25η ΜΑΡΤΙΟΥ

 

  Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, όπως κάθε χρόνο, για ένα ευλαβικό μνημόσυνο στο μεγάλο Εικοσιένα. Είναι η ημέρα της Εθνικής μας παλιγγενεσίας, η πηγή του νεωτέρου εθνικού μας βίου. Αγάλλεται στο φως

της κάθε ελληνική ψυχή. Σκιρτά από αγαλλίαση κάθε ελληνική καρδιά.

 

Όλη δόξα, όλη χάρη

Άγια μέρα ξημερώνει. ..

 

  Ξημερώνει η 25η Μαρτίου! Την ημέρα αυτή, που η Θεία Πρόνοια διάλεξε, για να εξαγγείλει στην κουρασμένη ανθρωπότητα το χαρμόσυνο μήνυμα της ελεύσεως του Θεανθρώπου και Σωτήρα Ιησού Χριστού, την ίδια ημέρα η Ελευθερία επέστρεψε θριαμβευτικά στην πρώτη κι αγαπημένη της πατρίδα, την Ελλάδα μας.

  Ας κάνουμε ένα νοερό ταξίδι στο παρελθόν. Ας ανατρέξουμε τις σελίδες της Ιστορίας μας τετρακόσια χρόνια πίσω, την αποφράδα εκείνη Τρίτη 29 Μαίου 1453, όταν ο τελευταίος αυτοκράτορας   Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έπεφτε στην πύλη του Ρωμανού, αγωνιζόμενος τον υπέρ πάντων αγώνα. Ήταν οι τελευταίες ώρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Το χιλιόχρονο τείχος, που έθραυε πάντοτε τα στίφη των βαρβάρων, λύγισε κάτω από το βάρος των δικών του αδυναμιών και της ορμής των ορδών του Ισλάμ.

Ο ήλιος της ημέρας εκείνης, βασιλεύοντας ολοπόρφυρος στα γαλήνια νερά του Βοσπόρου, είδε τον δικέφαλο αετό να φτερουγίζει, μαζί με την 'Ελευθερία, από τα ελληνικά χώματα. Κι ύστερα τα τετρακόσια ολόκληρα χρόνια της σκλαβιάς. Χρόνια οδύνης και θανάτου, χρόνια μαρτυρίων και δακρύων, ταπεινώσεων κι εξευτελισμών.

Το Έθνος έπεσε, άλλά δεν νικήθηκε. Η ακατάλυτη ελληνική ψυχή έμεινε αδούλωτη. Η ήττα δεν είναι ένα εξωτερικό, υλικό γεγονός. Είναι κυρίως μια εσωτερική, μια ηθική κατάσταση.

Υπάρχει πραγματική ήττα, όταν την αποδέχεται ή ψυχή και υποκύπτει στη μοίρα της. Τότε όλα έχουν χαθεί. Αλλά το ελληνικό έθνος δεν αποδέχθηκε ποτέ την ήττα του. Ακέφαλο, ορφανό από την πνευματική ηγεσία του, πού έπαιρνε τον ασφαλή δρόμο για τη Δύση, άφησε, μαζί με το θρήνο του να λάμψει και η κρυφή ελπίδα της Αναστάσεως :

 

                         Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

                         πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι. . .

 

  Αν ο κατακτητής υποδούλωσε τις πολιτείες και τους κάμπους, τα βουνά κι οι θάλασσες ήταν ελεύθερα. Εκεί ψηλά στα απάτητα βουνά πετούσε ή αδούλωτη ψυχή του παλικαριού, όπως μας την απαθανάτισε η λαϊκή μούσα :

 

                       -Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης...

                       -Μάνα, σου λέγω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω.

                       Θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γίνω κλέφτης,

                       να κατοικήσω στα βουνά, σκλάβο να μη με λένε. . .

 

  Το καρυοφύλλι αντιλαλεί απ' τον Όλυμπο ως την Κρήτη και στέλνει στον ταπεινό ραγιά το μήνυμα της ελπίδας. Ο λαός αυτός, ο έρημος, που οι ξένοι τον είχαν ξεγράψει πια αφού του είχαν αρνηθεί  και το όνομά του είχε μάθει ξανά να πιάνει τα άρματα, να παρατάει το αλέτρι και ν' αδράχνει το καρυοφύλλι. Θα το κάνει αχώριστο σύντροφό του στη ζωή και στο θάνατο. .

 

                         « Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το Βεζίρη,

                         μα εγώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,

                         που  ΄χει καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνια. . .

 

  Κι ο Κολοκοτρώνης, το δοξασμένο βλαστάρι της κλεφτουριάς, γράφει κάπου: « Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι, αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι ! Βασανισμένοι, άγριοι, μέσα στις σπηλιές, με τις βροχές και τα χιόνια, με τα θεριά συντροφιά!»

  Μέσα στα μοναστήρια και στα ξωκλήσια, κάτω από το τρεμάμενο φως των καντηλιού, ο παπάς-δάσκαλος ανάβει τη φλόγα στις καρδιές. Με τη βραχνή φωνή του μιλάει ή πολύπαθη φυλή τα περασμένα μεγαλεία της. Εκεί βλέπει « τι έχασε, τι έχει, τι της αξίζει...».

 Στις κρίσιμες αυτές ώρες του εθνικού κατακλυσμού, ή 'Εκκλησία γίνεται ή κιβωτός της Εθνικής κληρονομιάς .Αυτή θα διασώσει τη γλώσσα την πίστη, την εθνική συνείδηση. Ο σταυραετός των βουνών, ο παπάς - δάσκαλος, ή ελληνίδα μητέρα, να το ηρωικό τρίπτυχο, πού έγινε ο στυλοβάτης του Γένους. Η lστορία μάς διαφύλαξε τα μεγάλα ονόματα. Μα όπως λέγει ο ποιητής :

 

                         «Είχε αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό της κι άλλα

                           μα εκείνα πού δεν έλαμψαν ήταν τα πιο μεγάλα ».

                   

  Αλλά ή Ιστορία δεν καταχωρεί στις σελίδες της τα ονόματα των αφανών. . .

  Ποτέ δεν θα μάθουμε πώς λεγόταν όλοι αυτοί οι φτωχοί προφήτες του ξεσηκωμού, οι δάσκαλοι, κι οι μανάδες, οι αγράμματοι κληρικοί, οι τυραννισμένοι ξωμάχοι του βουνού και του κάμπου, πού θέρμαναν στον κόρφο τους το πνεύμα της Ελευθερίας ! Αιωνία τους ή μνήμη...

  Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου το Έθνος ορθώνεται σαν ένας άνθρωπος. Από τα σπλάχνα του αδάμαστου αυτού λαού προβαίνουν οι τυραννοκτόνοι της στεριάς κι οι στολοκαύτες της θάλασσας. H Ελλάδα αναγεννιέται από την τέφρα σαν το φοίνικα, το μυθικό πουλί.

Το πέσιμό της δεν ήταν παρά μια προσωρινή πτώση. Δεν έγινε παρά για να της δώσει δύναμη για μεγαλύτερο ανέβασμα, όπως τραγουδάει στη μεγαλόστομη λύρα του ο Παλαμάς :

           « ..Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο

                και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε,

                που όμοιο φυλή καμιά δεν είδε ως τώρα,

                είναι γιατί με του καιρού το πέρασμα

                όμοια βαθύ μας μέλλεται ένα ανέβασμα

                σε ύψη ουρανοφόρα...»

 

   Στο μοναστήρι της Άγιας Λαύρας, η μυριόστομη κραυγή «Λευτεριά ή θάνατος» σχίζει σαν αστραπή το στερέωμα της Ευρώπης. Κλονίζει συθέμελα το θρόνο του Σουλτάνου και αντιβουίζει θριαμβευτικά στα σκοτεινά ντουβάρια της Ιεράς Συμμαχίας, πού χαλκεύει τα δεσμά των λαών.

  Δεν την ξεστομίζουν αρματωμένοι στρατοί και στόλοι. Την βροντοφωνεί μια φούχτα ξυπόλητων ραγιάδων !. . .

  Είναι λίγοι, άλλά τι μ' αυτό; «Εμάς τους Έλληνες - γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης - ή τύχη μας έχει πάντοτε λίγους. Κάποτε οι λίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όσοι παίρνουν την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδίζουν. . .»

   Είναι καταπληκτική ή πίστη των αγωνιστών. Ο Κολοκοτρώνης έλεγε συχνά : «Ο Θεός, παιδιά, υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν ξαναπαίρνει πίσω την υπογραφή του »

   Στην εποποιία του Εικοσιένα παρουσιάζεται συμπυκνωμένη όλη η Ιστορία της Ελλάδος. Στην Αλαμάνα ξαναζεί το έπος των Θερμοπυλών. `Ο εχθρός, βεβαίως, θα περάσει και πάλι, αλλά θα πατήσει επάνω στα πτώματα των γενναίων. Κι αλίμονο στον κατακτητή της χώρας πού οι υπερασπιστές της του έχουν ετοιμάσει τέτοια υποδοχή ! Οι Σουλιώτισσες βαδίζουν στο θάνατο χορεύοντας. Είναι γλυκιά η ζωή, αλλά χωρίς την ελευθερία γίνεται κι αυτή φορτίο αβάσταχτο. Το Μεσολόγγι πετάει στην αθανασία σαν σύμβολο ομαδικού ηρωισμού που καταπλήσσει τον κόσμο !

   Πού βρήκαν λοιπόν οι φτωχοί και άοπλοι ραγιάδες τη δύναμη να εξευτελίζουν τα πάνοπλα και πολεμόχαρα φουσάτα του Σουλτάνου ;

  Θα μας το ειπεί και πάλι ο Μακρυγιάννης με τη δωρική του απλότητα :

  «Μια μέρα - γράφει- που έφτιαχνα με τα παλικάρια μου ταμπούρια στους Μύλους, να σου και με πλησιάζει ο ναύαρχος Ντερνίς (Δεριγνύ).- Τι κάνεις αυτού ; μου λέει. Να, του λέω, φτιάχνω ταμπούρια, για να πολεμήσουμε το Μπραίμη. - Είναι αδύνατο, μου λέει, και δε θα βαστάξουν. Κάνε τα πιο στέρεα... Τότε του απαντώ : - Εμείς οι Έλληνες θα βάλουμε τα στήθη μας και θα τα στεριώσουμε ! Κόκαλο ο φρατζέζος !...».

  Κι ο Κανάρης, ο σεμνός και γενναίος ήρωας, όταν τον ερώτησαν πώς τόλμησε να πλησιάσει τη φοβερή ναυαρχίδα του Καραλή στη Χίο, απάντησε : « Έκαμα το σταυρό μου κι είπα μέσα μου : Κωσταντή, θα πεθάνεις ! Από τη στιγμή εκείνη έγινα άλλος άνθρωπος ! Έδιωξα από μέσα μου το φόβο !...

  Τέτοιοι ήταν οι ήρωες του Εικοσιένα. Παιδιά μιας βασανισμένης χώρας, που γιγαντώθηκε με το πικρό γάλα του μαρτυρίου. Άτρομοι στη μάχη, αγνοί στην καρδιά, χαμογελαστοί στο θάνατο.

   Ονόμασαν το Εικοσιένα Θαύμα. Το θαύμα όμως είναι ένα γεγονός αυθύπαρκτο. Δεν έχει ούτε προϊστορία, ούτε συνέχεια. Το Εικοσιένα πρέπει να του ιδούμε σαν αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας προσπάθειας όλων των υλικών, ηθικών και πνευματικών δυνάμεων του Ελληνισμού.

  Ήταν ο ώριμος καρπός τους. Ήταν  η εξέγερση ολόκληρης της ιστορίας και της παράδοσής μας για την πραγμάτωση της ιδέας της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

  Οι πρόμαχοι της Ελευθερίας, που σήμερα γιορτάζομε, μας παρέδωσαν ένα συμβόλαιο, γραμμένο με το αίμα τους. Αυτό λέει πως η ελευθερία δεν είναι κατάσταση παθητική. Είναι πράξη ζωής, διαρκής αγώνας.

Δεν είναι προσκέφαλο για ξεκούραση. Είναι μετερίζι για αγώνες. Δεν είναι απλώς μνήμη αλλά βαθιά υποχρέωση τόσο σ΄ αυτούς που πέρασαν όσο και σ΄ αυτούς που έρχονται ή θα έρθουν πίσω από μας. Την Ελευθερία την κερδίζει εκείνος που είναι έτοιμος την κάθε στιγμή να βάλει  για αντάλλαγμα τη ζωή του. . .

  Αντικρίζουμε σήμερα το Εικοσιένα από την πλευρά της ελεύθερης εθνικής ζωής. Ενάμισης και πλέον αιώνας πέρασε από τότε και πολλά εν τω μεταξύ έχουν αλλάξει στον αιματοβαμμένο αυτό τόπο. Το πνεύμα όμως του Εικοσιένα εξακολουθεί να εμπνέει το Έθνος μας. Διότι τα όνειρα και οι θυσίες των αγωνιστών δεν απέβλεπαν στο να δημιουργήσουν ένα κράτος φτωχών και δυστυχισμένων, αλλά να εξασφαλίσουν σε μας τη δυνατότητα μιας πνευματικής ανύψωσης και υλικής ευημερίας. «Θέλει αρετή και τόλμη ή Ελευθερία» λέει ο Κάλβος.

  Για την ελευθερία δουλεύουμε, όταν ανυψώνουμε την πνευματική και υλική στάθμη του λαού μας, όταν δίνουμε στα νιάτα της χώρας εκσυγχρονισμένη Παιδεία και σωστή αγωγή, όταν ασκούμε την κοινωνική δικαιοσύνη, πού είναι ή δικαίωση της ελευθερίας, όταν βοηθούμε το συνάνθρωπό μας. Είμαστε τότε πιο κοντά στο πνεύμα των αγωνιστών της ελευθερίας και ακολουθούμε το δρόμο πού με τη θυσία τους αυτοί για μας εχάραξαν.