επιστροφή

ΟΙΝΙΑΔΕΣ

     Ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη τής αρχαίας Ακαρνανίας μετά τήν Στράτο καί  βρισκόταν στις εκβολές του Αχελώου, ενώ σήμερα, λόγω των προσχώσεων τού ποταμού, βρίσκεται στά 10 περίπου  χιλιόμετρα από αυτές. Ήταν κτισμένη πάνω σέ μιά σειρά λόφων πού από τόν Μεσαίωνα οι κάτοικοι τής περιοχής αποκαλούν Τρίκαρδο.

             Σύμφωνα μάλιστα μέ τήν παράδοση στό κάστρο τού Τρικάρδου κατοικούσε ένας βασιλιάς  πού τόν έλεγαν Τρίκαρδο. Αυτός ο βασιλιάς  είχε ένα πανέμορφο γιό , πού είχε τό όνομα Ανήλιαγος, επειδή δέν έπρεπε ποτέ νά τόν δεί ο Ήλιος. Ο Ανήλιαγος, όταν έγινε ο ίδιος βασιλιάς, γνώρισε καί αγάπησε τήν Κυρά - Ρήνη, πού κατοικούσε στόν πύργο της στήν Πλευρώνα (αρχαία πόλη τής Αιτωλίας) καί κάθε νύκτα τήν επισκεπτόταν, αλλ' έφευγε πάντα πρίν ξημερώσει. Η Κυρά - Ρήνη ήταν κατά μία εκδοχή η σύζυγος τού Ανδρόνικου Παλαιολόγου καί κατ' άλλη εκδοχή ήταν κόρη τού Αλεξίου Γ' Κομνηνού. Η Κυρά -Ρήνη λοιπόν, επειδή ο βασιλιάς Ανήλιαγος δέν τής έλεγε γιατί φεύγει πάντα τόσο πρωί, ζήλεψε μην τυχόν υπάρχει κάποια άλλη αντίζηλη, καί μιά βραδυά αποφάσισε νά  τόν εξαπατήσει. Έσφαξε λοιπόν όλα τά κοκόρια τού πύργου με αποτέλεσμα ο Ανήλιαγος νά μήν αντιληφθεί τό ξημέρωμα καί τήν απειλητική άφιξη τού ηλίου, δέν ξύπνησε έγκαιρα, έμεινε μέχρι αργά καί όταν έφυγε δέν άργησε νά τόν δεί ο ήλιος στό ποτάμι. Έτσι ο βασιλιάς Ανήλιαγος έσβησε γιά πάντα. 

            Στούς λόφους τού Τρικάρδου υπάρχουν καί τεράστια πηγάδια πού μερικοί λένε, ενδεχομένως νά επικοινωνούν υπογείως μέ τήν θάλασσα, οι περίφημες λάμιες. Τήν  Λάμια, κατά τόν Σάμιο ιστοριογράφο Δούριν (3ος αι. π.Χ.), τήν ερωτεύθηκε γιά τά θέλγητρά της ο Δίας καί αυτό προκάλεσε τήν ζηλοτυπία τής Ήρας, η οποία τήν κατεδίκασε νά γεννά τά τέκνα της νεκρά. Αυτό κατέστησε τήν μορφή της θηριώδη καί τήν συμπεριφορά της εκδικητική απέναντι τών άλλων γυναικών, γι αυτό καί χρησιμοποιούσαν τό όνομά της πρός εκφοβισμό τών ατάκτων παιδιών. Κατά τόν Διόδωρο τόν Σικελιώτη γεννήθηκε βασίλισσα στήν Λιβύη. Επειδή τά παιδιά πού γεννούσε πέθαιναν, διέταξε νά αρπάζονται τά βρέφη απ' τίς αγκαλιές τών μητέρων τους καί νά φονεύονται αμέσως. 

            Στήν ιστορία οι Οινιάδες εμφανίζονται κατά τόν 5ο αι. π.Χ. και τα ίχνη τους χάνονται κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Θουκυδίδης αναφέρεται αρκετά συχνά στούς Οινιάδες, οι οποίοι μόνοι από τούς Ακαρνάνες συντάχθηκαν μέ τούς Λακεδαιμονίους  κατά τόν Πελοποννησιακό πόλεμο ως παραδοσιακοί εχθροί τών Αθηναίων. Οι τελευταίοι μάλιστα επανειλημμένως εξεστράτευσαν κατά τών Οινιάδων πότε π.χ μέ τόν Περικλή, πότε μέ τόν Φορμίωνα, αλλά απέτυχαν νά κυριεύσουν τήν πόλη. Άλλωστε  κατά τόν χειμώνα ο Αχελώος καθιστούσε τήν πόλη απόρθητο μέ τά έλη πού δημιουργεί. Στό τέλος βέβαια καί οι Οινιάδες αναγκάστηκαν απ' τούς λοιπούς Ακαρνάνες νά ενταχθούν καί αυτοί στήν Αθηναϊκή Συμμαχία. Η σπουδαιότητα τής πόλης αποδεικνύεται κι απ' τό γεγονός ότι διέθετε θέατρο σέ θέση προνομιούχο, εν μέσω βελανιδιών, καί μέ θαυμάσια θέα πρός τόν κάμπο καί τίς ακτές τού Ιονίου πελάγους. 

            Οι ανασκαφές στούς Οινιάδες ξεκίνησαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα τείχη έχουν μήκος περίπου 6,5 χλμ και ανάγονται στον 5ο αι. π.Χ. Ανακαλύφθηκε το λιμάνι της πόλης, με θέσεις για αγκυροβόλιο πλοίων, ναυπηγεία, ερείπια ναού και λουτρά.

            Το θέατρο της πόλης διασώζεται σε καλή κατάσταση, τουλάχιστον στη μία πλευρά του. Το καλοκαίρι τού 1986 ξαναζωντάνεψε μετά από σιγή χιλιετιών μέ τό έργο " Αχαρνής " τού Αριστοφάνους. Έκτοτε καί κάθε καλοκαίρι, η κοινότητα Κατοχής, πού σήμερα καί παρά τίς αντιδράσεις τών κατοίκων ανήκει στόν " Καποδιστριακό" δήμο Οινιάδων μέ έδρα (άκουσον - άκουσον) τό ταπεινό  Νιοχώρι,  διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία φεστιβάλ στον χώρο του θεάτρου, όπου παρουσιάζονται σπουδαίες παραστάσεις διαφόρων θιάσων από όλη την Ελλάδα, αλλά καί πραγματοποιούνται διεθνή συνέδρια - συμπόσια καί εκπαιδευτικές επισκέψεις διαφόρων πανεπιστημίων. Όνειρο τών κατοίκων είναι νά μετατραπεί τό θέατρο τών Οινιάδων  σέ " Επίδαυρο τής δυτικής Ελλάδος " αποκτώντας διεθνή ακτινοβολία. Αυτό θά συμβάλλει οπωσδήποτε στήν ανύψωση τού πολιτιστικού, καί όχι μόνο, επιπέδου τών κατοίκων τής ευρύτερης περιοχής. 

            Τό όνομα "Οινιάδες" κατά πάσα βεβαιότητα προέρχεται απ' τήν λέξη "οίνη" πού σημαίνει άμπελος. Η περιοχή ανέκαθεν ήταν κατάφυτη από αγραμπέλους αλλά καί τά ήμερα αμπέλια εκαλλιεργούντο σέ μεγάλες εκτάσεις. Άλλωστε τό κρασί τής Κατοχής ήταν φημισμένο. Σήμερα βέβαια ...  

Αναφορές αρχαίων συγγραφέων στούς αρχαίους Οινιάδες

Θουκυδίδου Ιστορίαι

Βιβλίο Α

 Ανάδειξη των Αθηνών σε μεγάλη δύναμη (479-432πΧ)

 111.              Εκστρατεία Αθηναίων σε Θεσσαλίν, Σικυώνα και Ακαρνανία

 Ολίγον χρόνο αργότερα 1000 Αθηναίοι υπό τόν Περικλή τού Ξανθίππου, κατέπλευσαν κατά μήκος τής Σικυώνος καί αφού νίκησαν μετά από απόβαση πού πραγματοποίησαν παρέλαβαν μερικούς Αχαιούς καί κατέπλευσαν κατά τών Οινιάδων καί μετά από αποτυχημένη πολιορκία τήν εγκατέλειψαν. Μετά τρία χρόνια συνωμολογήθηκε συνθήκη πενταετούς ειρήνης μεταξύ Πελοποννησίων καί Αθηναίων. Έτσι οι Αθηναίοι μέ τόν Κίμωνα εξεστράτευσαν κατά τής Κύπρου, όπου καί ο θάνατος τού Κίμωνος, οπότε επέστρεψαν εις τά ίδια παρά τήν νίκην πού κατήγαγαν νεκρού όντος τού Κίμωνος κατά τών Φοινίκων, Κιλίκων καί Κυπρίων.

 μετὰ δὲ ταῦτα οὐ πολλῷ ὕστερον χίλιοι Ἀθηναίων ἐπὶ τὰς ναῦς τὰς ἐν Πηγαῖς ἐπιβάντες (εἶχον δ' αὐτοὶ τὰς Πηγάς) παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα Περικλέους τοῦ Ξανθίππου στρατηγοῦντος, καὶ ἀποβάντες Σικυωνίων τοὺς προσμείξαντας μάχῃ ἐκράτησαν. καὶ εὐθὺς παραλαβόντες Ἀχαιοὺς καὶ διαπλεύσαντες πέραν τῆς Ἀκαρνανίας ἐς Οἰνιάδας ἐστράτευσαν καὶ ἐπολιόρκουν, οὐ μέντοι εἷλόν γε, ἀλλ' ἀπεχώρησαν ἐπ' οἴκου.

 Βιβλίο Β

Έτος 3ον: 429-428 πΧ

 

Οι Λακεδαιμόνιοι τόν ίδιο καιρό παρακινούμενοι απ' τούς Αμπρακιώτες  (Κορίνθιοι άποικοι) επεχείρησαν νά αποσπάσουν τούς Ακαρνάνες απ' τήν Αθηναϊκή Συμμαχία. Εξεστράτευσαν λοιπόν μαζί μέ Λευκάδιους, Αμπρακιώτες καί βαρβάρους Χάονες καί άλλους τής περιοχής κατά τής πόλης Στράτος χωρισμένοι όμως σέ τρείς ανεξαρτήτους φάλαγγες. Η επιχείρηση απέτυχε αφού οι βάρβαροι Χάονες θεώρησαν ότι μόνοι τους θά καταλάμβαναν τήν πόλη καί επιτέθηκαν μέ αλλαλαγμούς. Ηττήθηκαν όμως απ' τούς Ακαρνάνες καί επιστρέφοντας συμμαζεύτηκαν στό στρατόπεδο τών Ελλήνων υπό τόν Λακεδαιμόνιο Κνήμο. Έτσι ο Κνήμος παραιτήθηκε απ' τήν κατάληψη τής πόλης, αφού καί ο στόλος τών Κορινθίων δέν είχε φανεί, πού θά βοηθούσε κι αυτός στήν κατάληψη τής Ακαρνανίας. Πρός βοήθειά του είχαν έλθει μόνο απ' τήν πόλη τών Οινιάδων. Εν τώ μεταξύ καί ενώ ο στόλος τών Κορινθίων αποτελούμενος από 47 πλοία ήτο παρασκευασμένος γιά αποστολή σέ ξηρά, αναγκάστηκε νά ναυμαχήσει μέ τά 20 πλοία τού Αθηναίου Φορμίωνα πού φύλαγε τήν Ναύπακτο καί υπέστη πανωλεθρία.

 [82]  ἐπειδὴ δὲ νὺξ ἐγένετο, ἀναχωρήσας ὁ Κνῆμος τῇ στρατιᾷ κατὰ τάχος ἐπὶ τὸν ῎Αναπον ποταμόν, ὃς ἀπέχει σταδίους ὀγδοήκοντα Στράτου, τούς τε νεκροὺς κομίζεται τῇ ὑστεραίᾳ ὑποσπόνδους, καὶ Οἰνιαδῶν ξυμπαραγενομένων κατὰ φιλίαν ἀναχωρεῖ παρ' αὐτοὺς πρὶν τὴν ξυμβοήθειαν ἐλθεῖν. κἀκεῖθεν ἐπ' οἴκου ἀπῆλθον ἕκαστοι. οἱ δὲ Στράτιοι τροπαῖον ἔστησαν τῆς μάχης τῆς πρὸς τοὺς βαρβάρους.

 102.   Οι Αθηναίοι σέ Ακαρνανία  ( θρυλούμενα περί Αλκμέωνος)

Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, η Αθηναϊκή φρουρά της Ναυπάκτου, μετά την αποστράτευσιν του Πελοποννησιακού στόλου, εξεστράτευσεν εις την Ακαρνανίαν, υπό την αρχηγίαν του Φορμίωνος, με τετρακοσίους Αθηναίους οπλίτας από τους επιβαίνοντας επί του στόλου και τετρακοσίους Μεσσηνίους. Η δύναμις αυτή έπλευσε παραλιακώς προς τον Αστακόν, όπου αποβιβασθείσα προήλασεν εις το εσωτερικόν, και αφού εξεδίωξεν από τον Στράτον και τα Κόροντα και άλλα μέρη εκείνους εκ των κατοίκων, εις τους οποίους δεν είχαν εμπιστοσύνην, και επανέφεραν εις τα Κόροντα τον Κύνητα, υιόν του Θεολύτου, επέστρεψαν πάλιν εις τα πλοία των. Καθόσον κατά των Οινιαδων, οι οποίοι μόνοι από τους Ακαρνάνας υπήρξαν κατά παράδοσιν εχθροί των, δεν εθεωρήθη δυνατή εκστρατεία, διαρκούντος του χειμώνος. Διότι ο ποταμός Αχελώος, πηγάζων από το όρος Πίνδον, ρέει δια της χώρας των Δολόπων, των Αγραίων και των Αμφιλόχων, έπειτα διασχίζει την πεδιάδα της Ακαρνανίας, διερχόμενος εις το βόρειον μέρος αυτής, πλησίον από την πόλιν Στράτον, εκβάλλει δ' εις την θάλασσαν πλησίον της χώρας των Οινιαδών, των οποίων την πόλιν περικλύζει με έλη, καθιστών τοιουτοτρόπως κατά την εποχήν του χειμώνος αδυνάτους τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις, ένεκα των υδάτων. Αι περισσότεραι, εξ άλλου, από τας νήσους Εχινάδας κείνται καταντικρύ της πόλεως των Οινιαδών, εις μικροτάτην απόστασιν από τας εκβολάς του Αχελώου, εις τρόπον ώστε, επειδή ο ποταμός είναι μεγάλος, προκαλεί διαρκείς προσχώσεις, και μερικαί από τας νήσους αυτάς αποτελούν ήδη μέρος της ξηράς, και είναι πιθανόν να πάθουν όλαι το ίδιον εις χρόνον όχι πολύ μακρόν. Διότι όχι μόνον το ρεύμα του ποταμού είναι ορμητικόν και, άφθονον και λασπώδες, αλλά και αι νήσοι πυκναί, ώστε χρησιμεύουν αλληλοδιαδόχως ως σύνδεσμοι της προσχώσεως, καθόσον, επειδή κείνται η μία οπίσω από την άλλην, όχι εις ευθείαν, αλλ' εις λοξήν γραμμήν, δεν αφίνουν το νερόν του ποταμού να εύρη ελευθέραν διέξοδον προς την θάλασσαν. Αι νήσοι αυταί είναι μικραί και ακατοίκητοι. Λέγεται, άλλωστε, ότι τον Αλκμέωνα, υιόν του Αμφιαράου, όταν, ως γνωστόν, επεριπλανάτο εξόριστος μετά τον φόνον της μητρός του, ωδήγησε ο Απόλλων να κατοικήση εις το μέρος αυτό δια χρησμού, ο οποίος ώριζεν ότι δεν θ' απαλλαχθή από τους φόβους του, πριν εύρη προς εγκατάστασίν του χώραν, η οποία ούτε ορατή ακόμη ήτο από τον ήλιον, ούτε ήτο γη, όταν εφόνευσε την μητέρα του, καθόσον κάθε άλλη γη είχε μολυνθή από το ανοσιούργημά του. Ο Αλκμέων, ως λέγουν, δεν εγνώριζε πώς να ερμηνεύση τον χρησμόν, και μόλις μετά πολλάς ερεύνας επεστήθη η προσοχή του εις τας προσχώσεις αυτάς του Αχελώου, και έκρινεν ότι έκτασις κατά πάσαν πιθανότητα ικανή δια την προσωπικήν του συντήρησιν είχε προσχωθή αφότου μετά τον φόνον της μητρός του περιεπλανάτο επί τόσον μακρόν χρόνον. Και εγκατασταθείς εις τα πέριξ της πόλεως των Οινιαδών μέρη, έγινε βασιλεύς, και εκληροδότησε εις την χώραν το νέον της όνομα από το όνομα του υιού του Ακαρνάνος. Τοιαύτη είναι η παράδοσις, η οποία περιήλθεν εις ημάς περί του Αλκμέωνος.

 [102]  Οἱ δὲ ἐν Ναυπάκτῳ ᾿Αθηναῖοι τοῦ αὐτοῦ χειμῶνος, ἐπειδὴ τὸ τῶν Πελοποννησίων ναυτικὸν διελύθη, Φορμίωνος ἡγουμένου ἐστράτευσαν, παραπλεύσαντες ἐπ' ᾿Αστακοῦ καὶ ἀποβάντες, ἐς τὴν μεσόγειαν τῆς ᾿Ακαρνανίας τετρακοσίοις μὲν ὁπλίταις ᾿Αθηναίων τῶν ἀπὸ τῶν νεῶν, τετρακοσίοις δὲ Μεσσηνίων, καὶ ἔκ τε Στράτου καὶ Κορόντων καὶ ἄλλων χωρίων ἄνδρας οὐ δοκοῦντας βεβαίους εἶναι ἐξήλασαν, καὶ Κύνητα τὸν Θεολύτου ἐς Κόροντα καταγαγόντες ἀνεχώρησαν πάλιν ἐπὶ τὰς ναῦς. ἐς γὰρ Οἰνιάδας αἰεί ποτε πολεμίους ὄντας μόνους ᾿Ακαρνάνων οὐκ ἐδόκει δυνατὸν εἶναι χειμῶνος ὄντος στρατεύειν· ὁ γὰρ ᾿Αχελῷος ποταμὸς ῥέων ἐκ Πίνδου ὄρους διὰ Δολοπίας καὶ ᾿Αγραίων καὶ ᾿Αμφιλόχων καὶ διὰ τοῦ ᾿Ακαρνανικοῦ πεδίου, ἄνωθεν μὲν παρὰ Στράτον πόλιν, ἐς θάλασσαν δ' ἐξιεὶς παρ' Οἰνιάδας καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς περιλιμνάζων, ἄπορον ποιεῖ ὑπὸ τοῦ ὕδατος ἐν χειμῶνι στρατεύειν. κεῖνται δὲ καὶ τῶν νήσων τῶν ᾿Εχινάδων αἱ πολλαὶ καταντικρὺ Οἰνιαδῶν τοῦ ᾿Αχελῴου τῶν ἐκβολῶν οὐδὲν ἀπέχουσαι, ὥστε μέγας ὢν ὁ ποταμὸς προσχοῖ αἰεὶ καὶ εἰσὶ τῶν νήσων α῏ ἠπείρωνται, ἐλπὶς δὲ καὶ πάσας οὐκ ἐν πολλῷ τινὶ ἂν χρόνῳ τοῦτο παθεῖν· τό τε γὰρ ῥεῦμά ἐστι μέγα καὶ πολὺ καὶ θολερόν, αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως [τῷ μὴ σκεδάννυσθαι] ξύνδεσμοι γίγνονται, παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, οὐδ' ἔχουσαι εὐθείας διόδους τοῦ ὕδατος ἐς τὸ πέλαγος. ἐρῆμοι δ' εἰσὶ καὶ οὐ μεγάλαι. λέγεται δὲ καὶ ᾿Αλκμέωνι τῷ ᾿Αμφιάρεω, ὅτε δὴ ἀλᾶσθαι αὐτὸν μετὰ τὸν φόνον τῆς μητρός, τὸν ᾿Απόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν, ὑπειπόντα οὐκ εἶναι λύσιν τῶν δειμάτων πρὶν ἂν εὑρὼν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατοικίσηται ἥτις ὅτε ἔκτεινε τὴν μητέρα μήπω ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶτο μηδὲ γῆ ἦν, ὡς τῆς γε ἄλλης αὐτῷ μεμιασμένης. ὁ δ' ἀπορῶν, ὥς φασι, μόλις κατενόησε τὴν πρόσχωσιν ταύτην τοῦ ᾿Αχελῴου, καὶ ἐδόκει αὐτῷ ἱκανὴ ἂν κεχῶσθαι δίαιτα τῷ σώματι ἀφ' οὗπερ κτείνας τὴν μητέρα οὐκ ὀλίγον χρόνον ἐπλανᾶτο. καὶ κατοικισθεὶς ἐς τοὺς περὶ Οἰνιάδας τόπους ἐδυνάστευσέ τε καὶ ἀπὸ ᾿Ακαρνᾶνος παιδὸς ἑαυτοῦ τῆς χώρας τὴν ἐπωνυμίαν ἐγκατέλιπεν. τὰ μὲν περὶ ᾿Αλκμέωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν.

 Βιβλίο Γ

Έτος 4ον: 428-427 πΧ

7.  Εκστρατεία των Αθηναίων σε Ακαρνανία και Λευκάδα

Κατά την ιδίαν εποχήν του θέρους τούτου, οι Αθηναίοι έστειλαν επίσης προς περιπολίαν πέριξ της Πελοποννήσου μοίραν τριάντα πλοίων, υπό την αρχηγίαν του Ασωπίου, υιού του Φορμίωνος, διότι οι Ακαρνάνες είχαν ζητήσει να τους στείλουν ως αρχηγόν κάποιον ή υιόν ή άλλον συγγενή του τελευταίου. Και καθώς τα πλοία παρέπλεαν την Λακωνικήν, ελεηλάτησαν τα παράλιά της μέρη. Ο Ασώπιος ακολούθως απέστειλεν οπίσω τα περισσότερα πλοία του στόλου του, κρατήσας δώδεκα, επί κεφαλής των οποίων ήλθεν εις Ναύπακτον. Καλέσας βραδύτερον τους Ακαρνάνας εις γενικήν επιστράτευσιν, εξεστράτευσεν εναντίον των Οινιαδών, αναπλεύσας με τον στόλον τον Αχελώον, ενώ ο κατά ξηράν στρατός ηρήμωνε την χώραν των. Αλλ' επειδή οι κάτοικοι ηρνούντο να υποκύψουν, απέλυσε τον στρατόν της ξηράς, ο ίδιος δε έπλευσεν εις Λευκάδα και ενήργησεν απόβασιν εις τον Νήρικον, όπου αυτός και μέρος του στρατού του,επιστρέφονες εις τα πλοία, εφονεύθησαν από τους κατοίκους, οι οποίοι έσπευσαν εναντίον του, και από μικράν Πελοποννησιακήν φρουράν. Αποπλεύσαντες οι Αθηναίοι μετά την αποτυχίαν αυτήν, παρέλαβαν ακολούθως τους νεκρούς των ζητήσαντες προς τούτο βραχείαν ανακωχήν από τους Λευκαδίους.

[7]  Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον τοῦ θέρους τούτου Ἀθηναῖοι καὶ περὶ Πελοπόννησον ναῦς ἀπέστειλαν τριάκοντα καὶ Ἀσώπιον τὸν Φορμίωνος στρατηγόν, κελευσάντων Ἀκαρνάνων τῶν Φορμίωνός τινα σφίσι πέμψαι ἢ υἱὸν ἢ ξυγγενῆ ἄρχοντα. καὶ παραπλέουσαι αἱ νῆες τῆς Λακωνικῆς τὰ ἐπιθαλάσσια χωρία ἐπόρθησαν. ἔπειτα τὰς μὲν πλείους ἀποπέμπει τῶν νεῶν πάλιν ἐπ᾿ οἴκου ὁ Ἀσώπιος, αὐτὸς δ᾿ ἔχων δώδεκα ἀφικνεῖται ἐς Ναύπακτον, καὶ ὕστερον Ἀκαρνᾶνας ἀναστήσας πανδημεὶ στρατεύει ἐπ᾿ Οἰνιάδας, καὶ ταῖς τε ναυσὶ κατὰ τὸν Ἀχελῷον ἔπλευσε καὶ ὁ κατὰ γῆν στρατὸς ἐδῄου τὴν χώραν. ὡς δ᾿ οὐ προσεχώρουν, τὸν μὲν πεζὸν ἀφίησιν, αὐτὸς δὲ πλεύσας ἐς Λευκάδα καὶ ἀπόβασιν ἐς Νήρικον ποιησάμενος ἀναχωρῶν διαφθείρεται αὐτός τε καὶ τῆς στρατιᾶς τι μέρος ὑπὸ τῶν αὐτόθεν τε ξυμβοηθησάντων καὶ φρουρῶν τινῶν ὀλίγων. καὶ ὕστερον ὑποσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀποπλεύσαντες οἱ Ἀθηναῖοι παρὰ τῶν Λευκαδίων ἐκομίσαντο.

Έτος 6ον: 426-425πΧ

94.  Ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης εκστρατεύει στην Λευκάδα

Τό ίδιο θέρος 30 Αθηναϊκά πλοία υπό τόν Δημοσθένη πού περιέπλεαν τήν Πελοπόννησο, κατέπλευσαν στούς Λευκαδίους υποστηριζόμενοι απ' όλους τούς Ακαρνάνες, πλήν τών Οινιάδων, καί Κεφαλήνες καί Κερκυραίους. Δέν πείστηκαν όμως απ' τούς Ακαρνάνες νά περιτειχίσουν τήν πόλη τής Λευκάδος καί νά τήν αλώσουν οριστικά. Αντίθετα πείστηκαν απ' τούς Μεσσηνίους τής Ναυπάκτου νά εκστρατεύσουν κατά τών Αιτωλών, οι οποίοι ήταν ψηλοί καί ωκύποδες συμπεριλαμβανομένων καί τών ωμοφάγων Ευρυτάνων πού μιλούσαν δυσνόητη γλώσσα. Η εκστρατεία όμως απέβη ολέθρια γιά τούς Αθηναίους, τούς οποίους αρνήθηκαν νά βοηθήσουν οι Ακαρνάνες εκδηλώνοντας μ' αυτό τόν τρόπο τήν δυσφορία τους πού δέν εισακούστηκαν ως πρός τήν Λευκάδα.

 [94]  Τοῦ δ᾿ αὐτοῦ θέρους, καὶ περὶ τὸν αὐτὸν χρόνον ὃν ἐν τῇ Μήλῳ οἱ Ἀθηναῖοι κατείχοντο, καὶ οἱ ἀπὸ τῶν τριάκοντα νεῶν Ἀθηναῖοι περὶ Πελοπόννησον ὄντες πρῶτον ἐν Ἐλλομενῷ τῆς Λευκαδίας φρουρούς τινας λοχήσαντες διέφθειραν, ἔπειτα ὕστερον ἐπὶ Λευκάδα μείζονι στόλῳ ἦλθον, Ἀκαρνᾶσί τε πᾶσιν, οἳ πανδημεὶ πλὴν Οἰνιαδῶν ξυνέσποντο, καὶ Ζακυνθίοις καὶ Κεφαλλῆσι καὶ Κερκυραίων πέντε καὶ δέκα ναυσίν. καὶ οἱ μὲν Λευκάδιοι τῆς τε ἔξω γῆς δῃουμένης καὶ τῆς ἐντὸς τοῦ ἰσθμοῦ, ἐν ᾗ καὶ ἡ Λευκάς ἐστι καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, πλήθει βιαζόμενοι ἡσύχαζον· οἱ δὲ Ἀκαρνᾶνες ἠξίουν Δημοσθένη τὸν στρατηγὸν τῶν Ἀθηναίων ἀποτειχίζειν αὐτούς, νομίζοντες ῥᾳδίως γ᾿ ἂν ἐκπολιορκῆσαι καὶ πόλεως αἰεὶ σφίσι πολεμίας ἀπαλλαγῆναι.

 Βιβλίο Δ

Έτος 8ον: 424–423

77. Τοιούτον ήτο το σχέδιον, του οποίου ητοιμάζετο η εκτέλεσις. Ο Ιπποκράτης, επί κεφαλής στρατιωτικής δυνάμεως, ήτο έτοιμος να προελάση από τας Αθήνας εναντίον της Βοιωτίας, κατά την κατάλληλον ώραν. Αλλ' είχε στείλει προηγουμένως τον Δημοσθένη με την μοίραν των σαράντα πλοίων εις την Ναύπακτον, δια να στρατολογήση από τα πέριξ μέρη στρατόν Ακαρνάνων και άλλων συμμάχων και πλεύση εναντίον των Σιφών, αι οποίαι επρόκειτο να παραδοθούν δια προδοσίας. Αι δύο αυταί επιχειρήσεις έπρεπε να γίνουν συγχρόνως εις ωρισμένην ημέραν. Ο Δημοσθένης, κατά την άφιξίν του εις Ναύπακτον, εύρεν ότι η ομοσπονδία των Ακαρνάνων είχεν ήδη αναγκάσει τους Οινιάδας να προσχωρήσουν εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν. Και ο ίδιος, αφού εστρατολόγησεν όλους τους συμμάχους των μερών εκείνων, εβάδισε πρώτον εναντίον του Σαλυνθίου και των Αγραίων, και αφού επέτυχε την προσάρτησίν των, συνεπλήρωσε τας ετοιμασίας του, δια να ευρεθή την προσδιωρισμένην ημέραν εμπρός από τας Σίφας.

77      Ἡ μὲν οὖν ἐπιβουλὴ τοιαύτη παρεσκευάζετο, ὁ δὲ Ἱπποκράτης αὐτὸς μὲν ἐκ τῆς πόλεως δύναμιν ἔχων, ὁπότε καιρὸς εἴη, ἔμελλε στρατεύειν ἐς τοὺς Βοιωτούς, τὸν δὲ Δημοσθένη προαπέστειλε ταῖς τεσσαράκοντα ναυσὶν ἐς τὴν Ναύπακτον, ὅπως ἐξ ἐκείνων τῶν χωρίων στρατὸν ξυλλέξας Ἀκαρνάνων τε καὶ τῶν ἄλλων ξυμμάχων πλέοι ἐπὶ τὰς Σίφας ὡς προδοθησομένας· ἡμέρα δ' αὐτοῖς εἴρητο ᾗ ἔδει  ἅμα ταῦτα πράσσειν. καὶ ὁ μὲν Δημοσθένης ἀφικόμενος, Οἰνιάδας δὲ ὑπό τε Ἀκαρνάνων πάντων κατηναγκασμένους καταλαβὼν ἐς τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν καὶ αὐτὸς ἀναστήσας τὸ ξυμμαχικὸν τὸ ἐκείνῃ πᾶν, ἐπὶ Σαλύνθιον καὶ  Ἀγραίους στρατεύσας πρῶτον καὶ προσποιησάμενος τἆλλα ἡτοιμάζετο ὡς ἐπὶ τὰς Σίφας, ὅταν δέῃ, ἀπαντησόμενος.

  

Πλουτάρχου "Βίοι παράλληλοι" (Αλέξανδρος)

Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος σκότωσε καί τόν φίλο του Φιλώτα, επειδή πληροφορήθηκε ότι συνομωτούσε εναντίον του ή στήν καλύτερη περίπτωση απέκρυπτε εξυφαινομένη συνομωσία. Παράγγειλε δέ καί σκότωσαν καί τόν πατέρα τού Φιλώτα, τόν γέρο πιά Παρμενίωνα, τόν άνθρωπο πού είχε βοηθήσει τόσο τόν πατέρα του Φίλιππο, καί πού ήταν ο μόνος απ' τούς ηλικιωμένους φίλους του πού τόν παρακίνησε νά περάσει στήν Ασία. Η πράξη αυτή φόβησε τούς φίλους του καί πρό παντός τόν Αντίπατρο. Αυτός μάλιστα αντήλλαξε όρκους φιλίας κρυφά μέ τούς Αιτωλούς, οι οποίοι αφ' ότου κατέστρεψαν τούς Οινιάδες φοβόντουσαν τόν Αλέξανδρο, επειδή ο τελευταίος, όταν έμαθε τήν καταστροφή, τούς παρήγγειλε ότι δέν θά τούς εκδικηθούν τά παιδιά τών Οινιαδών, αλλά ο ίδιος. Μετά από λίγο καιρό συνέβη καί ο φόνος τού Κλείτου, κατά τήν διάρκεια δείπνου καί υπό τήν επιρροή τού οίνου.

 49. Ταῦτα πραχθέντα πολλοῖς τῶν φίλων φοβερὸν ἐποίησε τὸν Ἀλέξανδρον, μάλιστα δ’ Ἀντιπάτρῳ, καὶ πρὸς Αἰτωλοὺς ἔπεμψε κρύφα, πίστεις διδοὺς καὶ λαμβάνων. ἐφοβοῦντο γὰρ Ἀλέξανδρον Αἰτωλοὶ διὰ τὴν Οἰνιαδῶν ἀνάστασιν, ἣν πυθόμενος οὐκ Οἰνιαδῶν ἔφη παῖδας, ἀλλ’ αὑτὸν ἐπιθήσειν δίκην Αἰτωλοῖς.

 

Παυσανίου "Ελλάδος Περιήγησις", Βιβλίο Τέταρτο, Μεσσηνιακά.

Κεφάλαιο 25

… Εξ αιτίας όλων αυτών, λοιπόν, οι Μεσσήνιοι αφέθηκαν να φύγουν, κατόπι συνθηκών, από την Πελοπόννησο. Όταν παρέλαβαν την Ναύπακτο, δεν τους φαινόταν σωστό να δεχθούν μια πόλη από τους Αθηναίους και μια χώρα, αλλά τους κατείχε σφοδρή επιθυμία να φανούν κι’ αυτοί ικανοί να κάνουν με τά χέρια τους κάτι το αξιόλογο. Και ξέροντας ότι οι Οινιάδαι κατείχαν εύφορη περιοχή στην Ακαρνανία και ότι ανέκαθεν ήταν εχθροί των Αθηναίων, εξεστράτευσαν εναντίον τους. Κατά τον αριθμό, δεν ήταν και πολλοί, αλλά κατά την ανδρεία ήταν ανώτεροι. Τους νίκησαν λοιπόν και τους επολιόρκησαν, κλεισμένους μέσα στα τείχη. Οι Μεσσήνιοι από δώ και πέρα όχι μόνο δεν παρέλειψαν κανένα μέσο πολιορκίας απ’ όσα είχαν επινοήσει οι άνθρωποι, αλλά έβαζαν και σκάλες προσπαθώντας να πηδήξουν το τείχος και να μπούν στην πόλη, έσκαβαν υπονόμους κάτω από το τείχος, ετοίμαζαν μηχανήματα, όσα βεβαίως ήταν δυνατόν να κατασκευασθούν μέσα σε λίγο χρόνο, τά έφερναν κοντά στο τείχος και συνεχώς το γκρέμιζαν. Οι μέσα από το τείχος, επειδή φοβήθηκαν πώς όταν κυριευθή η πόλη και αυτοί θα σκοτωθούν και τά γυναικόπεδα θα εξανδραποδιστούν , προτίμησαν να συνθηκολογήσουν και να φύγουν από την πόλη.

Επί ένα χρόνο οι Μεσσήνιοι κατείχαν την πόλη και καρπώνονταν την περιοχή. Όμως το επόμενο έτος οι Ακαρνάνες , αφού συγκέντωσαν δύναμη από όλες τις πόλεις, λογάριαζαν να εκστρατεύσουν κατά της Ναυπάκτου… Άλλαξαν, λοιπόν, γνώμη και στράφηκαν αμέσως εναντίον των Μεσσηνίων πού βρίσκονταν στους Οινιάδες. Οι Ακαρνάνες ετοιμάζονταν να πολιορκήσουν την πόλη, γιατί δεν φαντάζονταν ποτέ ότι μια χούφτα άνθρωποι θα έφταναν σε τέτοιο σημείο παραφροσύνης, ώστε να αντιταχθούν στο στρατό όλων των Ακαρνάνων. … Στάθηκαν λοιπόν αντιμέτωποι στους Ακαρνάνες και η μάχη έγινε ως ακολούθως. Οι Ακαρνάνες επειδή ήταν περισσότεροι , περικύκλωσαν εύκολα τους Μεσσηνίους , εκτός από το μέρος προς τά νώτα των Μεσσηνίων , όπου οι πύλες του τείχους τους εμπόδιζαν, όπως και η πρόθυμη βοήθεια των Μεσσηνίων, πού βρίσκονταν πάνω στο τείχος, προς τους δικούς των. Εξ αιτίας των εμποδίων αυτών από το μέρος εκείνο δεν περικυκλώθηκαν οι Μεσσήνιοι. Τις δυό πλευρές τους τις περικύκλωσαν οι Ακαρνάνες και τους κτυπούσαν με ακόντια από όλα τά μέρη. Οι Μεσσήνιοι έχοντας συνοχή μεταξύ τους, όσες φορές επετίθεντο συμπαγείς κατά των Ακαρνάνων, διασπούσαν την απέναντι παράταξη και σκότωναν ή πλήγωναν πολλούς απ’ αυτούς. Όμως δεν μπορούσαν να τους εξαναγκάσουν σε τελειωτική φυγή, γιατί οι Ακαρνάνες βλέποντας κάποιο σημείο της παρατάξεώς τουςνά διασπάται από τους Μεσσηνίους , έτρεχαν σε βοήθεια των δικών τους πού ενικώντο και αναχαίτιζαν τους Μεσσηνίους , επιβαλλόμενοι με την αριθμητική τους υπεροχή. Οι Μεσσήνιοι, όσες φορές ανεκόπτετο η επίθεσή τους και στρέφονταν παρευθύς προς άλλο σημείο, προσπαθώντας να διασπάσουν την φάλαγκα των Ακαρνάνων, πάθαιναν πάλι τά ίδια… Κατά την ώρα του πρώτου ύπνου οι Μεσσήνιοι βγήκαν κρυφά από τους Οινιάδας, αλλά επειδή οι Ακαρνάνες αντελήφθησαν την απόδρασή τους, αναγκάστηκαν να δώσουν μάχη, έχασαν περίπου 300 άνδρες , σκότωσαν από τους εχθρούς ακόμα περισσότερους και οι πιο πολλοί διέφυγαν μέσα από την χώρα των Ακαρνάνων , έφθασαν στη χώρα των Αιτωλών πού ήταν φίλοι τους και από εκεί διασώθηκαν στη Ναύπακτο.

πε δ σχον τν Ναύπακτον,οκ πέχρη πόλιν τε ατος κα χώραν εληφέναι παρ θηναίων, λλ σφς πόθος 
εχεν σχυρς χερσ τας ατν φανναι λόγου τι κεκτημένους ξιον.κα πίσταντο γρ Ονιάδας καρνάνων γν
τε χοντας γαθν κα θηναίοις διαφόρους τν πάντα ντας χρόνον, στρατεύουσιν π' ατούς. ντες δ 
ριθμ μν ο πλείους,ρετ δ κα πολ μείνονες[ντες]τ σφετέρ νικσι,κα πολιόρκουν κατακεκλειμένους
ς τ τεχος.[2] τ δ ντεθεν, ο γάρ τι τν τος νθρώποις ερημένων ς πολιορκίανο Μεσσήνιοι παρίεσαν,
λλ κα κλίμακας προστιθέντες πειρντο περβαίνειν ς τν πόλιν κα πώρυσσον κάτωθεν τ τεχος, 
μηχανήματά τε, ποα νν δι' λίγου παρασκευάσασθαι, προσαγαγόντες εί τι ρειπον: δείσαντες δ ο νδον
μ λούσης τςπόλεως ατοί τε πόλωνται κα α γυνακές σφισι κα ο παδες ξανδραποδισθσιν, ελοντο 
πελθεν πόσπονδοι.

[3] καὶ ἐνιαυτὸν μὲν μάλιστα οἱ Μεσσήνιοι κατέσχον τὴν πόλιν καὶ ἐνέμοντο τὴν χώραν: τῷ δὲ ἔτει τῷ ὑστέρῳ δύναμιν οἱ Ἀκαρνᾶνες ἀπὸ πασῶν συλλέξαντες τῶν πόλεων ἐβουλεύοντο ἐπὶ τὴν Ναύπακτον στρατεύειν. καὶ τοῦτο μὲν ἀπέδοξεν αὐτοῖς τήν τε πορείαν ὁρῶσιν, ὅτι ἔσεσθαι δι' Αἰτωλῶν ἔμελλε πολεμίων ἀεί ποτε ὄντων, καὶ ἅμα τοὺς Ναυπακτίους κεκτῆσθαί τι ναυτικὸν ὑπώπτευον, ὥσπερ γε καὶ εἶχον, ἐπικρατούντων δὲ ἐκείνων τῆς θαλάσσης οὐδὲν εἶναι κατεργάσασθαι μέγα οὐδὲ στρατῷ πεζῷ: [4] μετεβουλεύετό τε δή σφισι <καὶ> αὐτίκα ἐπὶ Μεσσηνίους τρέπονται τοὺς ἐν Οἰνιάδαις. καὶ οἱ μὲν ὡς πολιορκήσοντες παρεσκευάζοντο: οὐ γάρ ποτε ὑπελάμβανον ἄνδρας οὕτως ὀλίγους ἐς τοσοῦτον ἀπονοίας ἥξειν ὡς μαχέσασθαι πρὸς τὴν Ἀκαρνάνων ἁπάντων στρατιάν. οἱ δὲ Μεσσήνιοι προητοιμασμένοι μὲν καὶ σῖτον καὶ τὰ ἄλλα ἦσαν ὁπόσα εἰκὸς ἦν, πολιορκίας πειράσεσθαι μακροτέρας ἐλπίζοντες: [5] παρίστατο δέ σφισι πρὸ τῆς μελλούσης πολιορκίας ἀγῶνα ἐκ τοῦ φανεροῦ ποιήσασθαι, μηδὲ ὄντας Μεσσηνίους, οἳ μηδὲ Λακεδαιμονίων ἀνδρίᾳ, τύχῃ δὲ ἠλαττώθησαν, καταπεπλῆχθαι τὸν ἥκοντα ὄχλον ἐξ Ἀκαρνανίας: τό τε Ἀθηναίων ἐν Μαραθῶνι ἔργον ἀνεμιμνήσκοντο, ὡς μυριάδες τριάκοντα ἐφθάρησαν τῶν Μήδων ὑπὸ ἀνδρῶν οὐδὲ ἐς μυρίους ἀριθμόν. [6] καθίσταντό τε δὴ τοῖς Ἀκαρνᾶσιν ἐς ἀγῶνα καὶ ὁ τρόπος λέγεται τῆς μάχης γενέσθαι τοιόσδε. οἳ μέν, ἅτε πλήθει προέχοντες πολύ, οὐ χαλεπῶς περιέβαλον τοὺς Μεσσηνίους, πλὴν ὅσον αἱ πύλαι τε ἀπεῖργον κατὰ νώτου τοῖς Μεσσηνίοις γινόμεναι καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ τείχους τοῖς σφετέροις προθύμως ἀμύνοντες: ταύτῃ μὲν δὴ μὴ περισχεθῆναι σφᾶς ἐκώλυε, τὰ δὲ πλευρὰ ἀμφότερα ἐκυκλώσαντο αὐτῶν οἱ Ἀκαρνᾶνες καὶ ἐσηκόντιζον πανταχόθεν. [7] οἱ δὲ Μεσσήνιοι συνεστραμμένοι μετ' ἀλλήλων, ὁπότε ἀθρόοι τοῖς Ἀκαρνᾶσιν ἐμπέσοιεν, ἐτάρασσον μὲν τοὺς κατὰ ταὐτὸ ἑστηκότας καὶ ἐφόνευόν τε αὐτῶν καὶ ἐτίτρωσκον πολλούς, τελέαν δὲ οὐκ ἐδύναντο ἐργάσασθαι φυγήν: ὅπου γὰρ τῆς τάξεως αἴσθοιντό τι οἱ Ἀκαρνᾶνες τῆς αὑτῶν ὑπὸ τῶν Μεσσηνίων διασπώμενον, κατὰ τοῦτο ἀμύνοντες τοῖς βιαζομένοις αὑτῶν ἀνεῖργον τοὺς Μεσσηνίους ἐπικρατοῦντες τῷ πλήθει. [8] οἱ δὲ ὁπότε ἀνακοπεῖεν, κατ' ἄλλο αὖθις πειρώμενοι διακόψαι τὴν Ἀκαρνάνων φάλαγγα τὸ αὐτὸ ἂν ἔπασχον: ὅτῳ μὲν προσβάλλοιεν, διέσειόν τε καὶ τροπὴν ἐπὶ βραχὺ ἐποίουν, ἐπιρρεόντων δὲ αὖθις κατὰ τοῦτο σπουδῇ τῶν Ἀκαρνάνων ἀπετρέποντο ἄκοντες. γενομένου δὲ ἰσορρόπου τοῦ ἀγῶνος ἄχρι ἑσπέρας καὶ Ἀκαρνᾶσιν ὑπὸ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα ἐπελθούσης δυνάμεως ἀπὸ τῶν πόλεων, οὕτω τοῖς Μεσσηνίοις περιειστήκει πολιορκία. [9] καὶ ἁλῶναι μὲν κατὰ κράτος τὸ τεῖχος ἢ ὑπερβάντων τῶν Ἀκαρνάνων ἢ καὶ ἀπολιπεῖν βιασθεῖσιν αὐτοῖς τὴν φρουρὰν δέος ἦν οὐδέν: τὰ δὲ ἐπιτήδειά σφισι πάντα ὁμοίως ὀγδόῳ μηνὶ ἐξανήλωτο. ἐς μὲν δὴ τοὺς Ἀκαρνᾶνας ἐχρῶντο ἀπὸ τοῦ τείχους χλευασίᾳ, μὴ σφᾶς τὰ σιτία προδοῦναί ποτε ἂν μηδὲ ἐς ἔτος δέκατον πολιορκουμένους: [10] αὐτοὶ δὲ περὶ ὕπνον πρῶτον ἐξελθόντες ἐκ τῶν Οἰνιαδῶν, <καὶ> γενομένης τοῦ δρασμοῦ σφῶν τοῖς Ἀκαρνᾶσιν αἰσθήσεως [καὶ] ἐς μάχην ἀναγκασθέντες ἀφικέσθαι, περὶ τριακοσίους μὲν ἀποβάλλουσι καὶ πλείονας ἔτι αὐτοὶ τῶν ἐναντίων κατεργάζονται, τὸ δὲ πολὺ αὐτῶν διεκπίπτουσι διὰ τῶν Ἀκαρνάνων καὶ ἐπιλαμβανόμενοι τῆς Αἰτωλῶν ἐχόντων σφίσιν ἐπιτηδείως ἐς τὴν Ναύπακτον ἀνασώζονται.

 επιστροφή