ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Διηγήματα για την ξενιτιά

 

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Το ξενιτεμένο μνήμα

Δώδεκα ακέρια χρόνια ήταν στην ξενιτιά ο αδερφός του Γιάννη, ο Φώτος!

Εννιά χρόνια έστελνε ταχτικά γράμματα και χρήματα, αλλά τα επίλοιπα τρία χρόνια ούτε χρήματα, ούτε γράμματα έστελνε, κι ο Γιάννης δε σκέφτονταν γιατί δε λάβαινε χρήματα, αλλά το γιατί δεν λάβαινε γράμματα .Ήθελε να μάθει ότι ο αδερφός του ζούσε κι ήταν στον Απάνω Κόσμο, κι ας έλειπαν τα χρήματα. Περίμενε, περίμενε ένα μήνα, δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγιναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι απόειδε, πήρε ένα σακούλι στον ώμο του, φόρεσε την κάπα του από το ένα μανίκι και τράβηξε για την ξενιτιά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι.

Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ώσπου να φτάσει στο μέρος που ξενιτεύονταν ο αδερφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Ήταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια. Τράβηξε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθεί, χωρίς να ειπεί τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιον γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή που πάτησε το ποδάρι του εκεί.

Τα μεσάνυχτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά. Ξύπνησαν όλοι όσοι ήταν χριστιανοί, ξύπνησε κι ο Γιάννης, σαν χριστιανός που ήταν κι αυτός, και πάει μαζί με τους πολλούς σε μια από τες πολλές εκκλησιές της πολιτείας, Παρεκοίταξε όλους τους ανθρώπους, που ήταν σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ομοίαζε κανένας για τον αδερφό του, το Φώτο. Απέκει πάει σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κι εκεί τίποτε. Πάει σ' άλλη και σ' άλλη και σ' άλλη, αλλά σε καμιά δεν απάντησε την αχτιδόλαμπρη μορφή του αδερφού του!

Στην τελευταία εκκλησιά ηύρε τον Επιτάφιο έτοιμο να βγει. Ο κόσμος όλος, που τον ακολουθούσαν, είχαν από ένα κερί στο χέρι τους. Αγόρασε κι ο Γιάννης ένα κερί κι ακολούθησε τον Επιτάφιο. Ύστερα από λίγη ώρα, όλοι οι Επιτάφιοι των εκκλησιών της πολιτείας σμίχτηκαν στα πρόθυρα του νεκροταφείου. Εκεί όλοι μαζί έγιναν ένα και μπήκαν μέσα στα μνήματα.

Όλος ο περίβολος του νεκροταφείου φεγγοβολούσε. Μες από τα κουτιά των πεθαμένων ξεπετούσε η ήμερη λάμψη του καντηλιού, που είχε ανάψει χέρι συγγενικό ή φιλικό. Νόμιζε κανείς ότι όλοι εκείνοι οι κάτοικοι του Κάτω Κόσμου ξαγρυπνούσαν, περιμένοντες τον Επιτάφιο. Ο Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίσει κανένα και μη σκοντάψει σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το πλήθος των Επιταφίων που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον», περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβηστό μνήμα. Ήταν στην άκρη του νεκροταφείου και στο σαρακωμένο κουτί του, που ήταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε καθόλου καντήλι.

—Να, που βρίσκονται και στον Κάτω Κόσμο φτωχοί, (είπε με το νου του ο Γιάννης), και δεν έχουν ένα καντηλάκι με λίγο λαδάκι ν' ανάψουν κι αυτοί τούτη τη βραδιά, και να πανηγυρίσουν με τους πολλούς. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχια μόνο στον Απάνω Κόσμο είχε μερδικό!

Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήσει το κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί κι έτσι να προσφέρει μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη, που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί που κολλούσε το κερί, έπεσε το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που ήταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο κουτί, κι έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, ή κακή μονομερίδα.

—«Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένους!»

Λέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταρισμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί.

Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήσει για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.

Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε έρημο και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα του αδερφού του, σα λαβωμένο φίδι, κι όταν ο ήλιος φώτισε τον κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του νεκροθάφτη, που ήταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε τα κόκκαλα ένα ένα, κι αφού τα πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τα 'βαλε μέσα στο σακούλι του, σταυροκοπήθηκε κατά ηλιού και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και φλογισμένη για την έρημη την πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που ήταν αναστημένα με το ίδιο γάλα και το ίδιο αίμα, για να τ' αποθέσει στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του! Με τι καρδιά γύριζε ο καημένος στο χωριό του!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς