ἀψευδής
(θηλυκό) | γεν. εν. ἀψευδ |
εὐδαίμων
(ουδέτερο) | αιτ. εν. εὔδαι |
γεν. πληθ. ἀψευδ |
αιτ. πληθ. εὐδαίμ |
ἀληθής
(αρσενικό) | δοτ. εν. ἀληθ |
σώφρων
(ουδέτερο) | ονομ. εν. σῶφρ |
δοτ. πληθ. ἀληθ |
ονομ. πληθ. σώφρ |
συνήθης
(ουδέτερο) | γεν. εν. συνήθ |
ἐλεήμων
(αρσενικό) | αιτ. εν. ἐλεήμ |
γεν. πληθ. συνήθ |
αιτ. πληθ. ἐλεήμ |