Βιογραφία |
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Ο «ΝΙΣΥΡΙΟΣ» (1874-1933)1 Χαράλαμπος Καρούσος Μουσουργός-Καθηγητής Θεολόγος, Mr. Th. Ένας δεξιοτέχνης του βιολιού χωρίς μουσική παιδεία αλλά με αστείρευτο μουσικό ταλέντο, το οποίο τον ανέδειξε σε κορυφαίο εκτελεστή βιολιού στην παραδοσιακή μουσική. Είναι από τους πρώτους έλληνες παραδοσιακούς μουσικούς εκτελεστές που έκανε δίσκο2. Το γεγονός αυτό γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν αναλογιστεί κανείς ότι προέρχεται από ένα μικρό νησί των Δωδεκανήσων μόλις 41,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο εκπληκτικός τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα μουσικά κομμάτια σε συνάρτηση με τη βεβαιωμένη από τους ίδιους τους μαθητές του παντελή έλλειψη προσωπικής μουσικής παιδείας3 αποτελεί το οξύμωρο σχήμα στο μουσικό προφίλ του Γιώργου Μακρυγιάννη ή Μακρογιάννη4. Ο Γιώργος Μακρυγιάννης φαίνεται πως ήταν ένας άνθρωπος προικισμένος με καταπληκτική μουσική αντίληψη και μνήμη αλλά και ανάλογο μουσικό αυτί που του επέτρεπε να ακούσει κάποιο μουσικό κομμάτι και να το εκτελέσει άμεσα5. Αυτά τα χαρίσματα ακριβώς ήταν που τον διευκόλυναν τα μέγιστα ώστε να μεταφέρει από τις πολλές περιοδείες του σε διάφορες περιοχές νέα μουσικά ακούσματα στη Νίσυρο, άλλοτε αυτούσια και άλλοτε κάνοντας τις προσωπικές του παρεμβάσεις σ? αυτά, πλουτίζοντας με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο τη μουσική της παράδοση6. Μουσικά κομμάτια όπως π.χ. η Σίρμπα7, το Μαρσάκι8, η Δόχενα9, ο συρτός Σηλυβριανός ή ο συρτός Κίτσος δείχνουν την ικανότητά του όχι μόνο να μεταφέρει ένα ευρωπαϊκό μουσικό κομμάτι ή ελληνικής παραδοσιακής, με την ευρύτερη έννοια του όρου, μουσικής στη Νίσυρο, αλλά και να το προσαρμόσει, όπως ο συρτός Κίτσος, στην μουσικοχορευτική πραγματικότητα του νησιού10. Γεννήθηκε στη Νίσυρο, εξ ου και το προσωνύμιο «Νισύριος», που θα τον ακολουθεί, ως μουσικό, σε όλη του τη θαυμαστή πορεία. Γόνος μουσικής οικογένειας11. Παντρεύτηκε στη Νίσυρο την Ειρήνη Κοντοβερού12 και από το γάμο του αυτό απέκτησε οκτώ παιδιά, πέντε κορίτσια την Καλλίτσα (Καλλιόπη), την Πολυξένη, την Ασημένη, τη Σοφία, και τη Νίνα (Κατερίνα) και τρία αγόρια το Μανώλη, το Γιάννη, και το Στέλιο. Δε γνωρίζουμε πότε και από ποιον διδάχθηκε το βιολί ή αν ήταν αυτοδίδακτος13, που είναι πιθανόν. Η πρώτη του επαφή με το συγκεκριμένο όργανο, χωρίς να γνωρίζουμε το πως, πρέπει να έγινε στη Νίσυρο, αφού το βιολί, λίγο πριν από τη γέννησή του Γιώργου Μακρυγιάννη, φαίνεται ότι είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στο νησί14. Δε γνωρίζουμε πότε άρχισε να ασχολείται ουσιαστικά με το βιολί. Μάλλον αυτό θα πρέπει να έγινε σε μικρή ηλικία15. Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε αν, κατά το ξεκίνημά του στο βιολί, είχε επαφές εκτός Νισύρου και μάλιστα απέναντι, με τα Μικρασιατικά παράλια16. Ο ίδιος αργότερα, ως καταξιωμένος πια μουσικός, θα αφήσει πίσω του τρεις μαθητές, τους: Γιάννη Κουλιανό, Παύλο Κουρούνη17 και Θεοφίλη Μαγριπλή, όλοι από την Κάλυμνο. Δε θέλησε όμως να διδάξει ο ίδιος βιολί στα δύο από τα τρία του αγόρια, το Μανώλη και το Γιάννη, που είχαν ενδιαφέρον για τη μουσική18, φροντίζοντας να σπουδάσουν σε Ωδείο19. Και οι δύο φαίνεται ότι ήταν καλοί εκτελεστές στο βιολί, αλλά τελικά μόνο για το Γιάννη γνωρίζουμε ότι ασχολήθηκε με τη μουσική χωρίς όμως να αναδειχθεί στο συγκεκριμένο χώρο, όπως ο πατέρας του20. Ο Γιώργος Μακρυγιάννης θα πρέπει να είναι αυτός που καθιέρωσε το βιολί ως κυρίαρχο μουσικό όργανο στη Νίσυρο, επιδεικνύοντας τις εκπληκτικές δυνατότητες του βιολιού μέσα από το προσωπική του εκτελεστική ικανότητα. Το γεγονός αυτό οδήγησε οριστικά στον εκτοπισμό της λύρας, που κυριαρχούσε πριν απ? αυτό21. Όλες οι παλαιές αναφορές, και ιδίως μέσα από τα πολύ παλιά παραδοσιακά τραγούδια που ακούγονται στη Νίσυρο, δεν έχουν να κάνουν με εκτελεστές βιολιού αλλά με ονομαστούς λυράρηδες, όπως ο Φραζής22 ή ο Γιάννης Σεβδαλής23. Η παρουσία του στις μουσικές εκδηλώσεις24 γίνεται αισθητή όχι μόνο από την συγκεκριμένη εκτελεστική του ικανότητα αλλά και από το γεγονός ότι μετέφερε μαζί του πάντα δύο βιολιά με διαφορετικό κούρδισμα, ευρωπαϊκό και τουρκικό (ρε, λα, ρε, σολ) καθώς το πρώτο το χρειαζόταν για τα ξενόφερτα μουσικά κομμάτια, από τις περιοδείες του στη Ρουμανία, την Ουγγαρία ή την Τουρκία (π.χ. Κωνσταντινούπολη), και το δεύτερο για τα παραδοσιακά25. Με ευρωπαϊκό κούρδισμα εκτελεί και την Γκάιντα, γεγονός που τον αναγκάζει να την ηχογραφήσει, στη συνεργασία του με την αμερικάνικη φωνογραφική εταιρεία Victor το 1918, ως ξεχωριστό κομμάτι στη δεύτερη πλευρά του δίσκου και όχι ως συνέχεια της Νισύρικης σούστας26, αφού δεν προλάβαινε να αλλάξει το ένα βιολί, με το τουρκικό κούρδισμα, με το άλλο, το ευρωπαϊκό. Ήταν ο μόνος που εκτελούσε τη Γκάιντα με ευρωπαϊκό κούρδισμα, κάτι που δε συνέβαινε με τους άλλους παραδοσιακούς μουσικούς εκτελεστές, που στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη βάση του Ντο ανέβαιναν στο Λα για να τελειώσουν τη διαδοχή Σούστας-Γκάιντας27. Τη φήμη του την οφείλει στη μεγάλη δεξιοτεχνία του στο βιολί, η οποία με τη σειρά της του χάρισε τεράστιους ανοιχτούς ορίζοντες, πέρα από τα μικρά σύνορα του τόπου του, που μέσα από τις περιοδείες του (Ουγγαρία, Ρουμανία, Τουρκία28) έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Αυτή η φήμη είναι που θα τον οδηγήσει μέχρι τις Η. Π. Α., όπου και θα ηχογραφήσει στη Νέα Υόρκη με την Αμερικανική Φωνογραφική Εταιρεία «Victor» (1917-1919) μουσικά κομμάτια κυρίως της ελληνικής παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής αλλά και κάποια της ευρωπαϊκής29. Το τέλος του Γιώργου Μακρυγιάννη, όπως και η ζωή του, μοιάζει να είναι βγαλμένο από τις σελίδες κάποιου βιβλίου γεμάτου μουσικά κατορθώματα. Ο ίδιος βρίσκεται στο κρεβάτι του άρρωστος και τον επισκέπτονται οι φίλοι του για τον ύστατο χαιρετισμό αλλά και με την άσβεστη επιθυμία να ακούσουν τον κελαηδισμό του βιολιού του για τελευταία φορά. Δε θα αρνηθεί. Βοηθήθηκε να καθίσει ακουμπώντας την πλάτη του σε κάποια μαξιλάρια, πήρε το βιολί του και άρχισε να εκτελεί και οι φίλοι του, όπως υποσχέθηκαν, τον έραιναν συγκινημένοι με χρήματα σε σημείο που δε χωρούσε άλλο το κρεβάτι. Λίγες ώρες μετά ο Γιώργος Μακρυγιάννης έφυγε για πάντα30. Τα κομμάτια που καλείται να εκτελέσει φέρουν τη σφραγίδα του. Και μόνο ο ήχος του βιολιού αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι πρόκειται για το Γιώργο Μακρυγιάννη το «Νισύριο». Αρκεί να ακούσει κανείς τη σούστα της Νισύρου από το Γιώργο Μακρυγιάννη, ένα μουσικό χορευτικό κομμάτι εκτελεσμένο πάμπολλες φορές μέχρι σήμερα, λόγω της δημοτικότητάς του, από διαφόρους αξιόλογους παραδοσιακούς μουσικούς εκτελεστές, για να καταλάβει την ειδοποιό διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο Γιώργο Μακρυγιάννη και τους άλλους εκτελεστές. Εμείς ενδεικτικά θα αναφέρουμε και τα εξής: Στις εκτελέσεις του Γιώργου Μακρυγιάννη παρατηρείται μία προσωπική προτίμηση στο να διανθίζει τη μελωδική του γραμμή με πολύηχες γρήγορες ηχητικές φιγούρες (π.χ. πεντάηχα, εξάηχα τριακοστά δεύτερα)31 και ανάλογα περάσματα32, γεγονός που πιστοποιεί την εκτελεστική του ικανότητα αλλά και τη μουσική αισθητική του αρτιότητα καθώς όλα αυτά τα εντάσσει λειτουργικά στο μουσικό κομμάτι και δεν τα χρησιμοποιεί απλά ως στοιχείο εντυπωσιασμού. Επίσης αρέσκεται να χρησιμοποιεί αρκετές φορές την υψηλή ηχητική περιοχή στο βιολί33. Άλλες φορές εκτινάσσει, εντελώς ξαφνικά, τη μελωδική του γραμμή μία οκτάβα ψιλότερα δημιουργώντας μία απρόσμενη μουσική κατάληξη, ηχητικά όμως απόλυτα ισορροπημένη34. Τέλος είναι διάχυτη η εντύπωση, την οποία δημιουργεί στον ακροατή, ως εκτελεστής, μίας μουσικής-ηχητικής ισορροπίας αλλά και πληρότητας καθώς από τις εκτελέσεις του φαίνεται να απουσιάζει η αίσθηση του περιττού ή να ελαχιστοποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη γίνεται αντιληπτή.
|