, ο οποίος και αυτός ανετράπη εξ αιτίας στάσεως του ναυτικού, τον διεδέχθη δε ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, σώφρων και μεγάλης μορφώσεως πολιτικός, ιδρυτής του κόμματος των «Συντηριτικών Φιλελευθέρων» (7 Οκτωβρίου 1924). Και ενώ ο Παπαναστασίου ραδιουργούσε διά την κατάληψιν της εξουσίας, την 25ην Ιουνίου 1925 ο στρατηγός Πάγκαλος ηγήθη πραξικοπήματος το οποίον ανέτρεψε την κυβέρνησιν Μιχαλακοπούλου και επέτυχε να αναγνωρισθή πρωθυπουργός και να περιβληθή με κοινοβουλευτικό μανδύα, μολονότι μάλιστα η πράξις του κατερράκωνε κάθε δημοκρατικήν ένοιαν. Και τούτο, κυρίως χάρις εις τον Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος ήλπιζε εις την ταχείαν πτώσιν του Παγκάλου και την ιδίαν αναρρίχησιν εις την εξουσίαν.

Ο Πάγκαλος όμως την 29ην Σεπτεμβρίου 1925 διέλυσε την εθνοσυνέλευσιν και ώρισεν, υποτίθεται, εκλογάς διά τον Μάρτιον του 1926. Τον Ιανουάριον όμως του 1926 εσυνεννοήθη με άλλους στρατιωτικούς, εκήρυξε δικτατορικόν καθεστώς, εξηνάγκασε εις παραίτησιν τον πρόεδρον της δημοκρατίας ναύαρχον Κουντουριώτην και επροκήρυξε διά την 15ην Μαρτίου προεδρικάς εκλογάς, κατά τάς οποίας απείχαν τά κόμματα και εξελέγη ο ίδιος πρόεδρος της δημοκρατίας συγκεντρώνοντας όλας τάς εξουσίας εις χείρας του.

Επί δικτατορίας Παγκάλου καθιερώθη το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, ιδρύθη η Ακαδημία Αθηνών, εσχεδιάσθη δε και η ίδρυσις του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ο Πάγκαλος κατήγγειλε την υπογραφείσα επί Μιχαλακοπούλου ελληνοβουλγαρικήν σύμβασιν, διά της οποίας ανεγνωρίζοντο ως βουλγαρικαί αι σλαβικαί μειονότητες της Μακεδονίας, σύμβασις η οποία εγκυμονούσε κινδύνους διά το μέλλον.

Η αντίδρασις όμως κατά του Παγκάλου ηύξανε με την πάροδο του χρόνου και την 7ην Αυγούστου 1926 ανετράπη από τον απαίδευτο αλλά γενναίο και δραστήριο Γεωρ. Κονδύλη, και εφυλακίσθη. Ο Κονδύλης αντιμετώπισε με σθένος στασιαστικάς εκδηλώσεις, επανέφερεν εις την προεδρείαν της δημοκρατίας τον Παύλον Κουντουριώτην και προεκήρυξεν εκλογάς χωρίς ιδικήν του συμμετοχήν, διά το αδιάβλητον αυτών.

*

Η Ελλάς υπό δημοκρατικόν καθεστώς.

Εις τάς εκλογάς της 7ης Νοεμβρίου 1926 αι ψήφοι εμοιράσθησαν, ενώ το αναλογικόν σύστημα διηυκόλυνε τον κατατεμαχισμόν των κοινοβουλευτικών δυνάμεων εις πολλά κόμματα και ομάδας (διά πρώτην φοράν εξελέγησαν και κομμουνισταί) και απέτρεπε την συγκρότησιν κυβερνήσεως. Εσχηματίσθη λοιπόν «οικουμενική κυβέρνησις» υπό τον Αλ. Ζαΐμην και συμμετέσχον οι Καφαντάρης, Μιχαλακόπουλος, Παπαναστασίου, και οι παλαιοί των αντίπαλοι Τσαλδάρης και Μεταξάς, εκ των οποίων ο πρώρτος είχε ψηφίσει το δημοκρατικόν πολίτευμα «μετ’ επιφυλάξεως» και ο δεύτερος «κατ’ ανοχήν».

Έτσι απεκαταστάθη ένα κλίμα ενότητοςκαί εσημειώθη μία εξαιρετική δραστηριότρης διά τά εξωτερικά και διά τά εσωτερικά θέματα. Διά συνήψεως δανείων ερρυθμίσθησαν τά παλαιά πολεμικά χρέη, εσταθεροποιήθη το εθνικόν νόμισμα και ιδρύθη η «Εκδοτική Τράπεζα». Κατηγγέλθη η επί Παγκάλου συναφθείσα μετά της Γιουγκοσλαβίας συμφωνία, διά της οποίας προεβλέπετο η κατασκευή ιδιαιτέρας γιουγκοσλαβικής σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Γευγελής και παραχώρησις σχεδόν κυριαρχικών δικαιομάτων. Άξια ιδιαιτέρου λόγου είναι επίσης τά υπό του υπουργού Συγκοινωνίας Ιω. Μεταξά συντελεσθέντα έργα οδοποιΐας και εν γένει συγκοινωνιών. Δεν έλειπαν όμως και αι κομματικαί διαμάχαι, αι οποίαι ωδήγησαν τελικώς εις την αποχώρησιν του Π. Τσαλδάρη και του Αλ. Παπαναστασίου.

Αλλά και ο Βενιζέλος από τους Παρισίους ενίσχυε παρασκηνιακήν κίνησιν διά την ανάληψιν υπό του ιδίου της αρχηγίας του κόμματος των Φιλελευθέρων, επανήλθεν εις την Ελλάδα, ήρχισε να ασκή δριμυτάτην κριτικήν κατά της κυβερνήσεως, απεμάκρυνε τον Καφαντάρην από την αρχηγίαν του κόμματος, επέτυχε την παραίτησιν της κυβερνήσεως Ζαΐμη και ανέλαβεν ο ίδιος τον σχηματισμόν νέας κυβερνήσεως (4 Αυγούστου 1928). Επειδή όμως δεν ηδύνατο να κυβερνήση λόγω της συνθέσεως της Βουλής, έπεισε τον Κουντουριώτην να την διαλύση και να προκηρύξη εκλογάς με πλειοψηφικόν σύστημα, κατά παράβασιν όμως του συντάγματος, όπως υπεστήριζαν και οι αντιπολιτευόμενοι.

Αι εκλογαί της 19ης Αυγούστου 1928 έδωσαν εις τον Βενιζέλον τεραστίαν πλειοψηφίαν, αφού επί των 250 βουλευτών εξελέγησαν μόλις 25 αντιπολιτευόμενοι, απέτυχε δε και αυτός ο Ιω. Μεταξάς να εκλεγή. Πανίσχυρος ο Βενιζέλος ερρίφθη με όλας του τάς δυνάμεις εις το έργον της εσωτερικής ανασυγκροτήσεως και της εθνικής δράσεως εις το εξωτερικόν. Με μίαν σειράν ταξιδίων εις το εξωτερικόν εστερέωσε διεθνώς την θέσιν της χώρας. Υπέγραψε συμφωνίας με Ιταλίαν, Νοτιοσλαβίαν, Αλβανίαν και Τουρκίαν. Ίδρυσε την Γερουσίαν και ηγωνίσθη να λύση το τόσον δύσκολον πρόβλημα της οριστικής αποκαταστάσεως των προσφύγων. Πολύ αξιόλογον έργον όμως προσέφερεν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος ως υπουργός Παιδείας ίδρυσε σχολεία και εν γένει ενεφύσησε πνεύμα ζωογόνου πνοής και προόδου εις την ελληνικήν εκπαίδευσιν.

Κατά δυστυχίαν το έργον της ανασυγκροτήσεως ανεκόπη από διεθνήν οικονομική κρίσιν, η οποία επέφερεν ανεργίαν, χρεωκοπίαν επιχειρήσεων και δεινήν κρίσιν εις όλας τάς τάξεις. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εύρεν αφορμήν να εκσπάση εις τά αποκαλυφθέντα την εποχήν αυτήν πολλά διοικητικά σκάνδαλα και καταχρήσεις, πού οφείλοντο εν πολλοίς εις την κακήν επιλογήν συνεργατών του Βενιζέλου. Η αντιπολίτευσις επωφελήθη και εδημιούργησε έν κύμα λαϊκής κατακραυγής πού ωδήγησεν εις την παραίτησιν του Βενιζέλου την 26ην Μαΐου 1932. Κυβέρνησιν εσχημάτισεν ο Αλ. Παπαναστασίου, τον οποίον όμως μετά δύο εβδομάδας ανέτρεψεν ο Βενιζέλος.

Την 25ην Οκτωβρίου εγένοντο εκλογαί και κυβέρνησιν εσχημάτισεν το Λαϊκόν κόμμα το οποίον συνησπίσθη με άλλας μικράς ομάδας, με πρωθυπουργόν τον Π. Τσαλδάρην και συνεργάτας τον Μεταξά και τον Κονδύλην.

Την 17ην όμως Ιανουαρίου 1933 η κυβέρνησις Τσαλδάρη ανετράπη και ο Ελ. Βενιζέλος εσχημάτισε το έβδομον και τελευταίον υπουργείον του με συνεργάτας τον Μιχαλακόπουλον, τον Σοφούλην, τον Παπανδρέου κλπ. Μετ’ ολίγον όμως, την 1ην Μαρτίου 1933, διενήργησεν εκλογάς, τάς οποίας εκέρδισεν η Ηνωμένη αντιπολίτευσις (Τσαλδάρης, Κονδύλης, Μεταξάς, Χατζηκυριάκου).

Μετά μίαν μεταβατικήν κυβέρνησιν του Αλ. Οθωναίου, την 10ην Μαρτίου εσχημάτισε το νέον υπουργείον ο Π. Τσαλδάρης με συμμετοχήν του Κονδύλη και του Χατζηκυριάκου αλλά και των εξωκοινοβουλευτικών Λοβέρδου διά τά οικονομικά και Μαξίμου διά την εξωτερικήν πολιτικήν. Η νέα κυβέρνησις υπέγραψε νέα σύμφωνα φιλίας με την Άγκυραν και τά άλλα βαλκανικά κράτη πλήν της Βουλγαρίας, και ειργάζετο διά την ανάκαμψιν της οικονομίας.

Δυστυχώς όμως η κατά του Βενιζέλου δολοφονική απόπειρα της 5ης Ιουνίου 1933 και η επακολουθήσασα πολυθόρυβος δίκη είχον οδηγήσει και πάλιν τά πολιτικά πάθη εις μεγάλην οξύτητα.

*

Επαναστατικόν κίνημα του 1935 και παλινόρθωσις της βασιλείας.

Την 1ην Μαρτίου 1935 εξερράγη επαναστατικόν κίνημα εις τον ναύσταθμον και εις μερικά σημεία των Αθηνών, καθώς και εις τον στρατόν των συνόρων, από στρατιωτικούς ανήκοντας εις το παλαιόν δημοκρατικόν στρατόπεδον, με πρόσχημα την υπεράσπισιν της κινδυνευούσης δημοκρατίας. Το κίνημα κατεστάλη υπό της κυβερνήσεως Τσαλδάρη, αλλ’ επροκάλεσε νέον αναβρασμόν, νέας δίκας, νέας φυλακίσεις και νέας εκτελέσεις. Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήτο ο άλλοτε φανατικός βασιλόφρων και νύν φανατικός δημοκράτης Ανας. Παπαούλας καθώς και ο από τους ηγέτας της επαναστάσεως του 1922 στρατηγός Κοιμήσης. Ο Πλαστήρας και ο Βενιζέλος κατεδικάσθησαν ερήμην εις θάνατον, ενώ ο Καφαντάρης και ο Παπαναστασίου εις φυλάκισιν μετ’ αναστολής.

Η Βουλή διελύθη, η Γερουσία κατηργήθη και εις τάς εκλογάς της 9ης Ιουνίου 1935 οι Φιλελεύθεροι εδήλωσαν αποχήν. Ο Ιω. Μεταξάς ωμίλει περί της ανάγκης παλινορθώσεως της βασιλείας ως εγγυητρίας τάξεως και ησυχίας και ηκολούθησεν ο Κονδύλης ο οποίος διεκήρυξεν αίφνης, ότι μόνη σωτηρία διά την Ελλάδα απομένει η άμεσος επαναφορά του βασιλικού πολιτεύματος, ανέλαβε δε σθεναρόν αγώνα προς επιστροφήν του Γεωργίου. Ο Τσαλδάρης, αν και συμπαθών τον θεσμόν της βασιλείας, απέκρουε πάσαν βιαίαν μεταβολήν του καθεστώτος και επεθύμει λύσιν του προβλήματος διά δημοψηφίσματος.

Όμως, την 10ην Οκτωβρίου 1935, ο αρχηγός του επιτελείου στρατηγός Αλ. Παπάγος και οι αρχηγοί της αεροπορίας Ρέπας και του ναυτικού Οικονόμου απήτησαν τελεσιγραφικώς άμεσον λύσιν και ο Τσαλδάρης παρητήθη. Την πρωθυπουργίαν ανέλαβεν ο Κονδύλης, ενώ η Εθνοσυνέλευσις διά ψηφίσματος κατήργησε την δημοκρατίαν και επανέφερε την βασιλείαν. Ο πρόεδρος Ζαΐμης παρητήθη και ο Κονδύλης εχρίσθη αντιβασιλεύς.

Την 3ην Νοεμβρίου διενεργήθη δημοψήφισμα, το οποίον απέβη πανηγυρικώς υπέρ της βασιλείας και ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ επέστρεψεν εις την Ελλάδα την 25ην Νοεμβρίου 1935, αφού προηγουμένως είχε συμφιλιωθεί και με τον Βενιζέλο εις Παρισίους. Ο σχηματισμός κυβερνήσεως ανετέθη εις τον Κ. Δεμερτζή, ο οποίος εκήρυξεν γενικήν αμνηστείαν και διενήργησεν εκλογάς την 26ην Ιανουαρίου 1936, αλλ’ επειδή εκ του αποτελέσματος ήτο αδύνατος ο σχηματισμός νέας κυβερνήσεως, παρέμενε ο ίδιος πρωθυπουργός, αφού προσέλαβεν ως αντιπρόεδρον της κυβερνήσεως, κατόπιν συστάσεως του Βενιζέλου, τον Ιω. Μεταξάν. Την 13ην Απριλίου όμως απέθανεν αιφνιδίως ο Κ. Δεμερτζής και την προεδρείαν της κυβερνήσεως ανέλαβεν ο Ιω. Μεταξάς.

*

Η δικτατορία του Ιωάννου Μεταξά

Επειδή εις την Βουλήν εγένοντο θυελώδεις διαμάχαι και δεν ήρχοντο εις συμφωνίαν διά τον καταρτισμόν κυβερνήσεως, τά κόμματα έδωσαν μακροχρόνιον νομοθετικήν εξουσιοδότησιν εις την κυβέρνησιν Μεταξά με διακοπή των εργασιών της Βουλής.

Εν τώ μεταξύ, την 18ην Μαρτίου απέθανεν εις Παρισίους ο Ελ. Βενιζέλος και εξέλιπεν έτσι μία από τάς μεγαλυτέρας πολιτικάς φυσιογνωμίας της Ελλάδος.

Η εσωτερική κατάστασις λόγω εργατικών ταραχών και κομμουνιστικής κινήσεως, παρουσίασε πολλάς ανωμαλίας, αλλά και η ευρωπαϊκή ήτο θολή και παρουσίαζεν αμέσους κινδύνους διεθνών περιπλοκών.

Την 4ην Αυγούστου 1936 ο Ιω. Μεταξάς εκήρυξε δικτατορίαν, διέλυσε την Βουλήν και ανέστειλε την ισχύν ωρισμένων άρθρων του Συντάγματος περί ατομικών ελευθεριών. Πολλοί πολιτικοί ετέθησαν υπό περιορισμόν, ενώ κάθε κομμουνιστική κίνησις κατεπνίγη διά φυλακίσεως, εκτοπισμών ή επιτηρήσεως.

Τά βίαια αυτά μέτρα προεκάλεσαν βεβαίως δυσαρεσκείας, αλλά την ακολουθήσασα σχεδόν πενταετίαν επωφελήθησαν όλαι αι τάξεις. Ελήφθησαν δε τότε πολλά κοινωνικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων τάξεων, όπως αι συλλογικαί συμβάσεις, η κοινωνική περίθαλψις, η υποχρεωτική άδεια κλπ. Επίσης εξετελέσθησαν πολλά και σπουδαία παραγωγικά έργα ανά την επικράτειαν. Κυρίως όμως η κυβέρνησις Μεταξά προπαρεσκεύασεν υλικώς και ψυχικώς τον ελληνικόν λαόν διά τον πόλεμον και τους εθνικούς θριάμβους κατά την ιταλικήν επίθεσιν.

Ο Τύπος έμεινεν ηνωμένος, τά κομματικά πάθη δεν εσκότισαν τά πνεύματα και η εθνική ομοψυχία εξεδηλώθη εις έργα άξια των προαιωνίων παραδόσεων του Ελληνισμού. Όταν ανέλαβε την εξουσίαν ο Μεταξάς, εις τάς στρατιωτικάς αποθήκας υπήρχον εφόδια διά 45.000 άνδρας, παλαιόν και εν πολλοίς άχρηστον πυροβολικόν και αεροπλάνα πού εμετρούντο εις τά δάκτυλα των χειρών. Εντός τετραετίας έγιναν προμήθειαι οπλισμού διά 200.000 ανδρών, το πυροβολικόν εκσυγχρονίσθη και η ελληνική αεροπορία είχε καταλάβει αξιόλογον θέσιν.

Επίσης κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων είχον κατασκευασθή μεγάλα οχυρωματικά έργα, τά οποία με μικράς δυνάμεις απέκλειαν πάσαν βουλγαρικήν επιδρομήν. Τέλος ο στρατός, μακράν πολιτικών αναμείξεων απέκτησεν άριστον ηθικόν. Ποτέ άλλοτε εις την ιστορίαν της η Ελλάς δεν ήτο τόσον καλά και συστηματικά παρασκευασμένη διά να αντιμετωπίση εχθρικήν επιδρομήν, όσον κατά την έκρηξιν του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.

Ταυτοχρόνως ο Μεταξάς εδραστηριοποιήθη διά την ανάπτυξιν σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας με τά κράτη της Βαλκανικής και υπεγράφησαν αμυντικαί συμφωνίαι.

*

Η ιταλική επιβουλή και το «όχι» της Ελλάδος.

Τον Αύγουστο του 1939 εξερράγη ο νέος ευρωπαϊκός πόλεμος. Ο Μεταξάς αντελήφθη ότι αι βαλκανικαί συμμαχίαι περιέρχονται εις δευτέραν μοίραν και ότι η θέσις της Ελλάδος ήτο παρά το πλευρόν των συμμάχων.

Ήδη από της 7ης Απριλίου 1939 τά ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανίαν, και ναι μέν ο Μουσολίνι έσπευσε διά διαδοχικών δηλώσεων να καθησυχάση την ελλάδα, ο Μταξάς όμως διέβλεπεν ότι αυτά απέβλεπον εις την αποκοίμησιν των Ελλήνων. Αλλά και ο Χίτλερ καθησύχαζε την Ελλάδα και την απέτρεπεν να συγκεντρώση στρατεύματα ειςτά σύνορα, φέροντας εις δύσκολον θέσιν το επιτελείον, το οποίον δεν ήθελε να δώση και αυτό προσχήματα εις τον Μουσολίνι διά να επιτεθή.

Την 11ην Αυγούστου 1940 όμως, ο κατευθυνόμενος ιταλικός Τύπος ήρχισε να εκτοξεύη κατά της Ελλάδος ύβρεις και απειλάς διά την δήθεν δολοφονίαν κάποιου Αλβανού ληστού, και την 15ην Αυγούστου το ελληνικόν πολεμικόν «Έλλη» υπέστη άνανδρον τορπιλισμόν και εβυθίσθη ενώ ήτο ηγκυροβολημένο εις τον λιμένα της πανηγυριζούζης Τήνου. Ο Μεταξάς διετήρησε την ψυχραιμίαν του και ο ελληνικός στρατός κατήπιε το πικρό αυτό ποτήριον εξαντλών τά τελευταία περιθώρια ανοχής.

Όλα όμως έδειχναν ότι η επίθεσις των Ιταλών ήτο άφευκτος, και πράγματι την 3ην πρωϊνήν ώραν της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι επεσκέφθη τον Έλληνα πρωθυπουργόν και του ενεχείρισε το ιταλικόν «τελεσίγραφον», διά του οποίου εζητείτο η απόσυρσις των ελληνικών στρατευμάτων και να επιτραπή εις τον ιταλικόν στρατόν να καταλάβη τά ελληνικά εδάφη. Και ενώ ο Ιταλός ανέμενε καταφατικήν απάντησιν, ο Μεταξάς του απήντησεν με έν ξηρόν αλλ’ ιστορικόν «όχι», το οποίον έγινε σύμβολον της αντιστάσεως του έθνους κατά των ξένων επιδρομέων, και ευθύς έσπευσε να συνεννοηθή με τον βασιλέα διά τά περαιτέρω. Έτσι την χαραυγήν της 28ης Οκτωβρίου, ενώ τά ελληνικά στρατεύματα εισέβαλλον εις το ελληνικόν έδαφος, εις τάς Αθήνας αντήχουν αι σειρήνες και το έθνος σύσσωμον εκαλείτο εις αγώνα ζωής ή θανάτου υπέρ βωμών και εστιών. Αμέσως διετάχθη γενική επιστράτευσις και όλαι αι πολεμικαί δυνάμεις εκινήθησαν προς τά σύνορα. Γενικός αρχηγός ανεκηρύχθη ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ και αρχιστράτηγος ο Αλέξανδρος Παπάγος.

*

Ο ελληνοιταλικός πόλεμος. Οι ελληνικοί θρίαμβοι.

Αρχικώς οι Ιταλοί δεν συνήντησαν αντίστασιν, καθώς όμως επερνούσαν αι ημέραι και κατέφθανον ελληνικαί δυνάμεις, η αντίστασις εγίνετο κρατερά και λυσσώδης. Εις τον πόλεμον μετείχον ακόμη και αι γυναίκες, αι οποίαι μετέφερον επί τής ράχεώς των τρόφιμα και πυρομαχικά εις απροσίτους κορυφάς. Την 10ην Νοεμβρίου, κατόπιν λυσσώδους αγώνος και εναντίον πολλαπλασίων δυνάμεων υποστηριζομένων από αεροπορία και μηχανοκίνητα, ο ελληνικός στρατός επέτυχε την κατάληψιν της Πίνδου. Την 14ην Νοεμβρίου, αφού εξεδίωξε τους εισβολείς, ήρχισε θυελώδην επίθεσιν και αι νίκαι διεδέχοντο η μία την άλλην καταπλήσσοντας όλον τον ελεύθερον κόσμον. Την 22αν Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται εις την Κορυτσάν και το Λεσκοβίκι, την 24ην εις την Μοσχόπολιν, την 30ην εις το Πογραδέτς, την 4ην Δεκεμβρίου εις την Πρεμετήν, την 7ην εις το Δέλβινον, την 8ην εις το Αργυρόκαστρον, την 22αν εις την Χειμάρραν και την 10ην Ιανουαρίου 1941 φτάνει εις την Κλεισούραν.

Την 18ην Ιανουαρίου αποκρούεται λυσσώδης αντεπίθεσις των εκλεκτοτέρων δυνάμεων των «λύκων της Τοσκάνης» των Ιταλών με κατάληξιν την σύληψιν 1.000 αιχμαλώτων. Αυτό πού συνέβαινε ήτο πράγματι πρωτοφανές και ο κόσμος όλος έμεινε κατάπληκτος. Ένας μικρός στρατός κατεδίωκε τάς μηχανοκινήτους δυνάμεις μιάς αυτοκρατορίας. Το ελληνικόν όνομα αντήχει ως θρύλος.

Την 29ην Ιανουαρίου απέθανεν αιφνιδίως ο Ιωάννης Μεταξάς, υποκύψας ίσως εις τον σωματικόν και ψυχικόν κάματον ενός νυχθημερούς πολιτικού, διπλωματικού και στρατηγικού αγώνος. Δεν υπέρξε Έλλην πού να μη θρηνήση τον θάνατον του σθεναρού εκείνου εργάτου των ελληνικών θριάμβων, ο οποίος μάλιστα την προηγουμένην του θανάτου του είχε δηλώσει ότι το έθνος σύσσωμον θα ανθίστατο και εις περίπτωσιν γερμανικής επιθέσεως. Τον Μεταξά διεδέχθη εις την πρωθυπουργίαν ο Αλέξ. Κορυζής.

Εν τώ μεταξύ οι Ιταλοί περιήλθον εις δεινήν θέσιν, ο αρχιστράτηγός των ως μόνον μέσον σωτηρίας εύρισκε την σύναψιν ανακωχής, πού θα ήτο όμως ο τάφος του Μουσολίνι. Έτσι αντικατεστάθη με την ταυτόχρονον αποστολήν νέων δυνάμεων προς ενίσχυσιν.

Κατά τά μέσα Φεβρουαρίου εξεδηλώθη η πρώτη μεγάλη αντεπίθεσις των Ιταλών, δίχως όμως αποτέλεσμα. Την 28ην Φεβρουαρίου ετερματίσθη η επίθεσις με πλήρη αποτυχίαν, αφού συνετρίβησαν πολλά μηχανοκίνητα και κατερρίφθησαν42 αεροπλάνα. Την 9ην Μαρτίου ήρχισεν η Δευτέρα μεγάλη ιταλική επίθεσις (εαρινή) σφοδροτέρα της πρώτης και παρόντος του ιδίου του Μουσολίνι. Η μάχη την οποίαν διήυθυνεν ο αρχιστράτηγος Παπάγος, διήρκεσε μέχρι της 23ης Μαρτίου και κατέληξεν εις πλήρη νίκην των Ελλήνων, οι οποίοι είχον συλλάβει χιλιάδας αιχμαλώτους. Ο ελληνικός στρατός, μαχόμενος εναντίον τετραπλασίων μετά μηχανοκινήτων και ισχυράς αεροπορίας δυνάμεων, επετέλεσε θαύματα. Εν συνεχεία, την 1ην Απριλίου με σφοδράν αντεπίθεσιν τρέπει εις φυγήν τάς ιταλικάς δυνάμεις, και εξοντώνει έν ιταλικόν τάγμα. Εκ παραλλήλου ο μικρός ελληνικός στόλος δρά εις το Αιγαίον προστατεύοντας τά ελληνικάς μεταφοράς και βυθ.ιχοντας εχθρικά υποβρύχια και μεταγωγικά.

*

Η γερμανική επίθεσις. Κατάκτησις της Ελλάδος.

Εν τώ μεταξύ η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει εις τον άξονα και η Ελλάς είχεν έρθει εις συνεννόησιν με την Νοτιοσλαβίαν διά κοινήν δράσιν, εάν εξεδηλούτο γερμανική επίθεσις κατά των δύο χωρών.

Την χαραυγήν της 6ης Απριλίου 1941 εξεδηλώθη κεραυνοβόλος επίθεσις των μηχανοκινήτων στρατών του Χίτλερ εναντίον των δύο χωρών. Διά δευτέραν φοράν ο βασιλεύς της Ελλάδος και σύμπας ο ελληνικός λαός αντέταξαν το θρυλικόν πλέον «όχι» εις τον νέον επιδρομέα, ενώ ακόμα διεξήγαγεν μάχας εις το αλβανικόν μέτωπον. Τά οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, αν και εβάλλοντο σφοδρώς υπό βαρέος πυροβολικού και φοβεράς αεροπορίας, αντείχον και εσυνέχιζον ένα θρυλικόν και δραματικόν συνάμα αγώνα.

Αλλ’ ατυχώς, οι σιδηρόφρακτοι Γερμανοί εισήλθον διά της Νοτιοσλαβίας, την άμυναν της οποίας συνέτριψαν αυθημερόν, εις τά ελληνικά εδάφη. Εις την ελληνογιουγκοσλαβικήν μεθόριον δεν υπήρχε ωργανωμένη άμυνα, αφού επρόκειτο διά φίλην και σύμμαχον χώραν.

Έτσι την 8ην Απριλίου αι γερμανικαί φάλαγγες κατέλαβον την Θεσσαλονίκην και ο ελληνικός στρατός της ανατολικής Μακεδονίας περιεκυκλώθη πανταχόθεν και αχρηστεύθη. Την 12ην Απριλίου διετάχθη σύμπτυξις, αλλ’ ήδη οι Γερμανοί προσέβαλον εκ των νώτων και διέλυον τάς υποχωρούσας ελληνικάς δυνάμεις από της Καστοριάς και των Γρεβενών. Την 20ην Απριλίου 1941 ο διοικητής τμήματος στρατιάς αντιστράτηγος Τσολάκογλου, εν αγνοία του βασιλέως και της κυβερνήσεως, υπέγραψεν ανακωχήν με τους Γερμανούς. Άλλα ελληνικά τμήματα ενισχυμένα με μικράς συμμαχικάς δυνάμεις Άγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών εσυνέχιζον την υποχώρησιν μαχόμανα. Την 24ην Απριλίου έδωσαν την τελευταίαν μάχην εις τάς Θερμοπύλας και κατόπιν υποχώρησαν εις Πελοπόννησον και από εκεί διέφυγον προς την Κρήτην.

Εν τώ μεταξύ την 18ην Απριλίου ο πρωθυπουργός Κορυζής ηυτοκτόνησεν λόγω βαρυτάτου ψυχικού κλονισμού πού υπέστη εξ αιτίας των θλιβερών γεγονότων. Την 21ην Απριλίου εσχημάτισε κυβέρνησιν ο Εμμ. Τσουδερός και την επομένην ο βασιλεύς και η κυβέρνησις ανεχώρησαν διά την Κρήτην.

Την 27ην Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθον εις τάς Αθήνας και την 20ην Μαΐου εξαπέλυσαν την μεγάλην επίθεσιν κατά της Κρήτης. Ύστερα από έναν φοβερόν βομβαρδισμόν, τάγματα αλεξιπτωτιστών κατέλαβον ωρισμένα σημεία και έν αεροδρόμιον. Ηκολούθησαν ηρωϊκαί μάχαι πού εκράτησαν επί ημέρας προκαλούσαι μεγάλας φθοράς εις τον αεροκατέβατον εισβολέα. Εις το τέλος όμως δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικά. Αι ολιγάριθμοι ελληνικαί και συμμαχικαί δυνάμεις υπέκυψαν εις τάς ανεξαντλήτως ενισχυομένας από αέρος γερμανικάς. Ο βασιλεύς και τά μέλη της κυβερνήσεως μετά από δραματικάς πορείας εις τά βουνά της Κρήτης, διέφυγον τελικώς εις Αίγυπτον.

Είναι πάντως αναμφισβήτητον ότι ο ελληνικός αγών συνέβαλεν σημαντικώς εις την έκβασιν του ευρωπαϊκού πολέμου. Εάν οι Ιταλοί δεν ανεκόπτοντο εις την Ήπειρον υπό των Ελλήνων, ευκόλως θα κατελαμβάνετο υπό των δυνάμεων του άξονος η διώρυξ του Σουέζ και η Αίγυπτος, αφού δεν είχεν ωργανωθή η άμυνά των. Και επίσης, εάν δεν εκαθυστέρουν οι Γερμανοί εξ αιτίας της ελληνικής αντιστάσεως, θα ήτο ίσως διαφορετική η έκβασις της γερμανικής επιθέσεως κατά της Ρωσίας. Άλλωστε την σπουδαιότητα του ελληνικού αγώνος ανεγνώρισαν και ωμολόγησαν ο Τσώρτσιλ, ο Ρούζβελτ και αυτός ακόμα ο Χίτλερ.

*

Ελλάς κατεχομένη από εχθρόν. Ελλάς αγωνιζομένη.

Οι Γερμανοί διώρισαν μίαν κυβέρνησιν υπό τον στρατηγόν Τσολάκογλου, την οποίαν διεδέχθη κυβέρνησις Λογοθετοπούλου και έπειτα Ι. Δ. Ράλλη, ως όργανα διοικήσεως. Την διοίκησιν της νοτίου Ελλάδος ανέθεσαν εις τους Ιταλούς, ενώ η δυτική Θράκη και η ανατολική Μακεδονία παρεδόθησαν εις τους Βουλγάρους. Οι τελευταίοι μάλιστα, διά να αλλοιώσουν τον εθνολογικόν χαρακτήρα των περιοχών αυτών, προέβησαν εις φοβεράς σφαγάς και άλλας κτηνωδίας.

Ο ελληνικός λαός ήρχισεν με παθητικήν αντίστασιν κατά των κατακτητών, διά να περάση εις ενεργόν δράσιν εις την συνέχειαν με συνωμοσίας εις τάς πόλεις και ενόπλους ομάδας εις την ύπαιθρον. Κατά δυστυχίαν το κομμουνιστικόν κόμμα, χρηματοδοτούμενον υπό Ρώσων και Άγγλων, εχρησιμοποίησε την πλούσια συνωμοτικήν του εμπειρία προς ίδιον όφελος και ανέλαβε την αντίστασιν διά λογαριασμόν του. Ήτο προφανές ότι το ΕΑΜ, εις το οποίον είχον συσπειρωθή οι κομμουνισταί, ειργάζετο διά να παρασκευάση το έδαφος διά την κυριαρχίαν του κομμουνισμού ευθύς μετά την απελευθέρωσιν.

Εν τώ μεταξύ ο βασιλεύς Γεώργιος και η υπό τον Εμμ. Τσουδερόν κυβέρνησις της «Ελευθέρας Ελλάδος» μετεφέρθη εις το Λονδίνον, ενώ έν κλιμάκιον αυτής υπό τον Π. Κανελλόπουλον, αργότερον εγκατεστάθη εις το Κάϊρον. Ως προς τους διαφυγόντας μετά την μάχην της Κρήτης στρατιώτας και αξιωματικούς, αυτοί εσχημάτισαν διάφορα τάγματα εις Παλαιστίνην και αλλού και εμάχοντο εις το πλευρό των συμμάχων. Μερικαί μονάδες μάλιστα εξ αυτών έλαβον μέρος εις την περίφημον μάχην του Αλαμέϊν.

Δυστυχώς όμως το φρόνημα του στρατού αυτού εφθείρετο βαθμηδόν, τόσον από τά αναβιώσαντα παλαιά πολιτικά πάθη βενιζελικών – βασιλοφρόνων, όσον και από την συνωμοτικήν κομμουνιστικήν δράσιν. Τον Μάρτιον μάλιστα του 1943εσημειώθησαν πολλά στασιαστικά κρούσματα, ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και υπουργός Στρατιωτικών Π. Κανελλόπουλος παρητήθη, και ο Τσουδερός, εις το Κάϊρον πλέον, προσέλαβε τον Σοφ. Βενιζέλον και άλλους παράγοντας του κόμματος των Φιλελευθέρων.

Πάντως ο ελληνικός στρατός της Μέσης Ανατολής μετέσχε πολλών επιχειρήσεων. Έτσι ο «Ιερός λόχος», ο οποίος είχεν απαρτισθή από αξιωματικούς, μετέσχε των επιχειρήσεων εις την Λιβύην, κατέλαβε την Σάμον, όταν οι Ιταλοί την εγκατέλειψαν, και μετέσχεν επίσης άλλων επιχειρήσεων ανά τά Δωδεκάνησα.

Εν τώ μεταξύ το ΕΑΜ εσχημάτισεν ιδικήν του κυβέρνησιν εις τά βουνά, πράγμα πού διηυκόλυνε την διαβρωτικήν του δράσιν ακόμα και εις την Μέσην Ανατολήν. Τέλη Μαρτίου 1944 τμήμα ελληνικών δυνάμεων εστασίασεν, καθώς και μονάδες του ελληνικού στόλου εις την Αλεξάνδρειαν, και άλλαι μονάδες εις Κάϊρον και Παλαιστίνην. Αι στάσεις κατεστάλησαν με την ενεργόν επέμβασιν των συμμάχων. Αργότερον δε εκ των υπολειμάτων των μονάδων αυτών, συνεκροτήθη μία ταξιαρχία, η οποία επολέμησε γενναίως εις την Ιταλίαν και κατέλαβε το Ρίμινι.

Μετά την έκρηξιν των στάσεων ο Τσουδερός παρητήθη και τον διεδέχθη ο Σοφ. Βενιζέλος, και αυτόν ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μετά την «συμφωνίαν του Λιβάνου» εσχημάτισε κυβέρνησιν με την συμμετοχήν κομμουνιστών, κατόπιν επιμονής των συμμάχων.

Τον Οκτώβριον του 1944 οι Γερμανοί εξεκένωσαν, σχεδόν ανενοχλήτως από το ΕΑΜ, όλα τά ελληνικά εδάφη και η κυβέρνησις Παπανδρέου ήλθεν εις τάς Αθήνας, μετά μικράν διαμονήν εις την Ιταλίαν, και ανέλαβε την αρχήν.

*

Δραματικαί περιπέτειαι της Ελλάδος μετά τον πόλεμον.

Εν τώ μεταξύ το ΕΑΜ, μετά την αποχώρησιν των Γερμανών, είχε κυριαρχήσει εις όλην σχεδόν την Ελλάδα, πλήν των Αθηνών. Η κυβέρνησις δε, πέραν του ότι δεν διέθετε παρά μόνον την ταξιαρχίαν του Ρίμινι, επί πλέον ήτο καταδικασμένη εις απραξίαν λόγω της συμμετοχής εις αυτήν κομμουνιστών. Προς ενίσχυσιν των Αθηνών, απεβιβάσθη πάντως μία αγγλική ταξιαρχία.

Ο Παπανδρέου απήτησε την παράδοσιν των όπλων και την διάλυσιν όλων των ανταρτικών ομάδων, αντ’ αυτού όμως παρητήθησαν οι κομμουνισταί υπουργοί και το ΕΑΜ εκήρυξεν την ένοπλον αντίστασιν. Τότε έλαβαν χώρα τά αιματηρά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944, κατά τά οποία πολλοί εφονεύθησαν και άλλοι οδηγήθησαν όμηροι εις τά βουνά.

Την 12ην Φεβρουαρίου 1945 συνήφθη, με πρωτοβουλίαν των Άγγλων, η συμφωνία της Βάρκιζας. Ο εις την Αγγλίαν ευρισκόμενος βασιλεύς Γεώργιος υπεχρεώθη να μεταβιβάση την βασιλικήν εξουσίαν εις τον αρχιεπίσκοπον Δαμασκηνόν, ο οποίος και εχρίσθη αντιβασιλεύς. Ο Παπανδρέου παρητήθη και ανέλαβε ο στρατηγός Πλαστήρας. Ακολούθησαν διαδοχικαί κυβερνήσεις με τον Ναύαρχον Βούλγαρην, τον π. Κανελλόπουλον και τον Θεμ. Σοφούλην, ο οποίος διενήργησε και τάς εκλογάς της 31ης Μαρτίου 1946, αι οποίαι ανέδειξαν νικητήν το Λαϊκόν κόμμα. Μετά μίαν βραχυτάυην κυβέρνησιν του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Π. Πουλίτσα, ανετέθη ο σχηματισμός κυβερνήσεως εις τον Κ. Τσαλδάρην, αρχηγόν τότε του Λαϊκού κόμματος.

Την 1ην Σεπτεμβρίου 1946 διεξήχθη δημοψηφισμα διά την επάνοδον ή όχι του βασιλέως, απέβη δε υπέρ του βασιλέως, ο οποίος και επανήλθεν εις την Ελλάδα, ύστερα από μίαν λαμπράν εθνικήν δράσιν, εξαίρετον πατριωτικήν στάσιν και προσωπικάς πικράς δοκιμασίας, αι οποίαι και είχον φθείρει την υγείαν του. Έτσι την 1ην Απριλίου 1947 απέθανεν αιφνιδίως εις τά ανάκτορα των Αθηνών και εθρηνήθη ειλικρινώς απ’ όλους τους Έλληνας. Εις τον θρόνον τον διεδέχθη ο αδελφός του πρίγκιψ Παύλος, ο οποιος εκ του γάμου του με την πριγκίπισσα Φρειδερίκη είχεν αποκτήση τρία τέκνα, τον διάδοχον Κωνσταντίνον και δύο θυγατέρας.

Εν τώ μεταξύ το θέρος του 1946, συνήλθεν εις Παρισίους η διάσκεψις της ειρήνης, εις την οποίαν η Ελλάς, λόγω αντιδράσεως της Ρωσίας και των δορυφόρων της, δεν επέτυχε καμμίαν ικανοποίησιν των εθνικών της δικαίων. Έλαβε μόνον τά Δωδεκάνησα, τά οποία άλλωστε της ανήκον από τον πρώτον πόλεμον και παρανόμως κατείχεν η Ιταλία.

Παρά τους ηρωϊκούς αγώνας της, τάς τραγικάς θυσίας της και την τεραστίαν συμβολήν της εις τον όλον συμμαχικόν αγώνα, όχι μόνο δεν ικανοποιήθη, αλλά συντετριμμένη και εξουθενωμένη, με κατεστραμμένην την εθνικήν της οικονομίαν, με ερειπωμένην την ύπαιθρον και διαλελυμένας τάς στρατιωτικάς της δυνάμεις, εφαίνετο ως εγκαταλελειμμένη εις εύκολον καταβρόχθισιν. Και όμως, ο στρατός ωργανώθη και με την αρχιστρατηγίαν του Παπάγου διά δευτέραν φοράν, συνετρίβη ο συμμοριτισμός και επετράπη εις τον ελληνικόν λαόν να αφιερωθή εις ειρηνικά έργα, ύστερα από τόσας τραγικάς διαδοχικάς δοκιμασίας.-

***

επιστροφή