ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Ποιήματα για την ξενιτιά

 

Γιώργος Δροσίνης, Ποιήματα της ξενιτιάς

Η Πατρίδα μας

«Ξένε που μόνος κι έρημος
σε ξένους τόπους τρέχεις,
πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
και ποια πατρίδα έχεις;»

«Τη μακρινή πατρίδα μου
πάντα ποθώ στα ξένα.
Εκεί τα χρόνια της ζωής
περνούν ευλογημένα.

Εκεί κι ο θάνατος γλυκός,
κι αφού κανείς πεθάνει,
έχει στο μνήμα του Σταυρό,
καντήλι και λιβάνι.

Στ' αγαπημένο μου χωριό
χαρές πάντα και γέλια,
στ' αλώνια τραγουδιών φωνές
ξεφάντωμα στ' αμπέλια.

Κι όταν χορεύει η λεβεντιά
στης Πασχαλιάς τη μέρα,
βροντοκοπά το τύμπανο
και κελαηδεί η φλογέρα.

Στη μακρινή Πατρίδα
έχει ευωδιά και χάρη
το ταπεινότερο δεντρί,
το πιο φτωχό χορτάρι.

Στους κλώνους της αμυγδαλιάς,
σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξη
γοργά τα χελιδόνια.

Στων μαγεμένων της βουνών
τα μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλούν οι πέρδικες
και κλαίει η κουκουβάγια.

η ασημένια θάλασσα
μ᾿ αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ' άστρα του
τη χρυσοστεφανώνει.

Τη μακρινή πατρίδα μου,
πριν η σκλαβιά πλακώσει,
τη δόξαζ' η παλληκαριά,
τη φώτιζεν η γνώση.

και τώρ' από τη μαύρη γη,
τη γη τη ματωμένη,
πρόβαλε πάλ' η Ελευθεριά
σαν πρώτα αντρειωμένη».

«Φτάνει τη χώρα που μου λες,
τη γνώρισα, την είδα,
τη μακρινή πατρίδα σου
έχω κι εγώ πατρίδα».

Χώμα ελληνικό

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σενα,
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ' το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά.

Χώμα τιμημένο, που 'χουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, που 'χουν ροδοβάψει
αἰματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα πο 'χει θάψει λείψαν' αγιασμένα
απ' το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.

Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
από σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια,
μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.
Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει,
κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να 'ρθώ.

Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο-
μου 'γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θα 'βρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.
έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θα 'ναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.