Οδύσσεια, ραψωδία γ, μτφρ. Αρ. Εφταλιώτη

γ 1Την ώρια όταν αφήνοντας τη λίμνη ανέβη ο ήλιος
γ 2προς τον ολόχαλκο ουρανό σε αθάνατους να φέξει,
γ 3και στους ανθρώπους τους θνητούς της γης της θροφοδότρας,
γ 4σε χώρα φτάναν όμορφη, στην Πύλο του Νηλέα.
γ 5Κόσμος εκεί στ΄ ακρόγιαλα προσφέρνανε θυσίες,
γ 6ταύρους ολόμαυρους στης γης το σείστη Ποσειδώνα.
γ 7Καθόντανε παρέες εννιά, νομάτοι πεντακόσοι
γ 8στην καθεμιά, και ταύροι εννιά στην καθεμιά σφαζόνταν.
γ 9Κι ώσπου τα σπλάχνα να γευτούν και τα μεριά να κάψουν
γ 10για το θεό, αυτοί μπαίνανε και τα πανιά μαζώναν,
γ 11και στάθη το καλόφτιαστο καράβι, κι όξω βγήκαν,
γ 12και βγήκε κι ο Τηλέμαχος την Αθηνά ακλουθώντας.
γ 13Πρώτη το λόγο αρχίνησε η θεά η γαλανομάτα·
γ 14“Δεν πρέπει εσύ πια ντροπαλός, Τηλέμαχέ μου, να ΄σαι
γ 15γι΄ αυτό τα πέλαα πέρασες, να μάθεις, το γονιό σου
γ 16ποιο χώμα τόνε σκέπασε, ποια μοίρα τόνε βρήκε.
γ 17Σύρε στ΄ αλογοδαμαστή του Νέστορα ίσια τώρα,
γ 18να δούμε σαν τι στοχασμούς μες στην καρδιά του κρύβει.
γ 19και παρακάλειε τον εσύ με αλήθεια να μιλήσει,
γ 20αγκαλά ψέμα δε θα πει, γιατί έχει γνώση εκείνος.”
γ 21Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κάνει·
γ 22“Μέντορα, πώς να πάω μαθές και να του προσμιλήσω,
γ 23που ακόμα είμ΄ ασυνήθιστος στα σοβαρά τα λόγια;
γ 24Νέος μεγάλο να ρωτάει το ΄χει ντροπής αλήθεια.”
γ 25Κι η γαλανόματη Αθηνά του απολογήθη κι είπε·
γ 26“Τηλέμαχε, άλλα θα τα βρεις μονάχος με το νου σου,
γ 27άλλα ο θεός θα σου τα πει· τι η μάνα σου δε θα ΄χει
γ 28γεννήσει κι αναθρέψει σε χωρίς θεού συμπόνια.”
γ 29Είπε, κι ομπρός η Αθηνά ξεκίνησε με βιάση,
γ 30και πίσωθε στ΄ αχνάρια της ακολουθούσε εκείνος,
γ 31και φτάσανε στων Πυλιωτών τα πανηγύρια μέσα,
γ 32που με τους γιους του εκεί μαζί κι ο Νέστορας καθόταν,
γ 33κι ολόγυρα οι συντρόφοι του τοιμάζαν το γιορτάσι,
γ 34μέρος κρεάσια ψήνοντας, μέρος σουβλίζοντάς τα,
γ 35Κι άμα τους ξένους γνάντεψαν, αντάμα όλοι κινούνε,
γ 36και σφίγγοντας τα χέρια τους καλούν τους να καθίσουν.
γ 37Πρώτος ο γιος του Νέστορα ο Πεισίστρατος ζυγώνει,
γ 38παίρνει το χέρι των δυονών, τους φέρνει στο τραπέζι
γ 39κι α πα σε μαλακές προβιές στον άμμο τους καθίζει,
γ 40του Θρασυμήδη του αδελφού και του γονιού του δίπλα.
γ 41Από τα σπλάχνα δίνει τους μερίδες, τους γεμίζει
γ 42χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας κράζει
γ 43στην κόρη του αιγιδόσκεπου και Δία, την Παλλάδα·
γ 44“Ευκήσου τώρα, ω ξένε μου, στο μέγα Ποσειδώνα,
γ 45που στη γιορτή του τύχατε δωπέρα να βρεθείτε.
γ 46Κι όντας του χύσεις κι ευκηθείς, καθώς είναι συνήθεια,
γ 47δώσ΄ το ποτήρι και του νιου, γλυκό κρασί να χύσει, τι τους αθάνατους 
γ 48κι αυτός θα προσκυνάει· οι ανθρώποι ανάγκη πάντα των θεών των Ολυμπήσων έχουν.
γ 49Όμως αυτός μικρότερος κι ομήλικός μου όντας,
γ 50εσένα πρώτα δίνω σου τ΄ ολόχρυσο ποτήρι.” 
γ 51Αυτά είπε, και στα χέρια του το κρασατάσι δίνει.
γ 52Κι η Αθηνά το χάρηκε που ο γνωστικός λεβέντης
γ 53εκείνης πρώτης το ΄δωσε τ΄ ολόχρυσο ποτήρι.
γ 54Κι έκανε αμέσως προσευκή του μέγα Ποσειδώνα·
γ 55“Άκου μας, κοσμοζώστη θεέ, μην αρνηθείς μας τα όσα
γ 56παρακαλούμε να γενούν. και πρώτα χάριζέ τους
γ 57καλοτυχιά του Νέστορα και των παιδιών του αντάμα·
γ 58δίνε ύστερα πολύχαρη στους άλλους τους Πυλιώτες
γ 59την πλερωμή για τη λαμπρή εκατοβοδιά τους τούτη.
γ 60Δίνε και του Τηλέμαχου κι εμένανε κατόπι
γ 61καλό πατρίδας γυρισμό, σαν τελεστούνε τα όσα εδώ να πράξουμε ήρθαμε με το γοργό καράβι.”
γ 62Κι αυτά που προσευκότανε μονάχη τα τελούσε·
γ 63προσφέρνει του Τηλέμαχου το δίχερο ποτήρι,
γ 64και του Δυσσέα ο ακριβογιός προσεύκεται κι εκείνος.
γ 65και σάνε ψήσαν κι έσυραν τ΄ απόξωθε κοψίδια,
γ 66τα μοίρασαν κι αρχίσανε τ΄ αρχοντικό τραπέζι.
γ 67Κι από φαγί κι από πιοτό σα χόρτασε η καρδιά τους,
γ 68ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογογνώστης είπε·
γ 69“και τώρα κάλλιο ας ρωτηθούν οι ξένοι αυτοί ποιοι να ΄ναι,
γ 70μιας και φραθήκανε θροφή. Πείτε μας, ποιοι είστε, ω ξένοι;
γ 71ποπούθε ταξιδέψατε τους πελαγήσους δρόμους;
γ 72τάχα δουλειά σας έφερε, ή εδώ κι εκεί πλανιέστε
γ 73στις θάλασσες, σαν πειρατές που τριγυρνούν και φέρνουν,
γ 74με της ζωής τους κίνδυνο, ζημιά σε ξένον κόσμο;”
γ 75Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος αυτά του απολογήθη,
γ 76με θάρρος που ίδια της η θεά του το ΄βαλε στο νου του,
γ 77μαντάτα του χαμένου του γονιού για να γυρέψει,
γ 78κι όνομα σύγκαιρα λαμπρό στον κόσμο για να βγάλει.
γ 79“Νέστορα, του Νηλέα ω γιε, των Αχαιών καμάρι,
γ 80ποπούθε ερχόμαστε ρωτάς, αυτό θα σου ορμηνέψω.
γ 81Από το Θιάκι ερχόμαστε, ποκάτω από το Νείο,
γ 82για ανάγκη που όχι του λαού, παρά δική μας είναι.
γ 83Να μάθω που ΄ναι ο κύρης μου, τη φήμη του ακλουθώντας,
γ 84του καρτερόψυχου Οδυσσέα, που έναν καιρό μαζί σου
γ 85λεν πολεμώντας κούρσεψε τη χώρα της Τρωάδας.
γ 86Κάθε άλλος που πολέμησε τους Τρωαδίτες τότες,
γ 87τ΄ ακούσαμε το τέλος του και την κακή του μοίρα·
γ 88ωστόσο εκείνου το χαμό τον κρύβει ο γιος του Κρόνου,
γ 89και δεν μπορεί κανείς να πει σωστά το πού αφανίστη,
γ 90αν έπεσε μαθέ στεριάς από εχτρικό κοντάρι,
γ 91ή τ΄ άγρια αν τόνε φάγανε νερά της Αμφιτρίτης.
γ 92Γι΄ αυτό δα τώρα πέφτω σου στα γόνατα, να μάθω
γ 93σαν ποιο ΄τανε το τέλος του κι η κακοθανατιά του,
γ 94μα ή τα ΄δες με τα μάτια σου, ή απ΄ άλλον άκουσές τα
γ 95τι η μάνα τόνε γέννησε για βάσανα περίσσια.
γ 96και μη μου τα μισομιλάς από συμπόνια ή σέβας,
γ 97μόν΄ πες μου τα ίσια, καταπώς τα μάτια σου τον είδαν.
γ 98Παρακαλώ σε, αν ο λαμπρός γονιός μου ο Οδυσσέας
γ 99ή λόγο ή πράξη σου ΄ταξε και τέλεσε στην Τροία,
γ 100εκεί που αρίθμητα δεινά στους Αχαιούς πλακώσαν,
γ 101θυμήσου τα την ώρα αυτή, και πες μου την αλήθεια.”
γ 102Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογογνώστης του είπε·
γ 103“Φίλε μου, αφού μου θύμισες τα πάθια που εκεί τότες
γ 104τραβήξαμε των Αχαιών τ΄ ακράτητα εμείς τέκνα,
γ 105κι όσα στα πέλαγα τ΄ αχνά γυρνώντας με καράβια,
γ 106σα βγαίναμε στα λάφυρα τον Αχιλλέα ακλουθώντας,
γ 107και πάλε γύρω στο καστρί του Πρίαμου του ρήγα
γ 108σαν πολεμούσαμε· όλοι εκεί οι καλύτεροί μας πήγαν.
γ 109Εκεί ο λεβέντης ο Αίαντας, εκεί κι ο Αχιλλέας,
γ 110κι ο Πάτροκλος, που με θεούς μπόρειε να βγει στη γνώση,
γ 111εκεί κι ο γιος μου ο ακριβός, το παλληκάρι τ΄ άξιο,
γ 112ο Αντίλοχος, ο ξακουστός στο δρόμο και στη μάχη.
γ 113Κι άλλα πολλά παθήματα κοντά σ΄ αυτά μας βρήκαν·
γ 114μα ποιος θνητός θα δύνονταν αυτά να τα ιστορήσει;
γ 115και πέντε κι έξι αν έμνησκες χρόνους εδώ ρωτώντας,
γ 116να μάθεις τα όσα πόφεραν οι Αχαιοί οι λεβέντες,
γ 117βαριεστημένος κι άμαθος στον τόπο σου θα γύρνας.
γ 118Χρόνους εννιά τους πλέχναμε χαμό με μύριες τέχνες,
γ 119και μετά βίας του Κρόνου ο γιος τον έφερε σε τέλος.
γ 120Με τον τρανό Οδυσσέα κανείς στη γνώμη δε μπορούσε
γ 121να παραβγεί, που πάντα αυτός έβγαιν΄ απ΄ όλους πρώτος
γ 122σε πάσα τέχνη, ο κύρης σου, αν είσαι εσύ στ΄ αλήθεια
γ 123παιδί του εκείνου· ξαφνισμός με παίρνει σαν κοιτώ σε.
γ 124Μοιάζει η μιλιά σας, μα το ναι, και θα ΄λεγες πως νέος
γ 125με τόση γνώση γέρικη δεν μπόρειε να μιλήσει.
γ 126Ποτές οι δυο μας, ο λαμπρός Δυσσέας κι εγώ, να βγούμε
γ 127ασύφωνοι σε συντυχιά ή βουλή δεν έτυχέ μας,
γ 128παρά μια γνώμη δείχνοντας, με στοχασιά και σκέψη
γ 129τι τους Αργίτες σύφερνε πασκίζαμε να βρούμε.
γ 130Μα σαν τη διαγουμίσαμε του Πρίαμου τη χώρα,
γ 131και στα καράβια μπήκαμε, και θεός τους σκόρπιζε όλους
γ 132τους Αχαιούς, κακό ερχομό μας μελετούσε ο Δίας,
γ 133γιατί όλοι τους δεν ήτανε στοχαστικοί και δίκιοι,
γ 134και σε πολλούς τους έπεσε σα φοβερή κατάρα
γ 135η οργή της γαλανόματης του Δία θυγατέρας,
γ 136που σκόρπισε διχογνωμιά στους δυο τους γιους του Ατρέα.
γ 137Σε σύναξη καλέσανε τα πλήθη αυτοί, του κάκου,
γ 138και ξώκαιρα, σαν έγερνε κατά το βράδυ ο ήλιος,
γ 139κι ήρθαν των Αχαιών οι γιοι κρασί βαριοπιωμένοι,
γ 140κι εκείνοι τους ξηγούσανε γιατί συνάξανέ τους.
γ 141Τους έλεγε ο Μενέλαος τους Αχαιούς να σύρουν
γ 142στον τόπο τους, τις διάπλατες τις θάλασσες περνώντας·
γ 143ωστόσο ο Αγαμέμνονας μη στέργοντας, τους κράτα,
γ 144για να τελέσει της θεάς ιερές θυσίες πρώτα,
γ 145τη μάνητά της θέλοντας μ΄ αυτές να μαλακώσει.
γ 146Κλούβιος, και δεν το γνώριζε πως δεν τη μεταπείθει,
γ 147γιατί έτσι των αθάνατων η γνώμη δε γυρίζει.
γ 148Κι οι δυο καθώς στεκόντανε βαριά λογομαχώντας,
γ 149σηκώθηκαν οι Αχαιοί με χλαλοή μεγάλη,
γ 150και χωριστήκανε σε δυο ταράφια από δυο γνώμες.
γ 151Ένας τον άλλο οχτρεύοντας πλαγιάσαμε τη νύχτα,
γ 152τι ο Δίας μας μαγείρευε κακό και μαύρο τέλος.
γ 153Μα την αυγή τραβήξαμε στη θάλασσα τα πλοία,
γ 154και μέσα κι οι βαθιόζωνες γυναίκες με τα πλούτια.
γ 155Ωστόσο μείνανε οι μισοί κοντά στον Αγαμέμνο,
γ 156του Ατρέα το γιο, το βασιλιά, κι οι άλλοι στα καράβια.
γ 157και τα καράβια αρμένιζαν ολόπρυμα, τι κάποιος
γ 158τότες θεός μας έστρωνε τα τρίσβαθα πελάγη.
γ 159Στην Τένεδο σαν ήρθαμε, γυρνώντας στην πατρίδα,
γ 160σφαχτά προσφέραμε των θεών μα ο άσπλαχνος ο Δίας
γ 161δεν έστεργε να φτάσουμε, μόνε κακές διχόνοιες
γ 162πάλε μας έσπερνε. Πολλοί γυρίσανε ξοπίσω με τα καράβια τα γερτά, το βασιλιά ακλουθώντας
γ 163τον Οδυσσέα, το γνωστικό και τον πολυτεχνίτη,
γ 164να μη χαλάσουν την καρδιά του αφέντη του Αγαμέμνου·
γ 165ωστόσο μ΄ όσα εγώ όριζα, λίγα πολλά καράβια,
γ 166ξεκίνησα να φύγουμε, τι τα ΄νιωθα τα πάθια που ο θεός μας κρυφοτοίμαζε στο λογισμό του μέσα.
γ 167Έτσι κι ο πολεμόχαρος γιος του Τυδέα κινούσε, και τους συντρόφους του έπαιρνε.
γ 168 και λίγο αργότερά μας να κι ο Μενέλαος ο ξανθός
γ 169 προφταίνει προς τη Λέσβο, εκεί που μελετούσαμε το μακρινό ταξίδι,
γ 170αν παραπάνω από τη Χιο τη βράχινη θα βγούμε,
γ 171προς την Ψυριά, από τα ζερβά ετούτη αφήνοντάς την,
γ 172ή κάτω, προς το Μίμαντα τον ανεμοδαρμένο.
γ 173και του θεού ζητήσαμε σημάδι, και μας ήρθε·
γ 174να σκίσουμε το πέλαγο, μας έλεγε, ως την Εύβοια,
γ 175γλήγορο αν θέμε γλυτωμό από βάσανα μεγάλα.
γ 176Φύσηξε πρύμος άνεμος, και τρέξαν τα καράβια
γ 177μες στα ψαράτα πέλαγα, κι αράξαμε τη νύχτα
γ 178στη Γεραιστό· πολλών εκεί του Ποσειδώνα ταύρων
γ 179μεριά του κάψαμε ύστερα από τόσου πέλαου δρόμο.
γ 180Σαν ήρθε η μέρα η τέταρτη, οι συντρόφοι του Διομήδη του αλογοδαμαστή, του γιου του ηρωικού Τυδέα,
γ 181μες στ΄ Άργος φέρναν κι άραζαν τα ωραία τους καράβια·
γ 182ωστόσο για την Πύλο εγώ τραβούσα, κι ολοένα
γ 183φυσούσε ο ούριος άνεμος που ο θεός είχε σταλμένο.
γ 184Έτσι ήρθα, γιε μου, ανήξερος, κι ακόμα δε γνωρίζω
γ 185ποιοι τότες γλύτωσαν, και ποιοι χαθήκανε και πήγαν.
γ 186Μα όσα μες στους πύργους μου κάθουμ΄ εδώ κι ακούγω,
γ 187θα τα ΄χεις με την τάξη τους και δε θα σου τα κρύψω.
γ 188Ήρθανε, λεν, του κονταριού οι τεχνίτες Μυρμιδόνες,
γ 189που ο γιος του μεγαλόψυχου Αχιλλέα τους οδηγούσε,
γ 190ήρθε κι ο δοξαστός ο γιος του Ποία ο Φιλοχτήτης.
γ 191Κι ο Ιδομενέας κατέβασε στην Κρήτη τους δικούς του,
γ 192όσοι από μάχες γλύτωσαν και κύμα δεν τους πήρε.
γ 193Για του Ατρέα το γιο κι εσείς θ΄ ακούσατε μακριάθε,
γ 194πως ήρθε, και πως ο Αίγιστος φριχτό του φύλαε τέλος.
γ 195Όμως κι αυτός το πλέρωσε πολύ πικρά, και βλέπεις
γ 196πόσο καλό ΄ναι απόγονο ν΄ αφήνει όποιος πεθαίνει
γ 197σαν κείνον που γδικιώθηκε τον Αίγιστο τον πλάνο,
γ 198που το γονιό του χάλασε τον πολυδοξασμένο.
γ 199Κι εσύ, καλέ μου, που όμορφο σε βλέπω και μεγάλο,
γ 200να γίνεις και παλληκαράς, να σε παινούν κατόπι.” 
γ 201Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος αυτά του απολογήθη·
γ 202“Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι,
γ 203καλά τόνε γδικιώθηκε, κι οι Αχαιοί θ΄ απλώσουν
γ 204τη φήμη του ν΄ ακούγεται χρόνους πολλούς κατόπι.
γ 205Μακάρι τόση δύναμη κι εμένα οι θεοί να δίναν,
γ 206να γδικιωθώ τις αδικιές των άσπλαχνων μνηστήρων,
γ 207που με περίσσια αδιαντροπιά λογής κακά μου πλέχνουν.
γ 208Μα τέτοιο ριζικό οι θεοί δε δώκαν του γονιού μου
γ 209κι εμένανε, κι απομονή να κάμω πρέπει τώρα.”
γ 210Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογατάς του κάνει·
γ 211“Φίλε μου, μιας και τέτοια εσύ μου θύμισες και μου ΄πες,
γ 212λένε πως περισσοί γαμπροί τη μάνα σου ζητώντας,
γ 213μέσα στους πύργους σου δουλειές και βάσανα σκαρώνουν.
γ 214Πες μου, ήθελες και τα τραβάς, ή τάχα ο κόσμος όλος
γ 215σ΄ οχτρεύεται, κάποιου θεού κρυφή φωνή ακλουθώντας;
γ 216Ποιος ξέρει εκειός α δεν ερθεί και δεν τους τα πλερώσει,
γ 217ή μοναχός του, ή και μαζί με τους Αχαιούς μιαν ώρα;
γ 218Τι η γαλανόματη Αθηνά κι εσένα αν αγαπούσε
γ 219καθώς πονούσε έναν καιρό τον ξακουστό Οδυσσέα
γ 220στην Τροία, εκεί που όλους μας πολλά μας τρώγαν πάθια,
γ 221— δεν είδα, αλήθεια, αθάνατο τόση να δείχνει αγάπη
γ 222όση έδειχνέ του φανερά η Αθηνά η Παλλάδα, —
γ 223έτσι κι εσένα, αν ήθελε να σε πονεί στο νου της,
γ 224πολλοί τους θα ξεχνούσανε του γάμου τη λαχτάρα.”
γ 225Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε.
γ 226“Δεν το πιστεύω, γέροντα, να τελεστεί το μου ΄πες·
γ 227μεγάλος λόγος, που το νου σαστίζει· δεν το ΄λπίζω
γ 228τέτοιο ΄να πράμα να γενεί κι αν οι θεοί θελήσουν.”
γ 229Κι η γαλανόματη θεά γυρίζει και του κάνει·
γ 230“Τι λόγια από τα χείλη σου, Τηλέμαχε, ξεφύγαν;
γ 231Θεός αν θέλει, το θνητό κι από μακριά γλυτώνει.
γ 232Κάλλια ΄χα να τυραννιστώ κι αρίθμητα να πάθω,
γ 233πατρίδα ως που να ξαναδώ και γυρισμό να νιώσω,
γ 234παρά όπως ο Αγαμέμνονας να βρω χαμό στο σπίτι,
γ 235που θύμα πήγε του Αίγιστου και του άπιστου ταιριού του.
γ 236Τι από παρόμοιο θάνατο μήτε οι θεοί του Ολύμπου
γ 237αγαπημένο τους θνητό δε δύνουνται να σώσουν,
γ 238του χάρου του τεντόκορμου σαν τον πλακώσ΄ η μοίρα.”
γ 239Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κρένει·
γ 240“Μέντορ΄, αυτά ας τα πάψουμε, πολύς κι αν είναι ο πόνος·
γ 241δεν έχει εκείνος γυρισμό· οι αθάνατοι πια τώρα
γ 242το θάνατο του ορίσανε και την κακή του μοίρα.
γ 243Τώρα άλλο εγώ του Νέστορα θα πω και θα ρωτήξω,
γ 244τι κρίνει και κατέχει αυτός όσο κανένας άλλος·
γ 245τρεις λένε πως βασίλεψε γενεές αυτός ανθρώπων,
γ 246και σαν αθάνατος σφαντάει σαν του κοιτώ την όψη.
γ 247Νέστορα, του Νηλέα γιε, πες μου όλη την αλήθεια·
γ 248πώς πέθανε ο Αγαμέμνονας ο μέγας γιος του Ατρέα;
γ 249και που ήτανε ο Μενέλαος; σαν τι το μαύρο τέλος
γ 250που ο πονηρός ο Αίγιστος σοφίστηκε και βρήκε, για να ξεκάμει αντίμαχο πολύ καλύτερό του;
γ 251ή να ΄λειπε ο Μενέλαος, και κάπου αλλού πλανιόταν,
γ 252κι εκείνος ξεθαρρεύτηκε και σκότωσε το ρήγα;”
γ 253Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογατάς του κρένει·
γ 254“Όλα σωστά κι αληθινά θα σου τα πω, παιδί μου.
γ 255και μόνος σου φαντάζεσαι το πώς αυτά θα βγαίναν,
γ 256α ζούσε ακόμα ο Αίγιστος μες στα παλάτια εκείνα,
γ 257τότες που γύρισε ο ξανθός Μενέλαος απ΄ την Τροία·
γ 258ως μήτε γης δε θα ΄ριχταν α πα στο λείψανό του,
γ 259παρά θα τόνε τρώγανε πετάμενα και σκύλοι,
γ 260μέσα στων κάμπων τις ρημιές, αλάργ΄ από τη χώρα,
γ 261και μήτε θα τον έκλαιγε ποτές Αχαιοπούλα
γ 262κατόπι τέτοιο κάμωμα· που εμείς εκεί με μύριους
γ 263αγώνες τυραννιόμασταν, κι ετούτος φωλιασμένος
γ 264μες στ΄ Άργος τ΄ αλογόθροφο προσπάθειε με τα λόγια το ταίρι του Αγαμέμνονα κρυφά να ξελογιάσει.
γ 265Ωστόσο αρνιόταν τ΄ άπρεπο το κάμωμα η πανώρια
γ 266η Κλυταιμνήστρα στην αρχή, τ΄ είχε καλή τη γνώμη.
γ 267Σιμά της κι ο τραγουδιστής αγρύπνα, που ο Ατρείδης
γ 268να τη φυλάει παράγγειλε μισεύοντας στην Τροία.
γ 269Μα τότες που οι αθάνατοι ψηφίσαν το χαμό της,
γ 270τον παίρνει τον τραγουδιστή σε ρημονήσι εκείνος,
γ 271κι αφήνοντάς τον να γενεί ξεφάντωμα των όρνιων,
γ 272τη φέρνει σπίτι πρόθυμη καθώς κι ο ίδιος ήταν.
γ 273Αρίθμητα έψησε μεριά πα στους βωμούς των θεώνε,
γ 274μύρια στολίδια κρέμασε, και τούλια και χρυσάφια,
γ 275που τέτοιο πράμα ανόλπιστο και μέγα έβγαλε πέρα.
γ 276Ωστόσο από την Τροία εμείς ερχάμενοι, του Ατρέα
γ 277ο γιος κι εγώ, οι δυο βλάμηδες, περνούσαμε το κύμα·
γ 278όμως στο Σούνι, το ιερό σα φτάσαμε ακρωτήρι
γ 279των Αθηνώνε, ολόξαφνα ο Απόλλωνας ο, Φοίβος
γ 280το δόλιο του Μενέλαου χτυπάει καραβοκύρη,
γ 281με τις λαμπρές του σαϊτιές, και τη ζωή του παίρνει,
γ 282εκεί που κράταε του γοργού του καραβιού το δοιάκι,
γ 283το Φρόντη του Ονήτορα, που τους ξεπέρναε όλους
γ 284σε καραβιού κυβέρνημα σα μάνιαζε ανεμούρα. Έτσι μποδίστη ο δρόμος του, 
γ 285πολλή κι αν είχε βιάση, σε φίλο θέλοντας νεκρό στερνές τιμές να δώσει,
γ 286Μα όταν κι αυτός στα μελανά τα πέλαγα όξω βγήκε
γ 287με τα γοργά καράβια του, και στο βουνό Μαλέα
γ 288κατέβηκε αρμενίζοντας, τότες φριχτό ταξίδι ο Δίας ο βροντόφωνος
γ 289 του τοίμασε, με ανέμους που σφυριχτοί φυσούσανε, 
γ 290και κύματα σηκώναν μέσα στην άγρια θάλασσα, πελώρια ίσαμε όρη.
γ 291και χώρισε τα πλοία σε δυο· μέρος στην Κρήτη πέσαν,
γ 292που κατοικούν οι Κύδωνες στους όχτους του Ιαρδάνου.
γ 293Εκεί γκρεμνός προς το γιαλό γλιστρός αψηλοστέκει
γ 294στης Γόρτυνας τα πέρατα, κι ομπρός στ΄ αχνά πελάγη·
γ 295αυτού, προς τη Φαιστό μεριά, φυσάει Νοτιάς κι αμπώθει
γ 296μεγάλο κύμα στο ζερβό τον κάβο· πέτρα τότες
γ 297πίσω το διώχνει μικρουλή το κύμα το μεγάλο.
γ 298Εκεί τα πλοία ξέπεσαν και σπάσανε στα βράχια
γ 299και μετά βίας από χαμό γλυτώσανε οι ανθρώποι· τα πέντε όμως μαυρόπλωρα καράβια που σωθήκαν,
γ 300τα τράβηξε στην Αίγυπτο της τρικυμιάς η φόρα.
γ 301Πολύ εκεί βιος συνάζοντας και μάλαμα ο Μενέλαος,
γ 302με τα καράβια γύριζε σε αλλόγλωσσους ανθρώπους·
γ 303στ΄ Άργος ωστόσο ο Αίγιστος φριχτούς σκοπούς τελώντας,
γ 304Χρόνους εφτά βασίλεψε μες στη χρυσή Μυκήνη,
γ 305τον Αγαμέμνονα έσφαξε και δάμασε τη χώρα.
γ 306μα στους οχτώ πλακώνοντας ο θείος Ορέστης,
γ 307απ΄ την Αθήνα κόβει το φονιά του δοξαστού γονιού του,
γ 308τον πονηρό τον Αίγισθο, το φονιά του τιμημένου του πατέρα.
γ 309και στους Αργίτες έδωσε το νεκρικό τραπέζι,
γ 310και για τον άναντρο Αίγιστο και για την έρμη μάνα.
γ 311Την ίδια μέρα του ΄ρχεται κι ο αντρόφωνος Μενέλαος,
γ 312με πράματα όσα δύνουνταν τα πλοία του να σηκώσουν.
γ 313"Φίλε, κι εσύ πολύ μακριά στα ξένα μην πλανιέσαι,
γ 314και βιος στο σπίτι μην αφήνεις,
γ 315με τέτοιους άτιμους μη σου τα φάνε, 
γ 316και σου βγει του κάκου αυτός ο δρόμος.
γ 317Ωστόσο συβουλεύω σε να σύρεις στου Μενέλαου,
γ 318που είναι ότ΄ ήρθε από λαούς που γυρισμό δε βλέπεις,
γ 319
γ 320μιας κι απ΄ ανέμους πλανηθείς σ΄ όμοια μεγάλα κι άγρια
γ 321πελάγη, που μήτε πουλιά στο χρόνο δε γυρνάνε.
γ 322Τράβα με το καράβι σου και με τη συντροφιά σου,
γ 323ή αν προτιμάς από στεριάς, να, αλόγατα κι αμάξι·
γ 324συνταξιδιώτες έπαρε τους γιους μου, να σε φέρουν
γ 325στην ώρια Λακεδαίμονα που ΄ναι ο ξανθός Μενέλαος.
γ 326Κι ατός σου παρακάλειε τον να σου πει την αλήθεια,
γ 327αγκαλά ψέμα δε θα πει, τι έχει περίσσια γνώση.”
γ 328
γ 329Είπε· με το βασίλεμα πέφτει σκοτάδι ωστόσο,
γ 330και τότες λέει του Νέστορα η θεά η γαλανομάτα· 
γ 331“Σωστά μας τα ΄πες, γέροντα· όμως τις γλώσσες κόψτε,
γ 332και βάλτε στο κρασί νερό, κι αφού στον Ποσειδώνα
γ 333και στους λοιπούς αθάνατους στάξουμε στάλες, τότες
γ 334ας πάμε και για πλάγιασμα, τι η ώρα του ζυγώνει.
γ 335Το φως στα σκότη χάνεται, και δεν πολυταιριάζει
γ 336να το παρατραβήξουμε σε θεϊκό τραπέζι.”
γ 337Είπε του Δία η κόρη αυτά, κι οι άλλοι την ακούσαν,
γ 338Τότες νερό τους έχυσαν οι κήρυκες στα χέρια,
γ 339κι οι νέοι στεφανώσαντας με το κρασί κροντήρια,
γ 340κάθε ποτήρι γέμισαν την απαρχή αφού στάξαν·
γ 341ρίξαν τις γλώσσες στη φωτιά, κι αφού σταθήκαν όρθιοι,
γ 342κι έσταξαν στάλες κι ήπιανε όσο ήθελε η καρδιά τους,
γ 343ο θεόμορφος Τηλέμαχος κι η Αθηνά μαζί του,
γ 344κατά το πλοίο το κουφωτό κινήσανε, μα πίσω
γ 345ο Νέστορας τους κράτησε τους δυο, κι αυτά τους είπε·
γ 346“Ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να μην το δώσουν
γ 347εσείς να πάτε στο γοργό καράβι από τα μένα,
γ 348σαν από κάποιονε γυμνό κι ολόφτωχο στ΄ αλήθεια,
γ 349που χράμια και παπλώματα στο σπίτι του δεν έχει,
γ 350για να κοιμάται μαλακά κι αυτός κι οι ξένοι που έρθουν,
γ 351Μα εδώ κι από παπλώματα κι απ΄ ώρια χράμια βρίσκει.
γ 352Ποτές ο γιος του άντρα εκεινού, του θεϊκού Οδυσσέα,
γ 353δε θα πλαγιάσει ακοίταχτος σε καραβιού σανίδια,
γ 354όσο εγώ ζω, και τέκνα μου στον πύργο μου απομνήσκουν,
γ 355τους ξένους να φιλεύουνε που τύχη εδώ να ρθούνε.
γ 356Κι η γαλανόματη θεά του κρένει τότε εκείνου·
γ 357“Φρόνιμα τα ΄πες, γέρο, αυτά, και πρέπει να σ΄ ακούσει,
γ 358και να ΄ρθει στα παλάτια σου ο Τηλέμαχος τη νύχτα.
γ 359
γ 360Εγώ στο μαύρο πλοίο τραβώ να κράξω τους συντρόφους,
γ 361και το ΄να τ΄ άλλο να τους πω σα μεγαλύτερός τους.
γ 362Όλοι απ΄ αγάπη οι νέοι αυτοί κι οι συνομήλικοί του
γ 363το μεγαλόψυχο ως εδώ Τηλέμαχο ακλουθήσαν.
γ 364
γ 365Εκεί λοιπόν εγώ, σιμά στο μαύρο πλοίο πλαγιάζω,
γ 366και την αυγή στους Καύκωνες μισεύω, τους λεβέντες,
γ 367που κάποιο χρέος μου χρωστούν, κι όχι καινούργιο χρέος,
γ 368μήτε μικρό, κι ετούτονε, στους πύργους σου μιας κι ήρθε,
γ 369μ΄ αμάξι ο γιος σου ας πάρει τον, κι αλόγατα του δίνεις,
γ 370τα πιο αλαφρά στο τρέξιμο, τα πιο γερά στο πόδι.” 
γ 371Αυτά σαν είπε η Αθηνά η γαλανοματούσα,
γ 372εγινε αητός και πέταξε· κι όσοι είδαν ξαφνιστήκαν.
γ 373Ίδιος ο γέρος σάστισε τηρώντας τέτοιο θάμα,
γ 374και πιάνει του Τηλέμαχου το χέρι και του κρένει·
γ 375“Ω φίλε, εσύ μήτε κακός μήτ΄ άναντρος δε θα ΄σαι,
γ 376αφού θεοί στη νιότη σου οδηγοί σε ακολουθάνε.
γ 377και του Όλυμπου άλλος κάτοικος δεν είναι ετούτος, μόνε
γ 378η κόρη η τριτογέννητη κι η δοξαστή του Δία,
γ 379που απ΄ τους Αργίτες ξέχωρα τον κύρη σου τιμούσε.
γ 380Η χάρη σου, ω βασίλισσα, λαμπρή ας μας φέρνει δόξα,
γ 381κι εμένα, και στα τέκνα μου, και στο καλό μου ταίρι·
γ 382κι εγώ μια πλατομέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω,
γ 383χρονιάρικη, που σε ζυγό δεν μπήκε ανθρώπου ακόμα.
γ 384και θα τη σφάξω, αφού καλά τα κέρατα χρυσώσω.”
γ 385Αυτά είπε, και την προσευκή συνάκουσε η Παλλάδα.
γ 386Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ξεκίνησε ως στα ώρια
γ 387παλάτια του, με τους γαμπρούς κατόπι και τους γιους του.
γ 388και φτάνοντας στα ξακουστά του βασιλέα παλάτια,
γ 389αράδα σ΄ έδρες και θρονιά καθίσανε, κι ο γέρος
γ 390κροντήρι σμίγει τους κρασί γλυκόπιοτο, που χρόνους
γ 391το ΄χε έντεκα η κελάρισσα, και τώρα τ΄ άνοιγέ τους,
γ 392Αυτό τους έσμιξε να πιουν, και στάλα έχυσε χάμου,
γ 393μ΄ ευκές στου αιγιδόσκεπου του Δία τη θυγατέρα.
γ 394
γ 395και στους θεούς σαν έσταξαν κι ήπιαν όσο αγαπούσαν,
γ 396κινήσανε για πλάγιασμα στο σπίτι του ο καθένας,
γ 397μα τον Τηλέμαχο, το γιο του θεϊκού Οδυσσέα,
γ 398ο αλογολάτης Νέστορας τον κοίμισε στου πύργου
γ 399τη σάλα την πολύβοη, σε τορνευτό κλινάρι,
γ 400με πλάγι τον Πεισίστρατο, το λυγερό λεβέντη,
γ 401που όντας ακόμα ανύπαντρος στου κύρη κατοικούσε.
γ 402Ίδιος ο γέρος πλάγιασε στα ολόβαθα του πύργου,
γ 403σαν έσιαξέ του η σύγκλινη στρωσίδια και κλινάρι.
γ 404Έφεξ΄ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
γ 405κι ο αλογολάτης Νέστορας σηκώθη από την κλίνη,
γ 406κι ήρθ΄ όξωθε και κάθισε στα σκαλιστά λιθάρια,
γ 407που ολόμπροστα στις αψηλές βρισκόντουσαν τις θύρες,
γ 408άσπρα, γυαλιστερά. Εκεί καθόταν κι ο Νηλέας
γ 409στα παλιά χρόνια, που ήτανε στη γνώση θεός μονάχος.
γ 410Όμως εκειόνε ο θάνατος τον έφερε στον Άδη,
γ 411και τώρα φύλακας εκεί των Αχαιών καθόταν
γ 412ο ρήγας Νέστορας· σιμά κι οι γιοι του μαζευτήκαν,
γ 413από την κλίνη ότ΄ ήρθανε· ο Εχέφρονας, ο Στράτης,
γ 414με τον Περσέα ο Άρητος, κι ο ομοιόθεος Θρασυμήδης.
γ 415Αδέρφι έχτο ο ήρωας Πεισίστρατος τους ήρθε,
γ 416κι αντάμα το θεόμοιαστο Τηλέμαχο σα βάλαν,
γ 417ο αλογολάτης Νέστορας αρχίζει, ο Γερηνιώτης·
γ 418“Παιδιά μου, γλήγορα ας γενεί η αποθυμιά μου ετούτη,
γ 419την Αθηνά από τους θεούς να ξιλεώσω πρώτη,
γ 420που μου ΄ρθεν ολοφάνερη πα στο λαμπρό τραπέζι.
γ 421Ένας να τρέξει στη βοσκή να βρει καλή δαμάλα,
γ 422που ο αγελαδάρης ως εδώ κεντώντας θα τη φέρει·
γ 423στο πλοίο του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου ας πάει άλλος,
γ 424να φέρει τους συντρόφους του, και μόνε δυο ας αφήσει·
γ 425τρίτος εδώ το χρυσοχό Λαέρκη να ΄ρθει ας κρἀξει,
γ 426του δαμαλιού τα κέρατα για να μαλαματώσει.
γ 427Μείνετ΄ οι άλλοι εσείς αυτού, και στα παλάτια μέσα
γ 428τραπέζια να τοιμάσουνε στις παρακόρες πείτε,
γ 429να φέρουν και καθίσματα, ξύλα, νερό καθάριο.”
γ 430Αυτά είπε, κι όλοι τρέξανε· κι ήρθε η δαμάλα απέξω,
γ 431ήρθαν του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου οι συντρόφοι
γ 432απ΄ το καράβι το γερό, ήρθε ο χαλκιάς κρατώντας
γ 433στα χέρια του τα σύνεργα της χρυσικής· αμόνι,
γ 434σφυρί, καλόφτιαστη μασιά. Ν΄ αποδεχτεί ζυγώνει
γ 435την προσφορά κι η Αθηνά· δίνει χρυσάφι ο γέρος·
γ 436δουλεύει το και χύνει το στα κέρατα ο τεχνίτης,
γ 437για να χαρεί τηρώντας το η Αθηνά, και σέρνουν
γ 438από τα κέρατα το ζω ο Εχέφρονας κι ο Στράτης.
γ 439
γ 440Κι εφερνε ο Άρητος νερό σε πλουμιστό λεγένι,
γ 441τριφτό κριθάρι πανεριά κρατώντας στ΄ άλλο χέρι·
γ 442πελέκι κράταε κοφτερό ο λεβέντης Θρασυμήδης,
γ 443το ζο να κόψει. Σήκωνε ο Περσέας τη γαβάθα,
γ 444κι ο γέρος με το νίψιμο και το τριφτό κριθάρι
γ 445έκανε αρχή και τη θεά θερμοπαρακαλούσε,
γ 446στη φλόγα απάνω ρίχνοντας του κεφαλιού τις τρίχες.
γ 447και σάνε προσευκήθηκαν κριθάρι πασπαλώντας,
γ 448τότες του Νέστορα μεμιάς ο γιος ο αντρειωμένος
γ 449ο Θρασυμήδης ζύγωσε και βάρεσε· τα νεύρα
γ 450κόβουντ΄ αμέσως του ζνιχιού, και παραλεί η δαμάλα·
γ 451κόρες και νύφες σκούζουνε, σκούζει κι η Ευρυδίκη,
γ 452του Κλύμενου η πρωτότοκη, του Νέστορα το ταίρι,
γ 453Κι οι άλλοι καθώς κράταγαν το ζω ανασηκωμένο,
γ 454τους το ΄σφαξε ο Πεισίστρατος, το πρώτο παλληκάρι.
γ 455Κι από τα κόκκαλα η ψυχή με το αίμα σαν του βγήκε,
γ 456μεμιάς το κομματιάσανε και τα μεριά λιανίσαν,
γ 457όλα σωστά· τα τύλιξαν με σκέπη, τα διπλώσαν,
γ 458ωμά κομμάτια από παντού τους θέσανε, κι ο γέρος
γ 459στις σκίζες τα ΄καιε με κρασί φλογάτο ραίνοντάς τα·
γ 460κι οι νέοι τα πεντόσουβλα κρατούσανε σιμά του.
γ 461και σαν καήκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
γ 462κόψαν και τ΄ άλλα, στο σουβλί τα πέρασαν, και τότες
γ 463τα ψήσανε, τα μυτερά σουβλιά ΄χοντας στα χέρια.
γ 464και του Τηλέμαχου λουτρό του δίνει η Πολυκάστη,
γ 465κόρη στερνή του Νέστορα, του γόνου του Νηλέα.
γ 466και σαν τόνε καλόλουσε, τον άλειψε με λάδι,
γ 467και μ΄ όμορφο τον έντυσε χιτώνα και χλαμύδα,
γ 468που βγήκε από το λούσιμο με τους θεούς παρόμοιος
γ 469και πήγε κάθισε σιμά στο Νέστορα το ρήγα.
γ 470και τ΄ αποπάνω κρέατα σαν ψήσαν και τα βγάλαν,
γ 471στο φαγοπότι κάθισαν, και τίμια παλληκάρια
γ 472σκωθήκαν και κερνούσανε με τα χρυσά ποτήρια.
γ 473Κι από φαγί κι από πιοτό σα φράθηκε η καρδιά τους,
γ 474αυτά τα λόγια ο Νέστορας τους είπε ο αλογολάτης.
γ 475“Παιδιά μου, του Τηλέμαχου φέρτε μεμιάς και ζέψτε
γ 476τα ωριότριχα τ΄ αλόγατα, να καλοταξιδέψει.”
γ 477Αυτά είπε, και τον άκουσαν, κι ευτύς στ΄ αμάξι ζέψαν
γ 478τ΄ αλόγατα τα γλήγορα. Κελάρισσα τους βάζει
γ 479
γ 480ψωμί, προσφάγι και κρασί, σαν πόχουν οι ρηγάδες.
γ 481Πα στ΄ ώριο αμάξι ανέβηκε ο Τηλέμαχος, και δίπλα
γ 482ο ασίκης ο Πεισίστρατος τα χαλινάρια πήρε
γ 483και τ΄ άλογα μαστίγωσε· πρόθυμ΄ αυτά πετάξαν
γ 484στους κάμπους, πίσω αφήνοντας την αψηλή την Πύλο.
γ 485Πα στα λαιμά τους ο ζυγός ολημερίς κουνούσε,
γ 486μα ο ήλιος σα βασίλεψε, κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
γ 487στις Φήρες σταμάτησανε, στους πύργους του Διοκλέα,
γ 488που ήτανε γιος του Ορσίλοχου, και που τ΄ Αλφειού ήταν ΄γγόνι.
γ 489
γ 490Εκεί ξενύχτησαν, κι αυτός φιλόξενα τους δέχτη. 
γ 491Έφεξ΄ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
γ 492ζέψανε, κι ανεβήκανε στ΄ ωριόφαντο τ΄ αμάξι,
γ 493κι αφήκανε τα ξώθυρα του βουητερού του πύργου·
γ 494δίνει βιτσιά στ΄ αλόγατα, κι αυτά γοργοπετάξαν,
γ 495κι ίσια στους κάμπους τους σπαρτούς κατέβηκαν πετώντας,
γ 496και δρόμο κόψανε πολύ με την ορμή που πήραν.
γ 497Κι εγειρ΄ ο ήλιος το βράδυ, κι απόσκιασαν οι δρόμοι.