ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Διηγήματα για την ξενιτιά

 

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ο ξενιτεμένος

 

ΗΤΑΝ ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186… Καμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είναι ψηλά στην αγκαλιά της ράχης, έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά. Κάθε μια απ' αυτές ήθελαν και παραήθελαν ποια να γιομίσει πρίτερα, γιατί ήταν η ώρα περασμένη και μια κατεβασιά μοναχά ήταν στον όχτο του ποταμιού, κι από κει έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλες τους, κατεβαίνοντας μια―μια, γιατί το μέρος της κατεβασιάς ήταν στενό. Οι νύφες όμως κι οι τσιούπρες, αν κι ήταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφηναν τες μεγαλύτερες, αν κι αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο.

Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, ήταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό του ποταμού ήταν θολό. Οι Μικροχωρίτες, αν κι έχουν γύρα τους άλλα ποταμάκια και ρεματιές με ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από τον Καλαμά.

Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σαν φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ολίγο έγιναν μαύρα, φοβερά, κι έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι η νύχτα, που άρχισε ν' απλώνει τα φτερά της έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι επήγαινε περίλυπη να θαφτεί στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.

Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι η φωνή, που έβγαινε από τα νερά του, έκανε ένα είδος άγριας, περήφανης και μονότονης μουσικής, που χύνει απέραντο πέλαγο μελαγχολίας στην ψυχή.

Μια φωνή, ίσως της νιότερης, από τες γυναίκες πόπαιρναν νερό εκεί, σηκώθηκε μ' ανυπομονησιά:

― Ντέτεστε! καμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην ποταμιά!

Πρέπει όμως να ξέρει κανένας, ότι μόνο τες παραμονές των γιορτών οι γυναίκες του Μικρού Χωριού πηγαίνουν πολύ αργά για νερό εξ αιτίας που οι παραμονές των γιορτών έχουν πολλές ετοιμασίες και μεγάλες φροντίδες.

Στη φωνή αυτή, άλλη φωνή γερασμένης γυναίκας, απάντησε με αδιαφορία:

― Μη βιάζεστε, τσιούπρες!, γιατί γεράζετε γλήγορα! Δυο δρασκέλες είναι το χωριό…

Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά:

― Μ' εγώ, χαλασιά μου, πόχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού μου.

Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού Χωριού, όταν παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνει σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκεινών, πόχουν μαύρα μαλλιά.

Όσο ξακουλουθούσε το γιόμισμα των βουτσελών, γένονταν στον ανήφορο μια γραμμή από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλες με νερό. Ανηφορούσαν αργά―αργά τον δρόμο, που βγαίνει στο Μικρό Χωριό. Υστερνή ήταν η μικρομάνα εκείνη, που 'χε να διαβάσει τα σκουτιά του παιδιού της. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνει τα μαύρα του φτερά στη γη και στον συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον ανήφορο, βλέποντας όχι πλιο με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί κάθε μια από τες γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη, σαν άλυσος, είχεν ανεβεί και κατεβεί χιλιάδες βολές εκείνον τον στενόδρομο. Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τρικ…τρικ…τρικ…» κι όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρότερα και δυνατότερα «τρικ…τρικ…τρικ…» κι από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλάρης. Δεν πέρασαν πολλές στιγμές κι ο καβαλάρης βρίσκονταν πίσω από τες πλάτες της γυναικός, που ήταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε φώναξε:

― Αναμεράστε, μωρές, να περάσει ο άνθρωπος με το μουλάρι!…

Από το πολύ σκοτάδι, κι από τον βαρυσυννεφιασμένον καιρό δεν ήταν δυνατό να καταλάβει αυτή η γυναίκα, αν το ζώο, που καβαλίκευε εκείνος, πόρχονταν από πίσω της, ήταν μουλάρι ή άλογο, αλλά το γνώριζε, ότι σωστά ήταν μουλάρι, γιατί καμιά φορά ποδάρι αλογινό δεν είχε πατήσει στο Μικρό Χωριό, κι εξόν απ' αυτό, μόνο στο λαιμό των μουλαριών συνηθίζουν να κρεμούν κυπρί, μικρό κουδουνάκι από μπρούζο, που κάνει «τρικ…τρικ…τρικ…»

Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να διαβεί το μουλάρι, που 'χε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με πλατιά και μακριά καπότα. Έριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα απάνω του, για να καταλάβουν ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν όμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμιά δε μπόρεσε να καταλάβει τίποτε.

― Σαν ποιος να 'ναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος;

Είπε μια.

― Ξέρω κι εγώ;

Είπε άλλη.

― Σ' αφήνει το έρμο το σκοτάδι να ιδείς;

Είπε πάλι μι' άλλη.

― Να 'ναι τάχα καένας ξενιτεμένος;

Είπε άλλη μια πάλι.

― Να ήταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θα 'ριχνε καένα ντουφέκι, άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα μας έρχονταν;

― Καλά λες, είπε η γεροντότερη της συνοδειάς, μ' αναστεναγμό, αλλά να ξεπεζέψει τέτοια ώρα και σαββατόβραδο σε ξένο χωριό δεν πάει! Θα 'ναι δικός μας αυτός! Θα 'ναι χωρίς άλλο ξενιτεμένος από το χωριό μας!

― Τι κάθεσαι και λες, κακορίζικη κυρα―Κώσταινα, είπε μια γυναίκα, σαν από μέσα της, αλλά φωναχτά. Τι καψαπαντοχή έχ'ς και νειρεύεσαι ξενιτεμένους; Δεν πήρες ακόμα τον απόθωρό σ' ;

― Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι ακούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνει. Αλήθεια σαράντα χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η θύρα μ', κι αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται να 'ρθει, αλλά δεν απελπίζομαι.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, και σηκώθηκε να τραβήσει τον δρόμο.

Αν κι είχαν ακουστά όλες οι γυναίκες της συνοδειάς ― γιατί ήταν αγέννητες τότε, ―ότι ο Κώστας της Κώσταινας έλειπε σαράντα χρόνια στην ξενιτιά, πάλι αναστέναξαν, σαν άκουσαν τη φριχτή αλήθεια, ― λέγω φριχτή, γιατί οι πλειότερές τους είχαν άντρες και αδέρφια στην ξενιτιά, ποια ένα χρόνο, ποια δυο και ποια τρία. Σταυροκοπήθηκαν όλες από την τρομάρα τους, εξόν της Κώσταινας, που ήταν η αιτία της συλλογής τους, κι είπαν η κάθε μια χωριστά:

― Γλύσε μας, Θε μ'!

― Τι ζουρλή που ήσουν, καημένη κυρά, και δεν τον μούντζωνες, (είπε μια), και να πάρ' ς κανέναν άλλο, ν' αποχτήεις παιδιά…

― Αχ! καημένη! (απολογήθηκε με βαθύν αναστεναγμό η κακομοίρα η Κώσταινα). Πε, καημένη, να σε φυλάξ' ο Θεός! Είναι εύκολο θαρρείς να ξεχάσει μια γυναίκα το πρώτο της το στεφάνι; Αν μάθαινα πως απέθανε, χωρίς άλλο θα 'παιρνα τον απόθωρό μου και θα ξαναπαντρεύομουν, αλλά ποιος μου είπε πως απέθανε; Ύστερα, πώς να ξεχάσω έναν άντρα, που δεν τον γνώρισα σαν άντρα, παρά μόνο σαν αδερφό; Ξέρετε τι θα ειπεί αυτό; Μια βδομάδα μοναχά ζήσαμαν αντάμα, σαν αδέρφια αγκαρδιακά, κι ύστερα… πάει, πάει, κι ακόμα πάει!…

― Κι είσαι άγγιχτη ακόμα;

Είπε μια, η πλιο περίεργη.

― Ντίπου άγγιχτη! απολογήθηκε η Κώσταινα. Μα τον Θεό, και μα την πίκρα της ξενιτιάς! Όταν παντρευτήκαμαν, εγώ ήμουν δέκα πέντε χρονών, κι εκείνος ― να 'σκαζα ― ήταν δώδεκα μοναχά. Δεν τα 'χε κι αυτά σωστά ακόμα, και δεν ήξευρε τίποτε από τα εγκόσμια. Τον είχαν παντρέψει οι γοναίοι του τόσο μικρόν, γιατί ήταν αποφασισμένοι να τον ξενιτέψουν, κι εφοβόνταν μη δε γυρίσει γλήγορα. Εξόν απ' αυτό, δεν είχαν κι άλλο παιδί, ούτε σερκό, ούτε θηλκό, κι είχαν οι καημένοι ανάγκη από πηρέτια. Θιος σχωρέσ' την ψυχή τους, κι άγιο το χώμα τους!

Με τα λόγια αυτά έπαψε η κακομοίρα η Κώσταινα το πικρό της το ξεμολόγημα. Δυο φλογερά δάκρυα αυλάκωσαν τα καταπάρθενα μάγουλά της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά ήταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν να χωρίζονται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της.

Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμα είναι. Τα πλειότερα σπίτια είναι ισόγεια, κι είναι το ένα κοντά στ' άλλο, και δεν χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο.

Τη βραδιά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από τα σπίτια, δεν ήταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το φώτισμά τους αντάμα.

Ο ουρανός λίγο―λίγο θολώνονταν πλιότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε ψηλά του κι ο Βοριάς άρχισε να φυσάει πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, αφού δείπνησε και σιλάρωσε τα ζωοπράματά του, έκλεισε τες θύρες του και τα παράθυρά του κι ετοιμάστηκε να κλείσει τα μάτια του και να ριχτεί στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέσει το πρωινό ο παπάς το σήμαντρο της εκκλησιάς. Όξω ο λυσσιασμένος Βοριάς κόπασε κι άρχισε να χιονίζει. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό και πολύ, ώστε όλο εκείνο το σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας άλλαξε όψη.

Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει, όταν βαρέσει ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλιά, κι απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικά―μελαγχολικά «τρικ… τρικ… τρικ… τρίγκκκ.»

― Γιατί γαυγίζουν τα σκυλιά «γκάβου, γκάβου, γκάβου»; Ποιος είν' ο ξένος που φέρνει γύρα το χωριό τη νύχτα «γκρουπ… γκρουπ… γκρουπ» καβάλα στο μουλάρι, πο 'χει το κυπρί που λαλάει γλυκά―γλυκά «τρικ… τρικ… τρίγκκκ»;

Το φάνισμα του ξένου το 'μαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θα 'χε κανένα γνώριμο στο χωριό, κι ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλιών «γκάβου… γκάβου… γκάβου…» και το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ… γκρουπ… γκρουπ» και το λάλημα του κυπριού «τρικ… τρικ… τρίγκκκ..» έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβει, ότι ο ξένος δεν πήγε σε κανένα σπίτι, κι ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό.

Οι θύρες τότες άνοιγαν μια―μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς, και ψωμί να χορτάεις…»

Αλλ' ο ξένος εχανόνταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώσει απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τρικ… τρικ… τρίγκκκκ».

Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα―ένα τον προσκάλεσαν:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώσει απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλιά, γαυγίζοντας «γκάβου…γκάβου…» και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας «τρικ…τρικ…τρίγκκκ…»

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλί δε γαύγισε «γκάβου…γκάβου…γκάβου…» και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Αυτό το σπίτι ήταν της Κώσταινας, που 'χε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Η Κώσταινα, επειδής ήταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ…γκρουπ…γκρουπ…» και το γλυκό λάλημα του κυπριού «τρικ…τρικ…τρικ…»

Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα σπίτια ένα―ένα, σα να 'θελε να βρει καμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε τον κόπο του του κάκου. Δεν μπορούσε να βρει τίποτε. Όλα του ήταν ξένα. Όλα τού ήταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι ήταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν ήταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη. Τα σπίτια ήταν αλλιώτικα, οι οβοροί αλλιώτικοι, οι δρόμοι αλλιώτικοι, η εκκλησιά αλλιώτικη, τα όλα αλλιώτικα, και γι' αυτό, όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλιά αλυχτώντας «γκάβου…γκάβου…γκάβου» κι άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Έφευγε κι ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθεί στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφήνοντας ξωπίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του «τρικ…τρικ…τρίγκκκ…»

Το Μικρό Χωριό, εξόν της Κώσταινας, όλο έγινε άνω―κάτω, γιατί δε μπορούσε να καταλάβει, αν ο άνθρωπος, που ήταν καβάλα στο μουλάρι, κι έφερνε γύρα το χωριό, ήταν άνθρωπος ή ίσκιωμα… Άνθρωπος δεν ήταν δυνατό να ήταν, γιατί, ως άνθρωπος, θα είχεν ανάγκη για ζέστα, για θροφή και για ύπνο. Κι επειδής φαίνονταν ότι δεν είχε ανάγκη απ' όλα αυτά, ήταν χωρίς άλλο ίσκιωμα!…

Μες από τα σπίτια του Μικρού Χωριού βασίλευε αμολόγητος φόβος, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυτα. Ακούονταν οι αλυχτησιές των σκυλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τρικ…τρικ…τρίγκκκ…». Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλιο καμιά θύρα και καμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλιο τον ξένον σαν πριν:

―«Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάσει όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήσει το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάει το ίσκιωμα μαζί με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικιό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν…

―Τι να 'χει τρέξει τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγει ο παπάς από το χιόνι κι από το γειτονικό χωριό να 'ρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάει; ― Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! ― Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχει ποτέ δικό του παπά!

― Κικιρίκουουουουου!

Λαλούν τ' αρνίθια. Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω―κόσμο!

Κοντεύει να χαράξει! Κοντεύει να βαρέσει ο σήμαντρος!

Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος.

― Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι αν είναι θα βγει ο παπάς και θα βαρέσει το σήμαντρο! Λάκισε το ίσκιωμα!

― Κικιρίκουουουουου!…

Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.

― «Τσιγκ―τσαγκ, τσιγκ―τσαγκ, τσιγκ―τσαγκ!…»

Χτυπάει ο σήμαντρος!

Γλυκοχαράζει βαθιά η ανατολή μέρα με ξαστεριά.

Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να κατεβαίνει στον ποταμό.

Η εκκλησιά στη στιγμή γέμισε απ' ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και παιδιά κι ο παπάς έλεγε τα γράμματα της λειτουργιάς.

Η μοναχή κουβέντα, πο 'καναν μέσα στην εκκλησιά, ήταν το φάνισμα του ισκιωματιού τη νύχτα μέσα στο χωριό, και τόσο πολύ η κουβέντα αυτή έπαιρνε κι έδινε, ώστε κι οι άντρες κουβέντιαζαν, πράμα που μόνον οι γυναίκες το 'καναν ως τα τότε, κι έκαναν πάντα τον παπά να τους φωνάζει μες από το γιερό:

― «Σωπάστε, γυναίκες»!,…

Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως ήταν, για το μουλάρι του, που ήταν καβάλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό:

― «Σωπάστε, καταραμένες»!

Όλον τον νου τους τον είχαν στο ίσκιωμα και πλιότερο εκείνες, που πήγαν το βράδυ στον ποταμό για νερό. Η μια έλεγε πως είδε, ότι το ίσκιωμα είχε γένια μακριά, ως τα γόνατα, η άλλη, ότι είχε κάτι νύχια, Παναγιά μου! μακριά και σουβλερά μια πιθαμή μακρύτερα από τα δάκτυλά του, άλλην ότι το μουλάρι δεν είχε ουρά, κι εκείνο το πράμα, που φαίνονταν σαν ουρά ήταν η ουρά του ισκιωματιού. Άλλες πάλε έλεγαν άλλα, σε τρόπο, που μπορούσε κανένας να πιστέψει ― αν πίστευε τα γυναικίσια λόγια ― ότι το ίσκιωμα εκείνο ήταν χίλιων λογιών, και ότι ήταν ο ίδιος ο Ζερζεβούλης.

Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε μέσα 'πο τα φυλλοκάρδια της να κάνει το θάμα της, και να φέρει τον Κώστα της, που έλειπε μια ζωή, τον φαντάζονταν ίσως παιδί ακόμα, σαν που τον είχε ιδεί την κοντινή τη φορά, όταν τον ξεκίνησε για τα έρημα τα ξένα, φορώντας ακόμα τα χρυσά τα τέλια στο κεφάλι της. Της έρχονταν στο νου της η ανυπαντροπαντρεμένη ζωή σαράντα χρονών, που πέρασε, αφόντας βγήκε από το πατρικό της, σα νύφη και σαν παρθένα. Κι όσο ζούσαν τα πεθερικά της αντιστέκονταν ο πόνος, που 'χε για τον πολυαγαπημένο της τον Κώστα, στο πρόσωπο εκεινών, αλλά ύστερα από το θάνατό τους έμεινε σαν τον κούκο μοναχή, ανάμεσα στους τέσσερους τοίχους, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά. Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζί με άλλα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρος κάηκε και το Μικρό Χωριό και μαζί με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' όμορφο το σπίτι της, έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαματιά από το δέντρο, κι είδε κι έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέσει να βγάλει τα έξοδα, για να βάλει μαστόρους να χτίσει, όχι σαν το σπίτι, που 'χε πρώτα με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξι γιδάκια και τρία τέσσερα προβατάκια για να ντυέται και ν' αρμέγει.

Επειδή ήταν όμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλές φορές τη γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' εκείνη δεν θέλησε ν' ακούσει για δεύτερη παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλει ο Κώστας στους γονείς του, άμα έφτασε στα ξένα. Το γράμμα αυτό το φύλαγε μέσα στο νυφικό της το φέσι με τα τέλια τα χρυσά, και κάθε φορά που ήκουεν ότι η τάδε έλαβε γράμμα από τον άντρα της, έβγαζε κι αυτή από τη χιλιοπλουμισμένη κασέλα της το γράμμα αυτό και πήγαινε στον παπά να της το διαβάσει. Κατόπι το δίπλωνε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της φεσιού με τα χρυσά τα τέλια, που 'χε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασέλα.

Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμήθη μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφιάτικου φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της. Αυτά τα δύο πράματα: το γράμμα και το φέσι ήταν τα μόνα με την κασέλα, που σκέφτηκε η Κώσταινα να γλυτώσει στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια μαζί με το βιο όλου του χωριού έγιναν φλόγες.

Εκεί μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς θυμόταν η καημένη η Κώσταινα τα λόγια, που 'χε μέσα του Κώστα της το γράμμα, που έγραφε στους γενναίους του να προσέχουν τη νύφη τους και να μην τη μαλώνουν. Αυτά τα λόγια που ήκουε ταχτικά, όσες φορές έδινε το γράμμα της να το διαβάσει ο παπάς, ξανάνιωναν την υπομονή της στα στήθια της, και παίρνοντας καινούργιο θάρρος έλεγε μέσα της:

― Ο Κώστας μου μ' αγαπάει… δε γίνεται να με λησμονήσει! Θα 'ρθει μια μέρα!

Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κοίταζε την Παναγιά στα μάτια, κι έχοντας τα μάτια γεμάτα δάκρυ και κάνοντας το σταυρό της έλεγε:

― Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'!

Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψεις της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι η λειτουργιά ήταν στο «εξαιρέτως» ανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαριά πατήματα άνθρωπος ψηλός και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι από τη θύρα πο 'μενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγει, κι ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τρικ…τρικ…τρίγκκκκ».

Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι ενώ οι Μικροχωρίτες έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη―Ηλία, κι ύστερα τραβήχτηκε σ' ένα στασίδι. Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμα, που να μοιάζει με το ίσκιωμα της νύχτας. ― Αλλά πάλε μπορεί να μπει ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν αυτός δεν είναι ίσκιωμα!

― Αλλά ποιος να 'ναι;

Τέτοιες απάνω―κάτω ήταν οι σκέψεις του κάθε Μικροχωρίτη, άμα είδαν εκείνον τον ξένο, και δεν έβλεπαν την ώρα πότε να σκολάσει ο παπάς τη λειτουργιά και να τον ρωτήσουν ποιος είναι, πούθε έρχεται και πού πάει. Τέλος σ' ένα κομμάτι ώρας σκόλασε η λειτουργιά, κι ο προύχοντας του Μικρού Χωρίου, κατά το συνήθειο, προσκάλεσε τον ξένο στο σπίτι του με την ιδέα να μάθει εκεί ποιος είναι και δεν είναι. Ο ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του, από ένα δέντρο, που το είχε δεμένο, κι ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς να θέλει. Όλοι οι Μικροχωρίτες έριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να ήταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάει τη νύχτα έξω με τα σκυλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνει την ημέρα στην εκκλησιά και ν' ανταμώνεται με τους ανθρώπους.

Πριν να φτάσει ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη στιγμή, στέκονταν στην πορεία της, κι επειδή αιστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, είπε στον προύχοντα ντροπαλά―ντροπαλά, πριν εκείνος της δώσει την «καλημέρα».

― Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσεις, να σας κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθείτε το να «καλοδεχτώ».

Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτεί το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε συντρέξει πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι έστριψε να μπει στον αυλόγυρό της. Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώσει κατά γης την καλή της την προκόβα και να ρίξει το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να δικαιολογήσει την επίσκεψη αυτή:

― Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή. Είναι ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα ξένα.

Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τρικ―τρικ―τρίγκκκκ…» στάθηκε, σα να ήθελε να βρει με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθεί κατιτί. Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, που 'χε κάνει η μελαγχολία σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι έσβησε στη στιγμή, και το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα. Δεν είχαν ξεπεράσει ακόμα τη μέση της αυλής ο προύχοντας με τον ξένον, όταν το μουλάρι του ξένου χλιμήτρησε, και το σκυλί της Κώσταινας πετάχτηκε από το κουμάσι του και χωρίς ν' αλυχτήσει περικύκλωσε τον ξένο και ρίχνονταν γύρα του περίχαρο. Ο προύχοντας πήρε αυτά τα δυο σημάδια, δηλαδή το χλιμήτρημα του μουλαριού και τα πηδήματα του σκυλιού για καλόν οιώνα, και φώναξε δυνατά:

― Τα σχαρήκια, Κώσταινα…

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα ήταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζει «τα σχαρήκια…» κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που το 'χει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι. Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του:

― Τρέξ' όξω, σκύλα Κώσταινα, με τη βουτσέλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!…

Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλα γεμάτη νερό κι άρχισε να την χύνει στο κεφάλι του ξένου. Στη στιγμή έτρεξαν κι οι γειτόνοι, σήκωσαν τον ξένο στα χέρια και τον έβαλαν ψηλά στην προκόβα, που 'χε στρωμένη η Κώσταινα, και τον σκέπασαν με την καινούργια την τσέργα, ενώ ο προύχοντας, νομίζοντας ότι προσβάλλονταν η φιλοτιμία του, επέμενε να σηκώσουν τον άρρωστο και να τον πάνε στο σπίτι του, γιατί ήταν προσκαλεσμένος του, και να μη τον αφήσει να κοιταστεί σε άλλο σπίτι, και μάλιστα στης φτωχότερης και της ορφανότερης του χωριού, αλλ' η Κώσταινα δεν έστρεγε, και του είπε με μύτη:

― Εδώ πο 'πεσε, αφέντη, ο άνθρωπος, εδώ και θα μείνει, κι αν είμαι φτωχή, ο άντρας μ' να ζήσ'…ποιος ξέρ';…

Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα, έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και πώς έγινε, αλλά ο ξένος κείτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήσει. Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι κάποια σχέση ήταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι εκεινού του ξένου. Πέρασε στη στιγμή το πετραχήλι στο λαιμό κι άρχισε τους ξορκισμούς, που τους ήξερε απ' έξω.

Ο παπάς αυτός ήταν ξακουσμένος για το μνημονικό του, γιατί γνώριζε απ' έξω όλα τα βιβλία της εκκλησιάς: Βαγγέλιο, Απόστολο, Ψαλτήρι, Χτωήχι, Ρολόγι, Τριώδι, Πεντηκοστάρι και όλα τα γράμματα των γιορτών, πόχουν τα Μηναία. Κοντολογία: αυτός ο παπάς ήταν το θάμα όλων των χωριών, που ήταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Ο παπάς δεν είχε ειπεί δυο―τρεις εξορκισμούς, όταν ο λιγοθυμισμένος ξένος άνοιξε τα μάτια του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε σ' όλους τους ανθρώπους, που βρίσκονταν γύρα του:

― Καλώς σας ηύρα χωριανοί! Είμαι ο Κώστας! Είμαι ο νοικοκύρης της νοικοκυράς…

Ήθελε να ειπεί ότ' ήταν ο άντρας της Κώσταινας, αλλά το συνήθειο της πατρίδας εμποδίζει να λέγονται στ' όνομα μπροστά στους άλλους, τ' αντρόγυνα. Εξ αιτίας απ' αυτό αναγκάστηκε να το ειπεί με άλλα λόγια.

Άμα ήκουσε τα λόγια αυτά η Κώσταινα, τα 'χασε ολότελα. Δεν ήξερε τι έλεγε. Δε μπορούσε να σταθεί στα ποδάρια της, ούτε να πάει εκεί που ήθελε. Αλλού ήθελε να πάει, κι αλλού πήγαινε. Ήθελε να δείξει τη χαρά της με λόγια, αλλά δε μπορούσε να πει τα λόγια, που ήθελε. Στο τέλος της δέθηκε κι η γλώσσα, χέρια, ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστεί από τη χαρά.

Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, έπαψε το διάβασμα, κι όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τρικ―τρικ―τρικ―τρίγκκκκ…»

Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο Κώστας βγήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, το 'δεσε και το σιλάρωσε, κατόπι γύρισε μέσα κι αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά κάθισε σιμά στην παροστιά κι άρχισε να μολογάει της ξενιτιάς του τα πάθια:

― «Ήμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την ξενιτιά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες. Εκεί μπήκα σ' έναν αφεντικό. Σε λίγον καιρό ο αφεντικός μου κατηγορήθηκε ότι ήταν ενάντιος του βασιλιά κι έγινε εξορία μαζί με την φαμίλια του. Όλοι οι δούλοι του τον παράτησαν, και μοναχά εγώ πήγα κοντά του, γιατί ήταν καλός και με αγαπούσε. Μας πήγανε σ' έναν πολύ άγριον τόπο, κι εκεί μας πούλησαν στους κουρσάρους της Μπαρμπαριάς, και μας πήγαν δεμένους στην πατρίδα τους. Εκείνοι μας μέρασαν, κι ο καθένας μας πουλήθηκε στο παζάρι σκλάβος αλευτέρωτος σ' άλλους ανθρώπους. Ανθρώπους λέγω; Θηρία!!! Εγώ πουλήθηκα πέντε φλωριά. Δεν μπορώ να σας μολογήσω της σκλαβιάς τα πάθια και τα βάσανα, φτάνει μόνο να σας ειπώ, πως προτιμούσα χίλιες φορές το θάνατο από κείνη τη ζωή. Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώσει από τα κακά χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον καιρό κι έφυγα. Αφόντας σκλαβωθήκαμαν τι δρόμο πήρε ο αφεντικός μου και η φαμίλια του δεν ξέρω.

«Αφού γλύτωσα, τράβηξα δρόμο κατά τη θάλασσα. Ύστερα από πολλές μέρες έφτασα σ' ένα λιμάνι, μπήκα μέσα σ' ένα καράβι φράγκικο και μ' έβγαλε στην Αλεξάντρα. Απέκει τράβησα πάρα μέσα. Έκατσα τέσσαρα―πέντε χρόνια και, δόξα τον Θεό, απόλαψα πολλά ολίγα χρήματα, και κίνησα να 'ρθω στην Πατρίδα. Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι αν η…. δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, ήμουν υπερβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί ήταν γερόντοι ανθρώποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλιότερο.

«Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος. Ποιος θα βγει να με δεχτεί; (Είπα μέσα μου). Να σας πω την αλήθεια; Όταν μπήκα στο σύνορο του χωριού μετάνιωσα π' άφηκα την ξενιτιά για να 'ρθω σ' άλλη ξενιτιά.

Όταν μπήκα στο χωριό, μου φάνηκε πως δεν ήταν το χωριό μου, που το είχα πάντα στο νου μου σαράντα χρόνια, μαζί με τους σπιτιακούς μου και την πίστη μου. Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτιάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου. Τα σπίτια μου φάνηκαν αλλιώτικα, οι δρόμοι αλλιώτικοι, το μεσοχώρι αλλιώτικο…. Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει χτες. Υπόθεσα ότι έγινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι ότι είστε όλοι φερτικοί από μακρινόν τόπο.

― Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί.

― Τι λέτε; Αλήθεια;… Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα…

…«Δε μου έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι αποφάσισα να περάσω όλη την νύχτα στο δρόμο, κι άμα φέξει να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου το χώμα που πέρασα τα παιδικάτα μου κι ύστερα να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρει κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλιότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην ξενιτιά.

«Είχα ξεμακρύνει κι έφυγα με καρδιά βαριά, πλιο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρεί, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά. Τότες είπα μέσα μου:

«Ας γυρίσω πίσω ν' ανάψω στην Παναγιά τη λαμπάδα που της έφερα, χωρίς να ειπώ κανενός ποιος είμαι και ποιος δεν είμαι, κι ύστερα ανοιχτός μού είναι ο δρόμος της ξενιτιάς… Γύρισα, μπήκα στην εκκλησιά κι άναψα τη λαμπάδα. Τ' άλλα τα ξέρετε! Και πάλε καλώς σας ηύρα, χωριανοί μ'. Είμ' ο Κώστας!!!»

Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξει τη λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα:

― Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκια!» άμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!…

Κι η Κώσταινα περίχαρη άνοιξε τη μοσκοβολημένη της την κασέλα κι έβγαλε από μέσα καρύδια, σταφύλια, σύκα, συκομαΐδες και μήλα κι έδωκε στον προύχοντα και σ' όλους, όσοι ήταν μέσα, ύστερα τους έδωκε το παγούρι με το ρακί, κι αφού έπιαν καθένας από κάνα δύο φορές κι ευκήθηκαν στον Κώστα το «Καλώς ήρθες από τα ξένα γερός και καλά» και στην Κώσταινα το «καλώς τον αποδέχτηκες» έφυγαν, κι έμειναν μοναχοί μέσα στο σπίτι εκείνο, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά καλή μέρα, η Κώσταινα με τον Κώστα της, που 'χε σαράντα χρόνια στην ξενιτιά, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς