Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ελένη


Ελένη, Παράλληλα Κείμενα,
[Η σημασία του προλόγου στην «άλλη Ελένη» του Ευριπίδη]



 

κλείσε

 

Μετά την καταστροφή των Ελλήνων στη Σικελία και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Ευριπίδης παρουσίασε, το 412 π.Χ., την Ελένη. «Σαν να ήθελε να διηγηθεί ένα παραμύθι», λέει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, «σαν να ήθελε να παρηγορήσει και να ελαφρύνει την κακή διάθεση των συμπολιτών του, αλλά και να πει όσα πίστευε για τη ματαιότητα του πολέμου. Η ελαφρότητα που χαρακτηρίζει το έργο είναι σαν ένας πέπλος που σκεπάζει τα βάθη των φιλοσοφικών στοχασμών του Ευριπίδη. Πιστεύω ότι η Ελένη είναι αφορμή για βαθύτερη αναζήτηση, για σύνεση. Είναι ένα έργο που ασχολείται με την ταυτότητα της ύπαρξης».

 

Κανένας, ίσως, πρόλογος τραγωδίας δεν είναι τόσο αναγκαίος όσο στην Ελένη, αφού επί σκηνής παρουσιάζεται το άλλο πρόσωπο της ηρωίδας: δεν είναι η Ωραία Ελένη της καταστροφής, είναι μια Ελένη τελείως αθώα, η οποία δεν πήγε ποτέ στην Τροία, η οποία ήταν θύμα των θεών και όργανο στα χέρια του Δία, μια Ελένη της οποίας το ομοίωμα έγινε η αφορμή πολέμου, ενώ εκείνη βρισκόταν στην Αίγυπτο. Και ενώ δεν έχει συνείδηση του χρόνου που πέρασε, μαθαίνει όσα συνέβησαν στα 17 χρόνια που μεσολάβησαν. Πληροφορείται τα δεινά και ακόμη ότι ο Μενέλαος είναι, πιθανώς, νεκρός. Τότε εκείνος θα φθάσει ναυαγός για να γίνει η μεταξύ τους αναγνώριση και μετά, με το τέχνασμα που θα επινοήσει η Ελένη και με τη βοήθεια της Θεονόης, της αδελφής του Θεοκλύμενου (γιου του βασιλιά Πρωτέα), θα μπορέσουν να φύγουν από την Αίγυπτο. «Η επιλογή της Αιγύπτου έχει πολλαπλή σημασία: παραπέμπει σε μια ονειρική αυταπάτη, από όπου ξεκινά και η παράστασή μας».

 

Έργο που δεν κατατάσσεται ούτε στις κωμωδίες ούτε στις τραγωδίες, η Ελένη κινείται ανάμεσα στα δύο («τραγικοκωμωδία»), ενώ εγκαινιάζει και μια καινούργια κατηγορία έργων, όπως το οικογενειακό δράμα, τη Νέα Κωμωδία, τις ερωτικές μυθιστορίες και την αλεξανδρινή ποίηση. «Θα έλεγα ότι είναι ένα έργο ρομαντικό και συναισθηματικό», ενώ θεωρεί πιο εύστοχο χαρακτηρισμό αυτόν του μελετητή G. Zuntz: «Η Ελένη είναι ένας αιθέριος χορός στο τέλος της αβύσσου».

 

Χιλιοτραγουδισμένη, η Ελένη αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και λατρείας, ενώ η καταγωγή και οι ιδιότητές της χάνονται μέσα στον χρόνο και στον μύθο. Προτού υπάρξει ως ηρωίδα στον Όμηρο, λατρευόταν ως θεά της βλάστησης, της γονιμότητας και του γάμου, ακόμη και του φωτός. Ο Ευριπίδης εμπνεύσθηκε από τον Στησίχορο –(ο οποίος πρέπει και θεωρείται και ο επινοητής του ειδώλου της) αλλά και από τον Ηρόδοτο. Ποιήματα τής έγραψαν ο Αλκαίος, ο Ίβυκος, η Σαπφώ, ο Αλκμάνας, ο Βακχυλίδης, ο Πίνδαρος. Την Ελένη τη συναντούμε ακόμη στον Αισχύλο και στον Σοφοκλή. Αλλά και στον Γκαίτε, στον Ζιροντού, στον Κλοντέλ και φυσικά στον Σικελιανό, στον Ρίτσο, στον Αρη Δικταίο, στον Παλαμά, στον Ελύτη, στον Σεφέρη.

 

[πηγή: συνέντευξη Κ. Καραμπέτη, «Η άλλη Ελένη», Εφημερίδα Το Βήμα, 04/08/1996]