Αυλός

Η ονομασία αυλός είναι λέξη ελληνική που βασικά σημαίνει σωλήνας ή αγωγός. Ο αυλός ήταν ένα όργανο με οπές, τα τρήματα, τις οποίες ανοιγόκλειναν τα δάκτυλα του αυλητή, με επιστόμιο και γλωσσίδι, όπου ο ήχος παραγόταν όπως η ανθρώπινη φωνή με την αναπνοή.
 

Συνηθισμένη στην αρχαιότητα ήταν η πρακτική του παιξίματος των αυλών κατά ζεύγη, ιδιαίτερα στην Εγγύς Ανατολή, ενώ δεν υπάρχουν αποκρυσταλλωμένες απόψεις σχετικά με την πρωιμότητα της καθιέρωσης του διπλού αυλού στην Ελλάδα. Στην περίπτωση πάντως αυτή ο αυλητής έπαιζε και τους δύο αυλούς σχεδόν μαζί ταυτόχρονα, έναν με το κάθε χέρι.
 

Ως εφευρέτης του αυλού αναφέρεται από τον Πίνδαρο η θεά Αθηνά. Ο αυλός ήταν το όργανο της εκστάσεως, το μουσικό όργανο του διθυράμβου και των διονυσιακών εορτών.
 

Περιγραφή
 

Το κύριο σώμα του κλασικού αυλού ονομάζεται βόμβυξ. Ο αρχαίος αυλός ήταν κατασκευασμένος από καλάμι, κόκαλο - ειδικά αυτό της κνήμης του ελαφιού - ελεφαντόδοντο, ξύλο ή μέταλλο, καθώς επίσης κόκαλο ή ξύλο που εμπερικλείονταν σε μέταλλο.

Ο αυλός συνήθως απαρτίζονταν από δύο ή και περισσότερα τμήματα που συνδέονταν μεταξύ τους με υποδοχές. Η διάμετρός του ήταν στενή, 8 με 10 χιλιοστά περίπου, ενώ στην κλασική περίοδο είχε κατά βάση πέντε οπές. Από τις οπές, η δεύτερη μετρώντας από την άκρη του επιστομίου, βρισκόταν στο κάτω μέρος του αυλού και προοριζόταν για τον αντίχειρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε μία έκτη οπή χαμηλότερα στον αυλό την οποία δεν άγγιζαν τα δάχτυλα και η οποία λειτουργούσε ως οπή ροής αέρα. Η τεχνική βελτίωση του αυλού επετεύχθη μέσω των περιστρεφόμενων δακτυλίων που επέτρεπαν στις οπές να ανοίγουν ή να κλείνουν. Στο χαμηλότερο άκρο του ο αυλός μερικές φορές παρουσίαζε ένα άνοιγμα ή κατέληγε σ' ένα διευρυμένο μικρό κώδωνα, για καλύτερη απόδοση των χαμηλότερων φθόγγων.
 

Ο αρχαίος αυλητής συχνά φορούσε ένα ειδικό είδος ταινίας, τη φορβειά, γύρω από το στόμα και το πίσω μέρος της κεφαλής, η οποία ήταν συνοδευόμενη συνήθως από μία δεύτερη ταινία που δένονταν στο επάνω μέρος της κεφαλής για να μην χαλαρώσει και πέσει η πρώτη. Στόχος της ήταν να προστατεύει και να ενισχύει τα χείλια του αυλητή, ρυθμίζοντας παράλληλα τον παραγόμενο ήχο.
 

Εξαρτήματα του αυλού
 

Όπως φαίνεται κυρίως από τις σχετικές αναπαραστάσεις η ρίζα της γλωσσίδας του επιστομίου προσαρμοζόταν στο βολβοειδές τμήμα του αυλού, που ονομάζεται βόμβυξ. Οι αγγειογραφίες δείχνουν δύο από αυτούς τους βολβούς τον έναν να εισχωρεί ως υποδοχή στον άλλον, ενώ κάποιες φορές διακρίνονται ακόμη και τρεις τέτοιοι βολβοί. Σε κάποιες περιπτώσεις το όργανο διέθετε συνεχόμενες ευθείες παρεμβάλουσες γραμμές, ενώ τέμνονταν από στεφάνες σε αντίστοιχες θέσεις παρουσιάζοντας αρμούς μεταξύ των χωριστών τμημάτων. Η οπή μέσω των βολβών ήταν μία οπή στενή και κυλινδρική, η οποία δεν άνοιγε μέσα σε θαλάμη, ενώ η εξωτερική στρογγυλότητά της θα πρέπει να ήταν απλά διακοσμητική. Ο αυλητής θα έπρεπε να μπορεί να τροποποιεί το τονικό ύψος του οργάνου ρυθμίζοντας τους αρμούς ή αυξομειώνοντας τον αριθμό των τμημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται πως υπήρχε ένα ανοιχτό κοίλωμα μπροστά από τον πρώτο βολβό που σχημάτιζε μια βάση για τα χείλη του αυλητή.
 

Διακρίνονται δύο βασικοί τύποι αυλών

Αυλός απλού τύπου
 

Ο τύπος του απλού αυλού ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στην πρώιμη αρχαιότητα και με μεγάλη απήχηση μέχρι τον 5ο και 4ο αιώνα. Μονός ή διπλός, ο αυλός αποτελούνταν από ένα καλαμένιο, ξύλινο ή οστέινο σωλήνα, το βόμβυκα, που ήταν συνήθως ευθύγραμμος, κυλινδρικής εσωτερικής και εξωτερικής διαμέτρου, άλλοτε κατασκευασμένος από ένα ενιαίο τμήμα και άλλοτε από διαδοχικά τοποθετούμενα τμήματα που φέρουν προέκταση και υποδοχή αρμογής μεταξύ τους. Στο βόμβυκα προσαρμοζόταν ως επιστόμιο ο όλμος. Ο σωλήνας του αυλού ήταν στο κάτω άκρο του ανοικτός με διαμόρφωση που να μπορεί να δεχτεί γλωττίδα στο άνω άκρο. Τέτοιου τύπου αυλοί έχουν σωθεί αρκετοί, ενώ πλούσια είναι και η απεικόνισή τους στην αρχαία αγγειογραφία.
 

Το σώμα ενός αυλού έφερε στη συνήθη του μορφή πέντε οπές στην άνω όψη, τα τρήμαρα ή τρυπήματα, και μία στην κάτω, μοιράζοντας έτσι τις δυνατότητες του ενός χεριού και αφήνοντας μία οπή στο κάτω άκρο του οργάνου για κούρδισμα.

Ο τόνος του ήχου στον αυλό ρυθμιζόταν με την κατάλληλη επίθεση των δακτύλων στα τρυπήματα του βόμβυκος. Ο αυλός στερεωνόταν στο κεφάλι του αυλητή με τους ιμάντες της «φορβείας». Σε αντίθεση με την κιθαρωδία που την εκτελούσε ένα άτομο λεγόμενος κιθαριστής που ήταν συγχρόνως και αοιδός, η αυλωδία προϋπέθετε δύο εκτελεστές.
 

Αυλός σύνθετου τύπου
 

Οι ανάγκες της αύλησης που επέβαλλαν τη γρήγορη εναλλαγή των απλών αυλών, οδήγησαν στην ιδέα της εφεύρεσης του πολύτρητου αυλού ο οποίος σήμερα ονομάζεται ελληνικός αυλός σύνθετου τύπου. Η καινοτομία αυτή αποδίδεται από διάφορους μελετητές στον Θηβαίο Πρόνομο, στο Διόδωρο, στον Αντιγενίδα ή τον Αργείο Σακάδα.
 

Η ανάγκη για την ανακάλυψη αυτή προέκυψε εξαιτίας της αύξησης του μήκους και των οπών του αυλού, οι οποίες έφτασαν τις 20 με 24, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δυσχέρεια στην κάλυψη τους από τα ανθρώπινα δάχτυλα. Για να καλυφθούν τα προβλήματα που προέκυψαν λοιπόν με την εξέλιξη του οργάνου, δόθηκαν διάφορες λύσεις. Η πιο παλιά από αυτές θα πρέπει να ήταν η εφαρμογή των διπλών περιστρεφόμενων σωλήνων.
 

Ο σύνθετος τύπος αυλού με πολλές οπές θα πρέπει εξελισσόμενος να απέκτησε πλευρικά κλειδιά και τοποθετημένα μάλιστα όχι προς την ίδια φορά, όπως αποδεικνύει ένας άλλος αυλός από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας του 2ου αιώνα π.Χ. Τα στελέχη αυτά εισάγονταν στο σώμα του σωλήνα με μία κίνηση η οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της αύλησης, χωρίς να είναι εφικτή η διακοπή της. Το πρόβλημα ήταν ότι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του οργάνου και τις ταυτόχρονες εναλλαγές των κλιμάκων, τα χέρια του μουσικού επιβαλλόταν να απασχολούνται κλείνοντας ή ανοίγοντας ένα προς ένα τα κλειδιά αυτά. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να εφαρμόστηκε η λύση της ομαδικής μετακίνησης των κλειδιών με τη βοήθεια μιας ράβδου που θα στερέωνε τις προεξοχές των δαχτυλιδιών του εξωτερικού περιβλήματος, επηρεάζοντας έτσι τη δίοδο σε ενδεδειγμένη ομάδα οπών.
 

Συβήνη ονομάζεται η θήκη που χρησιμοποιούσαν για τη φύλαξη ή τη μεταφορά των αυλών.

 

Βιβλιογραφία

West M. L., Αρχαία Ελληνική Μουσική, εκδ. Παπαδήμα, 1999 (μτφρ. Σ. Κομνηνός).
Ιστορία Ελληνικού Έθνους,Κλασικός Ελληνισμός, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 1972.

 

Πηγή: Κέντρο Διάδοσης Επιστημών Νόησις

 





 

 

 

κλείσε