Από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη

 Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα το-αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. (Εισαγωγή).

 Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαία αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ᾿ είναι πολλοί αυτείνοι και μαθητικοί κ᾿ έχουν και κανόνια κι᾿ όλα τα μέσα εμείς απ᾿ ούλα είμαστε αδύνατοι όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους κι᾿ αν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια την θρησκεία μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας κι᾿ ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένη αθάνατος κι᾿ όταν ο Χάρος θα ᾿ρθη να μας πάρη, όταν θέλη, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνωμεν». (Βιβλ. Α, Κεφ. 8).

 Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακοροίζικους, οπού ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης. (Βιβλ. Α, Κεφ. 9).

 Ύστερα μας γιομώσετε και φατρίες - ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα - πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. (Βιβλ. Β, Κεφ. 3).

 Κι᾿ αυτείνη η πατρίδα δεν λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη μ᾿ αίματα και θυσίες κι᾿ από αυτά έγινε βασίλειον- κι᾿ όχι να βραβεύωνται ολοένα οι κόλακες, κ᾿ οι αγωνισταί ν᾿ αδικιώνται. Ότι όταν σκοτώνονταν οι αγωνισταί, αυτείνοι κοιμώνταν. Κι᾿ όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Να ᾿ρθη ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ᾿χω, στραβός θα να είμαι. Ότι σ᾿ αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού. (Βιβλ. Γ, Κεφ. 1).

 Διάλυσαν τα μοναστήρια συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι᾿ όλα τα γερά εις το παζάρι και τα ζωντανά δια-δίχως τίποτα. Αφάνισαν όλως-διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα τους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι᾿ όλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου ότ᾿ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ᾿ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ᾿ είναι σεμνοί κι᾿ αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κ᾿ έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι᾿ ο τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών. (Βιβλ. Γ, Κεφ. 2).

... χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. Και πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, οπού το βαστήξαμεν εις την τυραγνία του Τούρκου, δεν το δίνομεν τώρα, ούτε το καταφρονούμεν οι Έλληνες.  (Βιβλ. Γ, Κεφ. 6).

 Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ᾿νεργήσω κι᾿ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν». (Βιβλ. Δ, Κεφ. 3).