ΕΙΚΟΝΕΣ ΛΕΡΟΥ

ΘΕΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΘΕΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 

Είναι γνωστό ότι οι ορμόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στη βιολογική ωρίμανση και φυσιολογική ανάπτυξη και λειτουργία του οργανισμού. α) Πιστεύετε ότι η άποψη «όσο περισσότερο τόσο το καλύτερο» είναι επιθυμητή και αναγκαία σχετικά με τη βιολογική δραστηριότητα των ορμονών ιδιαίτερα κατά την αναπτυξιακή ηλικία;
β) Ποιος είναι ο ρόλος της άσκησης στη δράση των ορμονών στην αναπτυξιακή ηλικία
;

 

Η βιολογική ωρίμανση επέρχεται στην προεφηβική-εφηβική ηλικία. Οι αλλαγές στην αναπτυξιακή ηλικία επηρεάζουν την αύξηση του βάρους, τον ρυθμό ανάπτυξης των οστών, τον μυϊκό ιστό και την σύσταση του σώματος. Η κρίσιμη αναπτυξιακή ηλικία η οποία προσδιορίζεται χρονικά με τη έναρξη της εφηβείας, επιφέρει μεγάλη αύξηση βάρους και ύψους, έκκριση ορμονών, εμμηναρχή στις γυναίκες και ανάπτυξη μυϊκής μάζας. Η ανάπτυξη του σώματος και η βιολογική ωρίμανση ρυθμίζονται από το ενδοκρινικό σύστημα μέσω των ορμονών, το οποίο ελέγχει τις μεταβολικές λειτουργίες του  οργανισμού, τον ρυθμό των χημικών αντιδράσεων των κυττάρων, την διακίνηση ουσιών διαμέσου των κυτταρικών μεμβρανών, την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή. Η αλματώδη σωματική ανάπτυξη επιφέρει μείωση στην απόδοση συναρμοστικών και φυσικών ικανοτήτων, αλλά με τη εφαρμογή κατάλληλων προγραμμάτων άσκησης σταθεροποίησης και διατήρησης φυσικών και συναρμοστικών ικανοτήτων (ισορροπία, συντονισμός μελών, ρυθμική ικανότητα, προσανατολισμός στο χώρο, κιναίσθηση) μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.

Οι έκκριση ορμονών και ιδιαίτερα κατά την αναπτυξιακή ηλικία είναι ένα στάδιο της ζωής του ανθρώπινου οργανισμού όπου οι αλλαγές στο ανθρώπινο σώμα είναι ραγδαίες και πολύ έντονες. Το ανθρώπινο σώμα κατά την περίοδο της αναπτυξιακής ηλικίας και ιδιαίτερα την περίοδο της εφηβείας, υφίσταται βίαιες προσαρμογές εξαιτίας της δράσης των ορμονών και η προσπάθεια του οργανισμού να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση και χειρισμό τόσο σε επίπεδο σωματικό όσο και συναισθηματικό. Το πόσο και σε τι επίπεδο θα κυμανθεί αυτή η αλλαγή στα χαρακτηριστικά του κάθε οργανισμού είναι γενετικά προδιαγραμμένη. Το να επέμβει ο άνθρωπος αλλάζοντας τα δεδομένα σε αυτήν την διαδικασία δεν είναι ηθικό, αλλά θα δημιουργήσει και μία ανισορροπία όσον αφορά την λειτουργία του εκάστοτε οργανισμού. Το να αυξηθεί ή να μειωθεί η δράση συγκεκριμένων ορμονών μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει λόγο της ανισορροπίας και της σύγχυσης που θα δημιουργήσει σε ένα οργανισμό, που ήδη προσπαθεί να ισορροπήσει σε ένα καινούργιο περιβάλλον. Η αλλαγή των γενετικών ισορροπιών θα αποφέρει μεγάλα προβλήματα σωματικής και συναισθηματικής υφής.

Η άσκηση κατά την αναπτυξιακή φάση σε σχέση με την δράση των ορμονών, έρχεται να συμπληρώσει και να λειτουργήσει υποστηρικτικά  στην διαδικασία της βιολογικής ωρίμανσης, της λειτουργίας και ανάπτυξης του οργανισμού. Η άσκηση και η ανάπτυξη έχουν τον ίδιο στόχο και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η επίδραση και σε τι βαθμό έχει η κάθε διεργασία και ειδικά στην φάση της εφηβείας, όπου οι αλλαγές είναι πολύ έντονες και μεγάλες. Η άσκηση επηρεάζει σε κάποιο βαθμό κάποια οργανικά συστήματα, χωρίς να επηρεάζει τον ρυθμό και την τελική σκελετική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη επηρεάζεται κυρίως από τον γονότυπο. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω λόγω της επιτάχυνσης  στον ρυθμό ανάπτυξης εξαιτίας των ορμονών, παρουσιάζονται προβλήματα στην μυϊκή συναρμογή που με τις κατάλληλες ασκήσεις μπορεί να αντιμετωπιστεί. Η αναερόβια ικανότητα και ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία είναι σε χαμηλά επίπεδα λόγο της μη έκκρισης ορμονών. Στην εφηβική ηλικία όμως η έκκριση ορμονών προκαλεί αύξηση της μυϊκής μάζας, αύξηση του μήκους των οστών, αύξηση των λιπαρών οξέων και απόρροια των παραπάνω είναι η αύξηση της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου και της αναερόβιας ικανότητας. Με τις κατάλληλες προπονητικές μεθόδους μπορεί να αυξηθεί η αερόβια και αναερόβια ικανότητα και να συμπληρώσει την λειτουργία των ορμονών. Η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας στην αναπτυξιακή φάση αυξάνει την εναπόθεση ασβεστίου στα οστά και περιορίζει τον κίνδυνο για σκελετικές ανωμαλίες που μπορεί να δημιουργηθούν λόγο της απότομης αύξησης του μήκους των οστών και τον κίνδυνο οστεοπόρωσης στο μέλλον ειδικά στις γυναίκες. Στην φάση της απότομης αύξησης των οστών θα πρέπει να ελέγχετε η ποσότητα και η ένταση της επιβάρυνσης, για να μην δημιουργηθούν προβλήματα στην ανάπτυξη των παιδιών (κατάγματα κόπωσης, καθυστέρηση στην εμμηνόρροια των κοριτσιών, κ.ά.). Η συστηματική προπόνηση άρσης βαρών αυξάνει την σωματική μάζα και αποτρέπει την αύξηση σωματικού λίπους που παρατηρείτε στην ηλικία αυτή (ειδικά στα κορίτσια) και είναι μία καλή μορφή άσκησης για την πρόληψη της παχυσαρκίας. Κατά την διάρκεια της αναπτυξιακής ηλικίας βλέπουμε ότι υπάρχει μία διαφορά στην άσκηση ανάμεσα στα δύο φύλλα, το οποίο έχει να κάνει με την διαφορά στην έκκριση των ορμονών αλλά και στο γεγονός ότι τα κορίτσια έχουν διαφορετική βιολογική ανάπτυξη από τα αγόρια. Τέλος με την άσκηση δεν μεταβάλλεται η συγκέντρωση ορμονών και δεν επηρεάζεται ο ρυθμός σκελετικής και βιολογικής ωρίμανσης.

Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι η άσκηση έρχεται και συμπληρώνει την ανάπτυξη και βοηθάει στην επίλυση των προβλημάτων της απότομης ανάπτυξης που συντελείτε ιδιαίτερα στην περίοδο της εφηβείας εφόσον χρησιμοποιείτε με σύνεση και χωρίς υπερβολές.

 

Βιβλιογραφία

Nathalie Boisseau , Paul Delamarche (2000). Metabolic and Hormonal Responses to

Exercise in Children and Adolescents. Sports Med ,30 (6): 405-422

Sean P. Cumming, Ph.D.a,*, Martyn Standage, Ph.D.a, Fiona Gillison, Ph.D.a, Robert M. Malina, Ph.D.b (2008). Sex Differences in Exercise Behavior During Adolescence: Is Biological Maturation a Confounding Factor? Journal of Adolescent Health 42, 480–485

Alon Eliakim, MD, Yoram Beyth, MD (2003). Exercise Training, Menstrual Irregularities and Bone Development in Children and Adolescents. J Pediatr Adolesc Gynecol, 16:201–206

Γιώργος Σαρογλάκης, Δημήτριος Σούλας, Αθανάσιος Τζιαμούρτας, & Αθανάσιος Κουστέλιος (2004).  Η Επίδραση της Προπόνησης Άρσης Βαρών στη Σωματοδομή Εφήβων Αθλητών, Aναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό 2 (1), 87 – 92

Απόστολος Ντάνης (1997). Βιολογικές προσαρμογές στην προεφηβική και εφηβική ηλικία: Κληρονομικότητα και προπόνηση. Διδακτορική διατριβή. Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα users.sch.gr/adanis/papers/DrDissDanis, 25-11-13.

 

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΦΉΒΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥΣ

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η τάση των ανθρώπων στην σύγχρονη κοινωνία, οι ρυθμοί και οι απαιτήσεις της ζωής και της καθημερινότητα οδηγούν τους ανθρώπους σε στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες είναι επιβλαβείς για την υγεία τους και την ποιότητα ζωής τους. Απόρροια όλων των παραπάνω είναι η συνεχώς ελαττούμενη συμμετοχή τους σε δραστηριότητες οι όποιες προάγουν την υγεία και την κοινωνική ευεξία. Ανάχωμα σε τέτοιου είδους στάσεις και συμπεριφορές, είναι η προώθηση στάσεων και συνηθειών στην εφηβική ηλικία, που να προάγουν την δια βίου συμμετοχή σε προγράμματα Φυσικής Δραστηριότητας τονίζοντας τους την χρησιμότητα σε αυτά. Σκοπός της συγκεκριμένης ανασκοπικής εργασίας είναι να παρουσιάσει μέσα από έρευνες, την Φυσική Δραστηριότητα στην ζωή των εφήβων και τα οφέλη που απορρέουν μέσα από την συμμετοχή τους σε προγράμματα Φυσικής Δραστηριότητας.

Λέξεις κλειδιά: Φυσική Δραστηριότητα, υγεία, έφηβοι, παχυσαρκία, φυσική αγωγή, χρόνια νοσήματα, ποιότητα ζωής, Φυσική Κατάσταση για την υγεία, εξωσχολικές δραστηριότητες αναψυχής.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

            Η υποκινητικότητα αποτελεί ένα πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας, που σύμφωνα με εκτιμήσεις είναι υπεύθυνο για 1.9 εκατομμύρια θανάτους το χρόνο (WHO, 2003). Η έλλειψη Φυσικής Δραστηριότητας (Φ.Δ.) σε παιδιά και εφήβους αποτελεί πολύ σημαντικό πρόβλημα, γιατί χρόνιες παθήσεις των ενηλίκων όπως καρδιαγγειακά προβλήματα, διαβήτης τύπου ΙΙ, παχυσαρκία και υποκινητικότητα έχουν τις ρίζες τους από την παιδική-εφηβική ηλικία (Sallis & Owen, 1997). Για τον λόγο αυτό φορείς υγείας ανεπτυγμένων κρατών εφαρμόζουν προληπτικά, προγράμματα προώθησης ενός δραστήριου τρόπου ζωής, ενώ διεθνείς οργανισμοί, συστήνουν ενασχόληση με Φ.Δ. με απώτερο στόχο την καλύτερη δημόσια υγεία  (Healthy People, 2010; U.S. Public Health Service, 1997). Οι πιο επιτυχημένες παρεμβάσεις είναι εκείνες που λαμβάνουν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες του κάθε παιδιού (ηλικία, φύλο, εθνικότητα, οικονομική κατάσταση κ.α.). Η μελέτη του τρόπου ζωής των εφήβων, των αξιών που ασπάζονται, καθώς και των αναγκών που έχουν, αποτελούν τα απαραίτητα συστατικά για να καταγραφούν και να γίνουν κατανοητές οι συμπεριφορές τους. (Γκούβρα Μ., Κυρίδης Α., Μαυρικάκη Ε., 2003). Η εφηβεία είναι μία περίοδο στην ζωή του ανθρώπου όπου οι γνωστική, συναισθηματική και ψυχική του ανάπτυξη, αντλεί στοιχεία από την παιδική ηλικία όπου η υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής περνάει από διαδικασίες, σύμφωνα με τις αξίες και ιδέες που εκείνος θεωρεί ότι είναι επικρατέστερες. Η αυτονομία, ατομικότητα και η ένταξη στην κοινωνία συγκρούονται με την καθημερινότητα του εφήβου, που τον οδηγούν σε στάσεις και λήψεις  αποφάσεων που είναι καθοριστικές στην ζωή του ως ενήλικα, παρόλο που υιοθετούνται και τροποποιούνται πιο εύκολα στην εφηβική περίοδο (Παρασκευόπουλος Ιν., 1985; Δημητρόπουλος Εγ., 2003).   Αν και τα οφέλη της Φ.Δ. σε σχέση με την υγεία είναι κοινώς αποδεκτά, τα επίπεδα ενασχόλησης με Φ.Δ. στον δυτικό κόσμο παραμένουν χαμηλά (Kafatos, A., Manios, Y., Markatji, I., Giachetti, I., Vaz de Almeida, M.D., Engstrom, L.M., 1999)

Υγεία ορίζεται ως η κατάσταση πλήρους σωματικής , ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας  μαζί με την απουσία ασθένειας (WHO, 1947). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 2010) ως φυσική δραστηριότητα ορίζεται η οποιαδήποτε κίνηση του σώματος που σαν αποτέλεσμα έχει τις ενεργειακές δαπάνες και που εκφράζεται στον ελεύθερο χρόνο και τις καθημερινές δραστηριότητες. Ως άσκηση ορίζεται η προγραμματισμένη ή δομημένη σωματική δραστηριότητα του ατόμου.

Σκοπός της παρούσας ανασκοπικής έρευνας ήταν να παρουσιάσει μέσα από τις έρευνες που έχουν γίνει, την Φ.Δ. στην ζωή των εφήβων καθώς και να αναδείξει μέσα από τις επιδράσεις της ενασχόλησης των εφήβων με την Φ.Δ., τα οφέλη που προκύπτουν από αυτή.

Φυσική Δραστηριότητα στην ζωή των Εφήβων

Η παιδική παχυσαρκία (Π.Π) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της δημόσιας υγείας και της ποιότητας ζωής και τείνει να έχει αυξητικές τάσεις τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας (Κrassas, Tzotzas, Tsametis & Konstantinidis, 2001). Η Π.Π. είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ενήλικη ζωή, διότι το 20-25% των παχύσαρκων παιδιών και εφήβων, γίνονται και παχύσαρκοι ενήλικες (Φαχαντίδου Α., 2002). Παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι, ως ενήλικες μπορεί να βιώσουν σημαντικά προβλήματα υγείας όπως υπερλιπιδαιμία, υπέρταση, έλλειψη ανοχής στην γλυκόζη και ορθοπεδικές επιπλοκές (Dietz, 1998; Whitaker, Wright, Pepe, Seidel & Dietz, 1997). Η παχυσαρκία στους νέους εμφανίζεται από τους σημαντικότερους παράγοντες εμφάνισης χρόνιων παθήσεων όπως καρδιοπάθειες, διαβήτης τύπου ΙΙ, κάποια είδη καρκίνου και οστεοπόρωση (Αrmstrong & Welsman, 1997) Η αρχή ανάπτυξης της παχυσαρκίας βρίσκεται στην παιδική-εφηβική ηλικία (Campbell, P., Katzmarzyk, P., Malina, R., Rao, D., Perusse, L., & Bouchard, C. (2001); Whitaker, R., Wright, J., Pepe, M., 1997). Το πόσο σημαντικό πρόβλημα είναι η Π.Π. φαίνεται και από έρευνες που έγιναν και δείχνουν ότι τα παχύσαρκα παιδιά παρουσιάζουν χαμηλή αυτοαποτελεσματικότητα (Trost, Kerr, Ward & Pate, 2001), συμπτώματα κατάθλιψης και χαμηλή αυτοεκτίμηση (Ackard, Neumark-Sztainer, Story & Perry, 2003; Strauss,2000).

Η Φ.Δ. δραστηριότητα αποτελεί ένα σημαντικό όπλο για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αντίβαρο για την μείωση του χρόνου που καταναλώνουν τα παιδιά σε καθιστικές δραστηριότητες (τηλεόραση, ηλεκτρονικά παιχνίδια, υπολογιστής, κ.α.), (Doak C.M. et al, 2006). Η τεχνολογία επίσης σύμφωνα με τον Nigg (2003), συμβάλει ώστε να παρατηρηθεί μία μείωση ενασχόλησης με την Φ.Δ. Σε έρευνα που έγινε σε 252 μαθητές Λυκείου (17±2 ετών) από τους Αντωνίου, Π., Πάτση, Χ.,  Μπεμπέτσος, Ε., & Υφαντίδου, Γ., (2006), για να εξετάσει αν η χρήση της τεχνολογίας επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τα παιδιά ως προς την ενασχόληση με την Φ.Δ., τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η στάση των μαθητών για την Φ.Δ. ήταν θετική, αλλά από την άλλη προτιμούσαν να παίζουν παιχνίδια στον υπολογιστή παρά να κάνουν κάποια Φ.Δ. Σε άλλη έρευνα από τους Samouel και Lee (2001), που έγινε στο Hong-Kong ανάμεσα σε 2110 μαθητές Γυμνασίου με ερωτηματολόγιο, θέλησαν να καταγράψουν το μοντέλο χρήσης των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, τι επίδραση είχε στην Φ.Δ., και τις κοινωνικές σχέσεις των εφήβων. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι όσοι μαθητές ασχολούνταν με τον υπολογιστή για εργασίες και για να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, ασχολούνταν με Φ.Δ. και είχαν περισσότερες κοινωνικές σχέσεις, από εκείνους που τον χρησιμοποιούσαν για να παίζουν παιχνίδια. Η τεχνολογία καταλαμβάνει σπουδαίο ρόλο στην ζωή των εφήβων και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να ασχολούνται όλο και περισσότερο με τις διάφορες εφαρμογές της τεχνολογίας και λιγότερο με Φ.Δ. Μέσω φυσικά της τεχνολογίας μπορούν τα παιδιά να αντλήσουν πληροφορίες για έναν υγιεινό τρόπο ζωής και να τους δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα για Φ.Δ.

Ένα σημαντικό ζήτημα που απασχολεί τους έφηβους και ιδιαίτερα τις κοπέλες είναι η εικόνα του σώματος τους που επηρεάζει την συναισθηματική και ψυχική τους υγεία. Πολλές φορές η εικόνα του σώματος λειτουργεί αποτρεπτικά για να ασχοληθούν με Φ.Δ. , ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, διότι η Φ.Δ. συμβάλει στην βελτίωση της εικόνας του σώματος, καθώς και στην διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας ζωής. Σε έρευνα αναφέρθηκε ότι τα κορίτσια παρουσίασαν χαμηλό ενδιαφέρον για Φ.Δ. και αυξημένο για κοινωνικές δραστηριότητες (Avgerinos, Stathi, Almond, & Kioumourtzoglou, 2007).

Η ενεργός συμμετοχή των μαθητών σε εξωσχολικές δραστηριότητες κρίνεται αναγκαία σε κάθε ανεπτυγμένη κοινωνία (Cordes & Ibrahim, 2003). Η ενασχόληση των παιδιών με εξωσχολικές δραστηριότητες που βελτιώνουν την ψυχική και συναισθηματική τους υγεία, πρέπει να ξεκινούν από την παιδική ηλικία για να γίνουν δια βίου συνήθειες (Telama, Yang, Laakso, & Viikari, 1997). Η Φ.Δ. συνδέεται άμεσα με σωματικά και ψυχολογικά οφέλη (Sallis & Owen, 1999). Την τελευταία δεκαετία έρευνες συγκεκριμενοποίησαν το είδος, την ποσότητα και την ένταση της Φ.Δ. για τους νέους, έτσι ώστε να έχει θετική επίδραση στην ζωή τους (Twisk, 2001). Σύμφωνα με κάποιες οδηγίες (Cavill, Biddle, & Sallis, 2001), παιδιά και νέοι οφείλουν να γυμνάζονται καθημερινά, για 30΄-60΄, σε μέτρια ένταση τουλάχιστον. Από επιστημονικά δεδομένα βρέθηκε ότι Φ.Δ. μέτριας και υψηλής έντασης αναγνωρίζονται ως δράσεις που οδηγούν σε θετικά οφέλη ως προς την υγεία (Blair, Cull, & Freeman, 1994). Σε έρευνα των Δούλια, Ε., Κοσμίδου, Ε., Παυλογιάννης, Ο. & Πατσιαούρας, Α., (2005), σε 134 εφήβους που έγινε για να διερευνήσει τα κίνητρα συμμετοχής των εφήβων σε ομάδες παραδοσιακού χορού, φάνηκε από τα αποτελέσματα ότι συμμετέχουν για να διασκεδάσουν κυρίως και για να αισθάνονται ενταγμένοι σε μία ομάδα. Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι χρήσιμα διότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσελκύσουν τους εφήβους σε κινητικές δραστηριότητες βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής τους.

Έρευνες στον δυτικό κόσμο έχουν δείξει ότι η ενασχόληση με τις Φ.Δ. και τα σπορ γενικότερα, μειώνονται σε ποσοστό 50-70% στις ηλικίες 6-18 (Rowland, 1990). Στην εφηβεία παρατηρείτε η πιο έντονη μείωση Φ.Δ. (Kimm, S.S., Glynn, N.W., Kriska, A.M., Fitzgerald,S.L., Aaron, D.J., Similo, S.L., et al. 2000), και αυτό το φαινόμενο είναι πιο έντονο στα κορίτσια, (Michaud, Narring, Cauderay, & Cavadini, 1999), (Αυγερινός, Almond, Στάθη, & Κιουμουρτζόγλου, 2002). Σε μελέτη βρέθηκε ότι το 83% των  μαθητών της Γ΄ τάξης λυκείου γυμνάζονται λιγότερο από 10 φορές το μήνα και ότι οι συγκεκριμένοι μαθητές δεν γυμνάζονται σχεδόν καθόλου μέσα και έξω από το σχολείο (Παπαϊωάννου, Α., 2000).

Τα σχολεία προσφέρουν στους μαθητές το περιβάλλον για προώθηση Φ.Δ. και των σπορ (Johnson & Deshpande, 2000), για να υιοθετήσουν ένα δραστήριο τρόπο ζωής και μία θετική στάση ως προς την άσκηση, κατά την διάρκεια του μαθήματος, του διαλλείματος και μέσω της δημιουργίας ομάδων από το σχολείο για εξωσχολικές δραστηριότητες. Διεθνείς οργανισμοί υποστηρίζουν ότι η Φυσική Αγωγή στα σχολεία πρέπει να δίνει έμφαση στην δια βίου άσκηση και να ενθαρρύνει τους μαθητές για καθημερινή Φ.Δ. (ACSM, 2006), καθώς κατά την διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας υιοθετούνται στάσεις και συνήθειες ζωής (Blair, 1992; Freedson & Rowland, 1992; Sallis & Patric, 1994; Shephard & Trudeau, 2000). Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Σχολείων Προαγωγής της Υγείας επισήμανε την ανάγκη ενδυνάμωσης του ρόλου της εκπαίδευσης ως προς την προαγωγή της έννοιας της υγείας και σε συνεργασία με τον υγειονομικό τομέα (Steward, BM., 1999). Η επιρροή επίσης που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στην ζωή των εφήβων είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει να συνυπολογιστεί.

Επιπτώσεις Φυσικής Δραστηριότητας στους Εφήβους

            Οι επιπτώσεις που έχουν οι έφηβοι με την συμμετοχή τους ή όχι σε Φ.Δ. απασχόλησε και απασχολεί την επιστήμη και την έρευνα  πολύ έντονα. Σε έρευνα τους οι Τζέτζης Γ., Κακαμούκας Β., Γούδας Μ., Τσορμπατζούδης Χ., (2005) σε δείγμα 70 παιδιών της Α΄ Γυμνασίου, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παχύσαρκα παιδιά ασχολήθηκαν λιγότερο με Φ.Δ. και είχαν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, από τα μη παχύσαρκα παιδιά. Τα αποτελέσματα συμφωνούν με παλαιότερες έρευνες που είχαν γίνει  (Rowllands, A. V., Ingledew, D. K., & Eston, R. G., 2000; Trost, S.G., Kerr, L.M., Ward, D.S., & Pate, R.R., 2001) που υποδεικνύουν ότι η παχυσαρκία σχετίζεται άμεσα με την έλλειψη Φ.Δ. Επίσης στην συγκεκριμένη έρευνα φάνηκε ότι τα παιδιά τις καθημερινές είχαν μεγαλύτερα επίπεδα μέτριας Φ.Δ. από ότι είχαν τα Σαββατοκύριακα, συμφωνώντας και με άλλες έρευνες που κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα (Αυγερινός, Αργυροπούλου, Almond & Μιχαλοπούλου, 2000). Ο Di Pietro (1999),  σε έρευνα του βρήκε ότι η Φ.Δ. ευθύνεται  για την σταθεροποίηση του σωματικού βάρους παιδιών και εφήβων, αλλά και για την μείωση του κινδύνου μεγάλης αύξησης του. Οι Kunesova Μ., Vignerova J., Steflová A., Parízkova J., Lajka J., Hainer V., Blaha P., Hlavaty P., Kalouskova P., Hlavata K. & Wagenknecht M. (2007), βρήκαν σε επιδημιολογική έρευνα που έγινε στην Τσεχία σε 1417 άτομα (παιδιά και εφήβους 6-18 ετών) ότι Δείκτης Μάζας Σώματος στους εφήβους έτεινε στην παχυσαρκία λόγω έλλειψης Φ.Δ. και κακής διατροφής. Σε έρευνα των  Τσιαούση, Μ.,  Γιανασμίδης, Α., (2012) που έγινε σε 80 εφήβους με μέσο όρο τα 15 έτη σε αστικές περιοχές της περιφέρειας, σκοπό είχε να εξετάσει τις επιρροές της συστηματικής άσκησης και των διατροφικών συνηθειών στον Δείκτη Μάζας Σώματος (Δ.Μ.Σ.). Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι η τακτική λήψη πρωινού μαζί με την συμμετοχή σε συστηματική άσκηση είναι στατιστικά σημαντικά υπεύθυνα  για την εμφάνιση μικρού Δ.Μ.Σ. Σε κάποιες έρευνες ωστόσο δεν βρέθηκε συσχέτιση Φ.Δ. και παχυσαρκίας (Maffeis, Zaffanello, Pinelli  & Schutz 1996; Ribeiro, Guerra, S., Pinto, A., Oliveira, J., Duarte, J., Mota, J. 2003). Φαίνεται λοιπόν ότι σε αυτή την περιοχή της έρευνας υπάρχει μια διχογνωμία η οποία προέρχεται σύμφωνα με τους Rowllands et al., (2000) από την μέθοδο μέτρησης της Φ.Δ. και συνίσταται χρήση  αντικειμενικών μετρήσεων. Οι Epstein, Paluch, Coleman, Vito και Anderson (1996) ερεύνησαν τους παράγοντες που αξιολογούν τα επίπεδα της Φ.Δ. σε σχέση με το είδος της μέτρησης (ερωτηματολόγια, αισθητήρες μέτρησης) και βρήκαν ότι οι παράγοντες που αξιολόγησαν την Φ.Δ. ήταν διαφορετικοί ανάλογα με την μέθοδο μέτρησης. Οι Crocker, Eklund και Kowalski (2000), αξιολόγησαν την Φυσική Αυτοαντίληψη (ελκυστικότητα του σώματος, της αθλητικής ικανότητας, της φυσικής κατάστασης και γενικότερα της αυτοαξίας του φυσικού εαυτού), σε σχέση με την Φ.Δ. και είδαν ότι είχε θετική αλληλεπίδραση και στα αγόρια και στα κορίτσια.

Σε έρευνα των Διαμαντοπούλου, Ε., & Παπαϊωάννου, Α., (2006) σε παιδιά με χρόνια νοσήματα (98 με άσθμα, 62 με διαβήτη και 20 με κυστική ίνωση) που ρωτήθηκαν -λίγο πριν εξεταστούν στον γιατρό- με ερωτηματολόγιο, κατά πόσο συμμετέχουν σε Φ.Δ. και τι αποκομίζουν από αυτή την ενασχόληση, φάνηκε από την ανάλυση των αποτελεσμάτων ότι η Φ.Δ. είχαν θετικό αντίκτυπο όσον αφορά την καταπολέμηση του στρες των συγκεκριμένων παιδιών. Οι χρόνιες παθήσεις μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τις καθημερινές δραστηριότητες των παιδιών, αλλά  έρευνες έδειξαν ότι η Φ.Δ. έχει σημαντικά θετική επίδραση στην ζωή των παιδιών  (Baranowski, T., Bouchard, C., Bar-Or, O., Bricker, T., Heath, G., Kimm, S.Y.S., et al. 1992).

Οι Cochrane και Clark (1990) σε έρευνα που έκαναν για ασθματικά παιδιά κατέληξαν ότι η συμμετοχή τους σε αθλητικές δραστηριότητες τους αυξάνει την αυτοπεποίθηση, τους ελαττώνει το άγχος και αισθάνονται ότι μπορούν να κάνουν ότι και οι συνομήλικοι τους. Σε παρόμοια έρευνα των Χαριτόπουλου, Μπενέκα, Μάλλιου, & Γκοδόλιας, (2003), φάνηκε ότι η ενασχόληση με Φ.Δ. μειώνει τα συμπτώματα των παιδιών με άσθμα και τονώνει την αυτοπεποίθησή τους.

Σε έρευνα που έγινε στην Φιλανδία σε δίδυμα παιδιά ηλικίας 16-17 ετών, βρέθηκε ότι οι φυσικά δραστήριοι έφηβοι σε σχέση με τους μη φυσικά δραστήριους, κάπνιζαν λιγότερο, είχαν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση, είχαν καλύτερη υγεία και διατροφικές συνήθειες. Επίσης φάνηκε από τα αποτελέσματα ότι είχαν καλύτερη ακαδημαϊκή πορεία (Aarnio, 2003). Όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες συμφωνεί και με άλλες έρευνες που ανέφεραν ότι τα δραστήρια άτομα καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες γαλακτοκομικών, πρωτεϊνούχων τροφών, φρούτων και λαχανικών και καταναλώνουν λιγότερα λιπαρά σε σχέση με τα μη δραστήρια άτομα (Balding & Macgregor, 1987; Jago et al., 2004; Lasheras, Aznar, Merino, & Lopez, 2001; Pate, Heath, Dowda, & Trost, 1996; Pate, Trost, Levin, & Dowda, 2000) Σε άλλη έρευνα βρέθηκε ότι οι μαθητές που ασχολούνταν συστηματικά με Φ.Δ., είχε θετική επίδραση στην ακαδημαϊκή επίδοση, στην ικανότητα μνήμης, προσοχής/παρατήρησης, στη λύση προβλημάτων και στην λήψη αποφάσεων, στην δημιουργικότητα και στην πειθαρχία (Keays & Allison, 1995). Επίσης σύμφωνα με τους Nelson & Gordon-Larsen, (2006), σε παιδιά που είτε συμμετέχουν μαζί με αυτά και άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος είτε τα υποστηρίζουν σε Φ.Δ., έχουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και καλύτερους βαθμούς.

Σε 150 έφηβες και νεαρές γυναίκες ηλικίας 15-25 ετών διενεργήθηκε έρευνα από τους Μπενέτου, Α., Κωφού, Γ., Ζήση, Β., & Θεοδωράκη, Γ., (2008) όσον αφορά την επίδραση που είχε η συμμετοχή στον αθλητισμό και την άσκηση κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, σε σχέση με την στάση που είχαν για το σώμα και την εξωτερική εμφάνιση. Τα αποτελέσματα έδειξαν την θετική επίδραση που είχαν οι παραπάνω δραστηριότητες στις στάσεις των κοριτσιών. Επίσης σε έρευνα των  Αδαμίδου, Ε., Ζήση, Β., Χασάνδρα, Μ., & Χρόνη, Σ., (2013)96-508-1-PB, σε 496 έφηβους μαθητές Β΄ γυμνασίου έως Β΄ λυκείου (226 αγόρια, 270 κορίτσια) ηλικίας 13-17 σε επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα που συμμετείχαν σε μεγαλύτερο βαθμό σε Φ.Δ.  είχαν μεγαλύτερη ικανοποίηση ως προς την εικόνα του σώματος τους με ότι αυτό συνεπάγεται στο ευαίσθητο ψυχολογικό κομμάτι σε αυτήν την ηλικία.

Σε ανασκοπική έρευνα των Συρμού Ε.Χ., Συρμός Ν.Χ., & Συρμός Χ.Ν., (2013), κατά πόσο επηρεάζει η συμμετοχή σε Φ.Δ, των εφήβων  που πάσχουν από επιληψία και ελέγχονται πλήρως με φαρμακευτική αγωγή, φάνηκε από τα συμπεράσματα ότι οι Φ.Δ. όταν γίνονται σωστά, συστηματικά και υπό συνεχή καθοδήγηση και επιτήρηση, έχει σημαντικά οφέλη στην σωματική και ψυχική τους υγεία, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των συγκεκριμένων παιδιών.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η υποκινητικότητα των ανθρώπων και ειδικά των εφήβων αρχίζει και λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις στην σύγχρονη κοινωνία. Οι στάσεις και οι συνήθειες που υιοθετούνται κατά την εφηβική ηλικία είναι πολύ σημαντικές και καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις στάσεις και τις έξεις του ενήλικα. Τα οφέλη που αποκομίζονται από την ενασχόληση με Φ.Δ. μπορεί να επηρεάσουν σε σημαντικά θέματα υγείας όπως είναι: παχυσαρκία, διαβήτης, κυστική ίνωση, άσθμα, επιληψία, αποχή από το κάπνισμα, καλύτερη αυτοεκτίμηση, μείωση του άγχους και καλύτερες διατροφικές συνήθειες. Επίσης φάνηκε ότι τα παιδιά που είναι φυσικά δραστήρια έχουν καλύτερες επιδώσεις στο σχολείο και εξελίσσονται περισσότερο ακαδημαϊκά.

Ο ρόλος της Φυσικής Αγωγής στα σχολεία είναι πολύ σημαντικός γιατί μέσα από τους επιμέρους στόχους του μαθήματος τα παιδιά θα μπορέσουν να αποκτήσουν εκείνες τις συνήθειες και τις στάσεις για να υιοθετήσουν την δια βίου άσκηση και την συμμετοχή τους σε Φ.Δ. βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής τους και σαν ενήλικες. Καλό θα ήταν να συμμετέχουν σε οργανωμένες κινητικές δραστηριότητες έτσι ώστε να αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα σύνολο και να είναι έτσι διαμορφωμένο ώστε να περνάνε  ευχάριστα την ώρα τους και να διασκεδάζουν. Σε αυτή την διαδικασία εξαιρετικά χρήσιμη θα ήταν και η συμμετοχή της οικογένειας, συμμετέχοντας ενεργητικά σε Φ.Δ. και προτρέποντας τα παιδιά τους να συμμετέχουν μαζί τους σε αυτές. Οι δραστηριότητες αυτές καλό θα ήταν να είναι μέτριας και υψηλής έντασης, κατανεμημένες σε όλες τις ημέρες και διάρκειας 30΄-60΄ (Cavill, Biddle, & Sallis, 2001). Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν την χάραξη μίας ενιαίας και απρόσκοπτης πολιτικής στα σχολεία  με στόχο την πρόληψη και αποκατάσταση της υγείας, με την δημιουργία προγραμμάτων Φ.Δ. που στόχο θα έχουν να εντάξουν τον πληθυσμό σε μία μόνιμη έξη με τις Φ.Δ. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει και οι Καθηγητές Φυσικής Αγωγής (Κ.Φ.Α.) να σταθούν αρωγοί και μπροστάρηδες όντας κατάλληλα προετοιμασμένοι για αυτήν την πρόκληση. Αυτό το δεδομένο θα μπορούσα να είναι και ένα πεδίο για μελλοντικές έρευνες όσον αφορά την δημιουργία ενός πλαισίου από την πολιτεία για την προώθηση της Φ.Δ. στους ενήλικες και τον ρόλο του Κ.Φ.Α. μέσα σε αυτό το πλαίσιο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Aarnio, M.E. (2003). Leisure time physical activity in late adolescence: Α cohort study of stability, correlates and familiar aggregation in twin boys and girls. Journal of Sports Science and Medicine, 2, 1-41.

 

Ackard, D. M., Neumark-Sztainer, D., Story, M., &Perry, C. (2003). Overeating among adolescents: prevalence and associations with weight-related characteristics and psychological health. Pediatrics, 111, (1), 67-74.

 

Αrmstrong, N., Welsman, J. R. (1997). Young People and Physical Activity. Oxford University Press.

 

Avgerinos, A., Stathi, A., Almond, L., & Kioumourtzoglou, E. (2007). Leisure and physical activity characteristics of 12-17 years old Greek students. Science, Security, Police Journal of Police Academy, in press.

 

Balding, J. W., & Macgregor, I. D. M. (1987). Health-related behavior and smoking in young adolescents. Public Health, 101, 277-282.

 

Baranowski, T., Bouchard, C., Bar-Or, O., Bricker, T., Heath, G., Kimm, S.Y.S., et al. (1992). Assessment prevalence and cardiovascular benefits of physical activity and fitness in youth. Medicine and Science in Sports and Exercise, 24,S237-S247.

 

Blair, S. N., (1992). Are American children and youth fit? The need for better data. Research  Quarterly for Exercise and Sport, 63, 120-123.

 

Blair, C., Cull, A., & Freeman, C.P. (1994). Psychological functioning of young adults with cystic fibrosis and their families. Thorax, 49, 798-802.

 

Cavill, N., Biddle, S., & Sallis, J.F. (2001). Health enhancing physical activity for young people: statement of the United Kingdom expert consensus conference. Pediatric Exercise Science, 13, 12-25.

 

Campbell, P., Katzmarzyk, P., Malina, R., Rao, D., Perusse, L., & Bouchard, C. (2001). Stability of adiposity phenotypes from childhood and adolescence into young adulthood

with contribution of parental measures. Obesity Research, 9, 394-400.

 

Cordes, A.K. & Ibrahim, M.H. (2003). Applications in recreation and leisure. (3rd edition). In A.K. Cordes &. M.H. Ibrahim (Eds.), Recreation, leisure and the life course. Adolescents. (pp. 77-94). Boston: McGraw – Hill.

 

Crocker, P. R. E., Eklund, R., & Kowalski, K. C.(2000). Children’s physical activity and physical self-perceptions. Journal of Sports Sciences,18, 383-394.

 

Di Pietro, L. (1999). Physical Activity in the prevention of obesity: Current evidence and research

issues. Medicine and Science in Sport and Exercise, 31, S542-546.

 

Dietz, W. H. (1998). Health consequences of obesity in youth: childhood predictors of adult disease. Pediatrics, 101, 518-525.

 

Doak C.M. et al (2006). The prevention of overweight and obesity in children and adolescents: a review of interventions and programs. Obesity Reviews 7: 111-136.

 

Epstein, L. H., Paluch, R. A., Coleman, K. J., Vito, D., & Anderson, K. (1996). Determinants of physical activity in obese children assessed by accelerometer and self report. Medicine and Science in Sports and Exercise, 28, (9), 1157-1164.

 

Freedson, P. S., & Rowland, T. W. (1992). Youth activity versus youth fitness: Let’s redirect our efforts. Research Quarterly for Exercise and Sport, 63, 133-136.

 

Jago, R., Baranowski, T., Yoo, S., Cullen, K. W., Zakeri, I., Watsson, K., et al. (2004). Relationship between physical activity and diet among African American girls. Obesity Research, 12, 55S-63S.

 

Johnson, J., & Deshpande, C. (2000). Health education and physical education: Disciplines preparing students as productive, healthy citizens of the challenge of the 21st century. Journal of School Health, 70, 66-68.

 

Lasheras, L., Aznar, S., Merino, B., & Lopez, E. G.(2001). Factors associated with physical activity among Spanish youth through the National Health Survey. Preventive Medicine, 32, 455-464.

 

Nigg, C.N. (2003). Technology’s influence on physical activity and exercise science: the present and the future. Psychology of Sport and Exercise, 4, 57-65.

 

Pate, R. R., Heath, G. W., Dowda, M., & Trost, S. G.(1996). Associations between physical activity and other health behaviors in a representative sample of US adolescents. American Journal of Public Health, 86, 1577-1581.

 

Pate, R. R., Trost, S. G., Levin, S., & Dowda, M. (2000).Sports participation and health-related behaviors among US youth. Archives of Pediatrics Adolescent Medicine, 154, 904-911.

Sallis, J.F, & Owen, N. (1997). Physical activity &behavioral medicine, Thousand Oaks, CA: Sage Publications.

Sallis, J. F., & Patrick, K. (1994). Physical activity guidelines for adolescents: consensus statement. Pediatric Exercise Science, 6, 302-314.

 

Shephard, R. J., & Trudeau, F. (2000). The legacy of Physical Education: Influences on adult lifestyle. Pediatric Exercise Science, 12, 34-50.

Steward BM, Barnekow RV, Rivet D (1999) The European network of health Promoting Schools, the alliance of education and health. EUR/ICP/IVST 06 03 05.1999.

Strauss, R. S. (2000). Childhood obesity and self esteem. Journal of Pediatrics, 105, (1), 15-25.

 

Trost, S.G., Kerr, L.M., Ward, D.S., & Pate, R.R.(2001). Physical activity and determinants of physical activity in obese and non- obese children. International Journal of Obesity, 25, 822-829.

 

U.S. Public Health Service. (1997). Guidelines for school community programs to promote lifelong physical activity among young people. Washington, DC: U.S. Government Printing Office

 

Whitaker, R., Wright, J., Pepe, M. (1997). Predicting obesity in young adulthood from childhood and parental obesity. New England Journal of Medicine, 337, 869 873.

 

World Health Organization. (2003). Health  and development through physical activity and sport. Retrieved April 15, 2003 from World Wide Web: http:/www.who.int/hpr/phusactiv/docs/healthanddevelopment

 

World Health Organization (2010). Global recommendations on physical activity for health.

 

World Health Organization (1947). Institution of the World Health Organization. Chronicle of WHO, 1, 1.

Whitaker, R.C., Wright, J.A., Pepe, M.S., Seidel, K.D., & Dietz, W.H. (1997). Predicting obesity in young adulthood from childhood and parental obesity. New England Journal of Medicine, 337, 869-873.

 

Kafatos, A., Manios, Y., Markatji, I., Giachetti, I., Vaz de Almeida, M.D., Engstrom, L.M.(1999) Regional, demographic and national influences and beliefs with regard to physical activity, body weight and health in a nationally representative sample in the European Union. Public Health & Nutrition, Mar. 2(1A), 87-95.

 

Keays, J.J., & Allison, K.R. (1995). The effects of regular moderate to vigorous physical activity on student outcomes: A review. Canadian Journal of Public Health, 86, 62-65.

 

Kimm, S.S., Glynn, N.W., Kriska, A.M., Fitzgerald,S.L., Aaron, D.J., Similo, S.L., et al. (2000). Longitudinal changes in physical activity in biracial cohort during adolescents. Medicine and Science in Sport and Exercise, 32, 1445-1454.

 

Κrassas, G. E., Tzotzas, T., Tsametis, C. & Konstantinidis, T. (2001). Determinants of bodymass index in Greek children and adolescents .Journal of Pediatric Endocrinology & Metabolism,14, (5), 1327-33.

 

Kunesova Μ., Vignerova J., Steflová A., Parízkova J., Lajka J., Hainer V., Blaha P., Hlavaty P., Kalouskova P., Hlavata K. & Wagenknecht M. (2007). Obesity of Czech children and adolescents: relation to parental obesity and socioeconomic factors. Journal of Public Health, 15:163-170.

 

Maffeis C., Zaffanello M., Pinelli L., & Schutz Y.(1996). Total energy expenditure and patterns of activity in 8-10-year-old obese and non-obese children. Journal of Pediatric Gastroenterology and Nutrition, 23, (3), 256-261.

Michaud, P.A., Narring, F., Cauderay, M., & Cavadini,C. (1999). Sports activity, physical activity and fitness of 9-to 19-year-old teenagers in the canton of Vaud (Switzerland). Schweizerische Medizinische Wahenschrift, 129, 691-699.

 

Nelson, C.M., & Gordon-Larsen, P. (2006). Physical activity and sedentary behavior patterns are associated with selected adolescent health risk behaviors. Pediatrics, 117, 1281-1290.

 

Ribeiro, J., Guerra, S., Pinto, A., Oliveira, J., Duarte, J., Mota, J. (2003). Overweight and obesity in children and adolescents: relationship with blood pressure, and physical activity. Annual Human Biology, 30, (2), 203-213.

 

Rowllands, A. V., Ingledew, D. K., & Eston, R. G.(2000). The effect of type of physical activity measure on the relationship between body fatness and habitual physical activity in children: a meta-analysis. Annual Human Biology, 27, (5),479-497.

 

Rowland, T. W. (1990). Exercise and Children’s Health. Champaign, IL., Human Kinetics.

 

Sallis, F. J., & Owen, N. (1999). Physical activity and behavioral medicine. London: Sage Publications.

 

Samouel, M. Y., & Lee, T. M. C. (2001). Computer usage and its relationship with adolescent lifestyle in Hong Kong. Journal of Adolescent Health,29, 258-266.

 

Telama, R., Yang, X., Laakso, L., & Viikari, J.(1997). Physical activity in childhood and adolescence as a predictor of physical activity in young adulthood. American Journal of Preventive Medicine, 13(4), 317-323.

 

Twisk, J. W. R. (2001). Physical activity guidelines for children and adolescents. A critical review. Sports Medicine, 31, 617-627.

 

Αδαμίδου, Ε., Ζήση, Β., Χασάνδρα, Μ., & Χρόνη, Σ., (2013). Εικόνα Σώματος σε Εφήβους 13 – 17 ετών: Επιδράσεις Φύλου και Φυσικής Δραστηριότητας. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό. 11 (1), 65 – 75.

 

Αυγερινός, Α., Almond, L., Στάθη, Α., & Κιουμουρτζόγλου, Ε. (2002). Φυσική Δραστηριότητα και Ποιότητα Ζωής, 3, 30-42. Ανακτήθηκε 25 Ιουλίου 2002 από: http://www.pe.auth.gr.

 

Αντωνίου, Π., Πάτση, Χ.,  Μπεμπέτσος, Ε., & Υφαντίδου, Γ., (2006), Εγκυρότητα Κλίμακας και Αξιολόγηση Στάσεων Μαθητών Έναντι των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Σύγκριση με Στάσεις ως προς τη Φυσική Αγωγή και τη Φυσική Δραστηριότητα των Μαθητών. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό. 4 (1), 114 – 124

 

Αυγερινός, Α., Αργυροπούλου, Τ., Almond, L. &Μιχαλοπούλου, Μ.(2000). Ένα νέο όργανο αξιολόγησης της ενεργειακής δαπάνης: αξιοπιστία και εγκυρότητα του «Ερωτηματολογίου Φυσικής Δραστηριότητας και Τρόπου Ζωής». Αθλητική Απόδοση και Υγεία, 2, (4), 281-300.

 

Γκούβρα Μ., Κυρίδης Α., Μαυρικάκη Ε., (2003). Η αγωγή υγείας στο σχολείο. Αγωγή υγείας και σχολείο: Παιδαγωγική και βιολογική προσέγγιση. Δαρδάνος Γ., Αθήνα, 16-196.

 

Δημητρόπουλος Εγ., (2003). Αποφάσεις-Λήψη αποφάσεων. Εισαγωγή στην ψυχολογία των αποφάσεων. Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 127-165.

 

Δούλια, Ε., Κοσμίδου, Ε., Παυλογιάννης, Ο. & Πατσιαούρας, Α., (2005). Διερεύνηση των Κινήτρων Συμμετοχής Εφήβων σε Ομάδες Παραδοσιακών Χορών. Αναζητήσεις Στην Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισμό, 3 (2), 107 – 112.

 

Μπενέτου, Α., Κωφού, Γ., Ζήση, Β., & Θεοδωράκη, Γ., (2008). Η Σχέση του Σωματικού Βάρους, του Βαθμού Ενασχόλησης με την Άσκηση και της Σωματικής Κάθεξης, με την Εικόνα του Σώματος σε Κορίτσια Ηλικίας 15-25 Ετών. Αναζητήσεις Στην Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισμό, 6 (1), 47 – 55.

 

Παπαϊωάννου, Α. (2000). Επιστημονικός υπεύθυνος έργου: «Στάσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές: 1)στο μάθημα της φυσικής αγωγής, 2) στους χώρους άσκησης, 3) ως προς ένα υγιεινό τρόπο ζωής, ατόμων που διαφέρουν ως προς το φύλο, την ηλικία, την κοινωνική τάξη, θρησκεία και βαθμό κινητικής δυσκολίας – ατέλειας». Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. ΤΕΦΑΑ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

 

Παρασκευόπουλος Ιν., (1985). Εξελικτική Ψυχολογία, Τόμος 4, Εφηβική ηλικία, Αθήνα, 45-50, 123-130, 146-173.

 

Συρμού Ε.Χ., Συρμός Ν.Χ., & Συρμός Χ.Ν., (2013). Φυσική δραστηριότητα σε παιδιά και εφήβους που πάσχουν από επιληψία. Αρχεία νευρολογίας και ψυχιατρικής

 

Τζέτζης Γ., Κακαμούκας Β., Γούδας Μ., Τσορμπατζούδης Χ., (2005). Σύγκριση της Φυσικής Δραστηριότητας και της Σωματικής Αυτοαντίληψης Παχύσαρκων και μη Παχύσαρκων Παιδιών. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό. 3, (1), 29 – 39.

 

 Τσιαούση, Μ.,  Γιανασμίδης, Α., (2012). Η Επίδραση των Διατροφικών Συνηθειών και της Φυσικής Δραστηριότητας στο Δείκτη Μάζας Σώματος Μαθητών Γυμνασίου σε Αστική Περιοχή της Περιφέρειας. ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ, 51(2), 178-186, – Ερευνητική εργασία.

Φαχαντίδου, Α., (2002). Παιδική κι εφηβική παχυσαρκία στην Ελλάδα, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Άσκησης και Διατροφής, Ελληνική Εταιρεία Αθλητικής Επιστήμης.

 

Χαριτόπουλος, Κ., Μπενέκα, Α., Μάλλιου, Π., &Γκοδόλιας, Γ. (2003). Η κολύμβηση για παιδιά με Άσθμα: Βασικές αρχές εξάσκησης για την βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Αναζητήσεις Στην Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισμό, 1(2), 184-188.