ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Διηγήματα για την ξενιτιά

 

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Οι τρεις συμβουλές

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας, που 'χε ένα μοναχοπαίδι κι τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο. Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγινε του θανάτου. Τη στιγμή που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι έκλαιγε:

—Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνει πρωτύτερα από το παιδί του, κι αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν. Άκουσε τι έχω να σου ειπώ την ύστερνή μου ώρα: Δεν έχω πλούτη να σ' αφήσω, γιατί η Τύχη δε θέλησε ποτέ να με βοηθήσει, θα σ' αφήσω όμως τρεις συμβουλές: Η μια είναι: « Ή μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου». Η άλλη: «Μικρός ξενιτέψου και μεγάλος γύρνα σπίτι σου». Κι η τρίτη: «Κάλλιο μια συμβουλή καλή παρά χίλια φλοριά». Αυτές οι τρεις συμβουλές, παιδί μου, είναι καλύτερες απ' όλα τα πλούτη του κόσμου.

Πέθανε ο πατέρας και πάει, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ' απογένει: Να παντρευτεί ή να καλογερευτεί; Προτίμησε να παντρευτεί όσο μικρός κι αν ήταν, κι έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός του. Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύει, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκει, ούτε μουλάρι να κάνει τον αγωγιάτη, ούτε καμιά τέχνη για να ζει στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορότερο να ξενιτευτεί. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα του κι έφυγε, κι αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην ξενιτιά. Εκεί μπήκε σ' έναν αφεντικό με συμφωνία να δουλέψει εφτά χρόνια πιστά κι ύστερα να πάρει εκατό φλοριά και να γυρίσει στον τόπο του και στο σπίτι του. Έτσι έκανε και τη δεύτερη συμβουλή του πατρός του.

Περνώντας τα εφτά χρόνια, παρουσιάστηκε στον αφεντικό του να πάρει τον μστό του και να γυρίσει στον τόπο του. Ο αφεντικός του τού μέτρησε τα εκατό φλοριά, του τα 'βαλε σε μια σακούλα και την απόθεκε, ύστερα έγραψε κάτι σ' ένα χαρτί, το δίπλωσε, το 'βαλε δίπλα στη σακούλα και του είπε:

—Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας τη σακούλα) είναι ο μιστός σου, κι εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλοριά, θέλεις τη συμβουλή. Αν πάρεις τα φλοριά δε θα πάρεις τη συμβουλή, κι αν πάρεις τη συμβουλή δε θα πάρεις τα φλοριά. Διάλεξε ένα από τα δύο.

Αυτός, μ' όλη την επιθυμία που 'χε να πάρει τα φλοριά του και να γυρίσει το γληγορότερο στον τόπο του και στο σπίτι του, και να ιδεί τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν εφτά χρόνια ακέρια, θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή του πατρός του, και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλοριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει:

«Μη βγαίνεις ποτέ από τον ίσιο δρόμο».

Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνιωσε, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλοριά, αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώτικα, και συμφώνησε πάλι άλλα εφτά χρόνια να ξαναδούλεψει τον αφεντικό του πάλι για εκατό φλοριά, κι έτσι ξαναμπήκε πάλι στη δουλειά.

Πέρασαν και τα δεύτερα εφτά χρόνια και ξαναπαρουσιάστηκε πάλε στον αφεντικό του να πάρει τον μιστό του και να γυρίσει στον τόπο του και στο σπίτι του.

Ο αφεντικός του μέτρησε πάλι εκατό φλοριά, του τα 'βαλε στη σακούλα και την απόθεκε, ύστερα έγραψε πάλι κάτι σ' ένα χαρτί, το δίπλωσε, το 'βαλε πάλι δίπλα στη σακούλα και του ξανάειπε πάλε τα ίδια:

—Εδώ, παιδί μου, (δείχνοντας τη σακούλα) είναι πάλι ο μιστός σου, κι εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι πάλι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις πάλε από τα δύο, πάρε: θέλεις τα εκατό φλοριά, θέλεις τη συμβουλή. Αν πάρεις τα φλοριά δε θα πάρεις τη συμβουλή, κι αν πάρεις τη συμβουλή, δε θα πάρεις τα φλοριά. Διάλεξε πάλι έν' από τα δυο.

Αυτός πάλι, μ' όλη την επιθυμία που 'χε να πάρει τα φλοριά του και να γυρίσει το γληγορότερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδεί τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν δεκατέσσερα ακέρια χρόνια, θυμήθηκε πάλι την ίδια συμβουλή του πατρός του και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλοριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει:

«Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλειές τον αλλωνών!»

Διαβάζοντας τη συμβουλή μετάνιωσε πάλι, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλοριά, αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώτικα, και ξανασυμφώνησε πάλι για άλλα εφτά χρόνια να ματαξαναδουλέψει τον αφεντικό του για εκατό πάλι φλοριά κι έτσι ματαξαναμπήκε πάλι στη δουλειά...

Πέρασαν και τα τρίτα εφτά χρόνια, και ματαξαναπαρουσιάστηκε πάλι στον αφεντικό του να πάρει τον μιστό του και να γυρίσει στον τόπο του και στο σπίτι του.

Ηύρε τον αφεντικό του, που τον περίμενε, έχοντας μπροστά του μια σακούλα μ' εκατό φλοριά, κι ένα χαρτί διπλωμένο δίπλα της, κι άμα τον είδε του μεταξανάειπε πάλι τα ίδια:

—Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας του τη σακούλα) είναι ο μιστός σου, κι εδώ (δείχνοντας του το διπλωμένο χαρτί) είναι πάλι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις παλιμάτα από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλοριά, θέλεις παλιμάτα τη συμβουλή. Αν πάρεις τα φλοριά, δε θα πάρεις τη συμβουλή, κι αν πάρεις παλιμάτα τη συμβουλή δε θα πάρεις τα φλοριά. Ματαξαναδιάλεξε έν' από τα δυο...

Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία που 'χε να πάρει τα φλοριά του και να γυρίσει το γληγορότερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδεί τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια, θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα τη συμβουλή από τα εκατό φλοριά και, κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει:

« Τη δουλειά που θέλεις να κάνεις θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο».

Κι έτσι λοιπόν δούλεψε είκοσι ένα χρόνια μακριά από τον τόπο του, από το σπίτι του, κι από τη γυναίκα του, για τρεις συμβουλές. Ήταν πολύ μετανιωμένος, αλλά τι να 'κανε; Σκέφτηκε να ματαξανασυμφωνήσει γι' άλλα εφτά χρόνια και να πάρει τέλος εκατό φλοριά και να γυρίσει στο σπίτι του μια για πάντα, αλλά ακολουθώντας την συμβουλή του πατρός του, αποφάσισε να γυρίσει πριν γεράσει, κι έτσι έδωκε το χέρι να αποχαιρετήσει τον αφεντικό του. Εκείνη τη στιγμή ο αφεντικός του τού είπε:

—Στάσου μια στιγμή...

Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα έδωσε, λέγοντάς του:

—Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξεις στο δρόμο που θα πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσεις με το καλό, κόψε και φάτα με την γυναίκα σου.

Κι αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του και στο σπίτι του.

Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδειά. Έκαναν δύο τρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν. Ακούοντας αυτόν τον λόγο, σκόρπισαν όλοι από το φόβο τους και μόνον ο ξενιτεμένος μας έμεινε στο δρόμο του. Θέλησε και αυτός να παραδρομήσει, σαν τους άλλους, αλλά, τη στιγμή που έκανε να βγει από το δρόμο, του 'ρθε στο νου η πρώτη συμβουλή: «Μη βγαίνεις ποτέ από τον ίσιο δρόμο», κι είπε μέσα του:

—Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή, και να μην την ακολουθήσω θα είναι κρίμα.

Κι έτσι τράβηξε ίσια το δρόμο του.

Οι κλέφτες, βλέποντας από μακριά ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο και μόνο αυτός δεν παραδρόμησε, είπαν συναμεταξύ τους:

—Ας κυνηγήσομε αυτούς που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν, χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι ας αφήσαμε αυτόν, που πάει το δρόμο του. Φαίνεται ότι αυτός απ' ό,τι έχει κλέφτη δε φοβάται.

Κι έτσι τον άφησαν αυτόν κι έπιασαν όλους τους άλλους και τους πήραν ό,τι κι αν είχαν.

Ο ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι έφτασε το βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε ότι οι σύντροφοί του, άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλίτωσε κανένας από τους κλέφτες.

Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον θεό κι είπε μέσα του:

—Να το θάμα της πρώτης συμβουλής! Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλοριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τα 'παιρναν οι κλέφτες.

Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησε, περπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγει, λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου να πάει στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε. Ο άρχοντας τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που ήταν έτοιμο με διάφορα φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να κόφτουν ψωμί. Ο ξενιτεμένος μας, βλέποντας αυτό το κόψιμο του ψωμιού, που μπορούσαν να φαν χίλιοι άνθρωποι κι όχι δύο μοναχά, παραξενεύτηκε, και αν και του 'ρθε να ρωτήσει τον άρχοντα, για ποια αιτία κόφτουν τόσο ψωμί, ενώ δε χρειάζονταν πλειότερο από δυο κομμάτια να φαν στο τραπέζι αυτός κι εκείνος, αμέσως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή:

«Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλειές τον αλλουνού», κι είπε μέσα του:

—Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα. Κι έτσι έβλεπε το κόψιμο του ψωμιού και δεν έλεγε τίποτε. Αλλ' ο άρχοντας βλέποντας τον έτσι απερίεργο, τον ρώτησε:

—Δεν βλέπεις τίποτε παράξενο εδώ μέσα;

—Όχι!

Του απάντησε ο ξενιτεμένος.

Πάλι τον ερώτησε το ίδιο ο άρχοντας και πάλι αυτός του απάντησε το ίδιο. Τον ρώτησε και τρίτη και τετάρτη φορά και την ίδια την απάντηση λάβαινε. Τέλος, ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε:

—Είσαι ο σοφότερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο.

Ύστερα του διηγήθηκε την ιστορία του:

—Εγώ (του είπε) εκληρονόμησα από τον πατέρα μου χιλιάδες φλοριά και ζω σαν άρχοντας κι ορίζω χώρες και χωριά, αλλ' η διαθήκη γράφει να παίρνω κάθε βράδυ έναν ξένο στο σπίτι μου και να τον φιλεύω και γύρα μας να γίνεται κάποιο παράξενο, σαν καλή ώρα το κόψιμο των ψωμιών χωρίς λογαριασμό, κι όσοι λαβαίνουν την περιέργεια κι ερωτούν γι' αυτό το παράξενο, να τους σκοτώνω, κι όταν θα βρίσκονταν άνθρωπος, που να μην είχε την περιέργεια να με ρωτήσει, τότε να πάψω τα φονικά και να δώσω σ' αυτόν τον άνθρωπο χίλια φλοριά. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια που είχαν ν' ανακατεύονται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλοριά, άρματα για προφύλαξή του κι ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.

Ο ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές, που η μια τον γλίτωσε από τον θάνατο κι η άλλη του έδωκε χίλια φλοριά, έγινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή. Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε στον τόπο του και στο χωριό του. Τράβησε ίσια στο σπίτι του και εκεί πέζεψε και ξεφόρτωσε το μουλάρι του. Η γυναίκα του, επειδή δεν είχε φανεί ύστερα από τόσα χρόνια, νόμισε πως είχε πεθάνει, και του έβρασε το σιτάρι και ζούσε σα χήρα, ώστε, όταν ήρθε, δεν τον γνώρισε καθόλου. Αλλά κι αυτός δεν της έδωκε γνωριμία, και της είπε ότι ήταν απ' άλλη χώρα κι ο δρόμος τον έφερε να ξενυχτίσει στο σπίτι της.

Ήταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδιά, κι η γυναίκα άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριόνταν. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι ένα παλικάρι, μίλησε κρυφό με τη γυναίκα, βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σ' ένα κομμάτι ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράσει. Όταν έβρασε ο πετεινός και κάθισαν στο τραπέζι να φάν', ο ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακούλι του τα τρία ψωμιά, που του 'χε δώσει ο αφεντικός του και, κόβοντας τα στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλοριά, ήτοι όλους τους μιστούς των είκοσι ενός χρόνων που 'χε δουλέψει!

Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο ξένος από τη μια μεριά και η γυναίκα του από άλλη, μαζί με τον νέο. Ο ξενιτεμένος μας, βλέποντας ότι η γυναίκα του κοιμάται με άλλον άντρα, έγινε έξω φρενών, σηκώθηκε κρυφά κρυφά με μια μαχαίρα στο χέρι για να τους σκοτώσει και τους δυο εκεί που κοιμόνταν στο ίδιο προσκέφαλο, αλλά τη στιγμή που θα έμπηχνε τη μαχαίρα απάνω τους, του 'ρθε η τρίτη συμβουλή στο νου του:

« Τη δουλειά που μέλλεις να κάνεις θυμωμένος, άφησε την γι 'αύριο».

Κι είπε μέσα του:

—«Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα!»

Και λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάει να κοιμηθεί. Αλλά, πού ύπνος! Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή που άρχισαν να λαλούν τ' αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο σήμαντρος της εκκλησιάς. Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενο της:

—Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε...

—Αχ! καημένη μάνα (απολογήθηκε το παιδί) τι ευχαρίστηση μου έσβησες! Έβλεπα στον ύπνο μου πως ήρθε ο πατέρας μου από την ξενιτιά...

Ακούοντας αυτά τα λόγια ο ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας:

—Αλήθεια ήταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη ξενιτιά! Είμαι εγώ!

Κι έτσι φανερώθηκε κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς