επιστροφή

ΠΕΡΙ ΣΕΙΣΜΩΝ

 

Ίσως το γεωλογικό-φυσικό φαινόμενο πού προκαλεί τον περισσότερο τρόμο στους ανθρώπους, αλλά και στα ζώα, είναι ο σεισμός. Και δικαίως. Διότι και αρκετά συχνά συμβαίνει, ιδίως στις σεισμογενείς περιοχές, αλλά και διότι οι καταστρεπτικές του συνέπειες είναι φοβερές, όταν βεβαίως είναι ισχυρός. Περίπου ένα εκατομμύριο σεισμοί, οι περισσότεροι, από τους οποίους είναι ασθενείς και δεν γίνονται αντιληπτοί, εκδηλώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε χρόνο.

Αλλά ας δούμε αναλυτικότερα το φαινόμενο αυτό, τι είναι, πως εκδηλώνεται, πώς μελετάται και πώς αντιμετωπίζεται.

Όπως και η λέξη δηλώνει, σεισμός είναι ένα φαινόμενο κατά το οποίο η γή σείεται από την ενέργεια πού εκλύεται, λόγω ελαστικής παραμόρφωσης πετρωμάτων στον τόπο πού γεννιέται, και η οποία ενέργεια μεταδίδεται εν συνεχεία προς κάθε κατεύθυνση με τον μηχανισμό τριών τύπων  κυμάτων. Εξ αιτίας αυτού γίνεται και αντιληπτός, με την αίσθηση δηλαδή πού δημιουργεί, ότι χάνεται το έδαφος κάτω απ’ τά πόδια μας, ή με την ταλάντωση πού προκαλεί σε διάφορα αντικείμενα (φωτιστικά, γυαλικά, έπιπλα κ.λ.π.).

 

            Για να κατανοήσουμε την γέννηση και εκδήλωση του φαινομένου απαιτείται η στοιχειώδης περιγραφή της δομής της γής, η οποία εμφαίνεται στήν διπλανή εικόνα.

Ο πλανήτης μας λοιπόν αποτελείται από τρία μέρη, τον  πυρήνα, τον μανδύα και τον φλοιό, συνολικού πάχους 6.370 km περίπου (ακτίνα Γής). Ο φλοιός είναι το στερεό εξωτερικό περίβλημα της Γης πού διακρίνεται σε  ηπειρωτικό με πάχος 35km (κάτω όμως από τις μεγάλες οροσειρές μπορεί να φτάσει τα 60 - 70km) καί ωκεάνιο με πάχος 7 km. Ο μανδύας φτάνει μέχρι το βάθος των 2.900km. Ο φλοιός μαζί με μέρος του εξωτερικού μανδύα αποτελούν την λιθόσφαιρα πάχους 80km περίπου. Κάτω από τη λιθόσφαιρα είναι η ασθενόσφαιρα και κάτω από αυτή ο κατώτερος μανδύας. Ο πυρήνας διακρίνεται σε εξωτερικό, πού βρίσκεται σέ υγρή κατάσταση και σε εσωτερικό στερεής κατάστασης.

Στα πλαίσια των προσπαθειών να ερμηνευθούν και εάν είναι δυνατόν να προβλεφθούν οι σεισμοί, στη δεκαετία του 1960 διατυπώθηκε η θεωρία των τεκτονικών  πλακών. Σύμφωνα μ’ αυτή η λιθόσφαιρα είναι ασυνεχής, αποτελείται δηλαδή από ένα σύνολο ευδιάκριτων πλακών, οι οποίες βρίσκονται σε αέναη σχετική κίνηση μεταξύ τους, αλλού συγκλίνοντας , αλλού αποκλίνοντας και αλλού βαίνοντας παράλληλα, καθώς επιπλέουν στην  παχύρρευστη ασθενόσφαιρα.

 

Συνέπεια αυτής της κίνησης είναι  η παραμόρφωση των πετρωμάτων στις περιοχές γειτνίασης των πλακών με συσσώρευση τρομακτικής δυναμικής ενέργειας και ανάπτυξη φοβερών δυνάμεων πού οδηγούν σε θραύση, όταν ξεπεραστεί το όριο αντοχής της λιθόσφαιρας, και στην δημιουργία τού σεισμικού ρήγματος από την κίνηση των τμημάτων πού υπέστησαν την θραύση. Ο σεισμός γεννήθηκε. Η δυναμική ενέργεια απελευθερώνεται και οι αποδέκτες της υφίστανται τις ολέθριες συνέπειες. Η θέση που πραγματοποιείται η διάρρηξη των πετρωμάτων ονομάζεται εστία ή υπόκεντρο του σεισμού και εκλαμβάνεται ως σημείο μολονότι βεβαίως πρόκειται για ολόκληρη περιοχή. Η περιοχή γύρω από την εστία  του σεισμού στην οποία γίνονται αντιληπτές οι σεισμικές δονήσεις από  τον άνθρωπο λέγεται μακροσεισμική περιοχή και έχει ακτίνα τάξης μεγέθους εκατοντάδων χιλιομέτρων. Η προβολή της εστίας πάνω στην επιφάνεια της γης είναι το επίκεντρο, ενώ η απόστασή του επικέντρου από την εστία λέγεται εστιακό βάθος. Ανάλογα με το εστιακό βάθος οι σεισμοί διακρίνονται σε αβαθείς (μέχρι 50 χλμ.), ενδιάμεσους  (από 50 μέχρι 250χλμ.), και βαθείς (250-720χλμ.). Όσο μεγαλύτερο είναι το βάθος τόσο λιγότερες είναι και οι επιπτώσεις του σεισμού. Επίσης είναι λιγότερο καταστρεπτικοί όταν η εστία τους είναι κάτω απ’ την θάλασσα (υποθαλάσσιοι σεισμοί). Τότε βέβαια υπάρχει ο κίνδυνος γέννησης καταστρεπτικού θαλασσίου σεισμικού κύματος τσουνάμι, πού αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο για τους κατοίκους των παράκτιων περιοχών.

Με την γέννηση ενός σεισμού προκύπτει ακολουθία επι μέρους δονήσεων (σεισμική ακολουθία), στην οποία διακρίνουμε τον κύριο σεισμό και τους μετασεισμούς. Είναι μάλιστα δυνατόν του κυρίου σεισμού να προηγούνται πρόδρομες δονήσεις. Η σεισμική αυτή ακολουθία αποσβένυται με την πάροδο του χρόνου και μπορεί να κρατήσει πολλές μέρες, ίσως και μήνες.

Ανάλογα με τα αίτια που τους προκαλούν  οι  σεισμοί διακρίνονται  σε  ηφαιστειογενείς πού εκδηλώνονται σε περιοχές που βρίσκονται ενεργά ηφαίστεια, κυρίως πριν και μετά από τις ηφαιστειακές εκρήξεις, σε εγκατακρημνισιγενείς πού συμβαίνουν όταν καταρρέουν  οροφές σπηλαίων που έχουν δημιουργηθεί από την υπόγεια ροή του νερού και είναι σεισμοί με μικρή  καταστρεπτική ενέργεια και τέλος σε τεκτονικούς πού οφείλονται στην  τεκτονική  κατασκευή της περιοχής και προκαλούνται από δυνάμεις πού παραμορφώνουν τά πετρώματα. Σήμερα βέβαια όλους τους σεισμούς τους αποδίδουμε στην κίνηση των τεκτονικών πλακών και άρα όλοι είναι τεκτονικοί.

Ο ελληνικός χώρος βρίσκεται στα όρια επαφής και σύγκλισης της Ευρασιατικής πλάκας με την Αφρικανική, γι’ αυτό και είναι χώρος μεγάλης σεισμικότητας. Κατέχει την πρώτη θέση στη Μεσόγειο και την Ευρώπη καθώς και την έκτη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά την Ιαπωνία, Νέες Εβρίδες, Περού, νησιά Σολομώντα και Χιλή. Στην εικόνα πού ακολουθεί φαίνονται οι λιθοσφαιρικές τεκτονικές πλάκες καθώς και οι κατευθύνσεις προς τις οποίες αυτές κινούνται (λευκά βέλη).

 

            Όπως  ήδη αναφέραμε η ενέργεια πού εκλύεται κατά την διάρκεια ενός σεισμού μεταφέρεται με κύματα πού παράγονται κατά την  μετατόπιση των πετρωμάτων. Τά κύματα αυτά λέγονται σεισμικά, είναι τουλάχιστον τριών τύπων, παράγονται ταυτόχρονα και αρχίζουν να διαδίδονται προς κάθε κατεύθυνση. Τά τύπου P πού είναι και τά ταχύτερα και ταξιδεύουν στο εσωτερικό της Γής, τά τύπου S, πού κι αυτά ταξιδεύουν στο εσωτερικό της Γής και τέλος τά επιφανειακά κύματα, τύπου L, πού κινούνται στην επιφάνεια μάλλον παρά στο εσωτερικό της Γής. Τά τελευταία αυτά είναι βραδύτερα από τά προηγούμενα, είναι αυτά όμως πού επιφέρουν την καταστροφή. Ίσως μερικά ζώα αντιλαμβάνονται τά πρώτα κύματα και «προαισθάνονται» τον επερχόμενο «σεισμό», την έλευση δηλαδή των επιφανειακών κυμάτων πού συνοδεύονται από την φοβερή καταστρεπτική δύναμη.

Για την μελέτη των σεισμών χρησιμοποιούνται ακόμα δύο στοιχεία, το μέγεθος και η ένταση. Το μέγεθος (Μ) αντιπροσωπεύει το σύνολο της ενέργειας πού εκλύεται από την εστία κατά τη διάρκεια της σεισμικής δόνησης. Αυτό προσδιορίζεται από μετρήσεις του πλάτους, της περιόδου και της διάρκειας των σεισμικών κυμάτων και μετρείται με διάφορες κλίμακες η γνωστότερη των οποίων είναι η κλίμακα Richter.

Σεισμοί με μέγεθος μικρότερο των 4,0 Richter δεν προκαλούν συνήθως ζημιές, ενώ αυτοί με μέγεθος μικρότερο των 2,0 Richter δεν γίνονται αισθητοί. Αντίθετα εκείνοι με μέγεθος μεγαλύτερο των 5,0 Richter μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές. Για να ακριβολογούμε  οι καταστροφές πού επιφέρει ένας σεισμός σε διάφορες κατασκευές δεν εξαρτώνται μόνο από το μέγεθος αυτού  αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως είναι το εστιακό βάθος, η θέση του επικέντρου, η ποιότητα και τά υλικά της κατασκευής, το έδαφος θεμελίωσης, η γειτνίασή της με ενεργά ρήγματα κ.λπ. Έτσι π.χ. ο πρόσφατος σεισμός στην Ιαπωνία (Σεπτέμβριος 2003) αν και ήταν πολύ μεγάλου μεγέθους  (8,0 βαθμοί Ρίχτερ ), δεν προκάλεσε σοβαρές ζημιές, ενώ  ο σεισμός της Αττικής της 7-9-1999 των 5,9 βαθμών προκάλεσε καταστροφή. Το μέγεθος του σεισμού επηρεάζει και την διάρκειά του,  δηλαδή το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο σεισμός είναι αισθητός. Η διάρκεια των σεισμών κυμαίνεται από λίγα δευτερόλεπτα μέχρι ένα λεπτό το πολύ, αν και  δίνεται η εντύπωση μιας παρατεταμένης δόνησης  πού διαρκεί πολύ περισσότερο.

 

Η ένταση του σεισμού αποτελεί μέτρο των βλαβών της σεισμικής δόνησης στους ανθρώπους και στις τεχνικές κατασκευές. Επομένως ποικίλει από περιοχή σε περιοχή και εξαρτάται κυρίως από την απόσταση της περιοχής από την εστία του σεισμού. Με την βοήθεια της έντασης χαράσσονται οι ισόσειστες καμπύλες οι οποίες περιλαμβάνουν περιοχές με την ίδια ένταση. Περιοχές δηλαδή πού ο σεισμός προκάλεσε τις ίδιες ζημιές.

Η πιο γνωστή κλίμακα υπολογισμού της έντασης είναι η 12βάθμια κλίμακα Mercalli για την οποία ακολουθεί μια συνοπτική περιγραφή.

 

Συνοπτική περιγραφή της κλίμακας Mercalli

Ι

Δεν γίνεται αισθητός.

ΙΙ

Αισθητός από μερικούς ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάπαυση στους ψηλότερους ορόφους κτιρίων.

ΙΙΙ

Αισθητός μέσα στα σπίτια. Μπορεί να μην αναγνωριστεί ως σεισμός. Δονήσεις σαν να περνάει ελαφρύ φορτηγό.

IV

Τίθενται σε κίνηση κρεμασμένα αντικείμενα. Τζάμια τρίζουν. Σταματημένα αυτοκίνητα κλυδωνίζονται. Δονήσεις σαν να περνάει βαρύ φορτηγό. Κρότος παραθύρων, χτύπος στις πόρτες.

V

Αισθητός στην ύπαιθρο. Αυτοί που κοιμούνται ξυπνούν. Αιώρηση κρεμασμένων αντικειμένων. Ανατροπή μερικών μικρών αντικειμένων.

VI

Αισθητός από όλους. Πολλοί τρομοκρατούνται και τρέχουν έξω από τα κτίρια. Οι άνθρωποι περπατούν με αστάθεια. Μικρές καμπάνες ηχούν. Μετακίνηση ή ανατροπή πολυάριθμων μεγάλων αντικειμένων και επίπλων. Βλάβες σε σοβάδες, κεραμίδια, καπνοδόχους. Βλάβες λίγες, ελαφρές.

VII

Μεγάλες καμπάνες ηχούν. Πτώση πολυάριθμων κεραμιδιών, καπνοδόχων. Σοβάδες και τοιχοποιία ρηγματώνονται στις συνηθισμένες κατασκευές. Στις κακές κατασκευές πέφτουν σοβάδες, αποκολλούνται τούβλα και πέτρες. Γίνεται αισθητός από οδηγούς αυτοκινήτων. Κυματισμός στις λίμνες, θόλωμα νερού από λάσπη.

VIII

Επηρεάζεται η οδήγηση των αυτοκινήτων. Αρκετές ζημιές και μερική κατάρρευση στις συνηθισμένες κατασκευές. Λίγες βλάβες στην τοιχοποιία των καλών κατασκευών, και μεγάλες στις κακές κατασκευές. Κλαδιά σπάνε από τα δένδρα. Αλλαγές στη ροή και στη θερμοκρασία του νερού σε πηγές και σε πηγάδια.

IX

Γενική καταστροφή στις κακές κατασκευές. Σοβαρές βλάβες στην τοιχοποιία των καλών κατασκευών. Υπόγειοι αγωγοί σπάζουν. Σε περιοχές με αλλούβια αναβλύζει από το έδαφος λεπτή άμμος, ιλύς και νερό.

X

Καταστροφή μερικών καλά κατασκευασμένων ξύλινων κτιρίων και γεφυρών. Οι περισσότερες κατασκευές τοιχοποιίας και τα προκατασκευασμένα κτίσματα καταστρέφονται μαζί με τα θεμέλια. Σοβαρές ζημιές σε φράγματα, υδροφράχτες και αναχώματα. Μεγάλες κατολισθήσεις. Οι σιδηροτροχιές κάμπτονται.

XI

Μεγάλες ρωγμές στο έδαφος. Οι σιδηροτροχιές κάμπτονται έντονα. Υπόγειοι αγωγοί καταστρέφονται εντελώς.

XII

Ολική καταστροφή. Αντικείμενα εκτινάσσονται στον αέρα. Μεταβάλλεται η επιφάνεια του εδάφους και η γραμμή του ορίζοντα.

 

Οι σεισμοί ανιχνεύονται και καταγράφονται με ειδικά όργανα, όπως είναι τα σεισμοσκόπια, οι σεισμογράφοι, και τα σεισμόμετρα. Την καταγραφή την ονομάζουμε σεισμογράφημα. Στον ελληνικό χώρο, όπως άλλωστε και διεθνώς, υπάρχουν μόνιμα εγκατεστημένοι σεισμογράφοι σε σεισμολογικούς σταθμούς για την καταγραφή των σεισμικών δονήσεων. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι το πρώτο σεισμόμετρο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα  το 1911.

Οι επιπτώσεις ενός σεισμού  στην καθημερινή ζωή ποικίλουν από απλή αναστάτωση των ανθρώπων έως κατεδάφιση πόλεων με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών στις ακραίες βεβαίως περιπτώσεις.  Πάντως είναι συνήθη τά προβλήματα πού προκύπτουν στα οδικά, σιδηροδρομικά, τηλεπικοινωνιακά, ηλεκτρικά και δίκτυα  ύδρευσης. Αλλά συνήθεις είναι και οι καταρρεύσεις  κτιρίων και λοιπών κατασκευών ή εκδήλωση πυρκαγιών από διάφορα βραχυκυκλώματα πού οδηγούν σε επέκταση των καταστροφών. Επίσης, δεν είναι σπάνια η εμφάνιση πλημμύρας εξαιτίας βλαβών στα δίκτυα ύδρευσης, καταστροφής φραγμάτων ή αλλαγής της ροής ποταμών. Αλλά καί οι κίνδυνοι πού ακολουθούν από τήν μόλυνση τών ποσίμων υδάτων, τίς πυρκαϊές πού προκαλούνται από τήν θραύση δεξαμενών καί αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου, δέν είναι ευκαταφρόνητοι. Οι απώλειες σέ ζωές καί περιουσιακά στοιχεία επιτείνονται από τόν πανικό πού κυριαρχεί, αλλά καί τήν διάλυση ζωτικών κοινωνικών δομών καί υπηρεσιών, όπως αστυνομία, πυροσβεστική, νοσοκομεία καί άλλοι δημόσιοι φορείς.

            Στη μακρόχρονη ιστορία του τόπου μας έχουν καταγραφεί χιλιάδες σεισμοί. Αναφέρουμε τον σεισμό σε Κεφαλλονιά-Ζάκυνθο του 1953 πού είχε μέγεθος 7,3 βαθμούς Ρίχτερ πού σχεδόν κατέστρεψε τά πάντα και οι πόλεις ξανακτίστηκαν. Επίσης τον σεισμό της Θεσσαλονίκης το 1978, της Αθήνας το 1981 και το 1999, των Γρεβενών και του Αιγίου το 1995. Τά τελευταία χρόνια δηλαδή επλήγησαν και περιοχές πού εθεωρούντο μη σεισμογενείς με αποτέλεσμα την αναθεώρηση τόσο των ζωνών υψηλής σεισμικότητας, όσο και των κανονισμών αντισεισμικής προστασίας.
            Η πρόβλεψη των σεισμών δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί και υπάρχει μόνο στατιστική επεξεργασία των καταγραμμένων σεισμών. Με βάση την επεξεργασία αυτή αποδίδεται βαθμός επικινδυνότητας στις διάφορες περιοχές καί αναλόγως γίνονται οι κατασκευές οικοδομημάτων, γεφυρών, φραγμάτων κ.λ.π..-

επιστροφή