Home Γεώργιος Μακρυγιάννης-Βιογραφία
Βιογραφία PDF Εκτύπωση E-mail

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Ο «ΝΙΣΥΡΙΟΣ» (1874-1933)1

Χαράλαμπος Καρούσος

Μουσουργός-Καθηγητής Θεολόγος, Mr. Th.

Ένας δεξιοτέχνης του βιολιού χωρίς μουσική παιδεία αλλά με αστείρευτο μουσικό ταλέντο, το οποίο τον ανέδειξε σε κορυφαίο εκτελεστή βιολιού στην παραδοσιακή μουσική. Είναι από τους πρώτους έλληνες παραδοσιακούς μουσικούς εκτελεστές που έκανε δίσκο2. Το γεγονός αυτό γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν αναλογιστεί κανείς ότι προέρχεται από ένα μικρό νησί των Δωδεκανήσων μόλις 41,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο εκπληκτικός τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα μουσικά κομμάτια σε συνάρτηση με τη βεβαιωμένη από τους ίδιους τους μαθητές του παντελή έλλειψη προσωπικής μουσικής παιδείας3 αποτελεί το οξύμωρο σχήμα στο μουσικό προφίλ του Γιώργου Μακρυγιάννη ή Μακρογιάννη4.

Ο Γιώργος Μακρυγιάννης φαίνεται πως ήταν ένας άνθρωπος προικισμένος με καταπληκτική μουσική αντίληψη και μνήμη αλλά και ανάλογο μουσικό αυτί που του επέτρεπε να ακούσει κάποιο μουσικό κομμάτι και να το εκτελέσει άμεσα5. Αυτά τα χαρίσματα ακριβώς ήταν που τον διευκόλυναν τα μέγιστα ώστε να μεταφέρει από τις πολλές περιοδείες του σε διάφορες περιοχές νέα μουσικά ακούσματα στη Νίσυρο, άλλοτε αυτούσια και άλλοτε κάνοντας τις προσωπικές του παρεμβάσεις σ? αυτά, πλουτίζοντας με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο τη μουσική της παράδοση6. Μουσικά κομμάτια όπως π.χ. η Σίρμπα7, το Μαρσάκι8, η Δόχενα9, ο συρτός Σηλυβριανός ή ο συρτός Κίτσος δείχνουν την ικανότητά του όχι μόνο να μεταφέρει ένα ευρωπαϊκό μουσικό κομμάτι ή ελληνικής παραδοσιακής, με την ευρύτερη έννοια του όρου, μουσικής στη Νίσυρο, αλλά και να το προσαρμόσει, όπως ο συρτός Κίτσος, στην μουσικοχορευτική πραγματικότητα του νησιού10.

Γεννήθηκε στη Νίσυρο, εξ ου και το προσωνύμιο «Νισύριος», που θα τον ακολουθεί, ως μουσικό, σε όλη του τη θαυμαστή πορεία. Γόνος μουσικής οικογένειας11. Παντρεύτηκε στη Νίσυρο την Ειρήνη Κοντοβερού12 και από το γάμο του αυτό απέκτησε οκτώ παιδιά, πέντε κορίτσια την Καλλίτσα (Καλλιόπη), την Πολυξένη, την Ασημένη, τη Σοφία, και τη Νίνα (Κατερίνα) και τρία αγόρια το Μανώλη, το Γιάννη, και το Στέλιο.

Δε γνωρίζουμε πότε και από ποιον διδάχθηκε το βιολί ή αν ήταν αυτοδίδακτος13, που είναι πιθανόν. Η πρώτη του επαφή με το συγκεκριμένο όργανο, χωρίς να γνωρίζουμε το πως, πρέπει να έγινε στη Νίσυρο, αφού το βιολί, λίγο πριν από τη γέννησή του Γιώργου Μακρυγιάννη, φαίνεται ότι είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στο νησί14. Δε γνωρίζουμε πότε άρχισε να ασχολείται ουσιαστικά με το βιολί. Μάλλον αυτό θα πρέπει να έγινε σε μικρή ηλικία15. Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε αν, κατά το ξεκίνημά του στο βιολί, είχε επαφές εκτός Νισύρου και μάλιστα απέναντι, με τα Μικρασιατικά παράλια16. Ο ίδιος αργότερα, ως καταξιωμένος πια μουσικός, θα αφήσει πίσω του τρεις μαθητές, τους: Γιάννη Κουλιανό, Παύλο Κουρούνη17 και Θεοφίλη Μαγριπλή, όλοι από την Κάλυμνο. Δε θέλησε όμως να διδάξει ο ίδιος βιολί στα δύο από τα τρία του αγόρια, το Μανώλη και το Γιάννη, που είχαν ενδιαφέρον για τη μουσική18, φροντίζοντας να σπουδάσουν σε Ωδείο19. Και οι δύο φαίνεται ότι ήταν καλοί εκτελεστές στο βιολί, αλλά τελικά μόνο για το Γιάννη γνωρίζουμε ότι ασχολήθηκε με τη μουσική χωρίς όμως να αναδειχθεί στο συγκεκριμένο χώρο, όπως ο πατέρας του20.

Ο Γιώργος Μακρυγιάννης θα πρέπει να είναι αυτός που καθιέρωσε το βιολί ως κυρίαρχο μουσικό όργανο στη Νίσυρο, επιδεικνύοντας τις εκπληκτικές δυνατότητες του βιολιού μέσα από το προσωπική του εκτελεστική ικανότητα. Το γεγονός αυτό οδήγησε οριστικά στον εκτοπισμό της λύρας, που κυριαρχούσε πριν απ? αυτό21. Όλες οι παλαιές αναφορές, και ιδίως μέσα από τα πολύ παλιά παραδοσιακά τραγούδια που ακούγονται στη Νίσυρο, δεν έχουν να κάνουν με εκτελεστές βιολιού αλλά με ονομαστούς λυράρηδες, όπως ο Φραζής22 ή ο Γιάννης Σεβδαλής23.

Η παρουσία του στις μουσικές εκδηλώσεις24 γίνεται αισθητή όχι μόνο από την συγκεκριμένη εκτελεστική του ικανότητα αλλά και από το γεγονός ότι μετέφερε μαζί του πάντα δύο βιολιά με διαφορετικό κούρδισμα, ευρωπαϊκό και τουρκικό (ρε, λα, ρε, σολ) καθώς το πρώτο το χρειαζόταν για τα ξενόφερτα μουσικά κομμάτια, από τις περιοδείες του στη Ρουμανία, την Ουγγαρία ή την Τουρκία (π.χ. Κωνσταντινούπολη), και το δεύτερο για τα παραδοσιακά25. Με ευρωπαϊκό κούρδισμα εκτελεί και την Γκάιντα, γεγονός που τον αναγκάζει να την ηχογραφήσει, στη συνεργασία του με την αμερικάνικη φωνογραφική εταιρεία Victor το 1918, ως ξεχωριστό κομμάτι στη δεύτερη πλευρά του δίσκου και όχι ως συνέχεια της Νισύρικης σούστας26, αφού δεν προλάβαινε να αλλάξει το ένα βιολί, με το τουρκικό κούρδισμα, με το άλλο, το ευρωπαϊκό. Ήταν ο μόνος που εκτελούσε τη Γκάιντα με ευρωπαϊκό κούρδισμα, κάτι που δε συνέβαινε με τους άλλους παραδοσιακούς μουσικούς εκτελεστές, που στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη βάση του Ντο ανέβαιναν στο Λα για να τελειώσουν τη διαδοχή Σούστας-Γκάιντας27.

Τη φήμη του την οφείλει στη μεγάλη δεξιοτεχνία του στο βιολί, η οποία με τη σειρά της του χάρισε τεράστιους ανοιχτούς ορίζοντες, πέρα από τα μικρά σύνορα του τόπου του, που μέσα από τις περιοδείες του (Ουγγαρία, Ρουμανία, Τουρκία28) έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Αυτή η φήμη είναι που θα τον οδηγήσει μέχρι τις Η. Π. Α., όπου και θα ηχογραφήσει στη Νέα Υόρκη με την Αμερικανική Φωνογραφική Εταιρεία «Victor» (1917-1919) μουσικά κομμάτια κυρίως της ελληνικής παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής αλλά και κάποια της ευρωπαϊκής29.

Το τέλος του Γιώργου Μακρυγιάννη, όπως και η ζωή του, μοιάζει να είναι βγαλμένο από τις σελίδες κάποιου βιβλίου γεμάτου μουσικά κατορθώματα. Ο ίδιος βρίσκεται στο κρεβάτι του άρρωστος και τον επισκέπτονται οι φίλοι του για τον ύστατο χαιρετισμό αλλά και με την άσβεστη επιθυμία να ακούσουν τον κελαηδισμό του βιολιού του για τελευταία φορά. Δε θα αρνηθεί. Βοηθήθηκε να καθίσει ακουμπώντας την πλάτη του σε κάποια μαξιλάρια, πήρε το βιολί του και άρχισε να εκτελεί και οι φίλοι του, όπως υποσχέθηκαν, τον έραιναν συγκινημένοι με χρήματα σε σημείο που δε χωρούσε άλλο το κρεβάτι. Λίγες ώρες μετά ο Γιώργος Μακρυγιάννης έφυγε για πάντα30.

Τα κομμάτια που καλείται να εκτελέσει φέρουν τη σφραγίδα του. Και μόνο ο ήχος του βιολιού αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι πρόκειται για το Γιώργο Μακρυγιάννη το «Νισύριο». Αρκεί να ακούσει κανείς τη σούστα της Νισύρου από το Γιώργο Μακρυγιάννη, ένα μουσικό χορευτικό κομμάτι εκτελεσμένο πάμπολλες φορές μέχρι σήμερα, λόγω της δημοτικότητάς του, από διαφόρους αξιόλογους παραδοσιακούς μουσικούς εκτελεστές, για να καταλάβει την ειδοποιό διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο Γιώργο Μακρυγιάννη και τους άλλους εκτελεστές.

Εμείς ενδεικτικά θα αναφέρουμε και τα εξής: Στις εκτελέσεις του Γιώργου Μακρυγιάννη παρατηρείται μία προσωπική προτίμηση στο να διανθίζει τη μελωδική του γραμμή με πολύηχες γρήγορες ηχητικές φιγούρες (π.χ. πεντάηχα, εξάηχα τριακοστά δεύτερα)31 και ανάλογα περάσματα32, γεγονός που πιστοποιεί την εκτελεστική του ικανότητα αλλά και τη μουσική αισθητική του αρτιότητα καθώς όλα αυτά τα εντάσσει λειτουργικά στο μουσικό κομμάτι και δεν τα χρησιμοποιεί απλά ως στοιχείο εντυπωσιασμού. Επίσης αρέσκεται να χρησιμοποιεί αρκετές φορές την υψηλή ηχητική περιοχή στο βιολί33. Άλλες φορές εκτινάσσει, εντελώς ξαφνικά, τη μελωδική του γραμμή μία οκτάβα ψιλότερα δημιουργώντας μία απρόσμενη μουσική κατάληξη, ηχητικά όμως απόλυτα ισορροπημένη34. Τέλος είναι διάχυτη η εντύπωση, την οποία δημιουργεί στον ακροατή, ως εκτελεστής, μίας μουσικής-ηχητικής ισορροπίας αλλά και πληρότητας καθώς από τις εκτελέσεις του φαίνεται να απουσιάζει η αίσθηση του περιττού ή να ελαχιστοποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη γίνεται αντιληπτή.

 

 

1 Με βάση τα αρχεία του Δήμου Νισύρου, γεννήθηκε την 1. 1. 1874 και πέθανε την 28. 9. 1933. Βλ. Κουνάδη Π., Ρεμπέτικο1850-1960, 118 Δημιουργοί και Εκτελεστές, Ημερολόγιο 2005, χ. σελ. όπου αναφέρει για το Γιώργο Μακρυγιάννη ότι έζησε: 21/12/1875-28/9/1933. Ακριβώς την ίδια πληροφορία για την περίοδο της ζωής του Γιώργου Μακρυγιάννη μας καταθέτει και ο Γεώργιος Ν. Καζαβής (βλ. Καζαβή Γ., Νισύρου Λαογραφικά, Ν. Υ. 1940, σ. 98), από τον οποίο φαίνεται ότι δανείζεται τα σχετικά ο Παναγιώτης Κουνάδης. Γεγονός πάντως αποτελεί ότι δεν είναι ασυνήθιστες τέτοιου είδους ασυμφωνίες ως προς την ακρίβεια των στοιχείων σχετικά με το πότε έζησε κάποιο πρόσωπο σε κάπως παλαιότερες εποχές.

2 Ο Νίκος Παπάτσος θεωρεί ότι είναι ο πρώτος.

3 Ο Νίκος Παπάτσος μας είπε: «Ξέρω πάρα πολύ καλά ότι ήταν μουσικά αστοιχείωτος, μου το είπε ο Κουλιανός ο Γιάννης, ο οποίος υπήρξε μαθητής του, καλός βιολιστής. Έκανε δώδεκα μαθήματα μαζί του και απλά του έδειχνε τα μαθήματα και την τεχνική του δοξαριού. Δεν ήξερε να του πει αυτό είναι Σολ ?»

4 Με το επώνυμο Μακρογιάννης Γεώργος του Εμμανουήλ είναι καταχωρισμένος στα αρχεία του Δήμου Νισύρου. Η καταγωγή της οικογένειάς του είναι, κατά πάσα πιθανότητα, από την Κρήτη. Η Παπαδάκη Μαρία επικαλούμενη μαρτυρία της μεγαλύτερης κόρης του Γιώργου Μακρυγιάννη, Καλλίτσας, μας κατέθεσε ότι η καταγωγή της οικογένειας Μακρυγιάννη ή σωστότερα Μακρογιάννη είναι από τις Βρύσες Αποκορώνου Χανίων. Βλ. και Κουνάδη Π., Ρεμπέτικο1850-1960, 118 Δημιουργοί και Εκτελεστές, Ημερολόγιο 2005, χ. σελ., όπου επίσης αναφέρει ότι ήταν «κρητικής καταγωγής».

5 Ο Νίκος Παπάτσος μας είπε: «Γι? αυτό ακριβώς είναι φυσιογνωμία (ο Γιώργος Μακρυγιάννης). Γιατί ενώ δεν ήτανε γνώστης της θεωρητικής μουσικής, εν τούτοις ήτανε σα μαγνητόφωνο, γιατί ό, τι άκουγε μια φορά ? Αρκούσε να τ? ακούσει».

6 Ο Νίκος Παπάτσος μας πληροφόρησε: «Πήγαινε, όταν έκανε περιοδείες, έδινε παραστάσεις και από κει, ας πούμε, έκλεβε, μέσα σε εισαγωγικά, ακούσματα, τα οποία τα ?φερνε εδώ και άρεσαν τόσο πολύ στον κόσμο, γιατί ξέφευγαν πια από τα τετριμμένα ? Και αυτά πια έμειναν σαν νισύρικα».

7Σίρμπα (s?rba [προφ.: σρμπα]). Η ονομασία είναι Ρουμανικής προελεύσεως και υποδηλώνει γρήγορο μουσικό χορευτικό κομμάτι ? Σέρβικο. Πρόκειται για μουσικό κομμάτι ξένο προς την ελληνική μουσική παράδοση.

8 Ο Νίκος Παπάτσος υποστηρίζει ότι το «Μαρσάκι» ή αλλιώς Γαμήλιο εμβατήριο, που ακούγεται στο πλαίσιο του Γάμου στη Νίσυρο, οφείλει την εισαγωγή του στο Γιώργο Μακρυγιάννη.

9 Η ονομασία «Δόχενα» φαίνεται να μην παραπέμπει πουθενά συγκεκριμένα στην ελληνική γλώσσα, εκτός εάν το ?Dohena? με λατινικούς χαρακτήρες εμφανίζεται ως άλλος τρόπος γραφής του ?Doina?, που επίσης είναι Ρουμανικής προελεύσεως και υποδηλώνει μουσικό κομμάτι τύπου μπαλάντας, που συνδυάζει ενίοτε αργό (ελεύθερο) και γρήγορο ρυθμικά μέρος, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Την άποψη περί της «Δόχενας» του Γιώργου Μακρυγιάννη, ως «Ντόινα» εκφράζει ο Νίκος Διονυσόπουλος. Πρόκειται για μουσικό κομμάτι ξένο προς την ελληνική μουσική παράδοση.

10 Ο Νίκος Παπάτσος μας είπε: «Όλα αυτά τα ?χει φέρει ο Μακρυγιάννης, ο οποίος Μακρυγιάννης τι έκανε; Έπαιρνε ακούσματα ξένα και τα ?κανε νισύρικα. Δηλαδή παράδειγμα πήρε τον Κίτσο, ?Του Κίτσου η μάνα κάθεται στην άκρη στο ποτάμι?, καθιστικό δημοτικό, και το ?κανε συρτό». Βλ. και Κουνάδη Π., Ρεμπέτικο1850-1960, 118 Δημιουργοί και Εκτελεστές, Ημερολόγιο 2005, χ. σελ., όπου χαρακτηρίζει το Γιώργο Μακρυγιάννη ως «καταγραφέα της μουσικής παράδοσης του Αιγαίου Πελάγους και των παραλίων της Μικράς Ασίας».

11 Ο Νικήτας Κουμέντος (βλ. Κουμέντου Ν., «Ο Γάμος στη Νίσυρο, Ιστορική αναδρομή του θεσμού», Νισυριακά, τ. 5 (1991), σ. 211) αναφέρει: «Τέσσερεις οικογένειες διακρίθηκαν για τη μουσική τους παράδοση: Οι Γιαννάκηδες, οι Τσοπανάκηδες, οι Μακρυγιάννηδες, οι Χατζηνικόληδες» και παρακάτω στην ίδια σελίδα αναφέρει το μουσικό σχήμα του πατέρα του Γιώργου Μακρυγιάννη: «? 4) Μακρυγιάννης Εμμανουήλ (Νενές) Λαούτο, και τα παιδιά του Γιώργος Βιολί, και Νικολής Λαούτο».

12 Όπως προκύπτει από τα αρχεία του Δήμου Νισύρου.

13 Ο Νίκος Παπάτσος μας κατέθεσε αυτήν την άποψη.

14 Ο Νικήτας Κουμέντος (βλ. Κουμέντου Ν., «Ο Γάμος στη Νίσυρο, Ιστορική αναδρομή του θεσμού», Νισυριακά, τ. 5 (1991), όπ. παρ., σ. 210) αναφέρει: «Τα πρώτα μουσικά όργανα άρχισαν να υποχωρούν, όταν έφτασε από την Κων/πολη γύρω στα 1870 ο Γιαννάκης Γιάννης του Παναγιώτη κι έφερε στη Νίσυρο το πρώτο Βιολί και το πρώτο μικρό Σαντούρι. Ο Γιαννάκης θεωρείται ο πρώτος μουσικός Δάσκαλος, γιατί γνώριζε καλά τη θεωρία της Ευρωπαϊκής μουσικής ?».

15 Υπάρχει μία ιστορία που ακούγεται στη Νίσυρο για το Γιώργο Μακρυγιάννη σύμφωνα με την οποία βρέθηκε στη Ρουμανία σε μικρή ηλικία, είχε ανέβει πάνω σ? ένα τραπέζι και έπαιξε πολύ ωραίο βιολί. Εκεί τον άκουσε ο Σουλτάνος, ενθουσιάστηκε και του χάρισε ένα χρυσό κουτάλι για ενθύμιο. Βλ. και Κουνάδη Π., Ρεμπέτικο1850-1960, 118 Δημιουργοί και Εκτελεστές, Ημερολόγιο 2005, χ. σελ., όπου αναφέρει για το Γιώργο Μακρυγιάννη ότι υπήρξε «διασκεδαστής του Αβδούλ Χαμίτ στη Ρουμανία και την Πόλη».

16 Ο Νίκος Παπάτσος μας είπε χαρακτηριστικά για το ρόλο και τη σημασία του βιολιού στα Μικρασιατικά παράλια: «? το βιολί ήτανε πραγματικά ο βασιλιάς και στο λαϊκό τραγούδι, απόδειξη η Σμύρνη».

17 Σύμφωνα με τον π. Μιχαήλ Κουκουβά (Επιστολή 12. 04. 2007), ο Π. Κουρούνης «ίσως ήταν ο καλύτερος μαθητής του ?Νισύριου?», αλλά «δυστυχώς κοιμήθηκε αρκετά νέος», ενώ επισήμανε ότι «σ? αυτόν έκανε μαθήματα ο ?Νισύριος? από μικρό παιδί». Μας πληροφόρησε δε ότι «ο πατέρας του Παύλου ήταν ο λαουτιέρης του ?Νισύριου?, όταν ερχόταν και έπαιζε στην Κάλυμνο».

18 Ο Νίκος Παπάτσος μας είπε για το Στέλιο, ο οποίος δεν ασχολήθηκε με τη μουσική, ότι: «ζούσε μετά την απελευθέρωση στην Ιταλία» και «είχε κατάστημα χρυσοχοΐας».

19 Ο Νίκος Παπάτσος μας πληροφόρησε για το Γιώργο Μακρυγιάννη: «Εθεωρούσε τον εαυτό του ότι δεν ήξερε να παίζει ?».

20 Ο Νίκος Παπάτσος σε σχετική ερώτησή μας, αν συνέχισε κάποιο από τα δύο του αγόρια, ο Γιάννης ή ο Μανώλης, που διδάχθηκαν βιολί, το δρόμο του πατέρα τους, μας απάντησε: «Όχι. Αλλά άκουα από πολύ μεγάλους, ότι έπαιζαν ο Γιάννης, ο πατέρας του Γιώργου του Μακρυγιάννη, του εγγονού του Γιώργου του Μακρυγιάννη, του ?Νισύριου?, που ζει ακόμα, καταπληκτικό βιολί, όπως και ο Μανώλης». Ειδικά για το Γιάννη μας πληροφόρησε ότι έπαιζε (μουσική) μόνο που «δεν έχουμε τίποτα δυστυχώς» δικό του, «αλλά ήτανε μουσικά πετυχημένος». Επίσης, σχετικά πάντα με το Γιάννη, μας είπε, επικαλούμενος μαρτυρία της αδελφής του, Καλλίτσας, και τα εξής: «Όταν ο Γιάννης έκανε στο πάνω μέρος του σπιτιού δοκιμές και έπαιζε κλασικά κομμάτια, οτιδήποτε του ξέφευγε, από κάτω ο γέρος τον άκουγε και χτυπούσε με το ραβδί» λέγοντάς του μ? αυτό τον τρόπο, ότι «εκεί έκανες λάθος, αυτό που έκανες αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο να υπάρχει μες στις παρτιτούρες ?». Βλ. και Κουμέντου Ν., «Ο Γάμος στη Νίσυρο, Ιστορική αναδρομή του θεσμού», Νισυριακά, τ. 5 (1991), όπ. παρ., σ. 211-212, όπου αναφέρει: «Τα πιο σημαντικά επαγγελματικά λαϊκά συγκροτήματα κατά διάφορες εποχές, που έπαιξαν ρόλο πρωταγωνιστή στις εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου της Νισύρου είναι: ?. 8) Μακρυγιάννης Γιάννης (ο γιος του Γιώργου) Βιολί, παίζει με τον Γιαννάκη Γιάννη (ο γιος του Πναγιώτη) Λαούτο».

21 Ο π. Μιχαήλ Κουκουβάς (Επιστολή 12. 04. 2007), από την Κάλυμνο, πιστοποιεί ακριβώς την ίδια πραγματικότητα, όσον αφορά τον καταλυτικό ρόλο του Γιώργου Μακρυγιάννη και του βιολιού του στα μουσικά δρώμενα της εποχής, η οποία όμως συνέβη στην πατρίδα του, λέγοντας: «Είναι ο άνθρωπος που κυριολεκτικά έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μουσική παράδοση του τόπου μου. Η Κάλυμνος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα είχε τη λύρα και την τσαμπούνα σαν όργανα που εξέφραζε ο λαός μας τις χαρές και τις λύπες του. Ο ? Νισύριος? είναι ο άνθρωπος που έφερε το βιολί στην Κάλυμνο».

22 Το τραγούδι του Φραζή: «Πάρε Φραζή τη λύρα σου κι εγώ τον ταμπουνά μου ?». Αλλά και ένα παλιό 15-σύλλαβο δίστιχο που μας παραθέτει ο Γεώργιος Ν. Καζαβής (βλ. Καζαβή Γ., Νισύρου Λαογραφικά, Ν. Υ. 1940, όπ. παρ., σ. 117) αναφέρεται κι αυτό σε λύρα:

 

Παίξε, λυράκι δυνατά, να τραγουδώ γεμάτα

να την ε-κατεβάσουμε την αγαπώ στη στράτα.

 

23 Το τραγούδι του Σεβδαλή ή Σεβδαλίδικος: «Δε ξημερώνει η μαύρ? αυγή, δε ξημερώνει η μέρα ?».

24 Ο Νίκος Παπάτσος μας πληροφόρησε για ένα περιστατικό σχετικό με την παρουσία του Γιώργου Μακρυγιάννη στα γλέντια. «Πήγε κάποιος, ηύρε ντάμα, δηλαδή χορευταρού κι αυτή, και τόλμησε ο Μακρυγιάννης να τους πει -δεν έπρεπε να ρωτήσει- αλλά επειδή προφανώς δεν το εγνώριζε το μπροστάρι, λέει: τι θέλετε να σας παίξω; Και πετιέται η ντάμα και του λέει ? δε και πε ?. Δηλαδή εφ? όσον με γνωρίζεις εμένα τι χορεύω, δες ποια είναι δίπλα του και παίζε εσύ τι πρέπει να παίζεις. Το κατάλαβε και τους έπαιξε το χορό». Βλ. και Κουμέντου Ν. «Ο Γάμος στη Νίσυρο, Ιστορική αναδρομή του θεσμού», Νισυριακά, τ. 5 (1991), όπ. παρ., σ. 212, όπου καταγράφει του μουσικό σχήμα του Γιώργου Μακρυγιάννη: «? 6) Μακρυγιάννης Γεώργιος (ο Γιώργος) Βιολί, ο αδελφός του Νικολής Λαούτο, Τσοπανάκης Μιχαήλ Σαντούρι και Λαούτο και Τσοπανάμης Νικήτας Βιολί και Λαούτο».

25 Τις πληροφορίες μας τις έδωσε ο Νίκος Παπάτσος και βασίζονται σε μαρτυρίες παλαιοτέρων. Οι ονομασίες των χωρών αναφέρονται με τη σημερινή έννοια του όρου.

26 Τη συγκεκριμένη ηχογράφηση της Νισύρικης σούστας από το Γιώργο Μακρυγιάννη την έχει υπόψη του ο S. Baud-Bovi (βλ. Baud-Bovi S., Τραγούδια των Δωδεκανήσων, τ. Β΄, σ. 193) όταν εκδίδει το δίτομο έργο του με τίτλο: «Τραγούδια των Δωδεκανήσων» (1934-1938), αλλά αδυνατεί να την συμπεριλάβει σ? αυτό, λόγω του ότι δε μπόρεσε να βρει το δίσκο της αμερικάνικης εταιρείας στην Ευρώπη.

27 Τις πληροφορίες μας τις έδωσε ο Νίκος Πάπάτσος.

28 Χαρακτηριστικά μας ανέφερε ο Νίκος Παπάτσος για τη φήμη που είχε αποκτήσει ο Γιώργος Μακρυγιάννης εκτός Νισύρου το εξής: «Εγώ το 66, όταν ήμουν στη Ρόδο, στο σχολείο, εγνώρισα μία τουρκάλα ογδόντα πέντε-ενενήντα χρονών. Όταν έμαθε ότι είμαι αφ? τη Νίσυρο, γιατί έκανα μάθημα εκεί σ? ένα εγγονάκι της, -ο γαμπρός της ήταν Τούρκος πρόξενος στη Ρόδο- μου λέει: Α! ? αφ? τη Νίσυρο! Εμείς εκείνα τα χρόνια στην Τουρκία ? ερχόταν ένας γέρος ασπρομάλλης κι έπαιζε ένα βιολί ... Μας έπαιζε κάτι καρσιλαμάδες ? κι ήταν πολύ συγκινημένη. Είχε μια τεράστια φήμη ο Μακρυγιάννης. Εδώ στη Νίσυρο ? ίσως δεν ήταν τίποτα». Φαίνεται ότι το «ασπρομάλλης» δεν ήταν τυχαία έκφραση αλλά άλλο ένα προσωνύμιο εκτός απ? αυτό «Νισύριος», που συνόδευε από ένα σημείο και μετά το Γιώργο Μακρυγιάννη, καθώς σύμφωνα με τον π. Μιχαήλ Κουκουβά, από την Κάλυμνο, ως «Νισύριος-Ασπρομάλλης» ήταν γνωστός και στο νησί των σφουγγαράδων.

29 Ο Γιώργος Μακρυγιάννης ηχογράφησε τα εξής μουσικά κομμάτια σε δίσκους γραμμοφώνου (οι δίσκοι κατά χρονική σειρά με δύο μουσικά κομμάτια έκαστος): 1α. Χορός Πολίτικος, 1β. Ζεϊμπέκικο, 2α. Δόχενα, 2β. Σiρμπα Χασάπικο, 3α. Συρτός Κίτσος, 3β. Συρτός Ποταμός, 4α. Καράβι Χιώτικο, 4β. Σούστα Σύμης, 5α. Χορός Καλαματιανός, 5β. Διαμάντω Τσάμικο, 6α. Συρτός Σηλυβριανός, 6β. Ζεϊμπέκικο Αϊβαλιώτικο, 7α. Ρόδα του Μα?ου, 7β. Πόλκα Μιμίκα, 8α. Σούστα Νισύρικια, 8β. Γκάιντα Κρητικιά, 9α. Σούστα Χαλκίτικια, 9β. Χορός Λέρικος, 10α. Μαρς Λα Μινόρε, 10β. Αθήνα και Περαία μου (βλ. Spottswood K. R., Ethnic Music on Records, A Discography of Recordings Produced in the United States, 1893-1942, Vol. 1-7, Illinois 1990). Στα παραπάνω προστίθεται ένας ακόμα δίσκος γραμμοφώνου, που εντοπίσθηκε από τον Νίκο Διονυσόπουλο πρόσφατα μέσω συλλέκτη από το Ν. Ηλείας (2009) και περιλαμβάνει τα: Πόλκα Τιπ-τοπ και Ζωντοχήρα (Π. Τούντα).

30 Ο Νίκος Παπάτσος μας είπε ότι τη συγκεκριμένη μαρτυρία την οφείλει στον Κώστα Σακελλαρίδη του Οδυσσέα. Ο Γεώργιος Ν. Καζαβής (βλ. Καζαβή Γ., Νισύρου Λαογραφικά, Ν. Υ. 1940, όπ. παρ., σ. 98), παραθέτει δύο σχετικά μοιρολόγια:

«Ο Γεώργος»

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΜΑΚΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

(Δεκεμβρίου 21, 1875-Σεπτεμβρίου 28, 1933)

 

Το χέρι σου όταν τις χορδές άγγιζε του βιολιού σου

και με το άλλο σταθερά κρατούσες το δοξάρι,

κ? έπαιζες, το δαιμόνιο θαυμάζανε του νου σου,

κ? έλεγαν «μόνον ο Ορφεύς είχε μια τέτοια χάρι».

 

Και τώρα που ευρίσκεσαι εις τας μονάς του τάφου,

ήσουν αστήρ των μουσικών, κι? ως τέτοιος ετιμήθης,

η μελωδία ?κούεται στους δίσκους φωνογράφου,

σ? όλην την Δωδεκάνησον και όπου προσεκλήθης.

 

ΕΙΣ ΣΥΖΥΓΟΝ

Επί τω θανάτω του περιφήμου βιολιστού της Δωδεκανήσου

και νουνού μου Γεωργίου Εμμ. Μακρογιάννη.

 

Απέθανεν ο Γεώργος μου, δεν έχω πεια ελπίδα,

γιατί τογ κατεβάσασι στο μαυρισμένο μνήμα.

Αλήθεια πεια δεν θα τον ?δω καμμιά καλήν ημέρα,

να παίζη εις τομ «Ποταμό» να ?ναι και με παρέα.

Έλα καλέ μου Γεώργο μου, εσύ να μου μιλήσης,

τίνος να δώσω το βιολί, εσύ να μ? οδηγήσης.

 

31 Σούστα Σύμης, Συρτός Κίτσος, Συρτός Σηλυβριανός κλπ.

32 Συρτός Κίτσος, Συρτός Ποταμός, Συρτός Σηλυβριανός κλπ.

33 Συρτός Σηλυβριανός, Συρτός Κίτσος, Χορός Λέρικος κλπ.

34 Συρτός Πολίτικος, Συρτός Σηλυβριανός.