ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
Διηγήματα για την ξενιτιά

 

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια

Δεν είχε ακόμα φέξει καλά καλά τα Χριστούγεννα κι η Τασιούλαινα, η ξακουσμένη η νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη, άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν από την εκκλησιά, κάθισαν στο τραπέζι, που 'χε απάνω μια μεγάλη απλάδα κουλιάστρα, και μια γαβάθα με κότα βραστή κι ένα τεψί με τηγανίτες, σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι. Δεν άρχιζαν όμως να φαν, γιατί περίμεναν τον παπα-Νικόλα να τους ευλογήσει το τραπέζι και να τους ευχηθεί μια χαμένη ευχή:

«να καλοδεχτούν»

Η Τασιούλαινα, σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα σαν ελιές και φρύδια μακριά και καμαρωτά σαν δοξάρια, ομοίαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπο της θα φαίνονταν ακόμα νιότερη απ' ό,τι έδειχνε κι ο γιος της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά, έδειχνε σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια και, χαριτωμένη μάνα κι ομορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δυο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο για όσους δεν τους ήξεραν.

Μάνα και γιος, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζιού μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπα-Νικόλα να ευλογήσει και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπα-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη. Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλιά της γειτονιάς. Ήταν ο παπα-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού, και μάνα και γιος σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν.

Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι άρχισε να ευλογάει το τραπέζι:

«Χριστέ ο Θεός, ευλόγησαν την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σον και πάντας ημάς...».

Είπε μηχανικώς κι άρχισε και το τροπάρι του Χριστού: «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν, Κύριε δόξα σοι».

Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλιάστρα, ένα μπούτι κότα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι είπε:

—Να ζήσετε και να καλοδεχτείτε τον Τασιούλα...

Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγει, ξαναλέγοντας:

—Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά... τη γειτονοπούλα που ξέρεις...

Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κότας, και πήγαινε βιαστικός να ευλογήσει κι άλλα σπίτια, και να πει κι άλλα «Χριστέ ο Θεός ευλόγησον...» κι άλλα «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός...» κι άλλα «Να ζήσετε και να καλοδεχτείτε...» κι άλλα «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα...»

Φεύγοντας ο παπάς, μάνα και γιος γύρισαν και κάθισαν στο κατάφορτο τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάνα, ούτε το παιδί έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που ήταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια Χριστούγεννα, κι άλλους τόσους Αϊ Βασίληδες, κι άλλες τόσες Λαμπρές, κι άλλους τόσους Αϊ Γεώργηδες...

Είκοσι πέντε χρόνια ξενιτιά, είκοσι πέντε χρόνια μαύρα και θλίψη και δάκρυα και κακολογίες δεν ήταν μικρό πράμα για την καημένη την Τασιούλαινα... Είκοσι χρονών ήταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλικάρι είκοσι πέντε χρονών, και δυο τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι από τότε ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της, ο κόσμος λογάριαζε στα δάχτυλα τους μήνες... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο που 'θελαν, γιατί ήταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας είχε φύγει ο Τασιούλας, κι ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά ήταν και παράηταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο, με τα μαλλιά μια παλάμη μακριά στο κεφάλι του. Κι όμως υπήρχαν και καμπόσες στριγλόγριες, που έλεγαν ότι ο Τασιούλας τάχα δεν είχε φύγει αντήμερα του Αϊ Γεωργιού, αλλ' αντήμερα του Θωμά, δέκα μέρες πρωτύτερα, και το παιδί μπορούσε να μην είναι του Τασιούλα, γιατί καμιά φορά οι γυναίκες γεννούν δυο τρεις μέρες πρωτύτερα από τους εννιά μήνες...

Η μάνα, με την καρδιά βαλαντωμένη από τον πόνο, άρχισε να λέει στο παιδί της:

—... Παιδί μου! Είκοσι πέντε Χριστούγεννα σωστά λείπει ο πατέρας σου στην ξενιτιά. Χριστούγεννα, Αϊ Βασιλειού και Φώτα δεν έχω κάνει μαζί του. Μόνον αποκριές, Λαμπρή κι Αϊ Γεώργη... Αντήμερα τ' Αϊ Γεωργιού έφυγε... για να μην ξαναγυρίσει!... Τι έχω ακούσει, παιδί μ', από τον παλιόκοσμο! Τι έχω ακούσει! Φθονούσε τα νιάτα μου, φθονούσε την ομορφιά μου, πάει καλά, αλλά να φθονεί και τη δυστυχία μου!

—Πόσες φορές μου τα είπες, μανούλα μ', αυτά... Τα ξέρω....Έλα να φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι ό,τι θέλ' ο Θεός ας γένει!

Της απολογήθηκε ο Γεωργάκης.

—Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος να 'ναι, κι άγιο το χώμα του, που 'ναι πεσμένος, αλλ' αν ζει και λησμόνησε τη γυναίκα του —εσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμο— και λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντα του, το χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρει, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας!

Άρχισε να κλαίει. Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε και την φίλησε για να την παρηγορήσει και να της κάνει την καρδιά, κι έτσι αγκαλιασμένοι, έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς. Η φωτιά έκαιγε γλυκά γλυκά, κι έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την σπλάδα γεμάτη χουλιάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κότα βραστή, η θύρα κι η οξώθυρα ήταν ανοιχτές πέρα πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού. Έξω αγέρας, κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία... κι η μάνα με το παιδί της κοιμόνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν όταν ο Γεωργάκης ήταν εφτά χρονών παιδάκι.

Τι να είχε γίνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν ότι τον καιρό που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη και πνίγηκε, άλλοι πάλι ότι, στο Γιάσι που καταστάθηκε, τον αγάπησε μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε πεθάνει από αρρώστια κι άλλοι πάλι έλεγαν άλλα. Τελευταία όμως ένας Ζαγορίσιος είχε ειπεί στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν στο χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθεί άδικα, όταν έφτασε στο Γιάσι, ότι είχε σπάσει μια κάσα και πήρε φλοριά και καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι ότι μες στη φυλακή έκρυβε την εντροπή του, μη θέλοντας να ειπεί ούτε από ποιο χωριό ήταν, ούτε στο σπίτι του να γράψει, κι ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν, έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή περιουσία και περίμενε να τελειώσει η ποινή του και να 'ρθεί στην πατρίδα του. Αλλ' η Τασιούλαινα τ' άκουγε όλα αυτά τα πράγματα και τίποτε δεν πίστευε και μόνη της παρηγοριά είχε το παιδάκι της, που μεγάλωνε ημέρα με την ημέρα, και μόνον τα Χριστούγεννα, τ' Αϊ Βασιλειού, τη Λαμπρή και τ' Αϊ Γεωργιού θυμόνταν πως ήταν παντρεμένη και είχε άντρα την ξενιτιά.

Ενώ η μάνα και το παιδί κοιμόνταν στου πόνου το προσκεφάλι, ένας γουνοφορεμένος ξένος μπήκε καβάλα στην αυλή. Κατέβηκε, ξεφόρτωσε, έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγει γλυκά γλυκά, το τραπέζι φορτωμένο από φαγητά, και τη μάνα και το παιδί να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι... Ο ξένος έγινε αλλιώτικος, και στη στιγμή μια μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι. Μια στιγμή τον χώριζε από το φριχτό έγκλημα, και μι' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του:

—Άτιμη!

Μάνα και παιδί πετάχτηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γεωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι έτοιμοι να σκοτώσει ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της:

—Ποιος είσαι συ εδώ μέσα!

Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γεωργάκη.

—Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! (απολογήθηκε ο Γεωργάκης). Εσύ ποιος είσαι που μπήκες εδώ μέσα!

—Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης!

Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά:

—Μη Τασιούλα!! είναι το παιδί μας! Μη Γεωργάκη μου!! είν' ο πατέρας σου!

Στη στιγμή οι δύο μαχαίρες έπεσαν καταγής. Άντρας και γυναίκα, πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι οι τρεις αγκαλιασμένοι και σε λίγο κάθισαν κι οι τρεις στο τραπέζι και γιόρτασαν μαζί τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγεννα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτιά.

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς