ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Διηγήματα για την ξενιτιά

 

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ο μικρός κριτής

Είναι πολλά χρόνια αφόντας έγινε η ιστορία που θα σας διηγηθώ. Ο μικρός Κριτής σήμερα είναι γέρος με παιδιά και μ' αγγόνια, και με δίγγονα, αν κι η μοίρα δεν τον αξίωσε να χαϊδέψει δικό του παιδί. Αλλά το ίδιο πράγμα είναι. Τα παιδιά, τ' αγγόνια και τα δίγγονα είναι του αδερφού του, μικροτέρου του κατά την ηλικία, σαν να είναι και δικά του.

Ο μικρός Κριτής, Σπύρος λεγόμενος, ήταν και δεν ήταν δέκα χρονών όταν, για πρώτη φορά, ακολουθώντας το αναγκαίο έθιμο της πατρίδας του, ξεκίνησε για την ξενιτιά, την Κίρκη αυτή του ηπειρωτικού κόσμου. Ο πατέρας του, ο κυρ Χρήστος, Κριτής λεγόμενος απ' όλη την επαρχία, γιατί ήταν πραγματικώς ο δικαστής της, τον συνόδεψε ως τα Γιάννινα. Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογα του, και φώναζε, σαν άλλος δήμιος: «Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!», όλοι οι συγγενήδες που παρακολουθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Ήταν καμιά εικοσαριά οι ξενιτεμένοι. Άλλος είχε μάνα, άλλος πατέρα, άλλος θειο ή θεια, κι άλλος μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή.

Τι πικρή ώρα, η ώρα του ξεχωρισμού! Όλο το αίμα μαζώνεται στην καρδιά, το πρόσωπο σκυθρωπιάζει, και τα μάτια βουρκώνουν από τα δάκρυα.

«Κι ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Λέγει το ηπειρωτικό τραγούδι. Αλήθεια, δεν έχει παρηγοριά ο ζωντανός ο ξεχωρισμός! Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι εκείνος, που φεύγει και πάει, κι εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι έλεγε:

—«Τελειώστε γλήγορα πέρασε η ώρα».

Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατότερα, τα μάτια δάκρυζαν, και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό μάνας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θα 'φευγαν γληγορότερα!

Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλίκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και, χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή. Όλοι οι ξενιτεμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τους δικούς τους και καβαλίκεψαν κι αυτοί με μάτια θολωμένα από τα δάκρυα του πόνου της πατρίδας, του σπιτιού, και των δικών τους, κι έκαναν το σταυρό τους. Τα «έχετε γεια», τα «ώρα καλή», και τα «καλή αντάμωση να δώσει ο Θεός!», διασταυρώνονταν απ' εδώ και απ' εκεί. Μια μάνα, πικρόμανα έστησε μοιρολόγι:

 

«Ανάθεμα σε ξενιτιά και τρισανάθεμά σε,

Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια.

Κι εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γιο μου!..»

 

Την ώρα που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο πατέρας του, με παραπονετική φωνή:

—Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα...

Ο Σπύρος σταμάτησε το μουλάρι, κι ο Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, του λέγει:

—Παιδί μου! Άμα σκαπετήσεις το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου είναι το ίδιο. Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσεις ποτέ ότι είσαι παιδί μου.

Μακρά από ψέμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι αν βρεθείς, να μη χάσεις την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλιάς αν γενείς, να μη λησμονήσεις την πατρίδα σου. Τ' άκουσες, παιδί μου;

—Τ' άκουσα, πατέρα μου!

—Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι η ευχή μου μαζί σου!

Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάσει το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του σα βρύσες.

Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο, κι όσους απαντούσε στο δρόμο κανέναν δεν γνώριζε, κι ούτε τον γνώριζαν!

Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στεριάς. Είκοσι μέρες χρειάζονταν τότε για να πάει κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάσει δέκα μέρες δρόμο, πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξει κανένα κακό. Ήταν όλοι αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος στη μέση. Του ενός από το καρβάνι είχε πέσει η σακούλα του με ό,τι χρήματα είχε, και την είχε βρει ένας άλλος, από τους είκοσι συνταξιδιώτες και του την έδωκε, κρατώντας τα μισά για βρετικά. Εκείνος που είχε χάσει την σακούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι εκείνος που την είχε βρει δεν το 'δινε, λέγοντας ότι είχε δικαίωμα να βαστάξει τα μισά για βρετικά, κι από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου» ο ένας και «δίκιο μου!» ο άλλος. Μπήκαν οι άλλοι να τους χωρίσουν, αλλά κι αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρει την σακούλα επέμενε να βαστάει τα μισά, λέγοντας:

—Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν δεν το φανέρωνα, ότι ηύρα την σακούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα χρήματα, που είχε μέσα.

Εκείνος πάλι, που την είχε χάσει, επέμενε να τα ζητάει όλα, λέγοντας:

—Δεν δικαιούσαι να μου βαστάξεις τα μισά, διότι δεν είμεστε απ' άλλο καρβάνι συ κι απ' άλλο εγώ, αλλ' είμεστε από το ίδιο καρβάνι κι είμεστε σύντροφοι, κι ως σύντροφοι είμεστε αδέρφια και υποχρεούμεστε ο ένας να βοηθάει τον άλλο, κι όχι να κερδίζουμε ο ένας από τον άλλο. Φιλονικώντας φιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης, να τους ειρηνέψει, αλλά δεν μπόρεσε και τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του. Η φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράβηγμα, κάποιος είπε με πόνον καρδιακό:

—Ε! και να ξεφύτρωνες, Θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ Χρήστο, εδώ πέρα, από καμιά μεριά, πώς θα 'φευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας, και πώς θα γένονταν όλα μέλι γάλα!

—Αχ! πούθε να ήταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή θα ειρήνευαν τα πάντα.

—Μου 'ρθε μια ιδέα —είπε ένας άλλος...

—Τι; τον ρώτησε τέταρτος.

—Τι;...Έχομε το παιδί του εδώ πέρα...

—Και σαν το 'χομε;

—Να το βάλομε στη θέση του πατέρα του... κριτή.

—Μπρε αλήθεια! Να το βάλομε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρει να ειπεί κάτι, ως παιδί του κριτή μας.

—Σπύρο —φώναξε—Σπύρο! Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ Χρήστου;

Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάπα του.

Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γίνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία.

—Ναι, ναι! —ακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους—να ξυπνήσαμε το παιδί να τους κρίνει. Είναι παιδί του πατέρα του...

Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμει την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε:

—Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθεί. Τι ξέρει αυτό;

—Όχι! όχι! —φώναξαν πολλοί— πρέπει να ξυπνήσαμε το παιδί.

Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κοιμόνταν βαριά. Ύπνος παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το τραβούσαν απ' εδώ κι απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. Το παιδί άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε γύρω γύρω και το πήρε το παράπονο.

—Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; —του είπε ο Ρόβας.

—Έβλεπα στον ύπνο μου ότι ήμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με τ' αδέρφια μου... Μάνα δεν είχα.

Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίει.

—Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης.

—Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν.

—Πού να ξέρω; —είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.

—Σε ξυπνήσαμε για να μας κάνεις την κρίση της φιλονικίας.

Το παιδί τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό.

—Μπρε, τι σας έφταιγε το καημένο και του χαλάσατε τ' όνειρο, είπε ο καρβανάρης. Άιντε παιδί μου, κρίνε τους—είπε ο γεροντότερος ταξιδιώτης του καρβανιού. Γνωρίζεις την αιτία. Απ' αυτού θα καταλάβουμε αν θα γενείς σαν τον πατέρα σου.

Το παιδί καλοκάθισε σταυροπόδι, κι είπε στους μαλωμένους με ύφος αληθινού κριτή;

—Ελάτε εδώ!

Πήγαν κι οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα.

—Ξέρετε πού είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά.

Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούσει καλύτερα. Οι μαλωμένοι δε μιλούσαν.

Να σας ειπώ πού είμεστε. Είμεστε κακορίζικοι, δέκα μέρες μακριά από τον τόπο μας είμεστε ξένοι παντάξενοι! Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η ξενιτιά μας αδερφώνει όλους...

Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράει με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του!

—Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό!

—Θέλετε να σας κάνω την κρίση; —τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά.

—Θέλομε, του απολογήθηκαν, κι ό,τι μας πεις θ' ακολουθήσομε. Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.

—Για να σας κάνω την κρίση, πρέπει πρώτα ν' αγκαλιασθείτε και να φιληθείτε κι ύστερα να σας κρίνω.

Οι δύο μαλωμένοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον περίλυποι, σα να ντρέπονταν να κάνουν εκείνο που τους έλεγε.

Οι άλλοι, βλέποντας το δισταγμό τους, τους φώναζαν:

—Κάνετε, ωρέ, όπως σας λέγει ο κριτής! Τι καμαρώνετε!

Οι μαλωμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίοντας.

—Πηγαίνετε τώρα! είπε το παιδί, τελείωσε η κρίση σας!

—Και πώς τελείωσε; είπαν οι πολλοί. Ο ένας κρατάει κι ο άλλος έχει να λάβει.

—Τελείωσε, είπε το παιδί. Η διαφορά τους ήταν το μίσος. Αφού μπήκε η αγάπη ανάμεσα τους, το μίσος έφυγε και το δίκιο έρχεται μόνο του.

Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τα βγαλε από τον κόρφο του και τα 'δωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας:

—Πάρ' τα, αδερφέ!

Κι εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι όλα...

—Οχι! όχι, είναι δικό σου βιο —είπε εκείνος, που τα είχε βρει.

—Μακριά από εμένα το άδικο!

—Πάρ' τα ωρέ, —του φώναξαν οι άλλοι— αφού σου τα δίνει ο άνθρωπος.

Τα πήρε τότε εκείνος και τα έβαλε στη σακούλα, κι αφού την έβαλε στον κόρφο του, ξαναγκαλιάστηκε και ξαναφιλήθηκε με τον αντίθετό του.

—Εύγε! εύγε! Σπύρο —φώναξαν οι άλλοι— είσαι αληθινό παιδί του κυρ Χρήστου! και πήγαν όλοι και το φίλησαν το παιδί και το ευχήθηκαν να προκόψει.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι αυτός και τον φίλησε, λέγοντάς του:

—Παιδί μου, να με σχωρέ'εις. Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γίνεις αφέντης.

Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι όλοι οι συνταξιδιώτες του έγιναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς