ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Ποιήματα για την ξενιτιά

 

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ποιήματα της ξενιτιάς

Η πιστή γυναίκα
 
 
Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι
 Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλα,
 Την εχαιρέτησε γλυκά και της μιλάει με πόνο:
 —Βγάλε τρεις σίκλους, λυγερή, να πιω κι εγώ κι ο μαύρος,
 Και θα σου δώσω μάλαμα για τον καλό σου κόπο.
 —Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιεις κι εσύ κι ο μαύρος,
 Το μάλαμα σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει,
 Έχω τον άντρα μου μακριά, στης ξενιτιάς τα μέρη,
 Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω.
 Κι αν ως τα τότε δεν ερθεί, θα κόψω τα μαλλιά μου
 Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω.
 —Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένεις.
 Δεν τον ελέγαν Κωσταντή; Σένα δε λεν Χρυσάιδω;
 —Στην ξενιτιά δουλεύουνε χιλιάδες Κωσταντήδες.
 Πε μου κάνα σημάδι του κι απέ να σε πιστέψω.
 —Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, ήταν και παλικάρι.
 Είχε τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σα γαϊτάνια
 Είχε φωνή σαν τ' αηδονιού, όταν ετραγουδούσε...
 Στο θάνατο του βρέθηκα, κι εκεί που ξεμαχούσεν
 Ένα φιλάκι μου 'δωκε και μου είπε να σ' το δώσω.
 —Ξένε μου σύρε στο καλό μαζί με το φιλί του...
 Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου να τρέχει σαν ποτάμι,
 Παρά τα μαγουλάκια μου να τα φιλήσει ξένος.
 —Δος μου, Χρυσάιδω, το φιλί, γιατ' είμαιο Κωσταντής σου.
 —Αν είσ' εσύ ο Κωσταντής, αν είσ' εσύ ο καλός μου,
 Πε μου σημάδια του σπιτιού κι απέ να σε πιστέψω.
 —Έχομε σπίτι τρίπατο και κλήμα στην αυλή μας,
 Κάνει σταφύλια ροζακιά με ρόγες σαν καρύδια.
 —Κάποτ' απ' έξω πέρασες και τά ειδες σα διαβάτης
 Πε μου σημάδια του κορμιού κι απέ να σε πιστέψω.
 —Έχεις ελιά στα στήθια σου και στη δεξιά σου πλάτη...
 —Εσ' είσαι ο Κωσταντάκης μου, εσ' είσαι κι ο καλός μου
 Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και γλυκοφιλήθηκαν,
 Και τράβηξαν στο σπίτι τους όλο χαρά και γέλια.
 
 Η Κλειδωμένη καρδιά
 
 
—Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη;
 Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που ήσουν μαθημένη.
 Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια.
 —Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω;
 Τα χέρια που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα.
 Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω.
 Να 'ρθούν, να την ανοίξουνε, να παίξω, να γελάσω.
 —Κι αν δεν σου έρθουνε, λυγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια;
 —Τα χέρια, που την κλείδωσαν, πήραν και τα κλειδιά της.
 
 Κηδεία ξενιτεμένου
 
 
Μα τ' είδαν χα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν!
 Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία,
 Χωρίς παπά και κόλλυβα και δίχως μοιρολόγια
 Δεν είδα μάνα να βογγάει, γυναίκα να θρηνάει,
 Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα,
 Παπάδες κι εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάει.
 Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλια
 Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλί στον λάκκο.
 
 Ο ξενιτεμένος
 
 
Αλί του, που 'ν' στην ξενιτιά και ξενοπαραδέρνει
 Δεν έχει μάνα κι αδερφή κι εμπιστεμένο ταίρι
 Να μαγειρεύουν του να τρώει, να πλένουν τα σκουτιά του
 Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτει να κοιμάται
 Κι αν αρρωστήσει ο δύστυχος και πέσει στο κρεβάτι
 Να κλαιν στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα.
 Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του.
 Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του.
 Του μαγειρεύουν μια και δυο, του πλένουν τρεις και πέντε
 Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του,
 Κι απέ του λένε με θυμό, του λεν με καταφρόνια.
 Φέρε να μαγειρέψομε, πλέρωσε για το πλύμα,
 Πλέρωσε για το στρώμα σου και τα σκεπάσματά σου.
 
 Η ξενιτιά
 
 
Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου,
 Του ξένου δος του ξενιτιά, κι αρρώστια μην του δίνεις,
 Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια,
 θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι.
 Θέλει κι αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνει.
 Γω τό ειδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον
 Τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί στο λάκκο,
 Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη.
 
 Η μάγισσα
 
 
Κίνησαν τα καρβάνια τα Ζαγοριανά,
 Κίνησε κι ο καλός μου, πάει στην ξενιτιά,
 Δώδεκα χρόνους κάνει χώρς απολογιά·
 Κι απάν' σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά
 Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλοριά,
 Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή:
 Κι έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή.
 —«Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλογέρεψε!
 Τι εδώ που 'μ' ο καημένος, επαντρεύτηκα,
 Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας,
 Μαγεύει τα καράβια, δεν κινούν γι' αυτού
 Με μάγεψε κι εμένα, δεν κινώ κι εγώ.
  Όντας κινώ για να 'ρθω, χιόνια και βροχές,
 Όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
 Ζώνομαι τ' άρματά μου, πέφτουν κατά γης,
 Πιάνω γραφή και γράφω, και ξεγράφεται!»
 
 Τ' όνειρο του ξενιτεμένου
 
 
—Βαριά κοιμάσαι, κόρη μου, βαριά είσαι κι υπνωμένη.
 —Βαριά κοιμούμαι, αφέντη μου, βαριά είμαι κι υπνωμένη.
 Είδα έν' όνειρο κακό, που δέλει για τ' εσένα:
 Είδα τον μαύρο σου γυμνό τη σέλα τσακισμένη
 Και τ' αλαφρό σου το σπαθί στο δρόμο πεταγμένο.
 —Μη μου σκανιάζεις κόρη μου, και μη βαριοχολιάζεις
 Ο μαύρος είναι ξενιτιά κι η σέλα είν' ο δρόμος
 Και τ' αλαφρό μου το σπαθί ο καλογυρισμός μου.
 Λαλούν τ' αρνίθια δυο φορές, λαλούνε τρεις και πέντε,
 Φωνάζουνε μες στο χωριό και μες στο χωροστάσι:
 —Ποιος είναι για την ξενιτιά να σηκωθεί να φύγει
 Η συντροφιά ξεκίνησε και δεν τον καρτεράει.
 
 Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς