ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Διηγήματα για την ξενιτιά

 

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Τα Χριστούγεννα της γριάς

Κόντευε το βασίλεμα ηλιού της παραμονής των Χριστουγέννων.

Έβρεχε δυνατά κι ο καιρός φαίνονταν άγριος. Πυκνή συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό, τόσο που το ηλιοβασίλεμα δεν έδειχνε κανένα χρωματισμό.

Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού, κάθονταν στην κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι έδινε ορμήνιες στην υπηρέτρα της πώς να ζεματίσει τες τηγανίτες μην τύχει και το νερό πάει πλειότερο ή το μέλι λιγότερο ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σαν ζαρκάδι από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριάς, και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο απ' ό,τι θα τη χάιδευε η αγουροθανατισμένη μάνα της, αν ζούσε, κι ο πατέρα της, αν δεν έλειπε στην ξενιτιά, και πότε τσιμπούσε κανένα καρυδότριμμα, ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλλί τηγανίτα. Η γριά όμως σκριμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζί με τους πολλούς και τη μονάκριβη της νύφη —τη μάνα της Μαριανθούλας— φαρμακωμένη από την ξενιτιά τον μοναχογιού της που τον πρόσμενε μέρα με τη μέρα, έλεγε, στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή:

—Μη, Μαριανθούλα μου, κάνεις ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την ξενιτιά!

—Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου;

Της απλογιόνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι απ' εκεί.

—Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα! Της ξανάλεγε η γριά.

Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις τέσσερες γυναίκες από τες πλειο φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι άλλη αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς ήταν γεμάτο. Η γριά σηκώθηκε τότε από τη γωνιά της και τρεκλά  τρεκλά πάει στο ανηλιακό μαζί με τες γυναίκες που ήρθαν κι έδωκε της καθεμιανής απ' ό,τι ήθελαν, κι αυτές, φεύγοντας για έξω, της έλεγαν τη στερεότυπη ευχή:

Σπολλάτη, Κυραμάνα! Και του χρόνου τέτοια μέρα! Να είσαι πάντα καλά και να καλοδεχτείς!...

Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της:

—Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι ο γιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο να 'ρθει.

Κάθισε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζει μονάχη της:

—Μωρέ δε με μέλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνει αυτό το άτυχο στους πέντε δρόμ'ς! Ποιος θα μου το συμμάσ' τότε, λέλεμ'; Ποια θα μου το πλύν'; Ποιος θα μου το λούσει; Μάνα δεν έχ' τ' άμοιρο εδώ και τόσα χρόνια, να της λείψ' κι η βάβω; Αλλοίμονο στην τσιουπούλα μ'! Θα μου τη φάγει η αναλλαγιά! Δεν την αγαπώ πλειο τη ζωή, γιατί σύμμασε η ώρα και κατά πώς το λέει κι ο λόγος: «Τα μακρινά μου κόντυναν, τα δυο μου γίνκαν τρία» και καμιά προκοπή δεν έχω, και καμιά ευχαρίστηση δε βλέπω πλειο, αλλά μόλα τούτα ήθελα να ζήσω έξιεφτά χρόνια ακόμα —αν δεν εύρισε ως τότε δρόμο ο πατέρας τ'ς να 'ρθεί— για να πάντρευα αυτή τη μαυρότσιουπρα, κι ύστερα θ' άνοιγα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και θα 'λεγα:

«Στείλε Θε μ' τον άγγελο σ' να πάρ'ς το πνέμα μ'!».

Η Μαριανθούλα αφηγκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς, έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελά της τα παιγνίδια κι άρχισε να κλαίει, γυρίζοντας το πρόσωπό της κατά τον τοίχο.

—Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς η υπηρέτρα. Χμ!

—Κλαίει η Μαριανθούλα με τα λόγια που της είπες...

—Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι ύστερα ας παρουσιαστεί ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρει δρόμο κι ο πατέρας σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη! Α! Αν πεθάνω, ωρές τσούπρες, χωρίς να ιδώ το παιδί μ', ή χωρίς να παντρέψω εσένα, μοναχούλα μ' και ακριβούλα μ', και να σ' αρματώσω νυφούλα με τα χεράκια μ', να το ξέρετε: Δε θα με φάει το χώμα, και θα με βρείτε άλιωτη, όταν έρθετε να με ξεχωνιάσετε!

—Τ' είν' αυτά τα κακορίζικα τα λόγια, που το πας συγκρατούμενο, καημένη κυρά, είπε πάλε η υπηρέτρα. Σήμερα χρονιάρα μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, δε θα τα λησμονή'εις αυτά, καμιά φορά;

—Είναι καλά τα νιάτα, ωρές τσιούπρες! Είναι καλά τα έρημα! Τα έρημα τα γεράματα είναι κόλαση. Όταν ήμουν νια, τράβηξα ξενιτιές και ξενιτιές! Πότε πέντε χρόνια, πότε δέκα, και πότε δεκαπέντε με τον μακαρίτ' τον γέροντα μου, χωρίς να μου λείψει ποτέ το δάκρυ από το μάτι, αλλά δεν απελπιζόμουν. Νιάτα τα λεν αυτά! Είχα κορμί γερό, και πολέμαγα τον πόνο. Η ξενιτιά του παιδιού είναι βαρύτερη· γιατί κι ο πόνος είναι βαθύτερος και πλατύτερος, και το κορμί αδυνατότερο... από τα γεράματα.

Και κουνώντας το κεφάλι εξακολούθησε: —Ωχ! λελέ μ'! Αλλωνών μανάδων τα παιδιά πάνε κι έρχονται, και μόνο το δικό μου, που το λεν όλοι προκομμένο στα γράμματα και στους λογαριασμούς, δε βρίσκει δρόμο να φανεί!... Δεν ήταν να μην είχε όλες αυτές τες χάρες, και να πάει και να 'ρχεται κάθε τρία χρόνια; Σ' αυτό εγώ φταίω! Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λιβάδια με τους πιστικούς, αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα:

—«Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψιχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωπος!» Στο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρμρ» μ' άκουσε, άφησε την κλίτσα και την κάπα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα, μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Να είχα κι άλλα παιδιά, δε θα χόλιαζα τόσο, θα παρηγοριόμουν, αλλά το 'χω έν' μοναχό! Να ήταν μαύρη ώρα, που τ' ανάγκαζα να μπει στα γράμματα!...

Λέγοντας αυτά τα πικραμένα τα λόγια, η πονεμένη μάνα έβγαλε το μαντήλι της από μέσα από το ζωνάρι της και σφούγγισε τα καταδακρυσμένα τα μάτια της, που είχαν μι' αδιάκοπη κοκκινάδα μέσα, από τ' ανέλλιπα μητρικά δάκρυα. Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από τον τοίχο που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, κι αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε:

—Μη, βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς...

Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε:

—Καλά, ψυχή μ'! Καλά, χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα πεθάνω. Θα βαστάξω την ψυχή μου στα δόντια, όσο να 'ρθει ο πατέρας σου, ή αν δεν έρθει, όσο να σε παντρέψω. Δε σ' αφήνω έρημη! Θα σε βάλω σε ίσκιο αντρός, κι ύστερα...

—Εγώ θέλω να μη πεθάν'ς...

—Αχ! το ξέρω, ψυχή μ', πως το θέλ'ς και το παραθελ'ς, αλλά... είναι ψηλά μας ένας μεγάλος νοικοκύρης, που μας ορίζει όλους και στέλνει τον άγγελο τ' και μας μαζεύει... Έπειτα, τσιούπρα μ'... εγώ ζω άδικα πλειο. Είμαι πεθαμένη κι άθαφτη. Μόνο οι δυο πόθοι με συγκρατούν και με βαστούν σε τούτον τον κόσμο. Ο καιρός μ' ήρθε από πολλής. Ούρμασε τ' απίδι και θα πέσει κάτω από την απιδιά. Τι; Θέλ'ς να ζήσω ογδοήντα, ενενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' το χρωστάει! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!...

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κότα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήσει. Βλέποντας αυτό το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της:

—Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ', τι έκαμε η κότα; Σήκωσε τα φτερά της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε, σαν να ήθελε να λαλήσ'!...

—Ε! κι ύστερα;... είπε η γριά, σα με θυμό.

—Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι όταν κάνουν έτσ' οι κότες, έρχεται ο πατέρας μ';

—Το έλεγα, τσιούπρα μ', αλλά το είδα τόσες φορές αυτό το σημάδι, που δεν μου κάν' η καρδιά να το πιστέψω πλειο. Κατά το κοντινό το γράμμα τ' ο πατέρας σ' λέει ότι θα είναι εδώ πριν από τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα ήρθαν κι αυτός που 'ναι τος; Πάει, τελείωσε σε κι αυτή η μέρα. Πάει, ψυχή μ', κι αυτή η διορία του πατρός σ' μαζί με τες πολλές! Τώρα θα μας ρίξει με κανένα άλλο του γράμμα στη μεγάλη Πασκαλιά! Έτσ' πάμε τώρα τόσα χρόνια. Από πασχαλιά σε πασχαλιά κι απ' Αϊ Γεώργη σ' Αϊ Δημήτρη!...

—Πού το ξέρ'ς καημένη κυρά; της είπε η υπηρέτρα. Μπορεί να 'ρθει κι απόψε. Η μέρα δε σώθηκε ακόμα!

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκ' ο σήμαντρος της εκκλησιάς, που σήμαινε τον εσπερινό «τσιγκ... τσιαγκ... τσιγκ... τσιαγκ».

Σηκώθηκε η γριά ορθή κι είπε στη Μαριανθούλα περίλυπα:

—Να το σήκωμα των φτερών της κότας! Πάει κι αυτή η ελπίδα! Το σημάδι έδειχνε τον ερχομό του παπά, που 'ρθε από το χωρό τ' να μας λειτουργήσ' αύριο.

Ύστερα σηκώθηκε και πάει μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, σκύβοντας σε κάθε σταυροκόπημα το γέρικο κορμί της, σα χοντρόκορμη βαλανιδιά που την κλονίζει η δύναμη του βοριά, κι αφού τελείωσαν τα σταυροκοπήματα έβαλε ένα σκαμνί μπροστά στο εικονοστάσι, ανέβηκε ψηλά με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβηστή καντήλα, την κατέβασε ανάγαλια ανάγαλια, την έχυσε στο βάθος της στιας, την έπλυνε με στάχτη, την γέμισε πάλε με καθαρό νερό και την έδωκε της Μαριανθούλας να την κρατάει, έβγαλε από ένα ξύλινο κουτί καινούριον αφαλό, πέρασε το φιτίλι στον αφαλό, έριξε στην καντήλα καθαροκάθαρο λάδι, άναψε το φιτίλι, απόθηκε τον αφαλό αναμμένο μέσα στο πλεούμενο λάδι και, κρατώντας την αστραφτερή καντήλα με τρεμάμενο χέρι, ξαναπάει στο σκαμνί, ανέβηκε πάλε ψηλά και την κρέμασε μ' ευλάβεια μπροστά στο εικόνισμα ξανακατέβηκε με προσοχή, ανασκήρισε το σκαμνί, ξανασταυροκοπήθηκε κι άρχισε να πέφτει στα γόνατα και να κάμει μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της μάνας του Θεού, που κρατούσε στην τρυφερή της αγκαλιά το Παιδάκι της, χαρούμενη που του 'χε μπροστά της. Τι πέλαγο θλίψης χτυπούσε μέσα στα κατάστεγνα στήθια της γριάς!

Το παράδειγμα της γριάς μιμήθηκαν κι η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα, και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικότατη τριάδα προσεύχονταν μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε πέρα δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που ήταν ζωγραφισμένες σ' ένα παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζί με την καντήλα πήγαιναν πέρα δώθε κι οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησίου σ' εκείνη τη χριστιανική κατοικία.

Είχε θολώσει στα καλά πλειο. Οι αγέλες του χωριού συμμαζεύονταν από τους κάμπους στα κατώγια των σπιτιών ή στες καλύβες, κι ακούονταν τα μουγκρητά των βοδιών. Τα σπιτάρικα τα γίδια έμπαιναν στες πλατύχωρες αυλές, λαλώντας τα κυπριά τους «γλανγλαν», κάθε σπιτιού κοπή χωριστά, γνωρίζοντας το κατοικιό της.

Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα άκουσε τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι ανακατεύτηκε με το καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδεί τα νεογέννητα κατσικάκια, που είχαν γεννηθεί εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι ενώ το πιστικόπουλο απολούσε τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξει τα καημένα, αυτή άρπαξε ένα ένα τα τρία νεογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά στη βάβω της, με γέλια και με χαρές, για να ιδεί κι εκείνη και να χαρεί.

—Να τα! βάβω μ', της είπε, τα κατσικάκια μας! Δεν σου το 'λεγα εγώ σήμερα, ότι θα γεννησ' η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιόσα η πρωτόγεννη κι η Κανούτα η κουτσοκέρατη; Να! αυτό το παρδαλό είναι της Κανούτας, το μπάλιο είναι της Νιάγγρας, και τούτο το μετσένιο της Γκιόσας. Τα καημένα! Τι όμορφα που είναι! Είναι και τα τρία θηλυκά, καλημέρα μας!

Αλλ' ενώ η Μαριανθούλα με τη γριά χαίρονταν τα νιογέννητα κατσικάκια, που αβγατούσαν τη σπιτιάρική τους τη στάνη, τρεις γίδες, η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιόσα η πρωτόγεννη, κι η Κανούτα η κουτσοκέρατη, ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Η γριά, ακούοντας τον ποδοβολητό, νόμισε ότι ήταν ο παπάς και προσηκώθηκε λέγοντας:

—Κόπιασε, Δέσποτα μ', στην κορφή...

Στο προσκάλεσμα της γριάς οι τρεις γίδες αποκρίθηκαν μ' ένα μακρύ «μεκεκεεέ» η καθεμιά γυρεύοντας το παιδί της. Η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα άρχισαν να ξεκαρδίζονται στα γέλια, κι η γριά τούς είπε με παράπονο:

—Γελάτε με! Γελάτε με! παλιότσουπρες! Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αυτού που είστε σεις, αλλά σεις —ζωή να 'χετε—θα 'ρθείτε εδώ που είμαι εγώ!...

Οι τσιούπρες όμως δεν έπαυαν τα γέλια, ώσπου ανέβηκε τη σκάλα στα σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι έτσι θέλοντας και μη αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι, μιμώντας τη γριά, που πρώτη πρώτη έτρεξε να του το φιλήσει.

Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ομορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογισμένα. Αντίκρυ του παπά, από την άλλη την κορφή, κάθισε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας τα τρία κατσίκια στην ποδιά της, κι αυτά μούλωναν ήσυχα ήσυχα μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι τρεις γιδομάνες, μασώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε πλειότερο γάλα. Η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και την κρέμασε στον τοίχο, κι έτσι έφεγγε πλειότερο το δωμάτιο, που ως τότε φωτίζονταν μόνον από το γλυκό και ήμερο φως της καντήλας του εικονοστασίου.

Ο παπάς ιδώντας τα κατσικάκια και τες γίδες είπε; —Α!... βλέπω απόψε, Μαριανθούλα, έχετε και φιλινάδες!

—Έχομε για! Σήμερα γεννήθηκαν τούτα τα μικρουλάκια...

—Ε! τα καημένα, ξαναείπε ο παπάς, τι όμορφα και τι μεγάλα και πρόθυμα που είναι!

—Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας με το μάτι!...

—Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν!

Έφτυσε κι είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούσει εκείνος:

—Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα! Ποιον ορμηνεύω εγώ; Έτσι λεν του παπά;...

Η Μαριανθούλα χαμήλωσε τα μεγάλα και μαύρα της μάτια από την εντροπή της κι ο παπάς, για να της κάνει την καρδιά, είπε στη γριά:

—Το μάτι είναι κακό. Έχει κακή έλξη. Κάνει κανείς μ' αυτό το κακό, χωρίς να το καταλαβαίνει και χωρίς να το θέλει. Έτσι, ικανοποιήθηκε η Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμορφο και χάιδεψε τα κατσικάκια, που μούλωναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλάκια στη φωλιά.

Η γριά τότε είπε δισταχτικά στη Μαριάνθη και στην υπηρέτρα:

—Σηκωθείτε τσιούπρες μ'! Πάρτε τες γίδες και τα κατσίκια και σύρτε να κλείστε τες στην αχυροκαλύβα, γιατί απόψε είναι κακοκαιρία, θα μαζευτούν πολύ τα γίδια στο μαντρί και θα τσαλαπατήσ'ν τα μικρά. Πείτε και του πιστικόπουλου τ' απόδειπνο να μάσ' τ' άλλα τα κατσίκια στον τσάρκο, χωρίς ν' αφήσει κανένα όξω, και να τον κλείσει καλά...

Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με τα κατσίκια, κι η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το μισοκάρικο το παγούρι, που ήταν γεμάτο ρακί, και το 'δωκε στον παπά, κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι, κι όσο να φκιάσει τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό νερό, που ήταν παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με την υπηρέτρα και κάθισαν κι αυτές γύρα στη φωτιά.

—Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτείς! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο... είπε ο παπάς και τράβηξε την πρώτη ρουφησιά.

—Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και καλόν παράδεισο...

Ο παπάς, μη γωρίζοντας πού ν' αποδώσει τη στενοχώρια της γριάς, τη ρώτησε:

—Τ' έπαθες κι είσαι έτσι χολιασμένη;

—Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξερ'ς. Έχω τόσον καιρό που καρτεράω, κι ακόμα ο γιος μου δεν ηύρε δρόμο! Γριά γυναίκα είμαι. Πού ξέρω τι μου ξημερών;

Και λέγοντας αυτά, έριξε τα μάτια δακρυσμένα ψηλά στη Μαριανθούλα, για να δώσει του παπά να νιώσει πλειότερα.

—Δεν έλαβες άλλο γράμμα; Τη ρώτησε πάλι ο παπάς, από εκείνο που σου έχω διαβάσει εδώ κι ένα μήνα;

—Δεν έλαβα άλλο...

—Τότε θα πει πως μπορεί να ρθεί αυτές τες ημέρες...

—Πού 'ν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως τ' απόψε, κόπηκαν οι ελπίδες μ'!...

—Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές, χιόνια...

Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήσει άλλο, αλλ' ακούμπησε τες πλάτες της στον τοίχο κι αφαιρέθηκε μονάχη της.

Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψει πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι αυτός στο προσκέφαλο κι άρχιζε να παίζει το κομπολόγι του «τικ τακ, τικ τακ....» κι η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μάγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.

Βάβω κι αγγονιά, ενωμένες με την απεριόριστη αγάπη, που ενώνει τες βάβες προς τ' αγγόνια, και τ' αγγόνια προς τες βάβες, μ' ένα άγουρο μνήμα, που είχεν ανοιχτεί στη μαύρη γη, και μια ψυχή που περίμεναν και οι δύο μ' ανυπομονησιά από την ξενιτιά, καθισμένες εκεί παραστιάς, η μια κοντά στην άλλη, σαν ονειροφάνταχτη συνέχεια της δημιουργίας της ανθρωπότητας, σχημάτιζαν ένα από τα πλειο συγκινητικά και τα πλειο όμορφα συμπλέγματα, που μπορούσε να πλάσει η φαντασία ενός καλού ζωγράφου.

Γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά η βάβω, μ' ένα σωρό ξηρά κλωνάρια: έτοιμη να ξεραθεί και να πέσει σύρριζα κατά γης για να τη φάει η σαπίλα και να χαθεί, κρουσταλλένια κι αργυρογάργαρη βρυσούλα η αγγονιά στη ρίζα της βαλανιδιάς που έδινε, με το νάμα της, ζωή και την έκανε να βγάζει φύλλα... Χωρίς τη βαλανιδιά ασχήμιζε κι απαριάζονταν η αργυρογάργαρη βρυσούλα, αλλά και, χωρίς τη βρυσούλα, στέγνωνε και χάνονταν η γέρικη βαλανιδιά. Βάβω κι αγγονιά ήταν δυο πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, που δε μπορούσε να ζήσει το ένα χωρίς τ' άλλο!

Αχ! δώσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι αργυρογάργαρη βρυσούλα να ποτίζει τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά! Αχ! δώσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ησκιώνει, να προστατεύει και να ομορφαίνει τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια!

Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα:

—Σήκου, κυρά μ', καλημέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσομε πολύ ταχιά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Στη διαταγή της γριάς η Μαριανθούλα κι η υπηρέτρα κινήθηκαν. Στρώθηκε το τραπέζι, κάθισαν όλοι γύρα γύρα, βλόγησε ο παπάς, σταυροκοπήθηκαν, άρχισαν να τρώνε, απόφαγαν, ξαναβλόγησε ο παπάς, ξανασταυροκοπήθηκαν, κι έτσι σηκώθηκε το στρογγυλό τραπέζι από τη μέση και σκούπισε η Μαριανθούλα τα τρίμματα από καταγής, για να μη πατηθούν και γίνει αμαρτία .Ύστερα από όλα αυτά, ο παπάς καλονύχτισε τη γριά και τράβηξε για το δωμάτιο, που πήγαινε πάντα ταχτικά και κοιμόνταν, κάθε φορά που έρχονταν από το χωριό του για να λειτουργήσει. Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθεί με τη Μαριανθούλα της στο ζεστό μαντζάτο, κι η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της ξαδέρφωσε τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί και να μην έχουν άκρα στο σπίτι τα ησκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι κατσικοποδιαραίοι κι οι καλικάντζαροι, πήρε το προσκέφαλό της και το σάγισμά της κι έγειρε παραστιάς να κοιμηθεί.

Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι από την άλλη η υπηρέτρα στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν είχαν πλαγιάσει ακόμα. Έκαναν μετάνοιες και σταυρούς και παρακαλούσαν μυστικά την Παναγιά και το Χριστό να τους φέρουν από την ξενιτιά της μιανής τον γιο της και της αλληνής τον πατέρα της, και μόνον όταν κόπησαν από την κούραση μπήκαν κάτω από την φλοκωτή την τσέργα, για να κοιμηθούν η μια στην αγκαλιά της αλληνής. Κοιμήθηκε στη στιγμή η Μαριανθούλα με τη γλυκιά ιδέα πως το πρωί, άμα θα έρθ' από την εκκλησιά, θα 'τρωγε γκουλιάστρα, αβγά, τυρί, μανέστρα, και κότα δύο λογιών: βραστή και ψητή, αλλ' η καημένη η γριά δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Ο νους της πετούσε μακριά, σαν πουλί, κι έφευγε με γληγοράδα αστραπής, και πήγαινε στην ξενιτιά τη χρυσόσπαρτη, για να βρει το παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και με την ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγίσει. Η νύχτα προχωρούσε συννεφιασμένη και κατάμαυρη με τα σκοτάδια της, με τα ησκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καλικάντζαρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμο της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή όξω στους δρόμους, κι η Μαριανθούλα κοιμόνταν βαριά βαριά σαν όλα τα παιδάκια, στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, κι έπλεε σ' ευτυχισμένα παιδικά όνειρα, αλλ' η καημένη η γριά ξαγρυπνούσε, μη μπορώντας να κλείσει μάτι και, για να χαλινώσει τον νου της και να τον γυρίσει πίσω από την ξενιτιά, που πλανιώνταν σαν το έρημο πουλί, τον έστρεφε πίσω, πολύ πίσω, στον καιρό που ήταν νύφη ακόμα, και γεννούσε το πολυαγαπημένο της και το μονάκριβό της το παιδί. Θυμόνταν πώς το βύζανε, όταν ήταν μικρό, θυμόνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε με όμορφα και με ηγκαιροφκιασμενα τραγουδάκια, θυμόνταν πώς το ζαλώνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα μαντριά... θυμόνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε αρρωστήσει βαριά μια φορά, θυμόνταν όταν το 'στελνε στο σκολειό, θυμόνταν όταν το ξεκίνησε γαμπρό με δυνατό ψίκι, θυμόταν όταν το πρωτοξεκίνησε για την ξενιτιά την έρημη και τη φλογισμένη.

Τα θυμόνταν όλα, όλα. Όλη η ζωή του καθρεφτίζονταν μέσα στη μνήμη της καημένης της μάνας σαν πώς καθρεφτίζονται μέσα στα κατάργυρα νερά της λίμνης τα βουνά κι οι ράχες, που στέκονται ολόγυρά της.

Ενώ η γριά πάλευε κατ' αυτόν τον τρόπο με τες αναμνήσες της και τον μητρικό της τον πόνο, κι ο ύπνος πετούσε μακριά από τα μάτια της, και προχωρούσε η συννεφιασμένη και κατάμαυρη νύχτα με τα σκοτάδια της, με τα ησκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καλικάντζαρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμο της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή έξω στους δρόμους, και κοιμόνταν η Μαριανθούλα βαριά βαριά, σαν όλα τα παιδάκια στην αγκαλιά της γλυκύτατης της βάβως της, σαν αρνάδα στον προσήλιο...

—«Κικιρίκουουουου!!» λάλησε μέσα από το κοτέτσι ο μεγάλος ο πετεινός του σπιτιού, «Κικιρίκουουουου!...» λάλησαν κι οι άλλοι οι μικρότεροι, «Κικιρίκουουουου!» φώναξαν κι οι πετεινοί της γειτονιάς κι όλου του χωριού.

Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο στον τοίχο, άναψε ένα κηρί που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε, χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι ύστερα πήρε το ραβδί του, κατέβηκε τη σκάλα και, φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα, φώναξε:

—Κυρά! Κυρά! —Όρσε, παπά!

Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή. —Δος μου το πρόσφορο και τ' ανάμα, ευλογημένη, της είπε.

Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά και τ' ανάμα, που τα είχε μαζί στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασέλα κι ανοίγοντας την θύρα του δωματίου της, του τα 'δωκε όλα του παπά, ρωτώντας:

—Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

—Κάνει, ευλογημένη μου, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες;

—Δεν είχα καμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ...

Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς. Η γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν τη φωτιά για ν' ανεβεί απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιστικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η γριά άρχισε να φωνάζει της τσιούπρας να ξυπνήσει. Η Μαριανθούλα κοιμόνταν βαριά βαριά, σαν όλα τα μικρόπαιδα, και δεν ξυπνούσε εύκολα.

—Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο παπάς στην εκκλησιά, να μας δώσει πασκαλίτσα, και να γυρίσομε γλήγορα να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αβγά, τυρί, κότες και τηγανίτες, που φάσκιωνε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν ήταν κι αυτός μικρός. Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσομε γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας!

Με τα πολλά ξύπνησε η τσιούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας:

—Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μόκανες! Αχ! τι μόκαμες, παλιοβάβω! Αχ! τι μόκανες!

—Τι σόκανα, ψυχή μ'; Τι σόκανα, καρδούλα μ'! τη ρώτησε με τρυφεράδα η γριά.

—Πώς τι μόκανες; Εγώ έγλεπα στον ύπνο τον πατερούλη μ', κι εκεί που τον αγκάλιαζα και τον φιλούσα, με ξύπνησες εσύ! Γιατί να με ξυπνήσεις, καημένη βάβω; Αχ! η καημένη, πώς έχασα τον πατέρα μ' μες από την αγκαλιά μ'! Αχ! γιατί να μη τον αγκαλιάσω πολύ σφιχτά, για να μη μου φύγει και να ξυπνήσαμε μαζί! Αχ! τι όμορφος, που ήταν ο πατερούλης μ'! Ψηλός, ασπροκόκκινος, μαυρομάτης, μαυροφρύδης και μαυρομούστακος. Άγγελος γραμμένος, βαβούλα μ'! Τι πατέρα όμορφον έχω η καημένη και δεν το γνώριζα ως τα τώρα!

Η γριά, ακούοντας τα λόγια της αγγονιάς της, άρχισε να σταυροκοπιέται, ενώ τα δάκρυά της ανέβαιναν από την καρδιά στα μάτια, η τσιούπρα στέκονταν κακιωμένη, κι η υπηρέτρα έφερε τα μπρικολίγενα να νιφτούν. Νίφτηκε η γριά, νίφτηκε κι η τσιούπρα, κι αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθισαν στην παραστιά, κι άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι έμειναν έτσι κοντά στη φωτιά, ώσπου χτύπησε κι ο δεύτερος σήμαντρος.

Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα. Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγει τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφηνε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι όλο τ' άλλο χωριό. Κάθε φαμίλια έβανε μπροστά έναν άντρα ή μια γυναίκα, μ' ένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά. Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά που γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό, όψη που εξυψώνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι από τα φοβερά κι ακατάπαυτα γαυγίσματα των σκυλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά τέτοιο θέαμα.

Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος, κι η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού. Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι ένα βρέφος αβάφτιστο ακόμα, ήταν συμμαζεμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γέννηση σου Χριστέ ο Θεός...»

Είπε ο παπάς τα γράμματα, τέλειωσε η λειτουργία κι άρχισεν ο κόσμος να μεταλαβαίνουν από τη μια μεριά, κι από την άλλη να παίρνουν αντίδωρο από το δίσκο, που τον κρατούσε ένα από τα λίγα παιδιά του χωριού, που έκαναν τον αναγνώστη της εκκλησιάς. Πρώτη πρώτη μετάλαβε η γριά με τη φαμίλια της, αυτή πήρε πρώτη αντίδωρο κι αυτή βγήκε πρώτη από την εκκλησιά και τράβηξε για το σπίτι της, γιατί ήταν η πρώτη του χωριού και κανένας άλλος δε μπορούσε να της πατήσει αυτό το δικαίωμα.

Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλια της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι απόθεκε ψηλά το τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες. Η γριά έβαλε τότε στην πυροστιά τη χύτρα, γεμάτη ζωμί τετράπαχης όρνιθας, που ήταν καταντεμένη από την άλλη την ημέρα, θέλοντας να φκιάσει τη μανέστρα, όσο να 'ρθει ο παπάς από την εκκλησιά, το πιστικόπουλο έφερε μια μεγάλη λίμπα γεμάτη γάλα κι άλλη μια μικρότερη γεμάτη κουλιάστρα, που είχε αρμέξει εκείνη την στιγμή από τες γίδες, τες απόθεκε και τες δύο στη γωνιά, για να χύσουν και το ένα και το άλλο γάλα σε ιδιαίτερα αγγειά να βράσουν, κι η Μαριανθούλα άπλωνε το χέρι της σ' έναν ταβά, που είχε μέσα μια κότα ψημένη στη γάστρα, για να τσιμπήσει κάτι από μέσα, γιατί είχε αποθυμήσει την αρτυμή ένα σαρανταήμερο, αλλά το άγρυπνο μάτι της γριάς την είδε και:

—Μη, βλαστάρα μ', της είπε. Μην είσαι λαίμαργη! Να, έφτασε ο παπάς να μας βλογήσει το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, αφού μπορείς να καρτερέσεις λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο!

—Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο!

—Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!

Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε και, για να μη σκανταλίζεται, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον παπά να φανεί στην αυλή. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι ήρθε ο παπάς, και κάθισε στην κορφή της στιας, κι αφού τράβησε μια γερή ρακή με το παγούρι, κι έπιε και τον καφέ που του είχεν έτοιμο η γριά, και κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα φαγητά, έβαλε το βλογητό: «Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν...» αλλά πριν τελειώσει το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια τουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμ!» κι άλλη μα. Αντραλεύτηκαν τα σκυλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στην αυλή.

—Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο Θεός, που 'ρθες γερός και καλά!

—Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κι η Μαριανθούλα. Καλώς όρισες!

Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γιος της γριάς κι ο πατέρας της τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και τσιούπρα, και βάβω κι αγγονιά, έγιναν κι οι τρεις ένα δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι ευφροσύνης. Η υπηρέτρα με το πιστικόπουλο τράβηξαν το κατακουρασμένο τ' άλογο στο κατώγι να το ξεφορτώσουν και να το σηλαρώσουν, ενώ οι τρεις καλοκαρδισμένοι ανέβηκαν τη σκάλα μαζί με τον παπά, και μπήκαν στο δωμάτιο, που ήταν το τραπέζι στρωμένο. Οι γάτες είχαν στήσει πανηγύρι από τη στιγμή που, πέφτοντας οι ντουφεκιές, πετάχτηκαν οι άνθρωποι όξω. Είχαν φάγει όλο το γάλα και, τη στιγμή που έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στο δωμάτιο, ξέσκιζαν τη βραστή την κότα, την τετράπαχη! Δεν είχαν λάβει ακόμα καιρό να 'γγίξουν την κότα, που ήταν στον ταβά, τη μανέστρα, που ήταν στη σουπιέρα, και το τεψί με τες τηγανίτες. Σπολλάτη!

—«Τσιτ! τσιτ!» καταραμένες! φώναξε ο παπάς για να τες διώξει, η γριά όμως, που σ' άλλη περίσταση θα ήταν ικανή να τες σκοτώσει, δε θύμωσε καθόλου, αλλά είπε:

—Αφς τες, παπά μ'! Ζώα είναι. Έχ' ν κι αυτές δίκιο σήμερα να κάν'ν πασκαλιά.

Κάθισαν τότε γύρα στο τραπέζι, ο παπάς ξαναβλόγησε, κι άρχισαν να τρώνε. Μόνον η γριά με τη Μαριανθούλα δεν έτρωγαν μ' όρεξη. Η χαρά τους την είχε κόψει.

Πριν σηκωθεί το τραπέζι ακόμα, ο παπάς είπε στη γριά:

—Ε! τώρα, κυρά, ετοιμάσου να πεθάνεις, όπως έλεγες, γιατί απόλαψες ό,τι ποθούσες!

—Τι λες, δέσποτα μ'; Τι κουβεντιάζεις; Αμ τώρα θέλω να ζήσω και να χαρώ! Η ζωή είναι γλυκή όταν αδερφώνεται με τη χαρά. Ο πόθος συγκρατάει τη ζωή μας κι η λύπη τη σβηει. Τώρα θέλω να ζήσω να παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να ιδώ κι ένα δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι ύστερα ας παρουσιαστεί ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. Και τι κατάλαβα από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που ήταν γεμάτο κρασί, έκανε το σταυρό της και το 'πιε ως τον πάτο, λέγοντας:

—Δόξα σοι. Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς όρισες, παιδί μ'!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς