Διαβάστε τα γεγονότα της μάχης στην Ισσό, έτσι όπως τα κατέγραψε ο Αρριανός, ο Πλούταρχος, και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης
Κάντε διπλό κλικ στον χάρτη με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου
[2,4] Ἔτι δὲ ἐν Μαλλῷ ὄντι αὐτῷ ἀγγέλλεται Δαρεῖον ἐν Σώχοις ξὺν τῇ πάσῃ δυνάμει στρατοπεδεύειν. ὁ δὲ χῶρος οὗτός ἐστι μὲν τῆς Ἀσσυρίας γῆς, ἀπέχει δὲ τῶν πυλῶν τῶν Ἀσσυρίων ἐς δύο μάλιστα σταθμούς. ἔνθα δὴ ξυναγαγὼν τοὺς ἑταίρους φράζει αὐτοῖς τὰ ἐξηγγελμένα ὑπὲρ Δαρείου τε καὶ τῆς στρατιᾶς τῆς Δαρείου. οἱ δὲ αὐτόθεν ὡς εἶχεν ἄγειν ἐκέλευον. ὁ δὲ τότε μὲν ἐπαινέσας αὐτοὺς διέλυσε τὸν ξύλλογον, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ προ{ς}ῆγεν ὡς ἐπὶ Δαρεῖόν τε καὶ τοὺς Πέρσας. δευτεραῖος δὲ ὑπερβαλὼν τὰς πύλας ἐστρατοπέδευσε πρὸς Μυριάνδρῳ πόλει. καὶ τῆς νυκτὸς χειμὼν ἐπιγίγνεται σκληρὸς καὶ ὕδωρ τε ἐξ οὐρανοῦ καὶ πνεῦμα βίαιον. τοῦτο κατέσχεν ἐν τῷ στρατοπέδῳ Ἀλέξανδρον.
Δαρεῖος δὲ τέως μὲν ξὺν τῇ στρατιᾷ διέτριβεν, ἐπιλεξάμενος τῆς Ἀσσυρίας γῆς πεδίον πάντῃ ἀναπεπταμένον καὶ τῷ τε πλήθει τῆς στρατιᾶς ἐπιτήδειον καὶ ἐνιππάσασθαι τῇ ἵππῳ ξύμφορον. καὶ τοῦτο τὸ χωρίον ξυνεβούλευεν αὐτῷ μὴ ἀπολείπειν Ἀμύντας ὁ Ἀντιόχου, ὁ παρὰ Ἀλεξάνδρου αὐτόμολος. εἶναι γὰρ τὴν εὐρυχωρίαν πρὸς τοῦ πλήθους τε καὶ τῆς σκευῆς τῶν Περσῶν. καὶ ἔμενε Δαρεῖος. ὡς δὲ Ἀλεξάνδρῳ πολλὴ μὲν {ἡ} ἐν Ταρσῷ τριβὴ ἐπὶ τῇ νόσῳ ἐγίνετο, οὐκ ὀλίγη δὲ ἐν Σόλοις, ἵνα ἔθυέ τε καὶ ἐπόμπευε, καὶ ἐπὶ τοὺς ὀρεινοὺς Κίλικας διέτριψεν ἐξελάσας, τοῦτο ἔσφηλεν Δαρεῖον τῆς γνώμης. καὶ αὐτός τε, ὅ τί περ ἥδιστον ἦν δοξασθέν, ἐς τοῦτο οὐκ ἀκουσίως ὑπήχθη καὶ ὑπὸ τῶν καθ' ἡδονὴν ξυνόντων τε καὶ ξυνεσομένων ἐπὶ κακῷ τοῖς ἀεὶ βασιλεύουσιν ἐπαιρόμενος ἔγνω μηκέτι Ἀλέξανδρον ἐθέλειν προϊέναι τοῦ πρόσω, ἀλλ' ὀκνεῖν γὰρ πυνθανόμενον ὅτι αὐτὸς προσάγοι. καταπατήσειν τε τῇ ἵππῳ τῶν Μακεδόνων τὴν στρατιὰν ἄλλος ἄλλοθεν αὐτῷ ἐπαίροντες ἔλεγον. καίτοι γε Ἀμύντας ἥξειν τε Ἀλέξανδρον ἰσχυρίζετο, ὅπου ἂν πύθηται Δαρεῖον ὄντα, καὶ αὐτοῦ προσμένειν ἐκέλευεν. ἀλλὰ τὰ χείρω μᾶλλον, ὅτι καὶ ἐν τῷ παραυτίκα ἡδίω ἀκοῦσαι ἦν, ἔπειθε. καί τι καὶ δαιμόνιον τυχὸν ἦγεν αὐτὸν εἰς ἐκεῖνον τὸν χῶρον, οὗ μήτε ἐκ τῆς ἵππου πολλὴ ὠφέλεια αὐτῷ ἐγένετο, μήτε ἐκ τοῦ πλήθους αὐτοῦ τῶν τε ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀκοντίων τε καὶ τοξευμάτων, μηδὲ τὴν λαμπρότητα αὐτὴν τῆς στρατιᾶς ἐπιδεῖξαι ἠδυνήθη, ἀλλὰ Ἀλεξάνδρῳ τε καὶ τοῖς ἀμφ' αὐτὸν εὐμαρῶς τὴν νίκην παρέδωκεν. ἐχρῆν γὰρ ἤδη καὶ Πέρσας πρὸς Μακεδόνων ἀφαιρεθῆναι τῆς Ἀσίας τὴν ἀρχήν, καθάπερ οὖν Μῆδοι μὲν πρὸς Περσῶν ἀφῃρέθησαν, πρὸς Μήδων δὲ ἔτι ἔμπροσθεν Ἀσσύριοι. Ὑπερβαλὼν δὴ τὸ ὄρος Δαρεῖος τὸ κατὰ τὰς πύλας τὰς Ἀμανικὰς καλουμένας ὡς ἐπὶ Ἰσσὸν προῆγε. καὶ ἐγένετο κατόπιν Ἀλεξάνδρου λαθών. τὴν δὲ Ἰσσὸν κατασχών, ὅσους διὰ νόσον ὑπολελειμμένους αὐτοῦ τῶν Μακεδόνων κατέλαβε, τούτους χαλεπῶς αἰκισάμενος ἀπέκτεινεν. ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν προὐχώρει ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Πίναρον. καὶ Ἀλέξανδρος ὡς ἤκουσεν ἐν τῷ ὄπισθεν αὑτοῦ ὄντα Δαρεῖον, ἐπεὶ οὐ πιστὸς αὐτῷ ὁ λόγος ἐφαίνετο, ἀναβιβάσας εἰς τριακόντορον τῶν ἑταίρων τινὰς ἀποπέμπει ὀπίσω ἐπὶ Ἰσσόν, κατασκεψομένους εἰ τὰ ὄντα ἐξαγγέλλεται. οἱ δὲ ἀναπλεύσαντες τῇ τριακοντόρῳ, ὅτι κολπώδης ἦν ἡ ταύτῃ θάλασσα, μᾶλλόν τι εὐπετῶς κατέμαθον αὐτοῦ στρατοπεδεύοντας τοὺς Πέρσας. καὶ ἀπαγγέλλουσιν Ἀλεξάνδρῳ ἐν χερσὶν εἶναι Δαρεῖον.
Ὁ δὲ συγκαλέσας στρατηγούς τε καὶ ἰλάρχας καὶ τῶν ξυμμάχων τοὺς ἡγεμόνας παρεκάλει θαρρεῖν μὲν ἐκ τῶν ἤδη σφίσι καλῶς κεκινδυνευμένων καὶ ὅτι πρὸς νενικημένους ὁ ἀγὼν νενικηκόσιν αὐτοῖς ἔσται καὶ ὅτι ὁ θεὸς ὑπὲρ σφῶν στρατηγεῖ ἄμεινον, ἐπὶ νοῦν Δαρείῳ ἀγαγὼν καθεῖρξαι τὴν δύναμιν ἐκ τῆς εὐρυχωρίας ἐς τὰ στενόπορα, ἵνα σφίσι μὲν ξύμμετρον τὸ χωρίον ἀναπτύξαι τὴν φάλαγγα, τοῖς δὲ ἀχρεῖον τὸ πλῆθος {ὅτι} ἔσται τῇ μάχῃ, οὔτε τὰ σώματα οὔτε τὰς γνώμας παραπλησίοις. Μακεδόνας τε γὰρ Πέρσαις καὶ Μήδοις, ἐκ πάνυ πολλοῦ τρυφῶσιν, αὐτοὺς ἐν τοῖς πόνοις τοῖς πολεμικοῖς πάλαι ἤδη μετὰ κινδύνων ἀσκουμένους, ἄλλως τε καὶ δούλοις ἀνθρώποις ἐλευθέρους, εἰς χεῖρας ἥξειν. ὅσοι τε Ἕλληνες Ἕλλησιν, οὐχ ὑπὲρ τῶν αὐτῶν μαχεῖσθαι, ἀλλὰ τοὺς μὲν ξὺν Δαρείῳ ἐπὶ μισθῷ καὶ οὐδὲ τούτῳ πολλῷ κινδυνεύοντας, τοὺς δὲ ξὺν σφίσιν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἑκόν- τας ἀμυνομένους. βαρβάρων τε αὖ Θρᾷκας καὶ Παίονας καὶ Ἰλλυριοὺς καὶ Ἀγριᾶνας τοὺς εὐρωστοτάτους τε τῶν κατὰ τὴν Εὐρώπην καὶ μαχιμωτάτους πρὸς τὰ ἀπονώτατά τε καὶ μαλακώτατα τῆς Ἀσίας γένη ἀντιτάξεσθαι. ἐπὶ δὲ Ἀλέξανδρον ἀντιστρατηγεῖν Δαρείῳ. ταῦτα μὲν οὖν ἐς πλεονεξίαν τοῦ ἀγῶνος ἐπεξῄει. τὰ δὲ ἆθλα ὅτι μεγάλα ἔσται σφίσι τοῦ κινδύνου ἐπεδείκνυεν. οὐ γὰρ τοὺς σατράπας τοὺς Δαρείου ἐν τῷ τότε κρατήσειν, οὐδὲ τὴν ἵππον τὴν ἐπὶ Γρανίκῳ ταχθεῖσαν, οὐδὲ τοὺς δισμυρίους ξένους τοὺς μισθοφόρους, ἀλλὰ Περσῶν τε ὅ τι περ ὄφελος καὶ Μήδων καὶ ὅσα ἄλλα ἔθνη Πέρσαις καὶ Μήδοις ὑπήκοα ἐποικεῖ τὴν Ἀσίαν καὶ αὐτὸν μέγαν βασιλέα παρόντα, καὶ ὡς οὐδὲν ὑπολειφθήσεταί σφισιν ἐπὶ τῷδε τῷ ἀγῶνι ὅτι μὴ κρατεῖν τῆς Ἀσίας ξυμπάσης καὶ πέρας τοῖς πολλοῖς πόνοις ἐπιθεῖναι. ἐπὶ τούτοις δὲ τῶν τε ἐς τὸ κοινὸν ξὺν λαμπρότητι ἤδη πεπραγμένων ὑπεμίμνησκεν καὶ εἰ δή τῳ ἰδίᾳ τι διαπρεπὲς ἐς κάλλος τετολμημένον, ὀνομαστὶ ἕκαστον ἐπὶ τῷ ἔργῳ ἀνακαλῶν. καὶ τὸ αὑτοῦ οὐκ ἀκίνδυνον ἐν ταῖς μάχαις ὡς ἀνεπαχθέστατα ἐπεξῄει. λέγεται δὲ καὶ Ξενοφῶντος καὶ τῶν ἅμα Ξενοφῶντι μυρίων ἐς μνήμην ἐλθεῖν, ὡς οὐδέν τι οὔτε κατὰ πλῆθος οὔτε κατὰ τὴν ἄλλην ἀξίωσιν σφίσιν ἐπεοικότες, οὐδὲ ἱππέων αὐτοῖς παρόντων Θεσσαλῶν, οὐδὲ Βοιωτῶν ἢ Πελοποννησίων, οὐδὲ Μακεδόνων ἢ Θρᾳκῶν, οὐδὲ ὅση ἄλλη σφίσιν ἵππος ξυντέτακται, οὐδὲ τοξοτῶν ἢ σφενδονητῶν, ὅτι μὴ Κρητῶν ἢ Ῥοδίων ὀλίγων, καὶ τούτων ἐν τῷ κινδύνῳ ὑπὸ Ξενοφῶντος αὐτοσχεδιασθέντων, οἱ δὲ βασιλέα τε ξὺν πάσῃ τῇ δυνάμει πρὸς Βαβυλῶνι αὐτῇ ἐτρέψαντο καὶ ἔθνη ὅσα κατιόντων ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον καθ' ὁδόν σφισιν ἐπεγένετο νικῶντες ἐπῆλθον. ὅσα τε ἄλλα ἐν τῷ τοιῷδε πρὸ τῶν κινδύνων ἐς παράκλησιν ἀνδράσιν ἀγαθοῖς ἐξ ἀγαθοῦ ἡγεμόνος παραινεῖσθαι εἰκός. οἱ δὲ ἄλλος ἄλλοθεν δεξιούμενοί τε τὸν βασιλέα καὶ τῷ λόγῳ ἐπαίροντες ἄγειν ἤδη ἐκέλευον.
4. Ενώ βρισκόταν ακόμη στον Μαλλό, έμαθε ότι ο Δαρείος στρατοπεδεύει με όλο του το στράτευμα στους Σώχους. Η περιοχή αυτή ανήκει στην Ασσυρία και απέχει από τις ασσυριακές πύλες δύο σταθμούς περίπου. Συγκέντρωσε λοιπόν τους εταίρους και τους ανακοίνωσε τα νέα για τον Δαρείο και τη στρατιά του. Αυτοί πάλι τον προέτρεψαν να ξεκινήσει χωρίς καθυστέρηση. Τους επαίνεσε και διέλυσε τη σύσκεψη. Την επόμενη μέρα, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Δαρείο και τους Πέρσες. Μέσα σε δύο μέρες από τη στιγμή που πέρασε τις πύλες, στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη Μυρίανδρος. Μέσα στη νύχτα ξέσπασε καταιγίδα με βροχή και δυνατό άνεμο· ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να μείνει στο στρατόπεδο.
Από την άλλη, ο Δαρείος με τη στρατιά του κέρδιζε χρόνο. Είχε επιλέξει μία ανοιχτή ασσυριακή πεδιάδα, που χωρούσε τη μεγάλη στρατιά του και ήταν κατάλληλη για τους ελιγμούς του ιππικού. Ο Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, που είχε αυτομολήσει από τον Αλέξανδρο, του συνέστησε να μην εγκαταλείψει την περιοχή, που ήταν τόσο ευρύχωρη για το στράτευμα και τα εφόδια των Περσών. Έμεινε λοιπόν εκεί ο Δαρείος. Και, καθώς ο Αλέξανδρος καθυστέρησε πολύ στην Ταρσό, λόγω της αρρώστιας του, άλλο τόσο στους Σόλους, που θυσίαζε κι έκανε παρελάσεις κι έχασε χρόνο πολεμώντας τους ορεσίβιους Κίλικες, ο Δαρείος άλλαξε γνώμη. Εξάλλου, ήταν έτοιμος να πιστέψει ό,τι θα του ήταν πιο ευχάριστο. Του ξεσήκωσαν και τα μυαλά οι αυλοκόλακες και πίστεψε ότι ο Αλέξανδρος δε θέλει πια να προχωρήσει, αλλά δίστασε μόλις έμαθε ότι αυτός πλησιάζει. Τον ξεσήκωναν όλοι από όλες τις πλευρές λέγοντάς του ότι θα καταπατήσει με το ιππικό τη μακεδονική στρατιά. Ωστόσο, ο Αμύντας επέμενε ότι ο Αλέξανδρος θα φτάσει οπουδήποτε μάθει ότι βρίσκεται ο Δαρείος και τον προέτρεπε να περιμένει εκεί. Πείστηκε όμως από τις χειρότερες εκτιμήσεις, επειδή εκείνη τη στιγμή του ήταν πιο ευχάριστες. Ίσως κάποια θεϊκή δύναμη τον οδήγησε σ’ εκείνη την πεδιάδα, γιατί ούτε το ιππικό τον ωφέλησε ιδιαίτερα, ούτε το πλήθος των στρατιωτών του, ούτε τα ακόντια και τα τόξα· δεν μπόρεσε ούτε τη λαμπρότητα της στρατιάς του να επιδείξει· ο Αλέξανδρος και η στρατιά του νίκησαν εύκολα. Εξάλλου, ήταν μοιραίο να χάσουν οι Πέρσες την ηγεμονία της Ασίας από τους Μακεδόνες, όπως οι Μήδοι την είχαν χάσει από τους Πέρσες κι ακόμα πιο πριν οι Ασσύριοι από τους Μήδους. O Δαρείος πέρασε το βουνό που βρίσκεται κοντά στις λεγόμενες Αμανικές πύλες, προχώρησε προς την Ισσό και, χωρίς να γίνει αντιληπτός, βρέθηκε στα νώτα του Αλέξανδρου. Μπήκε στην Ισσό, όπου σκότωσε με φρικτά βασανιστήρια τους άρρωστους Μακεδόνες που είχαν παραμείνει εκεί. Την επόμενη μέρα, προχώρησε προς τον ποταμό Πίναρο. Όταν ο Αλέξανδρος άκουσε ότι ο Δαρείος βρίσκεται πίσω του, δε θεώρησε αξιόπιστη την είδηση. Έβαλε λοιπόν σε τριακόντορο (πλοίο με τριάντα κουπιά) μερικούς συντρόφους και τους έστειλε πίσω στην Ισσό, για να ελέγξουν επί τόπου αν η είδηση είναι αληθινή. Αυτοί πλέοντας με την τριακόντορο έμαθαν πολύ εύκολα ότι οι Πέρσες βρίσκονται εκεί, όπου η θάλασσα σχημάτιζε κόλπο. Έστειλαν μήνυμα στον Αλέξανδρο ότι κρατά στο χέρι τον Δαρείο.
Αυτός πάλι κάλεσε σε σύσκεψη τους στρατηγούς, τους ίλαρχους και τους διοικητές των συμμάχων και τους παρότρυνε να έχουν θάρρος, μια και ήδη οι προηγούμενες μάχες είχαν καλό αποτέλεσμα και οι Μακεδόνες θα πολεμούσαν ως νικητές εναντίον νικημένων. Ακόμη τους είπε ότι με θεϊκή δύναμη είναι ο καλύτερος στρατηγός τους, αφού έβαλε στο μυαλό του Δαρείου να πάρει τα στρατεύματά του από την ανοιχτή πεδιάδα και να τα στριμώξει στο στενό πέρασμα που ήταν ό,τι έπρεπε για την ανάπτυξη της φάλαγγας· κι ακόμη, ο αριθμός των Περσών δε θα τους βοηθούσε στη μάχη, γιατί η φυσική τους κατάσταση και το ηθικό τους σθένος δεν ήταν ανάλογα μ’ αυτόν. Ο Αλέξανδρος πρόσθεσε ακόμα, ότι οι Μακεδόνες, που από παλιά ασκούνταν στις πολεμικές τέχνες με πολλούς κινδύνους και που ήταν άνθρωποι ελεύθεροι, θα πολεμήσουν εναντίον των Περσών και των Μήδων που από παλιά ζούσαν ιδιαίτερα τρυφηλή ζωή και ήταν δούλοι. Και όσοι Έλληνες θα πολεμήσουν εναντίον Ελλήνων, δε θα το κάνουν για τους ίδιους λόγους· αυτοί που θα πολεμήσουν στο πλευρό του Δαρείου, θα διακινδυνεύσουν τη ζωή τους μόνο για τα χρήματα, ενώ αυτοί που θα πολεμήσουν με τους Μακεδόνες θα υπερασπιστούν εθελοντικά την Ελλάδα. Όσον αφορά στους βαρβάρους, οι Θράκες, οι Παίονες, οι Ιλλυριοί και οι Αγριάνες, τα πιο γερά και αξιόμαχα έθνη της Ευρώπης, θα αντιταχθούν στους λιγότερο εξασκημένους και πιο μαλθακούς λαούς της Ασίας. Τέλος, ο ίδιος ο Αλέξανδρος θα είναι στρατηγός απέναντι στον Δαρείο. Τους εξηγούσε ότι αυτά ήταν τα πλεονεκτήματά τους στη μάχη και τους έλεγε ότι τα έπαθλα τους σ’ αυτόν τον αγώνα θα είναι μεγάλα. Γιατί δεν επρόκειτο να νικήσουν τους σατράπες του Δαρείου, το ιππικό που παρατάχτηκε στον Γρανικό και τους είκοσι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους αλλά το άνθος των Περσών, των Μήδων και όλων των άλλων εθνών που υπόδουλα στους Μήδους και τους Πέρσες κατοικούν την Ασία και τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά παρόντα. Και μετά από αυτή τη μάχη, το μόνο πράγμα που θα τους έμενε, θα ήταν η κυριαρχία ολόκληρης της Ασίας και το τέλος των περισσότερων κόπων τους. Εκτός από αυτά, τους θύμιζε την αίγλη των κοινών κατορθωμάτων τους κι ακόμα, αν υπήρχε κάποιο σπουδαίο προσωπικό κατόρθωμα, το θύμιζε κι αυτό, μαζί μ’ αυτόν που το έκανε. Περιέγραψε με μετριοφροσύνη τι είχε κάνει ο ίδιος στις μάχες. Λένε ακόμη ότι τους θύμισε τον Ξενοφώντα και τους Μυρίους του, αν και δεν υπήρχαν ομοιότητες ούτε στον αριθμό, ούτε στις άλλες προετοιμασίες· οι Μύριοι δεν είχαν ιππικό, ούτε θεσσαλικό, ούτε βοιωτικό, ούτε μακεδονικό, ούτε πελοποννησιακό ή θρακικό, ούτε τοξότες ή σφενδονιστές, εκτός από λίγους Ροδίτες και Κρητικούς που κι αυτούς τους οργάνωσε πρόχειρα ο Ξενοφώντας μέσα στον κίνδυνο. Κι όμως γλίτωσαν από το μεγάλο βασιλιά κι όλο του τον στρατό στη Βαβυλώνα, νίκησαν όλους τους λαούς που τους έφραζαν τον δρόμο κι έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο. Τους είπε ακόμη κι όσα άλλα ταιριάζει να λέει ένας γενναίος ηγεμόνας σε γενναίους άνδρες για να τους δώσει θάρρος πριν από τη μάχη. Αυτοί τον περικύκλωσαν, του έσφιξαν το χέρι και τον παρότρυναν να ξεκινήσει αμέσως.
[2,5] Ὁ δὲ τότε μὲν δειπνοποιεῖσθαι παραγγέλλει, προπέμπει δὲ ὡς ἐπὶ τὰς πύλας τῶν τε ἱππέων ὀλίγους καὶ τῶν τοξοτῶν προκατασκεψομένους τὴν ὁδὸν τὴν ὀπίσω {ὡς ἐπὶ τὰς πύλας}. καὶ αὐτὸς τῆς νυκτὸς ἀναλαβὼν τὴν στρατιὰν πᾶσαν ἤει, ὡς κατασχεῖν αὖθις τὰς πύλας. ὡς δὲ ἀμφὶ μέσας νύκτας ἐκράτησεν αὖθις τῶν παρόδων, ἀνέπαυε τὴν στρατιὰν τὸ λοιπὸν τῆς νυκτὸς αὐτοῦ ἐπὶ τῶν πετρῶν, προφυλακὰς ἀκριβεῖς καταστησάμενος. ὑπὸ δὲ τὴν ἕω κατῄει ἀπὸ τῶν πυλῶν κατὰ τὴν ὁδόν. καὶ ἕως μὲν πάντῃ στενόπορα ἦν τὰ χωρία, ἐπὶ κέρως ἦγεν, ὡς δὲ διεχώρει ἐς πλάτος, ἀνέπτυσσεν ἀεὶ τὸ κέρας ἐς φάλαγγα, ἄλλην καὶ ἄλλην τῶν ὁπλιτῶν τάξιν παράγων, τῇ μὲν ὡς ἐπὶ τὸ ὄρος, ἐν ἀριστερᾷ δὲ ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἱππεῖς αὐτῷ τέως μὲν κατόπιν τῶν πεζῶν τεταγμένοι ἦσαν, ὡς δὲ ἐς τὴν εὐρυχωρίαν προῄεσαν, συνέτασσεν ἤδη τὴν στρατιὰν ὡς ἐς μάχην, πρώτους μὲν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ κέρως πρὸς τῷ ὄρει τῶν πεζῶν τό τε ἄγημα καὶ τοὺς ὑπασπιστάς, ὧν ἡγεῖτο Νικάνωρ ὁ Παρμενίωνος, ἐχομένην δὲ τούτων τὴν Κοίνου τάξιν, ἐπὶ δὲ τούτοις τὴν Περδίκκου. οὗτοι μὲν ἔστε ἐπὶ τὸ μέσον τῶν ὁπλιτῶν ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ ἀρξαμένῳ τεταγμένοι ἦσαν. ἐπὶ δὲ τοῦ εὐωνύμου πρώτη μὲν ἡ Ἀμύντου τάξις ἦν, ἐπὶ δὲ ἡ Πτολεμαίου, ἐχομένη δὲ ταύτης ἡ Μελεάγρου. τοῦ δὲ εὐωνύμου τοῖς πεζοῖς μὲν Κρατερὸς ἐπετέτακτο ἄρχειν, τοῦ δὲ ξύμπαντος εὐωνύμου Παρμενίων ἡγεῖτο. καὶ παρήγγελτο αὐτῷ μὴ ἀπολείπειν τὴν θάλασσαν, ὡς μὴ κυκλωθεῖεν ἐκ τῶν βαρβάρων, ὅτι πάντῃ ὑπερφαλαγγήσειν αὐτῶν διὰ πλῆθος ἤμελλον.
5. O Αλέξανδρος παράγγειλε στους στρατιώτες να δειπνήσουν· κατόπιν έστειλε προπομπούς στις πύλες λίγους ιππείς και τοξότες για να ελέγξουν από πριν τον δρόμο που οδηγούσε πίσω στις πύλες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας επιτέθηκε αμέσως στις πύλες με όλο του τον στρατό. Γύρω στα μεσάνυχτα κατείχε όλα τα περάσματα. Την υπόλοιπη νύχτα ξεκούρασε τη στρατιά του εκεί, πάνω στις πέτρες, τοποθετώντας προσεχτικά εξωτερικές φρουρές. Με το χάραμα, κατηφόρισε από τις πύλες στον δρόμο. Όπου ο δρόμος ήταν στενός, τους οδηγούσε παραταγμένους σε στενή γραμμή, όπου όμως άνοιγε παρέτασσε το στράτευμα σε φάλαγγα, τοποθετώντας τα τάγματα των οπλιτών το ένα μετά το άλλο, μέχρι να συναντήσουν στα δεξιά το βουνό και στ’ αριστερά τη θάλασσα. Το ιππικό είχε από πριν τοποθετηθεί μετά το πεζικό. Μόλις έφτασαν σε ανοιχτό χώρο, παρέταξαν τη στρατιά για μάχη. Στη δεξιά πτέρυγα κοντά στο βουνό παρέταξε το άγημα του πεζικού και τους υπασπιστές, με αρχηγό τον Νικάνορα, τον γιο του Παρμενίωνα, δίπλα τους το τάγμα του Κοίνου και μετά το τάγμα του Περδίκκα. Αριστερά, τοποθέτησε πρώτα το τάγμα του Αμύντα, κατόπιν του Πτολεμαίου και μετά του Μελέαγρου. Ο Κρατερός ορίστηκε αρχηγός του πεζικού της αριστερής πλευράς και ο Παρμενίωνας ολόκληρου του κέρατος. Πήρε μάλιστα την εντολή να μην απομακρυνθεί από τη θάλασσα, για να μην περικυκλωθούν από τους βαρβάρους, που θα τους υπερφαλάγγιζαν έτσι με τον μεγάλο αριθμό τους.
Δαρεῖος δέ, ἐπειδὴ ἐξηγγέλθη αὐτῷ προσάγων ἤδη Ἀλέξανδρος ὡς ἐς μάχην, τῶν μὲν ἱππέων διαβιβάζει πέραν τοῦ ποταμοῦ τοῦ Πινάρου ἐς τρισμυρίους μάλιστα τὸν ἀριθμὸν καὶ μετὰ τούτων τῶν ψιλῶν ἐς δισμυρίους, ὅπως τὴν λοιπὴν δύναμιν καθ' ἡσυχίαν συντάξειε. καὶ πρώτους μὲν τοῦ ὁπλιτικοῦ τοὺς Ἕλληνας τοὺς μισθοφόρους ἔταξεν ἐς τρισμυρίους κατὰ τὴν φάλαγγα τῶν Μακεδόνων. ἐπὶ δὲ τούτοις τῶν Καρδάκ{κ}ων καλουμένων ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐς ἑξακισμυρίους. ὁπλῖται δὲ ἦσαν καὶ οὗτοι. τοσούτους γὰρ ἐπὶ φάλαγγος ἁπλῆς ἐδέχετο τὸ χωρίον, ἵνα ἐτάσσοντο. ἐπέταξε δὲ καὶ τῷ ὄρει τῷ ἐν ἀριστερᾷ σφῶν κατὰ τὸ Ἀλεξάνδρου δεξιὸν ἐς δισμυρίους. καὶ τούτων ἔστιν οἳ κατὰ νώτου ἐγένοντο τῆς Ἀλεξάνδρου στρατιᾶς. τὸ γὰρ ὄρος ἵνα ἐπετάχθησαν πῇ μὲν διεχώρει ἐς βάθος καὶ κολπῶδές τι αὐτοῦ ὥσπερ ἐν θαλάσσῃ ἐγίγνετο, ἔπειτα ἐς ἐπικαμπὴν προϊὸν τοὺς ἐπὶ ταῖς ὑπωρείαις τεταγμένους κατόπιν τοῦ δεξιοῦ κέρως τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐποίει. τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος αὐτοῦ ψιλῶν τε καὶ ὁπλιτῶν, κατὰ ἔθνη συντεταγμένον ἐς βάθος οὐκ ὠφέλιμον, ὄπισθεν ἦν τῶν Ἑλλήνων τῶν μισθοφόρων καὶ τοῦ ἐπὶ φάλαγγος τεταγμένου βαρβαρικοῦ. ἐλέγετο γὰρ ἡ πᾶσα ξὺν Δαρείῳ στρατιὰ μάλιστα ἐς ἑξήκοντα μυριάδας μαχίμους εἶναι. Ἀλέξανδρος δέ, ὡς αὐτῷ πρόσω ἰόντι τὸ χωρίον διέσχεν ὀλίγον ἐς πλάτος, παρήγαγε τοὺς ἱππέας, τούς τε ἑταίρους καλουμένους καὶ τοὺς Θεσσαλοὺς καὶ τοὺς Μακεδόνας. καὶ τούτους μὲν ἐπὶ τῷ δεξιῷ κέρᾳ ἅμα οἷ ἔταξε, τοὺς δὲ ἐκ Πελοποννήσου καὶ τὸ ἄλλο τὸ συμμαχικὸν ἐπὶ τὸ εὐώνυμον πέμπει ὡς Παρμενίωνα. Δαρεῖος δέ, ὡς συντεταγμένη ἤδη ἦν αὐτῷ ἡ φάλαγξ, τοὺς ἱππέας, οὕστινας πρὸ τοῦ ποταμοῦ ἐπὶ τῷδε προτετάχει ὅπως ἀσφαλῶς αὐτῷ ἡ ἔκταξις τῆς στρατιᾶς γένοιτο, ἀνεκάλεσεν ἀπὸ ξυνθήματος. καὶ τούτων τοὺς μὲν πολλοὺς ἐπὶ τῷ δεξιῷ κέρατι πρὸς τῇ θαλάσσῃ κατὰ Παρμενίωνα ἔταξεν, ὅτι ταύτῃ μᾶλλόν τι ἱππάσιμα ἦν, μέρος δέ τι αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὸ εὐώνυμον πρὸς τὰ ὄρη παρήγαγεν. ὡς δὲ ἀχρεῖοι ἐνταῦθα διὰ στενότητα τῶν χωρίων ἐφαίνοντο, καὶ τούτων τοὺς πολλοὺς παριππεῦσαι ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας σφῶν ἐκέλευσεν. αὐτὸς δὲ Δαρεῖος τὸ μέσον τῆς πάσης τάξεως ἐπεῖχεν, καθάπερ νόμος τοῖς Περσῶν βασιλεῦσι τετάχθαι. καὶ τὸν νοῦν τῆς τάξεως ταύτης Ξενοφῶν ὁ τοῦ Γρύλλου ἀναγέγραφεν.
Μόλις ο Δαρείος έμαθε ότι ο Αλέξανδρος πλησιάζει και είναι έτοιμος να δώσει μάχη, πέρασε στην απέναντι όχθη του ποταμού Πίναρου τριάντα χιλιάδες περίπου ιππείς και είκοσι χιλιάδες περίπου ψιλούς, για να παρατάξει με ηρεμία τον υπόλοιπο στρατό του. Τοποθέτησε μπροστά από τους οπλίτες τους τριάντα χιλιάδες περίπου Έλληνες μισθοφόρους, απέναντι από τη μακεδονική φάλαγγα. Δίπλα τους, σε κάθε πλευρά, τριάντα χιλιάδες περίπου από τους επονομαζόμενους Κάρδακκες, που ήταν επίσης οπλίτες. Τόσους χωρούσε η περιοχή, αν παρατάσσονταν σε φάλαγγα. Στην αριστερή του πλευρά, κοντά στο βουνό, απέναντι από τη δεξιά πλευρά του Αλέξανδρου, τοποθέτησε γύρω στους είκοσι χιλιάδες. Μερικοί απ’ αυτούς, κινήθηκαν προς τα νώτα της στρατιάς του Αλέξανδρου. Το βουνό στο οποίο παρατάχτηκαν σχημάτιζε σ’ ένα σημείο κοιλότητα, σαν θαλάσσιο κόλπο· έπειτα, σχημάτιζε μία καμπύλη, που έσπρωχνε τους παραταγμένους στους πρόποδες, πίσω από τη δεξιά παράταξη του Αλέξανδρου. Οι υπόλοιποι ψιλοί και οπλίτες παρατάχτηκαν κατά έθνη, πίσω από τους Έλληνες μισθοφόρους και τους παραταγμένους κατά φάλαγγα βαρβάρους, σε τέτοιο βάθος, ώστε να είναι άχρηστοι. Λέγεται ότι όλη η στρατιά του Δαρείου αποτελούνταν από εξακόσιες χιλιάδες μάχιμους άνδρες. Ο Αλέξανδρος βλέποντας ότι λίγο πιο μπροστά η περιοχή πλάταινε τοποθέτησε σε σειρά το ιππικό των επονομαζόμενων εταίρων Θεσσαλών και των Μακεδόνων. Αυτούς του κράτησε κοντά του, στη δεξιά παράταξη, ενώ έστειλε τους Πελοποννήσιους και του υπόλοιπους συμμάχους αριστερά, στον Παρμενίωνα. Όταν ο Δαρείος παρέταξε πια τη φάλαγγά του, έδωσε το σύνθημα να γυρίσουν πίσω οι ιππείς που είχαν τοποθετηθεί μπροστά στο ποτάμι, για να καλύψει τους ελιγμούς της στρατιάς του. Τους περισσότερους απ’ αυτούς, τους τοποθέτησε στο δεξιό κέρας, κοντά στη θάλασσα, όπου η περιοχή ήταν καταλληλότερη για το ιππικό. Ένα άλλο μέρος τους το οδήγησε αριστερά, κοντά στο βουνό. Εκεί όμως, φάνηκε ότι θα ήταν άχρηστοι, εξαιτίας της στενότητας του χώρου. Διέταξε λοιπόν πολλούς απ’ αυτούς να έρθουν με τα άλογά τους στη δεξιά παράταξη. Ο ίδιος ο Δαρείος βρισκόταν στη μέση της παράταξης, όπως προστάζει ο νόμος για τους Πέρσες βασιλείς. Ο Ξενοφών, ο γιος του Γρύλλου, είχε αναφέρει τον λόγο αυτής της τοποθέτησης.
Ἐν τούτῳ δὲ Ἀλέξανδρος κατιδὼν ὀλίγου πᾶσαν τὴν τῶν Περσῶν ἵππον μετακεχωρηκυῖαν ἐπὶ τὸ εὐώνυμον τὸ ἑαυτοῦ ὡς πρὸς τὴν θάλασσαν, αὑτῷ δὲ τοὺς Πελοποννησίους μόνους καὶ τοὺς ἄλλους τῶν ξυμμάχων ἱππέας ταύτῃ τεταγμένους, πέμπει κατὰ τάχος τοὺς Θεσσαλοὺς ἱππέας ἐπὶ τὸ εὐώνυμον, κελεύσας μὴ πρὸ τοῦ μετώπου τῆς πάσης τάξεως παριππεῦσαι, τοῦ μὴ καταφανεῖς τοῖς πολεμίοις γενέσθαι μεταχωροῦντας, ἀλλὰ κατόπιν τῆς φάλαγγος ἀφανῶς διελθεῖν. προέταξε δὲ τῶν μὲν ἱππέων κατὰ τὸ δεξιὸν τοὺς προδρόμους, ὧν ἡγεῖτο Πρωτόμαχος, καὶ τοὺς Παίονας, ὧν ἡγεῖτο Ἀρίστων, τῶν δὲ πεζῶν τοὺς τοξότας, ὧν ἦρχεν Ἀντίοχος. τοὺς δὲ Ἀγριᾶνας, ὧν ἦρχεν Ἄτταλος, καὶ τῶν ἱππέων τινὰς καὶ τῶν τοξοτῶν ἐς ἐπικαμπὴν πρὸς τὸ ὄρος τὸ κατὰ νώτου ἔταξεν, ὥστε κατὰ τὸ δεξιὸν αὐτῷ τὴν φάλαγγα ἐς δύο κέρατα διέχουσαν τετάχθαι, τὸ μὲν ὡς πρὸς Δαρεῖόν τε καὶ τοὺς πέραν τοῦ ποταμοῦ τοὺς πάντας Πέρσας, τὸ δὲ ὡς πρὸς τοὺς ἐπὶ τῷ ὄρει κατὰ νώτου σφῶν τεταγμένους. τοῦ δὲ εὐωνύμου προετάχθησαν τῶν μὲν πεζῶν οἵ τε Κρῆτες τοξόται καὶ οἱ Θρᾷκες, ὧν ἡγεῖτο Σιτάλκης, πρὸ τούτων δὲ ἡ ἵππος ἡ κατὰ τὸ εὐώνυμον. οἱ δὲ μισθοφόροι ξένοι πᾶσιν ἐπετάχθησαν. ἐπεὶ δὲ οὔτε πυκνὴ αὐτῷ ἡ φάλαγξ κατὰ τὸ δεξιὸν τὸ ἑαυτοῦ ἐφαίνετο, πολύ τε ταύτῃ ὑπερφαλαγγήσειν οἱ Πέρσαι ἐδόκουν, ἐκ τοῦ μέσου ἐκέλευσε δύο ἴλας τῶν ἑταίρων, τήν τε Ἀνθεμουσίαν, ἧς ἰλάρχης ἦν Περοίδας ὁ Μενεσθέως, καὶ τὴν Λευγαίαν καλουμένην, ἧς ἡγεῖτο Παντόρδανος ὁ Κλεάνδρου, ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἀφανῶς παρελθεῖν. καὶ τοὺς τοξότας δὲ καὶ μέρος τῶν Ἀγριάνων καὶ τῶν Ἑλλήνων μισθοφόρων ἔστιν οὓς κατὰ τὸ δεξιὸν τὸ αὑτοῦ ἐπὶ μετώπου παραγαγὼν ἐξέτεινεν ὑπὲρ τὸ τῶν Περσῶν κέρας τὴν φάλαγγα. ἐπεὶ γὰρ οἱ ὑπὲρ τοῦ ὄρους τεταγμένοι οὔτε κατῄεσαν, ἐκδρομῆς τε ἐπ' αὐτοὺς τῶν Ἀγριάνων καὶ τῶν τοξοτῶν ὀλίγων κατὰ πρόσταξιν Ἀλεξάνδρου γενομένης ῥᾳδίως ἀπὸ τῆς ὑπωρείας ἀνασταλέντες ἐς τὸ ἄκρον ἀνέφυγον, ἔγνω καὶ τοῖς κατ' αὐτοὺς τεταγμένοις δυνατὸς ὢν χρήσασθαι ἐς ἀναπλήρωσιν τῆς φάλαγγος. ἐκείνοις δὲ ἱππέας τριακοσίους ἐπιτάξαι ἐξήρκεσεν.
Εν τω μεταξύ, ο Αλέξανδρος παρατήρησε ότι σχεδόν όλο το περσικό ιππικό μετακινούνταν προς τα αριστερά του, κοντά στη θάλασσα. Εκεί όμως είχε παρατάξει μόνο τους Πελοποννήσιους και το υπόλοιπο συμμαχικό ιππικό. Έστειλε λοιπόν γρήγορα στ’ αριστερά τους Θεσσαλούς ιππείς, διατάζοντάς τους να μην περάσουν μπροστά από την παράταξη, για να μη φανερωθεί η μετακίνησή τους στους εχθρούς, αλλά να κινηθούν κρυφά πίσω από τη φάλαγγα. Τοποθέτησε μπροστά στους ιππείς στα δεξιά τους προδρόμους, με αρχηγό τον Πρωτόμαχο και τους Παίονες, με αρχηγό τον Αρίστωνα. Μπροστά από τους πεζούς, έβαλε τους τοξότες, με αρχηγό τον Αντίοχο. Παρέταξε ακόμη τους Αγριάνες με αρχηγό τον Άτταλο και μερικούς ιππείς σε γωνία, κοντά στο βουνό που βρισκόταν πίσω του. Έτσι, στο δεξιό τμήμα της η φάλαγγα χωριζόταν σε δύο τμήματα, το ένα από τα οποία έβλεπε προς τον Δαρείο και το κύριο σώμα των Περσών, πέρα από το ποτάμι και το άλλο προς τους παραταγμένους στο βουνό, απέναντι από τα νώτα τους. Στ’ αριστερά, μπροστά από το πεζικό, τοποθετήθηκαν οι Κρητικοί και οι Θράκες τοξότες, με αρχηγό το Σιτάλκη και μπροστά του το αριστερό τμήμα του ιππικού. Οι ξένοι μισθοφόροι τοποθετήθηκαν πίσω απ’ όλους. Επειδή όμως ο Αλέξανδρος έκρινε ότι η φάλαγγα στα δεξιά ήταν αραιή και οι Πέρσες έδειχναν κατά πολύ να την ξεπερνούν, διέταξε δύο ίλες των εταίρων να φύγουν από το μέσο και να κινηθούν κρυφά προς τα δεξιά. Αυτές ήταν η Ανθεμουσία, με ίλαρχο τον Περοίδα, το γιο του Μενεσθέα και η επονομαζόμενη Λευγαία, με ίλαρχο τον Παντόρδανο, το γιο του Κλέανδρου. Τους τοξότες, μερικούς Αγριάνες και Έλληνες μισθοφόρους τους οδήγησε μπροστά από το δεξιό τμήμα και προεξέτεινε τη φάλαγγα μέχρι το κέρας των Περσών. Οι Πέρσες που είχαν τοποθετηθεί στο βουνό δεν επιχείρησαν κάθοδο· ο Αλέξανδρος διέταξε τους Αγριάνες και λίγους τοξότες να κάνουν έφοδο εναντίον τους. Τους ανάγκασαν εύκολα να εγκαταλείψουν τους πρόποδες και να καταφύγουν στο βουνό. Ο Αλέξανδρος έκρινε λοιπόν ότι έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους εκεί τοποθετημένους για να συμπληρώσει τη φάλαγγα. Σ’ αυτό το σημείο, έκρινε ότι του αρκούν τριακόσιοι ιππείς.
[2,51] Οὕτω δὴ τεταγμένους χρόνον μέν τινα προῆγεν ἀναπαύων, ὥστε καὶ πάνυ ἔδοξε σχολαία γενέσθαι αὐτῷ ἡ πρόσοδος. τοὺς γὰρ βαρβάρους, ὅπως τὰ πρῶτα ἐτάχθησαν, οὐκέτι ἀντεπῆγε Δαρεῖος, ἀλλ' ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ ταῖς ὄχθαις, πολλαχῇ μὲν ἀποκρήμνοις οὔσαις, ἔστι δὲ ὅπου καὶ χάρακα παρατείνας αὐταῖς ἵνα εὐεφοδώτερα ἐφαίνετο, οὕτως ἔμενεν. καὶ ταύτῃ εὐθὺς δῆλος ἐγένετο τοῖς ἀμφ' Ἀλέξανδρον τῇ γνώμῃ δεδουλωμένος. ὡς δὲ ὁμοῦ ἤδη ἦν τὰ στρατόπεδα, ἐνταῦθα παριππεύων πάντῃ Ἀλέξανδρος παρεκάλει ἄνδρας ἀγαθοὺς γίγνεσθαι, οὐ τῶν ἡγεμόνων μόνον τὰ ὀνόματα ξὺν τῷ πρέποντι κόσμῳ ἀνακαλῶν, ἀλλὰ καὶ ἰλάρχας καὶ λοχαγοὺς ὀνομαστὶ καὶ τῶν ξένων τῶν μισθοφόρων, ὅσοι κατ' ἀξίωσιν ἤ τινα ἀρετὴν γνωριμώτεροι ἦσαν. καὶ αὐτῷ πανταχόθεν βοὴ ἐγίνετο μὴ διατρίβειν, ἀλλὰ ἐσβάλλειν ἐς τοὺς πολεμίους. ὁ δὲ ἦγεν ἐν τάξει ἔτι, τὰ μὲν πρῶτα, καίπερ ἐν ἀπόπτῳ ἤδη ἔχων τὴν Δαρείου δύναμιν, βάδην, τοῦ μὴ διασπασθῆναί τι ἐν τῇ ξυντονωτέρᾳ πορείᾳ κυμῆναν τῆς φάλαγγος. ὡς δὲ ἐντὸς βέλους ἐγίγνοντο, πρῶτοι δὴ οἱ κατὰ Ἀλέξανδρον καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ τεταγμένος δρόμῳ ἐς τὸν ποταμὸν ἐνέβαλον, ὡς τῇ τε ὀξύτητι τῆς ἐφόδου ἐκπλῆξαι τοὺς Πέρσας καὶ τοῦ θᾶσσον ἐς χεῖρας ἐλθόντας ὀλίγα πρὸς τῶν τοξοτῶν βλάπτεσθαι. καὶ ξυνέβη ὅπως εἴκασεν Ἀλέξανδρος. εὐθὺς γὰρ ὡς ἐν χερσὶν ἡ μάχη ἐγένετο, τρέπονται τοῦ Περσικοῦ στρατεύματος οἱ τῷ ἀριστερῷ κέρᾳ ἐπιτεταγμένοι. καὶ ταύτῃ μὲν λαμπρῶς ἐνίκα Ἀλέξανδρός τε καὶ οἱ ἀμφ' αὐτόν. οἱ δὲ Ἕλληνες οἱ μισθοφόροι οἱ ξὺν Δαρείῳ, ἧ διέσχε τῶν Μακεδόνων ἡ φάλαγξ ὡς ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας παραρραγεῖσα, ὅτι Ἀλέξανδρος μὲν σπουδῇ ἐς τὸν ποταμὸν ἐμβαλὼν καὶ ἐν χερσὶ τὴν μάχην ποιήσας ἐξώθει ἤδη τοὺς ταύτῃ τεταγμένους τῶν Περσῶν, οἱ δὲ κατὰ μέσον τῶν Μακεδόνων οὔτε τῇ ἴσῃ σπουδῇ ἥψαντο τοῦ ἔργου καὶ πολλαχῇ κρημνώδεσι ταῖς ὄχθαις ἐντυγχάνοντες τὸ μέτωπον τῆς φάλαγγος οὐ δυνατοὶ ἐγένοντο ἐν τῇ αὐτῇ τάξει διασώσασθαι, _ταύτῃ ἐμβάλλουσιν οἱ Ἕλληνες τοῖς Μακεδόσιν ἧ μάλιστα διεσπασμένην αὐτοῖς τὴν φάλαγγα κατεῖδον. καὶ τὸ ἔργον ἐνταῦθα καρτερὸν ἦν, τῶν μὲν ἐς τὸν ποταμὸν ἀπώσασθαι τοὺς Μακεδόνας καὶ τὴν νίκην τοῖς ἤδη φεύγουσι σφῶν ἀνασώσασθαι, τῶν Μακεδόνων δὲ τῆς τε Ἀλεξάνδρου ἤδη φαινομένης εὐπραγίας μὴ λειφθῆναι καὶ τὴν δόξαν τῆς φάλαγγος, ὡς ἀμάχου δὴ ἐς τὸ τότε διαβεβοημένης, μὴ ἀφανίσαι. καί τι καὶ τοῖς γένεσι τῷ τε Ἑλληνικῷ καὶ τῷ Μακε- δονικῷ φιλοτιμίας ἐνέπεσεν ἐς ἀλλήλους. καὶ ἐνταῦθα πίπτει Πτολεμαῖός τε ὁ Σελεύκου, ἀνὴρ ἀγαθὸς γενόμενος, καὶ ἄλλοι ἐς εἴκοσι μάλιστα καὶ ἑκατὸν τῶν οὐκ ἠμελημένων Μακεδόνων.
[2,51] Αφού τους τοποθέτησε έτσι, ο Αλέξανδρος διέταξε τη φάλαγγα να προχωρά για κάποιο χρονικό διάστημα με μικρές στάσεις· η πορεία τους έμοιαζε πολύ με περίπατο. Μόλις οι βάρβαροι ταχτοποιήθηκαν στις αρχικές τους θέσεις, ο Δαρείος δεν προχώρησε περισσότερο. Παρέμεινε στις όχθες του ποταμού, που ήταν σε πολλά σημεία απόκρημνες, χτίζοντας χαράκωμα στα σημεία που φαίνονταν πιο ευπρόσβλητα σε έφοδο. Το γεγονός αυτό έδειξε στον Αλέξανδρο και την ακολουθία του ότι ο Δαρείος είχε την ψυχολογία ηττημένου. Όταν τα δυο στρατόπεδα είχαν ήδη πλησιάσει, ο Αλέξανδρος έφιππος περιέτρεχε την παράταξη, παρακινώντας τους άνδρες του να φανούν γενναίοι. Καλούσε με εγκώμια ανάλογα όχι μόνο τους αρχηγούς αλλά και τους λοχαγούς και τους ίλαρχους αλλά και όσους ξένους μισθοφόρους ήταν γνωστότεροι εξαιτίας κάποιου αξιώματος ή κάποιου ανδραγαθήματος. Από παντού, του κραύγαζαν να μην καθυστερεί, αλλά να επιτεθεί στους εχθρούς. Αυτός εξακολουθούσε να τους οδηγεί σε παράταξη, κατ’ αρχήν βαδίζοντας, αν και έβλεπε ήδη το στρατό του Δαρείου. Αυτό, για να μη διασαλευτεί η τάξη στη φάλαγγα και οδηγηθεί σε διάλυση, περπατώντας γρηγορότερα. Μόλις έφτασαν σε απόσταση βολής, πρώτα η δεξιά παράταξη με επικεφαλής τον ίδιο τον Αλέξανδρο μπήκε γρήγορα στο ποτάμι. Σκοπός ήταν να αιφνιδιαστούν οι Πέρσες με την ταχύτητα της επίθεσης να περιοριστούν οι απώλειες από τα περσικά βέλη και να επιταχυνθεί η μάχη σώμα με σώμα. Τα πράγματα έγιναν όπως τα φαντάστηκε ο Αλέξανδρος. Μόλις άρχισε η μάχη σώμα με σώμα, το αριστερό τμήμα του περσικού στρατεύματος τράπηκε σε φυγή. Σ’ αυτό το σημείο, πέτυχαν λαμπρή νίκη ο Αλέξανδρος και η ακολουθία του. Οι Έλληνες μισθοφόροι όμως που πολεμούσαν με τον Δαρείο, επιτέθηκαν στη Μακεδονική φάλαγγα, της οποίας η δεξιά παράταξη είχε αρχίσει να σκορπίζει. Διότι ο Αλέξανδρος με τη βιασύνη του να μπει στο ποτάμι και να ξεκινήσει τη μάχη εκ του συστάδην, έσπρωχνε ήδη τους Πέρσες που ήταν παραταγμένοι σ’ αυτό το σημείο. Το μέσο της παράταξής του όμως δεν μπορούσε να προχωρήσει τόσο γρήγορα· σε πολλά σημεία μάλιστα έπεφτε στις απόκρημνες όχθες και δεν είχε τη δυνατότητα να κρατήσει την αρχική τάξη. Οι Έλληνες μισθοφόροι λοιπόν χτύπησαν τη φάλαγγα στο σημείο που είδαν να έχει χάσει περισσότερο τη συνοχή της. Εκεί παίζονταν πολλά πράγματα· οι μισθοφόροι προσπαθούσαν να ξανασπρώξουν τους Μακεδόνες στο ποτάμι και να κρατήσουν τη νίκη, που ήδη πετούσε μακριά τους· οι Μακεδόνες πάλι δεν ήθελαν να προδώσουν τη διαφαινόμενη επιτυχία του Αλέξανδρου και να καταστρέψουν τη φήμη της φάλαγγας, που μέχρι τότε φημολογούνταν ως ανίκητη. Έπειτα, ξύπνησε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους νότιους Έλληνες. Τότε σκοτώθηκε ο Πτολεμαίος, ο γιος του Σέλευκου, πολεμώντας γενναία και περίπου εκατόν ογδόντα επιφανείς Μακεδόνες.
Ἐν τούτῳ δὲ αἱ ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ κέρως τάξεις, τετραμμένους ἤδη τοὺς κατὰ σφᾶς τῶν Περσῶν ὁρῶντες, ἐπὶ τοὺς ξένους τε τοὺς μισθοφόρους τοὺς Δαρείου καὶ τὸ πονούμενον σφῶν ἐπικάμψαντες ἀπό τε τοῦ ποταμοῦ ἀπώσαντο αὐτούς, καὶ κατὰ τὸ παρερρωγὸς τοῦ Περσικοῦ στρατεύματος ὑπερφαλαγγήσαντες ἐς τὰ πλάγια ἐμβεβληκότες ἤδη ἔκοπτον τοὺς ξένους. καὶ οἱ ἱππεῖς δὲ οἱ τῶν Περσῶν κατὰ τοὺς Θεσσαλοὺς τεταγμένοι οὐκ ἔμειναν ἐντὸς τοῦ ποταμοῦ ἐν αὐτῷ τῷ ἔργῳ, ἀλλ' ἐπιδιαβάντες εὐρώστως ἐνέβαλον ἐς τὰς ἴλας τῶν Θετταλῶν. καὶ ταύτῃ ξυνέστη ἱππομαχία καρτερά, οὐδὲ πρόσθεν ἐνέκλιναν οἱ Πέρσαι πρὶν Δαρεῖόν τε πεφευγότα ἤσθοντο καὶ πρὶν ἀπορραγῆναι σφῶν τοὺς μισθοφόρους συγκοπέντας ὑπὸ τῆς φάλαγγος. τότε δὲ ἤδη λαμπρά τε καὶ ἐκ πάντων ἡ φυγὴ ἐγίγνετο. καὶ οἵ τε τῶν Περσῶν ἵπποι ἐν τῇ ἀναχωρήσει ἐκακοπάθουν βαρέως ὡπλισμένους τοὺς ἀμβάτας σφῶν φέροντες, καὶ αὐτοὶ οἱ ἱππεῖς κατὰ στενὰς ὁδοὺς πλήθει τε πολλοὶ καὶ πεφοβημένως ξὺν ἀταξίᾳ ἀποχωροῦντες οὐ μεῖον ἀπ' ἀλλήλων καταπατούμενοι ἢ πρὸς τῶν διωκόντων πολεμίων ἐβλάπτοντο. καὶ οἱ Θεσσαλοὶ εὐρώστως αὐτοῖς ἐπέκειντο, ὥστε οὐ μείων ἢ τῶν πεζῶν φόνος ἐν τῇ φυγῇ τῶν ἱππέων ἐγίγνετο.
Στο μεταξύ τα τάγματα της δεξιάς παράταξης είδαν ότι οι Πέρσες, που βρίσκονταν απέναντί τους, τρέπονταν ήδη σε φυγή. Στράφηκαν λοιπόν εναντίον των ξένων μισθοφόρων του Δαρείου, εκεί όπου το τμήμα της φάλαγγας δεχόταν ισχυρή πίεση· τους απώθησαν από το ποτάμι και, υπερφαλαγγίζοντας τα τμήματα του περσικού στρατεύματος που είχε διασπαστεί, επιτέθηκαν από τα πλάγια και κατάσφαξαν τους μισθοφόρους. Οι Πέρσες ιππείς που βρίσκονταν απέναντι από τους Θεσσαλούς δεν κράτησαν τις θέσεις τους πέρα από το ποτάμι, αλλά το πέρασαν και επιτέθηκαν με παλικαριά στους Θεσσαλούς. Εκεί, έγινε πολύ σκληρή ιππομαχία· οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή, μόνο όταν κατάλαβαν ότι ο Δαρείος έφευγε και οι μισοί είχαν διασκορπιστεί εντελώς και κατασφαγεί από τη φάλαγγα. Τότε πια, έγινε φανερό ότι όλοι τράπηκαν σε φυγή. Κατά την υποχώρηση τα άλογα των Περσών υπέφεραν από τους βαριά οπλισμένους αναβάτες τους· και οι ίδιοι οι ιππείς όμως, καθώς ήταν πολλοί και υποχωρούσαν άτακτα και φοβισμένα μέσα από στενά περάσματα, καταπατούνταν μεταξύ τους και πάθαιναν έτσι μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που τους προκαλούσαν οι εχθροί. Οι Θεσσαλοί τους καταδίωκαν με γενναιότητα· έτσι, κατά την υποχώρηση σκοτώθηκαν τόσοι ιππείς όσοι και πεζοί.
Δαρεῖος δέ, ὡς αὐτῷ τὸ πρῶτον ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐφοβήθη τὸ κέρας τὸ εὐώνυμον καὶ ταύτῃ ἀπορρηγνύμενον κατεῖδε τοῦ ἄλλου στρατοπέδου, εὐθὺς ὡς εἶχεν ἐπὶ τοῦ ἅρματος ξὺν τοῖς πρώτοις ἔφευγε. καὶ ἔστε μὲν ὁμαλοῖς χωρίοις ἐν τῇ φυγῇ ἐπετύγχανεν, ἐπὶ τοῦ ἅρματος διεσώζετο, ὡς δὲ φάραγξί τε καὶ ἄλλαις δυσχωρίαις ἐνέκυρσε, τὸ μὲν ἅρμα ἀπολείπει αὐτοῦ καὶ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸν κάνδυν ἐκδύς. ὁ δὲ καὶ τὸ τόξον ἀπολείπει ἐπὶ τοῦ ἅρματος. αὐτὸς δὲ ἵππου ἐπιβὰς ἔφευγε. καὶ ἡ νὺξ οὐ διὰ μακροῦ ἐπιγενομένη ἀφείλετο αὐτὸν τὸ πρὸς Ἀλεξάνδρου ἁλῶναι. Ἀλέξανδρος γὰρ ἔστε μὲν φάος ἦν ἀνὰ κράτος ἐδίωκεν, ὡς δὲ συνεσκόταζέ τε ἤδη καὶ τὰ πρὸ ποδῶν ἀφανῆ ἦν, εἰς τὸ ἔμπαλιν ἀπετρέπετο ὡς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. τὸ μέντοι ἅρμα τοῦ Δαρείου ἔλαβε καὶ τὴν ἀσπίδα ἐπ' αὐτῷ καὶ τὸν κάνδυν καὶ τὸ τόξον. καὶ γὰρ καὶ ἡ δίωξις βραδυτέρα αὐτῷ ἐγεγόνει, ὅτι ἐν τῇ πρώτῃ παραρρήξει τῆς φάλαγγος ἐπιστρέψας καὶ αὐτὸς οὐ πρόσθεν ἐς τὸ διώκειν ἐτράπετο πρὶν τούς τε μισθοφόρους τοὺς ξένους καὶ τὸ τῶν Περσῶν ἱππικὸν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ ἀπωσθέντας κατεῖδε. Τῶν δὲ Περσῶν ἀπέθανον Ἀρσάμης μὲν καὶ Ῥεομίθρης καὶ Ἀτιζύης τῶν ἐπὶ Γρανίκῳ ἡγησαμένων τοῦ ἱππικοῦ. ἀποθνήσκει δὲ καὶ Σαυάκης ὁ Αἰγύπτου σατράπης καὶ Βουβάκης τῶν ἐντίμων Περσῶν. τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος εἰς δέκα μάλιστα μυριάδας καὶ ἐν τούτοις ἱππεῖς ὑπὲρ τοὺς μυρίους, ὥστε λέγει Πτολεμαῖος ὁ Λάγου ξυνεπισπόμενος τότε Ἀλεξάνδρῳ τοὺς μετὰ σφῶν διώκοντας Δαρεῖον, ὡς ἐπὶ φάραγγί τινι ἐν τῇ διώξει ἐγένοντο, ἐπὶ τῶν νεκρῶν διαβῆναι τὴν φάραγγα. τό τε στρατόπεδον τὸ Δαρείου εὐθὺς ἐξ ἐφόδου ἑάλω καὶ ἡ μήτηρ καὶ ἡ γυνή, αὐτὴ δὲ καὶ ἀδελφὴ Δαρείου, καὶ υἱὸς Δαρείου νήπιος. καὶ θυγατέρες δύο ἑάλωσαν καὶ ἄλλαι ἀμφ' αὐτὰς Περσῶν τῶν ὁμοτίμων γυναῖκες οὐ πολλαί. οἱ γὰρ ἄλλοι Πέρσαι τὰς γυναῖκας σφῶν ξὺν τῇ ἄλλῃ κατασκευῇ ἐς Δαμασκὸν ἔτυχον ἐσταλκότες. ἐπεὶ καὶ Δαρεῖος τῶν τε χρημάτων τὰ πολλὰ καὶ ὅσα ἄλλα μεγάλῳ βασιλεῖ ἐς πολυτελῆ δίαιταν καὶ στρατευομένῳ ὅμως συνέπεται πεπόμφει ἐς Δαμασκόν, ὥστε ἐν τῷ στρατεύματι οὐ πλείονα ἢ τρισχίλια τάλαντα ἑάλω. ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν Δαμασκῷ χρήματα ὀλίγον ὕστερον ἑάλω ὑπὸ Παρμενίωνος ἐπ' αὐτὸ τοῦτο σταλέντος. τοῦτο τὸ τέλος τῇ μάχῃ ἐκείνῃ ἐγένετο ἐπὶ ἄρχοντος Ἀθηναίοις Νικοκράτους μηνὸς Μαιμακτηριῶνος.
Ο Δαρείος τώρα μόλις είδε ότι η αριστερή παράταξη πανικοβλήθηκε με την εμφάνιση του Αλέξανδρου και αποκόπηκε από την υπόλοιπη παράταξη, έφυγε με τους πρώτους, έτσι όπως ήταν πάνω στο άρμα. Όσο διέτρεχε ομαλό έδαφος κατά τη φυγή του, ήταν ασφαλής πάνω στο άρμα· μόλις όμως έφτασε σε φαράγγι και σε δύσβατη περιοχή, πέταξε τον κάνδυ (μανδύας) και την ασπίδα του, παράτησε το τόξο μέσα στο άρμα, το εγκατέλειψε εκεί και συνέχισε έφιππος τη φυγή του. Το ότι δεν πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Αλέξανδρο, οφείλεται στο ότι έπεσε γρήγορα η νύχτα. Ο Αλέξανδρος όσο κρατούσε το φως, τον κυνηγούσε με όλες του τις δυνάμεις· όταν όμως σκοτείνιασε και δεν μπορούσε να δει μπροστά του, γύρισε πάλι στο στρατόπεδο. Όμως πήρε το άρμα του Δαρείου και, μαζί μ’ αυτό, την ασπίδα, τον κάνδυ και το τόξο. Από την άλλη, καθυστέρησε την καταδίωξη, γιατί μόλις είδε το πρώτο ρήγμα στη φάλαγγα, γύρισε πίσω και δεν ξεκίνησε παρά αφού είδε ότι οι ξένοι μισθοφόροι και το ιππικό διώχνονταν από το ποτάμι. Από τους Πέρσες, σκοτώθηκαν ο Αρσάμης, ο Ρεομίθρης και ο Ατιζύης, αρχηγοί του ιππικού στον Γρανικό· ακόμη, ο Σαυάκης, σατράπης της Αιγύπτου και ο Βουβάκης, Πέρσης αξιωματούχος. Από τους υπόλοιπους σκοτώθηκαν εκατό χιλιάδες περίπου πεζοί και περισσότεροι από δέκα χιλιάδες ιππείς. Λέει μάλιστα ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, που ακολουθούσε τότε τον Αλέξανδρο, ότι οι διώκτες του Δαρείου συνάντησαν ένα φαράγγι και το πέρασαν πατώντας πάνω στα πτώματα. Το στρατόπεδο του Δαρείου καταλήφθηκε αμέσως με έφοδο και αιχμαλωτίστηκαν η μάνα του, η γυναίκα του, που ήταν και αδελφή του, ο μικρός γιος του, δύο κόρες του και λίγες ευγενείς Περσίδες της ακολουθίας. Γιατί οι άλλοι Πέρσες είχαν στείλει τις γυναίκες τους και τα υπάρχοντά τους στη Δαμασκό. Και ο Δαρείος όμως είχε στείλει στη Δαμασκό τα περισσότερα χρήματα του και ό,τι άλλο παίρνει μαζί του ένας μεγάλος βασιλιάς, για να ζει πλουσιοπάροχα στις εκστρατείες του. Έτσι στο στρατόπεδο δε βρέθηκαν παραπάνω από τρεις χιλιάδες τάλαντα. Τα χρήματα που βρίσκονταν στη Δαμασκό τα πήρε λίγο μετά ο Παρμενίων, που πήγε εκεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Έτσι τέλειωσε αυτή η μάχη, τον μήνα Μαιμακτηριώνα, όταν στην Αθήνα ήταν επώνυμος άρχων ο Νικοκράτης.
Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ, καίπερ τετρωμένος τὸν μηρὸν ξίφει Ἀλέξανδρος, ὁ δὲ τοὺς τραυματίας ἐπῆλθε, καὶ τοὺς νεκροὺς ξυναγαγὼν ἔθαψε μεγαλοπρεπῶς ξὺν τῇ δυνάμει πάσῃ ἐκτεταγμένῃ ὡς λαμπρότατα ἐς πόλεμον. καὶ λόγῳ τε ἐπεκόσμησεν ὅσοις τι διαπρεπὲς ἔργον ἐν τῇ μάχῃ ἢ αὐτὸς ξυνέγνω εἰργασμένον ἢ ἀκοῇ συμφωνούμενον ἔμαθεν, καὶ χρημάτων ἐπιδόσει ὡς ἑκάστους ξὺν τῇ ἀξίᾳ ἐτίμησεν. καὶ Κιλικίας μὲν ἀποδεικνύει σατράπην Βάλακρον τὸν Νικάνορος, ἕνα τῶν σωματοφυλάκων τῶν βασιλικῶν, ἀντὶ δὲ τούτου ἐς τοὺς σωματοφύλακας κατέλεξε Μένητα τὸν Διονυσίου. ἀντὶ δὲ Πτολεμαίου τοῦ Σελεύκου τοῦ ἀποθανόντος ἐν τῇ μάχῃ Πολυπέρχοντα τὸν Σιμμίου ἄρχειν ἀπέδειξε τῆς ἐκείνου τάξεως. καὶ Σολεῦσι τά τε πεντήκοντα τάλαντα, ἃ ἔτι ἐνδεᾶ ἦν ἐκ τῶν ἐπιβληθέντων σφίσι χρημάτων, ἀνῆκεν καὶ τοὺς ὁμήρους ἀπέδωκεν.
Την επόμενη μέρα, ο Αλέξανδρος παρά τον τραυματισμό του στον μηρό από ξίφος, επισκέφτηκε τους πληγωμένους και αφού συγκέντρωσε κήδεψε μεγαλόπρεπα τους νεκρούς, παρατάσσοντας όλη τη φάλαγγα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο που την οδηγούσε στον πόλεμο. Αυτούς που διαπίστωσε προσωπικά ότι διέπρεψαν στη μάχη, η που υπήρχε ομοφωνία για τα κατορθώματα τους, τους τίμησε με τα λόγια του και με δωρεές ανάλογες με την αξία τους. Όρισε σατράπη της Κιλικίας τον Βάλακρο, τον γιο του Νικάνορα, έναν από τους βασιλικούς σωματοφύλακες. Στη θέση του, στους σωματοφύλακες, τοποθέτησε τον Μένητα, το γιο του Διονύσιου. Αρχηγό του τάγματος του Πτολεμαίου, του γιου του Σέλευκου, που σκοτώθηκε στη μάχη, όρισε τον Πολυπέρχοντα, τον γιο του Σιμμία. Στους κατοίκους των Σόλων, από τον φόρο που είχε επιβάλει, χάρισε τα πενήντα τάλαντα που δεν του είχαν δώσει ακόμα και επέστρεψε τους ομήρους.
[2,6] Ὁ δὲ οὐδὲ τῆς μητρὸς τῆς Δαρείου οὐδὲ τῆς γυναικὸς ἢ τῶν παίδων ἠμέλησεν. ἀλλὰ λέγουσί τινες τῶν τὰ Ἀλεξάνδρου γραψάντων τῆς νυκτὸς αὐτῆς, ἧ ἀπὸ τῆς διώξεως τῆς Δαρείου ἐπανῆκεν, ἐς τὴν σκηνὴν παρελθόντα αὐτὸν τὴν Δαρείου, ἥτις αὐτῷ ἐξῃρημένη ἦν, ἀκοῦσαι γυναικῶν οἰμωγὴν καὶ ἄλλον τοιοῦτον θόρυβον οὐ πόρρω τῆς σκηνῆς. πυθέσθαι οὖν αἵτινες γυναῖκες καὶ ἀνθ' ὅτου οὕτως ἐγγὺς παρασκηνοῦσι. καί τινα ἐξαγγεῖλαι, ὅτι. ὦ βασιλεῦ, ἡ μήτηρ τε καὶ ἡ γυνὴ Δαρείου καὶ οἱ παῖδες, ὡς ἐξηγγέλθη αὐταῖς ὅτι τὸ τόξον τε τοῦ Δαρείου ἔχεις καὶ τὸν κάνδυν τὸν βασιλικὸν καὶ ἡ ἀσπὶς ὅτι κεκόμισται ὀπίσω ἡ Δαρείου, ὡς ἐπὶ τεθνεῶτι Δαρείῳ ἀνοιμώζουσιν. ταῦτα ἀκούσαντα Ἀλέξανδρον πέμψαι πρὸς αὐτὰς Λεοννάτον, ἕνα τῶν ἑταίρων, ἐντειλάμενον φράσαι ὅτι ζῇ Δαρεῖος, τὰ δὲ ὅπλα καὶ τὸν κάνδυν ὅτι φεύγων ἀπέλιπεν ἐπὶ τῷ ἅρματι καὶ ταῦτα ὅτι μόνα ἔχει Ἀλέξανδρος. καὶ Λεοννάτον παρελθόντα ἐς τὴν σκηνὴν τά τε περὶ Δαρείου εἰπεῖν καὶ ὅτι τὴν θεραπείαν αὐταῖς ξυγχωρεῖ Ἀλέξανδρος τὴν βασιλικὴν καὶ τὸν ἄλλον κόσμον καὶ καλεῖσθαι βασιλίσσας, ἐπεὶ οὐδὲ κατὰ ἔχθραν οἱ γενέσθαι τὸν πόλεμον πρὸς Δαρεῖον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς τῆς Ἀσίας διαπεπολεμῆσθαι ἐννόμως. ταῦτα μὲν Πτολεμαῖος καὶ Ἀριστόβουλος λέγουσι. λόγος δὲ ἔχει καὶ αὐτὸν Ἀλέξανδρον τῇ ὑστεραίᾳ ἐλθεῖν εἴσω ξὺν Ἡφαιστίωνι μόνῳ τῶν ἑταίρων. καὶ τὴν μητέρα τὴν Δαρείου ἀμφιγνοήσασαν ὅστις ὁ βασιλεὺς εἴη αὐτοῖν, ἐστάλθαι γὰρ ἄμφω τῷ αὐτῷ κόσμῳ, τὴν δὲ Ἡφαιστίωνι προσελθεῖν καὶ προσκυνῆσαι, ὅτι μείζων ἐφάνη ἐκεῖνος. ὡς δὲ ὁ Ἡφαιστίων τε ὀπίσω ὑπεχώρησε καί τις τῶν ἀμφ' αὐτήν, τὸν Ἀλέξανδρον δείξας, ἐκεῖνον ἔφη εἶναι Ἀλέξανδρον, τὴν μὲν καταιδεσθεῖσαν τῇ διαμαρτίᾳ ὑποχωρεῖν, Ἀλέξανδρον δὲ οὐ φάναι αὐτὴν ἁμαρτεῖν. καὶ γὰρ ἐκεῖνον εἶναι Ἀλέξανδρον. καὶ ταῦτα ἐγὼ οὔθ' ὡς ἀληθῆ οὔτε ὡς πάντῃ ἄπιστα ἀνέγραψα. ἀλλ' εἴτε οὕτως ἐπράχθη, ἐπαινῶ Ἀλέξανδρον τῆς τε ἐς τὰς γυναῖκας κατοικτίσεως καὶ τῆς ἐς τὸν ἑταῖρον πίστεως καὶ τιμῆς. εἴτε πιθανὸς δοκεῖ τοῖς συγγράψασιν Ἀλέξανδρος ὡς καὶ ταῦτα ἂν πράξας καὶ εἰπὼν, καὶ ἐπὶ τῷδε ἐπαινῶ Ἀλέξανδρον.
[2,6] Φρόντισε ακόμη τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου. Μερικοί από αυτούς που έγραψαν την ιστορία του Αλέξανδρου λένε ότι την ίδια τη νύχτα που γύρισε από την καταδίωξη του Δαρείου, κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του Δαρείου, που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ο ίδιος. Εκεί κοντά λοιπόν άκουσε γυναικεία κλάματα και ανάλογο θόρυβο· ρώτησε να μάθει ποιες είναι αυτές οι γυναίκες και για ποιο λόγο είχαν καταλύσει τόσο κοντά. Κάποιος του απάντησε: «Βασιλιά, είναι η μάνα, η γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου. Έμαθαν ότι έχεις το τόξο του και τον βασιλικό κάνδυ κι ότι έρχεται πίσω η ασπίδα του και θρηνούν, επειδή νομίζουν πως ο Δαρείος πέθανε». ‘Οταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος, έστειλε έναν εταίρο, τον Λεοννάτο, με την εντολή να τους πει ότι ο Δαρείος ζει και ότι στη φυγή του παράτησε τα όπλα και τον κάνδυ πάνω στο άρμα κι ότι μόνο αυτά τα αντικείμενα κατέχει ο Αλέξανδρος. Ο Λεοννάτος πήγε στη σκηνή, είπε τι συνέβη με τον Δαρείο και ακόμη ότι ο Αλέξανδρος θα τους αποδώσει όλες τις βασιλικές τιμές και θα τις προσφωνεί βασίλισσες· αυτό γιατί δεν πολεμά προσωπικά κατά του Δαρείου, αλλά σύμφωνα με τους νόμους για την κυριαρχία της Ασίας. Αυτά λένε ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος. Λέγεται ακόμη και κάτι άλλο· την επόμενη μέρα, ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπήκε στη σκηνή, έχοντας μόνη συντροφιά τον εταίρο Ηφαιστίωνα. Η μάνα του Δαρείου δεν κατάλαβε ποιος από τους δύο είναι ο βασιλιάς, γιατί ήταν ντυμένοι με τον ίδιο τρόπο. Προχώρησε λοιπόν και προσκύνησε τον Ηφαιστίωνα, που της φάνηκε πιο μεγαλοπρεπής. Ο Ηφαιστίωνας όμως έκανε πίσω και κάποιος από το περιβάλλον της της έδειξε τον Αλέξανδρο λέγοντάς της ποιος είναι. Αυτή ντράπηκε για το λάθος της και υποχώρησε. Τότε ο Αλέξανδρος της είπε ότι δεν κάνει λάθος, γιατί κι εκείνος είναι Αλέξανδρος. Εγώ αναφέρω απλά το γεγονός, ούτε ως αληθινό ούτε όμως και ως εντελώς ψεύτικο. Αλλά αν έγιναν έτσι τα πράγματα, επαινώ τον Αλέξανδρο που λυπήθηκε τις γυναίκες και έδειξε τέτοια εμπιστοσύνη και εκτίμηση στον φίλο του. Μπορεί όμως απλά οι συγγραφείς να έκριναν ότι ο Αλέξανδρος μπορούσε να μιλήσει και να συμπεριφερθεί έτσι. Ακόμη κι αν είναι έτσι τα πράγματα και πάλι τον επαινώ.
Δαρεῖος δὲ τὴν μὲν νύκτα ξὺν ὀλίγοις τοῖς ἀμφ' αὐτὸν ἔφυγε, τῇ δὲ ἡμέρᾳ ἀναλαμβάνων ἀεὶ τῶν τε Περσῶν τοὺς διασωθέντας ἐκ τῆς μάχης καὶ τῶν ξένων τῶν μισθοφόρων, ἐς τετρακισχιλίους ἔχων τοὺς πάντας, ὡς ἐπὶ Θάψακόν τε πόλιν καὶ τὸν Εὐφράτην ποταμὸν σπουδῇ ἤλαυνεν, ὡς τάχιστα μέσον αὑτοῦ τε καὶ Ἀλεξάνδρου τὸν Εὐφράτην ποιῆσαι. Ἀμύντας δὲ ὁ Ἀντιόχου καὶ Θυμώνδας ὁ Μέντορος καὶ Ἀριστομήδης ὁ Φεραῖος καὶ Βιάνωρ ὁ Ἀκαρνάν, ξυμπάντες οὗτοι αὐτόμολοι, μετὰ τῶν ἀμφ' αὐτοὺς στρατιωτῶν ὡς ὀκτακισχιλίων εὐθὺς ὡς τεταγμένοι ἦσαν κατὰ τὰ ὄρη φεύγοντες ἀφίκοντο ἐς Τρίπολιν τῆς Φοινίκης. καὶ ἐνταῦθα καταλαβόντες τὰς ναῦς νενεωλκημένας ἐφ' ὧν πρόσθεν ἐκ Λέσβου διακεκομισμένοι ἦσαν, τούτων ὅσαι μὲν ἱκαναί σφισιν ἐς τὴν κομιδὴν ἐδόκουν, ταύτας καθελκύσαντες, τὰς δὲ ἄλλας αὐτοῦ ἐν τοῖς νεωρίοις κατακαύσαντες, ὡς μὴ παρασχεῖν ταχεῖαν σφῶν τὴν δίωξιν, ἐπὶ Κύπρου ἔφευγον καὶ ἐκεῖθεν εἰς Αἴγυπτον, ἵναπερ ὀλίγον ὕστερον πολυπραγμονῶν τι Ἀμύντας ἀποθνήσκει ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων. Φαρνάβαζος δὲ καὶ Αὐτοφραδάτης τέως μὲν περὶ τὴν Χίον διέτριβον. καταστήσαντες δὲ φρουρὰν τῆς Χίου τὰς μέν τινας τῶν νεῶν ἐς Κῶν καὶ Ἁλικαρνασσὸν ἔστειλαν, αὐτοὶ δὲ ἑκατὸν ναυσὶ ταῖς ἄριστα πλεούσαις ἀναγ<αγ>όμενοι ἐς Σίφνον κατέσχον. καὶ παρ' αὐτοὺς ἀφικνεῖται αγις ὁ Λακεδαιμονίων βασιλεὺς ἐπὶ μιᾶς τριήρους, χρήματά τε αἰτήσων ἐς τὸν πόλεμον καὶ δύναμιν ναυτικήν τε καὶ πεζικὴν ὅσην πλείστην ἀξιώσων συμπέμψαι οἱ ἐς τὴν Πελοπόννησον. καὶ ἐν τούτῳ ἀγγελία αὐτοῖς ἔρχεται τῆς μάχης τῆς πρὸς Ἰσσῷ γενομένης. ἐκπλαγέντες δὲ πρὸς τὰ ἐξαγγελθέντα Φαρνάβαζος μὲν σὺν δώδεκα τριήρεσι καὶ τῶν μισθοφόρων ξένων ξὺν χιλίοις καὶ πεντακοσίοις ἐπὶ Χίου ἐστάλη, δείσας μή τι πρὸς τὴν ἀγγελίαν τῆς ἥττης οἱ Χῖοι νεωτερίσωσιν. αγις δὲ παρ' Αὐτοφραδάτου τάλαντα ἀργυρίου λαβὼν τριάκοντα καὶ τριήρεις δέκα, ταύτας μὲν Ἱππίαν ἄξοντα ἀποστέλλει παρὰ τὸν ἀδελφὸν τὸν αὑτοῦ Ἀγησίλαον ἐπὶ Ταίναρον. καὶ παραγγέλλειν ἐκέλευσεν Ἀγησιλάῳ, διδόντα τοῖς ναύταις ἐντελῆ τὸν μισθὸν πλεῖν τὴν ταχίστην ἐπὶ Κρήτης, ὡς τὰ ἐκεῖ καταστησόμενον. αὐτὸς δὲ τότε μὲν αὐτοῦ ἐν ταῖς νήσοις ὑπέμενεν, ὕστερον δὲ εἰς Ἁλικαρνασσὸν παρ' Αὐτοφραδάτην ἀφίκετο. Ἀλέξανδρος δὲ σατράπην μὲν Συρίᾳ τῇ κοιλῇ Μένωνα τὸν Κερδίμμα ἐπέταξε δοὺς αὐτῷ εἰς φυλακὴν τῆς χώρας τοὺς τῶν ξυμμάχων ἱππέας, αὐτὸς δὲ ἐπὶ Φοινίκης ἤει. καὶ ἀπαντᾷ αὐτῷ κατὰ τὴν ὁδὸν Στράτων ὁ Γηροστράτου παῖς τοῦ Ἀραδίων τε καὶ τῶν Ἀράδῳ προσοίκων βασιλέως. ὁ δὲ Γηρόστρατος αὐτὸς μετ' Αὐτοφραδάτου ἔπλει ἐπὶ τῶν νεῶν, καὶ οἱ ἄλλοι οἵ τε τῶν Φοινίκων καὶ οἱ τῶν Κυπρίων βασιλεῖς καὶ αὐτοὶ Αὐτοφραδάτῃ ξυνέπλεον. Στράτων δὲ Ἀλεξάνδρῳ ἐντυχὼν στεφανοῖ χρυσῷ στεφάνῳ αὐτὸν καὶ τήν τε Ἄραδον αὐτῷ τὴν νῆσον καὶ τὴν Μάραθον τὴν καταντικρὺ τῆς Ἀράδου ἐν τῇ ἠπείρῳ ᾠκισμένην, πόλιν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα, καὶ Σιγῶνα καὶ Μαριάμμην πόλιν καὶ τἆλλα ὅσα τῆς σφῶν ἐπικρατείας ἐνδίδωσιν.
O Δαρείος ξέφυγε μέσα στη νύχτα, με λίγους από την ακολουθία του. Ξόδεψε την ημέρα στο να συγκεντρώσει τους Πέρσες και τους ξένους μισθοφόρους που σώθηκαν από τη μάχη. Μάζεψε γύρω στους τέσσερις χιλιάδες και μ’ αυτούς κινήθηκε γρήγορα προς την πόλη Θάψακο και τον ποταμό Ευφράτη. Βιαζόταν να βάλει το ποτάμι ανάμεσα στον εαυτό του και στον Αλέξανδρο. Ο Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, ο Θυμωνδας, ο γιος του Μέντορα, ο Αριστομήδης από τις Φερές, ο Βιάνορας από την Ακαρνανία, όλοι αυτόμολοι, μαζί με τους στρατιώτες τους (οκτώ χιλιάδες άνθρωποι περίπου έτσι όπως ήταν παραταγμένοι, κατέβηκαν από τα βουνά και έφτασαν στην Τρίπολη της Φοινίκης. Εκεί από τα πλοία με τα οποία έφτασαν από τη Λέσβο και είχαν τώρα τραβηχτεί στη στεριά, άρπαξαν όσα πίστευαν ότι αρκούσαν για τη μεταφορά τους. Τα έριξαν στο νερό, έκαψαν τα υπόλοιπα στους ναύσταθμους, για να μη διευκολύνουν την καταδίωξή τους και κατέφυγαν στην Κύπρο και, από κει, στην Αίγυπτο. Εκεί, λίγο αργότερα, κάτι σκάρωσε ο Αμύντας και τον σκότωσαν οι ντόπιοι. Ο Φαρνάβαζος και ο Αυτοφραδάτης περίμεναν από πριν στη Χίο. Τοποθέτησαν φρουρά στο νησί, έστειλαν μερικά πλοία στην Κω και στην Αλικαρνασσό και οι ίδιοι με τα εκατό πιο καλοτάξιδα πήγαν στη Σίφνο. Εκεί, πήγε και τους βρήκε ο βασιλιάς της Σπάρτης, ο Άγης, πάνω σε μία τριήρη. Του ζήτησε χρήματα για να κάνει πόλεμο και απαίτησε να του στείλουν στην Πελοπόννησο όσο περισσότερο στρατό και ναυτικό μπορούσαν. Εκείνη τη στιγμή, τους ήρθε η είδηση για τη μάχη στην Ισσό. Έμειναν έκπληκτοι από την αναγγελία. Ο Φαρνάβαζος με δώδεκα τριήρεις και χίλιους πεντακόσιους ξένους μισθοφόρους πήγε στη Χίο, γιατί φοβόταν μήπως με την αναγγελία της ήττας επαναστατήσουν οι Χιώτες. Ο Άγης πήρε από τον Αυτοφραδάτη τριάντα ασημένια τάλαντα και δέκα τριήρεις. Ανέθεσε στον Ιππία να τις οδηγήσει στον αδελφό του, τον Αγησίλαο, στο Ταίναρο. Τον διέταξε να πει στον Αγησίλαο να δώσει στους ναύτες ολόκληρο τον μισθό τους και να πάει το συντομότερο δυνατό στην Κρήτη, για να διευθετήσει τα πράγματα εκεί. Αυτός παρέμεινε κατ’ αρχήν στα νησιά και αργότερα πήγε στον Αυτοφραδάτη στην Αλικαρνασσό. Ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη της κοίλης Συρίας τον Μένωνα, τον γιο του Κερδίμμα και του έδωσε για φρουρά της χώρας το συμμαχικό ιππικό. Ο ίδιος πήγε στη Φοινίκη. Στον δρόμο τον συνάντησε ο Στράτωνας, ο γιος του Γηροστράτου, του βασιλιά των Αραδίων και της γειτονικής τους περιοχής. Ο Γηρόστρατος ακολουθούσε τον πλου του Αυτοφραδάτη, όπως και οι άλλοι βασιλείς των Κυπρίων και των Φοινίκων. Ο Στράτωνας όμως, όταν συνάντησε τον Αλέξανδρο, τον στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι και του παρέδωσε το νησί της Αράδου, την πλούσια και ευτυχισμένη πόλη Μάραθο, χτισμένη στη στεριά απέναντι από την Άραδο, τη Σιγώνα, την πόλη Μαριάμμη και τις υπόλοιπες περιοχές που διοικούσε.
Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.
20. Ἦν δέ τις ἐν τῷ Δαρείου στρατῷ πεφευγὼς ἐκ Μακεδονίας ἀνὴρ Μακεδών, Ἀμύντας, οὐκ ἄπειρος τῆς Ἀλεξάνδρου φύσεως. οὗτος ὡρμημένον ἰδὼν Δαρεῖον εἴσω τῶν στενῶν βαδίζειν ἐπ’ Ἀλέξανδρον, ἐδεῖτο κατὰ χώραν ὑπομένειν ἐν πλάτος ἔχουσι πεδίοις καὶ ἀναπεπταμένοις, πρὸς ἐλάττονας πλήθει τοσούτῳ διαμαχούμενον. ἀποκριναμένου δὲ Δαρείου δεδιέναι μὴ φθάσωσιν αὐτὸν ἀποδράντες οἱ πολέμιοι καὶ διαφυγὼν Ἀλέξανδρος, "ἀλλὰ τούτου γ’" εἶπεν "ὦ βασιλεῦ χάριν θάρρει· βαδιεῖται γὰρ ἐκεῖνος ἐπὶ σέ, καὶ σχεδὸν ἤδη βαδίζει". ταῦτα λέγων Ἀμύντας οὐκ ἔπειθεν, ἀλλ’ ἀναστὰς ἐπορεύετο Δαρεῖος εἰς Κιλικίαν, ἅμα δ’ Ἀλέξανδρος εἰς Συρίαν ἐπ’ ἐκεῖνον. ἐν δὲ τῇ νυκτὶ διαμαρτόντες ἀλλήλων, αὖθις ἀνέστρεφον, Ἀλέξανδρος μὲν ἡδόμενός τε τῇ συντυχίᾳ καὶ σπεύδων ἀπαντῆσαι περὶ τὰ στενά, Δαρεῖος δὲ τὴν προτέραν ἀναλαβεῖν στρατοπεδείαν καὶ τῶν στενῶν ἐξελίξαι τὴν δύναμιν. ἤδη γὰρ ἐγνώκει παρὰ τὸ συμφέρον ἐμβεβληκὼς ἑαυτὸν εἰς χωρία θαλάττῃ καὶ ὄρεσι καὶ ποταμῷ διὰ μέσου ῥέοντι τῷ Πινάρῳ δύσιππα καὶ διεσπασμένα πολλαχοῦ καὶ πρὸς τῆς ὀλιγότητος τῶν πολεμίων ἔχοντα τὴν θέσιν. Ἀλεξάνδρῳ δὲ τὸν μὲν τόπον ἡ τύχη παρέσχεν, ἐστρατήγησε δὲ τῶν ἀπὸ τῆς τύχης ὑπαρχόντων πρὸς τὸ νικῆσαι βέλτιον, ὅς γε τοσούτῳ πλήθει τῶν βαρβάρων λειπόμενος, ἐκείνοις μὲν οὐ παρέσχε κύκλωσιν, αὐτὸς δὲ τῷ δεξιῷ τὸ εὐώνυμον ὑπερβαλὼν καὶ γενόμενος κατὰ κέρας, φυγὴν ἐποίησε τῶν καθ’ αὑτὸν βαρβάρων, ἐν πρώτοις ἀγωνιζόμενος, ὥστε τρωθῆναι ξίφει τὸν μηρόν, ὡς μὲν Χάρης φησίν ὑπὸ Δαρείου (συμπεσεῖν γὰρ αὐτοὺς εἰς χεῖρας)· Ἀλέξανδρος δὲ περὶ τῆς μάχης ἐπιστέλλων τοῖς περὶ τὸν Ἀντίπατρον οὐκ εἴρηκεν ὅστις ἦν ὁ τρώσας, ὅτι δὲ τρωθείη τὸν μηρὸν ἐγχειριδίῳ, δυσχερὲς δ’ οὐδὲν ἀπὸ τοῦ τραύματος συμβαίη, γέγραφε. νικήσας δὲ λαμπρῶς καὶ καταβαλὼν ὑπὲρ ἕνδεκα μυριάδας τῶν πολεμίων, Δαρεῖον μὲν οὐχ εἷλε, τέτταρας σταδίους ἢ πέντε προλαβόντα τῇ φυγῇ, τὸ δ’ ἅρμα καὶ τὸ τόξον αὐτοῦ λαβὼν ἐπανῆλθε· καὶ κατέλαβε τοὺς Μακεδόνας τὸν μὲν ἄλλον πλοῦτον ἐκ τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοπέδου φέροντας καὶ ἄγοντας, ὑπερβάλλοντα πλήθει, καίπερ εὐζώνων πρὸς τὴν μάχην παραγενομένων καὶ τὰ πλεῖστα τῆς ἀποσκευῆς ἐν Δαμασκῷ καταλιπόντων, τὴν δὲ Δαρείου σκηνὴν ἐξῃρηκότας ἐκείνῳ, θεραπείας τε λαμπρᾶς καὶ παρασκευῆς καὶ χρημάτων πολλῶν γέμουσαν. εὐθὺς οὖν ἀποδυσάμενος τὰ ὅπλα πρὸς τὸ λουτρὸν ἐβάδιζεν εἰπών· "ἴωμεν ἀπολουσόμενοι τὸν ἀπὸ τῆς μάχης ἱδρῶτα τῷ Δαρείου λουτρῷ". καί τις τῶν ἑταίρων "μὰ τὸν Δία" εἶπεν, "ἀλλὰ τῷ Ἀλεξάνδρου· τὰ γὰρ τῶν ἡττωμένων εἶναί τε δεῖ καὶ προσαγορεύεσθαι τοῦ κρατοῦντος". ὡς δ’ εἶδε μὲν ὅλκια καὶ κρωσσοὺς καὶ πυέλους καὶ ἀλαβάστρους, πάντα χρυσοῦ, διησκημένα περιττῶς, ὠδώδει δὲ θεσπέσιον οἷον ὑπ’ ἀρωμάτων καὶ μύρων ὁ οἶκος, ἐκ δὲ τούτου παρῆλθεν εἰς σκηνὴν ὕψει τε καὶ μεγέθει καὶ τῷ περὶ τὴν στρωμνὴν καὶ τὰς τραπέζας καὶ τὸ δεῖπνον αὐτὸ κόσμῳ θαύματος ἀξίαν, διαβλέψας πρὸς τοὺς ἑταίρους, «τοῦτ’ ἦν ὡς ἔοικεν» ἔφη «τὸ βασιλεύειν».
20. Στον στρατό του Δαρείου ήταν κάποιος Μακεδόνας, Αμύντας, που είχε εξοριστεί από τη Μακεδονία και γνώριζε τον χαρακτήρα του Αλέξανδρου. Αυτός, καθώς έβλεπε ότι ο Δαρείος ετοιμαζόταν να βαδίσει εναντίον του Αλέξανδρου μέσα από τα στενά, τον παρακάλεσε να περιμένει εκεί που βρισκόταν και να δώσει μάχη στις μεγάλες κι ανοικτές πεδιάδες, πολεμώντας με τόσο στρατό εναντίον λιγότερων. Και όταν ο Δαρείος του αποκρίθηκε πως φοβάται μήπως καταφέρουν και ξεφύγουν οι εχθροί, είπε: «Γι' αυτό βέβαια μη φοβάσαι, βασιλιά. Γιατί εκείνος θα έλθει εναντίον σου, και ήδη τώρα πιθανόν να έρχεται». Λέγοντας αυτά ο Αμύντας δεν τον έπεισε, κι ο Δαρείος έφυγε κατευθυνόμενος στην Κιλικία, ενώ συγχρόνως ο Αλέξανδρος πήγαινε προς τη Συρία εναντίον του. Τη νύχτα εκείνη δεν κατάφεραν να συναντηθούν και επέστρεψαν, ο μεν Αλέξανδρος ευχαριστημένος με το γεγονός και σπεύδοντας να προλάβει τους εχθρούς κοντά στα στενά, ενώ ο Δαρείος ήθελε να προλάβει να φτάσει στο πρώτο στρατόπεδο και να πάρει τον στρατό του από τα στενά. Γιατί ήδη είχε καταλάβει ότι αντίθετα με το συμφέρον του είχε πάει σε δύσκολες περιοχές για το ιππικό του, λόγω της θάλασσας, των βουνών και του ποταμού Πινάρου, που περνάει ανάμεσά τους, περιοχές που είναι χωρισμένες σε πολλά μικρά τμήματα και είναι κατάλληλα για τους εχθρούς που ήταν ολιγάριθμοι. Στον Αλέξανδρο έδωσε η τύχη την κατάλληλη περιοχή, αλλά περισσότερο από την προσφορά της τύχης βοήθησε στη νίκη η ικανότητα του στη στρατηγική, γιατί αν και είχε λιγότερο στρατό από τους βαρβάρους, δεν τους άφησε να τον περικυκλώσουν, αλλά ο ίδιος με τη δεξιά του πτέρυγα πέρασε το αριστερό τους άκρο, και χτυπώντας τους από τα πλάγια έτρεψε σε φυγή όσους βαρβάρους είχαν παραταχθεί προς τη δική του μεριά, πολεμώντας ανάμεσα στους πρώτους. Έτσι τραυματίστηκε με ξίφος στον μηρό από τον Δαρείο, γιατί, όπως ισχυρίζεται ο Χάρης, πιάστηκαν στα χέρια. Αλλά ο Αλέξανδρος γράφοντας σχετικά με τη μάχη στον Αντίπατρο δεν αναφέρει ποιος τον πλήγωσε, αλλά ότι κτυπήθηκε στον μηρό με σπαθί και πως δεν ήταν τίποτε σοβαρό το τραύμα του. Και παρόλο που είχε μια λαμπρή νίκη και κατατρόπωσε πάνω από εκατόν δέκα χιλιάδες εχθρούς, δεν κατάφερε να πιάσει τον Δαρείο, γιατί εκείνος με τη φυγή πρόλαβε να πάει μπροστά τέσσερα ή πέντε στάδια· κατάφερε όμως να πάρει το άρμα και το τόξο του και επιστρέφοντας βρήκε τους Μακεδόνες να παίρνουν από το στρατόπεδο των βαρβάρων τα υπόλοιπα πλούτη, που ήταν υπερβολικά πολλά, αν και πήραν μέρος στη μάχη ελαφρά οπλισμένοι και τις περισσότερες αποσκευές τους τις είχαν στη Δαμασκό. Τη σκηνή του Δαρείου την εξαίρεσαν για τον ίδιο, καθώς ήταν γεμάτη με εξαιρετικούς υπηρέτες και επίπλωση και πολλούς θησαυρούς. Αφού λοιπόν έβγαλε τα όπλα του, αμέσως κατευθύνθηκε στο λουτρό λέγοντας: «Πάμε να πλύνουμε τον ιδρώτα από τη μάχη στο λουτρό του Δαρείου». Και κάποιος από τους φίλους του είπε: «Μα τον Δία, στο λουτρό του Αλέξανδρου. Γιατί τα πράγματα των νικημένων πρέπει να ανήκουν και να ονομάζονται του νικητή». Και καθώς είδε τόσες λεκάνες και υδρίες και σκάφες και αλαβάστρινα αντικείμενα, όλα από χρυσό και με μεγάλη πολυτέλεια κατασκευασμένα, και το χώρο να μυρίζει θαυμάσια, γιατί ήταν γεμάτος αρώματα και μύρα, μπήκε στη σκηνή, που άξιζε να τη θαυμάσει κανείς λόγω του ύψους και του μεγέθους της, αλλά και για τα στρώματα, τα τραπέζια και όσα κοσμούσαν το δείπνο, στράφηκε στους φίλους του και είπε: «Τούτο είναι, όπως φαίνεται, το να είσαι βασιλιάς».
Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.
Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη
Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Επτακαιδεκάτη, 31-36
[17,31] Εὐθὺς οὖν μετεπέμπετο τὰς πανταχόθεν δυνάμεις καὶ προσέταξεν ἀπαντᾶν εἰς Βαβυλῶνα καὶ τῶν φίλων καὶ τῶν συγγενῶν ἐπελέγετο τοὺς εὐθέτους, ὧν τοῖς μὲν τὰς ἁρμοζούσας ἡγεμονίας κατεμέριζε, τοὺς δὲ μεθ' αὑτοῦ κινδυνεύειν προσέταττεν. (2) Ὡς δ' ὁ τῆς στρατείας ἀφωρισμένος χρόνος προσεγένετο, κατήντησαν ἅπαντες εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Ὁ δ' ἀριθμὸς ἦν τῶν στρατιωτῶν πεζοὶ μὲν πλείους τῶν τετταράκοντα μυριάδων, ἱππεῖς δὲ οὐκ ἐλάττους τῶν δέκα μυριάδων. Δαρεῖος μὲν οὖν μετὰ τοσαύτης δυνάμεως ἀναζεύξας ἐκ Βαβυλῶνος προῆγεν ἐπὶ Κιλικίας, ἔχων μεθ' ἑαυτοῦ τήν τε γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα, υἱὸν καὶ δύο θυγατέρας, καὶ τὴν μητέρα· (3) ᾿Αλέξανδρος δὲ πρὸ μὲν τῆς Μέμνονος τελευτῆς πυνθανόμενος Χῖον καὶ τὰς ἐν Λέσβῳ πόλεις κεχειρῶσθαι, τὴν δὲ Μιτυλήνην κατὰ κράτος ἡλωκυῖαν, πρὸς δὲ τούτοις τὸν Μέμνονα τριακοσίαις τριήρεσι καὶ πεζῇ δυνάμει μέλλοντα στρατεύειν ἐπὶ Μακεδονίαν, τῶν δ' ῾Ελλήνων τοὺς πλείους ἑτοίμους εἶναι πρὸς ἀπόστασιν οὐ μετρίως ἠγωνία, (4) Ὡς δ' ἧκόν τινες ἀπαγγέλλοντες τὴν Μέμνονος τελευτήν, ἀπελύθη τῆς πολλῆς ἀγωνίας. Μετ' ὀλίγον δὲ εἰς ἀρρωστίαν βαρυτέραν ἐμπεσὼν καὶ χαλεπῷ πάθει συνεχόμενος συνεκάλεσε τοὺς ἰατρούς. (5) Τῶν μὲν οὖν ἄλλων ἕκαστος δυσχερῶς εἶχε πρὸς τὴν θεραπείαν, Φίλιππος δ' ᾿Ακαρνὰν τὸ γένος παραβόλοις καὶ συντόμοις θεραπείαις χρώμενος ἐπηγγείλατο διὰ φαρμακείας λύσειν τὴν νόσον. (6) Ἀσμένως δὲ τοῦ βασιλέως ὑπακούσαντος διὰ τὸ λέγεσθαι Δαρεῖον μετὰ τῆς δυνάμεως ἐκ Βαβυλῶνος ὡρμηκέναι ὁ μὲν ἰατρὸς δοὺς φάρμακον πιεῖν καὶ συνεργὸν λαβὼν τὴν φύσιν τοῦ κάμνοντος καὶ τὴν τύχην εὐθὺς ἀπήλλαξε τῆς νόσου τὸν ᾿Αλέξανδρον. Οὗτος μὲν οὖν παραδόξως ἐκφυγὼν τὸν κίνδυνον καὶ τὸν ἰατρὸν τιμήσας μεγαλοπρεπῶς κατέταξεν αὐτὸν εἰς τοὺς εὐνουστάτους τῶν φίλων.
31. Κάλεσε, λοιπόν, (Ο Δαρείος) τις δυνάμεις του απ' όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας και πρόσταξε να τον συναντήσουν στη Βαβυλώνα. Από τους συγγενείς και τους φίλους, επίσης, διάλεξε τους κατάλληλους και τους ανέθεσε διοικήσεις ανάλογα με τις ικανότητες τους, ενώ άλλους τους όρισε να πολεμήσουν στο πλευρό του. Όταν έφτασε ο καιρός που είχε οριστεί για την επιχείρηση, κατέφθασαν όλοι στη Βαβυλώνα. Ο αριθμός των στρατιωτών ήταν πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες, ενώ οι ιππείς δεν ήταν λιγότεροι από εκατό χιλιάδες. Ο Δαρείος κίνησε, λοιπόν, με όλη αυτή τη δύναμη και βάδιζε προς την Κιλικία, έχοντας μαζί του τη γυναίκα, τα παιδιά, ένα γιο και δυο θυγατέρες, και τη μητέρα του. Ο Αλέξανδρος, που πριν τον θάνατο του Μέμνονα είχε μάθει την υποταγή της Χίου και των πόλεων της Λέσβου, ότι η Μυτιλήνη είχε καταληφθεί εξ εφόδου, καθώς και ότι ο Μέμνων με τριακόσιες τριήρεις και δυνάμεις πεζικού σκόπευε να εκστρατεύσει στη Μακεδονία, ενώ οι περισσότεροι Έλληνες ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν, είχε καταληφθεί από μεγάλη αγωνία. Μόλις όμως ήρθαν και του ανακοίνωσαν κάποιοι τον θάνατο του Μέμνονα, απαλλάχτηκε από την αγωνία. Μετά από λίγο, έπεσε σε αρκετά σοβαρή αρρώστια κι επειδή η κατάσταση του ήταν επίπονη κάλεσε τους γιατρούς. Όλοι, λοιπόν, οι γιατροί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση ως προς τη θεραπεία, εκτός από τον Φίλιππο τον Ακαρνάνα, ο οποίος δήλωσε ότι μπορούσε να κατανικήσει την αρρώστια με φάρμακα, αλλά η θεραπευτική αγωγή θα ήταν εντατική και τολμηρή. Ο βασιλιάς δέχτηκε μετά χαράς, καθώς είχε διαδοθεί η φήμη πως ο Δαρείος είχε κινήσει με τον στρατό του από τη Βαβυλώνα. Ο γιατρός του έδωσε να πιει το φάρμακο και, έχοντας βοηθό την ισχυρή κράση του ασθενούς αλλά και την τύχη, απάλλαξε τον Αλέξανδρο από την αρρώστια. Έτσι, λοιπόν, αυτός διέφυγε ανέλπιστα τον κίνδυνο και τίμησε με μεγαλοπρέπεια τον γιατρό, τον οποίο κατέταξε μεταξύ των πιο πιστών του φίλων.
[17,32] Ἡ δὲ μήτηρ τοῦ βασιλέως ἔγραψε πρὸς τὸν ᾿Αλέξανδρον τά τε ἄλλα τῶν χρησίμων καὶ διότι φυλάξασθαι προσήκει τὸν Λυγκηστὴν ᾿Αλέξανδρον. Οὗτος δ' ὢν ἀνδρείᾳ διάφορος καὶ φρονήματος πλήρης καὶ συμπαρακολουθῶν τῷ βασιλεῖ μετὰ τῶν ἄλλων φίλων ἐπιστεύετο. (2) Πολλῶν δὲ καὶ ἄλλων εὐλόγων συνδραμόντων πρὸς ταύτην τὴν διαβολὴν συλληφθεὶς καὶ δεθεὶς εἰς φυλακὴν παρεδόθη, ὡς τευξόμενος δικαστηρίου. Ὁ δὲ ᾿Αλέξανδρος πυθόμενος τὸν Δαρεῖον ὀλίγων ἡμερῶν ὁδὸν ἀπέχειν Παρμενίωνα μὲν μετὰ τῆς δυνάμεως ἀπέστειλεν προκαταληψόμενον τὰς παρόδους καὶ τὰς ὀνομαζομένας ὡ Πύλας· οὗτος δ' ἐπιβαλὼν τοῖς τόποις καὶ τοὺς προκατειληφότας τὰς δυσχωρίας βαρβάρους βιασάμενος κύριος ἐγένετο τῶν παρόδων. (3) Δαρεῖος δὲ βουλόμενος εὔζωνον ποιῆσαι τὴν δύναμιν τὰ μὲν σκευοφόρα καὶ τὸν περιττὸν ὄχλον εἰς Δαμασκὸν τῆς Συρίας ἀπέθετο, τὸν δ' ᾿Αλέξανδρον πυθόμενος τὰς δυσχωρίας προκατειληφέναι καὶ νομίσας αὐτὸν μὴ τολμᾶν ἐν τῷ πεδίῳ διαγωνίζεσθαι προῆγεν ἐπ' αὐτὸν σύντομον τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενος. (4) Οἱ δ' ἐγχώριοι τῆς μὲν τῶν Μακεδόνων ὀλιγότητος καταφρονήσαντες, τὸ δὲ πλῆθος τῆς τῶν Περσῶν στρατιᾶς καταπεπληγμένοι καταλιπόντες τὸν ᾿Αλέξανδρον προσέθεντο τῷ Δαρείῳ καὶ τάς τε τροφὰς καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν μετὰ πολλῆς προθυμίας ἐχορήγουν τοῖς Πέρσαις καὶ διὰ τῆς ἰδίας κρίσεως προεσήμαινον τοῖς βαρβάροις τὴν νίκην. {VI} Ὁ δ' ᾿Αλέξανδρος τὴν μὲν ᾿Ισσὸν πόλιν ἀξιόλογον καταπληξάμενος ἐχειρώσατο·
32. Η μητέρα του βασιλιά έγραψε στον Αλέξανδρο, μεταξύ άλλων χρησίμων, ότι έπρεπε να φυλάγεται από τον Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αυτός διακρινόταν για την ανδρεία και το υψηλό του φρόνημα και ακολουθούσε τον βασιλιά παντού μαζί με τους λοιπούς του φίλους ως έμπιστος. Επειδή συνέτρεχαν και πολλοί άλλοι λόγοι που ενίσχυαν ετούτη τη συκοφαντία, ο Αλέξανδρος ο Λυγκηστής συνελήφθη, και τέθηκε δέσμιος υπό φρούρηση, μέχρις ότου δικαστεί. Ο Αλέξανδρος, πληροφορούμενος ότι ο Δαρείος απέχει λίγων μόνο ημερών πορεία, έστειλε τον Παρμενίωνα με τον στρατό να προκαταλάβει τα περάσματα και τις λεγόμενες Κιλίκιες Πύλες. Αυτός, λοιπόν, κατέφθασε επί τόπου και, αφού απώθησε τους βαρβάρους που είχαν προκαταλάβει τα στενά, έγινε κύριος των περασμάτων. Ο Δαρείος, θέλοντας να κάνει τον στρατό του ευκίνητο, άφησε τα σκευοφόρα και τους αμάχους στη Δαμασκό της Συρίας. Μαθαίνοντας επίσης ότι ο Αλέξανδρος κατέλαβε τα στενά, θεώρησε πως δε θα τολμούσε να δώσει μάχη στην πεδιάδα και βάδιζε με σύντονη πορεία. Οι ντόπιοι έπαψαν να υπολογίζουν τους Μακεδόνες, που ήταν λίγοι, ενώ τους εντυπωσίασε το μέγεθος της περσικής στρατιάς, και εγκαταλείποντας τον Αλέξανδρο προσχώρησαν στον Δαρείο και χορηγούσαν με μεγάλη προθυμία τρόφιμα και ό,τι άλλο αναγκαίο στους Πέρσες, ενώ με το δικό τους το μυαλό πρόβλεπαν νίκη των βαρβάρων. Ο Αλέξανδρος, στο μεταξύ, κατέλαβε την Ισσό, μια σημαντική πόλη, που υποτάχτηκε τρομοκρατημένη.
[17,33] Τῶν δὲ κατασκόπων ἀπαγγειλάντων αὐτῷ τριάκοντα σταδίους ἀπέχειν τὸν Δαρεῖον καὶ συντεταγμένῃ τῇ δυνάμει προσιέναι καταπληκτικῶς, ὑπολαβὼν παρὰ τῶν θεῶν αὐτῷ δεδόσθαι τὸν καιρὸν ὥστε μιᾷ παρατάξει νικήσαντα καταλῦσαι τὴν Περσῶν ἡγεμονίαν τοὺς μὲν στρατιώτας τοῖς οἰκείοις λόγοις παρεκάλεσεν ἐπὶ τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀγῶνα, τὰ δὲ τάγματα τῶν στρατιωτῶν καὶ τὰς τῶν ἱππέων εἴλας οἰκείως τοῖς ὑποκειμένοις τόποις διατάξας τοὺς μὲν ἱππεῖς ἐπέστησε πρὸ πάσης τῆς στρατιᾶς, τὴν δὲ τῶν πεζῶν φάλαγγα κατόπιν ἐφεδρεύειν προσέταξεν. (2) Αὐτὸς δὲ προηγούμενος τοῦ δεξιοῦ μέρους ἀπήντα τοῖς πολεμίοις, ἔχων μεθ' ἑαυτοῦ τοὺς κρατίστους τῶν ἱππέων· τὸ δ' εὐώνυμον μέρος ἐπεῖχον οἱ τῶν Θετταλῶν ἱππεῖς, πολὺ τῶν ἄλλων διαφέροντες ταῖς τε ἀνδραγαθίαις καὶ ταῖς ἐμπειρίαις. (3) Ὡς δ' αἱ δυνάμεις ἐντὸς βέλους ἐγίνοντο, τοῖς μὲν περὶ τὸν ᾿Αλέξανδρον ἐπέρριψαν οἱ βάρβαροι τοσοῦτον πλῆθος βελῶν ὥστε διὰ τὴν πυκνότητα τῶν βαλλομένων ἀλλήλοις συγκρουόντων ἀσθενεστέρας γίνεσθαι τὰς πληγάς. (4) Τῶν δὲ σαλπικτῶν παρ' ἀμφοτέροις τὸ πολεμικὸν σημαινόντων οἱ Μακεδόνες πρῶτοι συναλαλάξαντες βοὴν ἐξαίσιον ἐποίησαν, μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων συνήχησε μὲν ἡ σύνεγγυς ὀρεινὴ πᾶσα, τὸ δὲ μέγεθος τῆς βοῆς ὑπερῆρε τὴν προγεγενημένην κραυγήν, ὡς ἂν πεντήκοντα μυριάδων μιᾷ φωνῇ συνηχουσῶν. (5) Ὁ δ' ᾿Αλέξανδρος πάντῃ τὴν ὄψιν βάλλων καὶ σπεύδων κατιδεῖν τὸν Δαρεῖον ἅμα τῷ κατανοῆσαι παραχρῆμα μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν ἱππέων ἐπ' αὐτὸν ἐφέρετο τὸν βασιλέα, σπεύδων οὐχ οὕτω καταπροτερῆσαι τῶν Περσῶν ὡς τὸ δι' αὑτοῦ περιποιήσασθαι τὴν νίκην. (6) Ἅμα δὲ τούτῳ καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ἱππέων συμπεσόντων ἀλλήλοις καὶ πολλοῦ φόνου γινομένου ἡ μὲν μάχη διὰ τὰς τῶν ἀγωνιζομένων ἀρετὰς ἀμφίδοξον εἶχε τὴν τῶν ὅλων κρίσιν· ἐταλαντεύετο γὰρ δεῦρο κἀκεῖσε, τῆς τροπῆς ἐναλλὰξ γινομένης. (7) Οὔτε γὰρ ἀκοντίσας οὔτε πατάξας οὐδεὶς ἄπρακτον ἔσχε τὴν πληγήν, ὡς ἂν διὰ τὸ πλῆθος ἑτοίμου τοῦ σκοποῦ κειμένου. Διὸ καὶ πολλοὶ τραύμασιν ἐναντίοις περιτυγχάνοντες ἔπιπτον καὶ μέχρι τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς θυμομαχοῦντες τὸ ζῆν πρότερον ἢ τὴν ἀρετὴν ἐξέλειπον.
33. Όταν οι ανιχνευτές του ανέφεραν ότι ο Δαρείος απείχε τριάντα στάδια και ότι πλησιάζει με τις δυνάμεις του συντεταγμένες με τρόπο καταπληκτικό, σκέφτηκε πως οι θεοί του έδιναν την ευκαιρία ώστε με μία μάχη να νικήσει και να καταλύσει την αυτοκρατορία των Περσών. Έτσι, παρότρυνε με τα κατάλληλα λόγια τους στρατιώτες στον υπέρ πάντων αγώνα και τοποθέτησε τις μονάδες του πεζικού και τις ίλες του ιππικού ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Τοποθέτησε, δηλαδή, τους ιππείς μπροστά απ' όλο το στράτευμα, ενώ τη φάλαγγα των πεζών την έβαλε πίσω ως εφεδρεία. Ο ίδιος, επικεφαλής στο δεξί κέρας, προχωρούσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς, έχοντας μαζί του τις ισχυρότερες μονάδες ιππικού. Το αριστερό κέρας κατείχαν οι Θεσσαλοί ιππείς, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τους υπόλοιπους σε ανδραγαθία και εμπειρία. Μόλις οι δυνάμεις έφτασαν σε απόσταση βέλους, οι βάρβαροι έριξαν τέτοιο πλήθος βελών στους άντρες του Αλεξάνδρου, ώστε από την πυκνότητα τα βέλη συγκρούονταν μεταξύ τους και εξασθένιζε η δύναμή τους. Όταν οι σαλπιγκτές των δυο παρατάξεων σήμαναν επίθεση, πρώτοι οι Μακεδόνες αλάλαξαν με ένταση τρομερή, κι έπειτα ανταπάντησαν οι βάρβαροι. Τα γύρω βουνά αντιλάλησαν, καθώς η βοή των βαρβάρων ξεπέρασε την προηγούμενη κραυγή των Μακεδόνων, έτσι που πενήντα μυριάδες στόματα αναβόησαν με μια φωνή. Ο Αλέξανδρος έστρεφε τη ματιά του προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθώντας να διακρίνει τον Δαρείο. Αμέσως μόλις τον είδε, όρμησε με τους ιππείς του εναντίον του βασιλιά, θέλοντας όχι μόνο να κατανικήσει τους Πέρσες αλλά και να κατακτήσει τη νίκη με το σπαθί του. Μαζί μ' αυτόν συγκρούστηκαν και τα υπόλοιπα τμήματα του ιππικού με τους αντιπάλους τους και σκοτώνονταν πολλοί, καθώς η μάχη παρέμενε αμφίρροπη, λόγω της ανδρείας που επιδείκνυαν οι μαχητές και των δυο παρατάξεων. Ταλαντευόταν, λοιπόν, η νίκη μια από δω και μια από κει και η τροπή των πραγμάτων εναλλασσόταν. Ακόντιο ή χτύπημα δεν έπεφτε στο κενό, λες και το πλήθος υπήρχε για να δίνει πρόσφορο στόχο. Ως εκ τούτου, πολλοί έπεφταν πληγωμένοι από τα τραύματα που δέχονταν από τους αντιπάλους, αλλά μάχονταν μέχρι την τελευταία τους πνοή και πρώτα έχαναν τη ζωή τους και μετά το θάρρος τους.
[17,34] Οἱ δὲ ἑκάστης τάξεως ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι διὰ τῆς ἰδίας ἀρετῆς τοὺς πολλοὺς ἀνδραγαθεῖν προετρέψαντο. Διὸ καὶ παρῆν ὁρᾶν πολλὰς μὲν διαθέσεις τραυμάτων γινομένας, ποικίλους δὲ καὶ μεγάλους ἀγῶνας συνισταμένους ὑπὲρ τῆς νίκης. (2) ᾿Οξάθρης δ' ὁ Πέρσης, ἀδελφὸς μὲν ὢν Δαρείου, κατὰ δὲ τὴν ἀνδρείαν ἐπαινούμενος, ὡς εἶδεν τὸν ᾿Αλέξανδρον ἀκατασχέτως ἱέμενον ἐπὶ τὸν Δαρεῖον, ἐφιλοτιμήθη τῆς αὐτῆς τύχης κοινωνῆσαι τἀδελφῷ. (3) Ἀναλαβὼν οὖν τοὺς ἀρίστους τῶν ἱππέων τῶν μεθ' ἑαυτοῦ τεταγμένων μετὰ τούτων ἐπέρραξε τοῖς περὶ τὸν ᾿Αλέξανδρον καὶ νομίσας τὸ φιλάδελφον τῆς ψυχῆς οἴσειν αὐτῷ περιβόητον παρὰ Πέρσαις δόξαν προεμάχετο τοῦ Δαρείου τεθρίππου καὶ μετ' ἐμπειρίας εὐτόλμως τοῖς πολεμίοις συμπλεκόμενος πολλοὺς ἀπέκτεινε. (4) Τῶν δὲ περὶ τὸν ᾿Αλέξανδρον ὑπερβαλλομένων ταῖς ἀνδραγαθίαις περὶ μὲν τὸ τοῦ Δαρείου τέθριππον ταχὺ νεκρῶν ἐσωρεύθη πλῆθος· πάντες γὰρ ἐφιέμενοι τοῦ βασιλέως ψαῦσαι πρὸς ἀλλήλους ἐκθυμότατα διηγωνίζοντο καὶ τοῦ ζῆν οὐδεμίαν ἐποιοῦντο φειδώ. (5) Ἔπεσον δ' ἐν τῷ κινδύνῳ τούτῳ πολλοὶ τῶν παρὰ Πέρσαις ἐπιφανῶν ἡγεμόνων, ἐν οἷς ὑπῆρχεν ᾿Αντιξύης καὶ ῾Ρεομίθρης καὶ ὁ τῆς Αἰγύπτου σατράπης Τασιάκης. Ὁμοίως δὲ πολλῶν καὶ παρὰ τοῖς Μακεδόσι πεσόντων συνέβη καὶ αὐτὸν τὸν ᾿Αλέξανδρον τρωθῆναι τὸν μηρόν, περιχυθέντων αὐτῷ τῶν πολεμίων. (6) Οἱ δὲ τὸν τοῦ Δαρείου τεθρίππου ζυγὸν ἐπέχοντες ἵπποι, τραυματιζόμενοι πυκνῶς καὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν περὶ αὐτοὺς σωρευομένων νεκρῶν πτυρόμενοι, τὰ μὲν χαλινὰ διεσείοντο, παρ' ὀλίγον δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Δαρεῖον εἰς τοὺς πολεμίους ἐξήνεγκαν. Διὸ καὶ κινδυνεύων ἐσχάτως ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ἥρπασε τοὺς ῥυτῆρας, συναναγκαζόμενος λῦσαι τὴν σεμνότητα τῆς προστασίας καὶ τὸν παρὰ Πέρσαις τοῖς βασιλεῦσι κείμενον νόμον ὑπερβῆναι. (7) Προσήχθη δὲ καὶ τέθριππον ἕτερον ὑπὸ τῶν ὑπηρετῶν τῷ Δαρείῳ καὶ κατὰ τὴν εἰς τοῦτο μετάβασιν ταραχῆς γενομένης ὁ μὲν Δαρεῖος ἐπικειμένων τῶν πολεμίων εἰς ἔκπληξιν καὶ δέος ἐνέπιπτεν, οἱ δὲ Πέρσαι τὸν βασιλέα κατανοήσαντες ταραττόμενον εἰς φυγὴν ὥρμησαν. Τὸ δ' αὐτὸ καὶ τῶν ἐχομένων ἱππέων ποιησάντων ταχὺ πάντες ἐτράπησαν. (8) Τῆς δὲ φυγῆς οὔσης ἐν τόποις στενοῖς καὶ τραχέσι συμπίπτοντες ἀλλήλους συνεπάτουν καὶ πολλοὶ χωρὶς πολεμίας πληγῆς ἀπέθνησκον. Ἔκειντο γὰρ ὁμοῦ σωρευθέντες οἱ μὲν ἄνευ τῶν ὅπλων, οἱ δὲ τηροῦντες τὰς πανοπλίας· τινὲς δὲ γεγυμνωμένα τὰ ξίφη διαφυλάξαντες τοὺς περὶ ταῦτα ἀναπειρομένους ἀνῄρουν· οἱ δὲ πλεῖστοι εἰς τὰ πεδία διεκπεσόντες διὰ τούτων ἀπὸ κράτους ἐλαύνοντες τοὺς ἵππους εἰς τὰς συμμαχίδας πόλεις κατέφευγον. (9) Ἡ δὲ τῶν Μακεδόνων φάλαγξ καὶ τὸ τῶν Περσῶν πεζὸν στράτευμα βραχὺν χρόνον ἐν τῇ μάχῃ διέμεινεν· προηττημένων γὰρ τῶν ἱππέων οἱονεί τις προαγὼν ἐγεγόνει τῆς ὅλης νίκης. Πάντων δὲ τῶν βαρβάρων ταχὺ τραπέντων καὶ τοσούτων μυριάδων ἐν στενοῖς τόποις τὴν φυγὴν ποιουμένων ταχὺ πᾶς ὁ συνεχὴς τόπος νεκρῶν ἐπληρώθη.
34. Οι αξιωματικοί των μονάδων μάχονταν μπρος από τους άντρες τους και το παράδειγμα της ανδρείας τους οδηγούσε τους περισσότερους σε ανδραγαθίες. Γι' αυτό κι έβλεπε κανείς να καταφέρονται όλων των ειδών τα τραύματα στους πολλούς και μανιασμένους αγώνες που δίνονταν για τη νίκη. Ο Πέρσης Οξάθρης, που ήταν αδελφός του Δαρείου και ζηλευτός για την ανδρεία του, μόλις είδε τον Αλέξανδρο να ορμάει ασυγκράτητος προς τον Δαρείο, παρακινήθηκε από το φιλότιμο να συμμεριστεί την τύχη του αδελφού του. Πήρε, λοιπόν, τους καλύτερους ιππείς που είχε υπό τις διαταγές του και μ' αυτούς όρμησε στον Αλέξανδρο. Με τη σκέψη πως η εκδήλωση αδελφικής αγάπης θα του φέρει μεγάλη δόξα στους Πέρσες, στεκόταν πρόμαχος μπρος απ' το τέθριππο του Δαρείου. Εκεί, έμπειρα και τολμηρά συμπλεκόταν με τους εχθρούς και σκότωνε πολλούς. Οι άντρες του Αλεξάνδρου μάχονταν με μεγαλύτερη παλικαριά, κι έτσι γρήγορα σωρεύτηκε γύρω από το τέθριππο του Δαρείου πλήθος νεκρών. Όλοι μοναδικό σκοπό είχαν να πλήξουν τον βασιλιά κι αγωνίζονταν μεταξύ τους με το μεγαλύτερο μένος, χωρίς να λογαριάζουν τη ζωή τους. Σ' εκείνη τη φάση της μάχης έπεσαν πολλοί γνωστοί αξιωματικοί των Περσών, όπως ο Ατιζύης, ο Ρεομίθρης και ο σατράπης της Αιγύπτου Τασιάκης. Βεβαίως, έπεσαν και πολλοί Μακεδόνες, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος πληγώθηκε στον μηρό, όταν χύθηκαν απ' όλες τις μεριές πάνω του οι εχθροί. Τ άλογα που συγκρατούσαν τον ζυγό στο τέθριππο του Δαρείου, τρομαγμένα από τα απανωτά χτυπήματα που δέχονταν και από το πλήθος των νεκρών που σωριάζονταν γύρω τους, τίναζαν τα χαλινάρια και λίγο έλειψε να φέρουν τον Δαρείο στις γραμμές του εχθρού. Γι' αυτό ο βασιλιάς, που διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο, άρπαξε ο ίδιος τα ηνία κι αναγκάστηκε ν' αφήσει κατά μέρος τη μεγαλειότητα της θέσης του και να παραβιάσει την εθιμοτυπία που ισχύει στους Πέρσες βασιλιάδες. Οι υπηρέτες του Δαρείου του έφεραν άλλο τέθριππο, ενώ κατά τη μετάβαση του σ' αυτό έγινε κάποια αναταραχή κι ο Δαρείος, εν μέσω της επίθεσης των εχθρών, πανικοβλήθηκε. Οι Πέρσες, βλέποντας τον βασιλιά σε ταραχή και σύγχυση, τράπηκαν σε φυγή. Το ίδιο έκαναν και οι ιππείς πίσω τους και γρήγορα τράπηκαν όλοι σε φυγή. Καθώς η υποχώρησή τους γινόταν μέσα από στενά και κακοτράχαλα μέρη, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και αλληλοπατιούνταν, με αποτέλεσμα να σκοτώνονται πολλοί χωρίς να έχουν δεχτεί έστω και ένα εχθρικό χτύπημα. Διότι ήταν σωριασμένοι καταγής όλοι μαζί, άλλοι χωρίς όπλα κι άλλοι με τις πανοπλίες τους, μερικοί κρατούσαν ακόμη τα σπαθιά τους και σκότωναν όσους έπεφταν πάνω τους. Οι περισσότεροι έφτασαν στο άπλωμα και καλπάζοντας ολοταχώς κατέφυγαν στις συμμαχικές πόλεις. Η μακεδονική φάλαγγα και το περσικό πεζικό λίγο παρέμειναν στο πεδίο της μάχης, διότι η ήττα του ιππικού που προηγήθηκε ήταν κάτι σαν προγύμνασμα της τελικής νίκης. Καθώς το σύνολο των βαρβάρων δεν άργησε να κατατροπωθεί και τόσες μυριάδες ανθρώπων συνωστίζονταν στη φυγή τους στα στενά, μέσα σε λίγη ώρα όλος ο τόπος γέμισε νεκρούς.
[17,35] Νυκτὸς δ' ἐπιλαβούσης οἱ μὲν Πέρσαι ῥᾳδίως διεσπάρησαν εἰς πολλοὺς τόπους, οἱ δὲ Μακεδόνες παυσάμενοι τοῦ διωγμοῦ πρὸς ἁρπαγὴν ὥρμησαν καὶ μάλιστα περὶ τὰς βασιλικὰς σκηνὰς διὰ τὸ πλῆθος τῆς πολυτελείας ἠσχολοῦντο. (2) Διόπερ πολὺς μὲν ἄργυρος, οὐκ ὀλίγος δὲ χρυσός, παμπληθεῖς δὲ καὶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες ἐκ τῆς βασιλικῆς γάζης διεφοροῦντο. Ὁμοίως δὲ καὶ τῶν τοῦ βασιλέως φίλων καὶ συγγενῶν καὶ τῶν ἄλλων ἡγεμόνων οὐκ ὀλίγος διηρπάγη πλοῦτος. (3) Οὐ μόνον γὰρ αἱ τῆς βασιλικῆς οἰκίας, ἀλλὰ καὶ αἱ τῶν συγγενῶν καὶ φίλων γυναῖκες ἐφ' ἁρμάτων ὀχούμεναι καταχρύσων συνηκολούθουν κατά τι πάτριον ἔθος τῶν Περσῶν· (4) ἑκάστη δὲ τούτων διὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ πλούτου καὶ τῆς τρυφῆς περιήγετο πλῆθος πολυδαπάνου κατασκευῆς καὶ γυναικείου κόσμου. Πάθος δ' ἦν δεινότατον περὶ τὰς αἰχμαλωτιζομένας γυναῖκας. (5) Αἱ γὰρ πρότερον διὰ τρυφὴν ἐπ' ἀπήναις πολυτελέσι μόγις κατακομιζόμεναι καὶ γυμνὸν μέρος τοῦ σώματος οὐδὲν φαίνουσαι, τότε μονοχίτωνες καὶ τὰς ἐσθῆτας περιρρήττουσαι μετ' ὀδυρμῶν ἐκ τῶν σκηνῶν ἐξεπήδων, ἐπιβοώμεναι θεοὺς καὶ προσπίπτουσαι τοῖς τῶν κρατούντων γόνασι. (6) Περιαιρούμεναι δὲ ταῖς χερσὶ τρεμούσαις τὸν τοῦ σώματος κόσμον καὶ τὰς κόμας ἀνειμέναι διὰ τόπων τραχέων ἔθεον καὶ πρὸς ἀλλήλας συντρέχουσαι βοηθοὺς ἐπεκαλοῦντο τὰς παρ' ἑτέρων ἐπικουρίας δεομένας. (7) Ἦγον δ' αὐτὰς οἱ μὲν ἀπὸ τῆς κόμης ἐπισπώμενοι τὰς ἠτυχηκυίας, οἱ δὲ τὰς ἐσθῆτας περιρηγνύντες καὶ γυμνοῖς τοῖς σώμασιν ἐπιβάλλοντες τὰς χεῖρας καὶ ταῖς στάθμαις τῶν δοράτων τύπτοντες καὶ τὰ τιμιώτατα καὶ περιβόητα τῶν βαρβάρων ταῖς τῆς τύχης δωρεαῖς ὑβρίζοντες.
35. Καθώς έπεφτε η νύχτα, εύκολα οι Πέρσες διασκορπίστηκαν σε πολλά μέρη. Οι Μακεδόνες σταμάτησαν την καταδίωξη και στράφηκαν στις αρπαγές και, βέβαια, έστρεψαν την προσοχή τους κυρίως στις βασιλικές σκηνές, λόγω του μεγέθους της πολυτέλειας. Έτσι, πολύ χρυσάφι, ακόμα περισσότερο ασήμι, καθώς και πάμπολλα και βαρύτιμα ενδύματα αρπάχτηκαν από τον βασιλικό θησαυρό. Λεηλατήθηκαν, επίσης, και πολλά πλούτη από τους φίλους και συγγενείς του βασιλιά, καθώς και από τους λοιπούς ηγεμόνες. Διότι δεν ήταν μόνο οι γυναίκες της βασιλικής οικογένειας αλλά και οι γυναίκες των αυλικών και των συγγενών που ακολουθούσαν τους δικούς τους πάνω σε επιχρυσωμένες άμαξες, σύμφωνα με κάποια πατροπαράδοτη συνήθεια των Περσών. Ένεκα του τεράστιου πλούτου και της χλιδής, καθεμιά τους ταξίδευε με πανάκριβη οικοσκευή και γυναικεία κοσμήματα. Η δυστυχία των γυναικών που αιχμαλωτίστηκαν ήταν η μεγαλύτερη. Εκείνες που πρώτα μεταφέρονταν με προσοχή, λόγω μαλθακότητας, πάνω σε πολυτελείς άμαξες και δεν άφηναν ακάλυπτο κανένα σημείο του σώματος τους, τώρα πετάγονταν με οδυρμούς έξω απ' τις σκηνές μ' ένα μόνο χιτώνα και σκίζοντας τα ρούχα τους παρακαλούσαν τους θεούς να τις βοηθήσουν και έπεφταν στα γόνατα των νικητών. Με χέρια που έτρεμαν πέταγαν από πάνω τους τα στολίδια τους και με ξέπλεκα τα μαλλιά έτρεχαν πάνω στο κακοτράχαλο έδαφος η μια στην άλλη να βρουν συμπαράσταση από εκείνες που χρειάζονταν βοήθεια από άλλους. ετούτες τις δυστυχισμένες άλλοι τις έσερναν τραβώντας τες απ' τα μαλλιά, άλλοι τους έσκιζαν τα ρούχα κι άπλωναν χέρι στο γυμνό τους σώμα ή τις χτυπούσαν με τους σαυρωτήρες των δοράτων, εξευτελίζοντας ό,τι προσφιλέστερο και σεβαστότερο είχαν οι βάρβαροι που τώρα η τύχη το χάρισε σ' αυτούς.
[17,36] Οἱ δ' ἐπιεικέστατοι τῶν Μακεδόνων τὴν μεταβολὴν τῆς τύχης ὁρῶντες συμπαθεῖς ἐγίνοντο καὶ τὰς τῶν ἀκληρούντων συμφορὰς ἠλέουν, αἷς τὰ μὲν προσήκοντα καὶ μεγάλα μακρὰν ἀπήρτητο, τὰ δ' ἀλλόφυλα καὶ πολέμια παρῆν σύνεγγυς . . . καὶ πρὸς ἀτυχῆ καὶ ἐπονείδιστον αἰχμαλωσίαν παρώρμητο. (2) Μάλιστα δὲ τοὺς παρόντας εἰς δάκρυα καὶ συμπάθειαν ἤγαγεν ἡ Δαρείου μήτηρ καὶ γυνὴ καὶ δύο θυγατέρες ἐπίγαμοι καὶ υἱὸς παῖς τὴν ἡλικίαν. (3) Ἐπὶ γὰρ τούτων ἡ μεταβολὴ τῆς τύχης καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἀνελπίστων ἀκληρημάτων ἐν ὄψει κείμενον εὐλόγως τοὺς ὁρῶντας ἐποίει συμπάσχειν τοῖς ἠτυχηκόσι. (4) Περὶ μὲν γὰρ Δαρείου πότερον ζῇ καὶ περίεστιν ἢ καὶ μετὰ τῆς τῶν ἄλλων φθορᾶς ἀπόλωλεν οὐκ ἐγίνωσκον, ἑώρων δὲ τὴν σκηνὴν διαρπάζοντας ἐνόπλους πολεμίους ἄνδρας, ἀγνοοῦντας μὲν τὰς ἡλωκυίας, πολλὰ δὲ διὰ τὴν ἄγνοιαν ἀπρεπῆ πράττοντας, καὶ τὸ σύνολον ὅλην τὴν ᾿Ασίαν αἰχμάλωτον μεθ' αὑτῶν γεγενημένην καὶ ταῖς μὲν τῶν σατραπῶν γυναιξὶ προσπιπτούσαις καὶ δεομέναις βοηθεῖν οὐχ οἷον συνεπιλαβέσθαι τινὸς ἴσχυον, ἀλλὰ καὶ αὐταὶ ταύτας ἠξίουν συνεπικουρῆσαι τοῖς ἑαυτῶν ἀκληρήμασιν. (5) Οἱ δὲ τοῦ βασιλέως παῖδες καταλαβόμενοι τὴν τοῦ Δαρείου σκηνὴν τἀκείνου λουτρὰ καὶ δεῖπνα παρεσκευάζοντο καὶ λαμπάδων πολλὴν πυρὰν ἅψαντες προσεδέχοντο τὸν ᾿Αλέξανδρον, ὅπως ἀπὸ τοῦ διωγμοῦ γενόμενος καὶ καταλαβὼν ἑτοίμην πᾶσαν τὴν παρασκευὴν τοῦ Δαρείου οἰωνίσηται τὴν ὅλην τῆς ᾿Ασίας ἡγεμονίαν. (6) Κατὰ δὲ τὴν μάχην ἐτελεύτησαν τῶν βαρβάρων πεζοὶ μὲν πλείους τῶν δέκα μυριάδων, ἱππεῖς δ' οὐκ ἐλάττους τῶν μυρίων, τῶν δὲ Μακεδόνων πεζοὶ μὲν εἰς τριακοσίους, ἱππεῖς δὲ περὶ ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα. Ἡ μὲν οὖν ἐν ᾿Ισσῷ τῆς Κιλικίας μάχη τοιοῦτον ἔσχε τὸ τέλος.
36. Οι πιο μετριοπαθείς και συνετοί Μακεδόνες, βλέποντας τούτο το γύρισμα της τύχης, συγκινήθηκαν και ένιωσαν οίκτο για τις συμφορές που βρήκαν τις δύσμοιρες γυναίκες, που τώρα πια χάνονταν μακριά όλα όσα άρμοζαν στην υψηλή τους θέση, ενώ μπροστά τους βρίσκονταν τα ξένα και εχθρικά ... και σέρνονταν προς τη δυστυχία της επονείδιστης αιχμαλωσίας. Περισσότερο απ' όλες, συγκίνησε κι έφερε δάκρυα στα μάτια όσων ήταν παρόντες η μητέρα και η γυναίκα του Δαρείου, οι δυο θυγατέρες του, σε ηλικία γάμου, και ο μικρός του γιος. Η μεταστροφή της δικής τους τύχης και το μέγεθος των αναπάντεχων συμφορών που τους έβρισκαν ήταν φυσικό να κάνουν όσους έβλεπαν να συμπάσχουν με τις δυστυχίες τους. Δεν ήξεραν καν αν ο Δαρείος ζούσε κι είχε σωθεί ή αν χάθηκε μαζί με τους άλλους, έβλεπαν τη σκηνή τους να διαρπάζεται από ένοπλους εχθρούς, που αγνοούσαν ποιες ήταν οι αιχμάλωτες κι από την άγνοιά τους έκαναν πράγματα ανάρμοστα, και γενικά έβλεπαν όλη την Ασία να αιχμαλωτίζεται μαζί τους και τις γυναίκες των σατραπών να πέφτουν στα γόνατά τους και να ζητούν βοήθεια κι εκείνες όχι μόνο να μην έχουν τρόπο να τις βοηθήσουν, αλλά να τους ζητούν κι οι ίδιες συμπαράσταση στη δυστυχία τους. Οι υπηρέτες του βασιλιά κατέλαβαν τώρα τη σκηνή του Δαρείου κι ετοίμαζαν το λουτρό και το δείπνο για τον Αλέξανδρο, άναψαν λαμπάδες για να έχουν άπλετο φως και περίμεναν τον Αλέξανδρο, ώστε όταν επιστρέψει από την καταδίωξη να βρει έτοιμα γι’ αυτόν όλα τα πλούτη του Δαρείου κι αυτό να προοιωνίσει την κατάκτηση όλης της Ασίας. Από τους βαρβάρους σκοτώθηκαν στη μάχη πάνω από εκατό χιλιάδες πεζοί κι όχι λιγότεροι από δέκα χιλιάδες ιππείς. Οι Μακεδόνες έχασαν τριακόσιους πεζούς και γύρω στους εκατόν πενήντα ιππείς. Έτσι τέλειωσε, λοιπόν, η μάχη στην Ισσό της Κιλικίας.
Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.